EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61993CC0358

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 17ης Νοεμβρίου 1994.
Ποινικές διαδικασίες κατά Aldo Bordessa, Vicente Marí Mellado και Concepción Barbero Maestre.
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Audiencia Nacional - Ισπανία.
Οδηγία 88/361/ΕΟΚ - Εθνική άδεια για τη μεταφορά τραπεζογραμματίων.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-358/93 και C-416/93.

Συλλογή της Νομολογίας 1995 I-00361

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1994:386

61993C0358

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Tesauro της 17ης Νοεμβρίου 1994. - ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΚΕΣ ΚΑΤΑ ALDO BORDESSA, VICENTE MARI MELLADO ΚΑΙ CONCEPCION BARBERO MAESTRE. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: AUDIENCIA NACIONAL - ΙΣΠΑΝΙΑ. - ΟΔΗΓΙΑ 88/361/ΕΟΚ - ΕΘΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΡΑΠΕΖΟΓΡΑΜΜΑΤΙΩΝ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-358/93 ΚΑΙ C-416/93.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1995 σελίδα I-00361


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

1. Με δύο ταυτόσημες αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, τις οποίες διατύπωσε στο πλαίσιο ισαρίθμων εκκρεμών ενώπιόν του ποινικών δικών, το Juzgado Central de lo Penal de la Audiencia Nacional του Βασιλείου της Ισπανίας ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της ερμηνείας ορισμένων κοινοτικών κανόνων περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων, προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον συμβιβάζεται με αυτούς μια εθνική διάταξη περί εξαγωγής τραπεζογραμματίων.

Η διάταξη του άρθρου 4, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος 1816/91 (1), που διέπει τις οικονομικές συναλλαγές με την αλλοδαπή, επιβάλλει, σε περίπτωση εξαγωγής τραπεζογραμματίων αξίας που υπερβαίνει ορισμένα ποσά, προηγούμενη δήλωση ή διοικητική άδεια. Ο εθνικός δικαστής τρέφει κάποιες αμφιβολίες για το κατά πόσον οι υποχρεώσεις αυτές συμβιβάζονται με τα άρθρα 30 και 59 της Συνθήκης και τα άρθρα 1 και 4 της οδηγίας 88/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1988, για τη θέση σε εφαρμογή του άρθρου 67 της Συνθήκης EOK (στο εξής: οδηγία) (2).

Τα πραγματικά περιστατικά

2. Το ιστορικό της υποθέσεως C-358/93 μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:

Στις 10 Νοεμβρίου 1992, ο κατηγορούμενος, A. Bordessa, εμφανίστηκε, επιβαίνων αυτοκινήτου, στην οδική δίοδο της Gerona, κατευθυνόμενος προς τη Γαλλία. Τα όργανα του ισπανικού τελωνείου, παρά την αρνητική απάντηση στο συνηθισμένο "έχετε τίποτε να δηλώσετε", προχώρησαν σε έρευνα του οχήματος, όπου ανηύραν, κρυμμένα με διάφορους τρόπους, τραπεζογραμμάτια συνολικής αξίας σχεδόν 50 000 000 ισπανικών πεσετών (PTA). Από περαιτέρω έρευνες που διεξήγαγαν επί τόπου, προέκυψε ότι ο Bordessa εξήγε τα χρήματα για λογαριασμό τρίτου και έναντι αμοιβής. Ουδέν άλλο εξακριβώθηκε όσον αφορά τον προορισμό των χρημάτων.

Οι τελωνειακοί υπάλληλοι, ελλείψει της κατάλληλης διοικητικής αδείας, την οποία επιβάλλει η ισπανική ρύθμιση για την εξαγωγή τραπεζογραμματίων αξίας υπερβαίνουσας τις 5 000 000 PTA, προέβησαν στην άμεση κατάσχεση των χρημάτων και στην ταυτόχρονη σύλληψη του Bordessa.

3. Ανάλογο είναι το ιστορικό της υποθέσεως C-416/93.

Στις 19 Νοεμβρίου 1992, οι σύζυγοι Mari Mellado και Barbero Maestre διήρχοντο, επιβαίνοντες οχήματος, τη δίοδο της Gerona με κατεύθυνση τη Γαλλία, χωρίς να δηλώσουν τίποτε κατά τη διέλευση των συνόρων. Την επόμενη ημέρα, επί γαλλικού εδάφους, τους σταμάτησαν αστυνομικοί για έλεγχο. Αυτοί, κατά την έρευνα του οχήματος, ανηύραν τραπεζογραμμάτια συνολικής αξίας 38 000 000 PTA. Όπως και στην περίπτωση του Bordessa, δεν εξακριβώθηκε ο προορισμός των χρημάτων, για τα οποία προέκυψε ότι ανήκαν στην κυριότητα των συζύγων, οι οποίοι τα είχαν αποσύρει από θυρίδα ισπανικής τράπεζας.

Το εθνικό και το κοινοτικό κανονιστικό πλαίσιο

4. Η εφαρμοστέα εν προκειμένω ισπανική ρύθμιση συνίσταται, όπως ελέχθη, στο βασιλικό διάταγμα 1816 της 20ής Δεκεμβρίου 1991, για τις οικονομικές συναλλαγές με την αλλοδαπή.

Ειδικότερα, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του διατάγματος ορίζει, στην αρχική του μορφή (3), ότι "η εξαγωγή μεταλλικών νομισμάτων, τραπεζογραμματίων και τραπεζικών επιταγών εις τον κομιστήν, σε πεσέτες ή σε αλλοδαπό νόμισμα, καθώς και χρυσού σε νομίσματα ή σε ράβδους, υπόκειται, όταν μεν η αξία τους υπερβαίνει το 1 000 000 PTA κατ' άτομο και για κάθε ταξίδι, σε προηγούμενη δήλωση, όταν δε αυτή υπερβαίνει τις 5 000 000 PTA κατ' άτομο και για κάθε ταξίδι, σε προηγούμενη διοικητική άδεια".

