Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61993CJ0278

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 7ης Μαρτίου 1996.
    Edith Freers και Hannelore Speckmann κατά Deutsche Bundespost.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeitsgericht Bremen - Γερμανία.
    Έμμεση διάκριση εις βάρος γυναικών εργαζομένων - Αποζημίωση λόγω συμμετοχής σε μαθήματα επιμορφώσεως παρέχοντα στα μέλη των επιτροπών προσωπικού τις απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων τους γνώσεις.
    Υπόθεση C-278/93.

    Συλλογή της Νομολογίας 1996 I-01165

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1996:83

    61993J0278

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 7ης Μαρτίου 1996. - Edith Freers και Hannelore Speckmann κατά Deutsche Bundespost. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeitsgericht Bremen - Γερμανία. - Έμμεση διάκριση εις βάρος γυναικών εργαζομένων - Αποζημίωση λόγω συμμετοχής σε μαθήματα επιμορφώσεως παρέχοντα στα μέλη των επιτροπών προσωπικού τις απαραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων τους γνώσεις. - Υπόθεση C-278/93.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-01165


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Κοινωνική πολιτική * Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * Αμοιβή * Έννοια * Αποζημίωση λόγω συμμετοχής σε όργανο εκπροσωπήσεως προσωπικού * Περιλαμβάνεται

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119 οδηγία 75/117 του Συμβουλίου)

    2. Κοινωνική πολιτική * Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * Αποζημίωση για απώλεια μισθού οφειλόμενη στη συμμετοχή σε μαθήματα επιμορφώσεως παρεχόμενα στα μέλη των επιτροπών προσωπικού και πραγματοποιούμενα κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας πλήρους απασχολήσεως * Εθνική κανονιστική ρύθμιση που περιορίζει αναλόγως του ατομικού τους ωραρίου απασχολήσεως την αποζημίωση που καταβάλλεται στους μερικώς απασχολουμένους που μετέχουν στα μαθήματα επιμορφώσεως * Διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τους πλήρως απασχολουμένους που μετέχουν στα ίδια μαθήματα * Προσωπικό μερικώς απασχολουμένων αποτελούμενο κυρίως από γυναίκες * Δεν επιτρέπεται, εκτός αν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι που την δικαιολογούν

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119 οδηγία 75/117 του Συμβουλίου)

    Περίληψη


    1. Η έννοια της "αμοιβής" του άρθρου 119 της Συνθήκης και της οδηγίας 75/117, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητος των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, περιλαμβάνει όλα τα οφέλη σε χρήμα ή σε είδος, παρόντα ή μέλλοντα, εφόσον καταβάλλονται, έστω και εμμέσως, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο για παρεχόμενη, δυνάμει συμβάσεως εργασίας, νομοθετικών διατάξεων ή εκουσίως, εργασία.

    Εμπίπτει στο περιεχόμενο αυτής της έννοιας η αποζημίωση που καταβάλλεται σε εργαζόμενο άνδρα ή γυναίκα, λόγω της συμμετοχής του στην προβλεπόμενη από τον νόμο εκπροσώπηση του προσωπικού. Πράγματι, παρ' όλον ότι μια τέτοια αποζημίωση δεν απορρέει, ως τοιαύτη, από τη σύμβαση εργασίας, εντούτοις αποτελεί όφελος χορηγούμενο εμμέσως από τον εργοδότη, δυνάμει νομοθετικών διατάξεων και λόγω της υφισταμένης σχέσεως εργασίας.

