EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61993CC0437

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 23ης Φεβρουαρίου 1995.
Hauptzollamt Heilbronn κατά Temic Telefunken microelectronic GmbH.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesfinanzhof - Γερμανία.
Τελωνειακό καθεστώς της ενεργητικής τελειοποιήσεως (τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή) - Εκκαθάριση με την υπαγωγή στο καθεστώς μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο - Ποσοτικοί περιορισμοί.
Υπόθεση C-437/93.

Συλλογή της Νομολογίας 1995 I-01687

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1995:55

61993C0437

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 23ης Φεβρουαρίου 1995. - HAUPTZOLLAMT HEILBRONN ΚΑΤΑ TEMIC TELEFUNKEN MICROELECTRONIC GMBH. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: BUNDESFINANZHOF - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΤΕΛΕΙΟΠΟΙΗΣΕΩΣ (ΤΕΛΕΙΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΠΡΟΣ ΕΠΑΝΕΞΑΓΩΓΗ) - ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΩΣ ΥΠΟ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟ ΕΛΕΓΧΟ - ΠΟΣΟΤΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-437/93.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα I-01687


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

1 Η παρούσα διαδικασία αφορά τη ρύθμιση του τελωνειακού καθεστώτος της ενεργητικής τελειοποιήσεως (τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή), και συγκεκριμένα τις διατάξεις που ρυθμίζουν την εκκαθάριση του καθεστώτος αυτού με την υπαγωγή των τελειοποιουμένων εμπορευμάτων στο καθεστώς της μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο.

Ειδικότερα, τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 18, παράγραφος 2, στοιχείο δδ, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1999/85 του Συμβουλίου, της 16ης Ιουλίου 1985, για το καθεστώς ενεργητικής τελειοποιήσεως (1) (στο εξής: βασικός κανονισμός), το οποίο επιβάλλει ως προϋπόθεση για τη μεταφορά των εμπορευμάτων από το καθεστώς της ενεργητικής τελειοποιήσεως στο καθεστώς της μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο την έκδοση άδειας από την αρμόδια αρχή (την «έγκριση» της αρμόδιας αρχής). Το Bundesfinanzhof υποβάλλει στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με το περιεχόμενο της άδειας αυτής, προκειμένου να εξακριβώσει αν, σύμφωνα με τη κοινοτική ρύθμιση, η άδεια αυτή πρέπει ή μπορεί να υπόκειται σε ποσοτικούς περιορισμούς.

2 Η διαφορά της κύριας δίκης ανέκυψε μεταξύ της Temic Telefunken Microelectronic GmbH (στο εξής: Temic), γερμανικής επιχειρήσεως που εισάγει και παράγει συστατικά μέρη ηλεκτρονικών μηχανημάτων, και του Hauptzollamt (τελωνείου του) Heilbronn. Τον Ιανουάριο 1991 το Hauptzollamt ενέκρινε την εκ μέρους της Temic ενεργητική τελειοποίηση, υπό καθεστώς αναστολής δασμών, μη βαθμονομημένων ολοκληρωμένων κυκλωμάτων προελεύσεως Άπω Ανατολής. Η εκ μέρους της Temic τελειοποίηση των προϋόντων αυτών συνίσταται σε έλεγχο («βαθμονόμηση») βάσει του οποίου εξακριβώνεται ποια κυκλώματα μπορούν να λειτουργήσουν και ποια είναι ελαττωματικά και χωρίζονται τα μεν από τα δε. Τα κατάλληλα προς λειτουργία κυκλώματα (στο εξής: τα εμπορεύματα Α) προορίζονται κυρίως προς επανεξαγωγή εκτός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας. Για τα ελαττωματικά κυκλώματα (στο εξής: τα εμπορεύματα Β) ζητήθηκε από την Temic και της χορηγήθηκε τον Αύγουστο 1991 η άδεια υπαγωγής στο καθεστώς μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο, σκοπός της οποίας θα ήταν η ανάκτηση των ευγενών μετάλλων που περιέχονταν στα κυκλώματα αυτά. Η δεύτερη όμως αυτή άδεια χορηγήθηκε από το Hauptzollamt μόνο για ποσότητα εμπορευμάτων Β ανάλογη προς την πράγματι εξαχθείσα ποσότητα εμπορευμάτων Α. Κατά του περιορισμού ακριβώς αυτού έβαλλε η προσφυγή που άσκησε η Temic, η οποία επικαλέστηκε το δικαίωμά της να λάβει άδεια χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς.

