Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61992TO0008

    Διάταξη του Πρωτοδικείου (πέμπτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1992.
    Tiziano Di Rocco κατά Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής.
    Απαράδεκτο - Παρέμβαση.
    Υπόθεση T-8/92.

    Συλλογή της Νομολογίας 1992 II-02653

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:1992:122

    61992B0008

    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 18ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1992. - TIZIANO DI ROCCO ΚΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. - ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ - ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ T-8/92.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα II-02653


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Υπάλληλοι * Προσφυγή * Βλαπτική πράξη * 'Εννοια * Απόφαση να μη δοθεί συνέχεια σε πειθαρχική διαδικασία * Δεν είναι βλαπτική πράξη

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

    2. Υπάλληλοι * Πειθαρχικό δίκαιο * Ποινή * Εξουσία εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής * Γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου * Περιεχόμενο * 'Ορια

    (ΚΥΚ, άρθρο 86 PAR 2)

    3. Υπάλληλοι * Προσφυγή * Αγωγή αποζημιώσεως * Αυτονομία σε σχέση με την προσφυγή ακυρώσεως * 'Ορια * Διαφορετική διοικητική διαδικασία που προηγείται της δίκης όταν υφίσταται ή όταν ελλείπει βλαπτική πράξη

    (ΚΥΚ, άρθρα 90 και 91)

    Περίληψη


    1. Η απόφαση με την οποία αποφασίζει η ΑΔΑ να μη δοθεί συνέχεια σε πειθαρχική διαδικασία δεν αποτελεί, κατά την έννοια των άρθρων 90 και 91 του Kανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) βλαπτική πράξη για τον υπάλληλο κατά του οποίου κινήθηκε η διαδικασία, δεδομένου ότι το διατακτικό της αποφάσεως αυτής δεν μπορεί να αλλάξει τη νομική κατάσταση του υπαλλήλου αυτού.

    2. Οι εξουσίες που διαθέτει η ΑΔΑ σε θέματα πειθαρχικά δεν της επιτρέπουν παρά να επιβάλει μία από τις ποινές που προβλέπει το άρθρο 86, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ή να τερματίσει την πειθαρχική διαδικασία χωρίς να επιβάλει ποινή, τούτο δε ανεξαρτήτως από το περιεχόμενο της γνωμοδοτήσεως του πειθαρχικού συμβουλίου, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν δεσμεύει την ΑΔΑ.

    3. Για να κριθεί στο πλαίσιο των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ το παραδεκτό αγωγής αποζημιώσεως, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ δύο υποθετικών περιπτώσεων. 'Οταν το αίτημα αποζημιώσεως συνάπτεται στενά με προσφυγή ακυρώσεως, το απαράδεκτο της τελευταίας επάγεται και το απαράδεκτο της αγωγής αποζημιώσεως. Ελλείψει στενού δεσμού μεταξύ των δύο ενδίκων βοηθημάτων, το παραδεκτό του αιτήματος αποζημιώσεως εκτιμάται ανεξάρτητα από το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως και υπόκειται ειδικότερα στην κανονική εξέλιξη της διοικητικής διαδικασίας που προηγείται της προσφυγής και προβλέπεται από τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ.

    Σχετικά, αν η αγωγή αποζημιώσεως αποσκοπεί στην αποκατάσταση ζημίας που προέκυψε από βλαπτική πράξη, ο ενδιαφερόμενος οφείλει να υποβάλει εμπροθέσμως διοικητική ένσταση κατά της πράξεως αυτής, κατόπιν δε αγωγή εντός τριμήνου προθεσμίας από της απορρίψεως αυτής της ενστάσεως. Αντιθέτως, αν η προβαλλομένη ζημία προκύπτει από ενέργειες που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως βλαπτικές πράξεις διότι στερούνται νομικών αποτελεσμάτων, η διοικητική διαδικασία που προηγείται της ασκήσεως αγωγής πρέπει να αρχίσει με την υποβολή αιτήσεως χορηγήσεως αποζημιώσεως. Μόνον η ρητή η σιωπηρή απόρριψη αυτής της αιτήσεως συνιστά βλαπτική πράξη κατά της οποίας μπορεί να ασκηθεί ένσταση και μόνον μετά την έκδοση αποφάσεως που απορρίπτει ρητά ή σιωπηρά αυτή την ένσταση μπορεί να ασκηθεί αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση T-8/92,