5. Από το κοινοτικό κανονιστικό πλαίσιο, αρκεί να υπομνησθεί η διατύπωση των άρθρων 1 και 4 της οδηγίας:

"Άρθρο 1

1. Τα κράτη μέλη καταργούν τους περιορισμούς των κινήσεων κεφαλαίων που πραγματοποιούνται μεταξύ κατοίκων των κρατών μελών, με την επιφύλαξη των κατωτέρω διατάξεων. Για την ευχερέστερη εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, οι κινήσεις κεφαλαίων ταξινομούνται σύμφωνα με την ονοματολογία του παραρτήματος I.

(...)

Άρθρο 4

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή των παραβάσεων των νόμων και των κανονιστικών τους πράξεων, ιδίως στον τομέα της φορολογίας ή της προσεκτικής [προληπτικής] εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, και να προβλέπουν διαδικασίες δήλωσης των κινήσεων κεφαλαίων για λόγους διοικητικής ή στατιστικής ενημέρωσης.

Η εφαρμογή των μέτρων και διαδικασιών αυτών δεν μπορεί να οδηγεί σε παρεμπόδιση των κινήσεων κεφαλαίων που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου."

Τα κράτη μέλη υπεχρεούντο να συμμορφωθούν προς την οδηγία μέχρι την 1η Ιουλίου 1990 (άρθρο 6, παράγραφος 1). Στην Ισπανία, ωστόσο, δόθηκε * για ορισμένες κινήσεις κεφαλαίων * μακρότερη προθεσμία. Ειδικότερα, της επετράπη, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, σε συνδυασμό προς το παράρτημα IV της οδηγίας, να αναβάλει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1992 την ελευθέρωση, μεταξύ άλλων, της αυτούσιας εισαγωγής και εξαγωγής των μέσων πληρωμής που μας απασχολούν εδώ.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ αναδιοργάνωσε συνολικά την ύλη των κινήσεων κεφαλαίων και των πληρωμών, αντικαθιστώντας, καθ' όσον ενδιαφέρει εδώ, τα άρθρα 67 έως 73 της Συνθήκης ΕΟΚ με τα άρθρα 73 Γ έως 73 Ζ. Αυτά τα τελευταία, όμως, δεν εισάγουν και σπουδαίους νεωτερισμούς σε σχέση με τις επιταγές που ήδη περιείχε η οδηγία, αλλ' αντιθέτως διατηρούν τα βασικά της χαρακτηριστικά, ενισχύοντας, ειδικότερα, τον γενικό χαρακτήρα της απαγορεύσεως των περιορισμών της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

6. Ο παραπέμπων δικαστής, όπως ελέχθη, ερωτά εάν, κατά πόσον και με ποιες συνέπειες οι επιβαλλόμενες από το άρθρο 4 του βασιλικού διατάγματος 1816/91 υποχρεώσεις πρέπει να θεωρούνται συμβιβαζόμενες με τα άρθρα 30 και 59 της Συνθήκης (πρώτο και δεύτερο ερώτημα) και/ή με τα άρθρα 1 και 4 της οδηγίας (τρίτο ερώτημα). Τέλος, με ένα τέταρτο ερώτημα, ο δικαστής ερωτά αν τα άρθρα 1 και 4 της οδηγίας είναι εξοπλισμένα με άμεσο αποτέλεσμα.

Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

7. Για την απάντηση που πρέπει να δοθεί σχετικά με το αν η υπό κρίση εθνική διάταξη συμβιβάζεται με τους κοινοτικούς κανόνες της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών, θεωρώ ότι αρκούν μερικές σύντομες παρατηρήσεις. Βρίσκω μάλιστα σκόπιμο, εν όψει των κοινών στοιχείων που εμφανίζουν τα δύο ερωτήματα, να τα εξετάσω από κοινού.

Συναφώς, υπενθυμίζω κατ' αρχάς ότι το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να επισημάνει ότι από το όλο σύστημα της Συνθήκης (στην προ της ενάρξεως της Συνθήκης του Μάαστριχτ μορφή της) και την αντιπαράθεση των άρθρων 67 και 106 συνάγεται ότι η μεταφορά τραπεζογραμματίων δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κίνηση κεφαλαίου "όταν η εν λόγω μεταφορά ανταποκρίνεται σε υποχρέωση πληρωμής που απορρέει από συναλλαγή στον τομέα της κυκλοφορίας εμπορευμάτων ή υπηρεσιών" (4).

Τούτο προφανώς σημαίνει ότι τυχόν περιοριστικά των κινήσεων κεφαλαίων μέτρα πρέπει να θεωρούνται ως εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αντιστοίχως, μόνο στην περίπτωση στην οποία αποσκοπούν στην αγορά εμπορευμάτων ή την πληρωμή υπηρεσιών.

Στην περίπτωση που μας απασχολεί είναι, αντιθέτως, κοινά αποδεκτό, όπως προκύπτει από τις διατάξεις παραπομπής, ότι πρόκειται για μεταφορές μη συναρτώμενες προς κάποια συναλλαγή επί εμπορευμάτων ή υπηρεσιών. Η υπό κρίση περίπτωση πρέπει, επομένως, να εξετασθεί αποκλειστικά με αναφορά στους κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που περιέχονται στη Συνθήκη, καθώς και στις συναφείς πράξεις του παραγώγου δικαίου, χωρίς να χρειάζεται να ληφθούν υπόψη τα άρθρα 30 και 59.

