EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61992CJ0081

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 2ας Αυγούστου 1993.
Hans Dinter GmbH & Co. κατά Hauptzollamt Bad Reichenhall.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht München - Γερμανία.
Βύσσινα σε σιρόπι - Προστατευτικά μέτρα.
Υπόθεση C-81/92.

Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-04601

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:342

61992J0081

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 2ΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1993. - HANS DINTER GMBH ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT BAD REICHENHALL. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: FINANZGERICHT MUENCHEN - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΒΥΣΣΙΝΑ ΣΕ ΣΙΡΟΠΙ - ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-81/92.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-04601


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Γεωργία * Κοινή οργάνωση αγορών * Μεταποιημένα προϊόντα με βάση τα οπωροκηπευτικά *Προστατευτικά μέτρα στις εισαγωγές βύσσινων * Αγορά από μεσάζοντα μη εγκατεστημένο στη χώρα καταγωγής * Τιμή που πλήρωσε ο μεσάζων και τιμή μεταπωλήσεως υψηλότερες της ελάχιστης τιμής εισαγωγής * Επιβολή εξισωτικής εισφοράς * Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός 1626/85 της Επιτροπής, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1712/85)

Περίληψη


Ο κανονισμός 1626/85, περί των προστατευτικών μέτρων που πρέπει να εφαρμοσθούν στις εισαγωγές ορισμένων βύσσινων, όπως τροποποιήθηκε ως προς το γερμανικό, ελληνικό, αγγλικό, γαλλικό, ιταλικό και ολλανδικό κείμενό του με τον κανονισμό 1712/85, έχει την έννοια ότι η εξισωτική εισφορά που προβλέπει, οσάκις δεν τηρείται η ελάχιστη τιμή εισαγωγής, δεν μπορεί να εισπράττεται στην περίπτωση κατά την οποία ο εισαγωγέας αγόρασε τα εμπορεύματα από μεσάζοντα μη εγκατεστημένο στη χώρα καταγωγής του εμπορεύματος, εφόσον είναι βέβαιον ότι τόσο η τιμή που πλήρωσε ο εισαγωγέας στον μεσάζοντα όσο και η τιμή μεταπωλήσεως στη συνέχεια από τον εισαγωγέα αυτόν είναι υψηλότερες από την ελάχιστη τιμή. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, επιτυγχάνεται ο σκοπός του κανονισμού 1626/85, ο οποίος συνίσταται στην προστασία της κοινοτικής αγοράς από τη διάθεση στο εμπόριο προϊόντων που εισάγονται σε τιμές ασυνήθιστα χαμηλές.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-81/92,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht Muenchen προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Hans Dinter GmbH

και

Hauptzollamt Bad Reichenhall,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 1626/85 της Επιτροπής, της 14ης Ιουνίου 1985, περί των προστατευτικών μέτρων που πρέπει να εφαρμοσθούν στις εισαγωγές ορισμένων βύσσινων (ΕΕ L 156, σ. 13), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1712/85 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 1985, που τροποποιεί τη γερμανική, ελληνική, αγγλική, γαλλική, ιταλική και ολλανδική διατύπωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1626/85 (ΕΕ L 163, σ. 46),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, Diez de Velasco και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: J.-G. Giraud

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* η Hans Dinter GmbH, εκπροσωπουμένη από τον Dietrich Ehle, δικηγόρο Κολωνίας,

* η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τον Δημήτριο Ράπτη, νομικό σύμβουλο του Κράτους, και τον Παναγιώτη Αθανασούλη, μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον Ulrich Woelker, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση τoν εισηγητή δικαστή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Μαΐου 1993,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 12ης Φεβρουαρίου 1992, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Μαρτίου 1992, το Finanzgericht Muenchen υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 1626/85 της Επιτροπής, της 14ης Ιουνίου 1985, περί των προστατευτικών μέτρων που πρέπει να εφαρμοσθούν στις εισαγωγές ορισμένων βύσσινων (ΕΕ L 156, σ. 13), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1712/85 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 1985, που τροποποιεί τη γερμανική, ελληνική, αγγλική, γαλλική, ιταλική και ολλανδική διατύπωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1626/85 (ΕΕ L 163, σ. 46).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Dinter (στο εξής: Dinter) και του Hauptzollamt Bad Reichenhall (στο εξής: Hauptzollamt) όσον αφορά την καταβολή εξισωτικής εισφοράς ύψους 728 714,95 DM από την Dinter, με το αιτιολογικό ότι η Dinter δεν τήρησε την ελάχιστη τιμή εισαγωγής βύσσινων.

