Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61994CC0133

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 11ης Ιανουαρίου 1996.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου.
    Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων έργων στο περιβάλλον - Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου.
    Υπόθεση C-133/94.

    Συλλογή της Νομολογίας 1996 I-02323

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1996:3

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

    P. LÉGER

    της 11ης Ιανουαρίου 1996 ( *1 )

    1. 

    Με την παρούσα προσφυγή, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, παραλείποντας να μεταφέρει πλήρως και ορθώς στο βελγικό δίκαιο την οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον ( 1 ) (στο εξής: οδηγία), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή και από τα άρθρα 5 και 189 της Συνθήκης ΕΚ.

    Η κοινοτική ρύθμιση

    2.

    Η οδηγία εκδόθηκε βάσει των άρθρων 100 και 235 της Συνθήκης ΕΟΚ. Όπως προκύπτει από την πρώτη και από την ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, σκοπός του κοινοτικού νομοθέτη είναι η προώθηση της πολιτικής προλήψεως της προκλήσεως οχλήσεων ή ρυπάνσεων στο περιβάλλον. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, η οδηγία θεσπίζει καθεστώς εκτιμήσεως των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον.

    3.

    Το άρθρο 2 της οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίζουν τις απαραίτητες διατάξεις ώστε τα σχέδια που, ιδίως, λόγω της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεως τους, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, να υποβάλλονται σε εκτίμηση όσον αφορά τις επιπτώσεις τους πριν δοθεί η άδεια για την πραγματοποίηση τους.

    4.

    Το άρθρο 4 καθορίζει τα σχέδια αυτά και τα κατανέμει σε δύο κατηγορίες: για τα σχέδια που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι της οδηγίας η εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον είναι υποχρεωτική, ενώ τα σχέδια έργων που απαριθμούνται στο παράρτημα II της οδηγίας πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση μόνον όταν τα κράτη μέλη κρίνουν ότι το απαιτούν τα χαρακτηριστικά τους.

    5.

    Το άρθρο 2, παράγραφος 2, επιτρέπει στα κράτη μέλη να καθορίζουν ελεύθερα τη διαδικασία με την οποία θα διεξάγεται αυτή η εκτίμηση των επιπτώσεων. Ωστόσο, η οδηγία θέτει ορισμένα όρια στην ελευθερία αυτή συγκεκριμένα, το άρθρο 3 ορίζει ότι η εκτίμηση πρέπει να εντοπίζει, να περιγράφει και να αξιολογεί κατάλληλα τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις ενός σχεδίου βάσει ορισμένων παραγόντων. Τα στοιχεία που πρέπει να παρέχει ο κύριος του έργου για την εκτίμηση των επιπτώσεων του στο περιβάλλον καθορίζονται στο άρθρο 5.

    6.

    Θεσπίζεται επίσης υποχρέωση πληροφορήσεως του κοινού και των άλλων κρατών μελών που ενδεχομένως αφορούν τα σχέδια αυτά. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 ορίζει ότι τα στοιχεία που παρέχει ο κύριος του έργου και τα οποία καθορίζονται στο άρθρο 5 της οδηγίας, αφενός, καθώς και η αίτηση αδείας, αφετέρου, πρέπει να τίθενται στη διάθεση των αρμοδίων για θέματα περιβάλλοντος αρχών και του κοινού το οποίο αφορά το σχέδιο. Επιπλέον, εφόσον ένα σχέδιο ενδέχεται να έχει επιπτώσεις πέραν των συνόρων ενός κράτους μέλους, τα συλλεγόμενα δυνάμει του άρθρου 5 στοιχεία πρέπει να διαβιβάζονται και στο ενδιαφερόμενο άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας.

    7.

    Το άρθρο 8 ορίζει πώς πρέπει να αξιοποιούνται τα αποτελέσματα των προαναφερθεισών διαβουλεύσεων και προβλέπει ότι αυτά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη χορήγηση αδείας. Εξάλλου, το άρθρο 9 ορίζει ότι το περιεχόμενο της τελικής αποφάσεως πρέπει να κοινοποιείται στο κοινό το οποίο αφορά και στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

    8.

    Δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεταφέρουν την οδηγία στο εσωτερικό τους δίκαιο μέχρι τις 3 Ιουλίου 1988. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν.

    Η βελγική εσωτερική κανονιστική ρύθμιση

    9.

    Η μεταφορά της οδηγίας στο βελγικό δίκαιο εμπίπτει στην αρμοδιότητα τριών διοικητικών περιφερειών: της περιφέρειας της Βαλλονίας, της περιφέρειας Βρυξελλώνπρωτεύουσας και της περιφέρειας της Φλάνδρας. Η διαδικασία εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον την οποία θεσπίζει η οδηγία ενσωματώθηκε στις υφιστάμενες διαδικασίες χορηγήσεως αδείας.

    10.

    Στις 11 Σεπτεμβρίου 1985το περιφερειακό συμβούλιο της Βαλλονίας εξέδωσε απόφαση περί οργανώσεως της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον εντός της περιφέρειας της Βαλλονίας ( 2 ). Στις 31 Οκτωβρίου 1991 η κυβέρνηση της περιφέρειας της Βαλλονίας εξέδωσε απόφαση περί εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής ( 3 ).

    11.

    Στις 24 Μαΐου 1988 το Cour d'arbitrage ακύρωσε εν μέρει την απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 1985 ( 4 ), καθόσον προέβλεπε την αξιολόγηση των εγκαταστάσεων που χρησιμεύουν αποκλειστικά για τη μόνιμη αποθήκευση ή για την οριστική διάθεση ραδιενεργών αποβλήτων, ενώ οι διοικητικές περιφέρειες δεν είναι αρμόδιες για τη θέσπιση διατάξεων που αφορούν τέτοια σχέδια έργων.

    12.

    Στις 23 Ιουλίου 1992το περιφερειακό συμβούλιο Βρυξελλώνπρωτεύουσας εξέδωσε απόφαση περί της προηγούμενης εκτιμήσεως των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων έργων εντός της περιφερείας Βρυξέλλεςπρωτεύουσα ( 5 ).

    13.

    Η κανονιστική αυτή ρύθμιση δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη περί διαβουλεύσεως με άλλα κράτη μέλη ως προς τα σχέδια έργων των οποίων οι επιπτώσεις στο περιβάλλον γίνονται αισθητές πέραν των συνόρων του οικείου κράτους μέλους.