    Tiziano Di Rocco, υπάλληλος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Kraainem (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον Jean-Noel Louis, δικηγόρο Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Fiduciaire Myson SARL, 1, rue Glesener,

    προσφεύγων-ενάγων,

    υποστηριζόμενος από την

    Union Syndicale-Bruxelles, εκπροσωπούμενη από τον Gerard Collin, δικηγόρο Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη Fiduciaire Myson SARL, 1, rue Glesener,

    αιτούσα να παρέμβει,

    κατά

    Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Moises Bermejo Garde, επικουρούμενο από τον Denis Waelbroeck, δικηγόρο Βρυξελλών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής, Centre Wagner, Kirchberg,

    καθής-εναγομένη,

    που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της 21ης Ιουνίου 1991 του Γενικού Γραμματέα της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής να μη δοθεί συνέχεια στην πειθαρχική διαδικασία που κινήθηκε κατά του προσφεύγοντος-ενάγοντος και να υποχρεωθεί η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ποσό του ενός ECU ως ικανοποίηση της ηθικής βλάβης,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους D. P. M. Barrington, Πρόεδρο, R. Schintgen και Α. Καλογερόπουλο, δικαστές,

    γραμματέας: Η. Jung,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    Σκεπτικό της απόφασης


    Περιστατικά, διαδικασία και αιτήματα

    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Φεβρουαρίου 1992, ο προσφεύγων-ενάγων, υπάλληλος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (στο εξής: ΟΚΕ), άσκησε προσφυγή-αγωγή με την οποία ζητεί από το Πρωτοδικείο να ακυρώσει, κατά το μέρος που δεν τον αποκαθιστά πλήρως στα δικαιώματά του, την απόφαση της 21ης Ιουνίου 1991 του Γενικού Γραμματέα της ΟΚΕ να μη δοθεί συνέχεια στην πειθαρχική διαδικασία που κινήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1990 εναντίον του, και να υποχρεώσει την ΟΚΕ να του καταβάλει το ποσό του ενός ECU ως ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που εκτιμά ότι υπέστη.

    2 Τα πραγματικά περιστατικά που έδωσαν λαβή στην προσφυγή-αγωγή ανάγονται στις 20 Σεπτεμβρίου 1990 όταν, μετά από ένα κοκτέιλ που διοργανώθηκε στους χώρους της ΟΚΕ, επεισόδια μεταξύ ορισμένων υπαλλήλων προκάλεσαν την παρέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων. Κατά την επακολουθείσασα σύλληψη ενός υπαλλήλου της ΟΚΕ, ο προσφεύγων-ενάγων λογομάχησε με έναν αστυφύλακα που φορούσε πολιτικά, κατά του οποίου χειρονόμησε. Η υπόθεση αυτή έδωσε λαβή στην έναρξη προκαταρκτικής έρευνας εκ μέρους της Εισαγγελίας Βρυξελλών.

    3 Η έκθεση έρευνας που κατήρτισε στις 6 Νοεμβρίου 1990, ο διευθυντής διοικήσεως και προσωπικού της ΟΚΕ δέχθηκε την ευθύνη του προσφεύγοντος-ενάγοντος για τη χειρονομία του κατά του οικείου αστυνομικού. Με απόφαση της ίδιας ημέρας η οποία συμπληρώθηκε με υπηρεσιακό σημείωμα της 7ης Ιανουαρίου 1991, ο Γενικός Γραμματέας της ΟΚΕ κίνησε κατ' αυτού, καθώς και κατά τριών άλλων υπαλλήλων της ΟΚΕ, πειθαρχική διαδικασία. Κατά το υπηρεσιακό αυτό σημείωμα με το οποίο παραπέμπεται ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, ο προσφεύγων-ενάγων καθίσταται υπεύθυνος παραπτώματος συμπεριφοράς και πειθαρχικής παραβάσεως βάσει των άρθρων 12, 86 και 87 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ).