3 Συγκεκριμένα, η ελάχιστη τιμή εισαγωγής καθορίζεται με τον κανονισμό 1626/85 ως προστατευτικό μέτρο κατά της εισαγωγής ορισμένων βύσσινων, μεταξύ των οποίων τα "βύσσινα σε κατάσταση ψύξεως". Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι, "σε περίπτωση που δεν τηρείται η ελάχιστη τιμή εισαγωγής, επιβάλλεται η εξισωτική εισφορά που αναφέρεται στο παράρτημα".

4 Το άρθρο 2 του κανονισμού 1626/85, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1712/85, έχει ως εξής:

"1. Τη στιγμή της ολοκλήρωσης των τελωνειακών διατυπώσεων εισαγωγής για ελεύθερη κυκλοφορία, οι τελωνειακές αρχές συγκρίνουν, για κάθε αποστολή, την τιμή εισαγωγής με την αντίστοιχη ελάχιστη τιμή εισαγωγής.

2. (...)

3. Η τιμή εισαγωγής πρέπει να δηλώνεται κατά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία και η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία πρέπει να συνοδεύεται από όλα τα απαιτούμενα έγγραφα για την εξακρίβωση της τιμής."

5 Κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 1626/85,

"1. Οι ακόλουθοι παράγοντες συνιστούν την τιμή εισαγωγής:

α) η τιμή fob στη χώρα καταγωγής, και

β) το κόστος μεταφοράς και ασφάλισης μέχρι τον τόπο εισόδου στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.

2. (...)

3. Εάν το τιμολόγιο που κατατίθεται στις τελωνειακές αρχές δεν έχει συνταχθεί από τον εξαγωγέα στη χώρα από την οποία κατάγονται τα προϊόντα ή εάν οι αρχές δεν αποδέχονται ότι η δηλωθείσα τιμή αντανακλά την τιμή fob στη χώρα καταγωγής, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να καθορίσουν αυτή την τιμή, ιδίως με αναφορά στην τιμή μεταπωλήσεως από τον εισαγωγέα."

6 Κατά το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, ο κανονισμός 1626/85 ίσχυε μέχρι τις 9 Μαΐου 1986. Η ισχύς του παρατάθηκε μέχρι τις 9 Μαΐου 1987 με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1257/86 της Επιτροπής, της 29ης Απριλίου 1986 (ΕΕ L 113, σ. 37).

7 Aπό τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι κατά την περίοδο 1985-1987 η Dinter εισήγαγε και έθεσε σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατεψυγμένα βύσσινα καταγωγής Γιουγκοσλαβίας. Σύμφωνα με τους τελωνειακούς ελέγχους, η Dinter προμηθεύθηκε το εμπόρευμα αποκλειστικά από μεσάζοντα, την εταιρία Kraus & Kraus, με έδρα τη Βιέννη (στο εξής: μεσάζων), η οποία αγόρασε τα βύσσινα σε τιμή μικρότερη από την ελάχιστη τιμή. Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι η τιμή που πλήρωσε η Dinter στον μεσάζοντα αυτόν καθώς και η τιμή στην οποία τα μεταπώλησε στη συνέχεια ήταν, αμφότερες, υψηλότερες από την ελάχιστη τιμή.

8 Το Hauptzollamt, λαμβάνοντας ως βάση συγκρίσεως με την ελάχιστη τιμή τη μικρότερη τιμή που πλήρωσε ο μεσάζων για να αγοράσει το εμπόρευμα από τον εξαγωγέα στη χώρα καταγωγής των προϊόντων, απαίτησε, με διάφορες αποφάσεις του, την καταβολή του προαναφερθέντος ποσού ως εξισωτική εισφορά.

9 Η Dinter άσκησε προσφυγή κατά των αποφάσεων αυτών ενώπιον του Finanzgericht Muenchen, υποστηρίζοντας κυρίως ότι δεν υπήρχε λόγος επιβολής εξισωτικής εισφοράς, διότι τόσο η τιμή που πλήρωσε για την εισαγωγή όσο και η τιμή στην οποία μεταπώλησε στη συνέχεια το εμπόρευμα ήταν υψηλότερες από την ελάχιστη τιμή. Υποστήριξε, εξάλλου, ότι δεν γνώριζε την τιμή στην οποία αγόρασε το εμπόρευμα ο μεσάζων, οπότε του ήταν ωσαύτως αδύνατο να τη δηλώσει. Κατά την Dinter, προκειμένου να γίνει σύγκριση κατ' εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1626/85, οι γερμανικές τελωνειακές αρχές έπρεπε να στηριχθούν στην τιμή μεταπωλήσεως από τον εισαγωγέα και όχι στην τιμή στην οποία αγόρασε το εμπόρευμα ο μεσάζων.

