Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61993TO0497

    Διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 29ης Σεπτεμβρίου 1993.
    Anne Hogan κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Υπάλληλοι - Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων - Προσωρινά μέτρα.
    Υπόθεση T-497/93 R-II.

    Συλλογή της Νομολογίας 1993 II-01005

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:1993:80

    61993B0497

    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΗΣ 29ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1993. - ANNE HOGAN ΚΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ - ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ T-497/93 R-II.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα II-01005


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    Ασφαλιστικά μέτρα * Προσωρινά μέτρα * Προϋποθέσεις χορηγήσεως * Σοβαρή και ανεπανόρθωτη βλάβη * Αμιγώς χρηματική ζημία

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 186 Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 104 PAR 2)

    Περίληψη


    Το επείγον αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την υφισταμένη ανάγκη εκδόσεως προσωρινής αποφάσεως για να αποφευχθεί η επέλευση σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης στον διάδικο που ζητεί τη λήψη του προσωρινού μέτρου.

    Συναφώς, αμιγώς χρηματική ζημία δεν μπορεί καταρχήν να λογιστεί ως ανεπανόρθωτη ή έστω δυσχερώς επανορθώσιμη, εάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης οικονομικής επανορθώσεως. Απόκειται πάντως στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να εκτιμήσει τα στοιχεία που αποδεικνύουν, υπό τις οικείες περιστάσεις κάθε περιπτώσεως, αν, ελλείψει των αιτουμένων προσωρινών μέτρων, ο αιτών κινδυνεύει να υποστεί μη επανορθώσιμη βλάβη, ακόμη και αν οι προσβαλλόμενες πράξεις ακυρωθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας της κυρίας δίκης.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση T-497/93 R II,

    Anne Hogan, υπάλληλος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Senningerberg (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενη από τον Carlo Giovanni Lattanzi, δικηγόρο Massa-Carrare, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο, 5, rue des Bains,

    αιτούσα,

    κατά

    Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενου από τη Luigia Maggioni και τον Niels Lierow, με αντίκλητο τη Maggioni, στην έδρα του Δικαστηρίου, Kirchberg,

    καθού,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων για την απόδοση του ποσού των 43 811 βελγικών φράγκων (BFR) που παρακρατήθηκαν από τις αποδοχές της του Ιουλίου 1993,

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    Σκεπτικό της απόφασης


    Πραγματικά περιστατικά

    1 Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Αυγούστου 1993, η αιτούσα άσκησε, δυνάμει του άρθρου 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ), προσφυγή που έχει ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως του Προέδρου του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: Δικαστήριο) της 15ης Ιουλίου 1993, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της της 1ης Ιουνίου 1993, καθώς και η διοικητική της ένσταση της 3ης Ιουνίου 1993, περί αποδόσεως του ποσού που παρακρατήθηκε από τις αποδοχές της του Ιουλίου 1993.

    2 Με χωριστό δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την ίδια ημέρα, η αιτούσα υπέβαλε αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων προκειμένου να επιτύχει, εν αναμονή της εκδόσεως της αποφάσεως επί της ουσίας και με την επιφύλαξη τυχόν αναζητήσεως, την άμεση επιστροφή του ποσού αυτού. Δεδομένου ότι η αιτούσα γνωστοποίησε στο Πρωτοδικείο, με έγγραφο της 12ης Αυγούστου 1993, ότι επιθυμεί να παραιτηθεί από την αίτησή της λήψεως προσωρινών μέτρων, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου διέταξε, στις 16 Αυγούστου 1993, τη διαγραφή της υποθέσεως Τ-497/93 R από το πρωτόκολλο.

    3 Με χωριστό δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 24 Αυγούστου 1993, η αιτούσα υπέβαλε νέα αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό Τ-497/93 R ΙΙ και έχει το ίδιο αντικείμενο με την προηγούμενη αίτηση.

    4 Το καθού κατέθεσε τις γραπτές παρατηρήσεις του επί της υπό κρίση αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων στις 7 Σεπτεμβρίου 1993.

    5 Πριν εξεταστεί το βάσιμο της αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει να υπομνηστεί η όλη πλοκή της παρούσας υποθέσεως, ειδικότερα δε τα ουσιώδη περιστατικά που έδωσαν λαβή στην παρούσα διαφορά, όπως αυτά προκύπτουν από τα υπομνήματα που κατέθεσαν οι διάδικοι.

