Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61993CC0387

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Elmer της 20ής Ιουνίου 1995.
    Ποινική δίκη κατά Giorgio Domingo Banchero.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Pretura circondariale di Genova - Ιταλία.
    Άρθρα 5, 30, 37, 85, 86, 90, 92 και 95 της Συνθήκης ΕΟΚ.
    Υπόθεση C-387/93.

    Συλλογή της Νομολογίας 1995 I-04663

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1995:192

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

    MICHAEL Β. ELMER

    της 20ής Ιουνίου 1995 ( *1 )

    1. 

    Στην παρούσα διαδικασία, η Pretura circondariale di Genova ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει σειρά διατάξεων της Συνθήκης σε σχέση με την ιταλική ρύθμιση που διέπει την εμπορία του επεξεργασμένου καπνού και άλλες πλευρές του σχετικού καθεστώτος.

    Η οικεία εθνική ρύθμιση

    2.

    Κατά το άρθρο 1 του νόμου 907 της 17ης Ιουλίου 1942, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 1293 της 22ας Δεκεμβρίου 1957 ( 1 ), το Ιταλικό Δημόσιο έχει το μονοπώλιο της παραγωγής και της λιανικής πωλήσεως του επεξεργασμένου καπνού. Το μονοπώλιο αυτό το διαχειρίζεται η Amministrazione Autonoma dei Monopoli di Stato (στο εξής: AAMS). Επεξεργασμένο καπνό παράγουν αφενός μεν η ίδια η AAMS, αφετέρου δε ιδιώτες κάτοχοι σχετικής αδείας, για λογαριασμό παραγωγών της αλλοδαπής, υπό τον έλεγχο του μονοπωλίου. Πέραν του ΦΠΑ, υπόκειται και σε φόρο καταναλώσεως. Οι αποθήκες της AAMS διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στη διαχείριση του μονοπωλίου αυτές, ειδικότερα, προβαίνουν στην είσπραξη και την καταβολή στο δημόσιο ταμείο των παραπάνω φόρων και των εσόδων της AAMS.

    3.

    Κατά το άρθρο 1 του νόμου 724 της 10ης Δεκεμβρίου 1975 ( 2 ), η εισαγωγή στην Ιταλία και η χονδρική εμπορία επεξεργασμένου καπνού προερχομένου από άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας μπορεί να πραγματοποιείται, υπό τον όρον ότι τα εμπορεύματα αποθηκεύονται στις αποθήκες της AAMS ή σε ιδιωτικές αποθήκες που έχουν λάβει σχετική διοικητική άδεια ( 3 ). Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του νόμου, επιτρέπεται η εισαγωγή μόνον εκείνων των προϊόντων που έχουν ήδη περιληφθεί στους τιμοκαταλόγους και δεν επιτρέπεται η εισαγωγή καπνού σε συσκευασία διάφορη των οριζομένων με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Για τα εισαγόμενα προϊόντα καπνού οφείλεται, κατά το άρθρο 3 του νόμου, πρόσθετη εισφορά λόγω εισαγωγής, ίση προς τον φόρο καταναλώσεως, την οποία καταβάλλει ο εισαγωγέας, επιτιθεμένης σε κάθε συσκευασία ειδικής ταινίας του Δημοσίου.

    Στην πράξη, μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί εισαγωγές επεξεργασμένου καπνού μόνο μέσω των αποθηκών της AAMS.

    4.

    Η λιανική πώληση επεξεργασμένου καπνού μπορεί να γίνεται αποκλειστικώς από πρατήρια κατέχοντα ειδικό παραχωρητήριο της AAMS. Υπάρχουν δύο τύποι πρατηρίων ( 4 ). Τα κοινά πρατήρια, που ανέρχονται περίπου σε 60000, ανατίθενται σε ιδιώτες κατόπιν διαγωνισμού, εάν και εφόσον η AAMS το κρίνει χρήσιμο και σκόπιμο. Προς τούτο, λαμβάνει υπόψη την απόσταση από τα υφιστάμενα σημεία πωλήσεως, τη σχέση μεταξύ του πλήθους των πρατηρίων και των καταναλωτικών αναγκών, και ειδικότερα τον τοπικό πληθυσμό και τη συνδρομή ειδικών αναγκών. Τα ειδικά πρατήρια, που ανέρχονται σε 16000 περίπου, τα διαχειρίζονται συνήθως ξενοδοχεία, εστιατόρια, νοσοκομεία και φυλακές. Τα ωράρια λειτουργίας ορίζονται από τους περιφερειακούς επιθεωρητές της AAMS, κατόπιν γνωμοδοτήσεως των δημοτικών αρχών, τα δε πρατήρια υποχρεούνται να ανοίγουν εκ περιτροπής κατά τις αργίες.

    5.

    Τον τιμοκατάλογο των προϊόντων επεξεργασμένου καπνού ορίζει περιοδικώς το Υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με τον νόμο 76 της 7ης Μαρτίου 1985 ( 5 ), που τροποποίησε τον νόμο 825 της 13ης Ιουλίου 1965 ( 6 ).

    6.

    Η παράνομη κατοχή καπνού εγχωρίας παρασκευής τιμωρείται δυνάμει του άρθρου 66 του νόμου 907 της 17ης Ιουλίου 1942 ( 7 ), ως λαθρεμπορία. Το έγκλημα αυτό τιμωρείται, κατά τον νόμο 27 της 3ης Ιανουαρίου 1951 ( 8 ), με χρηματική ποινή 150000 έως 400000 ιταλικών λιρών (LIT) (που ισοδυναμούν σήμερα με 70 έως 185 ECU περίπου) για κάθε κιλό ή κλάσμα κιλού επεξεργασμένου καπνού. Ο τελευταίος αυτός νόμος προβλέπει, περαιτέρω, τη δήμευση του εμπορεύματος, καθώς και ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών, εφόσον η λαθρεμπορία έχει ως αντικείμενο πλέον των 15 kg καπνού.

    7.

    Κατά το άρθρο 341 του Testo unico delle disposizioni legislative in materia doganale (Κωδικοποίηση τελωνειακών νομοθετικών διατάξεων, στο εξής: TULD) ( 9 ), τα εγκλήματα λαθρεμπορίας που έχουν ως αντικείμενο καπνό αλλοδαπής καταγωγής εμπίπτουν αποκλειστικώς στις ποινικές διατάξεις της ιταλικής τελωνειακής νομοθεσίας οι οποίες περιέχονται στην εν λόγω κωδικοποίηση. Κατά το άρθρο 292 του TULD, έγκλημα λαθρεμπορίας στοιχειοθετεί η διαφυγή φόρων οφειλομένων λόγω εισαγωγής εμπορευμάτων. Το άρθρο 282, στοιχείο f, προβλέπει χρηματική ποινή, που δεν μπορεί να είναι κατώτερη από το διπλάσιο ή ανώτερη από το δεκαπλάσιο του ύψους των διαφευ-χθέντων δασμών, το δε άρθρο 301 προβλέπει περαιτέρω τη δήμευση του αντικειμένου του εγκλήματος. Τα άρθρα 295 και 296 προβλέπουν ποινή φυλακίσεως σε περίπτωση υποτροπής (μέχρις ενός έτους) ή σε περίπτωση επιβαρυντικών περιστάσεων (τριών έως πέντε ετών).

    Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 2, του TULD, ο κάτοχος αλλοδαπών εμπορευμάτων υποκειμένων σε φόρους λόγω εισαγωγής φέρει το βάρος να αποδείξει τη νόμιμη προέλευση τους. Σε αντίθετη περίπτωση, ο κάτοχος θεωρείται υπαίτιος λαθρεμπορίας.

    Το ιστορικό της διαφοράς

    8.

    Κατά τη διάρκεια λογιστικού ελέγχου που διενεργήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1990 στα γραφεία της ατομικής επιχειρήσεως Sebastiano Banchero, εντοπίστηκε ποσότητα 2,320 kg αλλοδαπού επεξεργασμένου καπνού, αποτελούμενη από 116 πακέτα σιγαρέτων διαφόρων σημάτων, όλα χωρίς την ταινία του Δημοσίου που βεβαιώνει την καταβολή των δασμών.

    9.