Το κανονιστικό πλαίσιο

3 Τα περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, τα οποία συνέβησαν πριν αρχίσει να ισχύει ο κoινοτικός τελωνειακός κώδικας (2), διέπονται από τις διατάξεις του βασικού κανονισμού, όπως έχουν συμπληρωθεί με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 3677/86 του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1986 (3), που καθορίζει ορισμένες διατάξεις εφαρμογής του βασικού κανονισμού (στο εξής: συμπληρωματικός κανονισμός), καθώς και από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΟΚ) 2228/91 της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 1991 (4), ο οποίος περιέχει περαιτέρω διατάξεις για την εφαρμογή του βασικού κανονισμού (στο εξής: εκτελεστικός κανονισμός).

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, το καθεστώς της ενεργητικής τελειοποιήσεως καθιστά δυνατό, εφόσον έχει εκδοθεί προηγουμένως η σχετική άδεια, να υποβάλλονται εντός του τελωνειακού εδάφους της Κοινότητας σε επεξεργασία, προκειμένου να υφίστανται μία ή περισσότερες εργασίες τελειοποιήσεως: α) μη κοινοτικά εμπορεύματα προοριζόμενα να επανεξαχθούν εκτός της Κοινότητας υπό μορφή παράγωγων προϋόντων, χωρίς να έχουν επιβληθεί δασμοί κατά την εισαγωγή των προϋόντων αυτών (καθεστώς αναστολής)· β) εμπορεύματα που έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία, με επιστροφή ή μη είσπραξη των εισαγωγικών δασμών λόγω της επανεξαγωγής τους εκτός της Κοινότητας υπό μορφή παράγωγων προϋόντων (καθεστώς επιστροφής).

4 Το άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο θθ, του βασικού κανονισμού ορίζει ως παράγωγα προϋόντα όλα τα προϋόντα που προκύπτουν από εργασίες τελειοποιήσεως, ενώ το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, του συμπληρωματικού κανονισμού και το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 3, του εκτελεστικού κανονισμού διευκρινίζουν ότι τα παράγωγα προϋόντα διακρίνονται σε «κύρια», δηλαδή εκείνα για των οποίων την παραγωγή έχει εγκριθεί το καθεστώς της ενεργητικής τελειοποιήσεως, και «δευτερεύοντα», δηλαδή τα προϋόντα εκείνα τα οποία, μολονότι «προκύπτουν απαραιτήτως από τις εργασίες τελειοποιήσεως», εν τούτοις διαφέρουν από τα κύρια παράγωγα προϋόντα.

Οι εργασίες τελειοποιήσεως, οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, στοιχείο ηη, του βασικού κανονισμού, περιλαμβάνουν την κατεργασία (5), τη μεταποίηση και την επισκευή των εμπορευμάτων, καθώς και τη χρησιμοποίηση ορισμένων ειδικών εμπορευμάτων που καθιστούν δυνατή ή διευκολύνουν την παραγωγή παράγωγων προϋόντων και προορίζονται να αναλωθούν κατά τη χρησιμοποίησή τους. Πρέπει να προστεθεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο ββ, του βασικού κανονισμού και από το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, του εκτελεστικού κανονισμού, οι εργασίες τελειοποιήσεως μπορούν να συνίστανται επίσης στις «συνήθεις κατεργασίες στις οποίες μπορούν να υποβληθούν τα εμπορεύματα δυνάμει των κοινοτικών διατάξεων για την τελωνειακή αποταμίευση και τις ελεύθερες ζώνες». Οι διατάξεις αυτές (6) επιτρέπουν να υπαχθεί στην τελειοποίηση «κάθε εργασία που εκτελείται με τα χέρια ή με άλλο τρόπο, σε εμπορεύματα που έχουν υπαχθεί στο καθεστώς, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη διατήρησή τους, να βελτιώσουν την εμφάνισή τους ή την εμπορική τους ποιότητα ή να προετοιμάσουν τη διανομή ή μεταπώλησή τους».

