EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61992CJ0023

Απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Αυγούστου 1993.
Maria Grana-Novoa κατά Landesversicherungsanstalt Hessen.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundessozialgericht - Γερμανία.
Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων - Ίση μεταχείρηση - Σύμβαση συναφθείσα μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας.
Υπόθεση C-23/92.

Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-04505

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:339

61992J0023

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 2ΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1993. - MARIA GRANA-NOVOA ΚΑΤΑ LANDESVERSICHERUNGSANSTALT HESSEN. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: BUNDESSOZIALGERICHT - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑKΙΝΟΥΜΕΝΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ - ΙΣΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ - ΣΥΜΒΑΣΗ ΣΥΝΑΦΘΕΙΣΑ ΜΕΤΑΞΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-23/92.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-04505
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00329
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00363


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων * Νομοθεσία κράτους μέλους κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ι', του κανονισμού 1408/71 * 'Εννοια * Σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως συναφθείσα μεταξύ κράτους μέλους και τρίτου κράτους * Αποκλείεται * Σύμβαση ενσωματωθείσα υπό μορφή νόμου στην εσωτερική έννομη τάξη * Δεν ασκεί επιρροή

(Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχ. ι')

Περίληψη


'Οπως προκύπτει από τις διατάξεις του κανονισμού 1408/71, όσον αφορά τις διεθνείς συμβάσεις κοινωνικής ασφαλίσεως, στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν εκείνες μόνον στα πλαίσια των οποίων συμβαλλόμενα μέρη είναι τουλάχιστον δύο κράτη μέλη, ενώ, όσον αφορά τις συμβάσεις που συνάπτονται με ένα ή περισσότερα τρίτα κράτη, ο κανονισμός εφαρμόζεται μόνο στο μέτρο που άπτεται των σχέσεων μεταξύ κρατών μελών. Αντίθετα, καμιά διάταξη του κανονισμού δεν αναφέρεται στις συμβάσεις που συνάπτει ένα μόνο κράτος μέλος με ένα ή περισσότερα τρίτα κράτη, ούτε όσον αφορά το ζήτημα αν και σε ποιο βαθμό το σύστημα του κανονισμού καλείται να τις αντικαταστήσει, ούτε όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής περί ίσης μεταχειρίσεως. Επομένως, διαπιστώνεται ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να αποκλειστούν οι εν λόγω συμβάσεις από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το άρθρο 1, στοιχείο ι', του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι ο κατά το ανωτέρω άρθρο όρος "νομοθεσία" δεν περιλαμβάνει τις διατάξεις διεθνών συμβάσεων κοινωνικής ασφαλίσεως που συνάπτει ένα μόνον κράτος μέλος με τρίτο κράτος. Την ερμηνεία αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι συμβάσεις αυτές ενσωματώθηκαν, υπό μορφή νόμου, στην εσωτερική έννομη τάξη του ενδιαφερομένου κράτους μέλους.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-23/92,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Bundessozialgericht προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Maria Grana-Novoa

και

Landesversicherungsanstalt Hessen,

προσεπικληθέν: Landesversicherungsanstalt Baden,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ και των άρθρων 1, στοιχείο ι', και 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ 1983, L 230, σ. 6),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη, πρόεδρο τμημάτων, προεδρεύοντα, G. C. Rodriguez Iglesias, M. Zuleeg και J. L. Murray,, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, R. Joliet, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse, M. Diez de Velasco και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* η Maria Grana-Novoa, εκπροσωπούμενη από τον G. Krutzki, δικηγόρο Φρανκφούρτης (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας),

* το Landesversicherungsanstalt Hessen, εκπροσωπούμενο από τον H. Adelmann, διευθυντή,

* η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους E. Roeder, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, και J. Karl, Regierungsdirektor στο ίδιο υπουργείο,

* η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή L. Ferrari Bravo, προϊστάμενο της Υπηρεσίας Διπλωματικών Διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον F. Guicciardi, avvocato dello Stato,

* η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους S. Pizarro, γενικό διευθυντή του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων και Συμβάσεων Κοινωνικής Ασφαλίσεως του Υπουργείου Απασχολήσεως και Κοινωνικής Ασφαλίσεως, και L. Fernandes, διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας της Γενικής Διευθύνσεως Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών,

* η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τη S. Cochrane, του Treasury Solicitor' s Department,