    Κατά συνέπεια, ο κύριος της επιχειρήσεως, Giorgio Domingo Banchero, κατηγορήθηκε ενώπιον της Pretura circondariale di Genova για παράβαση των άρθρων 282, στοιχείο f, και 341 του TULD για κατοχή αλλοδαπών εμπορευμάτων, δηλαδή του προαναφερθέντος επεξεργασμένου καπνού, που δεν έφεραν την ταινία του μονοπωλίου και των οποίων δεν μπόρεσε να αποδείξει τη νόμιμη προέλευση.

    Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο κατηγορούμενος διευκρίνισε ότι είχε αγοράσει τα εμπορεύματα από έναν άγνωστο κοντά στο Ponte Monumentale της Γένουας.

    Η διάταξη παραπομπής

    10.

    Η Pretura circondariale di Genova έκρινε ότι, για να μπορέσει να κρίνει την εκκρεμή ενώπιόν της ποινική δίκη, ήταν αναγκαία η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου εξέδωσε, έτσι, στις 14 Μαρτίου 1992, διάταξη, με την οποία υπέβαλε στο Δικαστήριο σειρά προδικαστικών ερωτημάτων. Με διάταξη, όμως, της 19ης Μαρτίου 1993, στην υπόθεση Banchero ( 10 ), το Δικαστήριο απέσχε της επιλύσεως των ζητημάτων, διότι ο εθνικός δικαστής δεν είχε δώσει επαρκή περιγραφή των πραγματικών περιστατικών και της ισχύουσας ιταλικής ρυθμίσεως, ώστε να διευκολύνει το Δικαστήριο να παράσχει λυσιτελή απάντηση στα εγειρόμενα ερωτήματα.

    11.

    Η Pretura circondariale di Genova, με διάταξη της 30ής Ιουλίου 1993, υπέβαλε, ως εκ τούτου, στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, για να εκτιμήσει αυτό τη σχέση μεταξύ του κοινοτικού δικαίου και των ιταλικών κανόνων περί πωλήσεως του καπνού:

    «1)

    Συμβιβάζονται με τα άρθρα 5, 30, 37, 85, 86, 90, 92 και 95 της Συνθήκης περί Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, σε συνδυασμό μεταξύ τους, η φύση και τα χαρακτηριστικά ενός εθνικού μονοπωλίου, όπως αυτό που προκύπτει — λαμβανομένης υπόψη και της εφαρμογής του στην πράξη — από την ισχύουσα στην Ιταλία νομοθεσία στον τομέα του καπνού, όσον αφορά ειδικότερα το ζήτημα της αποκλειστικότητας παραγωγής, εμπορίας, πωλήσεως και εν γένει διανομής εκ μέρους του εθνικού μονοπωλίου, αποκλειστικότητας που ανατίθεται στο εθνικό μονοπώλιο μέσω μηχανισμού που είναι αφ' εαυτού ικανός να δημιουργεί διακρίσεις κατά την έννοια του άρθρου 37 της Συνθήκης, να επιτρέπει προτιμησιακές επιλογές που ενδέχεται να στοιχειοθετούν “μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος” κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης και να καθιστά δυνατή την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως, κατά παράβαση των άρθρων 86 και 90 της Συνθήκης;

    Ειδικότερα:

    Συμβιβάζεται με το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ η εθνική ρύθμιση που αναθέτει κατ' αποκλειστικότητα τη λιανική πώληση του αλλοδαπού επεξεργασμένου καπνού σε επιχείρηση που κατέχει το μονοπώλιο πωλήσεως των προϊόντων αυτών, ούτως ώστε το μόνο κύκλωμα εμπορίας των αλλοδαπών αυτών επεξεργασμένων καπνών να αποτελείται μόνο από τους μεταπωλητές στους οποίους έχει δώσει σχετική άδεια το μονοπώλιο αυτό; Σε περίπτωση κατά την οποία η εθνική ρύθμιση κριθεί ασυμβίβαστη, αποτελεί η εθνική ρύθμιση μέτρο αποτελέσματος ισοδυνάμου προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών αντιβαίνον προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ;

    2)

    Συμβιβάζεται προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, η εθνική ρύθμιση που τιμωρεί τη διαφυγή φόρου καταναλώσεως επί του επεξεργασμένου καπνού προελεύσεως άλλων κρατών μελών, ανεξάρτητα από την ποσότητά τους, με την επιβολή κυρώσεως υπέρμετρης σε σχέση με τη βαρύτητα της παραβάσεως, καθόσον προβλέπει σε κάθε περίπτωση, ακόμη και στην περίπτωση ασήμάντων ποσοτήτων καπνού, τόσο την επιβολή ποινικής κυρώσεως, όσο και τη δήμευση του εμπορεύματος; Σε περίπτωση κατά την οποία η εθνική ρύθμιση κριθεί ασυμβίβαστη, αποτελεί αυτή μέτρο αποτελέσματος ισοδυνάμου προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών αντιβαίνον προς το άρθρο 30 της Συνθήκης;

    3)

    Συμβιβάζεται προς το άρθρο 90, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, σε συνδυασμό προς το άρθρο 86, δεύτερη παράγραφος, στοιχείο β', η εθνική ρύθμιση που αναθέτει αποκλειστικά τη λιανική πώληση επεξεργασμένου καπνού, ακόμη και προελεύσεως άλλου κράτους μέλους, σε επιχείρηση που κατέχει το μονοπώλιο πωλήσεως των προϊόντων αυτών, έστω και αν η επιχείρηση αυτή δεν είναι σε θέση να ικανοποιεί την υπάρχουσα στην αγορά του εν λόγω προϊόντος ζήτηση, με αποτέλεσμα η αποκλειστική αυτή ανάθεση να περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των κοινοτικών εμπορευμάτων και να δημιουργεί καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους της επιχειρήσεως που κατέχει το μονοπώλιο;»

    12.

    Ο εθνικός δικαστής διευκρινίζει, με την διάταξη παραπομπής, ότι τα επίδικα αλλοδαπά προϊόντα καπνού προέρχονται από την Κοινότητα.

    Επί του παραδεκτού

    13.

    Όπως προκύπτει από τη διάταξη παραπομπής, το πρώτο ερώτημα έχει σημασία κατά το μέτρο που ενδεχόμενη διαπίστωση ότι η εθνική νομοθεσία περί μονοπωλίου καπνού δεν συμβιβάζεται με τους κανόνες της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ κρατών μελών ενδέχεται να επηρεάζει την ποινική εξουσία του κράτους. Ο εθνικός δικαστής υποστηρίζει, στο παρόν πλαίσιο, ότι η μη τήρηση δυσαναλόγων κανόνων που έχουν θεσπιστεί προς προστασία μονοπωλίου ασυμβιβάστου προς την κοινοτική έννομη τάξη δεν στοιχειοθετεί ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου λόγω παραβάσεως τους. Παρομοίως, ο εθνικός δικαστής υποστηρίζει, όσον αφορά το τρίτο ερώτημα, ότι, εάν το ιταλικό μονοπώλιο καπνού ήθελε κριθεί αντίθετο προς τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 90 και 86 της Συνθήκης, αυτό θα επηρέαζε προφανώς την απαγγελθείσα κατηγορία. Και τούτο διότι η κατηγορία αφορά τη μη τήρηση κανόνων «που θεσπίστηκαν προς προστασία μονοπωλίου που δεν συμβιβάζεται με την κοινοτική έννομη τάξη».

    14.

    Η υπεράσπιση του κατηγορουμένου υπογράμμισε την ανάγκη επιλύσεως των προδικαστικών ζητημάτων προκειμένου να κριθεί η ενοχή του κατηγορουμένου, περιγράφει δε την κατηγορία ως «κατοχή αλλοδαπών εμπορευμάτων (...) των οποίων δεν μπορεί να αποδειχθεί η νόμιμη προέλευση». Ο συνήγορος του κατηγορουμένου παρέπεμψε περαιτέρω στη διάταξη του άρθρου 25, παράγραφος 2, του TULD.

    15.

    Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το πρώτο και το τρίτο ερώτημα πρέπει να κριθούν απαράδεκτα. Η έκφραση «νόμιμη προέλευση» του άρθρου 25, παράγραφος 2, του TULD αφορά αποκλειστικά το αν πληρώθηκε ο φόρος επί των εμπορευμάτων, όχι όμως και το αν αγοράστηκαν ή όχι από το μονοπώλιο. Αυτό συνάγεται εκ του ότι η διάταξη εφαρμόζεται και εφ' ορισμένων άλλων αλλοδαπών εμπορευμάτων, π.χ., οινοπνευματωδών και πετρελαιοειδών, των οποίων η εμπορία δεν υπόκειται σε καθεστώς μονοπωλίου.