    14.

    Στην περιφέρεια της Φλάνδρας η μεταφορά της οδηγίας πραγματοποιήθηκε, όσον αφορά τις εγκαταστάσεις που προκαλούν οχλήσεις, με την απόφαση της 28ης Ιουνίου 1985 περί της χορηγήσεως αδείας με σκοπό την πρόληψη της ρυπάνσεως (στο εξής: απόφαση περί της χορηγήσεως αδείας με σκοπό την πρόληψη της ρυπάνσεως) ( 6 ), παι, όσον αφορά τις εγκαταστάσεις που δεν προκαλούν οχλήσεις, με τον οργανικό νόμο της 29ης Μαρτίου 1962 περί χωροταξίας παι πολεοδομίας (στο εξής: οργανικός νόμος της 29ης Μαρτίου 1962) ( 7 ).

    15.

    Όσον αφορά τις εγκαταστάσεις που προκαλούν οχλήσεις, η απόφαση περί της χορηγήσεως αδείας με σκοπό την πρόληψη της ρυπάνσεως θεσπίζει σύστημα προηγούμενης χορηγήσεως αδείας για ορισμένες εγκαταστάσεις που προκαλούν οχλήσεις στον άνθρωπο και στο περιβάλλον. Η απόφαση αυτή πρέπει να εκτελεστεί από την Φλαμανδική Κυβέρνηση. Συγκεκριμένα, τα άρθρα 2 και 3 της αποφάσεως ορίζουν ότι η Φλαμανδική Κυβέρνηση πρέπει να καταρτίσει τον κατάλογο των εγκαταστάσεων για τις οποίες απαιτείται η άδεια αυτή. Το άρθρο 7 επιβάλλει επίσης στη Φλαμανδική Κυβέρνηση την υποχρέωση να ρυθμίσει τη διαδικασία, το περιεχόμενο, τις προϋποθέσεις και τη μορφή της μελέτης των επιπτώσεων στο περιβάλλον. Επιπλέον, το άρθρο 11 της αποφάσεως ορίζει ότι κάθε απόφαση επί αιτήσεως χορηγήσεως αδείας πρέπει να εκδίδεται αφού διεξαχθεί έρευνα της κοινής γνώμης. Ο καθορισμός του τρόπου διεξαγωγής της έρευνας αυτής εναπόκειται στη Φλαμανδική Κυβέρνηση.

    16.

    Στις 23 Μαρτίου 1989 η Φλαμανδική Κυβέρνηση εξέδωσε ορισμένες αποφάσεις περί εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας. Οι αποφάσεις αυτές παραπέμπουν τόσο στην απόφαση περί της χορηγήσεως αδείας με σκοπό την πρόληψη της ρυπάνσεως όσο και στον οργανικό νόμο της 29ης Μαρτίου 1962.

    17.

    Η απόφαση 89-928 ( 8 ) προβλέπει την οργάνωση της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον των εγκαταστάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως περί της χορηγήσεως αδείας με σκοπό την πρόληψη της ρυπάνσεως.

    18.

    Η απόφαση 89-928 δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με τη διαβούλευση με τα άλλα κράτη μέλη το περιβάλλον των οποίων θα μπορούσε ενδεχομένως να υποστεί τις επιπτώσεις ορισμένου σχεδίου έργου που πραγματοποιείται στη Φλάνδρα. Η δε διαβούλευση με το κοινό προβλέπεται από την απόφαση περί της χορηγήσεως οικολογικής αδείας παι από την απόφαση εφαρμογής αυτής, την VLAREM I ( 9 ).

    19.

    Η απόφαση 89-929 ( 10 ) ρυθμίζει την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον των εργασιών και ενεργειών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του οργανικού νόμου της 29ης Μαρτίου 1962. Η ρύθμιση αντιστοιχεί mutatis mutandis στη ρύθμιση της αποφάσεως 89-928. Το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής απαριθμεί τα σχέδια έργων που πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον.

    20.

    Η απόφαση 89-929, όπως και η απόφαση 89-928, δεν περιλαμβάνει διάταξη ρυθμίζουσα τη διαβούλευση με άλλα κράτη μέλη. Αντιθέτως, η διαβούλευση με το κοινό στην περιφέρεια της Φλάνδρας προβλέπεται με το βασιλικό διάταγμα της 22ας Οκτωβρίου 1971, περί εκτελέσεως του άρθρου 63 του οργανικού νόμου της 29ης Μαρτίου 1962.

    Η διαδικασία

    21.

    Με έγγραφο οχλήσεως της 29ης Δεκεμβρίου 1989, η Επιτροπή γνωστοποίησε στο Βασίλειο του Βελγίου ότι θεωρεί ατελή και ανακριβή τη μεταφορά της οδηγίας στο βελγικό δίκαιο. Η Επιτροπή ζήτησε επίσης από το Βασίλειο του Βελγίου, σύμφωνα με το άρθρο 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, να της υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί του ζητήματος αυτού εντός προθεσμίας δύο μηνών. Η κυβέρνηση του εν λόγω κράτους μέλους, αφού της χορηγήθηκε παράταση της προθεσμίας, απάντησε με έγγραφο της 25ης Μαΐου 1990 και διαβίβασε συμπληρωματικές πληροφορίες στις 26 Ιουλίου 1991. Επειδή οι απαντήσεις που έδωσε το Βελγικό Δημόσιο στο έγγραφο οχλήσεως δεν μετέβαλαν την άποψη της Επιτροπής, αυτή εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη με έγγραφο της 3ης Δεκεμβρίου 1991 και έταξε στο κράτος μέλος προθεσμία δύο μηνών για τη λήψη των απαιτουμένων μέτρων. Και στην περίπτωση αυτή, οι απαντήσεις που έδωσε το Βασίλειο του Βελγίου δεν μετέβαλαν την άποψη της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή άσκησε προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου στις 2 Μαΐου 1994.

    22.

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

    «—

    να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, παραλείποντας να μεταφέρει πλήρως και ορθώς στο βελγικό δίκαιο την οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή και από τα άρθρα 5 και 189 της Συνθήκηςορθή

    να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.»

    23.