    4 Το πειθαρχικό συμβούλιο εξέδωσε στις 6 Μαρτίου 1991 τη γνωμοδότησή του, με την οποία κατέληγε στο ότι, παρ' όλο που αναγνώριζε ότι χειρονόμησε κατά του αστυνομικού, ο προσφεύγων-ενάγων δεν ήταν υπεύθυνος παραπτώματος συμπεριφοράς ούτε πειθαρχικής παραβάσεως. Η γνωμοδότηση αυτή του πειθαρχικού συμβουλίου στηρίχθηκε στη σκέψη, αφενός μεν, ότι η χειρονομία του προσφεύγοντος κατά του αστυνομικού δεν ήταν εκ προθέσεως, αφετέρου δε, ότι ο προσφεύγων-ενάγων παρενέβη όταν ο αστυνομικός για τον οποίο πρόκειται επέδειξε αρκετά επιθετική στάση. Εξάλλου, ο προσφεύγων-ενάγων, ο οποίος θέλησε να παράσχει βοήθεια και συνδρομή σε συνάδελφο, ενήργησε με πνεύμα κατευνασμού για να μην επιδεινωθούν τα επεισόδια. Τέλος, το πειθαρχικό συμβούλιο έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι μέχρι τότε δεν είχε κινηθεί η εισαγγελία κατά του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Για τους λόγους αυτούς το πειθαρχικό συμβούλιο, το οποίο συνεξετίμησε επίσης το γεγονός ότι ο προσφεύγων-ενάγων είχε ήδη τιμωρηθεί δεδομένου ότι μια απόφαση περί μη προαγωγής του είχε ως αιτιολογία την εκκρεμή πειθαρχική δίωξή του, κατέληξε ότι ο προσφεύγων-ενάγων δεν άξιζε να τιμωρηθεί και ότι άξιζε να του δοθούν συγχαρητήρια για τον ενεργητικό ρόλο που έπαιξε.

    5 Με έγγραφο της 20ής Μαρτίου 1991 απευθύνθηκε ο προσφεύγων-ενάγων στον Γενικό Γραμματέα της ΟΚΕ για να του ζητήσει να αναθεωρήσει, μετά τη γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου, την απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) της 1ης Οκτωβρίου 1990 που απέρριψε την υποψηφιότητά του για θέση βαθμού D 1, η οποία στηρίχθηκε, κατ' αυτόν, στα "πρόσφατα γεγονότα" που προκάλεσαν την πειθαρχική του δίωξη.

    6 Στις 2 Μαΐου 1991 γνωστοποίησε ο διευθυντής διοικήσεως και προσωπικού της ΟΚΕ στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ότι, κατόπιν επαφών που είχε με το Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων του Βελγίου μετά την έκδοση της γνωμοδοτήσεως του πειθαρχικού συμβουλίου, πληροφορήθηκε ότι αναμενόταν για το τέλος Μαΐου απόφαση για τη συνέχεια που θα έδιναν οι δικαστικές βελγικές αρχές στην υπόθεση που τον αφορούσε και ότι υπό τις περιστάσεις αυτές ο Γενικός Γραμματέας επιφυλάχθηκε να αποφασίσει για την έκβαση της πειθαρχικής διαδικασίας.

