Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61992CC0115

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lenz της 1ης Απριλίου 1993.
    Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Cornelis Volger.
    Αίτηση αναιρέσεως - Υπάλληλος - Διαδικασία πληρώσεως κενών θέσεων - Δικαίωμα ακροάσεως των υποψηφίων - Έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση υποψηφιότητας υπαλλήλου.
    Υπόθεση C-115/92 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-06549

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:138

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΊ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

    CARL OTTO LENZ

    της 1ης Απριλίου 1993 ( *1 )

    Κύριε Πρόεδρε,

    κύριοι δικαστές,

    Α — Εισαγωγή

    1.

    Στην υπό κρίση υπόθεση ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο στις 12 Φεβρουαρίου 1992 επί της προσφυγής-αγωγής του υπαλλήλου Cornells Volger (προσφεύγων) (υπόθεση Τ-52/90) ( 1 ).

    2.

    Ενώπιον του Πρωτοδικείου ο προσφεύγων προσέβαλε, μεταξύ άλλων, την απόφαση του Κοινοβουλίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για την κατάληψη μιας θέσεως, που συμφωνά με την ανακοίνωση κενής θέσεως θα πληρωνόταν με μετάθεση. Το Πρωτοδικείο δέχτηκε δυο από τους λόγους ακυρώσεως του προσφεύγοντος και έκανε δεκτή την προσφυγή του. 'Εκρινε συγκεκριμένα ότι, λόγω του ότι δεν μεσολάβησε συζήτηση με τον προσφεύγοντα, η προσβαλλομένη απόφαση ήταν αποτέλεσμα διαδικασίας παράνομης λόγω παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και του δικαιώματος ακροάσεως του υπαλλήλου ( 2 ) δεύτερον, η απόρριψη της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος δεν αιτιολογήθηκε ( 3 ).

    3.

    Με την αίτηση αναιρέσεως το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι οι κρίσεις του Πρωτοδικείου επί των προαναφερθέντων σημείων αντιβαίνουν στο κοινοτικό δίκαιο.

    4.

    Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

    1)

    να ακυρώσει την απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Φεβρουαρίου 1992

    2)

    να δεχτεί τα αιτήματα που υπέβαλε πρωτοδίκως το Κοινοβούλιο, δηλαδή:

    να κρίνει την προσφυγή αβάσιμη,

    να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις

    3)

    να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

    Ο Volger ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως

    να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

    5.

    Αν χρειαστεί, θα αναφέρω και άλλα στοιχεία σχετικά με το ιστορικό της διαφοράς, το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Κατά τα λοιπά παραπέμπω στην έκθεση ακροατηρίου.

    Β — Η γνώμη μου επί της υποθέσεως

    I — Ο ισχυρισμός του Κοινοβουλίου σχετικά με τις κρίσεις του Πρωτοδικείου επί της ελλείψεως συζητήσεως με τον προσφεύγοντα

    6.

    Αυτός ο λόγος αναιρέσεως χωρίζεται σε δυο σκέλη. Το πρώτο αφορά το «δικαίωμα ακροάσεως του υπαλλήλου» ( 4 ) που το Πρωτοδικείο έκρινε ρητά ότι παραβιάστηκε ( 5 ) και το δεύτερο «τη συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων» ( 6 ). Με το δεύτερο σκέλος, το Κοινοβούλιο, αφού αναφέρει ορισμένα στοιχεία από την εξέλιξη της διαδικασίας, εξετάζει εννοιολογικά τη συγκριτική έρευνα των προσόντων γενικώς ( 7 ) και στη συνέχεια την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στην οποία αναφέρεται το Πρωτοδικείο ( 8 ).

    7.

    1. Συναφώς πρέπει να σημειωθεί ón η προσβαλλομένη απόφαση δεν διευκρινίζει σαφώς εκ πρώτης όψεως σε τί συνίσταται η παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που δέχτηκε το Πρωτοδικείο. Επομένως, για να σταθμίσουμε ορθά τις επικρίσεις του Κοινοβουλίου, πρέπει να διευκρινίσουμε πρώτα το σημείο αυτό εξετάζοντας το σκεπτικό της αποφάσεως.