    16.

    Η Επιτροπή παρατήρησε ότι οι διατάξεις για παράβαση των οποίων κατηγορείται ο Banchero είναι φορολογικής φύσεως. Η βαρύτητα των απειλουμένων ποινών μπορεί όμως, κατά την άποψη της Επιτροπής, να γεννήσει αμφιβολίες ως προς την υπό κοινοτικό πρίσμα νομιμότητα των εν λόγω διατάξεων, σε σχέση προς το συμφέρον του οποίου επιδιώκουν την προστασία, το οποίο μπορεί να αφορά και το μονοπώλιο. Παρ' όλον ότι, κατά την Επιτροπή, τα ερωτήματα δεν είναι γενικώς απαράδεκτα, αυτή φρονεί πάντως — όπως άλλωστε η Γαλλική και η Ισπανική Κυβέρνηση — ότι ο εθνικός δικαστής δεν διευκρίνισε κατά τί τα άρθρα 5, 85, 92 και 95 της Συνθήκης ασκούν επιρροή στην εκδίκαση της κύριας διαφοράς και ότι δεν πρέπει να εξεταστεί το πρώτο ερώτημα ως προς τις διατάξεις αυτές.

    17.

    Δεδομένου ότι o Lanchero κατηγορείται για φοροδιαφυγή — κατοχή καπνού για τον οποίο δεν έχει πληρωθεί ο φόρος —, θα μου φαινόταν, εκ πρώτης όψεως, παράδοξο το να απαλλαγεί ενδεχομένως από την κατηγορία με την αιτιολογία ότι η Συνθήκη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι ιταλικές διατάξεις περί του εμπορίου καπνού δεν συμβιβάζονται με τη Συνθήκη. Στην κύρια δίκη, πιστοποιήθηκε, πράγματι, ότι ο φόρος επί των επιδίκων εμπορευμάτων δεν καταβλήθηκε και ότι η είσπραξη του φόρου καταναλώσεως επί του καπνού είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο ( 11 ).

    18.

    Το αν ενδεχομένως η εν λόγω ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου σε σχέση προς τους ιταλικούς κανόνες περί της εμπορίας καπνού ασκεί μια τέτοια επιρροή εξαρτάται από την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, και ειδικότερα της εκφράσεως «νόμιμη προέλευση» του άρθρου 25, παράγραφος 2, του TULD. Με τη διάταξη παραπομπής, ο εθνικός δικαστής δηλώνει ότι, κατά τη γνώμη του, η απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στα υποβαλλόμενα ερωτήματα ενδέχεται να έχει προφανή αντίκτυπο στην απαγγελθείσα κατά του Banchero κατηγορία, διότι οι επίμαχες διατάξεις αποσκοπούν, κατά τη γνώμη του, στην προστασία του μονοπωλίου. Το επιχείρημα της Ιταλικής Κυβερνήσεως, ότι η έκφραση «νόμιμη προέλευση» του άρθρου 25, παράγραφος 2, του TULD πρέπει να ερμηνευθεί διαφορετικά απ' ό,τι υποδεικνύει με τη διάταξη παραπομπής ο εθνικός δικαστής, δεν εμπίπτει στην κρίση του Δικαστηρίου. Εναπόκειται αποκλειστικά στα εθνικά δικαιοδο-τικά όργανα να αποφανθούν επί ενός τέτοιου ζητήματος ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου. Η καθιερούμενη με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ διαδικασία συνεργασίας συνεπάγεται, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ότι το τελευταίο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί παρομοίων ζητημάτων ( 12 ).

    19.

    Από την ίδια διαδικασία συνεργασίας προκύπτει, αντίστοιχα, ότι στον εθνικό δικαστή εναπόκειται να εκτιμήσει αν του είναι αναγκαίο να υποβάλει στο Δικαστήριο ένα ζήτημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, εν όψει της αποφάσεως που θα εκδώσει επί της κύριας διαφοράς. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να επιλύσει το ζήτημα που του έχει υποβληθεί, όταν η προδικαστική διαδικασία έχει παρεκκλίνει από τον σκοπό της και επιδιώκει, στην πραγματικότητα, να ωθήσει το Δικαστήριο να αποφανθεί μέσω κατασκευασμένης διαφοράς ή όταν είναι προφανές ότι η κοινοτικού δικαίου διάταξη που έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο προς ερμηνεία δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Η διαδικασία συνεργασίας του άρθρου 177 της Συνθήκης δεν αναθέτει στο Δικαστήριο την αποστολή να διατυπώνει γνώμες συμβουλευτικού χαρακτήρα επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά να αποφαίνεται επί προβλημάτων κοινοτικού δικαίου συγκεκριμένων και αντικειμενικώς αναγκαίων προς επίλυση διαφοράς ( 13 ).

    20.

    Η αιτιολογία με την οποία ο εθνικός δικαστής δικαιολόγησε την προδικαστική παραπομπή δεν αρκεί, κατά τη γνώμη μου, για να κριθεί ολικώς απαράδεκτο το πρώτο και το τρίτο ερώτημα.

    21.

    Συμφωνώ πάντως με την Επιτροπή ότι ο παραπέμπων δικαστής δεν αποσαφήνισε επαρκώς κατά ποιο τρόπο τα μνημονευόμενα στο πρώτο ερώτημα άρθρα 5, 85, 92 και 95 της Συνθήκης ασκούν επιρροή στην τελική κρίση της κύριας διαφοράς ( 14 ). Γι' αυτόν τον λόγο, θεωρώ ότι το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να αποφανθεί αν οι διατάξεις αυτές κωλύουν την εφαρμογή μιας εθνικής ρυθμίσεως όπως η επίδικη.

    Το πρώτο ερώτημα

    22.

    Με το πρώτο ερώτημα, ο παραπέμπων δικαστής υποβάλλει ουσιαστικά στην κρίση του Δικαστηρίου την εθνική ρύθμιση περί εμπορίας του επεξεργασμένου καπνού, υπό το πρίσμα των άρθρων 30 έως 36 της Συνθήκης, περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, και του άρθρου 37, περί των κρατικών μονοπωλίων εμπορικού χαρακτήρα.

    23.

    Κατά την άποψη μου, δεν προκύπτει από τη δικογραφία η ανάγκη να εισέλθουμε σε λεπτομερή ανάλυση υπό το πρίσμα του άρθρου 37. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, κατά πάγια νομολογία, ότι μόνο τα μονοπώλια εισαγωγής είναι δίχως άλλο σε αντίθεση προς το άρθρο 37. Η διάταξη αυτή, αντιθέτως, δεν κωλύει, αφ' εαυτής, ένα εθνικό καθεστώς αποκλειστικής πωλήσεως (βλ., όσον αφορά ακριβώς το ιταλικό μονοπώλιο καπνού, την απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983, υπόθεση 78/82, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1983, σ. 1955, σκέψη 11). Η εν λόγω διάταξη επιβάλλει την προσαρμογή των εθνικών ρυθμίσεων που απονέμουν αποκλειστικά δικαιώματα, κατά τρόπον ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε διάκριση ως προς τους όρους διαθέσεως (βλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1990, υπόθεση C-347/88, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 1990, σ. I-4747, σκέψεις 32 και 42, και της 19ης Ιανουαρίου 1993, υπόθεση C-361/90, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, Συλλογή 1993, σ. I-95, σκέψη 13).

    24.

    Αφότου, όμως, τέθηκε σε ισχύ ο νόμος 724 της 10ης Δεκεμβρίου 1975, η AAMS δεν έχει πλέον το αποκλειστικό δικαίωμα να εισάγει καπνό, η δε δυνατότητα δημιουργίας κρατικών πρατηρίων, ήτοι καταστημάτων λιανικής πωλήσεως ανηκόντων στην AAMS καταργήθηκε με τον νόμο 198 της 13ης Μαΐου 1983. Εννοείται, εξ άλλου, ότι οι καπνοπώλες μπορούν να αποφασίζουν εξ ιδίων τί προϊόντα καπνού θέλουν να εμπορεύονται. Νομίζω — όπως άλλωστε και η Επιτροπή και η Γαλλική Κυβέρνηση — ότι από τις δοθείσες στο Δικαστήριο πληροφορίες δεν συνάγεται ότι το κρατικό μονοπώλιο δεν οφείλει να συμμορφωθεί προς τη διάταξη του άρθρου 37 κατά τρόπον ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε διάκριση ως προς τους όρους εφοδιασμού και διαθέσεως.