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Μ. Πατακιά, μέλος της Νομικής Υυπηρεσίας, επικουρούμενη από τον B. Schulte, δικηγόρο στο Max-Planck-Institut fuer auslaendisches und internationales Sozialrecht, Μόναχο (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας),

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Γερμανικής Κυβερνήσεως, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον J. W. de Zwaan, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπουμένης από τη S. Cochrane, επικουρούμενη από τον N. Paines, barrister, και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 2ας Μαρτίου 1993,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Απριλίου 1993,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με διάταξη της 28ης Αυγούστου 1991, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Ιανουαρίου 1992, το Bundessozialgericht υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7 της Συνθήκης ΕΟΚ και των άρθρων 1, στοιχείο ι', και 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ 1983, L 230, σ. 6).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Maria Grana-Novoa και του Landesversicherungsanstalt Hessen, σχετικά με την απόρριψη της αιτήσεως της πρώτης περί χορηγήσεως συντάξεως αναπηρίας.

3 'Οπως προκύπτει από τη δικογραφία που διαβιβάστηκε στο Δικαστήριο, η Grana-Novoa, Ισπανίδα υπήκοος, ουδέποτε εργάστηκε στη χώρα καταγωγής της. Αντίθετα, άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα υπαχθείσα σε υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση κατ' αρχάς στην Ελβετία, από τον Δεκέμβριο του 1970 έως τον Ιούνιο του 1975, στη συνέχεια δε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, από τον Φεβρουάριο του 1979 έως τον Οκτώβριο του 1982.

4 Ακολούθως, η Grana-Novoa ζήτησε τον Αύγουστο του 1983 να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις περί συντάξεως αναπηρίας λόγω της μόνιμης ανικανότητάς της προς εργασία που επήλθε εντός του δευτέρου κράτους. 'Ομως, το αίτημά της για τη χορήγηση της εν λόγω συντάξεως δεν έγινε δεκτό εκ μέρους του Landesversicherungsanstalt Hessen, με το αιτιολογικό ότι ο αριθμός των ετών εργασίας της στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν επαρκούσε, ώστε να θεωρηθεί ότι πληρούσε την προβλεπόμενη με την κανονιστική ρύθμιση του εν λόγω κράτους μέλους προϋπόθεση διανύσεως δοκιμαστικής περιόδου. Η Grana-Novoa άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

5 Δεν αμφισβητείται ότι, μολονότι η Grana-Novoa δεν δικαιούται συντάξεως αναπηρίας κατ' εφαρμογήν αποκλειστικώς του γερμανικού δικαίου, πάντως, θα μπορούσε να τύχει της συντάξεως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία αν λαμβάνονταν υπόψη και οι περίοδοι ασφαλίσεως που πραγματοποίησε στην Ελβετία.

6 Προς τούτο, η Grana-Novoa επικαλέστηκε ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων τις διατάξεις των διμερών συμβάσεων περί κοινωνικής ασφαλίσεως που είχε συνάψει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, αφενός, με την Ελβετική Συνομοσπονδία, αφετέρου, με το Βασίλειο της Ισπανίας.

7 Η συναφθείσα το 1964 και τροποποιηθείσα το 1975 γερμανοελβετική σύμβαση προβλέπει την υπό ορισμένες προϋποθέσεις εφαρμογή της αρχής του συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως που διανύθηκαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία και στην Ελβετία, περιορίζοντάς την, πάντως, αποκλειστικώς υπέρ των υπηκόων των δύο συμβαλλομένων κρατών. Η γερμανοϊσπανική σύμβαση που συνήφθη το 1973 και τροποποιήθηκε το 1975 προβλέπει ότι, για τις ανάγκες εφαρμογής της, οι Γερμανοί και οι Ισπανοί υπήκοοι τυγχάνουν της ιδίας μεταχειρίσεως. Σύμφωνα με τον γερμανικό θεμελιώδη νόμο, οι ανωτέρω συμβάσεις ενσωματώθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη με ομοσπονδιακό νόμο.