    Ειδικότερα, η Επιτροπή διατύπωσε τρεις αιτιάσεις και συγκεκριμένα: α) τη μη μεταφορά στο βελγικό δίκαιο του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, β) τη μη ορθή μεταφορά στο βελγικό δίκαιο του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, γ) την παράλειψη μεταφοράς στο βελγικό δίκαιο των άρθρων 7 και 9 της οδηγίας. Λαμβάνοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της Βελγικής Κυβερνήσεως, η Επιτροπή παραιτήθηκε της αιτιάσεως της μη μεταφοράς στο βελγικό δίκαιο του άρθρου 6, παράγραφος 2, και του άρθρου 9 της οδηγίας ( 11 ).

    24.

    Υπενθυμίζω ότι, αν το Δικαστήριο αποφανθεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη συγκεκριμένες υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν, εκ του λόγου αυτού, παρέβη επίσης τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της Συνθήκης ( 12 ).

    Νομική εκτίμηση

    Α — Η αιτίαση περί της μη ορθής μεταφοράς στο βελγικό δίκαιο του άρθρου 2, παράγραφος 1 ( 13 ), και τον άρθρου 4, παράγραφος 1 ( 14 ), της οδηγίας

    25.

    Κατά την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, όλα τα σχέδια έργων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι πρέπει να υποβάλλονται σε μελέτη των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίσουν κανέναν περιορισμό επ' αυτού. Όμως, στο Βέλγιο η υποχρεωτική εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον δεν διασφαλίζεται για όλα τα σχέδια έργων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι.

    26.

    Αυτός ο ισχυρισμός περιλαμβάνει δύο σκέλη. Η Επιτροπή προσάπτει:

    πρώτον, στο Βελγικό Δημόσιο ότι δεν μετέφερε στο εθνικό δίκαιο εντός της ταχθείσας προθεσμίας το σημείο 2 του παραρτήματος Ι του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, όσον αφορά τους πυρηνικούς σταθμούς, τους άλλους πυρηνικούς αντιδραστήρες και τις εγκαταστάσεις με αποκλειστικό σκοπό τη μόνιμη αποθήκευση ή οριστική διάθεση ραδιενεργών καταλοίπων,

    δεύτερον, στη Φλαμανδική Κυβέρνηση ότι δεν μετέφερε ορθώς στο εσωτερικό δίκαιο το σημείο 6 του παραρτήματος Ι του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας ( 15 ).

    α) Εσφαλμένη μεταφορά στο βελγικό δίκαιο του σημείου 2 του παραρτήματος Ι του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας

    27.

    Το Βασίλειο του Βελγίου αμφισβητεί την αιτίαση αυτή και υποστηρίζει ότι η απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 1963, περί γενικής ρυθμίσεως της προστασίας του πληθυσμού και των εργαζομένων από τον κίνδυνο των ιονιζουσών ακτινοβολιών, τροποποιήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1993 με βασιλικό διάταγμα που προβλέπει εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον ( 16 ) σύμφωνη προς την επιβαλλόμενη από την οδηγία για τα σχέδια έργων που περιλαμβάνονται στο σημείο 2 του παραρτήματος Ι της οδηγίας ( 17 ).

    28.

    Εντούτοις, η Επιτροπή εμμένει στην αιτίαση αυτή. Η Επιτροπή διευκρίνισε κατά τη συνεδρίαση ότι, πράγματι, η μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο που πραγματοποιήθηκε με αυτό το βασιλικό διάταγμα της 23ης Δεκεμβρίου 1993 είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της οδηγίας, πλην όμως δεν πραγματοποιήθηκε εντός της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη.

    29.

    Από παγία νομολογία του Δικαστηρίου ( 18 ) προκύπτει ότι η Επιτροπή δύναται, υπό τέτοιες περιστάσεις, να ζητήσει να διαπιστωθεί ότι το εν λόγω κράτος μέλος παρέβη την υποχρέωση εμπρόθεσμης μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό του δίκαιο σε εύθετο χρόνο. Συνεπώς, η αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να γίνει δεκτή.

    β) Μη προσήκουσα μεταφορά στο βελγικό δίκαιο του σημείου 6 του παραρτήματος Ι του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας

    30.

    Η επίδικη εθνική διάταξη περιλαμβάνεται στο άρθρο 3 της προπαρατεθείσας αποφάσεως 89-928. Το άρθρο αυτό απαριθμεί τις εγκαταστάσεις που πρέπει να υποβάλλονται σε εκτίμηση των επιπτώσεων τους στο περιβάλλον. Το σημείο 6 της διατάξεως αυτής ορίζει ότι ολοκληρωμένες χημικές εγκαταστάσεις είναι οι εγκαταστάσεις με προορισμό «τη μέσω χημικών διαδικασιών κατεργασία:

    α)

    ακορέστων υδρογονανθράκων που περιέχουν λιγότερα από 5 άτομα άνθρακα ανά μόριο,

    β)

    ακορέστων κυκλικών υδρογονανθράκων, περιλαμβανομένων των αρωματικών ουσιών, που περιέχουν λιγότερα από 9 άτομα άνθρακα ανά μόριο,

    οι οποίες έχουν ιπανότητα επεξεργασίας 100000 τόνων ετησίως και άνω».

    31.

    Κατά την Επιτροπή, από την ανάλυση της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι μόνον οι εγκαταστάσεις που προορίζονται για την επεξεργασία των ουσιών των στοιχείων α' ( 19 ) και β' ( 20 ) και, εξ αυτών, μόνο οι εγκαταστάσεις των οποίων η ικανότητα επεξεργασίας είναι τουλάχιστον ίση προς 100000 τόνους υποβάλλονται στη διαδικασία εκτιμήσεως των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον. Το σημείο 6 του παραρτήματος Ι του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας δεν περιλαμβάνει τέτοιους περιορισμούς.

    32.