    25.

    Όσον αφορά το άρθρο 30 της Συνθήκης, το Δικαστήριο έχει δεχθεί, με την προηγούμενη νομολογία του, ότι εθνική ρύθμιση που αναθέτει αποκλειστικά σε ορισμένη επαγγελματική κατηγορία τη διανομή ορισμένων προϊόντων είναι ικανή να επηρεάσει τις δυνατότητες εμπορίας των εισαγομένων προϊόντων, δεδομένου ότι κατευθύνει τις πωλήσεις, και μπορεί, ως εκ τούτου, να αποτελέσει μέτρο αποτελέσματος ισοδυνάμου προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών ( 15 ).

    26.

    Ωστόσο, με την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1993, Keck και Mithouard ( 16 ), το Δικαστήριο αναθεώρησε τη σχετική νομολογία του. Παρατήρησε κατ' αρχάς ότι, «σύμφωνα με την απόφαση στην υπόθεση Cassis de Dijon (απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1979, 120/78, Rewe-Zentral, Συλλογή τόμος 1979/1, σ. 321), μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, απαγορευόμενα από το άρθρο 30, αποτελούν τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που δημιουργεί, ελλείψει εναρμονίσεως των νομοθεσιών, η επί των εμπορευμάτων προελεύσεως άλλων κρατών μελών, όπου αυτά νομίμως παρασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο, εφαρμογή κανόνων που αφορούν τους όρους στους οποίους πρέπει να ανταποκρίνονται τα εμπορεύματα αυτά (όπως αυτοί που αφορούν την ονομασία, τη μορφή, τις διαστάσεις, το βάρος, τη σύνθεση, την παρουσίαση, τη σήμανση, τη συσκευασία τους), ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται αδιακρίτως σε όλα τα προϊόντα, εφόσον η εφαρμογή τους δεν δικαιολογείται από κάποιο στόχο γενικού συμφέροντος ικανό να υπερισχύσει των απαιτήσεων της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων» ( 17 ).

    Στη συνέχεια, το Δικαστήριο έκρινε, αντίθετα απ' ό,τι είχε δεχθεί μέχρι τότε, ότι «δεν είναι ικανή να επηρεάσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, κατά την έννοια της νομολογίας Dassonville (απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74, Συλλογή τόμος 1974, σ. 411), η επί προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών εφαρμογή εθνικών διατάξεων που περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένες μορφές πωλήσεως, αρκεί οι διατάξεις αυτές να εφαρμόζονται σε όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους στο εθνικό έδαφος και αρκεί να επηρεάζουν κατά τον ίδιο τρόπο, και νομικώς και πραγματικός, την εμπορία των εθνικών προϊόντων και των προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών.

    Πράγματι, από τη στιγμή που πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, η εφαρμογή ρυθμίσεων αυτού του είδους στην πώληση προϊόντων προελεύσεως άλλου κράτους μέλους, τα οποία ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές που έχει θεσπίσει το κράτος αυτό, δεν είναι ικανή να παρεμποδίσει την πρόσβαση τους στην αγορά ούτε να τη δυσχεράνει όπως δεν δυσχεραίνει την πρόσβαση στην αγορά των εθνικών προϊόντων. Επομένως, οι ρυθμίσεις αυτού του είδους δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης» ( 18 ).

    Το Δικαστήριο επέλυσε, επομένως, το προδικαστικό ζήτημα δεχόμενο ότι το άρθρο 30 της Συνθήκης έχει την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή στη νομοθεσία κράτους μέλους που απαγορεύει γενικώς τη μεταπώληση προϊόντων σε τιμή κάτω του κόστους.

    27.

    Η απόφαση αυτή πρέπει να γίνει νοητή υπό την έννοια ότι, προς εφαρμογή του άρθρου 30 της Συνθήκης, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ τριών ομάδων εθνικών διατάξεων. Η πρώτη ομάδα αποτελείται από διατάξεις που περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένους τρόπους πωλήσεως ( 19 ). Το γεγονός ότι τέτοιες διατάξεις εφαρμόζονται επί εμπορευμάτων προερχομένων από άλλα κράτη μέλη δεν στοιχειοθετεί, άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, εμπόδιο στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, άπαξ οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται εφ' όλων των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων που δρουν εντός της εθνικής επικράτειας και άπαξ, πραγματικώς και νομικώς, η εμπορία των εγχωρίων προϊόντων και των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη υφίσταται τις αυτές συνέπειες.

    28.

    Εάν οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν συντρέχουν, και οι διατάξεις που περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένες μορφές πωλήσεως συνιστούν μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά το άρθρο 30 της Συνθήκης. Με την απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 1994, Ortscheit ( 20 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον η απαγόρευση διαφημίσεως των φαρμάκων, η οποία αφορούσε αποκλειστικά τα αλλοδαπά φάρμακα, δεν έπληττε κατά τον ίδιο τρόπο την εμπορία των φαρμάκων προελεύσεως άλλων κρατών μελών και την εμπορία των φαρμάκων εγχώριας παραγωγής, δεν εξέφευγε του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης. Συμπέρανε, επομένως, ότι η εν λόγω απαγόρευση ενείχε, δυνάμει, περιορισμό του όγκου των εισαγωγών των φαρμάκων στο οικείο κράτος μέλος και αποτελούσε, άρα, μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης.

    Στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, αντιστοίχως, το Δικαστήριο δέχτηκε, με την απόφαση της 10ης Μαΐου 1995, Alpine Investments ( 21 ), ότι η απαγόρευση τηλεφωνικής προσεγγίσεως ιδιωτών, χωρίς την προηγούμενη συναίνεση τους, για να τους προτείνεται η παροχή ορισμένων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, συνιστούσε εμπόδιο εις βάρος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατά το άρθρο 59 της Συνθήκης ΕΟΚ. Το Δικαστήριο τόνισε ότι η απαγόρευση επιβαλλόταν από το κράτος μέλος εγκαταστάσεως του παρέχοντος υπηρεσίες και δεν αφορούσε μόνο τις προσφορές που είχε κάνει αυτός σε αποδέκτες εγκατεστημένους στο έδαφος του εν λόγω κράτους ή που μετέβαιναν εκεί για να δεχθούν τις υπηρεσίες, αλλά και τις προσφορές που απευθύνονταν σε αποδέκτες που βρίσκονταν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Η απαγόρευση έπληττε, άρα, ευθέως την πρόσβαση στην παροχή υπηρεσιών στα άλλα κράτη μέλη.

    29.

    Με την απόφαση Keck και Mithouard, το Δικαστήριο έκρινε ότι μια εθνική ρύθμιση που απαγορεύει τη μεταπώληση σε τιμή κάτω του κόστους εμπίπτει στην ομάδα των «διατάξεων που περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένους τρόπους πωλήσεως» και που, εν γένει, δεν συνιστούν μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά το άρθρο 30 της Συνθήκης ( 22 ). Σ' αυτή την ομάδα περιέλαβε επίσης το Δικαστήριο, με την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1993, Hünermund κ-λπ. ( 23 ), έναν κανόνα δεοντολογίας που απαγορεύει στους φαρμακοποιούς να διαφημίζουν παραφαρμακευτικά προϊόντα εκτός φαρμακείου. Η ίδια ομάδα περικλείει περαιτέρω, σύμφωνα με την απόφαση της 2ας Ιουνίου 1994, Tankstation 't Heukske και Boermans ( 24 ), και τους κανόνες περί ωραρίου λειτουργίας των πρατηρίων βενζίνης, καθ' όσον οι εν λόγω διατάξεις ρυθμίζουν «κατά χρόνο και χώρο τις συνθήκες πωλήσεως των εμπορευμάτων». Εξ άλλου, με την απόφαση της 2ας Ιουνίου 199, Punto Casa και PPV ( 25 ), το Δικαστήριο περιέλαβε σ' αυτή την κατηγορία τους κανόνες περί απαγορεύσεως λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων λιανικής πωλήσεως την Κυριακή, διότι αφορούσαν «τις περιστάσεις υπό τις οποίες τα εμπορεύματα μπορούν να πωλούνται στους καταναλωτές». Τέλος, με την απόφαση Leclerc-Siplec, το Δικαστήριο υπήγαγε σ' αυτή την ομάδα έναν κανόνα που απαγορεύει την τηλεοπτική διαφήμιση επιχειρήσεων διανομής, επισημαίνοντας ότι απαγόρευε «ορισμένη μορφή προωθήσεως (τηλεοπτική διαφήμιση) ορισμένης μεθόδου εμπορίας (διανομής) προϊόντων» ( 26 ).

