This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61993CC0425
Opinion of Mr Advocate General Lenz delivered on 19 January 1995. # Calle Grenzshop Andresen GmbH & Co. KG v Allgemeine Ortskrankenkasse für den Kreis Schleswig-Flensburg. # Reference for a preliminary ruling: Schleswig-Holsteinisches Landessozialgericht - Germany. # Social security for migrant workers - Determination of the legislation applicable. # Case C-425/93.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 19ης Ιανουαρίου 1995.
Calle Grenzshop Andresen GmbH & Co. KG κατά Allgemeine Ortskrankenkasse für den Kreis Schleswig-Flensburg.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Schleswig-Holsteinisches Landessozialgericht - Γερμανία.
Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Καθορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας.
Υπόθεση C-425/93.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 19ης Ιανουαρίου 1995.
Calle Grenzshop Andresen GmbH & Co. KG κατά Allgemeine Ortskrankenkasse für den Kreis Schleswig-Flensburg.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Schleswig-Holsteinisches Landessozialgericht - Γερμανία.
Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Καθορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας.
Υπόθεση C-425/93.
Συλλογή της Νομολογίας 1995 I-00269
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1995:12
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 19ης Ιανουαρίου 1995. - CALLE GRENZSHOP ANDRESEN GMBH & CO. KG ΚΑΤΑ ALLGEMEINE ORTSKRANKENKASSE FUER DEN KREIS SCHLESWIG-FLENSBURG. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: SCHLESWIG-HOLSTEINISCHES LANDESSOZIALGERICHT - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΙΝΟΥΜΕΝΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ - ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΑΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-425/93.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα I-00269
++++
Α * Εισαγωγή
1. Η κινηθείσα από το Schleswig-Holsteinisches Landessozialgericht διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά τον καθορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1408/71 (1) περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, και σύμφωνα με τον κανονισμό εφαρμογής [κανονισμός (ΕΟΚ) 574/72] (2).
2. Τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η διαφορά της κύριας δίκης έχουν ως εξής:
Οι διάδικοι της κύριας δίκης * η Firma Calle Grenzshop Andersen GmbH & Co. KG, ως προσφεύγουσα, και το Allgemeine Ortskrankenkasse fuer den Kreis Schleswig-Flensburg, ως καθού * διαφωνούν ως προς την υποχρεωτική εισφορά εκ μέρους της προσφεύγουσας στη γερμανική κοινωνική ασφάλιση για τους υπαλλήλους της, μεταξύ άλλων για τον τρίτον προσεπικληθέντα W. Το καθού απαίτησε για αυτόν εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως ύψους 74 627,23 γερμανικών μάρκων (DM) για το χρονικό διάστημα από 1η Απριλίου 1982 έως 31 Αυγούστου 1987.
3. Η προσφεύγουσα εκμεταλλεύεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, στην περιοχή των γερμανοδανικών συνόρων, κατάστημα λιανικής πωλήσεως, το οποίο αποτελεί τμήμα αλυσίδας καταστημάτων. Απασχολεί εκεί κυρίως Δανούς εργαζομένους, οι οποίοι έχουν την κατοικία τους στη Δανία, όπως συμβαίνει και με τον τρίτο προσεπικληθέντα. Η σχέση εργασίας του τρίτου προσεπικληθέντος χαρακτηρίζεται από το ότι απασχολείται ως διευθυντής στην εγκατεστημένη στη Γερμανία επιχείρηση και, επιπλέον, εργάζεται για λογαριασμό του εργοδότη του 10 περίπου ώρες εβδομαδιαίως στη Δανία. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να ληφθεί ως βάση το γεγονός ότι το αντικείμενο της δραστηριότητάς του στη Δανία έγκειται στη συμμετοχή του στη διαμόρφωση της πολιτικής της επιχειρήσεως στο κεντρικό κατάστημα της επιχειρήσεως και στην εκτέλεση εργασιών συντονισμού και ελέγχου. Ο νομικός χαρακτηρισμός της εν λόγω σχέσεως απασχολήσεως είναι αναγκαίος προκειμένου να καθοριστεί η εφαρμοστέα νομοθεσία κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71. Πέραν τούτου τίθεται το ερώτημα αν η χορήγηση πιστοποιητικού υπό τη μορφή του εντύπου Ε 101 μπορεί να καθορίζει κατά τρόπο δεσμευτικό την εφαρμοστέα νομοθεσία.
4. Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:
"1) Αποτελεί απόσπαση κατά την έννοια του άρθρου 14, σημείο 1, στοιχείο α', του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 ή μπορεί να εξομοιωθεί με αυτή την απόσπαση η περίπτωση κατά την οποία Δανός εργαζόμενος, ο οποίος κατοικεί στο Βασίλειο της Δανίας και απασχολείται αποκλειστικώς από επιχείρηση με έδρα την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, αποσπάται συνήθως από την εν λόγω επιχείρηση, για περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως * χωρίς να περιορίζεται σε δώδεκα μήνες η προβλεπομένη διάρκεια της αποσπάσεως * στο Βασίλειο της Δανίας προκειμένου να εκτελέσει εκεί εργασία για λογαριασμό αυτής;
2) Μπορεί να θεωρηθεί ότι ένα πρόσωπο ασκεί συνήθως μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 14, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, όταν το πρόσωπο αυτό απασχολείται αποκλειστικώς από επιχείρηση με έδρα την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και, στο πλαίσιο της εν λόγω σχέσεως εργασίας, ασκεί συνήθως μέρος της δραστηριότητάς του (περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως) στο έδαφος του Βασιλείου της Δανίας;
3) Περιλαμβάνει ο όρος 'δραστηριότητα' κατά την έννοια του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση i, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 τον όρο 'μισθωτή δραστηριότητα' κατά την έννοια της διατάξεως αυτής;
4) α) Δεσμεύεται νομικώς ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους από πιστοποιητικό εκδοθέν επί εντύπου Ε 101 από τον (αναρμόδιο) φορέα άλλου κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 12α του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72;
β) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως: ισχύει αυτό επίσης στο μέτρο που το πιστοποιητικό έχει αναδρομική ισχύ;"
5. Στην έγγραφη διαδικασία συμμετείχαν η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, το Bundesversicherungsanstalt fuer Angestellte ως προσεπικληθέν της κύριας δίκης (στο εξής: BfA), η Γερμανική Κυβέρνηση, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Στην προφορική διαδικασία συμμετείχε επιπλέον η Βρετανική Κυβέρνηση.
Β * Η γνώμη μου επί της υποθέσεως
6. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 θεσπίζει τον κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο κανονισμός αυτός υπόκεινται στις νομοθετικές διατάξεις ενός μόνο κράτους μέλους. Μόνον εντός στενών ορίων είναι δυνατές (3) εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτόν, οι οποίες προδήλως στην προκειμένη περίπτωση δεν ισχύουν. Η νομοθεσία που εφαρμόζεται επί πρoσώπου, για το οποίο ο κανονισμός ισχύει, καθορίζεται σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ του εν λόγω κανονισμού. Η υπό κανονικές συνθήκες εφαρμοστέα νομοθεσία προκύπτει από το άρθρο 13, παράγραφος 2, και είναι κατ' αρχήν αυτή του τόπου της απασχολήσεως (4). Ειδικές ρυθμίσεις προβλέπονται στα άρθρα 14 έως 17. Επιπλέον, το άρθρο 14 περιέχει ρυθμίσεις για πρόσωπα (5) τα οποία ασκούν μισθωτή δραστηριότητα. Δεδομένου ότι ο τρίτος προσεπικληθείς απασχολείται από την προσφεύγουσα ως μισθωτός, η απάντηση στο ερώτημα για την εφαρμοστέα νομοθεσία πρέπει να αναζητηθεί στο πλαίσιο της διατάξεως αυτής.
7. Με τα πρoδικαστικά ερωτήματα 1 έως 3 ερωτάται αν έχει εφαρμογή το άρθρο 14, σημείο 1, στοιχείο α', ή το άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση i.