    7 Με έγγραφο της 6ης Μαΐου 1991 που έστειλε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ο Γενικός Γραμματέας της ΟΚΕ επιβεβαίωσε αυτή τη δήλωση και διευκρίνισε περαιτέρω ότι η απόφαση απορρίψεως της υποψηφιότητάς του, που εξέδωσε την 1η Οκτωβρίου 1990, στηριζόταν στα αποτελέσματα της συγκριτικής έρευνας των ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων. Η αναφορά στα γεγονότα που προκάλεσαν την πειθαρχική του διώξη περιείχετο απλώς σε ένα εσωτερικό και εμπιστευτικό υπηρεσιακό σημείωμα της 28ης Σεπτεμβρίου 1990 που δεν είχε χαρακτήρα αποφάσεως και δεν αποτελούσε οριστική άποψη.

    8 Με έγγραφο της 16ης Μαΐου 1991 ο προσφεύγων-ενάγων ζήτησε από την ΟΚΕ να του παράσχει τεχνική και οικονομική βοήθεια και συνδρομή για να μπορέσει να εξασφαλίσει αποτελεσματικά την υπεράσπιση των συμφερόντων του. Το αίτημα αυτό στηριζόταν, αφενός μεν, στο καθήκον αρωγής των κοινοτικών οργάνων έναντι των υπαλλήλων τους, αφετέρου δε, στη γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου που διαπίστωσε ότι έπρεπε να τύχει συγχαρητηρίων για τον ρόλο του στην επίμαχη υπόθεση. Με το ίδιο έγγραφο γνωστοποιούσε επίσης ο προσφεύγων-ενάγων την άποψή του ότι θα θεωρούσε παράνομη κάθε πειθαρχική ποινή που θα μπορούσε ενδεχομένως να του επιβληθεί στο εξής. Εξηγούσε σχετικά ότι, αφού το πειθαρχικό συμβούλιο δεν είχε αποφασίσει την αναβολή της κρίσεώς του μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση ποινικού δικαστηρίου και γνωμοδότησε όντως στις 6 Μαρτίου 1991, η ΑΔΑ διέθετε από της ημερομηνίας αυτής μόνον μηνιαία προθεσμία για να εκδώσει την δική της απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 7, τέταρτο εδάφιο, του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ. Εφόσον η προθεσμία αυτή έληξε στις 6 Απριλίου 1991, η ΑΔΑ δεν μπορούσε πλέον, κατά τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, να εκδώσει απόφαση που να του επιβάλει πειθαρχική ποινή.

    9 Στις 31 Μαΐου 1991 ο Γενικός Γραμματέας της ΟΚΕ πληροφόρησε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα ότι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών των Βρυξελλών αποφάσισε να θέσει στο αρχείο του τον φάκελο που τον αφορούσε και υπό τις περιστάσεις αυτές αποφάσισε να αποδεχθεί την πρόταση που περιείχε η γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου της 6ης Μαρτίου 1991.

    10 Στις 21 Ιουνίου 1991 ο Γενικός Γραμματέας της ΟΚΕ εξέδωσε την εξής απόφαση:

    "Ο Γενικός Γραμματέας

    (...)

    Αφού έλαβε υπόψη του την αιτιολογημένη γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου της 6ης Μαρτίου 1991,

    (...)

    εκτιμώντας ότι όπως προκύπτει από όλη την πειθαρχική διαδικασία ο Di Rocco δεν υπέπεσε σε παράβαση των υποχρεώσεων στις οποίες υπόκειται ο υπάλληλος,

    εκτιμώντας εξάλλου ότι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών των Βρυξελλών αποφάσισε τον Μάιο να θέσει στο αρχείο τον φάκελο του ενδιαφερομένου μετά τα γεγονότα της 20ής Σεπτεμβρίου 1990,

    (...)

    Αποφασίζει

    Να μη δοθεί συνέχεια στην πειθαρχική διαδικασία που κινήθηκε κατά του Di Rocco."