    30.

    Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει όλες τις άλλες περιπτώσεις και περιγράφεται στην προαναφερθείσα απόφαση Keck και Mithouard ως εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που προκύπτουν από την υπαγωγή εμπορευμάτων προελεύσεως άλλων κρατών μελών, όπου αυτά νομίμως παρασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο, σε κανόνες που αφορούν τους όρους στους οποίους πρέπει να ανταποκρίνονται τα εμπορεύματα αυτά (όπως αυτοί που αφορούν την ονομασία, τη μορφή, τις διαστάσεις, το βάρος, τη σύνθεση, την παρουσίαση, τη σήμανση ή τη συσκευασία τους). Δεν έχει σημασία αν οι κανόνες αυτής της ομάδας εφαρμόζονται αδιακρίτως στα αλλοδαπά και στα εγχώρια προϊόντα, άπαξ η εφαρμογή τους δεν δικαιολογείται από κάποιο σκοπό γενικού συμφέροντος ικανό να υπερισχύσει των επιταγών της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

    Με τη νομολογία του Δικαστηρίου που επακολούθησε την απόφαση Keck και Mithouard, υπήχθησαν σ' αυτή την ομάδα και οι εθνικές διατάξεις που απαγορεύουν την εισαγωγή και πώληση εμπορεύματος με ορισμένη ονομασία ( 27 ) ή που περιορίζουν τη δυνατότητα ενδείξεως επί της συσκευασίας του προϊόντος της ημερομηνίας λήξεως ( 28 ).

    Στην ομάδα αυτή όμως δεν εμπίπτουν μόνο οι εθνικές διατάξεις περί των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούν τα εμπορεύματα. Συγκεκριμένα, με την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1993, Ligur Carni κ.λπ. ( 29 ), το Δικαστήριο δέχτηκε ότι οι εθνικές διατάξεις, που επιβάλλουν στους εισαγωγείς νωπών κρεάτων να χρησιμοποιούν συγκεκριμένη επιχείρηση για τη μεταφορά και φύλαξη των εμπορευμάτων τους ή να καταβάλλουν στην εν λόγω επιχείρηση το αντίστοιχο ποσό, συνιστούν μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά το άρθρο 30. Παρομοίως, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1994, Centre d'insémination de la Crespelle ( 30 ), έκρινε ότι οι εθνικές διατάξεις, που επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που εισάγουν από άλλα κράτη μέλη σπέρμα προς γονιμοποίηση να το φυλάσσουν σε εγκεκριμένο κέντρο, συνιστούν μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος.

    31.

    Η υπεράσπιση του κατηγορουμένου υποστήριξε ότι το ιταλικό καθεστώς εμπορίας καπνού πρέπει να θεωρηθεί, στο σύνολό του, ως μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης. Παρατήρησε, μεταξύ άλλων, ότι το εν λόγω καθεστώς ενέχει περιορισμό των εισαγωγών καπνού στην Ιταλία, καθ' όσον αυτός πρέπει να αποθηκεύεται στην AAMS ή σε αποθήκες που έχουν λάβει προηγουμένως σχετική άδεια. Στοιχειοθετεί, εξ άλλου, περιορισμό το γεγονός ότι τα προϊόντα καπνού δεν μπορούν να εισάγονται και να διατίθενται σε συσκευασίες διαφορετικές από εκείνες που ορίζει η ιταλική ρύθμιση, όπως και το γεγονός ότι τα εν λόγω προϊόντα πρέπει να έχουν καταχωριστεί σε τιμοκατάλογο τον οποίο καταρτίζει το Υπουργείο Οικονομικών, γεγονός το οποίο έχει αναχθεί σε προαπαιτούμενο της χορηγήσεως αδείας από τις δημόσιες αρχές. Το καθεστώς αυτό συνεπάγεται, στην πράξη, ότι οι αλλοδαποί καπνοβιομήχανοι που προτίθενται να πωλήσουν τα εμπορεύματά τους στην ιταλική αγορά υποχρεούνται να συνάπτουν συμφωνίες με το μονοπώλιο σχετικά με την αποθήκευση και τη διανομή των εμπορευμάτων αυτών.

    32.

    Η Ιταλική Κυβέρνηση απαντά, παραπέμποντας στην πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου περί εθνικών διατάξεων που περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένους τρόπους πωλήσεως. Κατά την άποψη του, η ιταλική ρύθμιση δεν περιορίζει την εισαγωγή καπνού από άλλα κράτη μέλη. Έχει θεσπιστεί άλλωστε προς εξυπηρέτηση υγειονομικών αναγκών, αλλά και προς εξασφάλιση κρατικών πόρων από έναν βαρέως φορολογούμενο τομέα.

    33.

    Η Γαλλική και η Ισπανική Κυβέρνηση υποστήριξαν ότι η νομολογιακή κατεύθυνση την οποία όρισε το Δικαστήριο στην υπόθεση Keck και Mithouard σημαίνει ότι οι εθνικές διατάξεις περί μονοπωλίων λιανικής πωλήσεως δεν συνιστούν περιορισμούς κατά το άρθρο 30, άπαξ επηρεάζουν εξ ίσου το εμπόριο αλλοδαπών και εγχωρίων προϊόντων. Μονοπώλια λιανικής πωλήσεως καπνού υπάρχουν και στη Γαλλία και την Ισπανία, δικαιολογούνται δε, μεταξύ άλλων, από την ανάγκη καταπολεμήσεως της φοροδιαφυγής. Η Γαλλική Κυβέρνηση υπογράμμισε περαιτέρω ότι τα καπνοπωλεία σε μικρούς οικισμούς λειτουργούν συχνά και ως εφημεριδοπωλεία και καφενεία, αναπτύσσοντας έτσι μια σημαντική κοινωνική λειτουργία.

    34.

    Η Επιτροπή υποστήριξε ότι το ιταλικό καθεστώς εμπορίας καπνού συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά το άρθρο 30 της Συνθήκης. Η παραχώρηση σε ορισμένη ομάδα λιανοπωλητών της αποκλειστικότητας πωλήσεως καπνού συνεπάγεται διοχέτευση των πωλήσεων ικανή να περιορίσει τις εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος. Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι η εν λόγω αποκλειστικότητα συνάδει με τη νέα κατεύθυνση της νομολογίας, την οποία έδωσε το Δικαστήριο με την απόφαση του στις συνεκ-δικασθείσες υποθέσεις Keck και Mithouard αλλά ακόμη κι αν ήταν έτσι, θα υπήρχε μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος, καθ' όσον η Ιταλική Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι η επίδικη ρύθμιση, πραγματικώς και νομικώς, πλήττει εξ ίσου τη διανομή των προϊόντων εγχωρίας παραγωγής και των προϊόντων προελεύσεως άλλων κρατών μελών. Τούτο ισχύει όλως ιδιαιτέρως στην υπό κρίση περίπτωση, όπου μία αρχή ελέγχει το όλο κύκλωμα εμπορίας καπνού και όπου υφίσταται εν τοις πράγμασί μονοπώλιο χονδρικού εμπορίου. Οι απορρέοντες από το καθεστώς αυτό περιορισμοί δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με βάση το άρθρο 36, ειδικότερα διότι υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο.

    35.

    Κατά την άποψη μου, το νομικό πλέγμα που διέπει την πώληση επεξεργασμένου καπνού, το οποίο αφορά η παρούσα διαδικασία, διαφέρει θεμελιωδώς από το είδος κανόνων τους οποίους το Δικαστήριο κατέταξε, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Keck και Mithouard και με τις μεταγενέστερες αποφάσεις του, στην ομάδα των «διατάξεων που περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένους τρόπους πωλήσεως». Οι αποφάσεις εκείνες αφορούσαν όλες διατάξεις που περιόριζαν, εν όλω ή εν μέρει, τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να ασκούν ορισμένες μορφές εμπορικής δραστηριότητας, κατά τρόπο τόσο γενικό και αόριστο, ώστε να μη μπορεί να υποτεθεί ότι ασκούσαν άξια λόγο επίδραση επί της εμπορίας των εισαγομένων προϊόντων.