8. Το άρθρο 14, σημείο 1, ρυθμίζει την περίπτωση της αποσπάσεως. Το άρθρο 14, σημείο 1, στοιχείο α', έχει ως εξής:
"Το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος ενός κράτους μέλους σε επιχείρηση, στην οποία κανονικά υπάγεται και η οποία τον αποσπά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προς εκτέλεση εργασίας για λογαριασμό της, εξακολουθεί να υπόκειται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, υπό τον όρο ότι η προβλεπομένη διάρκεια της εργασίας αυτής δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες και ότι δεν αποστέλλεται σε αντικατάσταση άλλου προσώπου του οποίου έληξε η περίοδος αποσπάσεως."
9. Η στους δώδεκα μήνες περιοριζομένη περίοδος αποσπάσεως μπορεί, σύμφωνα με το στοιχείο β' της διατάξεως, να παραταθεί με συναίνεση της αρμόδιας αρχής για δώδεκα μήνες κατ' ανώτατο όριο, αν η εκτέλεση της εργασίας υπερβαίνει την αρχική διάρκεια για απρόβλεπτους λόγους.
10. Το άρθρο 14, σημείο 2, ρυθμίζει την περίπτωση προσώπων, τα οποία ασκούν συνήθως στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών μισθωτή δραστηριότητα. Το στοιχείο α' ισχύει για πρόσωπα τα οποία απασχολούνται ως μέλος του προσωπικού που ταξιδεύει διά ξηράς, θαλάσσης ή αέρος ορισμένης μεταφορικής επιχειρήσεως, προφανώς δε δεν αφορά την προκειμένη περίπτωση. Το στοιχείο β' αντιθέτως έχει ως εξής:
"το πρόσωπο, πλην του αναφερομένου στο στοιχείο α', υπόκειται:
i) στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, αν ασκεί μέρος της δραστηριότητάς του στο έδαφος αυτό ή αν απασχολείται για λογαριασμό περισσοτέρων επιχειρήσεων ή περισσοτέρων εργοδοτών που έχουν την έδρα ή κατοικία τους στο έδαφος διαφόρων κρατών μελών
ii) στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου η επιχείρηση ή ο εργοδότης που τον απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του, αν δεν κατοικεί στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη στα οποία ασκεί τη δραστηριότητά του".
Επί του ερωτήματος 1
11. Οι διάδικοι υποστηρίζουν ομοφώνως την άποψη ότι δεν συντρέχει περίπτωση αποσπάσεως κατά την έννοια του άρθρου 14, σημείο 1, στοιχείο α', αλλ' ότι πρόκειται, στην περίπτωση της σχέσεως εργασίας του τρίτου προσεπικληθέντος, για συνήθη μισθωτή δραστηριότητα σε δύο κράτη μέλη κατά την έννοια του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση i.
12. Κατά της αποδοχής της αποσπάσεως προβάλλονται τα ακόλουθα επιχειρήματα:
Το BfA αναφέρει ότι η προβλεπομένη στο άρθρο 14, σημείο 1, στοιχείο α', εξαίρεση περιορίζεται στους δώδεκα μήνες και δεν μπορεί να εφαρμόζεται επί εργαζομένου ο οποίος, ενώ ασκεί σε ένα κράτος μέλος την κύρια δραστηριότητά του για λογαριασμό μιας επιχειρήσεως, ασκεί άλλη δραστηριότητα χωρίς χρονικό περιορισμό σε άλλο κράτος μέλος για λογαριασμό της ίδιας επιχειρήσεως. Η περίπτωση πρέπει να κριθεί διαφορετικά μόνο αν η δραστηριότητα στη Δανία δεν εμφανίζεται ως σταθερό, εξ ολοκλήρου συστατικό μέρος της κύριας δραστηριότητας και αν από πριν ήταν αβέβαιο αν και πότε ο εργαζόμενος όφειλε να εκτελέσει εργασία στη Δανία για λογαριασμό του εγκατεστημένου στη Γερμανία εργοδότη του.
13. Η Γερμανική Κυβέρνηση επίσης επισημαίνει τον χρονικό περιορισμό της αποσπάσεως. Το γεγονός ότι ο τρίτος προσεπικληθείς απασχολήθηκε στη Δανία κανονικώς και διαρκώς για περισσότερα έτη συνηγορεί σαφώς υπέρ του ότι δεν πρόκειται για απόσπαση.
14. Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει την άποψη ότι δεν υφίσταται απόσπαση, διότι αυτή η απόσπαση απαιτεί η παρεχομένη από τον εργαζόμενο εργασία να παρέχεται εξ ολοκλήρου εντός άλλου κράτους μέλους εκτός αυτού του εργοδότη. Αυτή η συλλογιστική επιβάλλεται αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο εισάγων την εξαίρεση κανόνας προϋποθέτει ότι η προβλεπομένη διάρκεια της εργασίας δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες η προϋπόθεση αυτή έχει νόημα μόνο αν αφορά περιπτώσεις διαρκούς απασχολήσεως σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον αυτή αποτελεί ακριβώς εξαίρεση από τη βασική αρχή, κατά την οποία εφαρμόζεται το δίκαιο του κράτους μέλους όπου ασκείται συνήθως (δηλαδή διαρκώς) η δραστηριότητα του εργαζομένου.
15. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 14, σημείο 1, στοιχείο α', προϋποθέτει ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι κατ' αρχήν εφαρμοστέα η γερμανική νομοθεσία, στη συνέχεια δε εξακολουθεί να ισχύει κατά τις περιόδους της αποσπάσεως. Η διάταξη περί αποσπάσεως αποτελεί πράγματι εξαιρετική ρύθμιση, η οποία απλώς αποβλέπει στο να παρεμποδίσει την υπαγωγή ενός εργαζομένου, ο οποίος αποσπάστηκε σε άλλο κράτος μέλος για την εκτέλεση εργασιών σύντομης διάρκειας, στο εκεί ισχύον δίκαιο κοινωνικής ασφαλίσεως. Είναι όμως αμφίβολο, ακριβώς, αν η γερμανική νομοθεσία έχει εφαρμογή. Πρέπει να εξετασθεί αν παρεμβαίνει ειδική ρύθμιση, οπότε το άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση i, λαμβάνεται υπόψη.
16. Κατά την άποψη της Επιτροπής, αποκλείεται η απόσπαση αν ο εργαζόμενος από την αρχή εργαζόταν ταυτόχρονα στη Γερμανία και τη Δανία. Δεν μπορεί να τίθεται το ερώτημα αν μια απόσπαση αρκεί για να γίνει δεκτή η απασχόληση σε δύο κράτη μέλη. Αν υφίσταται απασχόληση σε περισσότερα κράτη μέλη πρόκειται για ειδική περίπτωση, η οποία ακριβώς δεν αποτελεί περίπτωση αποσπάσεως, εφόσον μάλιστα τα αποτελέσματα είναι επίσης διαφορετικά ανάλογα με το αν πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 14, σημείο 2, ή το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο α', σε συνδυασμό με το άρθρο 14, σημείο 1, στοιχείο α'.
17. Απόσπαση μπορεί να νοηθεί κατ' αρχήν και στην περίπτωση απασχολήσεως σε περισσότερα κράτη κατά την έννοια του άρθρου 14, σημείο 2, και μάλιστα με απόσπαση σε τρίτο κράτος, το οποίο δεν είναι ούτε το κράτος της μιας ούτε το κράτος της άλλης κανονικής απασχολήσεως. Προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας της, η Επιτροπή επισημαίνει τη σχέση υπεροχής του άρθρου 14, σημείο 2, έναντι του άρθρου 13, παράγραφος 2, ενδεχομένως σε συνδυασμό με το άρθρο 14, σημείο 1.
18. 'Οπως η Επιτροπή ορθώς διαπιστώνει, του ερωτήματος περί αποσπάσεως προηγείται κατ' αρχήν το ερώτημα της εφαρμοστέας νομοθεσίας. Αφού πρώτα ορισθεί η εφαρμοστέα νομοθεσία, πρέπει να εξεταστεί αν η εν λόγω νομοθεσία κατ' εξαίρεση ισχύει περαιτέρω στην περίπτωση μιας προκληθείσας από την υφισταμένη σχέση εργασίας, χρονικώς περιορισμένης δραστηριότητας εντός άλλου κράτους μέλους. Επομένως, θεωρώ δύσκολο να εξετασθεί αν συντρέχουν τα αφηρημένα στοιχεία μιας αποσπάσεως προκειμένου, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να συναχθεί από την εξέταση αυτή συμπέρασμα σχετικά με την εφαρμοστέα νομοθεσία.
19. Εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται ότι ακόμη και τα αντικειμενικά κριτήρια της αποσπάσεως δεν υφίστανται. Τα ασκούμενα στη Δανία καθήκοντα του τρίτου προσεπικληθέντος δεν έχουν χαρακτήρα προσωρινό. Στην πραγματικότητα, πρέπει να ληφθεί ως βάση το γεγονός ότι η άσκηση ορισμένων δραστηριοτήτων στη Δανία πραγματοποιείται ήδη από περισσοτέρων ετών. Πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα καθήκοντα που ο τρίτος προσεπικληθείς οφείλει να εκπληρώνει στη Δανία απορρέουν από τη θέση του στην επιχείρηση. Επομένως, η προϋπόθεση του περιορισμού στους δώδεκα μήνες της προβλεπομένης διάρκειας της εργασίας σε άλλο κράτος μέλος δεν πληρούται.
20. Επιπλέον, πρέπει να συμφωνήσουμε με την Ιταλική Κυβέρνηση, όταν επισημαίνει ότι η άσκηση δραστηριότητας σε δύο κράτη μέλη δεν ανταποκρίνεται στην έννοια της αποσπάσεως. Χωρίς να αποφασιστεί αν, σε περίπτωση δραστηριότητας σε δύο κράτη μέλη, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ύπαρξη αποσπάσεως, πρέπει εντούτοις να ληφθεί ως βάση το γεγονός ότι την τυπική μορφή της αποσπάσεως συνιστά η προϋποθέτουσα την υφισταμένη σχέση εργασίας, χρονικώς περιορισμένη μετατόπιση της επαγγελματικής δράσεως σε άλλο κράτος μέλος.
21. Εφαρμοζόμενες στην ίδια περίπτωση, η απόσπαση κατά το άρθρο 14, σημείο 1, στοιχείο α', και η απασχόληση σε δύο κράτη μέλη κατά το άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση i, αποκλείονται αμοιβαίως. Αυτό καθίσταται σαφές και από το γεγονός ότι οι δύο διατάξεις, στο πλαίσιο των εννόμων συνεπειών τους, παραπέμπουν σε διαφορετικές νομοθεσίες.
22. Απαντώντας στο πρώτο ερώτημα επιθυμώ να εμμείνω στο γεγονός ότι οι προϋποθέσεις αποσπάσεως δεν συντρέχουν.
Επί του ερωτήματος 2
23. Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν οι προϋποθέσεις του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση i, πληρούνται. Από το ερώτημα αντιλαμβανόμαστε ότι το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το εφαρμοστέο της διατάξεως, επειδή το οικείο πρόσωπο απασχολείται αποκλειστικώς από επιχείρηση με έδρα την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Επιθυμεί να διευκρινιστεί αν μια δραστηριότητα σε δύο κράτη μέλη κατά την έννοια της διατάξεως προϋποθέτει επίσης δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους σχέσεις εργασίας.
24. Η Επιτροπή υποστηρίζει την άποψη ότι, για την εφαρμογή του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση i, δεν είναι αναγκαίο η δραστηριότητα να ασκείται για λογαριασμό περισσοτέρων διαφορετικών επιχειρήσεων. Το γράμμα της διατάξεως δεν το απαιτεί. Περιέχει απλώς μια ακόμη εναλλακτική δυνατότητα ως προς τη συνήθη περίπτωση. Η εναλλακτική δυνατότητα έγκειται στο ότι ο εργαζόμενος δραστηριοποιείται για λογαριασμό περισσοτέρων επιχειρήσεων ή περισσοτέρων εργοδοτών. Ο σύνδεσμος "ή" δείχνει ότι δεν πρόκειται για στοιχεία τα οποία πρέπει να προστίθενται στη δραστηριότητα εργαζομένου σε δύο κράτη μέλη προκειμένου η διάταξη να έχει εφαρμογή.
25. Η Επιτροπή παραπέμπει επιπροσθέτως στο άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση ii, το οποίο ρυθμίζει την ειδική περίπτωση εργαζομένου, ο οποίος απασχολείται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη αλλά κατοικεί σε τρίτο κράτος, στο οποίο δεν έχει καμία απασχόληση. Στην περίπτωση αυτή, ο κανονισμός αναφέρει "στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου, η επιχείρηση ή ο εργοδότης (ενικός αριθμός) που τον απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του". Επομένως, ο κανονισμός εκκινεί από το γεγονός ότι είναι μάλιστα η συνήθης περίπτωση ένας εργαζόμενος να εργάζεται σε δύο κράτη μέλη αλλά για ένα και τον ίδιο εργοδότη.
26. Τα προβληθέντα από την Επιτροπή επιχειρήματα σχετικά με το γράμμα των διατάξεων θεωρώ ότι είναι πειστικά. Το άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση i, ρυθμίζει δύο εναλλακτικές δυνατότητες, για την πρώτη εκ των οποίων αναφέρει: "ένα πρόσωπο (...) υπόκειται (...) στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί αν ασκεί μέρος της δραστηριότητάς του στο έδαφος αυτό" και για τη δεύτερη εναλλακτική δυνατότητα αναφέρει ως κριτήριο το ότι "απασχολείται για λογαριασμό περισσοτέρων επιχειρήσεων ή περισσοτέρων εργοδοτών που έχουν την έδρα ή κατοικία τους στο έδαφος διαφόρων κρατών μελών".
27. Χάριν συμπληρώσεως επιθυμώ να επισημάνω ότι, και στις περιπτώσεις που ρυθμίζονται από το άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο α', και σημείο 3, λαμβάνεται πάντοτε ως βάση το γεγονός ότι ο εργαζόμενος, αν και εργάζεται επαγγελματικώς σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, απασχολείται από μία επιχείρηση. Επομένως, συμφωνώ με την Επιτροπή όταν πιστεύει ότι διακρίνει έναν κανόνα σύμφωνα με τον οποίο η συνήθης περίπτωση είναι ένας εργαζόμενος να απασχολείται για λογαριασμό ενός εργοδότη. Κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι το πρόσωπο απασχολείται για λογαριασμό μιας επιχειρήσεως σε περισσότερα κράτη μέλη δεν αντιτίθεται, επομένως, στην εφαρμογή του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση i, πρώτη εναλλακτική δυνατότητα.
28. Τόσο η Γερμανική Κυβέρνηση όσο επίσης και το BfA διατύπωσαν την άποψή τους σχετικά με τις προϋποθέσεις της ασκήσεως "συνήθως" και "μέρους" μιας δραστηριότητας στο έδαφος ενός κράτους και αναρωτήθηκαν αν πρέπει να απαιτείται ελαχίστη έκταση της επαγγελματικής δραστηριότητας προκειμένου να πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις.
29. Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση υποστηρίζει την άποψη ότι μια απασχόληση είναι συνήθης μόνον όταν αυτή έχει βαρύτητα σύμφωνα με τη διάρκειά της και την οικονομική απόδοσή της. Κατ' αυτήν, αυτό σημαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι ο εργαζόμενος πρέπει να απασχολείται το ένα τέταρτο περίπου του κανονικού χρόνου εργασίας του στο κράτος της κατοικίας του.
30. Σύμφωνα με την υποστηριζομένη από το BfA άποψη, η λέξη "μέρος" πρέπει να εκτιμάται μόνον ως περιγράφουσα μια πραγματική κατάσταση και όχι ως περιγράφουσα την απαιτουμένη έκταση του μέρους της επαγγελματικής δραστηριότητας που ασκείται στο άλλο κράτος μέλος. Οπωσδήποτε * έτσι αναφέρει το προσεπικληθέν * η εργασία δεν θα πρέπει από απόψεως σημασίας να είναι τόσο κατώτερη και ασήμαντη ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως ακατάλληλη για να προκαλέσει τις έννομες συνέπειες του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση i, δηλαδή την αλλαγή της εφαρμοστέας νομοθεσίας. Ως παράδειγμα για μια τόσο κατώτερη και δευτερεύουσα εργασία αναφέρει την ανάθεση σε εργαζόμενο να ρίχνει την αλληλογραφία της επιχειρήσεως στο γραμματοκιβώτιο στον τόπο της κατοικίας του εντός άλλου κράτους μέλους. Αποφασιστική σημασία έχει μόνο το ερώτημα αν ο οικείος εργαζόμενος πράγματι εκτελεί εργασία σε δύο κράτη μέλη. Ο τρόπος που η επιχείρηση υπολογίζει τον συνολικό χρόνο εργασίας και το ερώτημα ποιο τμήμα της επιχειρήσεως, και σε τι νόμισμα, αμοίβει τον εργαζόμενο δεν έχουν σημασία.
31. Ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας επιχειρήσεως υποστήριξε κατά την προφορική διαδικασία την άποψη ότι δεν θα πρέπει να έχει σημασία μια σε ώρες εργασίας καθοριζομένη, ελαχίστη έκταση της δραστηριότητας. Μάλλον πρέπει να λαμβάνεται ως κριτήριο η σημασία της παρεχομένης εργασίας. Οπωσδήποτε δέχεται ότι μια εντελώς κατώτερη και δευτερεύουσα δραστηριότητα δεν μπορεί να πληροί τις προβλεπόμενες στο άρθρο 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση i, προϋποθέσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, η ασκουμένη στη Δανία δραστηριότητα του τρίτου προσεπικληθέντος υπό την ιδιότητά του του διευθυντή συνίστατο στη συμμετοχή του κατά τον καθορισμό, στα κεντρικά γραφεία της επιχειρήσεως, της πολιτικής της επιχειρήσεως και, επομένως, έχει σπουδαία σημασία.
32. Η έκταση και η σημασία μιας εργασίας δεν πρέπει κατ' ανάγκη να καθορίζονται σε ώρες εργασίας (6). Η διαπίστωση αυτή ισχύει για τα καθήκοντα της διευθύνσεως, όπως αυτά προφανώς νοούνται στο πλαίσιο της κύριας υποθέσεως από τον τρίτο προσεπικληθέντα, ισχύει όμως επίσης για άλλους τομείς δραστηριότητας. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να λάβουμε ως κριτήριο την πράγματι παρεχομένη εργασία στο κράτος της κατοικίας του εργαζομένου (7). Εντούτοις, οι εντελώς ασήμαντες δραστηριότητες δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, προκειμένου να αποφευχθούν ενδεχόμενοι "χειρισμοί". Κατά τα λοιπά, δεν πρέπει να τεθούν κριτήρια για μια ελαχίστη έκταση της δραστηριότητας, πρώτον, επειδή το γράμμα του κανονισμού δεν το επιβάλλει και, δεύτερον, για να μη δυσχερανθεί η εφαρμογή του δικαίου.
33. Στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η εξής απάντηση: 'Ενα πρόσωπο, το οποίο απασχολείται αποκλειστικώς από επιχείρηση με έδρα την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ασκεί κανονικώς, στο πλαίσιο της εν λόγω σχέσεως εργασίας, τη δραστηριότητά του μερικώς (περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως) στο έδαφος του Βασιλείου της Δανίας, ασκεί συνήθως μισθωτή δραστηριότητα, κατά την έννοια του άρθρου 14, σημείο 2, στο έδαφος δύο κρατών μελών.
Επί του ερωτήματος 3
34. Το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει, τέλος, επιφυλάξεις όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση i. Με το ερώτημα 3 ερωτά αν ο όρος "δραστηριότητα" κατά την έννοια του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση i, περιλαμβάνει τον όρο "μισθωτή δραστηριότητα" κατά την έννοια της διατάξεως (8). Στο σκεπτικό της διατάξεως περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει το άρθρο 12α, σημείο 2, στοιχείο α', του κανονισμού 574/72, στο οποίο επίσης αμφότεροι οι όροι χρησιμοποιούνται ο ένας κοντά στον άλλο. Αναφέρεται εκεί:
"Αν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθου 14, παράγραφος 2, στοιχείο β', σημείο i, ή του άρθρου 14α, παράγραφος 2, πρώτη πρόταση, του κανονισμού, το πρόσωπo που ασκεί κανονικά μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών και που ασκεί μέρος της δραστηριότητάς του στο έδαφος του κράτους μέλους όπου κατοικεί υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού, ο φορέας, που ορίζει η αρμόδια αρχή αυτού του κράτους μέλους, του χορηγεί πιστοποιητικό (...)"
35. Οι αμφιβολίες ως προς την αντιστοιχία των δύο όρων οφείλονται πράγματι αφενός στο γεγονός ότι * πράγμα το οποίο το BfA επισημαίνει * σύμφωνα με τη διατύπωση του γερμανικού κοινωνικού δικαίου ο όρος "δραστηριότητα" περιγράφει κανονικά μόνο τη μη μισθωτή δραστηριότητα. Αφετέρου, το άρθρο 12α, σημείο 2, στοιχείο α', του κανονισμού 574/72 συμβάλλει στη δημιουργία της συγχύσεως αυτής καθόσον αναφέρεται τόσο στο άρθρο 14, σημείο 2, του κανονισμού 1408/71, το οποίο έχει ως αντικείμενο μισθωτή απασχόληση εντός δύο τουλάχιστον κρατών μελών, όσο και στο άρθρο 14α, σημείο 2, του κανονισμού 1408/71, το οποίο αφορά μη μισθωτή δραστηριότητα εντός δύο τουλάχιστον κρατών μελών.
36. Η σαφής διαφορά μεταξύ της "μισθωτής δραστηριότητας" που ρυθμίζεται από το άρθρο 14, αφενός, και της "μη μισθωτής δραστηριότητας" που ρυθμίζεται από το άρθρο 14α, αφετέρου, συνηγορεί υπέρ του ότι ο όρος "δραστηριότητα" κατά την έννοια του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση i, αφορά μισθωτή δραστηριότητα. Η ειδική περίπτωση της συμπτώσεως μισθωτής και μη μισθωτής δραστηριότητας σε ένα πρόσωπο ρυθμίζεται από το άρθρο 14γ του κανονισμού 1408/71. Επομένως, υποστηρίζω την άποψη ότι τόσον ο όρος "μισθωτή δραστηριότητα" όσον και ο όρος "δραστηριoτητα", στο πλαίσιο του άρθρου 14, αφορούν την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας.
37. Επομένως, στο αιτούν Δικαστήριο πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι οι όροι "δραστηριότητα" και "μισθωτή δραστηριότητα" κατά την έννοια του άρθρου 14 είναι αντίστοιχες από άποψη περιεχομένου.
Επί του ερωτήματος 4 α
38. Ενώ ως προς την απάντηση των ερωτημάτων 1 έως 3 υπάρχει, τελικώς, ομοφωνία μεταξύ των συμμετεχόντων στη δίκη, ως προς την απάντηση του τετάρτου ερωτήματος υπάρχει διαφωνία.
39. Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί το ερώτημα σχετικά με το δεσμευτικό αποτέλεσμα του εντύπου Ε 101 ως σημαντικό για τη λήψη αποφάσεως, επειδή θεωρεί κατ' αρχήν ότι, αν οι προϋποθέσεις του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση i, δεν πληρούνται, η δανική νομοθεσία θα μπορεί, εντούτοις, να έχει εφαρμογή λόγω του εντύπου.
40. Κατά την άποψη της προσφεύγουσας το έντυπο Ε 101 πρέπει να έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα. Αυτό προκύπτει από την έννοια και το σκοπό του κανονισμού 754/72. Αν για την εφαρμογή του άρθρου 14 του κανονισμού 1408/71 απαιτείται πιστοποιητικό της αρχής του κράτους καταγωγής, το γειτονικό κράτος πρέπει, αντιστρόφως, να δεσμεύεται από αυτό. Υπέρ αυτού συνηγορεί η αμοιβαία αναγνώριση των διοικητικών πράξεων.