5 Το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού ρυθμίζει την εκκαθάριση του καθεστώτος ενεργητικής τελειοποιήσεως. Προβλέπονται, πέραν της επανεξαγωγής των παράγωγων προϋόντων (άρθρο 18, παράγραφος 1), και άλλες περιπτώσεις εκκαθαρίσεως, μεταξύ των οποίων η υπαγωγή των παράγωγων προϋόντων στο καθεστώς μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο (άρθρο 18, παράγραφος 2, στοιχείο δδ). Ο τελευταίος αυτός τρόπος εκκαθαρίσεως υπόκειται σε άδεια («έγκριση») της τελωνειακής αρχής, η οποία «χορηγείται όταν οι περιστάσεις το δικαιολογούν» (άρθρο 18, παράγραφος 3).

Το άρθρο 20 του βασικού κανονισμού καθιερώνει τη γενική αρχή ότι, όταν γεννάται τελωνειακή οφειλή, το ποσό της οφειλής αυτής καθορίζεται βάσει των ειδικών στοιχείων φορολογήσεως που ισχύουν για τα εμπορεύματα εισαγωγής κατά τον χρόνο της αποδοχής της διασαφήσεως για την υπαγωγή των εμπορευμάτων αυτών στο καθεστώς ενεργητικής τελειοποιήσεως. Εν τούτοις, προβλέπονται ορισμένες εξαιρέσεις από την αρχή αυτή, μεταξύ των οποίων ενδείκνυται να αναφερθούν οι εξής: α) η επιβολή στα παράγωγα προϋόντα των προβλεπόμενων δασμών («που ισχύουν γι' αυτά»), εφόσον τα προϋόντα αυτά έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία και περιλαμβάνονται σε πίνακα που καταρτίζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία (7), αλλά μόνον εφόσον «αντιστοιχούν αναλογικά προς το εξαγόμενο τμήμα των παράγωγων προϋόντων τα οποία δεν περιέχονται» στον ανωτέρω πίνακα (άρθρο 21, παράγραφος 1, στοιχείο αα, πρώτη περίπτωση) (8)· β) η επιβολή στα παράγωγα προϋόντα που έχουν υπαχθεί σε διαφορετικό τελωνειακό καθεστώς των δασμών που καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου καθεστώτος (άρθρο 21, παράγραφος 1, στοιχείο ββ) (9).

6 Στη συνέχεια πρέπει να εξετασθούν ορισμένες διατάξεις των κανονισμών περί μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο (10), οι οποίες εφαρμόζονται στα εμπορεύματα που μεταφέρονται από άλλο καθεστώς στο καθεστώς αυτό. Ειδικότερα, πρέπει να τονιστεί ότι η ρύθμιση για τη μεταποίηση υπό τελωνειακό έλεγχο επιτρέπει, κατόπιν προηγουμένης εκδόσεως ειδικής άδειας, την εντός του κοινοτικού τελωνειακού εδάφους μεταποίηση μη κοινοτικών εμπορευμάτων, για τα οποία δεν έχουν καταβληθεί δασμοί· τα προϋόντα της μεταποιήσεως μπορούν στη συνέχεια να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία και να τους επιβληθούν οι ισχύοντες γι' αυτά δασμοί.

Τα προδικαστικά ερωτήματα

7 Σκοπός όλων των προδικαστικών ερωτημάτων του Bundesfinazhof είναι να εξακριβωθεί αν η άδεια που χορήγησε τον Αύγουστο 1991 το Hauptzollamt στην Temic για την υπαγωγή των εμπορευμάτων Β στο καθεστώς της μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο νομίμως περιορίστηκε σε συνάρτηση προς την ποσότητα των επανεξαχθέντων εμπορευμάτων Α.

Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει: α) αν το άρθρο 18, παράγραφος 2, στοιχείο δδ, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού έχει την έννοια ότι κατά την εκκαθάριση του καθεστώτος ενεργητικής τελειοποιήσεως με τη χορήγηση άδειας για μεταποίηση υπό τελωνειακό έλεγχο μπορούν να επιβάλλονται ποσοτικοί περιορισμοί· β) αν η φράση «περιστάσεις που δικαιολογούν την έγκριση [χορήγηση της άδειας]» (άρθρο 18, παράγραφος 3) έχει την έννοια ότι είναι υποχρεωτικό να περιορίζεται η άδεια αυτή κατ' αναλογία της ποσότητας των επανεξαγομένων προϋόντων (κατά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 21, παράγραφος 1, στοιχείο αα, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού)· γ) αν επιτρέπεται η επιβολή του περιορισμού αυτού, μολονότι δεν είναι υποχρεωτική.

Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί αν ο ποσοτικός περιορισμός που επιβλήθηκε στην Temic είναι υποχρεωτικός, κατ' ορθή ερμηνεία της ανωτέρω παρατεθείσας κοινοτικής ρυθμίσεως, ή, επικουρικά, αν επιτρεπόταν να επιβληθεί. Νομίζω ότι ενδείκνυται συνεξέταση και των τριών ερωτημάτων.

8 Το καθεστώς της τελειοποιήσεως προς επανεξαγωγή καθιερώθηκε με πρωταρχικό σκοπό την αποφυγή των διαταράξεων της ισορροπίας που θα μπορούσαν ενδεχομένως να υποστούν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις της Κοινότητας από την επιβολή δασμών και άλλων μέτρων εμπορικής πολιτικής σχετικά με τις πρώτες ύλες προελεύσεως τρίτων χωρών. Το καθεστώς αυτό επιτρέπει την προσωρινή ατελή εισαγωγή των προϋόντων που προορίζονται προς μεταποίηση και επανεξαγωγή ή τη μετέπειτα επιστροφή των καταβληθέντων δασμών.

Το εν λόγω καθεστώς έχει συνεπώς καθιερωθεί και χρησιμοποιείται συνήθως για την εντός της Κοινότητας μεταποίηση πρώτων υλών, οι οποίες στη συνέχεια επανεξάγονται (ή κατευθύνονται προς άλλους επιτρεπόμενους τελωνειακούς προορισμούς) υπό μορφή κύριων παράγωγων προϋόντων. Τα προϋόντα αυτά χαρακτηρίζονται κατά κανόνα από προστιθέμενη εμπορική αξία και εντάσσονται, κατόπιν της τελειοποιήσεως, σε μεταγενέστερο (ορισμένες φορές στο τελικό) στάδιο της διαδικασίας παραγωγής. Η προστιθέμενη αξία αποτελεί άμεση συνέπεια της υλικής μεταποιήσεως που υφίστανται τα προϋόντα κατά τις εργασίες τελειοποιήσεως. Οι εργασίες τελειοποιήσεως έχουν κατά κανόνα ως αποτέλεσμα την παραγωγή καταλοίπων, υπολειμμάτων, απορριμμάτων, τα οποία έχουν περιορισμένη εμπορική αξία· πρόκειται ακριβώς για τα δευτερεύοντα παράγωγα προϋόντα, για τα οποία επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία κατόπιν καταβολής των δασμών που ισχύουν για τα κατάλοιπα, πράγμα που είναι σχεδόν πάντοτε συμφερότερο απ' ό,τι η επανεξαγωγή.

Η κλασική περίπτωση εφαρμογής του καθεστώτος είναι συνεπώς η επεξεργασία μιας πρώτης ύλης με την πραγματοποίηση ορισμένων εργασιών (κατεργασίας, μεταποιήσεως, επισκευής κ.ά.) που τη μεταποιούν σε προϋόν μεγαλύτερης εμπορικής αξίας (κύριο παράγωγο προϋόν) και από τις οποίες προκύπτουν συγχρόνως ορισμένα κατάλοιπα (δευτερεύοντα παράγωγα προϋόντα). Στην πρώτη ύλη περιέχονται κατά κανόνα, πριν από την τελειοποίηση, τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη κατηγορία προϋόντων (11).