    11 H απόφαση της 21ης Ιουνίου 1991 κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα την 1η Ιουλίου ιδίου έτους.

    12 Την 1η Οκτωβρίου 1991, ο προσφεύγων-ενάγων, αφού γνωστοποίησε στον Γενικό Γραμματέα της ΟΚΕ, με έγγραφα της 5ης Ιουλίου και της 29ης Αυγούστου 1991, την πρόθεσή του να κινήσει διοικητική και ένδικη διαδικασία, υπέβαλε διοικητική ένσταση τόσον ιεραρχικώς όσον και απ' ευθείας ενώπιον του Γενικού Γραμματέα της ΟΚΕ, μέσω τηλεαντιγράφου και με το κανονικό ταχυδρομείο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία της ΟΚΕ στις 4 Οκτωβρίου 1991. Με την ένστασή του παρεπονείτο ο προσφεύγων-ενάγων ότι η ΑΔΑ εξέδωσε την απόφαση της 21ης Ιουνίου 1991 κατά παράβαση του καθήκοντος αρωγής που οφείλει έναντι των υπαλλήλων και ζητούσε την ανάκλησή της και την αντικατάστασή της με απόφαση η οποία, κατ' εφαρμογή του καθήκοντος αρωγής, θα διασφάλιζε τα δικαιώματά του.

    13 Ο προσφεύγων-ενάγων δικαιολογούσε την ένστασή του με το ότι η απόφαση της 21ης Ιουνίου 1991 δεν άφηνε να φανεί ούτε ο θετικός ρόλος που έπαιξε κατά τα γεγονότα της 20ής Σεπτεμβρίου 1990 ούτε η αδικία της κινήσεως πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του. Κατά τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, η απόφαση αυτή τον έβλαπτε ακόμη πιο πολύ επειδή δεν περιείχε καμία αναφορά, ούτε στο διατακτικό της ούτε στις αιτιολογικές της σκέψεις, στη γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου που να καταλήγει στο ότι ο προσφεύγων-ενάγων έπρεπε να τύχει συγχαρητηρίων, δεδομένου ότι η γνωμοδότηση αυτή δεν προοριζόταν να περιληφθεί στον ατομικό του φάκελο.

    14 Στις 4 Νοεμβρίου 1991 απέρριψε ο Γενικός Γραμματέας της ΟΚΕ την ένσταση του προσφεύγοντος-ενάγοντος με την αιτιολογία ότι ήταν εκπρόθεσμη διότι παρελήφθη και πρωτοκολλήθηκε στην ΟΚΕ στις 4 Οκτωβρίου 1991, δηλαδή μετά την παρέλευση της τριμήνου προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

    15 Υπό τις περιστάσεις αυτές, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Φεβρουαρίου 1992, ο προσφεύγων-ενάγων άσκησε την παρούσα προσφυγή-αγωγή.

    16 Με υπόμνημα της 9ης Απριλίου 1992 αντέταξε η ΟΚΕ απαράδεκτο κατά της προσφυγής-αγωγής δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου και ζήτησε να κριθεί το αίτημά του πριν προχωρήσει η συζήτηση επί της ουσίας. Ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί του απαραδέκτου με υπόμνημα που κατέθεσε στις 12 Ιουνίου 1992.

    17 Με υπόμνημα της 17ης Απριλίου 1992 ζήτησε η Union syndicale-Bruxelles να της επιτραπεί να παρέμβει υπέρ του προσφεύγοντος-ενάγοντος κατ' εφαρμογή των άρθρων 115 και επ. του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

    18 Με υπομνήματα της 7ης Μαΐου και της 11ης Μαΐου 1992 υπέβαλαν ο προσφεύγων-ενάγων και η ΟΚΕ αντίστοιχα τις παρατηρήσεις τους επί της αιτήσεως παρεμβάσεως της Union syndicale-Bruxelles.

    19 Στη διαδικασία επί της ενστάσεως απαραδέκτου η ΟΚΕ ζήτησε από το Πρωτοδικείο:

    * να κάνει δεκτή την παρούσα ένσταση απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στη συζήτηση επί της ουσίας

    * να κρίνει την παρούσα προσφυγή-αγωγή απαράδεκτη

    * να καταδικάσει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα άρθρα 87, παράγραφος 2, και 88 του Κανονισμού Διαδικασίας.