10 Κρίνοντας ότι η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία του κανονισμού 1626/85, το Finanzgericht, με διάταξη της 12ης Φεβρουαρίου 1992, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

1) "'Εχει ο κανονισμός 1626/85 της Επιτροπής, της 14ης Ιουνίου 1985, περί των προστατευτικών μέτρων που πρέπει να εφαρμοστούν στις εισαγωγές ορισμένων βύσσινων, ενόψει ιδίως των αιτιολογικών σκέψεων 2 έως 6 του προοιμίου του, την έννοια ότι δεν επιτρέπεται η επιβολή εξισωτικής εισφοράς στις περιπτώσεις στις οποίες τόσο η τιμή εισαγωγής όσο και η τιμή στην οποία μεταπωλεί ο εισαγωγέας υπερβαίνουν την ελάχιστη τιμή;"

2) "Δεν επιτρέπεται η επιβολή εισφοράς ούτε και στην περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση πωλήσεως επί της οποίας στηρίζεται η εισαγωγή συνήφθη μεταξύ του εισαγωγέα και ενός πωλητή που δεν είναι εγκατεστημένος στη χώρα καταγωγής των βύσσινων;"

11 Στην έκθεση του εισηγητή δικαστή εκτίθενται λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

12 Με τα ερωτήματα αυτά, το αιτούν δικαστήριο θέλει κατ' ουσίαν να πληροφορηθεί αν ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1626/85 έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να επιβάλλεται εξισωτική εισφορά στις περιπτώσεις που ο εισαγωγέας αγοράζει τα εμπορεύματα από μεσάζοντα ο οποίος δεν είναι εγκατεστημένος στη χώρα καταγωγής του εμπορεύματος, οσάκις τόσο η τιμή που πλήρωσε ο εισαγωγέας στον μεσάζοντα όσο και η τιμή μεταπωλήσεως στη συνέχεια από τον εισαγωγέα αυτόν είναι υψηλότερες από την ελάχιστη τιμή.

13 Καταρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με τις δύο πρώτες αιτιολογικές του σκέψεις, ο κανονισμός 1626/85 έχει ως αντικείμενο τη θέσπιση μέτρων διασφαλίσεως για την προστασία της κοινοτικής αγοράς ορισμένων βύσσινων, η οποία απειλείται, λόγω εισαγωγών από τρίτες χώρες, με σοβαρές διαταραχές ικανές να θέσουν σε κίνδυνο τους στόχους του άρθρου 39 της Συνθήκης.

14 'Οπως διευκρινίζουν η τρίτη και η τέταρτη αιτιολογική σκέψη του ίδιου κανονισμού, τα προστατευτικά μέτρα πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως ώστε να εμποδίζεται η διάθεση στην αγορά εισαγομένων προϊόντων σε τιμές ασυνήθιστα χαμηλές. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί με τη θέσπιση ελάχιστης τιμής εισαγωγής στην Κοινότητα που πρέπει να τηρείται και, σε περίπτωση μη τηρήσεως της ελάχιστης αυτής τιμής, με την επιβολή εξισωτικών εισφορών. Εφόσον ο κανονισμός αποσκοπεί επομένως στο να εισάγονται τα εν λόγω προϊόντα στην Κοινότητα σε τιμή τουλάχιστον ίση με την ελάχιστη τιμή, ως βάση συγκρίσεως πρέπει να λαμβάνεται η τιμή που πλήρωσε ο εισαγωγέας.

15 Συναφώς, το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1626/85 ορίζει ότι η τιμή εισαγωγής συνίσταται στην τιμή fob στη χώρα καταγωγής, στην οποία προστίθενται τα έξοδα μεταφοράς και ασφαλίσεως μέχρι τον τόπο εισόδου στο τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας. Η ούτω καθοριζομένη τιμή είναι, κατά γενικό κανόνα, η τιμή που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τις αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής ως βάση, οσάκις αυτές προβαίνουν στην προβλεπομένη στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού σύγκριση.

16 Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1626/85 ρυθμίζει τη συνήθη περίπτωση πωλήσεως που συνάπτεται μεταξύ εισαγωγέα και εξαγωγέα που είναι εγκατεστημένος στη χώρα καταγωγής του εμπορεύματος και όχι την περίπτωση πωλήσεως που συνάπτεται μεταξύ εισαγωγέα και μεσάζοντα που δεν είναι εγκατεστημένος στη χώρα καταγωγής του εμπορεύματος.