    36.

    Κατά την άποψη μου, είναι απολύτως λογικό να γίνει δεκτό ότι οι εθνικοί κανόνες, δυνάμει των οποίων ορισμένα εμπορεύματα μπορούν να πωλούνται μόνον από μια ορισμένη ομάδα λιανοπωλητών, πρέπει να συγκαταλέγονται μεταξύ των «διατάξεων που περιορίζουν ή απαγορεύουν ορισμένους τρόπους πωλήσεως». Στην προκειμένη περίπτωση, αντιθέτως, πρόκειται, σχετικά με ορισμένο προϊόν, και συγκεκριμένα τον επεξεργασμένο καπνό, για τη διοχέτευση της παραγωγής, της εισαγωγής, της αποθηκεύσεως και της εμπορίας, υπό τη διαχείριση μιας αρχή που ταυτοχρόνως εισπράττει φόρους καταναλώσεως και άλλους φόρους επί των δραστηριοτήτων αυτών. Εξ άλλου, τίθενται προϋποθέσεις αφορώσες τη συσκευασία των εμπορευμάτων, η δε δυνατότητα εισαγωγής καπνού από άλλα κράτη μέλη εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα εμπορεύματα έχουν καταχωριστεί σε τιμοκατάλογο τον οποίον καταρτίζει το Υπουργείο Οικονομικών. Το επίδικο καθεστώς συνδυάζεται, περαιτέρω, με εν τοις πράγ-μασι μονοπώλιο του χονδρικού εμπορίου, τα δε εισαγόμενα εμπορεύματα πρέπει να φυλάσσονται σε εγκεκριμένη αποθήκη, εφόσον βέβαια δεν αποθηκεύονται στις αποθήκες που ανήκουν στις κρατικές αρχές (βλ. σχετικώς τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου Ligur Carni κ.λπ. και Centre d'insémination de la Crespelle). Κατά την άποψη μου, δεν υπάρχει, ουσιαστικά, αμφιβολία περί το γεγονός ότι η ιταλική ρύθμιση περί πωλήσεως επεξεργασμένου καπνού είναι, στο σύνολό της, ικανή να πλήξει τη δυνατότητα πωλήσεως εισαγομένων προϊόντων και συνιστά, άρα, μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά το άρθρο 30 της Συνθήκης.

    37.

    Η προστασία της ζωής και της υγείας των ανθρώπων δύναται, κατά το άρθρο 36 της Συνθήκης, να δικαιολογήσει περιορισμούς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων.

    38.

    Είναι σήμερα ευρέως γνωστό ότι τόσο το ενεργητικό όσο και το παθητικό κάπνισμα είναι πολύ επικίνδυνο για τη ζωή και την υγεία. Οι πρωτοβουλίες τις οποίες έχουν λάβει τα κράτη μέλη για να περιορίσουν αυτούς τους κινδύνους για την υγεία πρέπει, κατά την άποψη μου, να τύχουν της υποστηρίξεως του Δικαστηρίου, έστω και αν συνεπάγονται περιορισμούς σε καίριους τομείς, όπως, π.χ., η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Διάφορα κράτη μέλη έχουν, πράγματι, θεσπίσει διάφορους κανόνες για να περιορίσουν τους κινδύνους για την υγεία που απορρέουν από το ενεργητικό και το παθητικό κάπνισμα τέτοιοι κανόνες είναι, π.χ., η απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσια κτίρια, σε εστιατόρια και σε άλλους δημόσιους χώρους, ο περιορισμός του περιεχομένου νικοτίνης και πίσσας στον επεξεργασμένο καπνό, η απαγόρευση ορισμένων τύπων καπνού, της διαφημίσεως των προϊόντων αυτών, κ.λπ.

    39.

    Κατά την άποψη μου, δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνει δεκτό ότι οι ιταλικοί κανόνες περί εμπορίας καπνού επιδιώκουν ή επιτυγχάνουν την προστασία της ζωής και της υγείας των ανθρώπων, περιορίζοντας το ενεργητικό και το παθητικό κάπνισμα. Υπάρχουν 76000 πρατήρια επεξεργασμένου καπνού, των οποίων η τοποθεσία ορίζεται κατά τρόπον ώστε να λαμβάνονται, μεταξύ άλλων, υπόψη οι καταναλωτικές ανάγκες του τοπικού πληθυσμού και ειδικές απαιτήσεις. Τα πρατήρια υποχρεούνται μάλιστα να παραμένουν ανοικτά τις αργίες εκ περιτροπής. Επομένως, επ' ουδενί λόγω προκύπτει ότι το καθεστώς αυτό αποσκοπεί στη μείωση της καταναλώσεως καπνού στην Ιταλία σε σχέση με τα λοιπά κράτη μέλη. Δεν μπορεί, άρα, να δικαιολογηθεί από λόγους προστασίας της ζωής και της υγείας.

    40.

    Η αποτελεσματικότητα της εισπράξεως και του ελέγχου των φορολογικών εσόδων μπορεί να δικαιολογήσει ορισμένα εμπόδια στις συναλλαγές εντός της Κοινότητας (βλ. ιδίως την προαναφερθείσα απόφαση Cassis de Dijon, βλ. παράγραφο 26 ανωτέρω). Είναι αναμφίβολο ότι το ιταλικό καθεστώς συνιστά αποτελεσματικό μέσο προς εξασφάλιση των φορολογικών εσόδων και του ελέγχου τους όσον αφορά τον φόρο καταναλώσεως επί του επεξεργασμένου καπνού. Ένα τέτοιο καθεστώς όμως δεν είναι αναγκαίο, κατά τη γνώμη μου, για την προστασία των φορολογικών εσόδων και του ελέγχου τους όσον αφορά βαρέως φορολογούμενα προϊόντα. Ο σκοπός αυτός μπορεί να επιδιωχθεί μέσω λιγότερο καταναγκαστικών μέτρων που δεν ενέχουν διοχέτευση της παραγωγής, της εισαγωγής, της αποθηκεύσεως και της πωλήσεως. Άλλα κράτη μέλη διαθέτουν άλλωστε αποτελεσματικά μέσα προστασίας των φορολογικών εσόδων και ελέγχου τους στον τομέα του καπνού χωρίς παρόμοιο καθεστώς. Πρέπει ακόμη να υπο-μνησθεί ότι στην Ιταλία επιβάλλονται άλλοι φόροι, π.χ. επί των οινοπνευματωδών, χωρίς να είναι αναγκαία η θέσπιση αναλόγου μονοπωλίου. Το επίδικο καθεστώς, επομένως, δεν μπορεί ούτε να δικαιολογηθεί με την απαίτηση της αποτελεσματικής προστασίας των φορολογικών εσόδων και ελέγχου του φόρου καταναλώσεως επί του επεξεργασμένου καπνού.

    41.

    Τα κράτη μέλη πρέπει, φυσικά, να μπορούν να θεσπίζουν εύλογα μέτρα, για να μη παύσει να είναι δυνατή η αγορά καπνού στους μικρούς οικισμούς. Δυσχερώς όμως μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο σκοπός αυτός μπορεί να επιδιωχθεί μόνο μέσω μιας ρυθμίσεως με τόσο ευρεία εμβέλεια όπως η ιταλική. Και πάντως αυτό δεν δικαιολογεί τη διατήρηση ενός συστήματος αποκλειστικότητας σε άλλους τόπους, όπως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Πρέπει ενδεχομένως να αποδειχθεί επίσης ότι η πώληση καπνού έχει συγκεκριμένη οικονομική σημασία για τη δυνατότητα διατηρήσεως εφημεριδοπω-λείων, καφενείων, ταχυδρομικών γραφείων και άλλων παρομοίων καταστημάτων στους μικρούς οικισμούς. Το εν λόγω καθεστώς δεν μπορεί, επομένως, να δικαιολογηθεί υπό το πρίσμα τέτοιων θεωρήσεων.

    42.

    Εν συμπεράσματι, θεωρώ ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι κωλύουν τη δημιουργία ενός ενιαίου εθνικού καθεστώτος εμπορίας επεξεργασμένου καπνού, όπως το περιγραφόμενο στη διάταξη παραπομπής.

    Το δεύτερο ερώτημα

    43.

