EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61993CC0472

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Cosmas της 17ης Οκτωβρίου 1995.
Luigi Spano και λοιποί κατά Fiat Geotech SpA και Fiat Hitachi Excavators SpA.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Pretura circondariale di Lecce - Ιταλία.
Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων.
Υπόθεση C-472/93.

Συλλογή της Νομολογίας 1995 I-04321

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1995:323

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

κ. ΓΕΩΡΓΊΟΥ ΚΟΣΜΆ

της 17ης Οκτωβρίου 1995 ( *1 )

1. 

Η υπό κρίση υπόθεση αφορά προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το τμήμα εργατικών διαφορών της Pretura circondariale di Lecce, σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (στο εξής: οδηγία) ( 1 ).

Ι — Η επίδικη διαφορά

2.

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του L. Spano και των άλλων εναγόντων στην κύρια δίκη και των εναγομένων εταιριών Fiat Geotech SpA (στο εξής: Fiat Geotech) και Fiat Hitachi Construction Equipment SpA, ήδη Fiat Hitachi Excavators SpA, (στο εξής: Fiat Hitachi). Σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, οι ενάγοντες ήσαν υπάλληλοι της εταιρίας Fiat Geotech, η οποία παρήγε μηχανήματα εκσκαφής. Λόγω αναδιαρθρώσεως της εταιρίας σε τεχνικό επίπεδο, η εργασιακή σχέση των εναγόντων ανεστάλη και αυτοί υπήχθησαν στο καθεστώς της Cassa integrazione guadagni — gestione straordinaria (ταμείο συμπληρώσεως μισθού — ειδικό τμήμα, στο εξής: CIGS) που προβλέπεται από τον ιταλικό νόμο 1115 της 5ης Νοεμβρίου 1968 και το οποίο εξασφαλίζει στους εργαζόμενους ένα μέρος των αποδοχών τους σε περίπτωση κρίσεως της επιχειρήσεως ( 2 ).

3.

Με σκοπό την επίλυση του προβλήματος του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού της, η Fiat Geotech υπέγραψε στις 11 Νοεμβρίου 1992 συμφωνία με τις πλέον αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις καθώς και με τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των εγκαταστάσεων της εταιρίας στο Lecce. Η σύναψη της ενλόγω συμφωνίας έγινε στα πλαίσια της διαδικασίας διαβουλεύσεων με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που προβλέπει το άρθρο 47 του ιταλικού νόμου 428 της 29ης Δεκεμβρίου 1990 (στο εξής: νόμος 428/1990) ( 3 ). Όπως αναφέρει η διάταξη περί παραπομπής η ενλόγω συμφωνία προέβλεπε:

«1.

Τη μεταβίβαση της παραγωγικής μονάδας της Fiat Geotech στο Lecce στη νεοσυσταθείσα εταιρία Fiat Hitachi Construction Equipement (το κεφάλαιο της οποίας απέκτησε με εγγραφή κατά τα 4/5η ίδια η Fiat Geotech), στην οποία περιήλθαν οι εγκαταστάσεις και η οποία ανέλαβε να συνεχίσει την παραγωγική δραστηριότητα — έστω και μειωμένη — από 1ης Ιανουαρίου 1993.

2.

Την εκ μέρους της Geotech υποβολή αιτήσεως στο CIPI ( 4 ) προκειμένου να βεβαιωθεί και αναγνωρισθεί η κατάσταση κρίσεως στην οποία περιήλθαν οι εγκαταστάσεις της εταιρίας στο Lecce με ιδιαίτερο κοινωνικό αντίκτυπο σε σχέση με την επικρατούσα σε τοπικό επίπεδο απασχόληση και την παραγωγικότητα στον συγκεκριμένο τομέα, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 5, στοιχείο γ', του νόμου 675, της 12ης Αυγούστου 1977 ( 5 ).

3.

Την υπαγωγή στη νεοσυσταθείσα εταιρία, δυνάμει του άρθρου 47, παράγραφος 5, του νόμου 428/1990, μόνο 600 θέσεων εργαζομένων στις εγκαταστάσεις του Lecce, που αριθμούσε εργατικό δυναμικό 1355 ατόμων, οι οποίοι πρόκειται να επιλεγούν με βάση τις τεχνικές οργανωτικές και παραγωγικές ανάγκες της FHCE.

4.

Την παραμονή των υπολοίπων 755 πλεοναζόντων εργαζομένων στα συγκροτήματα της Fiat Geotech και την υπαγωγή τους στη CIGS λόγω κρίσεως, παράλληλα με την εφαρμογή της προγραμματισμένης υπαγωγής των υπολοίπων 600 εργαζομένων στα συγκροτήματα της FHCE.»

4.

Υπ' αυτές τις συνθήκες, οι ενάγοντες, οι οποίοι περιλαμβάνονται μεταξύ των εργαζομένων που παρέμειναν στη Fiat Geotech και υπήχθησαν, από την 1η Ιανουαρίου 1993, στο καθεστώς της CIGS, φοβούμενοι την οριστική απόλυση τους μετά τη λήξη της περιόδου υπαγωγής τους στο ευεργετικό αυτό καθεστώς, ζήτησαν από τον Pretore, να αναγνωρίσει την ακυρότητα της συμφωνίας της 11ης Νοεμβρίου 1992 και να διατάξει τη μεταβίβαση των εργασιακών τους σχέσεων στην εταιρία Fiat Hitachi κατ' εφαρμογή του άρθρου 2112 του ιταλικού Αστικού Κώδικα. Οι ενάγοντες υποστήριξαν βασικά ότι η σχετική με τη μείωση του πλεονάζοντος προσωπικού απόφαση πρέπει να λαμβάνεται είτε από την εκχωρούσα εταιρία πριν από τη μεταβίβαση της επιχειρήσεως ή συγχρόνως με τη μεταβίβαση αυτή είτε από την εταιρία προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση και μετά την ενλόγω μεταβίβαση, ώστε να καθίσταται εφικτή η επιλογή των προς απόλυση εργαζομένων μετά από συγκριτική εξέταση του συνόλου του προσωπικού της εταιρίας, δηλαδή τόσο των εργαζομένων που παρέμειναν στην υπηρεσία της Fiat Geotech όσο και των εργαζομένων που μεταφέρθηκαν στη Fiat Hitachi. Από την πλευρά τους οι ενάγοντες στην κύρια δίκη, Fiat Geotech και Fiat Hitachi, υποστήριξαν ότι η συμφωνία της 11ης Νοεμβρίου 1992 ήταν απόλυτα σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 47, παράγραφος 5, του νόμου 428/1990.

5.

Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, το ενλόγω άρθρο 47 του νόμου 428/1990 σκοπεί στη μεταφορά στην ιταλική έννομη τάξη της κοινοτικής οδηγίας 77/187 που προαναφέρθηκε. Η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού εισάγει ειδικότερα παρέκκλιση από την εφαρμογή του άρθρου 2112 του ιταλικού Αστικού Κώδικα το οποίο προβλέπει επί περιπτώσεων μεταβιβάσεως επιχειρήσεων την αυτόματη συνέχιση της εργασιακής σχέσεως με τον νέο κύριο της επιχειρήσεως και τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων που απορρέουν από τη σχέση αυτή. Όπως προσδιορίζεται στη διάταξη περί παραπομπής, η παρέκκλιση από την εφαρμογή του άρθρου 2112 προβλέπεται για «περίπτωση κατά την οποία η μεταβίβαση αφορά εργοστάσιο ή παραγωγική μονάδα για την οποία το CIPI βεβαίωσε την κατάσταση κρίσεως σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 5, στοιχείο γ', του νόμου 675, της 12ης Αυγούστου 1977, ή επιχειρήσεις τελούσες υπό διαδικασία αναγγελίας πιστωτών, εφόσον η συνέχιση της δραστηριότητας δεν έχει αποφασισθεί ή έχει διακοπεί μετά την επίτευξη συμφωνίας με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις για την έστω και μερική διατήρηση των θέσεων εργασίας».

6.

Η διάταξη παραπομπής προσδιορίζει περαιτέρω ότι, κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 47, μπορεί, στο πλαίσιο συμφωνίας με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, να αποκλείεται «από τη μεταβίβαση το πλεονάζον προσωπικό, που θα εξακολουθεί να παραμένει, εν όλω ή εν μέρει, στις υπηρεσίες του εκχωρητή, υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος να προτιμώνται σε μελλοντικές προσλήψεις εκ μέρους του εκδοχέα επιχειρηματία». Κατά το προαναφερθέν άρθρο 2, παράγραφος 5, στοιχείο γ', του νόμου 675/1977, το CIPI, κατόπιν προτάσεως του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας, βεβαιώνει, με σκοπό την εφαρμογή του προβλεπόμενου από το άρθρο 2 του νόμου 1115 της 5ης Νοεμβρίου 1968 καθεστώτος της CIGS, την κατάσταση κρίσεως στην οποία περιήλθε μια επιχείρηση προκειμένου περί περιπτώσεων με ιδιαίτερο κοινωνικό αντίκτυπο σε σχέση με τις συνθήκες της τοπικής αγοράς εργασίας και της παραγωγής στον οικείο τομέα.

7.

Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το άρθρο 47 του νόμου 428/1990 αποτελεί μεταφορά στην ιταλική εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας, ο εθνικός δικαστής έκρινε αναγκαίο να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, ώστε να διαφωτισθεί σχετικά με το εάν συνάδει προς την οδηγία το άρθρο 47, παράγραφος 5, του ενλόγω νόμου, στο μέτρο που αποκλείει την αρχή της αυτόματης συνέχισης των εργασιακών σχέσεων με τον εκδοχέα επιχειρηματία όταν η μεταβίβαση αφορά επιχείρηση ή παραγωγική μονάδα, η οποία έχει χαρακτηρισθεί από το CIPI ως ευρισκομένη σε κατάσταση κρίσεως κατά το άρθρο 2, παράγραφος 5, στοιχείο γ', του νόμου 675/1977.

II — Τα προδικαστικά ερωτήματα

8.

Ο Pretore di Lecce με τη διάταξη του της 2ας Δεκεμβρίου 1993 καλεί το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των ακολούθων ερωτημάτων ( 6 ):

«Ερωτάται:

α)

αν οι διατάξεις της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, την οποία εξέδωκε το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις14 Φεβρουαρίου 1977 (και ιδίως το άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτής), έχουν την έννοια ότι τυγχάνουν εφαρμογής επί μεταβιβάσεως επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε νέο επιχειρηματία, ύστερα από συμβατική εκχώρηση ή συγχώνευση, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία αντικείμενο της μεταβιβάσεως είναι εργοστάσιο ή παραγωγική μονάδα, σχετικά με τα οποία έχει διαπιστωθεί η κατάσταση κρίσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47, παράγραφος 5, του εθνικού νόμου 428, της 29ης Δεκεμβρίου 1990

ή

β)

αν η μη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, όπως αποφάνθηκε το Δικαστήριο για την περίπτωση κατά την οποία η μεταβίβαση αφορά εταιρίες που τελούν υπό διαδικασία αναγγελίας πιστωτών και για τις οποίες δεν αποφασίσθηκε η συνέχιση της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, πρέπει να θεωρηθεί ότι επεκτείνεται και στην περίπτωση κατά την οποία η μεταβίβαση έχει ως αντικείμενο εργοστάσιο, εγκαταστάσεις ή παραγωγική μονάδα (μη τελούντων υπό διαδικασία αναγγελίας πιστωτών), η κατάσταση κρίσεως των οποίων έχει διαπιστωθεί σύμφωνα με την ανωτέρω ιταλική κανονιστική ρύθμιση (άρθρο 47, παράγραφος 5, του νόμου 428/1990).»

Τίθεται έτσι το ζήτημα αν, ενόψει και της νομολογίας του Δικαστηρίου που αφορά στις περιπτώσεις μεταβιβάσεων με αντικείμενο επιχειρήσεις οι οποίες τελούν υπό πτωχευτική διαδικασία, η οδηγία 77/187 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όμοια με εκείνη την οποία προβλέπει το άρθρο 47, παράγραφος 5, του ιταλικού νόμου 428/1990 και η οποία προκειμένου περί μεταβιβάσεως επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή παραγωγικών μονάδων των οποίων η κατάσταση κρίσεως έχει διαπιστωθεί, προβλέπει παρέκκλιση από τις προστατευτικές για τους εργαζόμενους διατάξεις της οδηγίας.

IIΙ — Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων

9.

Οι εναγόμενες στην κύρια δίκη εταιρίες υποστηρίζουν ότι τα προδικαστικά ερωτήματα είναι απαράδεκτα κατά πρώτο λόγο διότι δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς, κατά δεύτερο λόγο διότι ο Pretore προέβη σε αυτεπάγγελτη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και διατύπωση του σχετικού προδικαστικού ερωτήματος ενώ, κατά το ιταλικό δίκαιο, ο δικαστής δεν μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως ζήτημα το οποίο δεν ετέθη από τους διαδίκους ή δεν συζητήθηκε κατ' αντιμωλία από αυτούς και κατά τρίτο και τελευταίο λόγο διότι η επίμαχη οδηγία στερείται, όπως όλες οι οδηγίες, αμέσου οριζοντίου αποτελέσματος.

10.