9 Η παρούσα υπόθεση όμως διαφέρει από την περίπτωση που περιγράφηκε μόλις ανωτέρω. Εν προκειμένω δηλαδή δεν αμφισβητείται ότι το προϋόν που προορίζεται να υποστεί την τελειοποίηση αποτελεί ηλεκτρονικό εξάρτημα που έχει ήδη συναρμολογηθεί στη χώρα προελεύσεως· η τελειοποίηση συνίσταται σε μια δοκιμή (η οποία ορίζεται, στη διάταξη περί παραπομπής, ως «μέτρηση») που δεν έχει ως συνέπεια καμία μεταβολή ή αλλοίωση του προϋόντος. Η δοκιμή αυτή καθιστά απλώς δυνατό να εξακριβωθεί ποια εξαρτήματα λειτουργούν (ήδη) (τα εμπορεύματα Α) και ποια είναι (ήδη) ελαττωματικά (τα εμπορεύματα Β). Από την εργασία αυτή δεν παράγονται κατάλοιπα και ως κατάλοιπα υπό στενή έννοια δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα εμπορεύματα Β, καθόσον δεν αποτελούν το αποτέλεσμα της τελειοποιήσεως, έστω και αν η εξατομίκευσή τους καθίσταται δυνατή χάρη στην τελειοποίηση.

Εν τούτοις, το γεγονός ότι τα ολοκληρωμένα κυκλώματα της Temic επιτρεπόταν να υπαχθούν στο καθεστώς ενεργητικής τελειοποιήσεως δεν αμφισβητείται από κανέναν από τους διαδίκους και επιβεβαιώνεται από την Επιτροπή. Κατά συνέπεια, η δοκιμή που πραγματοποιήθηκε επί των προϋόντων πρέπει να θεωρηθεί ως εργασία τελειοποιήσεως, βάσει ευρείας πράγματι ερμηνείας των διατάξεων στις οποίες παραπέμπουν το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο ββ, του βασικού κανονισμού και το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, του εκτελεστικού κανονισμού: ως «συνήθης εργασία», δηλαδή ως εργασία που εκτελείται επί εμπορευμάτων «προκειμένου να (...) προετοιμάσει τη διανομή ή μεταπώλησή τους».

Αν συνεπώς η δοκιμή αυτή αποτελεί εργασία τελειοποιήσεως, το αποτέλεσμα της εργασίας αυτής είναι η εξατομίκευση δύο κατηγοριών προϋόντων: των προϋόντων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν (των εμπορευμάτων Α) και αποτελούν το κύριο παράγωγο προϋόν και των ελαττωματικών προϋόντων (των εμπορευμάτων Β), τα οποία αποτελούν το δευτερεύον παράγωγο προϋόν.

10 Κατόπιν των ανωτέρω, έρχομαι στο βασικό ζήτημα της υποθέσεως, το οποίο αφορά το περιεχόμενο της άδειας που προβλέπεται στο άρθρο 18 του βασικού κανονισμού.

Η διάταξη αυτή, η οποία προβλέπει ως εναλλακτική λύση για την εκκαθάριση του καθεστώτος ενεργητικής τελειοποιήσεως την υπαγωγή των παράγωγων προϋόντων στο καθεστώς της μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο, απαιτεί στην περίπτωση αυτή τη χορήγηση άδειας από την αρμόδια αρχή. Η εν λόγω διάταξη διευκρινίζει επίσης ότι η άδεια «χορηγείται όταν οι περιστάσεις το δικαιολογούν».

11 Δεν αμφισβητείται ότι η εν λόγω διάταξη δεν επιβάλλει στην τελωνειακή αρχή την υποχρέωση να χορηγήσει την άδεια μόνο για ποσότητα εμπορευμάτων ανάλογη προς την ποσότητα των επανεξαγομένων εμπορευμάτων. Ούτε βέβαια προβλέπει ρητά καμία τέτοια ευχέρεια της τελωνειακής αρχής.