    8.

    Επί του ζητήματος της συζητήσεως με τον προσφεύγοντα το Πρωτοδικείο υπογράμμισε κατ' αρχάς την υποχρέωση που έχει η ΑΔΑ βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο α' σε συνδυασμό με το άρθρο 45 του ΚΥΚ, να διενεργεί συγκριτική εξέταση των προσόντων των υπαλλήλων που έχουν σειρά προαγωγής καθώς και των εκθέσεων για τους υπαλλήλους αυτούς. Η υποχρέωση αυτή αποτελεί, μεταξύ άλλων, έκφραση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ( 9 ).

    9.

    Στις επόμενες σκέψεις πάντως το Πρωτοδικείο δεν αναφέρεται στη συγκεκριμένη αυτή πτυχή της ίσης μεταχειρίσεως αλλά θέτει μάλλον το γενικό ερώτημα αν το Κοινοβούλιο «προέβη πράγματι σε κανονική συγκριτική έρευνα της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος» ( 10 ). Με την οριοθέτηση αυτή το Πρωτοδικείο επικαλείται, σ' ένα πρώτο στάδιο ( 11 ), την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Technische Universität München ( 12 ) κατά την οποία «στην περίπτωση που τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν τέτοια εξουσία εκτιμήσεως, η τήρηση των εγγυήσεων που έχουν παρασχεθεί από την κοινοτική έννομη τάξη στις διοικητικές διαδικασίες ενέχει ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία». Μεταξύ αυτών των εγγυήσεων περιλαμβάνονται, σύμφωνα με τη διατύπωση του Δικαστηρίου που παραθέτει η απόφαση, «το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να κάνει γνωστή την άποψη του».

    10.

    Σ' ένα δεύτερο στάδιο ( 13 ) το Πρωτοδικείο εκθέτει λεπτομερώς ότι, από διάφορα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η ΑΔΑ σκόπευε να στηρίξει την εκτίμηση της για τα προσόντα των υποψηφίων σε συζήτηση τους με τον αρμόδιο προϊστάμενο τμήματος, Janssen. Στην περίπτωση όμως του προσφεύγοντος δεν ακολούθησε τη διαδικασία αυτή, την οποία καθόρισε και εφάρμοσε στην περίπτωση των άλλων υποψηφίων. Συγκεκριμένα, η επίδικη διαδικασία δεν έδωσε στον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να έχει τέτοια συζήτηση με τον Janssen· η παλαιότερη συζήτηση που είχε μαζί του δεν λαμβάνεται υπόψη διότι έγινε πριν από τη δημοσίευση της ανακοινώσεως κενής θέσεως και όχι στο πλαίσιο της διαδικασίας για την πλήρωση της συγκεκριμένης θέσεως. Επομένως, ο Janssen δεν ήταν σε θέση να γνωρίσει τις απόψεις του προσφεύγοντος και να εκτιμήσει τα ουσιαστικά και τα τυπικά προσόντα του σε σχέση με τις προϋποθέσεις που απαιτούσε η ανακοίνωση κενής θέσεως ( 14 ).

    11.

    Λαμβάνοντας υπόψη τον συλλογισμό του Πρωτοδικείου, νομίζω ότι αυτό θεωρεί το «δικαίωμα ακροάσεως του υπαλλήλου» ως διαδικαστική εγγύηση που δεν προβλέπεται μεν ρητά από τον ΚΥΚ, ισχύει όμως γενικά στις διαδικασίες μεταθέσεως και προαγωγής, βάσει της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Technische Universität München. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο συνδέει το δικαίωμα αυτό με το γεγονός ότι η ΑΔΑ έχει «διακριτική εξουσία» ( 15 ) όσον αφορά την εκτίμηση των προσόντων των υποψηφίων, ή «εξουσία εκτιμήσεως» ( 16 ). Το στοιχείο όμως αυτό αφορά κάθε διαδικασία αυτού του είδους και δεν μπορεί να συνδεθεί με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στην οποία αναφέρεται η σκέψη 29 της αποφάσεως — παράλληλα με το δικαίωμα ακροάσεως —, αρχή, η ανάλυση της οποίας απαιτεί μάλλον την εξέταση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως.