    2. Στην περίπτωση που η κατηγορία των μερικώς απασχολουμένων περιλαμβάνει σημαντικά υψηλότερο αριθμό γυναικών από ό,τι ανδρών, η απαγόρευση της έμμεσης διακρίσεως ως προς τις αμοιβές, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 119 της Συνθήκης και στην οδηγία 75/117, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητος των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, απαγορεύει εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία, χωρίς να προσφέρεται για την επίτευξη θεμιτού στόχου κοινωνικής πολιτικής και χωρίς να είναι προς τούτο αναγκαία, έχει ως συνέπεια να περιορίζει, αναλόγως του ατομικού ωραρίου εργασίας τους, το αντιστάθμισμα που τα μέλη των επιτροπών προσωπικού που απασχολούνται μερικώς λαμβάνουν από τον εργοδότη τους λόγω της παρακολουθήσεως μαθημάτων καταρτίσεως παρέχοντα τις απαιτούμενες για τη δραστηριότητα των επιτροπών προσωπικού γνώσεις, τα οποία πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας πλήρους απασχολήσεως που ισχύει στην επιχείρηση, αλλά πέραν του ατομικού τους ωραρίου εργασίας μερικής απασχολήσεως, ενώ τα μέλη των επιτροπών προσωπικού πλήρους απασχολήσεως λαμβάνουν αντιστάθμισμα, για την παρακολούθηση των ίδιων μαθημάτων, αναλόγως του ωραρίου εργασίας τους.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-278/93,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Arbeitsgericht Bremen (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Edith Freers,

    Hannelore Speckmann

    και

    Deutsche Bundespost,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και της οδηγίας 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητος των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini, F. A. Schockweiler, P. J. G. Kapteyn και J. L. Maurray (εισηγητή), δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

    γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    * η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Ernst Roeder, Ministerialrat στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και Claus-Dieter Quassowski, Regierungsdirektor στο ίδιο υπουργείο,

    * η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Karen Banks, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και τον Horstpeter Kreppel, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην εν λόγω υπηρεσία,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Freers και της Speckmann, εκπροσωπουμένων από τον Klaus Loercher, Justitiar der Deutschen Postgewerkschaft * Hauptvorstand, της Γερμανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον Ernst Roeder, και της Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Horstpeter Kreppel, κατά τη συνεδρίαση της 28ης Απριλίου 1994,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Ιουλίου 1994,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με διάταξη της 5ης Μαΐου 1993, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Μαΐου 1993, το Arbeitsgericht Bremen υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και της οδηγίας 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητος των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42, στο εξής: οδηγία).

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ των Freers και Speckmann (στο εξής: ενάγουσες της κύριας δίκης) και του Deutsche Bundespost (στο εξής: εναγομένου της κύριας δίκης) σχετικά με την αποζημίωση για τις ώρες που αφιέρωσαν οι ενάγουσες της κύριας δίκης στο πλαίσιο επιμορφωτικού σεμιναρίου απαραίτητου για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους ως μέλη της επιτροπής προσωπικού, πέραν του ατομικού ωραρίου απασχολήσεώς τους.

    3 Οι ενάγουσες της κύριας δίκης απασχολούνται μερικώς από το εναγόμενο της κύριας δίκης επί 18 ώρες εβδομαδιαίως. Ως μέλη της επιτροπής προσωπικού έλαβαν μέρος, από 9 έως 14 Φεβρουαρίου 1992, σε επιμορφωτικό σεμινάριο διάρκειας 38,5 ωρών περίπου, η οποία αντιστοιχεί στην προβλεπόμενη από τη συλλογική σύμβαση διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας ενός πλήρως απασχολούμενου μισθωτού.

    4 Κατά τη διάρκεια αυτού του σεμιναρίου το εναγόμενο της κύριας δίκης συνέχισε να καταβάλλει στις ενάγουσες της κύριας δίκης τον κανονικό μισθό τους υπολογιζόμενο βάσει της μερικής απασχολήσεώς τους. Στηριζόμενο στη γερμανική νομοθεσία, ωστόσο, δεν τους κατέβαλε πρόσθετη αμοιβή ούτε τους απάλλαξε από την εργασία με παράλληλη καταβολή μισθού για τις ώρες μαθημάτων που υπερέβαιναν την κανονική διάρκεια του ωραρίου εργασίας τους.