8. Πρέπει ακόμη να διαλυθεί μια τελευταία αμφιβολία για το κατά πόσον το ίδιο το χρήμα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως εμπόρευμα, πράγμα που θα καθιστούσε αναγκαίο να αξιολογηθούν ενδεχόμενοι περιορισμοί της κυκλοφορίας των τραπεζογραμματίων υπό το πρίσμα του άρθρου 30. Επ' αυτού, αρκεί να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποφανθεί επί του ζητήματος, επισημαίνοντας ότι, εν όψει της ιδιορρυθμίας τους, τα κατά νόμον υποχρεωτικά μέσα πληρωμής δεν πρέπει να θεωρούνται ως εμπορεύματα και, άρα, δεν υπόκεινται, ως εάν ήσαν τέτοια, στο καθεστώς των άρθρων 30 έως 36 της Συνθήκης (5).

Επί του τρίτου ερωτήματος

9. Και ερχόμαστε στο κεντρικό πρόβλημα της υποθέσεως, το οποίο τίθεται με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

Προκαταρκτικώς, επισημαίνω ότι τα πραγματικά περιστατικά των δικών που μας απασχολούν ανάγονται στον προ της 31ης Δεκεμβρίου 1992 χρόνο, πριν δηλαδή από τη λήξη της (παρατεταμένης) προθεσμίας που είχε οριστεί για τη μεταφορά της οδηγίας στην έννομη τάξη της Ισπανίας. Θα μπορούσε, επομένως, να θεωρηθεί περιττό το να δοθεί στον εθνικό δικαστή η ερμηνεία διατάξεων των οποίων η εφαρμογή δεν ήταν υποχρεωτική για το εμπλεκόμενο κράτος κατά τον χρόνο τελέσεως των αποδοκιμαζομένων πράξεων.

10. Λαμβανομένης όμως υπόψη της αναφοράς, την οποία κάνει με τις παραπεμπτικές του διατάξεις το εθνικό δικαστήριο, στην αρχή της αναδρομικής ισχύος του μεταγενεστέρου ποινικού νόμου που είναι ευνοϊκότερος για τον κατηγορούμενο, σκόπιμο είναι να εξετασθούν οι διατάξεις της οδηγίας.

Συναφώς, πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η πιο πρόσφατη σχετική κοινοτική ρύθμιση, η οποία τέθηκε σε ισχύ μετά την υποβολή των προδικαστικών αιτήσεων που μας απασχολούν, συνίσταται, καθ' ό μέτρο μας αφορά εδώ, στα άρθρα 73 Β και 73 Δ της Συνθήκης, όπως τροποποιήθηκε στο Μάαστριχτ. Κατά συνέπεια, για την περίπτωση καθ' ήν τα εν λόγω άρθρα υπαγορεύουν μια ρύθμιση διάφορη εκείνης της οδηγίας, θα ήταν σκόπιμο να δοθεί στον εθνικό δικαστή η ερμηνεία τους. Στην επακολουθούσα εξέταση, θα ληφθεί, επομένως, υπόψη η περίπτωση αυτή.

Εν πάση δε περιπτώσει, είναι σαφές ότι τις συνέπειες της ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου σε συνάρτηση με την υπό κρίση περίπτωση, ιδίως όσον αφορά την επιγενομένη αποποινικοποίηση του καταλογιζομένου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, πρέπει, ούτως ή άλλως, να τις αντλήσει ο εθνικός δικαστής υπό το πρίσμα και των γενικών αρχών της δικής του εννόμου τάξεως.

11. Με αυτές τις προκαταρκτικές παρατηρήσεις, υπενθυμίζω αρχικά ότι, τάσσοντας τις προθεσμίες ελευθερώσεως της κυκλοφορίας των κεφαλαίων, η οποία δεν συντελέστηκε αυτομάτως με το πέρας της μεταβατικής περιόδου, και συμπληρώνοντας τη διαδικασία που είχε τεθεί σε κίνηση με τις δύο πρώτες σχετικές οδηγίες του Συμβουλίου (6), η υπό εξέταση εδώ οδηγία επέβαλε στα κράτη μέλη τη γενική υποχρέωση να καταργήσουν κάθε περιορισμό των κινήσεων των κεφαλαίων που πραγματοποιούνται μεταξύ κατοίκων της ενιαίας αγοράς (άρθρο 1).

Εξ άλλου, η οδηγία άφησε άθικτη την εξουσία των κρατών μελών να θεσπίζουν (ή να διατηρούν σε ισχύ) τα μέτρα που κρίνουν αναγκαία για την κατοχύρωση της τηρήσεως των εθνικών νόμων και κανονισμών (άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, πρώτο σκέλος) και τους επέτρεψε ρητώς να επιβάλλουν ενδεχομένως την υποχρέωση δηλώσεως των κινήσεων κεφαλαίων "για λόγους διοικητικής ή στατιστικής ενημέρωσης" (άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, δεύτερο σκέλος). Η ίδια οδηγία, τέλος, διευκρινίζει ότι η εφαρμογή των μέτρων και διαδικασιών αυτών δεν μπορεί να οδηγεί σε παρεμπόδιση των κινήσεων κεφαλαίων που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου (άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο).

12. Όπως βλέπει κανείς, η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων πρέπει να συνδυασθεί με μια εξουσία ελέγχου των κρατών μελών, η οποία σκοπεί στην επίτευξη ορισμένων στόχων: τη φορολογική επιτήρηση, την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, τη διοικητική ή στατιστική ενημέρωση, καθώς και την εν γένει τήρηση των εθνικών νόμων και κανονισμών.

Το επιτρεπτόν εθνικών μέτρων ελέγχου των μεταφορών κεφαλαίων, πέραν του ότι προβλέφθηκε ρητά ήδη στην πρώτη σχετική οδηγία του Συμβουλίου (7), επιβεβαιώθηκε επανειλημμένα από την ερμηνεία που έχει δώσει σχετικώς το Δικαστήριο (8). Είναι αλήθεια ότι οι αποφάσεις αυτές του Δικαστηρίου εκδόθηκαν σε ένα νομικό πλαίσιο προγενέστερο της εκδόσεως της οδηγίας που εξετάζεται εδώ και που είναι, άρα, παρωχημένο. Ωστόσο, τυχόν διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 4 της οδηγίας θα ήταν ασυμβίβαστη προς το όλο σύστημα και, επί πλέον, αδικαιολόγητη, αν ληφθεί υπόψη και η απολύτως όμοια διατύπωση της αντίστοιχης διατάξεως της προϊσχύσασας οδηγίας.