    12.

    Αν δεχτούμε αυτή την ερμηνεία της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά το «δικαίωμα ακροάσεως του υπαλλήλου», καθίσταται αυτομάτως φανερή η έκταση της παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που δέχτηκε το Πρωτοδικείο. Η παραβίαση αυτή έγκειται στο γεγονός ότι το Κοινοβούλιο δεν οργάνωσε συζήτηση του προσφεύγοντος με τον Janssen, αντίθετα με τη διαδικασία που είχε επιλέξει και εφαρμόσει στην περίπτωση των άλλων υποψηφίων.

    13.

    2. Σε αυτή ακριβώς τη βάση πρέπει να εξεταστούν τα δύο σκέλη του ισχυρισμού του Κοινοβουλίου που προανέφερα.

    14.

    α) Όσον αφορά τον συλλογισμό πον αναπτύσσει η πρωτόδικη απόφαση σχετικά με το «δικαίωμα ακροάσεως του υπαλλήλου», το Κοινοβούλιο παρατηρεί πρώτον — πράγμα που δεν αμφισβητείται ότι ο ΚΥΚ δεν προβλέπει τέτοιο δικαίωμα σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη. Το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, κατά τη σχετική νομολογία, η διοίκηση δεν υποχρεούται να ακροάται συστηματικά τους υποψηφίους πριν από την πλήρωση των θέσεων — είτε ôlo μεταθέσεως, είτε δια προαγωγής, είτε κατόπιν διαγωνισμού ( 17 ). Η νομολογία αυτή δεν προβλέπει συζήτηση παρά μόνο οσάκις η διοίκηση λαμβάνει μέτρα ικανά να θίξουν σοβαρά τα ατομικά συμφέροντα των ενδιαφερομένων. Κατά το Κοινοβούλιο, ο όρος αυτός δεν συντρέχει εν προκειμένω. Εξάλλου, οι αρχές που διατυπώθηκαν με την απόφαση Technische Universität München δεν μπορούν να μεταφερθούν ως έχουν στον τομέα της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης.

    15.

    Θεωρώ ορθή κατά τα ουσιώδη την άποψη αυτή του Κοινοβουλίου.

    16.

    αα) Θα παρατηρήσω, πρώτον, ότι το Πρωτοδικείο κακώς θεώρησε ότι το γεγονός ότι η ΑΔΑ έχει διακριτική εξουσία σε θέματα μεταθέσεων και προαγωγών αρκεί για τη γένεση δικαιώματος ακροάσεως ( 18 ). Συγκεκριμένα το στοιχείο αυτό καθεαυτό δεν σημαίνει ότι το εύλογο συμφέρον του ενδιαφερομένου στη συγκεκριμένη περίπτωση επιβάλλει τη συζήτηση. Τόσο η φύση της διαδικασίας που οδηγεί στη λήψη αποφάσεων κατά διακριτική εξουσία όσο και η ίδια η φύση των αποφάσεων αυτών μπορούν να επηρεάσουν διαφορετικά το εν λόγω συμφέρον. Από τη σκοπιά αυτή, η αρχή που διατύπωσε το Πρωτοδικείο θα αποτελούσε τροχοπέδη στη δράση της διοικήσεως χωρίς η εφαρμογή της να εξαρτάται από όρους που θα δικαιολογούσαν αυτό το εμπόδιο. Κατά τούτο θα αντέβαινε προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

    17.

    Δεν μου κάνει εντύπωση το ότι η άποψη του Πρωτοδικείου στηρίζεται σε ανακριβή ερμηνεία της αποφάσεως στην υπόθεση Technische Universität München, όπως προκύπτει από μια λεπτομερέστερη ανάλυση της αποφάσεως αυτής.