    20 Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    * να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου και να κρίνει την προσφυγή-αγωγή παραδεκτή κατ' ακολουθία, να ορίσει προθεσμία για την κατάθεση υπομνήματος αντικρούσεως

    * επικουρικώς, να συνεξετάσει την ένσταση απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως.

    21 Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, η διαδικασία επί της ενστάσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα) κρίνει ότι έχει επαρκώς ενημερωθεί επί του προκειμένου ζητήματος από την έρευνα των στοιχείων του φακέλου και ότι δεν συντρέχει λόγος να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

    Επί του παραδεκτού

    Επί του ακυρωτικού αιτήματος

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    22 Η ΟΚΕ υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων απαραδέκτως ασκεί την παρούσα προσφυγή διότι στερείται εννόμου συμφέροντος εφόσον η απόφαση της 21ης Ιουνίου 1991 δεν μπορεί να του προξενήσει καμία βλάβη.

    23 Η ΟΚΕ υπογραμμίζει ότι η τοποθέτηση της προσβαλλομένης αποφάσεως στον ατομικό φάκελο του προσφεύγοντος δεν μπορεί να του προξενήσει βλάβη δεδομένου ότι ο τερματισμός χωρίς να δοθεί συνέχεια στην κινηθείσα πειθαρχική διαδικασία εναντίον του αιτιολογείται ρητά από το γεγονός, αφενός μεν, ότι η διαδικασία αυτή "(...) επέτρεψε να διαπιστωθεί ότι ο προσφεύγων δεν υπέπεσε σε καμία παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει ο υπάλληλος", αφετέρου δε, ότι η Εισαγγελία Βρυξελλών αποφάσισε επίσης να μη δοθεί συνέχεια στον φάκελο που άνοιξε γι' αυτόν μετά τα γεγονότα της 20ής Σεπτεμβρίου 1990.

    24 Κατά την ΟΚΕ, η αιτίαση του προσφεύγοντος ότι η ΑΔΑ δεν ακολούθησε στην απόφασή της της 21ης Ιουνίου 1991 τη γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο κατέληγε στο ότι θα έπρεπε να δοθούν συγχαρητήρια στον προσφεύγοντα, ισοδυναμεί με μομφή κατά της ΑΔΑ ότι παρέλειψε να τον συγχαρεί. Η ΟΚΕ υποστηρίζει σχετικά ότι η γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου δεν δεσμεύει την ΑΔΑ, η οποία έχει μόνον την εξουσία είτε να τιμωρεί είτε να μη τιμωρεί τους υπαλλήλους που διώκονται πειθαρχικά, χωρίς αρμοδιότητα να τους απευθύνει συγχαρητήρια.

    25 Τέλος, η ΟΚΕ παρατηρεί ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να την κατηγορήσει ότι δεν άφησε να διαφανεί στην προσβαλλομένη απόφαση ο δήθεν άδικος χαρακτήρας της κινήσεως εναντίον του πειθαρχικής διαδικασίας, αφού αυτός ο ίδιος αναγνώρισε ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου ότι είχε πράγματι χειρονομήσει κατά του αστυνομικού στα γεγονότα της 20ής Σεπτεμβρίου 1990 και ότι είναι βέβαιος ότι η συμπεριφορά του έδωσε λαβή στην προανάκριση που κίνησε η Εισαγγελία Βρυξελλών.