    Το Βασίλειο του Βελγίου αμφισβητεί την αιτίαση αυτή. Κατά την άποψη του, η έννοια των «ολοκληρωμένων χημικών εγκαταστάσεων» είναι υπερβολικά ασαφής. Η Επιτροπή αναγνώρισε το γεγονός αυτό, δεδομένου ότι πρότεινε την τροποποίηση της οδηγίας επί του σημείου αυτού ( 21 ). Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσάπτεται στο Βασίλειο του Βελγίου ότι προέβη στην ερμηνεία της έννοιας αυτής, και μάλιστα σύμφωνα με τη φύση της οδηγίας. Αντιθέτως, το Βασίλειο του Βελγίου δέχεται ότι η φλαμανδική κανονιστική ρύθμιση δεν αναφέρει τις εγκαταστάσεις για τη μέσω χημικών διαδικασιών κατεργασία των κορεσμένων υδρογονανθράκων μεταξύ των σχεδίων βιομηχανικών ιδιωτικών ή δημοσίων έργων που πρέπει να υποβάλλονται στη διαδικασία μελέτης των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον. Το Βασίλειο του Βελγίου δικαιολογεί την παράλειψη αυτή ισχυριζόμενο ότι οι υδρογονάνθρακες αυτοί δεν χρησιμοποιούνται σχεδόν καθόλου ως βασικά χημικά στοιχεία. Παρά ταύτα, ομολογεί εξάλλου ότι ο τύπος αυτός υδρογονανθράκων χρησιμοποιείται στην πετροχημεία, τομέα για τον οποίο ο κοινοτικός νομοθέτης επιβάλλει την υποχρεωτική εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον ( 22 ).

    33.

    Εν κατακλείδι, το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι ο ορισμός που δίδει η φλαμανδική νομοθεσία στην έννοια των «ολοκληρωμένων χημικών εγκαταστάσεων» καλύπτει τις πιο σημαντικές χημικές εγκαταστάσεις που βρίσκονται στο έδαφος της περιφέρειας της Φλάνδρας.

    34.

    Είμαι της γνώμης ότι, και ως προς το ζήτημα αυτό, το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία.

    35.

    Πρώτον, θεωρώ ότι η διατύπωση της οδηγίας ουδόλως είναι ασαφής. 'Οσον αφορά τις ολοκληρωμένες χημικές εγκαταστάσεις, η οδηγία δεν προβαίνει σε περιορισμό της υποχρεώσεως αξιολογήσεως. Οσάκις ο κοινοτικός νομοθέτης έκρινε σκόπιμο να περιορίσει την υποχρέωση αυτή, το προέβλεψε ρητώς ( 23 ).

    Επιπλέον, αν γίνει δεκτή η ερμηνεία που προτείνει το Βασίλειο του Βελγίου, υπάρχει κίνδυνος διαταράξεως της ισορροπίας που καθιερώνει η οδηγία μεταξύ των σχεδίων έργων του παραρτήματος Ι και αυτών του παραρτήματος Π, δεδομένου ότι, εξάλλου, ορισμένοι περιορισμοί τους οποίους επέλεξε ο κοινοτικός νομοθέτης προσδιορίζουν τη σχέση μεταξύ του άρθρου 4, παράγραφος 1 (υποχρεωτική αξιολόγηση), και του άρθρου 4, παράγραφος 2 (προαιρετική αξιολόγηση), της οδηγίας ( 24 ).

    36.

    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η έννοια αυτή είναι ασαφής, επισημαίνονται τα εξής:

    η έννοια των «ολοκληρωμένων χημικών εγκαταστάσεων» του παραρτήματος Ι πρέπει να συγκριθεί με τα διαλαμβανόμενα στο σημείο 6 του παραρτήματος Π. Έτσι, οι χημικές εγκαταστάσεις εμπίπτουν στο παράρτημα II και οι ολοκληρωμένες χημικές εγκαταστάσεις εμπίπτουν στο παράρτημα Ι

    εξάλλου, μολονότι αληθεύει ότι η Επιτροπή διευκρίνισε το σημείο 6 του παραρτήματος Ι του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, η διευκρίνιση αφορά, όχι την έννοια του όρου «χημική εγκατάσταση», αλλά του όρου «ολοκληρωμένη», ο οποίος αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της εννοίας που επεξηγείται κατά τον τρόπο αυτό. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή, ως ολοκληρωμένες χημικές εγκαταστάσεις νοούνται: «[οι] εγκαταστάσεις που λειτουργούν σε γεωγραφική περιοχή όπου βρίσκονται συγκεντρωμένες πολλές μονάδες βιομηχανικής παραγωγής χημικών προϊόντων, ανεξαρτήτως του εάν ανήκουν στην ίδια εταιρία, και οι οποίες συνδέονται λειτουργικά μεταξύ τους» ( 25 ).

    37.

    Διαπιστώνεται ότι, μολονότι το Βασίλειο του Βελγίου επικαλείται την ασάφεια του όρου «ολοκληρωμένος», ο οποίος περιλαμβάνεται στην επίδικη έννοια, η φλαμανδική ρύθμιση δεν ασχολείται με τη διευκρίνιση ή με τον ορισμό του.

    38.

    Κατά το μέτρο που ο ολοκληρωμένος χαρακτήρας των εγκαταστάσεων αυτών αποτελεί το αποφασιστικό στοιχείο, η απάντηση στο ζήτημα αν μια χημική εγκατάσταση είναι ολοκληρωμένη ή όχι δεν εξαρτάται από τη δυναμικότητα επεξεργασίας ούτε από τον τύπο χημικών ουσιών για την κατεργασία των οποίων χρησιμοποιείται αυτό το είδος εγκαταστάσεως η απάντηση στο ζήτημα αυτό εξαρτάται από το αν υπάρχουν μονάδες παραγωγής που συνδέονται μεταξύ τους και που κατά τη λειτουργία τους αποτελούν μία και μόνο μονάδα παραγωγής.

    Ο σκοπός που επιδιώκει ειδικώς ο κοινοτικός νομοθέτης είναι, εν προκειμένω, η πρόληψη των οχλήσεων στο περιβάλλον που προκαλούνται από την κατασκευή βιομηχανιών, μικρών ενίοτε διαστάσεων, των οποίων όμως οι οχλήσεις, λόγω του ολοκληρωμένου χαρακτήρα των μονάδων παραγωγής τους, μπορεί να καταστούν σοβαρές.

    39.

    Δεύτερον, η ratio legis της οδηγίας αντίκειται στην ερμηνεία αυτή. Όπως έχω εκθέσει, η οδηγία θεσπίζει καθεστώς εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον, με σκοπό την προώθηση πολιτικής προλήψεως των οχλήσεων ή των μολύνσεων του περιβάλλοντος ( 26 )

    «(...) η καλύτερη πολιτική περιβάλλοντος συνίσταται στην πρόληψη στην πηγή της δημιουργίας ρυπάνσεων ή οχλήσεων και όχι στην καταπολέμηση των επιδράσεων τους εκ των υστέρων- [συνεπώς, πρέπει] να λαμβάνονται υπόψη όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα οι επιπτώσεις στο περιβάλλον όλων των τεχνικών διαδικασιών σχεδιασμού και λήψεως αποφάσεων (...) για τον σκοπό αυτό [πρέπει να] προβλέπουν την εφαρμογή [των] διαδικασιών για την εκτίμηση παρόμοιων επιπτώσεων» ( 27 ).