    6 Με δικόγραφο της 18ης Μαΐου 1993, ο Alain Gross, δικηγόρος Λουξεμβούργου, ζήτησε από τον juge de paix Λουξεμβούργου να του επιτρέψει να προβεί σε κατάσχεση του μισθού της αιτούσας στα χέρια του εργοδότη της, του Δικαστηρίου, για ποσό 43 811 BFR, που αντιστοιχεί σε έξοδα και αμοιβές που επιδικάστηκαν στις 3 Φεβρουαρίου 1993. Με διάταξη της 21ης Μαΐου 1993, ο juge de paix Λουξεμβούργου επέτρεψε την αιτηθείσα κατάσχεση και διέταξε την κοινοποίηση της αποφάσεως αυτής στο Δικαστήριο, με την ιδιότητα του τρίτου στα χέρια του οποίου γίνεται η κατάσχεση. Με έγγραφο της 27ης Μαΐου 1993, ο προϊστάμενος του τμήματος προσωπικού του Δικαστηρίου γνωστοποίησε στον γραμματέα του tribunal de paix Λουξεμβούργου ότι οι κρατήσεις που αποτελούσαν το αντικείμενο της κατασχέσεως θα κατετίθεντο από τις 15 Ιουλίου 1993 σε ειδικό λογαριασμό τον οποίο τηρεί το Δικαστήριο.

    7 Με έγγραφο της 1ης Ιουνίου 1993, η αιτούσα υπέβαλε αίτηση, κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ζητώντας, κυρίως, από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να διατάξει το τμήμα προσωπικού να μην προβεί σε καμία παρακράτηση επί των αποδοχών της. Με έγγραφο της 3ης Ιουνίου 1993, η αιτούσα υπέβαλε διοικητική ένσταση, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της αποφάσεως του προϊσταμένου του τμήματος προσωπικού της "27ης-28ης Μαΐου 1993".

    8 Με έγγραφο της 15ης Ιουλίου 1993, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου γνωστοποίησε στην αιτούσα ότι η διοικητική επιτροπή αποφάσισε να απορρίψει την ένστασή της για τον λόγο, μεταξύ άλλων, ότι "κάθε όργανο των Κοινοτήτων δικαιούται να παραιτείται από τα προνόμια και τις ασυλίες που του έχουν χορηγηθεί σ' όλες τις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι η παραίτηση αυτή δεν είναι αντίθετη προς τα συμφέροντα της Κοινότητας. Ειδικότερα, σ' αυτό απόκειται να εκτελέσει διάταξη κατασχέσεως που εκδόθηκε από εθνικό δικαστήριο όταν κρίνει ότι δεν υπάρχουν λόγοι να αντιταχθεί στην καταβολή, υπέρ του δανειστή ενός υπαλλήλου του, του συνόλου ή τμήματος των ποσών που οφείλει ή θα οφείλει στον τελευταίο".

    9 Επί των αποδοχών της αιτούσας του Ιουλίου του 1993 διενεργήθηκε, ως κατάσχεση μισθού στα χέρια τρίτου, παρακράτηση 43 811 BFR.

    Σκεπτικό

    10 Δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 185 και 186 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 4 της αποφάσεως του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Πρωτοδικείο μπορεί, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης πράξεως ή τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

    11 Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προβλέπει ότι οι αιτήσεις λήψεως προσωρινών μέτρων που προβλέπονται στα άρθρα 185 και 186 της Συνθήκης πρέπει να προσδιορίζουν τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Τα αιτούμενα μέτρα πρέπει να εμφανίζουν προσωρινό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να προδικάζουν την απόφαση επί της ουσίας (βλ., ως πλέον πρόσφατη, τη διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 1993, Τ-12/93 R, CCE Vittel και CE Pierval κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-785).

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    12 Στην αίτησή της λήψεως προσωρινών μέτρων η αιτούσα ισχυρίζεται, κατ' ουσίαν, ότι οι αποδοχές που λαμβάνει ως υπάλληλος του Δικαστηρίου δεν μπορούν να κατασχεθούν με μέτρα εκτελέσεως που διέπονται από το εθνικό δίκαιο, εν προκειμένω το δίκαιο του Λουξεμβούργου. Προσθέτει σχετικά ότι, ναι μεν είναι αληθές ότι το κοινοτικό όργανο έχει την εξουσία να παραιτείται από τα προνόμιά του, πλην όμως δεν έχει την εξουσία να διαθέτει τα δικαιώματα τρίτων, ειδικότερα δε την εξουσία να της επιβάλει, χωρίς εύλογη αιτία και χωρίς τις απαιτούμενες τυπικές εγγυήσεις, να παραιτηθεί από τμήμα, ανερχόμενο στο 50 % περίπου, των αποδοχών της.

    13 'Οσον αφορά τον κίνδυνο σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης, η αιτούσα θεωρεί ότι η γενομένη παρακράτηση επί του μισθού της συνιστά παντελώς αυθαίρετη υλική πράξη που επιφέρει σοβαρή βλάβη στο δικαίωμά της να πληρωθεί στο ακέραιο για την εργασία της, καθόσον μάλιστα το φερόμενο χρέος δεν είναι ούτε βέβαιο ούτε πρόδηλο ούτε απαιτητό. Η αιτούσα εκθέτει περαιτέρω ότι η κατάσχεση του μισθού της που γίνεται στα χέρια τρίτου, μισθού ο οποίος αποτελεί "κοινωνικά προστατευόμενο αγαθό", την εμποδίζει να ανταποκριθεί στις οικονομικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει στηριζόμενη στην τακτική καταβολή ολόκληρων των αποδοχών της.