    26 Ο προσφεύγων υποστηρίζει κατ' ουσίαν ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν τον αποκαθιστά στα δικαιώματά του, στην τιμή του και στην αξιοπρέπειά του. Φρονεί ότι, περιορισθείσα στον τερματισμό της πειθαρχικής διαδικασίας που κινήθηκε εναντίον του, χωρίς να ακολουθήσει τη γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου που διαπίστωσε ότι θα έπρεπε να τύχει συγχαρητηρίων, η ΑΔΑ ενήργησε κατά παράβαση του καθήκοντός της αρωγής και αρνήθηκε να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη από την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας, ο άδικος χαρακτήρας της οποίας, κατά τη γνώμη του, προκύπτει από τη θέση στο αρχείο του φακέλου από την Εισαγγελία Βρυξελλών και βεβαιώνεται από τις μαρτυρικές καταθέσεις που συνέλεξε το πειθαρχικό συμβούλιο. Κατά τον προσφεύγοντα, η απόφαση της 21ης Ιουνίου 1991, μη ακολουθώντας τη γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου, που είχε άλλωστε διαπιστώσει ότι η ΑΔΑ είχε δικαιολογήσει την άρνηση προαγωγής του με αναφορά στην εκκρεμούσα πειθαρχική του διώξη, του επέβαλε παράνομη πειθαρχική ποινή κατά το μέτρο που δεν προβλέπεται ρητά από το άρθρο 86, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. 'Ετσι, ο προσφεύγων θεωρεί ότι η προσβαλλομένη απόφαση τον βλάπει και πρέπει επομένως να ακυρωθεί.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    27 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου (βλ. την τελευταία επί του θέματος απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 1992, Τ-138/89, NBV και NVB κατά Επιτροπής, (Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-2181, σκέψεις 31 και 32), η προσφυγή ακυρώσεως δεν μπορεί να ασκηθεί παρά μόνο κατά βλαπτικής πράξεως, δηλαδή κατά πράξεως που μπορεί να θίξει ορισμένη νομική κατάσταση, και ότι μόνο το διατακτικό αυτής της πράξεως μπορεί να παραγάγει νομικά αποτελέσματα και κατά συνέπεια να προξενήσει βλάβη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση από το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο Γενικός Γραμματέας της ΟΚΕ αποφάσισε να μη δοθεί συνέχεια στην πειθαρχική διαδικασία που κινήθηκε κατά του προσφεύγοντος, δηλαδή να τερματισθεί η διαδικασία χωρίς να του επιβληθεί πειθαρχική ποινή. Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αλλάζει επομένως τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος και συνεπώς δεν τον βλάπτει. Κατ' ακολουθία, ο προσφεύγων δεν έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως υπό το πρίσμα αυτό.

    28 Πρέπει να προστεθεί ότι από το άρθρο 86 του ΚΥΚ προκύπτει ότι οι εξουσίες που διαθέτει η ΑΔΑ σε θέματα πειθαρχικά δεν της επιτρέπουν παρά να επιβάλει μόνον μία από τις ποινές που προβλέπει η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού ή να τερματίσει την πειθαρχική διαδικασία χωρίς να επιβάλει ποινή, τούτο δε ανεξαρτήτως του περιεχομένου της γνωμοδοτήσεως του πειθαρχικού συμβουλίου που σε κάθε περίπτωση δεν δεσμεύει την ΑΔΑ. Από αυτό προκύπτει ότι, ακόμα και αν η γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου, που επελήφθη στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας που κινήθηκε εναντίον του, κατέληξε στο ότι θα έπρεπε να τύχει συγχαρητηρίων, ο προσφεύγων δεν μπορεί νομίμως να αναμένει να αποδεχθεί η ΑΔΑ απόφαση τερματισμού πειθαρχικής διαδικασίας, συμμορφούμενη σ' αυτό το σημείο προς τη γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου. Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν μπορεί, για να στοιχειοθετήσει βλάβη, να επικαλεστεί το γεγονός ότι η ΑΔΑ παρέλειψε να τον συγχαρεί με την προσβαλλομένη απόφαση.