    40.

    Συνεπώς, ο διωκόμενος από τον κοινοτικό νομοθέτη σκοπός συνίσταται στο να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη να θεσπίσουν νομοθετήματα τα οποία να τους επιτρέπουν να αντιμετωπίζουν μελλοντικές καταστάσεις ταχέως και πριν επέλθει οποιαδήποτε βλάβη στο περιβάλλον. Όμως, η κανονιστική ρύθμιση της περιοχής της Φλάνδρας παραγνωρίζει προδήλως τον στόχο αυτό, διότι δεν περιλαμβάνει πρόβλεψη για τις μελλοντικές καταστάσεις.

    41.

    Μεταξύ των μέσων που προβλέπει η οδηγία για την επίτευξη του αποτελέσματος αυτού — εφαρμογή πολιτικής προλήψεως των οχλήσεων και ρυπάνσεων του περιβάλλοντος —, ο κοινοτικός νομοθέτης θεσπίζει διαδικασία χορηγήσεως αδείας κατόπιν εμπεριστατωμένης έρευνας για τα σχέδια έργων που ενδέχεται να προκαλέσουν παρόμοιες οχλήσεις και ρυπάνσεις. Με τον όρο «χορήγηση αδείας κατόπιν εμπεριστατωμένης έρευνας» νοείται η άδεια που χορηγούν οι αρμόδιες δημόσιες αρχές κατόπιν διαδικασίας που τους επιτρέπει να συλλέξουν όλα τα χρήσιμα στοιχεία ως προς τους υφισταμένους κινδύνους: «(...) η χορήγηση αδείας για σχέδια δημοσίων και ιδιωτικών έργων που μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον πρέπει να γίνεται μόνο μετά από προηγούμενη εκτίμηση των σημαντικών επιδράσεων που ενδέχεται να έχουν αυτά τα σχέδια στο περιβάλλον ότι αυτή η εκτίμηση πρέπει να γίνεται με βάση τις κατάλληλες πληροφορίες που παρέχει ο κύριος του έργου και, ενδεχόμενα, να συμπληρώνεται από τις αρχές και το κοινό που μπορεί να αφορά το σχέδιο» ( 28 ).

    42.

    Συνεπώς, η περιοριστική ερμηνεία την οποία προτείνει το Βασίλειο του Βελγίου δεν επιτρέπει στις αρμόδιες για τη χορήγηση αδείας αρχές να λαμβάνουν τη γνώμη του ενδιαφερομένου κοινού για σημαντικά σχέδια για τα οποία ο κοινοτικός νομοθέτης επιβάλλει μελέτη των επιπτώσεων τους.

    Β — Η αιτίαση περί της μη ορθής μεταφοράς στο βελγικό δίκαιο του άρθρου 2, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 2 ( 29 ), της οδηγίας

    43.

    Κατά την Επιτροπή, από το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας προκύπτει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εξετάζουν τα χαρακτηριστικά (ιδίως τη φύση, τις διαστάσεις ή την τοποθεσία) των σχεδίων που απαριθμούνται στο παράρτημα II in concreto και σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και κατόπιν, αναλόγως των αποτελεσμάτων της εξετάσεως αυτής, να αποφασίζουν εάν είναι αναγκαία ή όχι η εκτίμηση των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον. Το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, επιτρέπει στα κράτη μέλη να διευκολύνουν τη μελέτη αυτή εξειδικεύοντας τους τύπους σχεδίων ή καθορίζοντας τα κριτήρια και/ή τα κατώτατα όρια. Συνεπώς, το άρθρο 4, παράγραφος 2, έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη πρέπει να προβαίνουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση στη μελέτη των χαρακτηριστικών κάθε σχεδίου που απαριθμείται στο παράρτημα Π. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορούν να απαλλάξουν εκ προοιμίου από τη μελέτη αυτή ορισμένα σχέδια έργων που απαριθμούνται στο παράρτημα Π.

    44.

    Κατά το Βασίλειο τον Βελγίου, η Επιτροπή ερμηνεύει εσφαλμένως τις διατάξεις της οδηγίας. Το Βασίλειο του Βελγίου προτείνει να ερμηνευθεί το άρθρο 2, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας. Κατά την ερμηνεία αυτή, τα κράτη μέλη διαθέτουν διακριτική ευχέρεια προκειμένου να κρίνουν και να καθορίζουν τα ίδια, από τον κατάλογο σχεδίων που απαριθμούνται στο παράρτημα Π, τα σχέδια που πρέπει να υποβάλλονται στην υποχρεωτική εκτίμηση των επιπτώσεων τους στο περιβάλλον. Τα κράτη μέλη μπορούν να εκτιμούν γενικώς και a priori ότι τα χαρακτηριστικά συγκεκριμένων σχεδίων που απαριθμούνται στο παράρτημα II καθιστούν περιττή την αξιολόγηση.

    45.

    Για τον λόγο αυτό, με τις αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 1989, η Φλαμανδική Κυβέρνηση έκρινε, ενόψει της παρούσας καταστάσεως του περιβάλλοντος στην περιφέρεια της Φλάνδρας, ότι μόνο ορισμένες κατηγορίες από τα σχέδια του παραρτήματος II, που υπερβαίνουν τα κατώτατα όρια και πληρούν τα άλλα προκαθορισθέντα κριτήρια, ιδίως λόγω της φύσεως τους, πρέπει να υποβάλλονται σε διαδικασία εκτιμήσεως των επιπτώσεων τους στο περιβάλλον. Η Κυβέρνηση της Φλάνδρας θεώρησε, σιωπηρώς, ότι τα χαρακτηριστικά όλων των άλλων σχεδίων που απαριθμούνται στο παράρτημα II είναι τέτοια ώστε δεν είναι αναγκαίο να υποβάλλονται σε εκτίμηση των επιπτώσεων τους στο περιβάλλον στην περιφέρεια της Φλάνδρας.

    46.