41. Το δεσμευτικό αποτέλεσμα πρέπει να έχει επίσης αναδρομική ισχύ. Στον μεγαλύτερο αριθμό των περιπτώσεων, η ανάγκη πιστοποιητικού προκύπτει μόνον εκ των υστέρων. Το έντυπο Ε 101 αποτελεί την απόδειξη για το ότι σε ορισμένο κράτος υφίσταται προστασία κοινωνικής ασφαλίσεως. Αυτό πρέπει να αναγνωρίζεται από το άλλο κράτος. Αν η παροχή του πιστοποιητικού επιτεύχθηκε, ενδεχομένως, με αγώνα, στο πλαίσιο μακροχρόνιων διαδικασιών, το περιεχόμενό του δεν θα πρέπει άνευ ετέρου να μπορεί να αμφισβητηθεί εκ νέου.
42. Το BfA αναφέρει ότι η εφαρμοστέα νομοθεσία ορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 13 έως 17 του κανονισμού 1408/71 το έντυπο μπορεί μόνο να την επιβεβαιώνει. Το BfA επισημαίνει την ανάγκη για ταχεία έκδοση του εντύπου (9), πράγμα το οποίο εμποδίζει τον έλεγχο όλων των στοιχείων του αιτούντος, ο οποίος είναι εντούτοις απαραίτητος αν το πιστοποιητικό δημιουργεί νομική δέσμευση. Αν το πιστοποιητικό εκδοθεί βάσει ανακριβών στοιχείων δεν θα πρέπει να εμποδίσει την ορθή εφαρμογή των άρθρων 13 έως 16 του κανονισμού.
43. Ως προς το ερώτημα περί της αναδρομικής ισχύος, το BfA διευκρινίζει ότι είναι απολύτως δυνατόν το πιστοποιητικό να εκδοθεί εκ των υστέρων, πράγμα το οποίο δεν περιορίζει τα αποτελέσματά του.
44. Η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υποστηρίζει την άποψη ότι το πιστοποιητικό δεν επενεργεί συστατικώς αλλά δηλωτικώς. Θεμελιώνει τεκμήριο, το οποίο μπορεί να καταρριφθεί. Το "αρμόδιο κράτος" μπορεί να ελέγχει το ίδιο τη νομική κατάσταση. Αυτό ισχύει ιδίως για πιστοποιητικά τα οποία εκδίδονται από αναρμόδιο φορέα. Δέσμευση από πιστοποιητικά τα οποία δεν ανταποκρίνονται στη νομική κατάσταση θα είχε ως νομικό αποτέλεσμα την εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου.
45. Η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας υποστηρίζει την άποψη ότι το έντυπο Ε 101 έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα. Πράγματι, οι αρχές του κράτους μέλους, του οποίου το δίκαιο έχει εφαρμογή επί του εργαζομένου, βεβαιώνουν ότι ο συγκεκριμένος εργαζόμενος * στις διάφορες περιπτώσεις των άρθρων 14 επ. * υπόκειται στο ειδικό αυτό δίκαιο. Το πιστοποιητικό παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι εκείνου προς τον οποίον χορηγήθηκε και μπορεί, συνεπώς, επίσης να δεσμεύσει τον φορέα άλλου κράτους μέλους. Από τη βεβαιωτική ισχύ του πιστοποιητικού προκύπτει επίσης η αναδρομική ισχύς του. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη διαδεδομένη μεταξύ των κρατών μελών πρακτική.
46. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου διατύπωσε τις απόψεις της μόνο κατά την προφορική διαδικασία, εκεί όμως αναφέρθηκε διεξοδικώς στο ερώτημα σχετικά με τα έννομα αποτελέσματα του εντύπου Ε 101. Η εκπρόσωπος της Βρετανικής Κυβερνήσεως συζήτησε τα διάφορα δυνατά έννομα αποτελέσματα για να καταλήξει στον ακόλουθο χαρακτηρισμό του εντύπου Ε 101. Το έντυπο αυτό περιέχει δήλωση σχετικά με τη νομική κατάσταση του προσώπου, το οποίο αυτό αφορά και ισχύει έως ότου ενδεχομένως αποσυρθεί από την εκδούσα αρχή. Η εφαρμοστέα νομοθεσία καθορίζεται μόνο σύμφωνα με τα άρθρα 14 έως 17 του κανονισμού 1408/71. Το έντυπο αποδεικνύει την άποψη κράτους μέλους ως προς την ερμηνεία του κανονισμού. Αν το έντυπο εκδόθηκε εσφαλμένως πρέπει να αποσυρθεί. Σε περίπτωση διαφορετικών απόψεων όσον αφορά την αρμοδιότητα των αρχών των διαφόρων κρατών μελών θα πρέπει να υπάρξει διευκρίνιση από την Διοικητική Επιτροπή. Τέλος, στο έντυπο Ε 101 πρέπει να προσδίδεται αναδρομική ισχύς ενόσω δεν αποσύρεται.
47. Τέλος, η Επιτροπή επίσης θεωρεί κατ' αρχήν ότι η νομική κατάσταση καθορίζεται από το γράμμα του κανονισμού. Κατά πόσον οι προϋποθέσεις του κανονισμού πράγματι πληρούνται μπορεί να προκύψει μόνο από μια σύγκριση αυτών με τα πραγματικά περιστατικά. Για τη διεξαγωγή της αποδείξεως αυτής μπορούν να χρησιμοποιηθούν όλα τα συνήθη αποδεικτικά μέσα. Ο κανονισμός δεν αναγνωρίζει στα έντυπα καμία ιδιαίτερη αποδεικτική ισχύ. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε (10) ότι η χρησιμοποίηση ενός εντύπου δεν αποκλείει την αποδεικτική ισχύ άλλων αποδεικτικών στοιχείων. Με τον τρόπο αυτό, το περιεχόμενο του εντύπου μπορεί υπό περιστάσεις να αναιρεθεί.
48. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι η αρμόδια αρχή ενήργησε σύμφωνα με την υποστηριζομένη από αυτήν άποψη στην υπόθεση της κύριας δίκης, το δε πιστοποιητικό ανταποκρίνεται στην υπάρχουσα νομική κατάσταση.
49. Το αιτούν δικαστήριο έδειξε ότι το ερώτημα σχετικά με την δεσμευτική ισχύ του εντύπου Ε 101 είναι σημαντικό για τη λήψη της αποφάσεώς του, επειδή ενδεχομένως υφίσταται διαφορά μεταξύ της πραγματικής νομικής καταστάσεως * όπως αυτή εμφανίζεται κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου * και του περιεχομένου του εντύπου. Σύμφωνα με τις προηγουμένως παρατεθείσες σκέψεις, η πραγματική νομική κατάσταση φαίνεται να συμφωνεί με την πιστοποιουμένη στο έντυπο Ε 101 κατάσταση, καθόσον η δανική νομοθεσία χαρακτηρίζεται ως εφαρμοστέα. Το ερώτημα αν ένα έντυπο Ε 101 μπορεί να προηγείται της πραγματικής νομικής καταστάσεως, δεν θα ετίθετο, επομένως, στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Εντούτοις, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να προβεί σε εκτίμηση της κύριας διαφοράς, ώστε στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση.
50. Για την εκτίμηση των εννόμων αποτελεσμάτων του εντύπου Ε 101 πρέπει κατ' αρχάς να ληφθεί ως βάση το γεγονός ότι αυτό εκδίδεται σε εφαρμογή του κανονισμού 1408/71, ο οποίος όπως είναι γνωστό είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει απευθείας σε όλα τα κράτη μέλη (11). Εφαρμοζόμενες στα ίδια πραγματικά περιστατικά, οι έννομες συνέπειες θα πρέπει να είναι οι ίδιες για ορισμένο εργαζόμενο, ανεξάρτητα αν την εκτίμηση επιχειρεί η αρμόδια αρχή του ενός ή του άλλου κράτους μέλους (12). Εντούτοις, στην πράξη μπορούν να εμφανιστούν ασυμφωνίες οφειλόμενες σε διαφορετικές αιτίες.
51. 'Ενα νομικό σφάλμα ενός πιστοποιητικού μπορεί π.χ. να οφείλεται στο ότι ενεργεί μια αναρμόδια υπηρεσία. Περαιτέρω, μπορεί να πραγματοποιηθεί νομική εκτίμηση βάσει ανακριβών πραγματικών περιστατικών και, τέλος, το έννομο αποτέλεσμα μπορεί επίσης να είναι εσφαλμένο λόγω εσφαλμένης νομικής εκτιμήσεως.