    18.

    Στην υπόθεση εκείνη ένας εισαγωγέας ζήτησε τη χορήγηση τελωνειακής απαλλαγής για μια επιστημονική συσκευή επικαλούμενος τον κανονισμό 1978/75 ( 19 ). Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού αυτού, η ατέλεια χορηγείται μόνον υπό τον όρο ότι δεν κατασκευάζεται «επί του παρόντος» στην Κοινότητα κανένα όργανο ή συσκευή ισοδύναμης επιστημονικής αξίας. Σχετικά με τον όρο αυτό, η Επιτροπή, που ασχολήθηκε με το ζήτημα σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό 2784/79 ( 20 ), είχε κρίνει óu η επίδικη συσκευή δεν μπορούσε να εισαχθεί ατελώς διότι κατασκευάζονταν στην Κοινότητα συσκευές ισοδύναμης επιστημονικής αξίας που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν προς τον Còlo σκοπό. Η απόφαση αυτή στηριζόταν στη γνώμη μιας ομάδας εμπειρογνωμόνων. Ο κανονισμός 2784/79 δεν έδινε πάντως τη δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να δώσει εξηγήσεις ενώπιον της ομάδας εμπειρογνωμόνων ούτε να εκφράσει την άποψη του ως προς τα πληροφοριακά στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεση της ομάδας ούτε να λάβει θέση επί της γνώμης που εξέδωσε η τελευταία ( 21 ).

    19.

    Δεδομένου όμως ότι η διοικητική διαδικασία για την ατελή εισαγωγή επιστημονικών συσκευών αφορά «περίπλοκες τεχνικές αξιολογήσεις» ( 22 ) υπάρχει ο κίνδυνος να στηριχθεί η απόφαση της Επιτροπής σε ανεπαρκή στοιχεία εφόσον δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα: ο εισαγωγέας γνωρίζει καλύτερα τα τεχνικά χαρακτηριστικά που πρέπει να πληροί η επιστημονική συσκευή λαμβανομένων υπόψη των εργασιών για τις οποίες προορίζεται ( 23 ).

    20.

    Η ανάλυση αυτή δείχνει ότι η αρχή που διατύπωσε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση δεν εξηγείται μόνο από την εξουσία εκτιμήσεως που έχει το οικείο κοινοτικό όργανο όσον αφορά τις αποφάσεις περί ατελούς εισαγωγής, αλλά συνδέεται στενά με τον επιστημονικό χαρακτήρα της εκτιμήσεως.

    21.

    Περαιτέρω η απόφαση στηρίζεται στη σκέψη ότι η απόφαση που λαμβάνεται χωρίς ακρόαση του συγκεκριμένου εισαγωγέα μπορεί να θίξει τα δικαιώματα άμυνας του ( 24 ) εφόσον στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά και έγγραφα — αρνητικά για τα συμφέροντα του — ως προς τα οποία ο ενδιαφερόμενος δεν μπόρεσε να κάνει γνωστή λυσιτελώς την άποψη του ( 25 ). Καθοριστικό μου φαίνεται και αυτό το στοιχείο για το ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε τότε το δικαίωμα ακροάσεως του εισαγωγέα.

    22.

    Επομένως, δεν υπάρχει τίποτα στην απόφαση Technische Universität München που να επιρρωννύει την κρίση του Πρωτοδικείου ότι, δηλαδή, ο Volger είχε δικαίωμα ακροάσεως διότι η ΑΔΑ διέθετε εξουσία εκτιμήσεως. Πρέπει επομένως να απορριφθεί στο σύνολο της, διότι δεν δικαιολογείται από τα προβαλλόμενα στοιχεία.

    23.

    ββ) Πρέπει πάντως εν συνεχεία να εξεταστεί αν η φύση του μέτρου επέβαλλε κατ' άλλο τρόπο το δικαίωμα ακροάσεως του Volger. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό το Δικαστήριο θα μπορούσε να διατηρήσει την κρίση του Πρωτοδικείου για τους προβληθέντες λόγους ( 26 ).