Θα ήταν άλλωστε παράδοξο αν, κατ' αντίθεση προς τις τρεις άλλες ελευθερίες τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη, η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων εξέφευγε παντός ελέγχου, σε βαθμό που να στερεί τα κράτη μέλη του δικαιώματος να θεσπίζουν μέτρα σκοπούντα στην επίτευξη στόχων που η ίδια η οδηγία αναγνωρίζει ως άξιους έννομης προστασίας, εφόσον δεν είναι ασύμμετροι προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.

13. Με τη γενική αναφορά, έπειτα, στην τήρηση των νόμων και κανονισμών, εκδηλώνεται, στην πραγματικότητα, η βούληση να περιληφθεί μεταξύ των δυναμένων συννόμως να επιδιωχθούν σκοπών και εκείνος που σε άλλους τομείς, και κατά τρέχουσα πρακτική, ανάγεται * με διαφορετικές ενίοτε διατυπώσεις * στις επιταγές της προστασίας της δημοσίας τάξεως. Για άλλη μια φορά, θα ήταν παράδοξο η ρύθμιση περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων να μη τελεί σε αρμονία προς την εν γένει ρύθμιση της κοινής αγοράς.

Συναφώς, πρέπει, εξ άλλου, να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει το επιτρεπτόν περιορισμών των κινήσεων κεφαλαίων, όταν αυτοί απορρέουν έμμεσα από περιορισμούς αφορώντες άλλες θεμελιώδεις ελευθερίες (9). Τούτο αποτελεί πρόσθετη επιβεβαίωση του γεγονότος ότι, καθ' ό μέτρο οι κινήσεις κεφαλαίων μπορούν όντως να υπόκεινται σε όρια λόγω των (θεμιτών) περιορισμών που συναρτώνται με την ελευθερία προς την οποία συνδέονται, κατά μείζονα λόγο πρέπει να μπορούν να υφίστανται περιορισμούς, όταν αυτοί δικαιολογούνται από λόγους δημοσίας τάξεως.

14. Όσον αφορά, έπειτα, τα άρθρα 73 Β και 73 Δ της Συνθήκης, όπως τροποποιήθηκε στο Μάαστριχτ, πρέπει να σημειωθεί ότι η διατύπωσή τους επαναλαμβάνει σχεδόν κατά γράμμα τη διατύπωση των άρθρων 1 και 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας, με τη μόνη εξαίρεση ότι το άρθρο 73 Δ, παράγραφος 1, στοιχείο β', απαριθμεί ρητώς, μεταξύ των μέτρων τα οποία τα κράτη μέλη δικαιούνται να θεσπίζουν, τα "υπαγορευμένα από λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας".

Η περίσταση αυτή όμως δεν μεταβάλλει τους όρους τους προβλήματος. Αντιθέτως μάλιστα, το άρθρο 73 Δ, χωρίς κατά κανένα τρόπο να εισάγει κάποια νέα εξαίρεση στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, επιβεβαιώνει απλώς την ερμηνεία της προηγηθείσης ρυθμίσεως, όπως αυτή μπορούσε ήδη να συναχθεί από την οδηγία, και ειδικότερα από το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, αυτής. Υπ' αυτές τις συνθήκες, θα μπορούσε, επομένως, αβίαστα να νοηθεί η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ στην υπό κρίση περίπτωση.

15. Εν όψει των προεκτεθέντων, ο έλεγχος του αν συμβιβάζεται προς το άρθρο 4 της οδηγίας η υποχρέωση δηλώσεως ή εκδόσεως αδείας προς εξαγωγή τραπεζογραμματίων πρέπει, ως εκ τούτου, να γίνει υπό το πρίσμα του κριτηρίου της αναλογικότητας, πολύ γνωστού σε θέματα εμποδίων στις συναλλαγές εν γένει. Θα χρειαστεί, επομένως, σύμφωνα με τους κανόνες μιας παγιωθείσας ήδη νομολογίας (10), να κριθεί αν τα επιβαλλόμενα από την επίδικη ρύθμιση μέτρα είναι όντως αναγκαία για την επίτευξη των επιδιωκομένων στόχων ή αν οι εν λόγω στόχοι μπορούν να επιτευχθούν, εξ ίσου αποτελεσματικά, μέσω μέτρων λιγότερο περιοριστικών για τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

16. Και, όσον αφορά μεν τη δήλωση, αυτή "περνάει" ασφαλώς με επιτυχία το "τεστ" της αναλογικότητας. Πράγματι, μια διοικητική δήλωση, όπως η επιβαλλόμενη από την ισπανική ρύθμιση για τις εξαγωγές κεφαλαίων αξίας άνω του 1 000 000 PTA, πέραν του ότι ρητώς μνημονεύεται στο εν λόγω άρθρο 4 της οδηγίας, ανταποκρίνεται κάλλιστα στον υπ' αυτής επιδιωκόμενο σκοπό του ελέγχου: πράγματι, καίτοι υποχρεωτική και προληπτική, μια τέτοια δήλωση δεν συνεπάγεται την αναστολή της πράξεως την οποία αφορά, η οποία μπορεί να συντελεστεί ασχέτως εγκρίσεως από μέρους της αρμόδιας εθνικής αρχής. Αυτή η τελευταία, εξ άλλου, θα μπορεί πάντα, αν χρειαστεί, να ενεργήσει τις αναγκαίες έρευνες, στην περίπτωση κατά την οποία υφίστανται υπόνοιες σχετικά με την προέλευση ή τον προορισμό των κεφαλαίων, ή ακόμα περί παραβάσεως οποιουδήποτε άλλου νόμου (ποινικού, φορολογικού ή άλλου) κρίνει ότι έχει εφαρμογή.