Επί του πρώτου λόγου απαραδέκτου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή, ο οποίος είναι ο μόνος που έχει άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και ο οποίος έχει την ευθύνη της δικαστικής απόφασης που θα εκδώσει, να εκτιμήσει τα νομικά ζητήματα τα οποία ανακύπτουν στο πλαίσιο της εκκρεμούς ενώπιον του διαφοράς και την ανάγκη διατυπώσεως, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, αιτήματος για την έκδοση προδικαστικής απόφασης βάσει της οποίας θα εκδώσει τη δική του απόφαση ( 7 ). Τα εθνικά δικαστήρια έχουν συνεπώς ευρεία δυνατότητα να υποβάλουν προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο όταν εκτιμούν ότι οι εκκρεμείς ενώπιον τους υποθέσεις θέτουν ζητήματα κοινοτικού δικαίου. Κατά την απόφαση Eurico Italia κ.λπ. ( 8 ) εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εκτιμούν ενόψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών κάθε υποθέσεως τόσο το αν είναι αναγκαία η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθούν, όσο και το αν τα εκ μέρους τους υποβαλλόμενα στο Δικαστήριο ερωτήματα ασκούν επιρροή στη διαφορά της κύριας δίκης. Όμως η δυνατότητα αυτή τους παρέχεται προκειμένου να μπορέσουν να επιλύσουν τις διαφορές των οποίων έχουν επιληφθεί. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι η απόρριψη ενός αιτήματος εθνικού δικαστηρίου είναι δυνατή όταν είναι πρόδηλο ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, την οποία αιτείται το εθνικό δικαστήριο, δεν έχει καμμία σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς της κυρίας δίκης ( 9 ). Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση. Οι διατάξεις του άρθρου 47 του ιταλικού νόμου 428/1990 και ειδικότερα η παράγραφος 5 αυτού, η οποία ευρίσκεται στο επίκεντρο της παρούσης υποθέσεως, θεσπίσθηκαν στο πλαίσιο της μεταφοράς των ρυθμίσεων της οδηγίας 77/187 στην ιταλική έννομη τάξη. Η έκβαση δε της κύριας δίκης εξαρτάται, όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής, από το ζήτημα κατά πόσο η διάταξη αυτή είναι συμβατή ή όχι με την οδηγία. Τα στοιχεία ερμηνείας της οδηγίας που θα παράσχει το Δικαστήριο στον εθνικό δικαστή θα τον διευκολύνουν να προβεί σ' αυτή την εκτίμηση προκειμένου να αποφανθεί επί της εκκρεμούς ενώπιον του διαφοράς. Συνεπώς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα δεν ασκούν επιρρορή στην έκβαση της κύριας δίκης.

11.

Όσον αφορά στο δεύτερο λόγο απαραδέκτου, πρέπει να σημειωθεί, εν πρώτοις, πως το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι «το γεγονός ότι οι διάδικοι στην κύρια δίκη δεν επικαλέσθηκαν, ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, ζήτημα κοινοτικού δικαίου δεν αποκλείει την προσφυγή του εθνικού δικαιοδοτικού οργάνου στο Δικαστήριο. Προβλέποντας τη δυνατότητα να επιληφθεί προδικαστικώς το Δικαστήριο όταν “ανακύπτει ένα ζήτημα ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους”, το άρθρο 177, εδάφια 2 και 3, της Συνθήκης δε σκοπεί να περιορίσει την ενλόγω δυνατότητα προσφυγής μόνο στις περιπτώσεις όπου ο ένας ή ο άλλος διάδικος στην κύρια δίκη έλαβε πρωτοβουλία να προβάλει ζήτημα ερμηνείας ή κύρους του κοινοτικού δικαίου, αλλά καλύπτει εξ ίσου τις περιπτώσεις, όπου ένα ζήτημα προβάλλεται από το ίδιο το εθνικό δικαστήριο, το οποίο κρίνει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου επ' αυτού του σημείου είναι “αναγκαία για την έκδοση της δικής του αποφάσεως” ( 10 )». Το αναγνωριζόμενο στο διάδικο δικαίωμα να επικαλείται ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διατάξεις του κοινοτικού δικαίου δεν αποκλείει, συνεπώς, τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις αυτές, ακόμη και αν ο διάδικος δεν τις είχε επικαλεσθεί και να υποβάλει αυτεπαγγέλτως προδικαστικό ερώτημα, εφόσον διαπιστώνει ότι η επίλυση της διαφοράς θέτει ζήτημα ερμηνείας κοινοτικών διατάξεων ( 11 ).

12.

Εκτός τούτου, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα από το ζήτημα αν είναι επωφελές για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης το να μην υποβάλλεται ένα προδικαστικό ερώτημα μόνο κατόπιν μιας κατ' αντιμωλία συζητήσεως, γίνεται δεκτό ότι «η ύπαρξη προηγούμενης κατ' αντιδικίαν συζητήσεως δεν συγκαταλέγεται στις προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 177 της Συνθήκης και ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμά την αναγκαιότητα της ακροάσεως του καθού προτού εκδώσει διάταξη περί προδικαστικής παραπομπής» ( 12 ).

13.

Όσον αφορά στον τρίτο λόγο απαραδέκτου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο εθνικός δικαστής, προκειμένου να αποφανθεί αν μια εθνική διάταξη είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, μπορεί να ερωτά το Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία μιας οδηγίας που έχει μεταφερθεί ήδη στο εθνικό δίκαιο, έστω και εάν οι οδηγίες δεν μπορούν να αναπτύξουν άμεσο αποτέλεσμα όταν πρόκειται για διαφορές μεταξύ ιδιωτών ( 13 ). Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει συναφώς πως όταν εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο «είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, ένα εθνικό δικαστήριο που καλείται να το ερμηνεύσει, οφείλει να πράξει τούτο κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φώς του κειμένου και του σκοπού της οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που επιδιώκεται από την τελευταία, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης» ( 14 ).

14.

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο Pretore παραδεκτώς ερωτά το Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία της επίμαχης οδηγίας, η οποία του είναι χρήσιμη για την ερμηνεία και την εφαρμογή εθνικών διατάξεων και πιο συγκεκριμένα του άρθρου 47 του ιταλικού νόμου 428/1990 που μετέφερε στο εσωτερικό δίκαιο τις ρυθμίσεις της ενλόγω οδηγίας. Συνεπώς, η σχετική με το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων επιχειρηματολογία των εναγομένων εταιριών δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

IV — Επί της ουσίας

α) Νομοθετικό και νομολογιακό πλαίσιο

15.

Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διαμορφώσει μια πλούσια νομολογία όσον αφορά στην ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 77/187. Η οδηγία αυτή θέτει ως σκοπό στην αιτιολογία της «την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα» (δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας), επιδιώκει δε την προώθηση της προσέγγισης των νομοθεσιών με στόχο την κοινωνική πρόοδο κατά την έννοια του άρθρου 117 της Συνθήκης, το οποίο αποβλέπει στη βελτίωση των όρων διαβιώσεως και εργασίας του εργατικού δυναμικού (πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας). Πρόκειται λοιπόν για ένα νομοθέτημα που έχει σαφέστατο κοινωνικό σκοπό, τον οποίο άλλωστε έχει υπογραμμίσει και το Δικαστήριο. Κατά τη νομολογία «σκοπός της οδηγίας είναι να εξασφαλίσει, κατά το μέτρο του δυνατού, τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβολής του επιχειρηματία παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να παραμείνουν στην υπηρεσία του νέου επιχειρηματία υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που είχαν συνομολογήσει με τον μεταβιβάζοντα» ( 15 ). Οι διατάξεις της οδηγίας αποβλέπουν στη διαφύλαξη, προς το συμφέρον των εργαζομένων, των υφισταμένων σχέσεων εργασίας σε περίπτωση συμβατικής μεταβολής του προσώπου το οποίο είναι υπεύθυνο για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως και το οποίο συνομολογεί τις υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των μισθωτών της ενλόγω επιχειρήσεως.

16.

Κατά το άρθρο 1η οδηγία «εφαρμόζεται επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλο επιχειρηματία οι οποίες προκύπτουν από συμβατική εκχώρηση ή συγχώνευση». Η οδηγία προβλέπει επίσης στο άρθρο 3 αυτής ότι «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται για τον εκχωρητή από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, μεταβιβάζονται εξαιτίας της μεταβιβάσεως αυτής στον εκδο-χέα». Το άρθρο 4 διευκρινίζει στην παράγραφο 1 ότι «η μεταβίβαση μιας επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως δε συνιστά αυτή καθ' εαυτή λόγο απολύσεως για τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα. Αυτή η διάταξη δεν εμποδίζει απολύσεις που είναι δυνατόν να επέλθουν για λόγους οικονομικούς τεχνικούς ή οργανώσεως που προϋποθέτουν μεταβολές στο επίπεδο της απασχολήσεως». Το άρθρο 6 της οδηγίας επιβάλλει στον εκχωρητή και στον εκδοχέα υποχρέωση πληροφόρησης και διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων που θίγονται από την μεταβίβαση. Το άρθρο 7 παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να εφαρμόζουν ή να εισάγουν νομοθετικές κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις περισσότερο ευνοϊκές για τους εργαζομένους.

17.

Ερμηνεύοντας τις διατάξεις της οδηγίας και ειδικότερα το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής, το Δικαστήριο έκρινε στις αποφάσεις Abels ( 16 ), Mikkelsen ( 17 ), και d'Urso κ.λπ. ( 18 ) ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται ως προς τις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων που επέρχονται στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας αποσκο-πούσης στην εκκαθάριση, υπό τον έλεγχο της αρμόδιας δικαστικής αρχής, των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος. Το Δικαστήριο στήριξε εν πρώτοις την κρίση αυτή στην ιδιομορφία του πτωχευτικού δικαίου. Όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση Abels ( 19 ), αντίθετα με την οδηγία η οποία αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων και στη διατήρηση των δικαιωμάτων τους σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, το πτωχευτικό δίκαιο χαρακτηρίζεται από ειδικές διαδικασίες που αποσκοπούν στη στάθμιση των διαφόρων συμφερόντων, ιδίως των συμφερόντων των διαφόρων κατηγοριών πιστωτών. Προς το σκοπό αυτό έχουν θεσπισθεί σε όλα τα κράτη μέλη ειδικές διατάξεις οι οποίες εισάγουν παρεκκλίσεις από άλλες διατάξεις γενικής φύσεως, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και διατάξεις του κοινωνικού δικαίου.

18.

Ο ιδιόμορφος αυτός χαρακτήρας του πτωχευτικού δικαίου που απαντάται σε όλα τα νομικά συστήματα των κρατών μελών αναγνωρίζεται, κατά το Δικαστήριο, και από το κοινοτικό δίκαιο. Έτσι, η οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν στις ομαδικές απολύσεις ( 20 ), η οποία, όπως και η οδηγία 77/187, εκδόθηκε προς επίτευξη των στόχων του άρθρου 117 της Συνθήκης, δεν εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο δ', αυτής, ως προς τους εργαζομένους που θίγονται από τη διακοπή των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως «εφόσον αυτή επέρχεται κατόπιν δικαστικής αποφάσεως». Η ιδιομορφία του πτωχευτικού δικαίου επιβεβαιώνεται, επίσης, συνεχίζει το Δικαστήριο, από την έκδοση της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη ( 21 ). Η οδηγία αυτή θεσπίζει, πράγματι, σύστημα εξασφαλίσεως των απαιτήσεων των μισθωτών εκ της μη καταβολής μισθού, το οποίον ισχύει οπωσδήποτε και για περιπτώσεις επιχειρήσεων κατά των οποίων έχει κινηθεί συλλογική διαδικασία ικανοποιήσεως των πιστωτών, όπως η πτώχευση. Αξίζει να προστεθεί στο σημείο αυτό ότι ο ιδιόμορφος χαρακτήρας του πτωχευτικού δικαίου οδήγησε τους συντάκτες της Συμβάσεως των Βρυξελλών, της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, να αποκλείσουν από το πεδίο εφαρμογής της τις πτωχεύσεις, τους πτωχευτικούς συμβιβασμούς και άλλες ανάλογες διαδικασίες (άρθρο 1, παράγραφος 2, σημείο 2, της Συμβάσεως).

19.

Η κατ' αυτό τον τρόπο αναγνωριζόμενη τόσο στα εθνικά δίκαια όσο και στο κοινοτικό δίκαιο ιδιομορφία του πτωχευτικού δικαίου, συγχρόνως με τη διαπίστωση ότι οι κανόνες που αφορούν την πτώχευση και τις ανάλογες διαδικασίες διαφέρουν κατά πολύ στα κράτη μέλη, ώθησαν το Δικαστήριο να δεχθεί ότι «αν η οδηγία επρόκειτο να έχει εφαρμογή και στις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων που γίνονται στο πλαίσιο παρομοίων διαδικασιών θα περιείχε ρητή σχετική διάταξη» ( 22 ).

20.