    Κατά την άποψη μου, το ερώτημα αυτό πρέπει να γίνει αντιληπτό υπό την έννοια ότι ο εθνικός δικαστής ζητεί να εκτιμηθεί αν συμβιβάζονται προς το άρθρο 30 της Συνθήκης διατάξεις όπως οι ιταλικές διατάξεις που προβλέπουν ποινές και άλλες έννομες συνέπειες απορρέουσες από την κατοχή επεξεργασμένου καπνού για τον οποίο δεν έχει καταβληθεί ο φόρος. Συνιστά μια τέτοια ρύθμιση μέτρο αποτελέσματος ισοδυνάμου προς ποσοτικό περιορισμό επί των εισαγωγών;

    44.

    Οι κανόνες που επιβάλλουν στους εισαγωγείς ενός προϊόντος υποχρεώσεις και απαγορεύσεις, συνοδευόμενες από ποινικές κυρώσεις, ενδέχεται, υπό ορισμένες συνθήκες, να συνιστούν, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης. Με την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1976, Donckerwolcke ( 31 ), το Δικαστήριο αποφάνθηκε, όντως, ότι μια εθνική διάταξη που επιβάλλει να αναγράφεται στο συνοδευτικό έγγραφο η χώρα καταγωγής του εμπορεύματος εμπίπτει στο άρθρο 30 της Συνθήκης, εάν υποχρεώνει τον εισαγωγέα να δηλώσει στοιχεία πέραν των όσων γνωρίζει ή δύναται ευλόγως να γνωρίζει ή εάν η παράλειψη ή ανακρίβεια αυτής της δηλώσεως επισύρει κύρωση δυσανάλογη προς τη φύση μιας καθαρά διοικητικής παραβάσεως. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, περαιτέρω, με την απόφαση της 11ης Μαΐου 1989, Wurmser ( 32 ), ότι μια εθνική διάταξη, που επιβάλλει στον υπεύθυνο της πρώτης διαθέσεως στην εθνική αγορά ενός προϊόντος να εξακριβώνει, υπέχων σχετικώς και ποινική ευθύνη, ότι το προϊόν αυτό πληροί τις ισχύουσες προδιαγραφές, συμβιβάζεται με τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης μόνον εφόσον ο εισαγωγέας έχει τη δυνατότητα να απαλλαγεί της ευθύνης του προσκομίζοντας πιστοποιητικό με το οποίο αποδεικνύει ότι τήρησε την υποχρέωση του να ελέγξει το σύμφωνον του προϊόντος αυτού προς τις προδιαγραφές.

    45.

    Στην υπό κρίση περίπτωση, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Ο Banchero κατηγορείται ότι είχε στην κατοχή του προϊόντα καπνού για τα οποία δεν είχε πληρωθεί ο φόρος. Δεν κατηγορείται ότι εισήγαγε διαφεύγοντας τον φόρο για τα εν λόγω εμπορεύματα, τα οποία προκύπτει ότι είχε αγοράσει από έναν άγνωστο κοντά στο Ponte Monumentale της Γένουας.

    46.

    Οι διατάξεις βάσει των οποίων κατηγορήθηκε ο Banchero έχουν τεθεί προς κατοχύρωση της τηρήσεως των κανόνων περί του φόρου καταναλώσεως καπνού, οι οποίοι στηρίζονται στην οδηγία 72/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών ( 33 ). Φυσικό είναι τα κράτη μέλη να προβλέπουν κυρώσεις προς εξασφάλιση της τηρήσεως των εν λόγω διατάξεων και να προβλέπουν την επιβολή προστίμων και κατασχέσεως εις βάρος του κατόχου εμπορευμάτων που δεν έχουν νομίμως εκτελωνισθεί. Οι ποινικές αυτές διατάξεις δεν κωλύουν την εισαγωγή εμπορευμάτων σύμφωνα με τις εφαρμοστέες φορολογικές διατάξεις, που είναι κατά τα λοιπά σύμφωνες προς το κοινοτικό δίκαιο.

    47.

    Στο δεύτερο ερώτημα πρέπει, κατά την άποψη μου, να δοθεί η απάντηση ότι οι εθνικές διατάξεις, που προβλέπουν ποινικές κυρώσεις και άλλες έννομες συνέπειες για την κατοχή καπνού για τον οποίον έχει γίνει φοροδιαφυγή, δεν εμπίπτουν στο άρθρο 30 της Συνθήκης.

    Το τρίτο ερώτημα

    48.

    Με το τρίτο ερώτημα, ο παραπέμπων δικαστής ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει αν εθνικές διατάξεις, όπως είναι οι ιταλικές διατάξεις περί της λιανικής πωλήσεως καπνού, συμβιβάζονται με τα άρθρα 86 και 90 της Συνθήκης. Το ερώτημα φαίνεται να στηρίζεται στο γεγονός ότι ο αιτών δικαστής τρέφει αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα των λιανοπωλητών — μεταξύ άλλων, λόγω των διατάξεων περί ωρών λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων και ως συνέπεια των απεργιών — να ικανοποιήσουν τη ζήτηση των καταναλωτών.

    49.

    Η υπεράσπιση του κατηγορουμένου υποστήριξε ότι οι δραστηριότητες της AAMS στον τομέα του λιανικού εμπορίου εμπίπτουν στο άρθρο 90 της Συνθήκης, διότι τα πρατήρια καπνού πρέπει να θεωρηθούν ως μέρος της AAMS και κατέχουν, ως εκ τούτου, συλλογική δεσπόζουσα θέση. Τελεί, επομένως, σε αντίθεση προς το άρθρο 86η παραχώρηση αποκλειστικών δικαιωμάτων με τη δικαιολογία ότι οι καπνιστές πρέπει να μπορούν να αγοράζουν καπνό 24 ώρες το 24ωρο και ελευθέρως σε όλα τα καταστήματα που προτίθενται να πωλούν καπνό και ότι ο περιορισμός του αριθμού των μεταπωλητών συνιστά περιορισμό της εμπορίας καπνού εις βάρος των καταναλωτών.

    50.

    Η Επιτροπή — υποστηριζόμενη και από την Ιταλική Κυβέρνηση — υποστήριξε ότι η AAMS δεν μπορεί, δυνάμει της ιταλικής ρυθμίσεως, να δρα στην αγορά λιανοπωλώ-ντας η ίδια καπνό, αλλά ασκεί απλώς, στην εν λόγω αγορά, δημόσια εξουσία, εκδίδοντας άδειες στους καθ' έκαστον καπνοπώλες. Κατά την Επιτροπή, δεν ευσταθεί το ότι η AAMS ασκεί τέτοιο οικονομικό και ιθυ-ντήριο έλεγχο επί των λιανοπωλητών, ώστε αυτοί να ενεργούν στην ουσία ως απλά όργανα της AAMS. Δεν έχει, επομένως, εφαρμογή το άρθρο 90 της Συνθήκης.

    51.

    Κατά την ιταλική ρύθμιση, η ίδια η AAMS δεν μπορεί να λιανοπωλεί καπνό. Το γεγονός ότι η άσκηση ορισμένης δραστηριότητας εξαρτάται από την έκδοση αδείας δεν σημαίνει αφ' εαυτού ότι ο χορηγών την άδεια και ο κάτοχός της πρέπει να θεωρούνται, από κοινού, ως επιχείρηση υπό το πρίσμα του άρθρου 86 της Συνθήκης. Η AAMS και οι κατ' ιδίαν λιανοπωλητές καπνού μπορούν απλώς να θεωρηθούν, υπό το πρίσμα των περί ανταγωνισμού διατάξεων της Συνθήκης, ως ενιαία επιχείρηση, μόνον εφόσον υφίσταται μία οικονομική ενότητα, στο πλαίσιο της οποίας οι κατ' ιδίαν λιανοπωλητές δεν διαθέτουν αληθή αυτονομία προς καθορισμό της συμπεριφοράς τους στην αγορά, οι δε συμφωνίες μεταξύ των εμπλεκομένων μονάδων αποσκοπούν στον καταμερισμό των καθηκόντων εντός της επιχειρήσεως ( 34 ).

    52.