17. Σοβαρές αμφιβολίες εγείρει, αντιθέτως, το επιτρεπτόν της υποχρεώσεως να ζητείται από την αρμόδια αρχή προληπτική άδεια, προκειμένου να εξαχθούν ποσά υπερβαίνοντα τα 5 000 000 PTA.

Κατ' αρχάς, το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, ενώ ρητώς επιτρέπει, όπως είδαμε ανωτέρω, την υποχρέωση δηλώσεως, δεν μνημονεύει, αντιθέτως, την περίπτωση της αδείας. Αυτή δε η τελευταία συνιστά, χωρίς αμφιβολία, κάτι παραπάνω από τη δήλωση, καθ' όσον τα αποτελέσματά της επί των συναλλαγών είναι ασφαλώς πιο περιοριστικά. Η άδεια, πράγματι, αναστέλλει τις εξαγωγές νομισμάτων και τις εξαρτά, κάθε φορά, από την έγκριση της διοικήσεως, η οποία πρέπει να ζητηθεί με ειδική αίτηση. Τούτο όχι μόνο συνιστά εμπόδιο, αλλά και αντιστρατεύεται, σε τελική ανάλυση, την ίδια την ιδέα της ελεύθερης κινήσεως κεφαλαίων.

18. Ήδη στην υπόθεση Luisi και Carbone, αποφαινόμενο επί των ορίων τα οποία θέτει το κοινοτικό δίκαιο στη ρητώς αναγνωριζόμενη στα κράτη μέλη εξουσία να επιβάλλουν ελέγχους σχετικά με τη φύση και την αυθεντικότητα των ελευθερωθεισών κινήσεων κεφαλαίων, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι τέτοιοι έλεγχοι μπορούσαν να θεωρούνται επιτρεπτοί μόνον υπό τον όρον ότι διενεργούντο κατά τρόπον ώστε να μην εξαρτούν τη μεταφορά από τη "διάκριση της διοικήσεως" (11).

Παρομοίως, άλλωστε, έχει επανειλημμένα εκφρασθεί το Δικαστήριο και αναφερόμενο σε άλλες θεμελιώδεις ελευθερίες τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη, δεχόμενο, ειδικότερα, ότι "ένα κράτος μέλος (...) δεν μπορεί να λάβει οποιοδήποτε διοικητικό ή δικαστικό μέτρο που θα είχε ως συνέπεια τον περιορισμό της πλήρους ασκήσεως των δικαιωμάτων που παρέχει το κοινοτικό δίκαιο στους υπηκόους άλλων κρατών μελών" (12). Ενδεχόμενοι έλεγχοι είναι, επομένως, θεμιτοί μόνο καθ' ό μέτρο δεν συνιστούν προϋπόθεση ασκήσεως δικαιωμάτων απονεμομένων από κοινοτικούς κανόνες (13): αυτό δηλαδή ακριβώς που κατοχυρώνει ρητώς το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 4 της οδηγίας.

19. Και επί θεμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, το Δικαστήριο είχε επανειλημμένα την ευκαιρία να αποφανθεί επί της υποχρεώσεως χορηγήσεως αδείας (ακόμη και αν αυτή είναι άμεση και αυτόματη). Η υποχρέωση αυτή εκρίθη, εν πάση περιπτώσει, ανεπίτρεπτη, ιδίως διότι "ένα σύστημα που απαιτεί τη χορήγηση αδειών από τις διοικητικές αρχές συνεπάγεται κατ' ανάγκη την άσκηση κάποιας διακριτικής ευχέρειας και δημιουργεί νομική αβεβαιότητα για τους επιχειρηματίες". Προσέθεσε, περαιτέρω, το Δικαστήριο ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούσαν κάλλιστα να επιτύχουν τον επιδιωκόμενο σκοπό περιοριζόμενες "στη συλλογή των πληροφοριών που τους είναι χρήσιμες, π.χ. μέσω δηλώσεων που υπογράφονται από τους εισαγωγείς και συνοδεύονται ενδεχομένως από κατάλληλα πιστοποιητικά" (14).

Τούτο σημαίνει * ας το επαναλάβουμε * ότι, κατ' αρχήν, ένα μέτρο ελέγχου δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείει ή, έστω, να αναστέλλει την άσκηση μιας θεμελιώδους ελευθερίας την οποία εγγυάται το κοινοτικό δίκαιο, εξαρτώντας την από την έγκριση της διοικήσεως, ασχέτως εκτάσεως της διακριτικής ευχέρειας αυτής.

20. Υπό το πρίσμα και αυτής της νομολογίας, επομένως, πρέπει να εξεταστούν οι δικαιολογίες τις οποίες προβάλλει η Ισπανική Κυβέρνηση για να στηρίξει τον σύννομο χαρακτήρα της υποχρεώσεως λήψεως αδείας.

Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει, συγκεκριμένα, ότι η υποχρέωση λήψεως αδείας σε περίπτωση μεταφοράς σημαντικών ποσών μετρητού χρήματος δικαιολογείται από λόγους συναρτώμενους προς την καταστολή εγκλημάτων που συχνά συνδέονται με αυτήν, όπως το "ξέπλυμα" παρανόμου χρήματος, η διακίνηση ναρκωτικών, η φοροδιαφυγή και η τρομοκρατία, από λόγους δηλαδή δημοσίας τάξεως. Η ίδια κυβέρνηση θεωρεί, περαιτέρω, ότι το μέτρο αυτό είναι ανάλογο προς το επιδιωκόμενο σκοπό, καθ' ότι αναγκαίο προς επίτευξή του, λαμβανομένης υπόψη της γενικής ισχύος και σημασίας του σκοπού αυτού.