Ο δεύτερος λόγος επί του οποίου το Δικαστήριο στηρίζει την παραπάνω κρίση του αφορά στους στόχους της οδηγίας. Το Δικαστήριο διευκρινίζει κατά πρώτο λόγο ότι η οδηγία αυτή επιδιώκει να εμποδίσει την σε βάρος των εργαζομένων αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων στο εσωτερικό της κοινής αγοράς. Το Δικαστήριο διαπιστώνει στη συνέχεια ότι υπάρχει διαφορά εκτιμήσεων ως προς τις συνέπειες εφαρμογής της οδηγίας σε μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο πτωχευτικών ή αναλόγων διαδικασιών. Κατά μία γνώμη η οδηγία πρέπει να έχει εφαρμογή σε παρόμοιες καταστάσεις διότι οι εργαζόμενοι των οποίων ο εργοδότης κηρύχθηκε σε πτώχευση είναι ακριβώς εκείνοι που χρειάζονται μεγαλύτερη προστασία. Κατ' άλλη γνώμη η επέκταση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας θα μπορούσε να αποτρέψει τον ενδεχομένως ενδιαφερόμενο να αποκτήσει την επιχείρηση με αποδεκτούς όρους για την ομάδα των πιστωτών, πράγμα που θα οδηγούσε στη χωριστή πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της επιχειρήσεως και θα είχε ως συνέπεια απώλεια όλων των θέσεων εργασίας της επιχείρησης, γεγονός το οποίο θα ήταν αντίθετο προς την πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας. Το Δικαστήριο διαπιστώνει συνεπώς ότι «υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα όσον αφορά τις επιπτώσεις στην αγορά εργασίας από τις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη και τα ενδεδειγμένα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την καλύτερη προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων» ( 23 ). Από τις σκέψεις αυτές το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι «δεν είναι δυνατό να αποκλεισθεί ο κίνδυνος σοβαρής επιδεινώσεως, σε γενικό επίπεδο, των όρων διαβιώσεως και εργασίας του εργατικού δυναμικού κατ' αντίθεση προς τους κοινωνικούς στόχους της Συνθήκης. Επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η οδηγία 77/187 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να επεκτείνουν τους κανόνες της οδηγίας στις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων που γίνονται στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας η οποία αποβλέπει στην εκκαθάριση, υπό τον έλεγχο της αρμόδιας δικαστικής αρχής, της περιουσίας του εκχωρητή» ( 24 ).

21.

Στην ίδια απόφαση το Δικαστήριο κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα σχετικά με διαδικασίες, όπως αυτή της «surséance van betaling» (προληπτικός της πτωχεύσεως συμβιβασμός) που προβλέπει το ολλανδικό δίκαιο, οι οποίες αποβλέπουν στη χορήγηση γενικής αναστολής πληρωμών και ενδεχομένως μερικής, υπό όρους, άφεσης χρεών. Σχετικά με αυτό το είδος διαδικασίας, το Δικαστήριο εδέχθη στην απόφαση Abels, η οποία επιβεβαιώθηκε με άλλες τρεις αποφάσεις της ίδιας ημέρας ( 25 ), ότι οι διατάξεις της οδηγίας εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως, σε άλλο επιχειρηματικό φορέα, όταν γίνεται στο πλαίσιο διαδικασίας παρόμοιας με τη διαδικασία του «surséance van betaling». Κατά το Δικαστήριο, αυτού του είδους η διαδικασία έχει, ασφαλώς, ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με τη πτώχευση, όπως ιδίως ο δικαστικός χαρακτήρας της, διακρίνεται όμως από αυτή σε δύο βασικά σημεία. Το πρώτο σημείο συνίσταται στο ότι στην περίπτωση της διαδικασίας αυτής «ο ασκούμενος δικαστικός έλεγχος τόσο κατά την κίνηση όσο και κατά την εξέλιξη της διαδικασίας είναι περιορισμένης εκτάσεως» ( 26 ). Το δεύτερο σημείο αφορά στον σκοπό της διαδικασίας. Ενώ η πτωχευτική διαδικασία αποσκοπεί στην εκκαθάριση της περιουσίας, μέσω της ρευστοποιήσεως των απομενόντων στοιχείων του ενεργητικού προς ικανοποίηση των πιστωτών, ο σκοπός της διαδικασίας «surséance van betaling» είναι «πρωτίστως η διασφάλιση της περιουσίας και ενδεχομένως η συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης κατόπιν παρατάσεως της προθεσμίας πληρωμής από την ομάδα των πιστωτών προκειμένου να εξευρεθεί διακανονισμός που επιτρέπει την εξασφάλιση της δραστηριότητας της επιχείρησης στο μέλλον» ( 27 ). Χαρακτηριστικό λοιπόν αυτής της διαδικασίας είναι η επιδίωξη αντιμετωπίσεως προσωρινών δυσχερειών στις πληρωμές χωρίς να σκοπείται η εκκαθάριση της περιουσίας του οφειλέτη, αλλά αντιθέτως η αποτροπή της πτωχεύσεως έστω και αν, ελλείψει διακανονισμού με τους πιστωτές, τέτοιου είδους διαδικασίες μπορεί να καταλήξουν στην κήρυξη πτωχεύσεως του οφειλέτη. Έτσι το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι λόγοι που εμποδίζουν την εφαρμογή της οδηγίας στις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων που γίνονται στο πλαίσιο πτωχευτικών διαδικασιών δεν ισχύουν για τις διαδικασίες που είναι προληπτικές της πτωχεύσεως ( 28 ).

22.

Την ίδια προσέγγιση εφάρμοσε το Δικαστήριο και στη διαδικασία προσωρινής διαχειρίσεως μεγάλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κρίση, την οποία προβλέπει ο ιταλικός νόμος της 3ης Απριλίου 1979. Η διαδικασία αυτή θεσπίσθηκε από την ιταλική νομοθεσία για την περίπτωση κατά την οποία μια επιχείρηση δεν μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Εξετάζοντας τις διατάξεις του ιταλικού νόμου της 3ης Απριλίου 1979, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι «όταν η απόφαση με την οποία διατάσσεται η εφαρμογή της διαδικασίας προσωρινής διαχειρίσεως ορίζει επίσης τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως υπό την διεύθυνση επιτρόπου της διαδικασίας προσωρινής διαχειρίσεως, ο σκοπός της διαδικασίας αυτής συνίσταται, πρωτίστως, στην δημιουργία μιας καταστάσεως ισορροπίας για την επιχείρηση που θα της επιτρέψει να διασφαλίσει τις δραστηριότητες της για το μέλλον» ( 29 ). Το Δικαστήριο, αναφερόμενο στη διάταξη περί παραπομπής επισημαίνει ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας αυτής, όπως:

α)

ότι η λειτουργία της διαδικασίας συνίσταται στη διάσωση των κατά βάση υγιών τμημάτων της επιχείρησης ή του ομίλου επιχειρήσεων, με τη μεταβίβαση της κυριότητας από τον αφερέγγυο επιχειρηματία σε άλλο επιχειρηματικό φορέα,

β)

ότι η υπό προσωρινή διαχείριση επιχείρηση είναι σε θέση να λαμβάνει πιστώσεις με εγγύηση του Δημοσίου οι οποίες αποσκοπούν στην επανάληψη των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως και στη συμπλήρωση του εξοπλισμού της, και

γ)

ότι στη διαδικασία προσωρινής διαχειρίσεως η προστασία των συμφερόντων των πιστωτών είναι λιγότερο εκτεταμένη από ό,τι σε άλλες διαδικασίες, ειδικότερα δε επισημαίνεται ότι οι πιστωτές δεν μετέχουν στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων περί συνεχίσεως της λειτουργίας της επιχειρήσεως.