    Είναι δεδομένο ότι το Ιταλικό Δημόσιο (μέσω του Υπουργείου Οικονομικών) καθορίζει τις τιμές πωλήσεως και τα περιθώρια κέρδους των λιανοπωλητών, όπως επίσης (μέσω των περιφερειακών επιθεωρητών της AAMS), αφού λάβει τη γνώμη των δημοτικών αρχών, ορίζει τις ώρες λειτουργίας των πρατηρίων. Αυτό, ωστόσο, δεν αρκεί, κατά τη γνώμη μου, για να θεωρηθεί ότι η AAMS και τα 76000 πρατήρια συναποτελούν μία ενιαία επιχείρηση υπό το πρίσμα της εφαρμογής των περί ανταγωνισμού διατάξεων της Συνθήκης. Δεν υφίστανται, π.χ., κοινές ιδιοκτησιακές σχέσεις μεταξύ της AAMS και των κατ' ιδίαν καπνοπωλείων, τα οποία αποτελούν χωριστές νομικές οντότητες. Προκύπτει, εξ άλλου, ότι οι κατ' ιδίαν μεταπωλητές φέρουν προσωπικώς τον εμπορικό κίνδυνο για τα απώλητα προϊόντα καπνού. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τα διατιθέμενα στοιχεία, οι λιανοπωλητές αποφασίζουν αυτόνομα τί συνδυασμό προϊόντων καπνού θέλουν να εμπορεύονται μεταξύ των σημάτων που διαθέτει η AAMS. Θεωρώ, επομένως, ότι δεν συντρέχει η προϋπόθεση του τρίτου ερωτήματος του εθνικού δικαστή, ότι δηλαδή η AAMS δρα στην αγορά ως επιχείρηση που λιανοπωλεί προϊόντα καπνού.

    53.

    Προτείνω, επομένως, στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο ερώτημα ότι ένας δημόσιος φορέας, που δεν δύναται να προβαίνει απευθείας στη λιανική πώληση επεξεργασμένου καπνού και είναι αρμόδιος να χορηγεί σε τρίτους άδειες λιανικής πωλήσεως του εν λόγω εμπορεύματος, δεν συνιστά επιχείρηση δρώσα στην οικεία αγορά κατά την έννοια των άρθρων 86 και 90 της Συνθήκης.

    Συμπέρασμα

    54.

    Προτείνω, επομένως, στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε με διάταξη της 30ής Ιουλίου 1993 ο Pretore di Genova ως εξής:

    «1)

    Τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι κωλύουν τη δημιουργία ενός ενιαίου εθνικού καθεστώτος εμπορίας επεξεργασμένου καπνού, όπως το περιγραφόμενο στη διάταξη παραπομπής.

    2)

    Οι εθνικές διατάξεις, που προβλέπουν ποινικές κυρώσεις και άλλες έννομες συνέπειες για την κατοχή καπνού για τον οποίον έχει γίνει φοροδιαφυγή, δεν εμπίπτουν στο άρθρο 30 της Συνθήκης.

    3)

    Ένας δημόσιος φορέας, που δεν δύναται να προβαίνει απευθείας στη λιανική πώληση επεξεργασμένου καπνού και είναι αρμόδιος να χορηγεί σε τρίτους άδειες λιανικής πωλήσεως του εν λόγω εμπορεύματος, δεν συνιστά επιχείρηση δρώσα στην οικεία αγορά κατά την έννοια των άρθρων 86 και 90 της Συνθήκης.»


    ( *1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η δανική.

    ( 1 ) GURI, τεύχος 9 της 13ης Ιανουαρίου 1958.

    ( 2 ) GURI, τεύχος 4 της 7ης Ιανουαρίου 1976.

    ( 3 ) Για το αν συμβιβαζόταν προς το άρθρο 37 το εν λόγω μονοπώλιο εισαγωγής, που υφίστατο μέχρι την έναρξη ισχύος του παρατιθεμένου νόμου, βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Φεβρουαρίου 1976, υπόθεση 59/75, Manghera κ.λπ. (Συλλογή τόμος 1976, σ. 27).

    ( 4 ) Η δυνατότητα δημιουργίας κρατικών πρατηρίων, και, μεταξύ άλλων, πρατηρίων λιανικής πωλήσεως ανηκόντων στην AAMS, καταργήθηκε με τον νόμο 198 της 13ης Μαΐου 1983 (GURI, τεύχος 138 της 21ης Μαΐου 1983).

    ( 5 ) GURI, τεύχος 65 της 16ης Μαρτίου 1985.

    ( 6 ) Βλ. σχετικώς απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1993, υπόθεση C-306/91, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1993, σ. Ι-2133).

    ( 7 ) GURI, τεύχος 199 της 26ης Ιουλίου 1942.

    ( 8 ) GURI, τεύχος 27 της 2ας Φεβρουαρίου 1951.

    ( 9 ) Διάταγμα αριθ. 43 του Προέδρου της Δημοκρατίας, της 23ης Ιανουαρίου 1973, και επακολουθήσασες τροποποιήσεις.

    ( 10 ) Υπόθεση C-157/92, Συλλογή 1993, σ. I-1085.

    ( 11 ) Βλ. άρθρα 2 και 4 της οδηγίας 72/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 77/805/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1977 (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 93).

    ( 12 ) Βλ., π.χ., απόφαση της 16ης Απριλίου 1991, υπόθεση C-347/89, Eurim-Pharm (Συλλογή 1991, σ. I-1747).

    ( 13 ) Βλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1981, υπόθεση 244/80, Foglia κατά Novello (Συλλογή 1981, α 3045), της 8ης Νοεμβρίου 1990, υπόθεση C-231/89, Gmurzynska-Bscher (Συλλογή 1990, σ. Ι-4003, σκέψη 23), και της 9ης Φεβρουαρίου 1995, υπόθεση C-412/93, Leclerc-Siplec (Συλλογή 1995, σ. I-179).

    ( 14 ) Βλ., π.χ., απόφαση της 28ης Μαρτίου 1979, υπόθεση 222/78, ICAP (Συλλογή τόμος 1979/I, σ. 655).

    ( 15 ) Βλ., τελευταία, απόφαση της 25ης Μαίου 1993, υπόθεση C-271/92, LPO (Συλλογή 1993, σ. Ι-2899, σκέψη 7).

    ( 16 ) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-267/91 και C-268/91, Συλλογή 1993, σ. Ι-6097.

    ( 17 ) Σκέψη 15.

    ( 18 ) Σκέψεις 16 και 17.

    ( 19 ) Για τη δεύτερη ομάδα θα γίνει λόγος παρακάτω, στην παράγραφο 30.

    ( 20 ) Υπόθεση C-320/93, Συλλογή 1994, σ. I-5243.

    ( 21 ) Υπόθεση C-384/93, Συλλογή 1995, σ. Ι-1141.

    ( 22 ) Βλ. υποσημείωση 16.

    ( 23 ) Υπόθεση C-292/92, Συλλογή 1993, σ. Ι-6787.

    ( 24 ) Συνεκδικασθεύσες υποθέσεις C-401/92 και C-401/92, Συλλογή 1994, σ. Ι-2199.

    ( 25 ) Συνεκδικασθεισες υποθέσεις C-69/93 και C-258/93, Συλλογή 1994, σ. I-2355, σκέψη 13.

    ( 26 ) Απόφαση προαναφερθεισα στην υποσημείωση 13.

    ( 27 ) Απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1994, υπόθεση C-315/92, Verband Sozialer Wettbewerb (Συλλογή 1994, σ. Ι-317).

    ( 28 ) Απόφαση της 1ης Ιουνίου 1994, υπόθεση C-317/92, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1994, σ. Ι-2039).

    ( 29 ) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-277/91, C-318/91 και C-319/91 (Συλλογή 1994, σ. Ι-6621).

    ( 30 ) Υπόθεση C-323/93 (Συλλογή 1994, σ. Ι-5077).

    ( 31 ) Υπόθεση 41/76 (Συλλογή τόμος 1976, σ. 719).

    ( 32 ) Υπόθεση 25/88 (Συλλογή 1989, σ. 1105).

    ( 33 ) ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 35.

    ( 34 ) Βλ. αποφάσεις της 31ης Οκτωβρίου 1974, υπόθεση 15/74, Centrafarm (Συλλογή τόμος 1974, σ. 451, σκέψη 41), της 12ης Ιουλίου 1984, υπόθεση 170/83, Hydrotherm (Συλλογή 1984, σ. 2999, σκέψη 11), και της 4ης Μαΐου 1988, υπόθεση 30/87, Bodson (Συλλογή 1988, σ. 2479, σκέψεις 19 και 20).

    Top