52. Προφανώς, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί κατ' αρχήν ότι το υποβληθέν στο πλαίσιο της κύριας δίκης έντυπο Ε 101 εκδόθηκε από αναρμόδια υπηρεσία. Η εκτίμηση αυτή είναι συζητήσιμη από νομικής απόψεως, όπως η Επιτροπή ορθώς επισήμανε.
53. Σύμφωνα με το άρθρο 12α του κανονισμού εφαρμογής 574/72, ο οριζόμενος από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους φορέας εκδίδει πιστοποιητικό περί της εφαρμοστέας νομοθεσίας (13). Το άρθρο 4 του κανονισμού 574/72 παραπέμπει με την παράγραφο 10 στο παράρτημα 10 του κανονισμού, στο οποίο αναφέρονται οι φορείς ή οι υπηρεσίες "που ορίζονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα ιδίως με τις ακόλουθες διατάξεις: α) (...) β) κανονισμός εφαρμογής: (...) άρθρο 12α (...)". Στο παράρτημα 10, υπό σημείο "Β. Δανία", αριθ. 1, αναφέρεται ότι: "Για την εφαρμογή (...) του άρθρου 12α (...) του κανονισμού εφαρμογής: Socialministeriet (Υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων), Κοπεγχάγη" (14). Ο ορισμός αυτός ισχύει από την 1η Ιουλίου 1989 (15) και συνεπάγεται τροποποίηση καθόσον αρχικώς είχε ορισθεί το "Sikringsstyrelsen (Κρατικό 'Ιδρυμα Κοινωνικής Ασφαλίσεως), Κοπεγχάγη" (16).
54. Αβεβαιότητες σχετικά με το ποιος είναι ο αρμόδιος οργανισμός άλλου κράτους μέλους μπορούν να προκύψουν από το ότι στο κείμενο του κανονισμού γίνεται λόγος για τον οριζόμενο "φορέα" (17), πράγμα το οποίο φαίνεται να εμποδίζει τον ορισμό άλλης αρχής. Η διατύπωση στο άρθρο 4, παράγραφος 10, είναι αντιθέτως ευρύτερη (18), ώστε με τον ορισμό του Socialministeriet δεν υφίσταται αντίφαση προς το κείμενο του κανονισμού. Ασφαλώς, στη σύγχυση σχετικά με το ποιος είναι, επομένως, ο "αρμόδιος οργανισμός" συνέβαλε η τροποποίηση του ορισμού με τον κανονισμό 2195/91 (19).
55. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται, στο πλαίσιο της διαφοράς επί της οποίας αυτό οφείλει να αποφανθεί, να προβεί σε οριστική εκτίμηση σχετικά με το αν το έντυπο εκδόθηκε από τον αρμόδιο οργανισμό. Για τους σκοπούς της περαιτέρω εξετάσεως, θεωρώ εντούτοις ότι το έντυπο, το οποίο σύμφωνα με τον φάκελο εκδόθηκε από το Socialministeriet, χορηγήθηκε από τον αρμόδιο οργανισμό.
56. Για την εκτίμηση των εννόμων αποτελεσμάτων του εντύπου Ε 101 πρέπει κατ' αρχάς να ληφθεί ως βάση η συνήθης περίπτωση της βάσει ακριβών στοιχείων πραγματοποιουμένης εκδόσεως του εντύπου. 'Εως τώρα το Δικαστήριο δεν είχε την ευκαιρία να αποφανθεί επί των εννόμων αποτελεσμάτων του εντύπου Ε 101. Στην κατά τη διαδικασία αναφερθείσα υπόθεση Knoeller (20) επρόκειτο μόνο για το ζήτημα αν το έντυπο Ε 26 (σήμερα Ε 205) παρέχει πληροφορίες κατά τρόπο οριστικό όσον αφορά συγκεκριμένη υπόθεση ή αν το περιεχόμενό του μπορεί να συμπληρωθεί από τον αρμόδιο οργανισμό με επιπλέον στοιχεία χωρίς να πρέπει το έντυπο να εκδοθεί εκ νέου. Εντούτοις, η απόφαση στην υπόθεση Knoeller δεν μπορεί να προκρίνει το ερώτημα στο οποίο πρέπει εν προκειμένω να δοθεί απάντηση, δεδομένου ότι το έντυπο Ε 26 ενδείκνυται και προορίζεται για την προσκόμιση αποδείξεως όσον αφορά μια κατ' αρχήν διαφορετική κατάσταση απ' ό,τι το έντυπο Ε 101 (21). Εξάλλου, στην υπόθεση Knoeller δεν επρόκειτο για το ερώτημα αν αρχή κράτους μέλους δεσμεύεται από τα στοιχεία που περιέχει το έντυπο Ε 26, αλλά μόνο για το αν και, ενδεχομένως, υπό ποία μορφή είναι δυνατή η συμπλήρωση των αποδεικνυομένων με το έντυπο στοιχείων.
57. Η διαφορά μεταξύ του εντύπου Ε 26, το οποίο ήταν αντικείμενο της υποθέσεως Knoeller και του εντύπου Ε 101 δείχνει ότι απαγορεύεται να δοθεί αόριστη απάντηση στο ερώτημα σχετικά με τα έννομα αποτελέσματα των εντύπων. Υπάρχει μεγάλος αριθμός τέτοιων εντύπων (22), τα οποία αποσκοπούν στη διευκόλυνση του διοικητικού χειρισμού διασυνοριακών υποθέσεων. Μια σκέψη της αποφάσεως Knoeller σχετικά με τη νομική ισχύ του εντύπου Ε 26 μπορεί, εντούτοις, να ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο για όλα τα έντυπα. Αναφέρεται εκεί ότι: Τα συναφή άρθρα του κανονισμού καθώς και οι διατάξεις της Διοικητικής Επιτροπής σχετικά με το υπό αμφισβήτηση έντυπο πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα οποία αποτελούν το έρεισμα, το πλαίσιο και τα όρια των κανονισμών που έχουν εκδοθεί στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως. "Τα άρθρα αυτά έχουν ως σκοπό να προωθήσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της κοινής αγοράς επιτρέποντάς τους, μεταξύ άλλων, να ασκούν δικαιώματα που απορρέουν από περιόδους εργασίας διανυθείσες σε διαφορετικά κράτη μέλη. Η νομική σημασία του εντύπου Ε 26 πρέπει συνεπώς να εκτιμηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη απειλείται η πρακτική αποτελεσματικότητα των άρθρων αυτών και των κανονισμών που αφορούν τα δικαιώματα των διακινουμένων εργαζομένων στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως." (23)
58. Επομένως, για την εκτίμηση του εντύπου Ε 101 πρέπει κατ' αρχήν να εξετασθεί, συγκεκριμένως, ποια στοιχεία το έντυπο θεωρείται ότι αποδεικνύει (24). Το έντυπο φέρει τον εξής τίτλο:
"Πιστοποιητικό περί των εφαρμοστέων νομοθετικών διατάξεων κανονισμός 1408/71: 'Αρθρο 14.1.α. 14.2.β άρθρο 14α1.α 14α2 14α4 14β.1 14β.2 14β.4 14γ1.α 17
κανονισμός 574/72: Άρθρο 11.1 11α1 12α2.α 12α5.γ 12α7.α".
Το έντυπο χωρίζεται σε πέντε τμήματα. Στο σημείο 1 προβλέπονται στοιχεία για το πρόσωπο του μισθωτού ή του μη μισθωτού εργαζομένου. Στο σημείο 2 αναφέρεται ο εργοδότης. Στο σημείο 3 προβλέπονται στοιχεία που αφορούν χρονικές περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων το οικείο πρόσωπο εργάζεται ή θα εργασθεί * και ενδεχομένως σε ποιόν εργοδότη. Στο σημείο 4 ορίζεται η εφαρμοστέα νομοθεσία και αναφέρεται το συναφές νομικό έρεισμα του κανονισμού 1408/71. Στο σημείο 5 ορίζεται, τέλος, ο φορέας του κράτους μέλους στη νομοθεσία του οποίου ο εργαζόμενος υπόκειται, ο οποίος πρέπει να αναγνωρίζεται ως εκδότης του εντύπου.