21. Θεωρώ ότι οι στόχοι τους οποίους επικαλείται η Ισπανική Κυβέρνηση μπορούν να επιτευχθούν εξ ίσου αποτελεσματικά και με την επιβολή μιας απλής υποχρεώσεως δηλώσεως. Η διττή ανάγκη, αφενός μεν να καθίσταται γνωστή η ταυτότητα ατόμων που μεταφέρουν εκτός συνόρων σεβαστά χρηματικά ποσά (να αποφεύγεται δηλαδή το να ενεργούνται τέτοιες πράξεις μέσα στην ανωνυμία), αφετέρου δε να κινούνται ενδεχομένως περαιτέρω έρευνες με σκοπό την εξακρίβωση πιθανών σχέσεων της εν λόγω πράξεως με συγκεκριμένα εγκλήματα, θα μπορούσε, στην πραγματικότητα, να ικανοποιηθεί πλήρως με τη δήλωση. Τούτο άλλωστε θα γινόταν ασφαλώς σε απόλυτη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που υποβάλλει συναφώς το κοινοτικό δίκαιο στα κράτη.

22. Δεν μπορεί, επομένως, να γίνει δεκτός, κατά τη γνώμη μου, ο ισχυρισμός της Ισπανικής Κυβερνήσεως ότι μια απλή υποχρέωση δηλώσεως θα συνιστούσε προστασία περιορισμένης πρακτικής αποτελεσματικότητας, διότι, καθ' όσον η υποχρέωση αυτή τίθεται χάριν ακριβώς των επιδόξων παραβατών, αναμενόμενο είναι αυτοί να μη την τηρήσουν. Και αν ακόμη υποτεθεί ότι δεχόμουν κατ' αρχήν αυτό το επιχείρημα, δεν βλέπω γιατί τα ίδια πρόσωπα θα ήσαν περισσότερο επιρρεπή στο να τηρήσουν την υποχρέωση συμπληρώσεως μιας αιτήσεως για τη χορήγηση αδείας απ' ό,τι την υποχρέωση συμπληρώσεως μιας δηλώσεως, πολλώ μάλλον που η πρώτη θα συνεπαγόταν αυτόματα προληπτικές έρευνες, στις οποίες θα έπρεπε λογικά αυτά να είναι ακόμα πιο απρόθυμα να υποβληθούν.

23. Ούτε θεωρώ κρίσιμη την περίσταση ότι προς την παράβαση της υποχρεώσεως δηλώσεως η ισπανική έννομη τάξη συναρτά μια απλή διοικητική κύρωση, ενώ προς την παράβαση της υποχρεώσεως λήψεως αδείας, η οποία στοιχειοθετεί αφεαυτής έγκλημα, συναρτά ποινική κύρωση. Και, πράγματι, ο στόχος του άρθρου 4 της οδηγίας, η δυνατότητα δηλαδή της διοικήσεως να γνωρίζει την "αυθεντική" αιτία της συγκεκριμένης συναλλαγής (και να προβεί σε περαιτέρω έρευνες σε περίπτωση υπονοιών), διασφαλίζεται επαρκώς και μέσω απλής δηλώσεως, χωρίς η αίτηση χορηγήσεως αδείας να προσθέτει τίποτε παραπάνω. Από την άλλη πλευρά, η αποτρεπτική επίδραση της ποινικής κυρώσεως θα μπορούσε κάλλιστα να συναρτηθεί προς την παράβαση της υποχρεώσεως δηλώσεως, δυνατότητα που δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι μη πραγματοποιήσιμη.

24. Περιττόν να υπομνησθεί, τέλος, ότι η οδηγία 91/308/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1991, για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (οδηγία κατά του "ξεπλύματος") (15) * που αφορά όμως αποκλειστικά τις συναλλαγές που διενεργούνται με τη μεσολάβηση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και δεν έχει, άρα, εφαρμογή στην περίπτωση που μας απασχολεί *, επιδιώκει σκοπούς ανάλογους με αυτούς που εξετάσαμε ανωτέρω: την αποφυγή παραβάσεων των νόμων των κρατών μελών, χωρίς γι' αυτό να κωλύονται ή να παρεμβάλλονται καθ' οιονδήποτε τρόπο εμπόδια σε συναλλαγές νόμιμες. Αντιθέτως, είναι απολύτως προφανές ότι η οδηγία κατά του "ξεπλύματος" προϋποθέτει την πλήρη ελευθερία μεταφοράς κεφαλαίων. Περιορίζεται δε απλώς στο να επιβάλλει στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που πραγματοποιούν συναλλαγές αξίας υπερβαίνουσας ορισμένα ποσά να λαμβάνουν επαρκή στοιχεία της ταυτότητας των πελατών τους. Όσο για την ενδεχόμενη αναστολή της μεταφοράς κεφαλαίων, αυτή επιτρέπεται (ή μάλλον επιβάλλεται) μόνο κατά το μέτρο που τα εν λόγω ιδρύματα γνωρίζουν ή έχουν την υπόνοια ότι πρόκειται για συναλλαγές που υποκρύπτουν "ξέπλυμα" χρήματος.

25. Συμπεραίνοντας, ένα από τα δύο μπορεί να συμβαίνει: ή η μεταφορά χρήματος είναι νόμιμη και δεν συνδέεται προς οιασδήποτε φύσεως εγκλήματα ή η μεταφορά χρήματος είναι το μέσο πραγματοποιήσεως ή προϊόν κάποιου συναφούς εγκλήματος: σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η διοικητική αρχή θα μπορέσει να προβεί σε έρευνα με σκοπό την εξακρίβωση της τυχόν υπάρξεως εγκλημάτων, με τη μόνη προϋπόθεση να έχει ενημερωθεί προηγουμένως και προσηκόντως για τους τρόπους και τους όρους της μεταφοράς, καθώς και για τα στοιχεία αυτού που την ενεργεί. Προς τον σκοπό αυτόν, η δήλωση φαίνεται να υπεραρκεί και εμπίπτει κάλλιστα στη ratio της οδηγίας, χωρίς να προσαπαιτείται η αναστολή της συναλλαγής με τις διατυπώσεις της αιτήσεως χορηγήσεως αδείας και της * κατά διακριτική ευχέρεια εκδιδομένης * αδείας της διοικήσεως.