    24.

    Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε στο παρελθόν στον τομέα της ευρωπαϊκής δημόσιας υπηρεσίας δύο τύπους δικαιώματος ακροάσεως — ως εγγυήσεως που υπερακοντίζει τον ΚΥΚ.

    25.

    Ο πρώτος τύπος αφορά άμεσα το δικαίωμα που αναγνωρίστηκε με την απόφαση Technische Universität München. Πρόκειται για το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να λάβει θέση ως προς τις δηλώσεις τρίτων ή ως προς τα έγγραφα που χρησιμοποιούνται για την έκδοση αποφάσεων της ΑΔΑ η οποία βλάπτει τον ενδιαφερόμενο ( 27 ). Ειδική έκφραση του δικαιώματος αυτού αποτελεί το άρθρο26, παράγραφος 2, του ΚΥΚ ( 28 ) αλλά ισχύει και εκτός του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Ισχύει π.χ. στην περίπτωση που η εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού στηρίχθηκε — τουλάχιστον εν μέρει — σε πληροφορίες και γνώμες ιεραρχικώς προϊσταμένων και απέκλεισε τη συμμετοχή ορισμένων υποψηφίων στον διαγωνισμό ( 29 ).

    26.

    Ομοίως, τα αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων ενόψει προσλήι|;εως δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά του υποψηφίου οσάκις αυτός δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει γνώση — μέσω ενός ιατρού της επιλογής του — και να κάνει γνωστή την άποι^ή του ( 30 ).

    27.

    Το δικαίωμα που έχει ο ενδιαφερόμενος, κατά τις αρχές αυτές, να διατυπώσει την άποψη του σχετίζεται δηλαδή με δηλώσεις και με έγγραφα που είναι εις βάρος του. Το Πρωτοδικείο όμως δεν προβάλλει κανένα τέτοιο στοιχείο και αναγνωρίζει δικαίωμα ακροάσεως ανεξαρτήτως αυτού, δηλαδή γενικά, ως «εγγύηση πραγματικής συγκριτικής εξετάσεως της υποψηφιότητας από την ΑΔΑ». Το δικαίωμα αυτό, δηλαδή, δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία του Δικαστηρίου που ανέλυσα.

    28.

    Πρέπει πάντως να σημειωθεί óu ο προσφεύγων υποστήριξε πρωτοδίκως ότι δεν είχε τη δυνατότητα να λάβει θέση επί της γνώμης του προϊσταμένου τμήματος του γραφείου της Χάγης επί της οποίας στηρίχθηκε το Κοινοβούλιο για να απορρίψει την αίτηση του ( 31 ). Εδώ επικαλέστηκε μια απόφαση από την προπαρατεθείσα νομολογία ( 32 ). Επ' αυτού όμως το Κοινοβούλιο ισχυρίστηκε — η δε προσβαλλομένη απόφαση δεν κάνει λόγο για διαφορετική γνώμη του προσφεύγοντος — ότι ο εν λόγω προϊστάμενος τμήματος περιορίστηκε να εκφράσει γνώμη για τον διορισμό ( 33 ) (επομένως, όχι για ενδεχομένως αρνητικά για τον προσφεύγοντα στοιχεία του επαγγελματικού παρελθόντος του). Επομένως, οι κρίσεις του Πρωτοδικείου σχετικά με το δικαίωμα ακροάσεως του προσφεύγοντος δεν μπορούν να επικυρωθούν ούτε και από αυτή τη σκοπιά.

    29.

    Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ένα διαφορετικής φύσεως δικαίωμα ακροάσεως στις υποθέσεις Almini ( 34 ) και Oslizlok ( 35 ), δηλαδή στην περίπτωση απομακρύνσεως από τη θέση (άρθρο 50 του ΚΥΚ) χωρίς τοποθέτηση σε άλλη θέση· στο πλαίσιο αυτό ο ενδιαφερόμενος πρέπει να διατυπώσει την άποψη ως προς το μελετώμενο μέτρο, ως προς τις δυνατότητες τοποθετήσεως σε άλλη θέση παι ως προς τα στοιχεία που σκόπευε να λάβει υπόψη η ΑΔΑ ( 36 ).