59. Το αποτέλεσμα είναι ότι με το έντυπο Ε 101 ορίζεται από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους η εφαρμοστέα νομοθεσία. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Η έκδοση του εντύπου Ε 101 αποδεικνύει εγγράφως τη νομική εκτίμηση συγκεκριμένης πραγματικής καταστάσεως. Εκδίδοντας το έντυπο Ε 101, η αρμόδια αρχή θεωρεί τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο υπάγεται ως την εφαρμοστέα.
60. Ο σκοπός του εντύπου Ε 101 έγκειται στην αποφυγή, σε ακριβώς οριζόμενες περιπτώσεις (25), θετικών καθώς και αρνητικών συγκρούσεων αρμοδιοτήτων. Λόγω των προσωρινών δραστηριοτήτων σε άλλο κράτος μέλος, καθώς και λόγω μη τυπικών σχέσεων εργασίας, οι οποίες συνεπάγονται παροχή εργασίας σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, τα ερωτηματικά σχετικά με την εφαρμοστέα νομοθεσία είναι αναπόφευκτα. Για τη ρύθμιση αυτών των καταστάσεων συγκρούσεως, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού 1408/71, οι αρμόδιες αρχές των εμπλεκομένων κρατών μελών μπορούν να συμφωνήσουν από κοινού εξαιρέσεις από τα άρθρα 13 έως 16 προς το συμφέρον των οικείων προσώπων (26). Αν, στις περιπτώσεις αυτές, δεν αναγνωριστεί δεσμευτική ισχύς στη δήλωση αρμόδιας αρχής σχετικά με την εφαρμοστέα νομοθεσία, η οποία κανονικά εξομοιούται με αυτοδέσμευση της εν λόγω αρχής, το έντυπο Ε 101 θα είναι εντελώς άχρηστο.
61. Αν η δήλωση αρμόδιας αρχής κράτους μέλους μπορούσε να αμφισβητηθεί άνευ ετέρου από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, το νόημα της τυποποιημένης αποδείξεως περί δεσμευτικής δηλώσεως σχετικά με την εφαρμοστέα νομοθεσία θα χανόταν. Πέραν αυτού, μια από τις θεμελιώδεις αρχές του κανονισμού 1408/71, δηλαδή η εφαρμογή μόνο μιας νομοθεσίας κράτους μέλους θα κινδύνευε (27). Αν η δήλωση του εντύπου Ε 101 δεν αναγνωρίζεται από την αρχή άλλου κράτους μέλους, αυτό μπορεί μόνο να σημαίνει ότι ο κρίνων το έντυπο οργανισμός θεωρεί ως εφαρμοστέα άλλη νομοθεσία από αυτή που αναφέρεται στο έντυπο, πράγμα το οποίο μπορεί ακριβώς να οδηγήσει σε διπλή ασφάλιση με όλες τις συνδεόμενες με αυτήν συνέπειες. Το αποτέλεσμα αυτό είναι αντίθετο προς το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 και, επομένως, είναι επίσης αντίθετο προς τους σκοπούς των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΚ.
62. Καταλήγοντας, υποστηρίζω επομένως την άποψη ότι ένα υπό κανονικές συνθήκες εκδοθέν έντυπο Ε 101 δεσμεύει τις αρχές άλλου κράτους μέλους όσον αφορά το εγγράφως αποδεικνυόμενο έννομο αποτέλεσμα.
63. Αντιθέτως, διαφορετικά πρέπει να κριθούν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες έντυπο Ε 101 εκδόθηκε βάσει αντικειμενικώς εσφαλμένων πραγματικών περιστατικών. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ελέχθη κατ' επανάληψη ότι ένα έντυπο Ε 101 μπορεί να έχει αποκτηθεί δι' απάτης στην περίπτωση αυτή δεν πρέπει να υπερέχει έναντι των διατάξεων του κανονισμού 1408/71.
64. Ασφαλώς είναι ορθόν ότι ένα έντυπο, το οποίο προβλέφθηκε για τη διευκόλυνση της αποδείξεως, δεν μπορεί να διαπλάθει δικαιώματα. Εντούτοις, δημιουργεί επίφαση νομιμότητας και συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη. Δεν μπορεί να παράγει ένα πέραν αυτού εκτεινόμενο αποτέλεσμα. 'Ενα ουσιαστικώς εσφαλμένο πιστοποιητικό πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να μπορεί να αποδυναμούται με τα συνήθη αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται από τις δικονομικές νομοθεσίες των κρατών μελών. Αν αυτό επιτευχθεί, ο αναφερόμενος στο πιστοποιητικό εργαζόμενος πρέπει να αποκλείεται από το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του χορηγήσαντος το πιστοποιητικό κράτους μέλους, ώστε να μπορεί να ενσωματωθεί στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του αρμοδίου κράτους.
65. Θεωρώ ως ορθή την άποψη, την οποία η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου διατύπωσε στο πλαίσιο της διαδικασίας, ότι το πιστοποιητικό θα πρέπει να θεωρείται ως δεσμευτικό έως ότου αποσυρθεί από την εκδούσα αρχή, καθόσον η αποδεικτική ισχύς του εντύπου Ε 101 δεν μπορεί να καταργηθεί άνευ παρεμβάσεως της αρχής που το εξέδωσε. Κατά τη γνώμη μου, το αν η εκδούσα αρχή αποσύρει τυπικώς το έντυπο Ε 101 ή το συμπληρώνει (28) ή το τροποποιεί ατύπως δεν μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία. Οπωσδήποτε, κατά τη γνώμη μου, χάριν της εκπληρώσεως του σκοπού του εντύπου Ε 101, δεν επιτρέπεται, αγνοώντας το με δεσμευτική ισχύ εκδοθέν πιστοποιητικό του αρμόδιου οργανισμού κράτους μέλους, να περάσουμε στη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους. Ενόσω το κράτος που εξέδωσε το πιστοποιητικό δεν αποκλείει από το σύστημά του κοινωνικής ασφαλίσεως τον υποχρεούμενο σε κοινωνική ασφάλιση, το αρμόδιο κράτος δεν μπορεί να εγείρει αξιώσεις έναντι αυτού, διότι αυτό θα σήμαινε διπλές αξιώσεις και, επομένως, θα ήταν αντίθετο προς τον σκοπό του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 και στα άρθρα 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΚ περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.
66. Αν το κράτος που εξέδωσε το πιστοποιητικό αντιτίθεται στην ακύρωσή του, το αρμόδιο κράτος μπορεί να θέσει επί τάπητος την υπόθεση ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής. Αν και το διάβημα αυτό μείνει άνευ αποτελέσματος, είναι δυνατή η διαδικασία λόγω παραβάσεως σύμφωνα με το άρθρο 169 και το άρθρο 170 της Συνθήκης ΕΚ, δηλαδή, το ίδιο το αρμόδιο κράτος μπορεί, ενδεχομένως, να διεκδικήσει την αναγνώριση του δικαιώματός του.
67. Στο ερώτημα 4 α του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να δοθεί ως απάντηση: Ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους δεσμεύεται από το πιστοποιητικό επί εντύπου Ε 101 σύμφωνα με το άρθρο 12α του κανονισμού εφαρμογής 574/72 ως προς τα πιστοποιούμενα με αυτό έννομα αποτελέσματα. Το κύρος του πιστοποιητικού μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση με τη χρησιμοποίηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προβλέπονται από τις δικονομικές νομοθεσίες των κρατών μελών η αποδεικτική ισχύς του πιστοποιητικού δεν μπορεί να καταργηθεί άνευ παρεμβάσεως της εκδούσας αρχής και, ενδεχομένως, του Δικαστηρίου.
Επί του ερωτήματος 4 β
68. Τελειώνοντας, πρέπει να εξεταστεί το ερώτημα 4 β σχετικά με τη δυνατή αναδρομική ισχύ του πιστοποιητικού. Η δήλωση του αρμόδιου οργανισμού σχετικά με την εφαρμογή νομοθεσίας κράτους μέλους αφορά συνήθως ορισμένα χρονικά διαστήματα. Μια δήλωση για την εφαρμοστέα νομοθεσία κατά την έννοια του κανονισμού 1408/71 δεν μπορεί να δίδεται χωρίς καμία αναφορά σε περιόδους απασχολήσεως. Οι αναφερόμενες περίοδοι αποτελούν συστατικό μέρος του αποδεικνυομένου με το έγγραφο Ε 101 εννόμου αποτελέσματος και ισχύει, επομένως, και ως προς αυτές η δεσμευτική ισχύς του. Καθόσον οι χρονικές αυτές περίοδοι ανάγονται στο παρελθόν, το έντυπο Ε 101 έχει αναδρομική ισχύ.