26. Δεν είναι, εξ άλλου, βάσιμη η αντίρρηση ότι οι μεταφορές κεφαλαίων επιτρέπονται χωρίς κανένα περιορισμό όταν πραγματοποιούνται μέσω τραπεζικού ιδρύματος. Πρώτον, είναι γνωστό ότι, στην περίπτωση αυτή, η μεταφορά υπόκειται στην επιβάρυνση της τραπεζικής προμηθείας, σε βαθμό δυνάμενο να καταστήσει δαπανηρότερη και ενδεχομένως να αποθαρρύνει τη διενέργεια της πράξεως. Δεύτερον, έχει σημασία το ότι οδηγία δεν διακρίνει τις μεταφορές μέσων πληρωμής αναλόγως του τρόπου διά του οποίου αυτές διενεργούνται. Η αρχή της ελευθερώσεως καθιερώνεται, όπως τονίστηκε επανειλημμένα, ως γενική αρχή. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι περιπτώσεις περιορισμών πρέπει να προβλέπονται ρητά. Ο καιρός που ό,τι δεν επιτρεπόταν ρητά απαγορευόταν έχει παρέλθει, στο κοινοτικό νομικό σύστημα. Σήμερα, ισχύει η ακριβώς αντίθετη αρχή.

Εν κατακλείδι, θεωρώ ότι ένα σύστημα υποχρεώσεως προς λήψη αδείας εφαρμοζόμενο γενικά στη μεταφορά τραπεζογραμματίων συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Ένας τέτοιος περιορισμός δεν είναι απραίτητος για την επίτευξη των προστατευομένων από την οδηγία σκοπών, οι οποίοι μπορούν να επιτευχθούν και με άλλα * εξ ίσου αποτελεσματικά * μέτρα παρεμποδίζοντα λιγότερο την κίνηση κεφαλαίων εντός της κοινής αγοράς.

Το άμεσο αποτέλεσμα

27. Η τελευταία αμφιβολία την οποία ήγειρε ο παραπέμπων δικαστής εμφανίζεται ως επακόλουθο του ερωτήματος που μόλις πραγματευτήκαμε και αφορά το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων που εξετάστηκαν ανωτέρω.

Είναι γνωστό ότι οι διατάξεις μιας οδηγίας παράγουν άμεσα αποτελέσματα και μπορούν, επομένως, να τις επικαλεσθούν οι ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, όταν είναι, από άποψη ουσίας, επαρκώς ακριβείς και ανεπιφύλακτες (16). Προϋπόθεση προς τούτο είναι ακόμη ότι η οδηγία δεν έχει μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο (ή δεν έχει μεταφερθεί ορθώς) εντός της τασσομένης προθεσμίας.

Εν προκειμένω, είναι απολύτως σαφές ότι η υποχρέωση, την οποία επιβάλλει το άρθρο 1 της οδηγίας στα κράτη μέλη, να καταργήσουν τους περιορισμούς των πραγματοποιουμένων μεταξύ κατοίκων κινήσεων κεφαλαίων εντός των προθεσμιών που ορίζει η οδηγία για τη συμμόρφωση είναι σαφής, ακριβής και δεν εξαρτάται από περαιτέρω ενέργεια από μέρους των κρατών μελών. Τον ανεπιφύλακτο χαρακτήρα του άρθρου 1 δεν αναιρεί η πρόβλεψη του άρθρου 4, καθ' ότι αυτό το τελευταίο δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να περιορίζουν μέχρις εξαφανίσεως την έκταση της γενικής αρχής που διατυπώνεται στο άρθρο 1. Στην πραγματικότητα, το άρθρο 4 ορίζει τις περιπτώσεις, ειδικές και οριοθετημένες, στις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν τα προβλεπόμενα υπ' αυτού μέτρα, τα οποία δε μπορούν πάντως να είναι τέτοια ώστε να κωλύουν ή να παρεμποδίζουν αδικαιολόγητα τις κινήσεις κεφαλαίων που γίνονται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο.

Οι εξεταζόμενες διατάξεις της οδηγίας πληρούν, επομένως, τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να μπορούν να τις επικαλούνται οι ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων: παράγουν δηλαδή άμεσα αποτελέσματα.

28. Το συμπέρασμα που τώρα μόλις διατυπώσαμε ταιριάζει άλλωστε τέλεια και συνιστά μάλιστα περαιτέρω εξέλιξη της αποφάσεως Casati (17). Πράγματι, είναι μεν αλήθεια ότι, με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο είχε αρνηθεί το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 67 της Συνθήκης ΕΟΚ και υπενθυμίσει ότι, αντιθέτως προς τις άλλες θεμελιώδεις ελευθερίες, η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αυτομάτως ενεργή, ούτε με τη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι, με την ίδια απόφαση, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η ελευθέρωση που είχε ήδη συντελεσθεί με τις δύο πρώτες οδηγίες του Συμβουλίου για την εφαρμογή του άρθρου 67, σχετικά με ορισμένες κινήσεις κεφαλαίων, έπρεπε να θεωρηθεί ως επελθούσα "χωρίς όρους" (18).

Αυτό επιβεβαιώνει, για άλλη μια φορά, ότι οι εξεταζόμενες εδώ διατάξεις της οδηγίας, η οποία συμπλήρωσε την εφαρμογή του άρθρου 67 της Συνθήκης, ελευθερώνοντας εκείνες τις κινήσεις που είχαν παραμείνει εκτός πεδίου εφαρμογής των οδηγιών που είχαν εκδοθεί στις αρχές της δεκαετίας του '60, παράγουν επίσης άμεσα αποτελέσματα όπως και οι διατάξεις αυτών των τελευταίων.