8 Το τελικό πρωτόκολλο της γερμανοελβετικής συμβάσεως περιλαμβάνει ρήτρα διασφαλίσεως, η οποία έχει ως εξής:

"Αν, εκτός των προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται η εφαρμογή της συμβάσεως, πληρούνται και οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η εφαρμογή άλλης συμβάσεως ή υπερεθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, τότε ο γερμανικός φορέας δεν λαμβάνει υπόψη, προκειμένου να εφαρμόσει τη σύμβαση, την άλλη σύμβαση ή την υπερεθνική κανονιστική ρύθμιση, εφόσον δεν ορίζουν άλλως."

9 Σύμφωνα με τα γερμανικά δικαστήρια, η ανωτέρω ρήτρα δεν επιτρέπει στην Grana-Novoa να επικαλεστεί σωρευτικώς τη γερμανοελβετική και τη γερμανοϊσπανική συμβάσεις.

10 Επειδή η προσφυγή της κριθείσα σε πρώτο και δεύτερο βαθμό απορρίφθηκε, η Grana-Novoa άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundessozialgericht, στο οποίο ανέκυψε το ερώτημα αν από 1ης Ιανουαρίου 1986, ημερομηνίας προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, η κοινοτική αρχή περί απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας καθιστά ανεφάρμοστη ρήτρα διασφαλίσεως, όπως είναι η προβλεφθείσα με τη γερμανοελβετική σύμβαση, στο μέτρο που υπάρχει κίνδυνος παρεμποδίσεως εντός του κράτους μέλους, συμβαλλομένου μέρους της συμβάσεως, της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηκόων άλλων κρατών μελών.

11 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Bundessozialgericht υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

"1) 'Εχουν τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 1, στοιχείο ι', του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, την έννοια ότι ως 'νομοθεσία' , κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, νοούνται και οι διατάξεις διακρατικών συμβάσεων που συνάπτει κράτος μέλος με τρίτη χώρα, διατάξεις οι οποίες κατέστησαν διά της νομοθετικής οδού αναπόσπαστο μέρος της έννομης τάξης του εν λόγω κράτους μέλους;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος:

'Εχουν τα άρθρα 7 της Συνθήκης ΕΟΚ και 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 την έννοια ότι δεν επιτρέπουν σε κράτος μέλος να ορίζει, στο πλαίσιο συμφωνίας με τρίτη χώρα, ότι οι υπερεθνικές διατάξεις δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή της συμφωνίας, εφόσον, ως συνέπεια της ρήτρας αυτής, αποκλείεται για τους υπηκόους άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ο συνυπολογισμός των περιόδων ασφαλίσεως που διανύθηκαν υπό το εθνικό σύστημα συνταξιοδοτικής ασφαλίσεως, καθώς και υπό το σύστημα της τρίτης χώρας, όπως απαιτεί το εθνικό δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους για την εφαρμογή της συμβάσεως στους υπηκόους του;"

12 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της κυρίας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του πρώτου ερωτήματος

13 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο εν λόγω ερώτημα, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, που προαναφέρθηκε (στο εξής: κανονισμός), "τα κατοικούντα στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη πρόσωπα για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού, υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ιδίους όρους που ισχύουν για τους υπηκόους του, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού".

14 Με τον όρο "νομοθεσία", ο οποίος χρησιμοποιείται στην προαναφερθείσα διάταξη, το άρθρο 1, στοιχείο ι', του κανονισμού ορίζει ότι νοούνται για τους σκοπούς εφαρμογής του κανονισμού "για κάθε κράτος μέλος οι υφιστάμενοι ή μελλοντικοί νόμοι, κανονισμοί, κανονιστικές διατάξεις και κάθε άλλο μέτρο εφαρμογής" που αφορούν τους κλάδους, συστήματα και τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως που προβλέπει ο κανονισμός.

15 Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί, πρώτον, ότι ο ορισμός αυτός δεν αναφέρεται στις διεθνείς συμβάσεις κοινωνικής ασφαλίσεως.

16 Δεύτερον, επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι οι εν λόγω συμβάσεις αποτελούν, αντίθετα, αντικείμενο ειδικών διατάξεων του κανονισμού.

17 Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 6 του κανονισμού καθιερώνει την αρχή σύμφωνα με την οποία ο κανονισμός αντικαθιστά όλες τις συμβάσεις κοινωνικής ασφαλίσεως που δεσμεύουν είτε αποκλειστικώς δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, είτε τουλάχιστον δύο κράτη μέλη και ένα ή περισσότερα τρίτα κράτη, εφόσον πρόκειται, στη δεύτερη περίπτωση, για υποθέσεις στη ρύθμιση των οποίων δεν καλείται να παρέμβει φορέας ενός από τα τρίτα κράτη.