17 Η μέθοδος προσδιορισμού της τιμής εισαγωγής στην τελευταία αυτή ειδική περίπτωση προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του προμνησθέντος κανονισμού, το οποίο έχει εφαρμογή οσάκις το τιμολόγιο που κατατίθεται στις τελωνειακές αρχές δεν έχει καταρτιστεί από τον εξαγωγέα στη χώρα καταγωγής του προϊόντος. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι στην περίπτωση αυτή η τιμή εισαγωγής προσδιορίζεται ιδίως σε συνάρτηση με την τιμή μεταπωλήσεως από τον εισαγωγέα.

18 Η μέθοδος αυτή έχει εφαρμογή οσάκις δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία ή οι τελωνειακές αρχές έχουν αμφιβολίες ως προς την τιμή που αναγράφεται στο τιμολόγιο. Εάν είναι βέβαιον ότι η τιμή που πλήρωσε ο εισαγωγέας στον μεσάζοντα και η τιμή στην οποία μεταπώλησε στη συνέχεια το εμπόρευμα ο εισαγωγέας είναι υψηλότερες από την ελάχιστη τιμή, ο σκοπός του κανονισμού 1626/85 έχει επιτευχθεί. Επομένως, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με βάση τις τιμές αυτές.

19 Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι η νομική βάση του κανονισμού 1626/85 εντάσσεται στα πλαίσια του κανονισμού (ΕΟΚ) 516/77 του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 1977, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/017, σ. 226), και του κανονισμού (ΕΟΚ) 521/77 του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 1977, περί καθορισμού των λεπτομερειών εφαρμογής των μέτρων διασφαλίσεως στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/017, σ. 251), το άρθρο 2, παράγραφος 2, του οποίου ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι τα προστατευτικά αυτά μέτρα δεν είναι δυνατό να ληφθούν παρά "κατά το μέτρο και για τη διάρκεια που κρίνονται απολύτως αναγκαία". Από αυτό προκύπτει ότι, οσάκις επιτυγχάνεται ο επιδιωκόμενος προστατευτικός σκοπός των μέτρων, η είσπραξη εξισωτικής εισφοράς είναι παράνομη.

20 Ενόψει των ανωτέρω, συνάγεται ότι η ερμηνεία, κατά την οποία, σε περίπτωση όπως η προκειμένη, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχική τιμή του εμπορεύματος που πλήρωσε ο μεσάζων, είναι αβάσιμη, διότι υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκει ο κανονισμός 1626/85.

21 Επομένως, στα ερωτήματα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός 1626/85, όπως έχει τροποποιηθεί, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπεται να εισπράττεται εξισωτική εισφορά στην περίπτωση κατά την οποία ο εισαγωγέας αγόρασε τα εμπορεύματα από μεσάζοντα ο οποίος δεν είναι εγκατεστημένος στη χώρα καταγωγής του εμπορεύματος, οσάκις είναι βέβαιον ότι τόσο η τιμή που πλήρωσε ο εισαγωγέας στον μεσάζοντα όσο και η τιμή μεταπωλήσεως στη συνέχεια από τον εισαγωγέα αυτόν είναι υψηλότερες από την ελάχιστη τιμή.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

22 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η Ελληνική Κυβέρνηση, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 12ης Φεβρουαρίου 1992 το Finanzgericht Muenchen, αποφαίνεται:

O κανονισμός (ΕΟΚ) 1626/85 της Επιτροπής, της 14ης Ιουνίου 1985, περί των προστατευτικών μέτρων που πρέπει να εφαρμοσθούν στις εισαγωγές ορισμένων βύσσινων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1712/85 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 1985, που τροποποιεί τη γερμανική, ελληνική, αγγλική, γαλλική, ιταλική και ολλανδική διατύπωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1626/85, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπεται να εισπράττεται εξισωτική εισφορά στην περίπτωση κατά την οποία ο εισαγωγέας αγόρασε τα εμπορεύματα από μεσάζοντα ο οποίος δεν είναι εγκατεστημένος στη χώρα καταγωγής του εμπορεύματος, οσάκις είναι βέβαιον ότι τόσο η τιμή που πλήρωσε ο εισαγωγέας στον μεσάζοντα όσο και η τιμή μεταπωλήσεως στη συνέχεια από τον εισαγωγέα αυτόν είναι υψηλότερες από την ελάχιστη τιμή.

Top