    30.

    Ωστόσο, το δικαίωμα ακροάσεως αυτής της φύσεως είναι άσχετο με το δικαίωμα που αναγνώρισε υπέρ του προσφεύγοντος το Πρωτοδικείο. Κατά την κρίση του Πρωτοδικείου, ο προσφεύγων έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να προβάλλει τα προσόντα του στο πλαίσιο προφορικής συζητήσεως με τον Janssen και όχι τη δυνατότητα να λάβει θέση επί της σχεδιαζόμενης βλαπτικής αποφάσεως ( 37 ).

    31.

    γγ) Όπως προκύπτει από την ανάλυση αυτή της νομολογίας, το «δικαίωμα ακροάσεως» κατά την έννοια υπό την οποία αναγνωρίζεται μέχρι σήμερα, δηλαδή της εγγυήσεως που παρέχεται πέραν από τον ΚΥΚ, δεν έχει θέση στην υπό κρίση υπόθεση.

    32.

    Νομίζω ότι το συμπέρασμα αυτό δεν είναι τυχαίο. Πράγματι, ένα τέτοιο δικαίωμα προϋποθέτει λογικά ότι τα συμφέροντα του ατόμου απειλούνται από συγκεκριμένο κίνδυνο που δεν προβλέπεται από τον ΚΥΚ και ο οποίος μπορεί να αποφευχθεί με μια συζήτηση.

    33.

    Στην υπό κρίση υπόθεση όμως δεν διαφαίνεται κανένας τέτοιος κίνδυνος. Δεν μπορούμε επομένως να αναγνωρίσουμε υπέρ του προσφεύγοντος το δικαίωμα ακροάσεως ως εγγύηση.

    34.

    Το ζήτημα αν, αφού δεν πραγματοποιήθηκε συζήτηση με τον προσφεύγοντα, η ΑΔΑ διέθετε τα στοιχεία που απαιτεί ο ΚΥΚ για μια νομότυπη εκτίμηση της υποψηφιότητας του, είναι άλλο θέμα και θα το εξετάσω στο επόμενο κεφάλαιο.

    35. β)

    Τώρα πρέπει να εξετάσω αν, όπως φρονεί το Πρωτοδικείο, η ΑΔΑ παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως διότι δεν πραγματοποίησε συζήτηση με τον προσφεύγοντα αντίθετα με τους άλλους υποψηφίους. Τα επιχειρήματα που αναπτύσσει το Κοινοβούλιο αντικρούοντας τις αντίστοιχες κρίσεις του Πρωτοδικείου στηρίζονται, πρωτίστως, στην έννοια της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων, στην οποία αναφέρθηκε και το Πρωτοδικείο ( 38 ). Θεωρώ σκόπιμο λοιπόν να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις σχετικά μ' αυτή την έννοια ( 39 ). Βάσει αυτών των σκέψεων θα εξετάσω στη συνέχεια τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται με την αίτηση αναιρέσεως ( 40 ).

    36. αα)