    5 Οι επιτροπές προσωπικού που λειτουργούν στο πλαίσιο των ομοσπονδιακών υπηρεσιών, όπως είναι το εναγόμενο της κύριας δίκης, υπόκεινται στον Bundespersonalvertretungsgesetz (νόμο περί εκπροσωπήσεως του προσωπικού των ομοσπονδιακών υπηρεσιών, στο εξής: BPersVG), της 15ης Μαρτίου 1974 (BGBl Ι, σ. 693), όπως αυτός τροποποιήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1991 (BGBl Ι, σ. 47).

    6 Κατά τις παραγράφους 1, 2, 5 και 6 του άρθρου 46 του BPersVG:

    "1) Τα μέλη της επιτροπής προσωπικού ασκούν τα καθήκοντά τους οικειοθελώς.

    2) Ο χρόνος εργασίας που αφιερώνουν τα μέλη της επιτροπής προσωπικού στην εκπλήρωση της αποστολής τους δεν συνεπάγεται μείωση ούτε του μισθού ούτε άλλων αποδοχών. Εάν για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους τα μέλη της επιτροπής προσωπικού απασχολούνται επί χρόνο μεγαλύτερο του κανονικού ωραρίου εργασίας τους, δικαιούνται απαλλαγής από την εργασία με παράλληλη καταβολή μισθού για τον αντίστοιχο αριθμό ωρών.

    5) Τα μέλη της επιτροπής προσωπικού που απαλλάσσονται πλήρως από τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις λαμβάνουν μηνιαία αποζημίωση εκπροσωπήσεως. Τα μέλη της επιτροπής προσωπικού που απαλλάσσονται μερικώς, τουλάχιστον όμως κατά το ήμισυ, από την κανονική διάρκεια εργασίας τους λαμβάνουν το ήμισυ της αποζημιώσεως εκπροσωπήσεως που προβλέπεται στην πρώτη φράση. Το ύψος της αποζημιώσεως εκπροσωπήσεως καθορίζεται με κυβερνητική απόφαση μη εξαρτημένη από την έγκριση του Bundesrat.

    6) Τα μέλη της επιτροπής προσωπικού απαλλάσσονται από τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις, χωρίς απώλεια μισθού, προκειμένου να μετάσχουν σε μαθήματα επιμορφώσεως και καταρτίσεως που παρέχουν τις γνώσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων τους στην επιτροπή προσωπικού."

    7 Η διατύπωση της διατάξεως αυτής είναι όμοια με εκείνη του άρθρου 37 του Betriebsverfassungsgesetz (νόμου περί οργανώσεως των επιχειρήσεων, στο εξής: BetrVG) της 15ης Ιανουαρίου 1972 (BGBl, σ. 13), όπως τροποποιήθηκε, αρχικώς, στις 23 Δεκεμβρίου 1988 (BGBl, 1989, σ. 1, διορθωτικό στη σ. 902), και κατόπιν με τον νόμο της 18ης Δεκεμβρίου 1989 (BGBl Ι, σ. 2386), περί επιτροπών επιχειρήσεων.

    8 Συγκεκριμένα, στις παραγράφους 1, 2, 3 και 6 του άρθρου αυτού ορίζεται:

    "1) Τα μέλη της επιτροπής επιχειρήσεως ασκούν τα καθήκοντά τους οικειοθελώς.

    2) Τα μέλη της επιτροπής επιχειρήσεως απαλλάσσονται από τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις, χωρίς μείωση του μισθού τους αν και καθόσον αυτό απαιτείται, αναλόγως του μεγέθους και της φύσεως της επιχειρήσεως, για την ομαλή εκπλήρωση της αποστολής τους.

    3) Για τις ώρες που αφιερώνει στην επιτροπή επιχειρήσεως, πέραν του ωραρίου εργασίας του και για λόγους που αφορούν την επιχείρηση, το μέλος της επιτροπής επιχειρήσεως δικαιούται αντίστοιχης άδειας μετ' αποδοχών. Η άδεια χορηγείται εντός προθεσμίας ενός μηνός αν αυτό δεν είναι δυνατόν για λόγους που αφορούν την επιχείρηση, χορηγείται αποζημίωση για τον χρόνο που αφιερώθηκε στην επιτροπή επιχειρήσεως, ως εάν επρόκειτο περί υπερωριών.