    Η Γερμανική Κυβέρνηση, με το υπόμνημα παρεμβάσεώς της, εκφράζει την άποψη ότι η ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας από τη Βελγική Κυβέρνηση είναι ορθή.

    47.

    Κατά τη γνώμη μου, η άποψη που εκθέτουν το Βασίλειο του Βελγίου και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν συμβιβάζεται με τον ευρύ ορισμό τον οποίο ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να δώσει στην έννοια του περιβάλλοντος και αντιβαίνει στον σκοπό που διώκει η οδηγία.

    48.

    Όσον αφορά τη ratio legis της οδηγίας, όπως την έχω αναλύσει ( 30 ), δεν δικαιολογεί την ερμηνεία αυτή, κατά το μέτρο που η διαδικασία που εφαρμόζει η Φλαμανδική Κυβέρνηση δεν της επιτρέπει να προβλέπει και να προλαμβάνει αποτελεσματικής και ταχέως τις μελλοντικές βλάβες.

    49.

    Επιπλέον, συμφωνά με τον διωκόμενο στόχο, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας πρέπει να θεωρηθεί ως η διάταξη που θεσπίζει καταρχήν τη βασική υποχρέωση της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα σχέδια έργων που μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον υποβάλλονται σε αξιολόγηση. Η εφαρμογή της αρχής αυτής προβλέπεται από το άρθρο 4 τα σχέδια που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι έχουν οπωσδήποτε επιπτώσεις στο περιβάλλον υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, ενώ τα σχέδια που απαριθμούνται στο παράρτημα II έχουν ενδεχομένως επιπτώσεις στο περιβάλλον. Συνεπώς, είναι αναγκαία η μελέτη κάθε συγκεκριμένης περιπτώσεως. Όσον αφορά τα σχέδια του παραρτήματος Π, το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, επιτρέπει στα κράτη μέλη να διευκολύνουν τη μελέτη αυτή καθορίζοντας κριτήρια και/ή όρια.

    50.

    Η ευχέρεια εκτιμήσεως που απονέμεται στα κράτη μέλη με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ως προς τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται στο θέμα αυτό, αφορά τη δυνατότητα να εξετάζουν ειδικώς, υπό το φως των χαρακτηριστικών ενός σχεδίου, αν είναι αναγκαία ή όχι η εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον. Ευχέρεια εκτιμήσεως σημαίνει εκτίμηση και όχι την εκ προοιμίου παραίτηση από αυτή. 'Ομως, αν γίνει δεκτή η προτεινόμενη από το Βασίλειο του Βελγίου ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, το αποτέλεσμα θα είναι η εκ προοιμίου παραίτηση από την εκτίμηση.

    51.

    Είναι προφανές ότι ο κατάλογος των σχεδίων που υποβάλλονται σε διαδικασία εκτιμήσεως, ο οποίος περιλαμβάνεται στην κανονιστική ρύθμιση της περιφερείας της Φλάνδρας δεν καλύπτει όλα τα σχέδια που απαριθμούνται στο παράρτημα Π. Ο εκ προοιμίου αποκλεισμός ολόκληρης κατηγορίας σχεδίων που περιλαμβάνονται στο παράρτημα II έχει ως συνέπεια ότι η συγκεκριμένη πραγματοποίηση ενός σχεδίου που εμπίπτει στην κατηγορία την οποία αποκλείει η κανονιστική ρύθμιση της Φλάνδρας δεν θα υποβληθεί ποτέ σε εκτίμηση των κινδύνων που ενέχει για το περιβάλλον, ενώ ενδέχεται συγκεκριμένα χαρακτηριστικά να καθιστούν την εκτίμηση αυτή αναγκαία. Παραδείγματος χάρη, η τοποθεσία και ο προορισμός μιας ζώνης (βιομηχανική ζώνη, ζώνη κατοικίας) αποτελούν στοιχεία χαρακτηριστικά τα οποία δεν μπορούν να εκτιμώνται παρά μόνο συγκεκριμένα κατά το μέτρο που, εξάλλου, έκαστο των στοιχείων αυτών μπορεί να μεταβληθεί με την πάροδο του χρόνου. Συνεπώς, η διαδικασία που επέλεξε το Βασίλειο του Βελγίου δεν συμβιβάζεται με τον σκοπό της προλήψεως που επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης.

    52.

    Η τελευταία αυτή παρατήρηση αποδεικνύει ότι ο καθορισμός αυτού καθαυτού του περιεχομένου της εννοίας του «περιβάλλοντος», υπό την έννοια της οδηγίας, έχει πρωτεύουσα σπουδαιότητα.

    53.

    Ενώ στο σύνολο των κοινοτικών νομοθετημάτων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος δεν υπάρχει ρητός ορισμός της εννοίας αυτής, παρατηρείται ότι η οδηγία περιλαμβάνει, για πρώτη φορά, στοιχεία από τα οποία θα μπορούσε να συναχθεί απάντηση στο ζήτημα αυτό.

    54.

    Στην τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, ο κοινοτικός νομοθέτης διευκρινίζει ότι «(...) είναι απαραίτητο να επιτευχθεί ο ένας από τους στόχους της Κοινότητας στον τομέα της προστασίας τον περιβάλλοντος και της ποιότητας της ζωής» ( 31 ) στην ενδέκατη αιτιολογική σκέψη, ο κοινοτικός νομοθέτης επισημαίνει ότι «(...) οι επιδράσεις ενός σχεδίου στο περιβάλλον πρέπει να εκτιμώνται με σκοπό την προστασία της ανθρώπινης υγείας, τη συμβολή, με τη δημιουργία ενός καλύτερου περιβάλλοντος, στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής, τη φροντίδα για τη διατήρηση των ποικιλιών των ειδών και τη διατήρηση της αναπαραγωγικής ικανότητας του οικοσυστήματος ως θεμελιώδους πόρου της ζωής» ( 32 ).

    55.

    Συνεπώς, ο σκοπός που επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης δεν είναι αποκλειστικά η πρόληψη των κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία, αλλά και η συμβολή στη βελτίωση της ευζωίας του ανθρώπου σε όλες τις πτυχές της ζωής του. Συνεπώς, αναφέροντας ρητώς την έννοια της «ποιότητας της ζωής», ο κοινοτικός νομοθέτης επισήμανε ότι προτιμά τον ευρύ ορισμό της εννοίας του «περιβάλλοντος».