    14 Το καθού προβάλλει ότι η κατάσχεση αποδοχών των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα χέρια του οργάνου στο οποίο υπηρετούν αποτελεί πάγια πρακτική και ότι το Δικαστήριο έχει ήδη σιωπηρά δεχθεί το βάσιμο και έχει αναγνωρίσει τη δυνατότητα εφαρμογής των εθνικών δικαίων στο θέμα αυτό με τη διάταξή του της 11ης Μαΐου 1971, 1/71, SA (Racc. 1971, σ. 363).

    15 'Οσον αφορά τον κίνδυνο σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης, το καθού θεωρεί ότι είναι δυσχερές να γίνει αντιληπτό κατά τι θα μπορούσε η προσωρινή στέρηση ποσού 43 811 BFR να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο την οικονομική κατάσταση υπαλλήλου που λαμβάνει μηνιαίες αποδοχές αντίστοιχες προς τον βαθμό C 1. Προσθέτει δε ότι, εν πάση περιπτώσει, η βλάβη δεν είναι ανεπανόρθωτη αφού, τόσο στην περίπτωση που η αιτούσα δικαιωθεί στο δικαστήριο του Λουξεμβούργου όσο και στην περίπτωση που το Πρωτοδικείο αναγνωρίσει το βάσιμο της προσφυγής της στην κύρια δίκη, θα της καταβληθεί το παρακρατηθέν και κατασχεθέν ποσό.

    Εκτίμηση του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

    16 Πρέπει να τονιστεί, ευθύς εξ αρχής, ότι το επείγον μιας αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, που αναφέρεται στο άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την υφισταμένη ανάγκη εκδόσεως προσωρινής αποφάσεως για να αποφευχθεί η επέλευση σοβαρής και ανεπανόρθωτης βλάβης στον διάδικο που ζητεί τη λήψη του προσωρινού μέτρου.

    17 Πρέπει να τονιστεί συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ., ως πλέον πρόσφατη, τη διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 23ης Μαρτίου 1993, Τ-115/92 R, Hogan κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-339), η αμιγώς χρηματική ζημία δεν μπορεί καταρχήν να λογιστεί ως ανεπανόρθωτη ή έστω δυσχερώς επανορθώσιμη, εάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης οικονομικής επανορθώσεως. Απόκειται πάντως στον δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να εκτιμήσει τα στοιχεία που αποδεικνύουν, υπό τις οικείες σε κάθε περίπτωση περιστάσεις, αν, ελλείψει των αιτουμένων προσωρινών μέτρων, ο αιτών κινδυνεύει να υποστεί μη επανορθώσιμη βλάβη, ακόμη και αν οι προσβαλλόμενες πράξεις ακυρωθούν στο πλαίσιο της διαδικασίας της κυρίας δίκης.

    18 Πρέπει να τονιστεί, πρώτον, ότι η ζημία που επικαλείται η αιτούσα οφείλεται μόνο στην παρακράτηση του ποσού των 43 811 BFR επί των αποδοχών της του Ιουλίου του τρέχοντος έτους. Δεύτερον, από τα στοιχεία που έχουν κατατεθεί στον φάκελο προκύπτει ότι ο καθαρός μηνιαίος μισθός της αιτούσας ανερχόταν σε 120 424 BFR κατά τον χρόνο που επετράπη η εν λόγω κατάσχεση. Σημειωτέον, τέλος, ότι η ζημία που προβάλλει η αιτούσα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης οικονομικής επανορθώσεως, τόσο στην περίπτωση που η αιτούσα δικαιωθεί ενώπιον των δικαστηρίων του Λουξεμβούργου όσο και στην περίπτωση που το Πρωτοδικείο αναγνωρίσει το βάσιμο της προσφυγής της στην κύρια δίκη.

    19 Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι, ελλείψει οποιουδήποτε άλλου προβαλλόμενου από την αιτούσα στοιχείου, το οποίο να αποδεικνύει το επείγον, η χρηματική ζημία που θα υποστεί η αιτούσα, μέχρις ότου το Πρωτοδικείο αποφανθεί επί της υποθέσεως της κυρίας δίκης, λόγω της απορρίψεως της αιτήσεώς της περί αποδόσεως, δεν μπορεί να επιφέρει καμία σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία σ' αυτήν.

    20 Επομένως, χωρίς να χρειάζεται να ερευνηθεί το βάσιμο εκ πρώτης όψεως της προσφυγής στην κύρια δίκη, διαπιστώνεται ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που επιτρέπουν, κατά νόμο, τη χορήγηση των αιτουμένων προσωρινών μέτρων και ότι, κατά συνέπεια, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

    διατάσσει:

    1) Απορρίπτει την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

    2) Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

    Λουξεμβούργο, 29 Σεπτεμβρίου 1993.

    Top