18 Κατά παρέκκλιση από την ανωτέρω αρχή, το άρθρο 7 του κανονισμού προβλέπει ότι δεν θίγονται ορισμένες υφιστάμενες διεθνείς πράξεις, μεταξύ των οποίων καταλέγονται οι διατάξεις διμερών συμβάσεων κοινωνικής ασφαλίσεως που έχουν συνάψει μεταξύ τους κράτη μέλη, όπως αυτές που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ του κανονισμού.

19 Το άρθρο 8 του κανονισμού ορίζει ότι δύο ή περισσότερα κράτη μέλη μπορούν να συνάψουν μεταξύ τους συμβάσεις, εδραζόμενες στις αρχές και το πνεύμα του κανονισμού.

20 Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού, οι διατάξεις των συμβάσεων κοινωνικής ασφαλίσεως που έχουν συνάψει μεταξύ τους δύο κράτη μέλη, απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ και εξακολουθούν να ισχύουν δυνάμει του άρθρου 7, καθώς και οι διατάξεις συμβάσεων που έχουν συνάψει μεταξύ τους κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 8, εφαρμόζονται και στα πρόσωπα επί των οποίων ισχύει ο κανονισμός, εκτός αν προβλέπεται άλλως στο παράρτημα ΙΙΙ.

21 Για τις ανάγκες εφαρμογής των προηγουμένων διατάξεων, το άρθρο 1, στοιχείο ια', του κανονισμού προβλέπει ότι "ως 'σύμβαση κοινωνικής ασφαλίσεως' νοείται κάθε διμερής ή πολυμερής πράξη που δεσμεύει ή πρόκειται να δεσμεύσει αποκλειστικώς δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, ως και κάθε πολυμερής πράξη που δεσμεύει ή πρόκειται να δεσμεύσει δύο τουλάχιστον κράτη μέλη και ένα ή περισσότερα τρίτα κράτη στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, για το σύνολο ή μέρος των κλάδων και συστημάτων που προβλέπονται (από τον κανονισμό), καθώς και τις συμφωνίες οποιασδήποτε φύσεως που συνήφθησαν στο πλαίσιο των πράξεων αυτών."

22 'Οπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, όταν πρόκειται για διεθνείς συμβάσεις κοινωνικής ασφαλίσεως, ο κανονισμός στηρίζεται στην αρχή σύμφωνα με την οποία, στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων που απαριθμούνται περιοριστικώς, αφενός μεν οι ισχύουσες συμβάσεις δεν μπορούν να στερούν τους υπηκόους των εν λόγω κρατών από το πλεονέκτημα της συντονισμένης εφαρμογής των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που καθιέρωσε ο κανονισμός, αφετέρου δε οι νέες συμβάσεις που συνάπτουν μεταξύ τους τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρεκκλίνουν από τους κανόνες και το πνεύμα του κανονισμού, ώστε οι κοινοτικοί υπήκοοι να έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να επικαλούνται τις διατάξεις του έναντι των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως των εμπλεκομένων κρατών μελών.

23 Υπό την έννοια αυτή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του κανονισμού, όσον αφορά τις διεθνείς συμβάσεις κοινωνικής ασφαλίσεως, στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν εκείνες μόνον στα πλαίσια των οποίων συμβαλλόμενα μέρη είναι τουλάχιστον δύο κράτη μέλη, ενώ, όσον αφορά τις συμβάσεις που συνάπτονται με ένα ή περισσότερα τρίτα κράτη, ο κανονισμός εφαρμόζεται μόνο στο μέτρο που άπτεται των σχέσεων μεταξύ κρατών μελών.

24 Αντίθετα, καμιά διάταξη του κανονισμού δεν αναφέρεται στις συμβάσεις που συνάπτει ένα μόνο κράτος μέλος με ένα ή περισσότερα τρίτα κράτη, ούτε όσον αφορά το ζήτημα αν και σε ποιο βαθμό το σύστημα του κανονισμού καλείται να τις αντικαταστήσει, ούτε όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής περί ίσης μεταχειρίσεως. Επομένως, διαπιστώνεται ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να αποκλειστούν οι εν λόγω συμβάσεις από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού.