    56.

    Η εκ μέρους του κοινοτικού νομοθέτη επιλογή ενός ευρέως ορισμού της έννοιας αυτής συνάγεται και από την ανάλυση των διατάξεων της οδηγίας. Συγκεκριμένα, το περιεχόμενο της έννοιας του «περιβάλλοντος» μπορεί να συναχθεί από την απαρίθμηση των τομέων στους οποίους ο νομοθέτης επιθυμεί να γίνεται η μελέτη και η εκτίμηση των επιπτώσεων που συνεπάγεται ένα σχέδιο δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι λαμβάνονται υπόψη «παράγοντες», όπως ο άνθρωπος, η πανίδα και η χλωρίδα, το έδαφος, τα ύδατα, ο αέρας, το κλίμα και το τοπίο, η αλληλεπίδραση αυτών των διαφορετικών παραγόντων, τα υλικά αγαθά και η πολιτιστική κληρονομιά ( 33 ), η θέση, ο σχεδιασμός και το μέγεθος ενός σχεδίου ( 34 ), επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η απαρίθμηση αυτή αποτελεί χρήσιμη περιγραφή του περιεχομένου της εννοίας ( 35 ).

    57.

    Το να γίνει δεκτή η ερμηνεία που προτείνει το Βασίλειο του Βελγίου θα ισοδυναμούσε με την υιοθέτηση περιοριστικού ορισμού της εννοίας του περιβάλλοντος, ο οποίος αντιβαίνει προς την οδηγία.

    Γ — Η αιτίαση περί της μη μεταφοράς στο βελγικό δίκαιο των άρθρων 7 ( 36 ) και 9 της οδηγίας

    58.

    Στις περιπτώσεις που οι επιπτώσεις στο περιβάλλον εκτείνονται πέραν των συνόρων ενός κράτους μέλους, το άρθρο 7 της οδηγίας προβλέπει τον τρόπο για να συμμετάσχει στη διαδικασία το κράτος μέλος το οποίο κινδυνεύει να υποστεί τις επιπτώσεις αυτές.

    59.

    Κατά την Επιτροπή, οι κανονιστικές ρυθμίσεις της περιφέρειας της Φλάνδρας και της περιφέρειας Βρυξελλώνπρωτεύουσας δεν προβλέπουν διατάξεις για την εφαρμογή των άρθρων 7 και 9 της οδηγίας.

    60.

    Η Βελγική Κυβέρνηση, με το υπόμνημα αντικρούσεως, δέχεται ότι, για τις περιφέρειες της Φλάνδρας και των Βρυξελλώνπρωτεύουσας, δεν υφίσταται καμία κανονιστική ρύθμιση για την εκτέλεση των άρθρων 7 και 9 της οδηγίας. Η Βελγική Κυβέρνηση αναγνωρίζει το βάσιμο της αιτιάσεως της Επιτροπής όσον αφορά την περιφέρεια της Φλάνδρας και εξαγγέλλει τη λήψη μέτρων που θα διασφαλίσουν τη μεταφορά των άρθρων αυτών στο εσωτερικό δίκαιο ( 37 ).

    61.

    Πράγματι, διαπιστώνεται ότι το Βασίλειο του Βελγίου δεν μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο με την κανονιστική ρύθμιση της περιφερείας της Φλάνδρας τα άρθρα 7 και 9 της οδηγίας. Μάλιστα, όσο τα μέτρα που ανήγγειλε η Βελγική Κυβέρνηση δεν υιοθετούνται και δεν τίθενται σε ισχύ, το Βασίλειο του Βελγίου θα συνεχίζει να παραβαίνει τις υποχρεώσεις του.

    62.

    Το Βασίλειο του Βελγίου αμφισβητεί την ύπαρξη παραβάσεως όσον αφορά την περιφέρεια Βρυξελλώνπρωτεύουσας. Το επιχείρημα που προβάλλει το Βασίλειο του Βελγίου συνίσταται στο ότι η γεωγραφική θέση της περιφερείας Βρυξελλώνπρωτεύουσας και ο αστικός χαρακτήρας της ζώνης αυτής αποκλείουν την κατασκευή βιομηχανικών εγκαταστάσεων ικανών να έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον οι οποίες θα γίνονται αισθητές πέραν των συνόρων, εντός άλλων κρατών μελών. Ως εκ τούτου, η μεταφορά των άρθρων αυτών στο εσωτερικό δίκαιο δεν είναι απαραίτητη.

    63.

    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Στηρίζεται στην υπόθεση ότι μόνο τα σχέδια έργων σε παραμεθόριες περιοχές μπορούν ενδεχομένως να προκαλέσουν οχλήσεις σε άλλα κράτη μέλη — κατ' ανάγκην όμορα — και ότι καμία σημαντική βιομηχανία δεν έχει εγκατασταθεί στην οικεία ζώνη. Όμως, έχει αποδειχθεί ότι, τουλάχιστον υπό τις παρούσες συνθήκες, ο κυρίως αστικός χαρακτήρας της ζώνης αυτής δεν αποκλείει την κατασκευή βιομηχανικών εγκαταστάσεων ικανών να έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον πέραν των συνόρων. Συγκεκριμένα, ο εκπρόσωπος της Επιτροπής παρατήρησε κατά τη συνεδρίαση ότι στην περιφέρεια Βρυξελλώνπρωτεύουσας υπάρχουν χημικές εγκαταστάσεις, δηλαδή οι πετροχημικές εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων Solvey, Chevron, BP και Petrolina. Ως εκ τούτου, ο ορισμός της εννοίας του περιβάλλοντος, όπως έχει δοθεί από τον κοινοτικό νομοθέτη ( 38 ) και ο σκοπός που επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης ( 39 ) δύσκολα συμβιβάζονται με την ερμηνεία αυτή. Διαπιστώνεται ότι τα επιχειρήματα που ανέπτυξε το Βασίλειο του Βελγίου στηρίζονται σε ξεπερασμένη αντίληψη των οχλήσεων που προκαλούνται στο περιβάλλον η οποία, συγκεκριμένα, δεν περιλαμβάνει όλες τις μορφές ρυπάνσεως, ιδίως δε τη ρύπανση του αέρα και των υδάτων.

    Η αιτίαση της Επιτροπής και επί του ζητήματος αυτού πρέπει να γίνει δεκτή.