Με βάση αυτά τα στοιχεία, το Δικαστήριο θεώρησε ότι ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός που επιδιώκεται από μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί ούτε να εξηγήσει ούτε να δικαιολογήσει το ότι οι εργαζόμενοι σε μια υπό προσωρινή διαχείριση επιχείρηση στερούνται των δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζει η οδηγία σε περίπτωση πλήρους ή μερικής μεταβιβάσεως αυτής. Έτσι, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι διατάξεις της οδηγίας «έχουν εφαρμογή όταν, εντός του πλαισίου ενός συνόλου νομοθετικών διατάξεων, όπως της προσωρινής διαχειρίσεως των μεγάλων επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κατάσταση κρίσεως, έχει αποφασισθεί η συνέχιση της λειτουργίας της επιχειρήσεως και καθόσον διάστημα η απόφαση παραμένει σε ισχύ» ( 30 ).

23.

Στην ίδια απόφαση το Δικαστήριο έκρινε, αντιθέτως, ότι οι διατάξεις της οδηγίας δεν έχουν εφαρμογή στις μεταβιβάσεις επιχειρήσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασίας αναγγελίας πιστωτών, όπως αυτή της ιταλικής νομοθεσίας περί αναγκαστικής διοικητικής εκκαθαρίσεως. Στην απόφαση αυτή υπογραμμίζεται ότι ο σκοπός, οι συνέπειες και οι κίνδυνοι μιας διαδικασίας, όπως αυτή της αναγκαστικής διοικητικής εκκαθαρίσεως, προσομοιάζουν προς αυτούς που ώθησαν το Δικαστήριο να κρίνει με την απόφαση Abels ότι η οδηγία δεν έχει εφαρμογή σε περιπτώσεις εκποιήσεως επιχειρήσεως (ή τμήματος αυτής) η οποία έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως. Το Δικαστήριο τονίζει σχετικά ότι «όπως και η πτώχευση, η διαδικασία αυτή αποσκοπεί στην εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη χάριν της ικανοποιήσεως της ομάδας των πιστωτών, οι δε μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται εντός του νομικού αυτού πλαισίου εξαιρούνται, κατά συνέπεια, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. (...) δεν είναι δυνατό, χωρίς αυτή την εξαίρεση, να αποκλεισθεί ο σοβαρός κίνδυνος επιδεινώσεως, σε γενικό επίπεδο, των όρων διαβιώσεως και εργασίας του εργατικού δυναμικού, κατ' αντίθεση προς τους κοινωνικούς στόχους της Συνθήκης» ( 31 ).

24.

Από την προεκτεθείσα νομολογία προκύπτει ότι το αποφασιστικό κριτήριο για την εφαρμογή της οδηγίας στις διάφορες συλλογικές διαδικασίες διαχειρίσεως ή/και εκκαθαρίσεως προβληματικών επιχειρήσεων είναι ο σκοπός που επιδιώκεται από τις διαδικασίες αυτές. Η οδηγία δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται για διαδικασίες όπως αυτή της πτωχεύσεως ή εκείνη της αναγκαστικής (διοικητικής ή δικαστικής) εκκαθάρισης, οι οποίες αποσκοπούν στην ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη μέσω της εκποιήσεως των απομενόντων στοιχείων του ενεργητικού ενόψει της ικανοποιήσεως των πιστωτών. Ο σκοπός αυτός υπηρετείται κατά κανόνα από σειρά αυστηρών μέτρων του στοχεύουν στη διασφάλιση του ενεργητικού και στην προστασία των συμφερόντων της ομάδας των πιστωτών. Έτσι, στις περιπτώσεις αυτές η διαδικασία χαρακτηρίζεται από την άσκηση ενός ευρύτατου δικαστικού ελέγχου ο οποίος βαίνει παράλληλα με την επιβολή μιας έντονης μορφής διαχειρίσεως ή επιτροπείας προκειμένου να εξακριβωθεί η πτωχευτική ή υπό εκκαθάριση περιουσία και να ρευστοποιηθούν τα στοιχεία του ενεργητικού, πράγμα που έχει ως συνέπεια να στερεί τον οφειλέτη από την εξουσία διαθέσεως και διαχειρίσεως των περιουσιακών του στοιχείων.

25.

Αντίθετα, η οδηγία εφαρμόζεται όταν οι συγκεκριμένες διαδικασίες δεν σκοπούν στην εκκαθάριση της περιουσίας του οφειλέτη αλλά επιδιώκουν την αντιμετώπιση προσωρινών δυσχερειών ώστε να καταστεί δυνατή η συνέχιση της δραστηριότητας της επιχείρησης. Κατά κανόνα, στις περισσότερες από αυτές τις διαδικασίες ο ασκούμενος δικαστικός έλεγχος, που είναι περιορισμένης εκτάσεως, περιορίζεται βασικά στον έλεγχο και έγκριση ορισμένων πράξεων του οφειλέτη χωρίς όμως να αφαιρείται απ' αυτόν τον τελευταίο η εξουσία διαθέσεως ή διαχειρίσεως της περιουσίας. Συχνά αυτού του είδους οι διαδικασίες μπορούν άλλωστε να καταλήξουν στην κήρυξη πτωχεύσεως. Το ενδεχόμενο όμως αυτό δεν αρκεί για να αποκλείσει την εφαρμογή της οδηγίας όπως επίσης δεν αρκεί για να εξαιρεθεί μια μεταβίβαση επιχειρήσεως από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας το γεγονός ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις κηρύξεως σε πτώχευση του μεταβιβάζοντος, χωρίς όμως αυτός ο τελευταίος να έχει ακόμη κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως. Τούτο προκύπτει από την προαναφερθείσα απόφαση Mikkelsen όπου επρόκειτο για μεταβίβαση επιχειρήσεως που πραγματοποιήθηκε αφού η μεταβιβάσασα εταιρία είχε παύσει τις πληρωμές αλλά πριν κηρυχθεί αυτή σε πτώχευση και όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι «το γεγονός και μόνο ότι η μεταβίβαση μιας επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως επήλθε μετά την παύση των πληρωμών της εκχωρήτριας εταιρίας δεν είναι αρκετό για να αποκλεισθούν οι πιο πάνω πράξεις από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 77/187. Επομένως, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται επί μεταβιβάσεως όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο της 1, παράγραφος 1, και η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας ή σε στάδιο προγενέστερο της έναρξης ενδεχόμενης διαδικασίας κηρύξεως πτωχεύσεως» ( 32 ).

β) Απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα

26.

Προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα που έθεσε ο Pretore di Lecce πρέπει, υπό το φως της νομολογίας που έχει προεκτεθεί και ειδικότερα του προαναφερθέντος κριτηρίου, να εξετασθούν τα χαρακτηριστικά και οι συνέπειες της διαδικασίας θέσεως μιας επιχειρήσεως σε κατάσταση κρίσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του ιταλικού νόμου 675/1977 (άρθρο 2, παράγραφος 5, στοιχείο γ').

Όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής και από τις γραπτές απαντήσεις που έδωσαν οι διάδικοι στα ερωτήματα που τους έθεσε το Δικαστήριο, η κήρυξη σε κατάσταση κρίσεως μιας επιχειρήσεως αποσκοπεί στην εξυγίανση αυτής με στόχο την προστασία της εργασίας και την παροχή οικονομικής υποστήριξης στους εργαζόμενους της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της κρίσεως. Για την αναγνώριση της καταστάσεως κρίσεως μιας επιχειρήσεως πρωτεύοντα ρόλο παίζουν κυρίως εκτιμήσεις κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα και όχι οικονομικής και λογιστικής υφής όπως στις πτωχευτικές διαδικασίες. Τούτο είναι εμφανές και από το γεγονός ότι η επιχείρηση οφείλει να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα εξυγιάνσεως του οποίου κεντρικό στοιχείο είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος των εργαζομένων οι οποίοι υπήχθησαν στο καθεστώς της CIGS. Η διαδικασία αυτή δεν σκοπεί συνεπώς στην εκκαθάριση της περιουσίας του οφειλέτη, αλλά αντιθέτως στην αντιμετώπιση προσωρινών δυσχερειών ώστε να επιτραπεί στην επιχείρηση να συνεχίσει τη δραστηριότητά της.

Πέρα τούτου δεν προβλέπεται άσκηση δικαστικού ελέγχου κατά την κίνηση και την εξέλιξη της διαδικασίας. Οι προϋποθέσεις αναγνωρίσεως του καθεστώτος κρίσεως μιας επιχειρήσεως προσδιορίζονται με απόφαση του CIPI και με απόφαση της διυπουργικής επιτροπής για τον οικονομικό σχεδιασμό.

27.

Αντίθετα από την πτώχευση, δεν προβλέπεται αναστολή των πληρωμών ούτε αφαιρείται από τον οφειλέτη η εξουσία διαθέσεως ή διαχειρίσεως της περιουσίας του. Ενώ η πτώχευση συνεπάγεται την εκκαθάριση της περιουσίας του οφειλέτη μέσω αναγκαστικής εκποιήσεως των απομενόντων στοιχείων του ενεργητικού, ο χαρακτηρισμός μιας επιχειρήσεως ως ευρισκομένης σε κατάσταση κρίσεως δεν οδηγεί υποχρεωτικά στην εκποίηση αυτής. Το βασικό και ουσιαστικότερο αποτέλεσμα της αναγνωρίσεως της καταστάσεως κρίσεως μιας επιχείρησης είναι ότι οι εργαζόμενοι στη επιχείρηση αυτή υπάγονται στο καθεστώς της CIGS, πράγμα το οποίο επιφέρει την αναστολή, ολική ή μερική, των σχέσεων εργασίας όλων ή μέρους των ενλόγω εργαζομένων και την χορήγηση σ' αυτούς, άμεσα ή έμμεσα, χρηματικής ενισχύσεως. Η υπαγωγή στο καθεστώς της CIGS λαμβάνει χώρα με διάταγμα του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας, ύστερα από γνωμοδότηση τεχνικής επιτροπής, η οποία στηρίζεται σε εκτιμήσεις των αρμοδίων γραφείων εργασίας, της τοπικής επιτροπής για την απασχόληση και ενδεχομένως της επιθεωρήσεως εργασίας.

28.

Όπως το σημειώνει και η ίδια η διάταξη περί παραπομπής, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στις περιπτώσεις εκποιήσεως επιχειρήσεων που ευρίσκονται σε κατάσταση πτωχεύσεως, ενδεχόμενη μεταβίβαση επιχειρήσεων σε κατάσταση κρίσεως, είτε πρόκειται για εκποίηση της επιχείρησης στο σύνολό της είτε για εκποίηση τμήματος αυτής, λαμβάνει χώρα ενόσω διαρκεί η εκμετάλλευση, χωρίς διακοπή της παραγωγικής δραστηριότητος και στο πλαίσιο συγκεκριμένων προοπτικών ανακάμψεως όπως προκύπτει και από το γεγονός ότι πρέπει να υποβληθούν στο CIPI σχέδια εξυγιάνσεως της επιχειρήσεως προκειμένου να πιστοποιηθεί η κατάσταση κρίσεως. Συνεπώς, η επίμαχη διαδικασία δεν παρουσιάζει χαρακτηριστικά ή συνέπειες που προσομοιάζουν με εκείνα των διαδικασιών για τις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, έχει δεχθεί το Δικαστήριο ότι εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως.

Άλλωστε, η αναγνώριση καταστάσεως κρίσεως αφορά σε επιχειρήσεις οι οποίες γνωρίζουν μεν προβλήματα σχετικά με τις θέσεις εργασίας και την παραγωγή, ευρίσκονται όμως σε χρηματοοικονομική κατάσταση λιγότερο βεβαρυμένη από εκείνες τις επιχειρήσεις που τελούν σε πτώχευση. Τούτο επαληθεύεται και στην περίπτωση της Fiat Geotech σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στη διάταξη περί παραπομπής.

29.