    29 Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει εξάλλου ότι οι αιτιολογικές σκέψεις, όπως και το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως του οποίου αποτελούν το έρεισμα, δεν περιέχουν στοιχεία που να επιτρέπουν στον προσφεύγοντα να επικαλεσθεί έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής. Πέραν μιας αναφοράς στη γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου της 6ης Μαρτίου 1991, οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως της 21ης Ιουνίου 1991 περιέχουν τη ρητή διαπίστωση, αφενός μεν, ότι από το σύνολο της πειθαρχικής διαδικασίας προκύπτει ότι ο προσφεύγων δεν υπέπεσε σε καμιά παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει ο υπάλληλος, αφετέρου δε, ότι η Εισαγγελία των Βρυξελλών δεν έδωσε συνέχεια στον φάκελο που τον αφορά.

    30 Πέραν της προσβαλλομένης αποφάσεως της 21ης Ιουνίου 1991, ο προσφεύγων αμφισβητεί επίσης τη νομιμότητα της αποφάσεως της ΑΔΑ που κίνησε εναντίον του πειθαρχική διαδικασία με τη σκέψη ότι ήταν αδικαιολόγητη η προσφυγή στη διαδικασία αυτή. Καθόσον η προβαλλομένη παρανομία της αποφάσεως αυτής πρέπει να ερευνηθεί ως λόγος ακυρώσεως παρανομίας προπαρασκευαστικής πράξεως, ο οποίος προβάλλεται για να στηρίξει το ακυρωτικό αίτημα που στρέφεται κατά της οριστικής αποφάσεως που επακολούθησε στις 21 Ιουνίου 1991, πρέπει να τονιστεί ότι το παραδεκτό του λόγου αυτού εξαρτάται από το παραδεκτό της προσφυγής κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ελλείψει εννόμου συμφέροντος προσβολής της αποφάσεως της 21ης Ιουνίου 1991 που τερμάτισε την πειθαρχική διαδικασία που κινήθηκε εναντίον του, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλεστεί παραδεκτώς την παρανομία της αποφάσεως που κίνησε τη διαδικασία αυτή. Αντιθέτως, κατά το μέρος που η παρανομία αυτή πρέπει να ερευνηθεί ως λόγος ακυρώσεως για να στηρίξει το αίτημα ακυρώσεως που στρέφεται κατά της αποφάσεως της ΑΔΑ να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία, εφόσον η απόφαση αυτή θα μπορούσε τυχόν να αποτελέσει βλαπτική πράξη και να είναι επομένως δεκτική προσβολής επί ακυρώσει, πρέπει να υπομνηστεί ότι οι υπάλληλοι τους οποίους αφορά τέτοια απόφαση οφείλουν να κινήσουν εναντίον της τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 90 του ΚΥΚ για να μπορέσουν στη συνέχεια να αμφισβητήσουν παραδεκτώς, με ένδικο μέσο, την παρανομία της. Εν προκειμένω, είναι βέβαιο ότι ο προσφεύγων δεν υπέβαλε ένσταση κατά της αποφάσεως με την οποία κίνησε ο Γενικός Γραμματέας της ΟΚΕ την επίδικη πειθαρχική διαδικασία εναντίον του. Δεν μπορεί επομένως παραδεκτώς στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής να αμφισβητήσει τη νομιμότητα αυτής της αποφάσεως.

    31 Υπό τις περιστάσεις αυτές, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το νομότυπο, από απόψεως τύπου και προθεσμίας, της ενστάσεως που υπέβαλε ο προσφεύγων κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της 21ης Ιουνίου 1991, με την οποία αποφάσισε ο Γενικός Γραμματέας της ΟΚΕ να μη δοθεί συνέχεια στην πειθαρχική διαδικασία που κινήθηκε εναντίον του.

    Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

    Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    (παραλείπεται)

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    (παραλείπεται)

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

    διατάσσει:

    1) Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη.

    2) Δεν συντρέχει λόγος να κρίνει επί της αιτήσεως παρεμβάσεως της Union syndicale-Bruxelles.

    3) Κάθε διάδικος, καθώς και η αιτούσα να παρέμβει, φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

    Λουξεμβούργο, 18 Δεκεμβρίου 1992.

    Top