    64.

    Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφανθεί ως εξής:

    «—

    να αναγνωρίσει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, παραλείποντας να μεταφέρει πλήρως και ορθώς στο βελγικό δίκαιο την οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή και ιδίως από τα άρθρα 2, 4, 7, 9 και 12 αυτής

    να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.»


    ( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 1 ) ΕΕ L 175, σ. 40.

    ( 2 ) Moniteur belge (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βελγίου) της 24ης Ιανουαρίου 1986.

    ( 3 ) Moniteur belge της 22ας Νοεμβρίου 1991, ο. 26157.

    ( 4 ) Απόφαση αριθ. 54, Moniteur belge της 11ης Ιουνίου 1988.

    ( 5 ) Moniteur belge της 1ης Αυγούστου 1992, σ. 17340.

    ( 6 ) Moniteur belge της 17ης Σεπτεμβρίου 1985, σ. 13304.

    ( 7 ) Moniteur belge της 12ης Απριλίου 1962.

    ( 8 ) Moniteur belge της 17ης Μαΐου 1989, ο. 8442.

    ( 9 ) Υπόμνημα αντικρούσεως, σ. 7 της γαλλικής μεταφράσεως.

    ( 10 ) Moniteur belge της 17ης Μαΐου 1989, σ. 8450.

    ( 11 ) Υπόμνημα απαντήσεως, σ. 2 της γαλλικής μεταφράσεως.

    ( 12 ) Βλ. ιδίως μεταξύ των πλέον προσφάτων αποφάσεων, την απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1995, C-66/94, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1994, σ. I-149, σκέψη 6).

    ( 13 ) «1.Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις απαραίτητες διατάξεις ώστε τα σχέδια που, ιδίως, λόγω της φύσης, του μεγέθους ή της θέσης τους, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, να υποβάλλονται σε εκτίμηση όσον αφορά τις επιπτώσεις τους πριν δοθεί η άδεια. Αυτά τα σχέδια καθορίζονται στο άρθρο 4.»

    ( 14 ) «1.Τα σχέδια των κατηγοριών που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, με την επιφύλαξη του άρθρου 2, παράγραφος 3, υποβάλλονται σε εκτίμηση, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως-10.»

    ( 15 ) Ολοκληρωμένες χημικές εγκαταστάσεις.

    ( 16 ) Moniteur belge της 2ας Φεβρουαρίου 1994, σ. 2133.

    ( 17 ) «Θερμοηλεκτρικοί σταθμοί και άλλες εγκαταστάσεις καύσεως με ελάχιστη θερμική ισχύ 300 MW, καθώς και πυρηνικοί σταθμοί και άλλοι πυρηνικοί αντιδραστήρες (με εξαίρεση τα ερευνητικά κέντρα για την παραγωγή και κατεργασία σχάσιμου υλικού και πρώτων υλών, με ανώτατη διαρκή θερμική ισχύ που δεν υπερβαίνει το 1 kW).»

    ( 18 ) Η πλέον πρόσφατη είναι η απόφαση της 13ης Ιουλίου 1995, C-216/94, Επιτροπή κατά Βελγίου {Συλλογή 1995, σ. I-2155, σκέψεις 10 και 11).

    ( 19 ) Δηλαδή του βουτανίου, του μεθανίου, του προπανίου και του αιθανίου.

    ( 20 ) Δηλαδή για τις πράξεις επεξεργασίας που αφορούν το βενζόλιο.

    ( 21 ) Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για τροποποίηση της οδηγίας 85/337/EOK [COM(93) 575 τελικό, της 16ης Μαρτίου 1994],

    ( 22 ) Βλ. σημείο 1 του παραρτήματος Ι.

    ( 23 ) Βλ. σημεία 1, 2, 5, 7 και 8 του παραρτήματος Ι.

    ( 24 ) Βλ., επί παραδείγματι, το σημείο 10, στοιχείο δ', του παραρτήματος II: λιμένες εσωτερικής ναυσιπλοΐας αναλόγως της χωρητικότητάς τους σε πλοία.

    ( 25 ) Πρόταση οδηγίας για τροποποίηση της οδηγίας 85/337.

    ( 26 ) Σημείο 2 των προτάσεων μου.

    ( 27 ) Πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας.

    ( 28 ) Έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας.

    ( 29 ) «2.Τα σχέδια τα οποία υπάγονται στις κατηγορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα II υποβάλλονται σε εκτίμηση, σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10, όταν τα κράτη μέλη κρίνουν ότι το απαιτούν τα χαρακτηριστικά τους. Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν ιδίως να συγκεκριμενοποιούν ορισμένους τύπους σχεδίων προς εκτίμηση ή να καθορίζουν τα κριτήρια ή/και τα κατώφλια που πρέπει να επιλεγούν προκειμένου να μπορεί να καθορισθεί ποια από τα σχέδια που υπάγονται στις κατηγορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Π πρέπει να υποβληθούν σε εκτίμηση σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10.»

    ( 30 ) Σημεία 38 έως 42 των προτάσεών μου.

    ( 31 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 32 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    ( 33 ) Άρθρο 3 της οδηγίας.

    ( 34 ) Άρθρο 5 της οδηγίας.

    ( 35 ) Βλ., στο πνεύμα αυτό, L. Krämer: «Environnement», στο Jurisclasseurs, τόμος 1900, 1994, σ. 13.

    ( 36 ) «Όταν ένα κράτος μέλος διαπιστώνει ότι ένα σχέδιο μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον άλλου κράτους μέλους, ή αν το ζητήσει ένα κράτος μέλος που μπορεί να υποστεί σημαντικές επιπτώσεις, το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί το σχέδιο διαβιβάζει στο άλλο κράτος τις πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί δυνάμει του άρθρου 5 την ίδια στιγμή που τις θέτει στη διάθεση των δικών του υπηκόων. Οι πληροφορίες αυτές χρησιμεύουν ως βάση όλων των αναγκαίων διαβουλεύσεων στα πλαίσια των διμερών σχέσεων των δύο κρατών μελών σε βάση αμοιβαιότητας και ισοδυναμίας.»

    ( 37 ) Υπόμνημα αντικρούσεως, σημείο 5.

    ( 38 ) Βλ. τις προτάσεις μου επί του ζητήματος αυτού.

    ( 39 ) Σημεία 38 έως 42 των προτάοεών μου.

    Top