Είναι πιθανό, όπως το σημειώνουν η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η επιχείρηση σε κατάσταση κρίσεως, μπορεί να την οδηγήσουν σε διακοπή της παραγωγικής δραστηριότητάς της. Το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί, επί του προκειμένου, να ασκήσει επιρροή αφού σκοπός της διαδικασίας κηρύξεως σε κατάσταση κρίσεως είναι ακριβώς να αποφευχθεί μια τέτοια κατάληξη. Όπως προκύπτει από τις προηγούμενες σκέψεις, στόχος της διαδικασίας αυτής είναι η αποκατάσταση εντός της επιχείρησης μιας ισορροπίας, ιδίως στον τομέα των εργασιακών σχέσεων, που θα της επιτρέψει να διασφαλίσει τις δραστηριότητές της για το μέλλον. Η μεταβίβαση λοιπόν μιας επιχειρήσεως σε κατάσταση κρίσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκποίηση η οποία αποσκοπεί στην εκκαθάριση της περιουσίας της και ικανοποίηση του συνόλου των πιστωτών, όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις μεταβιβάσεων στο πλαίσο πτωχευτικών διαδικασιών. Αντίθετα προς την δεύτερη περίπτωση, στην πρώτη περίπτωση επιδιώκεται η συνέχιση της παραγωγικής δραστηριότητας μέσω, βεβαίως, αναδιάρθρωσης της επιχείρησης. Αυτό φαίνεται ότι συνέβη και στη παρούσα περίπτωση όπου η νέα εταιρία Fiat Hitachi συνέχισε την εκμετάλλευση των μεταβιβασθεισών εγκαταστάσεων χωρίς να μεσολαβήσει, όπως αναφέρεται στην διάταξη περί παραπομπής, οποιαδήποτε διακοπή της παραγωγικής δραστηριότητας. Εν πάση περιπτώσει, από την νομολογία Mikkelsen, που προαναφέρθηκε, προκύπτει σαφώς ότι η οδηγία εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις διαδικασιών οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ως στάδιο προγενέστερο της κινήσεως διαδικασίας πτωχεύσεως. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η οδηγία καταλαμβάνει τις περιπτώσεις μεταβιβάσεων επιχειρήσεων που έχουν χαρακτηρισθεί ευρισκόμενες σε κατάσταση κρίσεως κατά την ιταλική νομοθεσία, που προαναφέρθηκε.

V — Πρόταση

30.

Ενόψει των όσων έχω εκθέσει ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που του έθεσε το τμήμα εργατικών διαφορών της Pretura circondiariale di Lecce, ως εξής:

«Οι διατάξεις της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, έχουν εφαρμογή στις μεταβιβάσεις, που αφορούν επιχειρήσεις οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί, κατά διαδικασία παρόμοια προς αυτή του ιταλικού νόμου 675 της 12ης Αυγούστου 1977, ως ευρισκόμενες σε κατάσταση κρίσεως.»


( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ελληνική.

( 1 ) ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171.

( 2 ) Για περισσότερες λεπτομέρειες ως προς το καθεστώς της CIGS, βλ. την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως 22/87 (απόφαση 2ας Φεβρουαρίου 1989, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1989, σ. 143).

( 3 ) O ενλόγω νόμος περιλαμβάνει, όπως προκύπτει και από τον τίτλο του, διατάξεις σχετικές με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από την ιδιότητα της Ιταλίας ως μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. O νόμος αυτός δημοσιεύθηκε στο GURI, συμπλήρωμα αριθ. 10, της 12ης Ιανουαρίου 1991.

( 4 ) Comitato di Ministri per il coordinamento della politica industriale (Επιτροπή υπουργών για τον συντονισμό της βιομηχανικής πολιτικής) η οποία θεσπίσθηκε με τον νόμο 675 της 12ης Αυγούστου 1977.

( 5 ) Στο εξής: νόμος 675/1977.

( 6 ) ΕΕ C 43 της 12ης Φεβρουαρίου 1994, σ. 6.

( 7 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 1980, 53/79, ONPTS (Συλλογή τόμος 1980/1, σ. 147), της 28ης Ιουνίου 1984, 180/83, Moser (Συλλογή 1984, σ. 2539) και της 21ης Απριλίου 1988, 338/85, Pardini (Συλλογή 1988, σ. 2041).

( 8 ) Απόφαση της 3ης Μαρτίου 1994, C-332/92, C-333/92 και C-335/92, Eurico Italia κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I-711).

( 9 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1992, C-67/91, Asociación Española de Banca Privada κ.λπ. (Συλλογή 1992, σ. Ι-4785), της 11ης Ιουλίου 1991, C-368/89, Crispoltoni (Συλλογή 1991, σ. I-3695), της 28ης Νοεμβρίου 1991, C-186/90, Durighello (Συλλογή 1991, σ. I-5773) και την προαναφερθείσα απόφαση Eurico Italia κ.λπ.

( 10 ) Απόφαση της 16ης Ιουνίου 1981, 126/80, Salonia (Συλλογή 1981, σ. 1563, σκέψη 7).

( 11 ) Βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 1991, C-87/90, C-88/90 και C-89/90, Verholen κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I-3757, σκέψεις 12 επ.).

( 12 ) Προαναφερθείσα απόφαση Eurico Italia κ.λπ., σκέψη 11. Βλ., επίσης, απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1993, C-10/92, Balocchi (Συλλογή 1993, σ. I-5105, σκέψεις 13 και 14), καθώς και την απόφαση της 28ης Ιουνίου 1978, 70/77, Simmenthal (Συλλογή τόμος 1978, σ. 455, σκέψεις 10 και 11).

( 13 ) Βλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 1994, C-421/92, Habermann-Beltermann (Συλλογή 1994, σ. I-1657).

( 14 ) Απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing (Συλλογή 1990, σ. I-4135, σκέψη 8).

( 15 ) Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1987, 287/86, Ny Mølle Kro (Συλλογή 1987, σ. 5465, σκέψη 12).

( 16 ) Απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985,135/83 (Συλλογή 1985, σ. 469, σημείο 1 του διατακτικού).

( 17 ) Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, 105/84 (Συλλογή 1985, σ. 2639, σκέψη 9).

( 18 ) Απόφαση της 27ης Ιουλίου 1991, C-362/89 (Συλλογή 1991, σ. I-4105, σημείο 2 του διατακτικού).

( 19 ) Σκέψεις 14 και 15.

( 20 ) ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 44.

( 21 ) ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, α 35.

( 22 ) Σκέψη 17 της απόφαοης Abels.

( 23 ) Σκέψη 22 της αποφάσεως Abels.

( 24 ) Σκέψη 23 της αποφάσεως Abels.

( 25 ) Βλ. αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1985, υπόθεση 19/83, Wendelboe κ.λπ. (Συλλογή 1985, σ. 457, σκέψη 10), υπόθεση 179/83, FNV (Συλλογή 1985, σ. 511) και υπόθεση 186/83, Botzen (Συλλογή 1985, σ. 519, σημείο 1 του διατακτικού).

( 26 ) Σκέψη 28 της αποφάσεως Abels. Βλ., επίσης, και τις παρατηρήσεις του γενικού εισαγγελέα W. Van Gerven στην προαναφερθείσα υπόθεση d'Ureo κ.λπ., προτάσεις της 30ής Μαΐου 1991 (Συλλογή 1991, σ. I-4119, σημείο 23).

( 27 ) Σκέψη 28 της αποφάσεως Abels.

( 28 ) Σκέψη 29 της αποφάσεως Abels.

( 29 ) Σκέψη 32 της προαναφερθείσης αποφάσεως d'Urso κ.λπ.

( 30 ) Σημείο 2 του διατακτικού της αποφάσεως d'Urso κ.λπ.

( 31 ) Σκέψη 31 της αποφάσεως d'Urso κ.λπ.

( 32 ) Σκέψη 10 της απόφασης Mikkelsen.

Top