Η υπερβολικά ευρεία διατύπωση του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 (η άδεια «χορηγείται όταν οι περιστάσεις το δικαιολογούν») αφορά πράγματι τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της άδειας, αλλά ούτε επιβάλλει ούτε επιτρέπει ρητά τον ποσοτικό περιορισμό της σε συνάρτηση με συγκεκριμένες παραμέτρους. Κατά συνέπεια, η άδεια πρέπει να αποτελεί, εφόσον τουλάχιστον συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις, πράξη μη υποκείμενη σε όρους.

12 Τίθεται συνεπώς το κατ' αρχήν πρόβλημα καθορισμού των προϋποθέσεων αυτών, αφού οι προϋποθέσεις αυτές δεν προβλέπονται ρητά από καμία διάταξη. Με άλλα λόγια, πρέπει να εξετασθεί ποιες είναι οι περιστάσεις των οποίων τη συνδρομή πρέπει να διαπιστώσει η αρμόδια αρχή για να χορηγήσει την άδεια.

Νομίζω ότι είναι συναφώς εύλογο να θεωρηθεί ότι οι περιστάσεις αυτές είναι οι ίδιες με τις περιστάσεις που πρέπει να συντρέχουν για την εν γένει υπαγωγή των εμπορευμάτων στο καθεστώς της μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο, δηλαδή οι περιστάσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 4 του κανονισμού 2763/83 (12). Πρόκειται για μια σειρά προσωπικών και υλικών προϋποθέσεων, οι οποίες έχουν τεθεί προς τον σκοπό αποφυγής του ενδεχομένου να αποκομίζει ο ενδιαφερόμενος αδικαιολόγητο όφελος από την εφαρμογή του καθεστώτος αυτού, επί ζημία αφενός των κοινοτικών παραγωγών ανταγωνιστικών προϋόντων και αφετέρου των οικονομικών της Κοινότητας. Δεν υπάρχει κανείς λόγος να θεωρηθεί ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν πρέπει κατ' ανάγκη να συντρέχουν (ως προϋπόθεση της υπαγωγής των προϋόντων στο καθεστώς αυτό) και όταν τα εμπορεύματα για τα οποία ζητείται η υπαγωγή στο εν λόγω καθεστώς είχαν υπαχθεί προηγουμένως στο καθεστώς ενεργητικής τελειοποιήσεως.

Όταν όμως συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, η χορήγηση της άδειας είναι, κατά την άποψή μου, υποχρεωτική. Δεν θα ήταν νοητό να νομιμοποιείται η αρχή από την οποία ζητείται η χορήγηση της άδειας να προβαίνει κατά την κρίση της σε διάφορες αξιολογήσεις. Τούτο θα εξέθετε τους αιτούντες στον κίνδυνο να τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως, η οποία θα ήταν ασυμβίβαστη με το πνεύμα και τη λειτουργία του συστήματος, καθώς και με μια από τις θεμελιωδέστερες αρχές του δικαίου της Κοινότητας.

13 Εφόσον η βασική αρχή είναι ότι η άδεια χορηγείται όταν συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις, ενώ η αίτηση άδειας απορρίπτεται όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις αυτές, δύσκολα θα μπορούσα να φανταστώ πώς η χορηγούσα την άδεια αρχή θα μπορούσε να έχει την ευχέρεια να θέτει ποσοτικούς περιορισμούς στην άδεια αυτή.