    (...)

    6) Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται κατ' αναλογία στην περίπτωση συμμετοχής σε μαθήματα επιμορφώσεως και καταρτίσεως καθόσον στο πλαίσιο αυτών των μαθημάτων παρέχονται γνώσεις αναγκαίες για την εκπλήρωση του έργου της επιτροπής επιχειρήσεως. Η επιτροπή επιχειρήσεως λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες της επιχειρήσεως για τον καθορισμό του ωραρίου συμμετοχής στα μαθήματα επαγγελματικής επιμορφώσεως και καταρτίσεως. Ενημερώνει εγκαίρως τον εργοδότη για τη συμμετοχή και το ωράριο συμμετοχής στα εν λόγω μαθήματα. Αν ο εργοδότης κρίνει ότι δεν ελήφθησαν επαρκώς υπόψη οι ανάγκες της επιχειρήσεως, μπορεί να ζητήσει να επιληφθεί σχετικώς η επιτροπή συνδιαλλαγής. Η απόφαση της επιτροπής συνδιαλλαγής επέχει θέση συμφωνίας μεταξύ του εργοδότη και της επιτροπής επιχειρήσεως."

    9 Από τη διάταξη παραπομπής προκύπτει ότι τα άρθρα 46 του BPersVG και 37 του BetrVG ερμηνεύθηκαν από το Bundesarbeitsgericht και από το Bundesverwaltungsgericht υπό την έννοια ότι τα μέλη των επιτροπών προσωπικού και των επιτροπών επιχειρήσεως δεν δικαιούνται αδείας μετ' αποδοχών και αντιστάθμισμα του μισθού τους για τη συμμετοχή σε μαθήματα καταρτίσεως που πραγματοποιούνται πέραν του κανονικού ωραρίου εργασίας.

    10 Με την απόφαση της 4ης Ιουνίου 1992, C-360/90, Boetel (Συλλογή 1992, σ. Ι-3589), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης και η οδηγία απαγορεύει σε εθνική νομοθεσία εφαρμοζόμενη σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών απ' ό,τι ανδρών, η οποία περιορίζει, μέχρι του ατομικού χρόνου εργασίας τους, την αποζημίωση που τα μέλη των επιτροπών επιχειρήσεως με μερική απασχόληση πρέπει να λαμβάνουν από τον εργοδότη τους, υπό τη μορφή αδείας μετ' αποδοχών ή αποζημιώσεως για υπερωρίες, λόγω της συμμετοχής τους σε εκπαιδευτικά μαθήματα με τα οποία αποκτώνται αναγκαίες γνώσεις για τις εργασίες στις επιτροπές επιχειρήσεως και τα οποία πραγματοποιούνται εντός του ωραρίου εργασίας πλήρους απασχολήσεως που ισχύει στην επιχείρηση, αλλά υπερβαίνουν τον ατομικό χρόνο εργασίας μερικής απασχολήσεως, ενώ τα μέλη των επιτροπών επιχειρήσεως με πλήρη απασχόληση απαζημιώνονται, για τη συμμετοχή τους στα ίδια εκπαιδευτικά αυτά μαθήματα, για χρόνο εργασίας πλήρους απασχολήσεως.

    11 Πάντως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το κράτος μέλος είναι ελεύθερο να αποδείξει ότι η εν λόγω νομοθεσία δικαιολογείται από στοιχεία αντικειμενικά και ξένα προς κάθε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο.

    12 Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι η προαναφερθείσα απόφαση Boetel δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιομορφίες του καθεστώτος που ισχύει στη γεραμανική νομοθεσία για τα μέλη των επιτροπών προσωπικού. Πράγματι, φρονεί ότι η νομολογία αυτή θέτει υπό αμφισβήτηση την αρχή της οικειοθελούς συμμετοχής, σκοπός της οποίας είναι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των μελών των εν λόγω επιτροπών.