Γ * Πρόταση
69. Ως αποτέλεσμα των προηγηθεισών σκέψεων προτείνω την ακόλουθη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα:
"1) Δεν αποτελεί απόσπαση κατά την έννοια του άρθρου 14, σημείο 1, στοιχείο α', του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 ούτε μπορεί να εξομοιωθεί με απόσπαση η περίπτωση κατά την οποία Δανός εργαζόμενος, ο οποίος κατοικεί στο Βασίλειο της Δανίας και απασχολείται αποκλειστικώς από επιχείρηση με έδρα την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, απασχολείται συνήθως από την εν λόγω επιχείρηση για την εκτέλεση εργασιών για λογαριασμό της, για περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως * χωρίς περιορισμό της προβλεπομένης διάρκειας των εργασιών στους δώδεκα μήνες * στο Βασίλειο της Δανίας.
2) 'Ενα πρόσωπο, το οποίο απασχολείται αποκλειστικώς από επιχείρηση με έδρα την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ασκεί κανονικώς στο πλαίσιο της εν λόγω σχέσεως εργασίας τη δραστηριότητά του μερικώς (περισσότερες ώρες εβδομαδιαίως) στο έδαφος του Βασιλείου της Δανίας, ασκεί συνήθως μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 14, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71.
3) Ο όρος 'δραστηριότητα' κατά την έννοια του άρθρου 14, σημείο 2, στοιχείο β', περίπτωση i, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 περιλαμβάνει τον όρο 'μισθωτή δραστηριότητα' κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.
4) α) Ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους δεσμεύεται από το πιστοποιητικό επί εντύπου Ε 101 σύμφωνα με το άρθρο 12α του κανονισμού εφαρμογής 574/72 ως προς το πιστοποιούμενο με αυτό έννομο αποτέλεσμα (εφαρμοστέα νομοθεσία). Το κύρος του πιστοποιητικού μπορεί να αμφισβητηθεί με τη χρησιμοποίηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προβλέπονται από τις δικονομικές νομοθεσίες των κρατών μελών η αποδεικτική ισχύς του πιστοποιητικού δεν μπορεί να καταργηθεί άνευ παρεμβάσεως της εκδούσας αρχής ή του Δικαστηρίου.
β) Καθόσον οι δηλούμενες στο έντυπο Ε 101 χρονικές περίοδοι ανάγονται στο παρελθόν, το έγγραφο έχει αναδρομική ισχύ."
(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.
(1) * 'Οπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 8).
(2) * 'Οπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 86).
(3) * Βλ. άρθρο 14γ σε συνδυασμό με το παράρτημα VII του κανονισμού.
(4) * Το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο α', έχει ως εξής:
Το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.
(5) * Εκτός από τους ναυτικούς , όπως αναφέρεται εκεί.
(6) * Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σχέσεως μεταξύ μιας δραστηριότητας και του εδάφους ενός κράτους, το Δικαστήριο διαπίστωσε: Γι' αυτό, όχι μόνο η διάρκεια των περιόδων δραστηριότητας αλλά και το είδος της επίδικης απασχολήσεως πρέπει να ληφθεί υπόψη (απόφαση της 12ης Ιουλίου 1973 στην υπόθεση 13/73, Hakenberg, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 649, σκέψη 20).
(7) * Στην υπόθεση C-2/89 (απόφαση της 3ης Μαΐου 1990, Kits van Heijningen, Συλλογή 1990, σ. Ι-1755), το Δικαστήριο έκρινε μια εργασία, δύο φορές την εβδομάδα από δύο ώρες, ως επαρκή για να θεωρηθεί ως μισθωτή δραστηριότητα, η οποία επιβάλλει την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71.
(8) * Ο όρος μισθωτή δραστηριότητα χρησιμοποιείται κατ' επανάληψη στο άρθρο 14. Για την ερμηνεία της επίδικης διατάξεως σημασία έχει ο όρος στο άρθρο 14, σημείο 2, πρώτη πρόταση.
(9) * Σε περιπτώσεις αποσπάσεως έως τρεις μήνες μπορεί μάλιστα ο εργοδότης να εκδίδει το πιστοποιητικό σύμφωνα με τη διάταξη αριθ. 148 της Διοικητικής Επιτροπής για την κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων κατά την έννοια του άρθρου 80 του κανονισμού 1408/71 (ΕΕ L 22, της 30ής Μαρτίου 1993, σ. 124).
(10) * Απόφαση της 11ης Μαρτίου 1982 στην υπόθεση 93/81, Knoeller (Συλλογή 1982, σ. 951).
(11) * Βλ. άρθρο 189, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ.
(12) * Στην απόφαση στην υπόθεση Luijten, το Δικαστήριο έκρινε: Οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ [του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71] αποτελούν ένα σύστημα κανόνων άρσεως συγκρούσεως, η αρτιότητα του οποίου έχει ως αποτέλεσμα να έχει αφαιρεθεί από τον νομοθέτη κάθε κράτους μέλους η εξουσία προσδιορισμού της έκτασης και των προϋποθέσεων εφαρμογής της εθνικής του νομοθεσίας όσον αφορά τα πρόσωπα που υπόκεινται σ' αυτή και το έδαφος εντός του οποίου οι εθνικές διατάξεις παράγουν τα αποτελέσματά τους (απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986 στην υπόθεση 60/85, Luijten, Συλλογή 1986, σ. 2365, σκέψη 14).
(13) * Ως προς το περιεχόμενο της διατάξεως βλ. με τα προηγούμενα, σημείο 34.
(14) * Βλ. την τελευταία έκδοση του κανονισμού εφαρμογής 574/72 (ΕΕ C 325 της 10ης Δεκεμβρίου 1992, σ. 96, 191).
(15) * Βλ. τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2195/91 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 1991, για την τροποποίηση των κανονισμών 1408/71 και 574/72 (ΕΕ L 206, σ. 2, 12).
(16) * Βλ. τον κανονισμό 574/72, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2001/83, όπ.π., σ. 196.
(17) * Βλ. το άρθρο 12α του κανονισμού 574/72.
(18) * Εκεί αναφέρονται φορείς ή οργανισμοί .
(19) * Βλ. όπ.π., υποσημείωση 15.
(20) * Βλ. υπόθεση Knoeller, όπ.π.
(21) * Το έντυπο Ε 26 προσκομίζει απόδειξη σχετικά με διανυθείσες περιόδους ασφαλίσεως ενώ το έντυπο Ε 101 ορίζει την εφαρμοστέα νομοθεσία.
(22) * Βλ., για παράδειγμα, τη διάταξη αριθ. 130 της Διοικητικής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων, της 17ης Οκτωβρίου 1985, για τα απαιτούμενα έντυπα για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΟΚ) 1408/71 και (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου (Ε 001 Ε 101-127 Ε 201-215 Ε 301-303 Ε 401-411), ΕΕ L 192 της 15ης Ιουλίου 1986, σ. 1.
(23) * Βλ. τη σκέψη 9 της αποφάσεως Knoeller, όπ.π.
(24) * Αντίτυπο του εντύπου επισυνάπτεται στις παρούσες προτάσεις ως παράρτημα.
(25) * Βλ. τον τίτλο του εντύπου Ε 101.
(26) * Βλ., επίσης, το άρθρο 14α, σημείο 4, σύμφωνα με το οποίο οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίζουν με κοινή συμφωνία την εφαρμοστέα νομοθεσία.
(27) * Βλ. το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71. Βλ., επίσης, την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Perenboom, όπου το Δικαστήριο αναφέρει ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, αποκλείει οποιαδήποτε δυνατότητα να εφαρμόζονται σωρευτικώς οι νομοθεσίες περισσοτέρων κρατών μελών για ένα και το αυτό χρονικό διάστημα (απόφαση της 5ης Μαΐου 1977 στην υπόθεση 102/76, Συλλογή τόμος 1977, σ. 259, σκέψη 11).
(28) * Βλ. υπόθεση Knoeller, όπ.π.