Δεν νομίζω ότι η ευχέρεια αυτή μπορεί να συναχθεί ερμηνευτικά, και συγκεκριμένα από τη χαρακτηριζόμενη ως συστηματική ερμηνεία του βασικού κανονισμού, βάσει της οποίας το άρθρο 18 θα έπρεπε να ερμηνευθεί σύμφωνα με το παρακάτω άρθρο 21, στοιχείο αα. Μολονότι δηλαδή η διάταξη αυτή ενέχει την έννοια της υποχρεωτικής αναλογίας μεταξύ των επανεξαγομένων παράγωγων προϋόντων και των παράγωγων προϋόντων που παραμένουν εντός του τελωνειακού εδάφους, δεν παύει εν τούτοις να ρυθμίζει ένα τελείως διαφορετικό θέμα (πράγμα που εξάλλου εξηγεί τον σκοπό της): συγκεκριμένα, τον ποσοτικό καθορισμό της τελωνειακής οφειλής που γεννάται λόγω του ότι ορισμένα παράγωγα προϋόντα (που αποτελούν μάλιστα δευτερεύοντα παράγωγα προϋόντα) τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός του τελωνειακού εδάφους.

Εξάλλου, το ίδιο το άρθρο 21 του βασικού κανονισμού ορίζει ρητά, στο στοιχείο ββ, ότι τα παράγωγα προϋόντα που υπήχθησαν μετά την τελειοποίηση σε άλλο τελωνειακό καθεστώς υπόκεινται στους εισαγωγικούς δασμούς που καθορίζονται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στο πλαίσιο του σχετικού τελωνειακού καθεστώτος. Είναι προφανές συνεπώς ότι η ρύθμιση σχετικά με τους δασμούς που επιβάλλονται στο πλαίσιο της μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο είναι διαφορετική. Η ρύθμιση αυτή λαμβάνει υπόψη την επεξεργασία του προϋόντος, το κόστος της επεξεργασίας αυτής και κυρίως το γεγονός ότι το προϋόν της μεταποιήσεως διαφέρει εξ ορισμού από το προϋόν που υπήχθη στο καθεστώς της μεταποιήσεως. Κατά συνέπεια, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ανάλογης ερμηνείας των δύο αυτών διατάξεων, μολονότι οι προϋποθέσεις αυτές είναι ελάχιστες.

14 Εξάλλου, αν η ανάλογη αυτή ερμηνεία ήταν ορθή, ο κανόνας περί υποχρεωτικής αναλογίας μεταξύ επανεξαγομένων παράγωγων προϋόντων και μη επανεξαγομένων θα εφαρμοζόταν σε όλες τις άλλες περιπτώσεις εκκαθαρίσεως του συστήματος της τελειοποιήσεως πλην της επανεξαγωγής. Δεν θα υπήρχε πράγματι κανείς λόγος να περιοριστεί η εφαρμογή του στην περίπτωση μόνο της εκκαθαρίσεως που συνίσταται στην υπαγωγή των δευτερευόντων παράγωγων προϋόντων στο καθεστώς της μεταποιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο.

Επιπλέον, αν η ανάλογη αυτή ερμηνεία ήταν ορθή, όχι μόνο θα επιτρεπόταν, αλλά θα ήταν και υποχρεωτική, καθόσον θα ήταν αναγκαία για την εξασφάλιση της ορθής λειτουργίας του κοινοτικού ρυθμιστικού συστήματος. Νομίζω ότι είναι προφανές ότι ο κοινoτικός νομοθέτης, αν αυτή ήταν πράγματι η βούλησή του, θα είχε θεσπίσει συναφώς ρητή διάταξη και δεν θα είχε προβλέψει ρητά την υποχρέωση αναλογικότητας μόνο στην περίπτωση κατά την οποία τα δευτερεύοντα προϋόντα τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία.

15 Τέλος, δεν νομίζω ότι έχει καμία σημασία το γεγονός ότι η αρμόδια τελωνειακή αρχή μπορεί νομίμως να απορρίψει την αίτηση χορηγήσεως άδειας, οσάκις διαπιστώνει ότι δεν συντρέχουν οι ρητά προβλεπόμενες οικονομικές προϋποθέσεις.

Πράγματι, δεν είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι επιτρέπεται η μη χορήγηση της άδειας για τον λόγο και μόνον ότι ο επιχειρηματίας επέλεξε ορισμένο τρόπο εκκαθαρίσεως του καθεστώτος ενεργητικής τελειοποιήσεως, αφού ο βασικός κανονισμός αναγνωρίζει ρητά ότι έχει αυτή την ευχέρεια επιλογής.