    13 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Arbeitsgericht Bremen ανέστειλε τη διαδικασία και ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των εξής προδικαστικών ερωτημάτων:

    "1) Αποτελεί αμοιβή κατά την έννοια των κοινοτικών διατάξεων περί ισότητας αμοιβών ανδρών και γυναικών (άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ, οδηγία 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975) η καταβαλλόμενη σε άνδρες ή γυναίκες εργαζομένους αποζημίωση λόγω συμμετοχής τους σε προβλεπόμενα εκ του νόμου όργανα εκπροσωπήσεως των εργαζομένων;

    2) σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: αποτελεί αντικειμενικό λόγο που δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση και δεν έχει σχέση με διάκριση εις βάρος των γυναικών το γεγονός ότι κατά την εθνική νομοθεσία δεν καταβάλλεται αμοιβή για τη συμμετοχή σε όργανα εκπροσωπήσεως των εργαζομένων, αλλά ισχύει σχετικώς η αρχή της αντισταθμίσεως της απωλείας του μισθού (Lohnausfallprinzip);

    3) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα: αποτελεί τέτοιο λόγο διαφορετικής μεταχειρίσεως το γεγονός ότι σε μερικώς απασχολουμένους εργαζομένους, σε περίπτωση συμμετοχής τους σε σεμινάριο που διαρκεί ολόκληρη την εργάσιμη ημέρα, εξακολουθεί βεβαίως να καταβάλλεται ο μισθός μόνον κατ' αναλογία του χρόνου μερικής απασχολήσεώς τους, ενώ στους εργαζομένους, οι οποίοι παρέχουν τακτικώς υπερωριακή εργασία, εξακολουθεί η καταβολή της υπερωριακής αποζημιώσεως, ακόμα και όταν η διάρκεια του σεμιναρίου αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας κανονικής ημέρας εργασίας;"

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    14 Η Γερμανική Κυβέρνηση φρονεί ότι η προβλεπόμενη από τη συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση αποζημίωση δεν συνιστά αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης. Πράγματι, στο πλαίσιο των επιτροπών προσωπικού η εργασία παρέχεται οικειοθελώς η δε αποζημίωση παρέχεται ως αντιστάθμισμα της απώλειας εισοδήματος που υφίστανται τα μέλη των εν λόγω επιτροπών οσάκις το έργο εκπροσωπήσεως του προσωπικού ή τα ενημερωτικά και εκπαιδευτικά σεμινάρια που απαιτούνται για την ορθή άσκηση του έργου αυτού πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας.

    15 Εξάλλου, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, το ότι η δραστηριότητα του εκπροσώπου των εργαζομένων ασκείται προς το γενικό συμφέρον του εργοδότη δεν αποτελεί στοιχείο επαρκές ώστε να δοθεί στο παρεχόμενο για τη δραστηριότητα αυτή αντιστάθμισμα ο χαρακτήρας αμοιβής. Παρατηρεί, επίσης, ότι κύριο έργο των εν λόγω επιτροπών είναι η εκπροσώπηση του προσωπικού.

    16 Υπενθυμίζεται, κατ' αρχάς, ότι οι νομικές έννοιες και οι νομικοί χαρακτηρισμοί του εθνικού δικαίου δεν μπορούν να επηρεάζουν την ερμηνεία ή τη δεσμευτική ισχύ του κοινοτικού δικαίου, ούτε, συνεπώς, το περιεχόμενο της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ των ανδρών και των γυναικών εργαζομένων, όπως αυτή διατυπώθηκε στο άρθρο 119 της Συνθήκης και στην οδηγία και ερμηνεύτηκε από τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., τελευταία, την απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 1996, C-457/93, Lewark, που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 20).

    17 Στη συνέχεια, υπογραμμίζεται ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της "αμοιβής" του άρθρου 119 της Συνθήκης περιλαμβάνει όλα τα οφέλη σε χρήμα ή σε είδος, παρόντα ή μέλλοντα, εφόσον καταβάλλονται, έστω και εμμέσως, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο για παρεχόμενη, δυνάμει συμβάσεως εργασίας, νομοθετικών διατάξεων ή εκουσίως, εργασία (βλ. αποφάσεις Lewark, προαναφερθείσα, σκέψη 21, και της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88, Barber, Συλλογή 1990, σ. Ι-1889, σκέψη 12).