25 'Αλλως, θα είχαν θεσπιστεί ειδικές διατάξεις για τη ρύθμιση της εφαρμογής του κανονισμού επί των συμβάσεων αυτών, όπως συμβαίνει προκειμένου να ρυθμιστεί η τύχη των συμβάσεων που δεσμεύουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, καθώς και εκείνη των συμβάσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ δύο τουλάχιστον κρατών μελών και ενός ή περισσοτέρων τρίτων κρατών. Πράγματι, θα ήταν παράλογο να υπαχθούν εξ ολοκλήρου στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού οι συμβάσεις που συνάπτει ένα και μόνον κράτος μέλος με ένα ή περισσότερα τρίτα κράτη, τη στιγμή κατά την οποία ο κανονισμός περιέχει ρητώς ορισμένες επιφυλάξεις ως προς την εφαρμογή του επί συμβάσεων που συνάπτουν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη.

26 Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο όρος "νομοθεσία", κατά τον κανονισμό, δεν μπορεί να περιλαμβάνει συμβάσεις κοινωνικής ασφαλίσεως που συνάπτει ένα και μόνον κράτος μέλος με τρίτο κράτος, όπως αυτή στην ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου δίκη.

27 Πρέπει να προστεθεί ότι την εν λόγω ερμηνεία δεν αναιρεί το γεγονός ότι παρόμοια σύμβαση ενσωματώθηκε, υπό μορφή νόμου, στην έννομη τάξη ορισμένων κρατών μελών και αποτελεί, συνακόλουθα, μέρος της εσωτερικής νομοθεσίας τους. Πράγματι, το περιεχόμενο του κανονισμού πρέπει να είναι το αυτό σε όλα τα κράτη μέλη προς διασφάλιση της ενιαίας εφαρμογής του στο σύνολο της Κοινότητας, εξυπακούεται δε ότι οι συναπτόμενες από αυτά διεθνείς συμβάσεις κοινωνικής ασφαλίσεως δεν μπορούν να εξαρτώνται από τη μέθοδο ενσωματώσεως στην έννομη τάξη τους.

28 Συνεπώς, το γεγονός ότι δεδομένη διεθνής σύμβαση ενσωματώθηκε υπό μορφή νόμου στο εσωτερικό δίκαιο κράτους μέλους δεν αρκεί για την υπαγωγή της συμβάσεως στον όρο "νομοθεσία" του εν λόγω κράτους για τους σκοπούς εφαρμογής του κανονισμού.

29 Από το σύνολο των σκέψεων που προηγήθηκαν προκύπτει ότι η απάντηση που προσήκει στο πρώτο ερώτημα που υπέβαλε το Bundessozialgericht είναι ότι τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 1, στοιχείο ι', του προαναφερθέντος κανονισμού 1408/71 έχουν την έννοια ότι η "νομοθεσία" στην οποία παραπέμπουν τα εν λόγω άρθρα δεν περιλαμβάνει τις διατάξεις διεθνών συμβάσεων κοινωνικής ασφαλίσεως που συνάπτει ένα μόνον κράτος μέλος με τρίτο κράτος. Την ερμηνεία αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι συμβάσεις αυτές ενσωματώθηκαν, υπό μορφή νόμου, στην εσωτερική έννομη τάξη του ενδιαφερομένου κράτους μέλους.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

30 Λαμβάνοντας υπόψη την απάντηση που δόθηκε επί του πρώτου ερωτήματος, δεν συντρέχει λόγος αποφάνσεως επί του δευτέρου ερωτήματος.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

31 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική, Ιταλική, Ολλανδική, Πορτογαλική και Βρετανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κυρίας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Bundessozialgericht, με διάταξη της 28ης Αυγούστου 1991, αποφαίνεται:

Τα άρθρα 3, παράγραφος 1, και 1, στοιχείο ι', του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, έχουν την έννοια ότι η "νομοθεσία" στην οποία παραπέμπουν τα εν λόγω άρθρα δεν περιλαμβάνει τις διατάξεις διεθνών συμβάσεων κοινωνικής ασφαλίσεως που συνάπτει ένα μόνον κράτος μέλος με τρίτο κράτος. Την ερμηνεία αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι συμβάσεις αυτές ενσωματώθηκαν, υπό μορφή νόμου, στην εσωτερική έννομη τάξη του ενδιαφερομένου κράτους μέλους.

Top