    Ναι μεν το άρθρο 45 (προαγωγή) στο οποίο αναφέρθηκε το Πρωτοδικείο ( 41 ) δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση πληρώσεως κενής θέσεως με μετάθεση, πλην όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συγκριτική εξέταση των προσόντων που προβλέπει η διάταξη αυτή δικαιολογείται κατ' αρχήν και σ' αυτή την περίπτωση. Δεδομένου ότι, βάσει του άρθρου 7 του ΚΥΚ, η ΑΔΑ πραγματοποιεί τις μεταθέσεις «προς το συμφέρον και μόνον της υπηρεσίας» οφείλει, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις της κενής θέσεως, οι οποίες και προσδιορίζουν το συμφέρον της υπηρεσίας, να προβεί σε σύγκριση («να διενεργήσει συγκριτική εξέταση») των ικανοτήτων των υποψηφίων σε σχέση με τη θέση αυτή ( 42 ). Η περίπτωση μοιάζει με την περίπτωση της κενής θέσεως που πρέπει να πληρωθεί με προαγωγή. Στην περίπτωση αυτή και στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των προσόντων σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΚΥΚ, υπογραμμίζεται το γεγονός ότι λαμβάνονται υπόψη οι προηγούμενες επιδόσεις που μπορεί να είναι σημαντικές για την κενή θέση. Δεδομένης αυτής της ομοιότητας των κριτηρίων, δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι το Δικαστήριο έχει κάνει λόγο για «συγκριτική εξέταση των προσόντων των υποψηφίων» και σε περιπτώσεις στις οποίες η θέση μπορούσε να πληρωθεί είτε με μετάθεση είτε με προαγωγή ( 43 ). Ευλόγως, επομένως, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως «συγκριτική εξέταση των προσόντων» τη σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων που επιβάλλουν οι διατάξεις του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο α', σε συνδυασμό με το άρθρο 7 και να εφαρμόσουμε τις αρχές που έχει αναπτύξει η νομολογία σχετικά με το άρθρο 45 εφόσον βέβαια μπορούν να εφαρμοστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση.

    37.

    Όσον αφορά τη σημασία που έχει η προαναφερθείσα «συγκριτική εξέταση» για τα συμφέροντα των υποψηφίων, θα πρέπει να συμφωνήσω με την κρίση του Πρωτοδικείου ότι, δηλαδή, η εξέταση αυτή πρέπει, μεταξύ άλλων, να εξασφαλίζει (ση μεταχείριση μεταξύ των υποψηφίων. Πράγματι η επιλογή προς το συμφέρον της υπηρεσίας σημαίνει, κατά την αντίστροφη έννοια, ότι δεν πρέπει να αναγνωρίζονται υπέρ ορισμένων υπαλλήλων και εις βάρος των συναδέλφων τους πλεονεκτήματα που δεν δικαιολογούνται αντικειμενικά. Η απαγόρευση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της αντικειμενικότητας που πρέπει να διέπουν τη δημόσια υπηρεσία ( 44 ).

    38. ββ)

    II παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που διαπίστωσε το Πρωτοδικείο στηρίζεται — αποκλειστικά ή, εν πάση περιπτώσει, κυρίως ( 45 ) —, στο γεγονός ότι η ΑΔΑ δεν ακολούθησε στην περίπτωση του προσφεύγοντος τη διαδικασία που είχε η ίδια καθορίσει ( 46 ).

    39.

    Το Κοινοβούλιο αμφισβητεί τη σχετική κρίση του Πρωτοδικείου ότι, δηλαδή,

    «από όλα τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η ΑΔΑ σκόπευε να στηρίξει την εκτίμηση της για τα ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων σε συζήτηση καθενός από αυτούς με τον προϊστάμενο τμήματος, υπεύθυνο του γραφείου της Χάγης, Janssen» ( 47 ).

    40.

    Το Κοινοβούλιο υπογραμμίζει ότι η ανακοίνωση κενής θέσεως δεν προβλέπει τέτοια διαδικασία. Ούτε την επιβάλλει καμιά εντολή αρμόδιας υπηρεσίας του Κοινοβουλίου ( 48 ). Τα στοιχεία που μνημονεύει το Πρωτοδικείο, δηλαδή τα υπηρεσιακά σημειώματα της 5ης και της 27ης Σεπτεμβρίου 1990 καθώς και η απάντηση στην ένσταση της 20ής Δεκεμβρίου 1990, είναι όλα μεταγενέστερα της ανακοινώσεως κενής θέσεως ( 49 ). Στηρίζονται δε, κατά το Κοινοβούλιο, σε πλάνη του προϊσταμένου τμήματος, υπευθύνου του γραφείου της Χάγης ( 50 ), την οποία το Κοινοβούλιο επισήμανε ήδη πρωτοδί-κως ( 51 ): η άτυπη συζήτηση που είχε με τον προσφεύγοντα τον Ιούνιο οδήγησε τον Janssen στη δήλωση ότι συζήτησε με τους τρεις υποψηφίους ( 52 ). Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε και αυτό την εν λόγω πλάνη δεδομένου ότι στη νομική εκτίμηση αναφέρει ότι πραγματοποιήθηκε συζήτηση μόνο με δύο από τους τρεις υποψηφίους πριν η ΑΔΑ λάβει την απόφαση για την πλήρωση της θέσεως ( 53 ).