    18 'Οπως διαπίστωσε το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση Boetel, σκέψη 14, παρ' όλον ότι μια αποζημίωση, όπως αυτή που αποτελεί αντικείμενο της κύριας δίκης, δεν απορρέει, ως τοιαύτη, από τη σύμβαση εργασίας, εντούτοις, καταβάλλεται από τον εργοδότη δυνάμει νομοθετικών διατάξεων και λόγω της υφισταμένης εργασιακής σχέσεως μεταξύ εργοδότη και μισθωτού. Πράγματι, τα μέλη της επιτροπής προσωπικού πρέπει να έχουν την ιδιότητα του μισθωτού της επιχειρήσεως, προκειμένου να μπορούν να μετέχουν σ' αυτήν.

    19 Συνεπώς, η αποζημίωση που καταβάλλεται ως αντιστάθμισμα της απώλειας μισθού λόγω της παρακολουθήσεως επιμορφωτικών μαθημάτων προς απόκτηση των αναγκαίων για την άσκηση των καθηκόντων στις επιτροπές προσωπικού γνώσεων πρέπει να θεωρείται ως αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 119 της οδηγίας, δεδομένου ότι αποτελεί όφελος χορηγούμενο εμμέσως από τον εργοδότη λόγω της υφισταμένης σχέσεως εργασίας.

    20 Επομένως, η αποζημίωση που καταβάλλεται σε εργαζόμενο άνδρα ή γυναίκα, λόγω της συμμετοχής του στην προβλεπόμενη από τον νόμο εκπροσώπηση του προσωπικού, συνιστά αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης και της οδηγίας.

    Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος

    21 Το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αναφέρονται κατ' ουσίαν στο αν το άρθρο 119 της Συνθήκης και η οδηγία απαγορεύουν εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία περιορίζει, αναλόγως του ατομικού ωραρίου εργασίας τους, το αντιστάθμισμα που λαμβάνουν από τον εργοδότη τους οι μερικώς απασχολούμενοι που είναι μέλη επιτροπών προσωπικού λόγω της παρακολουθήσεως μαθημάτων επιμορφώσεως προς απόκτηση των αναγκαίων για την εκπλήρωση του έργου των επιτροπών προσωπικού γνώσεων, τα οποία πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του ισχύοντος στην επιχείρηση ωραρίου εργασίας πλήρους απασχολήσεως, αλλά διαρκούν πέραν του ατομικού τους ωραρίου εργασίας μερικής απασχολήσεως, ενώ στα μέλη των επιτροπών προσωπικού πλήρους απασχολήσεως χορηγείται, λόγω της παρακολουθήσεως των ίδιων μαθημάτων, αντιστάθμισμα αναλόγως του ωραρίου εργασίας τους.

    22 Υπενθυμίζεται, κατ' αρχάς, ότι η εξαίρεση των μερικώς απασχολουμένων εργαζομένων από ορισμένα οφέλη αντίκειται, κατ' αρχήν, στο άρθρο 119 της Συνθήκης όταν διαπιστώνεται ότι απασχολείται μερικώς πολύ υψηλότερο ποσοστό γυναικών απ' ό,τι ανδρών. Το πράγμα θα είχε άλλως μόνον αν η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται εξ αντικειμενικών παραγόντων που δεν έχουν καμία σχέση με οποιαδήποτε διάκριση στηριζόμενη στο φύλο.

    23 Προκειμένου περί εθνικών νομοθετικών διατάξεων αναλόγων εκείνων τις οποίες αφορά η διαφορά της κύριας δίκης, το Δικαστήριο έκρινε, με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Boetel και Lewark, αφενός, ότι συνεπάγονται κατ' αρχήν διάκριση εις βάρος των γυναικών εργαζομένων, αντίθετη προς το άρθρο 119 της Συνθκήκης και προς την οδηγία και, αφετέρου, ότι το κράτος μέλος είναι ελεύθερο να αποδείξει ότι η εν λόγω νομοθεσία δικαιολογείται από παράγοντες αντικειμενικούς και ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση στηριζόμενη στο φύλο.