16 Κατόπιν των ανωτέρω παρατηρήσεων προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει την εξής απάντηση στο Bundesfinanzhof:

«Το άρθρο 18, παράγραφος 2, στοιχείο δδ, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1999/85 του Συμβουλίου, της 16ης Ιουλίου 1985, για το καθεστώς ενεργητικής τελειοποιήσεως, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει την επιβολή ποσοτικών περιορισμών κατά τη χορήγηση της άδειας εκκαθαρίσεως του καθεστώτος ενεργητικής τελειοποιήσεως μέσω της υπαγωγής των δευτερευόντων παράγωγων προϋόντων στο καθεστώς της μεταπoιήσεως υπό τελωνειακό έλεγχο.»

(1) - ΕΕ L 188, σ. 1.

(2) - Κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1).

(3) - ΕΕ L 351, σ. 1.

(4) - ΕΕ L 210, σ. 1.

(5) - Στο γαλλικό κείμενο του βασικού κανονισμού περιέχεται ένα οφθαλμοφανές τυπογραφικό σφάλμα: αντί της λέξης «livraison» έπρεπε προφανώς να γραφεί η λέξη «ouvraison», πράγμα που επιβεβαιώνεται από το κείμενο του κανονισμού στις άλλες γλώσσες, καθώς και από το κείμενο του ισχύοντος σήμερα τελωνειακού κώδικα, ακόμη και στη γαλλική γλώσσα.

(6) - Βλ. ειδικότερα το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2503/88 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1988, για την τελωνειακή αποταμίευση (ΕΕ L 225, σ. 1), το άρθρο 34, παράγραφος 1, και το παράρτημα IV του κανονισμού (ΕΟΚ) 2561/90 της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1990, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2503/88 του Συμβουλίου, για την τελωνειακή αποταμίευση (ΕΕ L 246, σ. 1), το άρθρο 8, στοιχείο αα, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2504/88 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1988, για τις ελεύθερες ζώνες και τις ελεύθερες αποθήκες (ΕΕ L 225, σ. 8), και το άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2562/90 της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1990, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2504/88 του Συμβουλίου, για τις ελεύθερες ζώνες και τις ελεύθερες αποθήκες (ΕΕ L 246, σ. 33).

(7) - Ο πίνακας αυτός, ο οποίος καταρτίστηκε σύμφωνα με την ειδική διαδικασία του άρθρου 31, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, περιλαμβάνεται στο παράρτημα VII του συμπληρωματικού κανονισμού· από τον πίνακα αυτό, όπως ισχύει σήμερα, αλλά και από τον σκοπό της εν λόγω διατάξεως, προκύπτει ότι πρόκειται κυρίως για δευτερεύοντα παράγωγα προϋόντα.

(8) - Ο κάτοχος της άδειας πάντως μπορεί να ζητήσει τη φορολόγηση των εν λόγω προϋόντων σύμφωνα με το άρθρο 20, εφόσον θεωρεί συμφερότερη τη φορολόγηση αυτή.

(9) - Στην παρούσα υπόθεση πρόκειται για τους κανονισμούς που παρατίθενται στην υποσημείωση 10.

(10) - Πρόκειται συγκεκριμένα για τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2763/83 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1983, για το καθεστώς που επιτρέπει τη μεταποίηση εμπορευμάτων υπό τελωνειακό έλεγχο πριν να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία (ΕΕ L 272, σ. 1), και τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3548/84 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 1984, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2763/83 για το καθεστώς που επιτρέπει τη μεταποίηση εμπορευμάτων υπό τελωνειακό έλεγχο πριν να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία (ΕΕ L 331, σ. 5).

(11) - Βλ. π.χ. τον πίνακα των δευτερευόντων παράγωγων προϋόντων στο προαναφερθέν παράρτημα VII του συμπληρωματικού κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνει 138 είδη.

(12) - Όπ.π., βλ. υποσημείωση 10.

Top