Εν κατακλείδι, τα άρθρα 1 και 4 της οδηγίας μπορούν, από της λήξεως των προθεσμιών που ορίζονται για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο (οι οποίες προθεσμίες * επαναλαμβάνω * ήσαν μακρότερες για ορισμένα κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ισπανία), να τα επικαλούνται οι ενδιαφερόμενοι για ν' αντιταχθούν στην εφαρμογή οποιασδήποτε διατάξεως εσωτερικού δικαίου συγκρουομένης με αυτά.

29. Υπό το φως των προηγηθεισών σκέψεων, προτείνω, επομένως, στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Juzgado Central:

"1) Τα άρθρα 30 και 59 της Συνθήκης δεν εφαρμόζονται επί κινήσεων κεφαλαίων που δεν συνδέονται προς συναλλαγές επί εμπορευμάτων ή υπηρεσιών.

2) Τα άρθρα 1 και 4 της οδηγίας 88/361/ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν κωλύουν την εφαρμογή μιας ρυθμίσεως κράτους μέλους η οποία εξαρτά την εξαγωγή τραπεζογραμματίων από την υποβολή προηγουμένης δηλώσεως προς τη διοίκηση, ενώ αντιτίθενται στην εφαρμογή μιας εθνικής ρυθμίσεως η οποία εξαρτά την εξαγωγή τραπεζογραμματίων από προηγούμενη διοικητική άδεια.

3) Τα άρθρα 1 και 4 της οδηγίας 88/361/ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι οι διατάξεις τους είναι επαρκώς ακριβείς και ανεπιφύλακτες, για να μπορεί να τις επικαλεστεί ο ιδιώτης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων έναντι της διοικήσεως, για να καταστήσει ανενεργό έναν εθνικό νόμο που συγκρούεται με αυτές."

(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ιταλική.

(1) * Όπως τροποποιήθηκε με το βασιλικό διάταγμα 42/93.

(2) * ΕΕ 1988, L 178, σ. 5. Η οδηγία αναφέρεται στην εφαρμογή του άρθρου 67 πριν από τις τροποποιήσεις που εισήγαγε σχετικώς η Συνθήκη του Μάαστριχτ.

(3) * Το γράμμα του άρθρου 4 τροποποιήθηκε με το βασιλικό διάταγμα 42 της 15ης Ιανουαρίου 1993. Ωστόσο, η τροποποίηση αποτελεί, καθ' ό μέρος τουλάχιστον μας αφορά εδώ, απλή διευκρίνιση της διατάξεως και, εν πάση περιπτώσει, οι επενεχθείσες μεταβολές δεν εισάγουν * όπως ρητώς δέχεται ο παραπέμπων δικαστής * κανένα νεωτερισμό όσον αφορά την υπόθεση που μας απασχολεί.

(4) * Απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 1984, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 286/82 και 26/83, Luisi και Carbone (Συλλογή 1984, σ. 377, σκέψεις 21 και 22).

(5) * Απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1978, υπόθεση 7/78, Regina κατά Thomson κ.λπ. (Συλλογή τόμος 1978, σ. 681, σκέψη 25). Βλ. όμως παλαιότερα απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1968, υπόθεση 7/68, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 805).

(6) * Οδηγία του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 1960, πρώτη οδηγία περί της εφαρμογής του άρθρου 67 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 10/001, σ. 4), και οδηγία 63/21/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1962, δεύτερη οδηγία περί συμπληρώσεως της πρώτης οδηγίας περί της εφαρμογής του άρθρου 67 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 10/001, σ. 16).

(7) * Η προπαρατεθείσα οδηγία του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 1960 όριζε, πράγματι, στο άρθρο 5, παράγραφος 1, τα εξής: Οι διατάξεις της παρούσης οδηγίας δεν περιορίζουν το δικαίωμα των κρατών μελών να εξακριβώνουν τη φύση και την αυθεντικότητα των συναλλαγών ή των μεταφορών συναλλάγματος (...)

(8) * Βλ. προαναφερθείσα απόφαση Luisi και Carbone, σκέψη 31, καθώς και απόφαση της 24ης Ιουνίου 1986, υπόθεση 157/85, Brugnoni και Ruffinengo (Συλλογή 1986, σ. 2013, σκέψη 23).

(9) * Απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1992, υπόθεση C-204/90, Bachmann (Συλλογή 1992, σ. I-249, σκέψη 34).

(10) * Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Μαΐου 1976, υπόθεση 104/75, De Peijper (Συλλογή τόμος 1976, σ. 241, σκέψεις 16 έως 18), και, πιο πρόσφατα, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992, υπόθεση C-169/91, B & Q (Συλλογή 1992, σ. I-6635, σκέψη 15).

(11) * Προαναφερθείσα απόφαση Luisi και Carbone, σκέψη 34.

(12) * Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1977, υπόθεση 8/77, Sagulo κ.λπ. (Συλλογή τόμος 1977, σ. 441, σκέψη 5). Κατά την αυτή έννοια, βλ. απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1986, υπόθεση 205/84, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 1986, σ. 3755, σκέψη 54), καθώς και απόφαση της 30ής Μαΐου 1991, υπόθεση C-68/89, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (Συλλογή 1991, σ. I-2637, σκέψεις 11-13).

(13) * Βλ. σχετικώς απόφαση της 27ης Απριλίου 1989, υπόθεση 321/87, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1989, σ. 997, ειδικότερα σκέψη 15).

(14) * Απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 1983, υπόθεση 124/81, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 1983, σ. 203, σκέψη 18).

(15) * ΕΕ 1991, L 166, σ. 77.

(16) * Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1982, υπόθεση 8/81, Becker (Συλλογή 1982, σ. 53), και απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-6/90 και C-9/90, Francovich κ.λπ. (Συλλογή 1991, σ. I-5357).

(17) * Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1981, υπόθεση 203/80, Casati (Συλλογή 1981, σ. 2595).

(18) * Προαναφερθείσα απόφαση Casati, σκέψη 11.

Top