    24 Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, μολονότι απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει, στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής, την ύπαρξη τέτοιων αντικειμενικών παραγόντων στη συγκεκριμένη υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του, το Δικαστήριο, καλούμενο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμες απαντήσεις, είναι αρμόδιο να παράσχει, με βάση τη δικογραφία της κύριας δίκης και τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που του υποβλήθηκαν, στοιχεία που θα επιτρέψουν στο εθνικό δικαστήριο να εκδώσει την απόφασή του (βλ., ιδίως, απόφαση της 30ής Μαρτίου 1993, C-328/91, Thomas κ.λπ., Συλλογή 1993, σ. Ι-1247, σκέψη 13).

    25 Η Γερμανική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι, αν θεωρηθεί ότι υπάρχει ανισότητα μεταχειρίσως, αυτή δικαιολογείται από την αρχή της άμισθης παροχής των υπηρεσιών του μέλους της επιτροπής προσωπικού, σκοπός της οποίας είναι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των μελών της. Ο οικειοθελής χαρακτήρας της δραστηριότητας αυτής και η απαγόρευση οποιουδήποτε εντεύθεν απορρέοντος οφέλους ή μειονεκτήματος αποβλέπουν στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής. Διασφαλίζεται έτσι ότι η απόφαση υποβολής υποψηφιότητας στις εκλογές επιτροπών προσωπικού λαμβάνεται με κριτήριο το γενικό συμφέρον και όχι την επιθυμία αποσπάσεως οικονομικού οφέλους.

    26 Εξάλλου, από την προαναφερθείσα απόφαση Lewark προκύπτει ότι το Bundesarbeitsgericht έχει αποφανθεί, σχετικά με παρόμοιες διατάξεις που αφορούν τις επιτροπές επιχειρήσεως, ότι η βούληση του Γερμανού νομοθέτη να θέσει την ανεξαρτησία των μελών των εν λόγω επιτροπών υπεράνω οικονομικού κινήτρου για την άσκηση αυτών των καθηκόντων, όπως η βούληση αυτή εκφράζεται με τις εν λόγω διατάξεις, συνιστά στόχο κοινωνικής πολιτικής.

    27 'Ενας τέτοιος στόχος εμφανίζεται ως άσχετος προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου. Πράγματι, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η δράση των επιτροπών προσωπικού ενισχύει την ανάπτυξη αρμονικών εργασιακών σχέσεων εντός της επιχειρήσεως διασφαλίζοντας, ιδίως, την εκπροσώπηση των συμφερόντων των εργαζομένων. Συνεπώς, η προσπάθεια διασφαλίσεως της ανεξαρτησίας των μελών των εν λόγω επιτροπών ανταποκρίνεται επίσης σ' έναν θεμιτό στόχο κοινωνικής πολιτικής.

    28 Υπενθυμίζεται ότι, αν ένα κράτος μέλος είναι σε θέση να αποδείξει ότι τα επιλεγέντα μέσα ανταποκρίνονται σε αναγκαίο σκοπό της κοινωνικής του πολιτικής, είναι πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αναγκαία προς τούτο, το γεγονός και μόνον ότι η νομοθετική διάταξη πλήττει σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό γυναικών εργαζομένων απ' ό,τι ανδρών εργαζομένων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση του άρθρου 119 και της οδηγίας (βλ. αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 1994, C-343/92, Roks κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-571, και της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-444/93, Megner και Scheffel, που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή).

    29 Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, ενόψει όλων των σχετικών στοιχείων και λαμβάνοντας υπόψη τη δυνατότητα επιτεύξεως του συγκεκριμένου στόχου κοινωνικής πολιτικής με άλλα μέσα, αν η επίμαχη διαφορά μεταχειρίσεως προσφέρεται για την επίτευξη του εν λόγω στόχου και αν είναι προς τούτο αναγκαία.

    30 Το αιτούν δικαστήριο οφείλει να λάβει προς τούτο υπόψη του, όπως έχει ήδη υπογραμμίσει το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Boetel, σκέψη 25, το γεγονός ότι νομοθετική ρύθμιση όπως η επίμαχη μπορεί να αποθαρρύνει την κατηγορία των μερικώς απασχολουμένων εργαζομένων, όπου η αναλογία γυναικών αναμφίβολα υπερέχει, να ασκήσει τα καθήκοντα του μέλους επιτροπής προσωπικού ή να αποκτήσει τις αναγκαίες για την άσκηση αυτών των καθηκόντων γνώσεις, καθιστώντας δυσχερέστερη την εκπροσώπηση αυτής της κατηγορίας εργαζομένων με καταρτισμένα μέλη των επιτροπών προσωπικού.

    31 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι στην περίπτωση που η κατηγορία των μερικώς απασχολουμένων περιλαμβάνει σημαντικά υψηλότερο αριθμό γυναικών απ' ό,τι ανδρών, η απαγόρευση της έμμεσης διάκρισης ως προς τις αμοιβές, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 119 και στην οδηγία, απαγορεύει εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία, χωρίς να προσφέρεται για την επίτευξη θεμιτού στόχου κοινωνικής πολιτικής και χωρίς να είναι προς τούτο αναγκαία, έχει ως συνέπεια να περιορίζει, αναλόγως του ατομικού ωραρίου εργασίας τους, το αντιστάθμισμα που τα μέλη των επιτροπών προσωπικού που απασχολούνται μερικώς λαμβάνουν από τον εργοδότη τους λόγω της παρακολουθήσεως μαθημάτων καταρτίσεως παρέχοντα τις απαιτούμενες για τη δραστηριότητα των επιτροπών προσωπικού γνώσεις, τα οποία πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας πλήρους απασχολήσεως που ισχύει στην επιχείρηση, αλλά πέραν του ατομικού τους ωραρίου εργασίας μερικής απασχολήσεως, ενώ τα μέλη των επιτροπών προσωπικού πλήρους απασχολήσεως λαμβάνουν αντιστάθμισμα, για την παρακολούθηση των ίδιων μαθημάτων, αναλόγως του ωραρίου εργασίας τους.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    32 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διάταξη της 5ης Μαΐου 1993 το Arbeitsgericht Bremen, αποφαίνεται:

    1) Η αποζημίωση που καταβάλλεται σε εργαζόμενο άνδρα ή γυναίκα, λόγω της συμμετοχής του στην προβλεπόμενη από τον νόμο εκπροσώπηση του προσωπικού, συνιστά αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και της οδηγίας 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητος των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών.

    2) Στην περίπτωση που η κατηγορία των μερικώς απασχολουμένων περιλαμβάνει σημαντικά υψηλότερο αριθμό γυναικών απ' ό,τι ανδρών, η απαγόρευση της έμμεσης διάκρισης ως προς τις αμοιβές, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 119 και στην οδηγία 75/117, απαγορεύει εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία, χωρίς να προσφέρεται για την επίτευξη θεμιτού στόχου κοινωνικής πολιτικής και χωρίς να είναι προς τούτο αναγκαία, έχει ως συνέπεια να περιορίζει, αναλόγως του ατομικού ωραρίου εργασίας τους, το αντιστάθμισμα που τα μέλη των επιτροπών προσωπικού που απασχολούνται μερικώς λαμβάνουν από τον εργοδότη τους λόγω της παρακολουθήσεως μαθημάτων καταρτίσεως παρέχοντα τις απαιτούμενες για τη δραστηριότητα των επιτροπών προσωπικού γνώσεις, τα οποία πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας πλήρους απασχολήσεως που ισχύει στην επιχείρηση, αλλά πέραν του ατομικού τους ωραρίου εργασίας μερικής απασχολήσεως, ενώ τα μέλη των επιτροπών προσωπικού πλήρους απασχολήσεως λαμβάνουν αντιστάθμισμα, για την παρακολούθηση των ίδιων μαθημάτων, αναλόγως του ωραρίου εργασίας τους.

    Top