    41.

    Επί του ζητήματος αυτού πρέπει να σημειωθεί εξαρχής ότι η αιτίαση που διατυπώνει το Πρωτοδικείο κατά του Κοινοβουλίου δεν σημαίνει ότι το Κοινοβούλιο έλαβε ως βάση για την εκτίμηση των προσόντων το αποτέλεσμα της άτυπης συζήτησης του Ιουνίου του 1989. Το Πρωτοδικείο τονίζει μάλλον το στοιχείο ότι στην περίπτωση του προσφεύγοντος και δεδομένου ότι δεν υπήρξε συζήτηση μετά την έκδοση της ανακοινώσεως κενής θέσεως, δεν διενεργήθηκε συγκριτική εξέταση, ανταποκρινόμενη στα προκαθορισθέντα κριτήρια ( 54 ). Με συνέπεια προς τη λογική αυτή το Πρωτοδικείο παρατηρεί ότι η άτυπη συζήτηση του Ιουνίου 1989 δεν μπορούσε να πληρώσει αυτό το κενό ( 55 ).

    42.

    Υπάρχει και ένα άλλο σημείο που είναι ουσιώδες για την κατανόηση του σκεπτικού της αποφάσεως. Το Πρωτοδικείο δεν υποθέτει ότι αν το Κοινοβούλιο είχε ακολουθήσει τη διαδικασία που επέλεξε θα διόριζε άλλον υποψήφιο. Η προσβαλλομένη απόφαση δεν αναφέρει κάτι τέτοιο. Αντιθέτως στη σκέψη 3 αναφέρει ότι η επίδικη θέση καλύφθηκε από τον Οκτώβριο 1988 «μέχρι σήμερα» με εκτάκτους υπαλλήλους. Ο προσφεύγων εξάλλου βάλλει κατά της απορρίψεως της υποψηφιότητας του και όχι κατά του διορισμού άλλου υποψηφίου. Κατά συνέπεια το Πρωτοδικείο θεώρησε ως αποφασιστικό εν προκειμένω το γεγονός ćm το Κοινοβούλιο καθόρισε μια διαδικασία την οποία δεν ακολούθησε στην περίπτωση του προσφεύγοντος ( 56 ).

    43.

    Αναλύοντας το σκεπτικό της αποφάσεως υπ' αυτό το πρίσμα, το επιχείρημα του Κοινοβουλίου, ότι ούτε η ανακοίνωση κενής θέσεως, ούτε οι εσωτερικές οδηγίες των υπηρεσιών του απαιτούσαν την πραγματοποίηση συζητήσεως με τους υποψηφίους, εμφανίζεται σε τελευταία ανάλυση βάσιμο.

    44.

    Πράγματι, το Πρωτοδικείο απλώς διαπίστωσε, βάσει των εγγράφων που εξέτασε, ότι η ΑΔΛ είχε αρχικά — άγνωστο σε ποια χρονική στιγμή — την πρόθεση να στηρίξει την εκτίμηση της σε συζήτηση με τους υποψηφίους. Αντιθέτως το Πρωτοδικείο δεν επισήμανε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι για τις ανάγκες της επίδικης διαδικασίας πληρώσεως της θέσεως στη Χάγη είχε προβλεφθεί ως νομικώς δεσμευτικός ο όρος της συζητήσεως.

    45.

    Είναι φανερό ότι η ΑΔΑ δεν μπορεί να δεσμευθεί από μια διαδικασία όπως η επίδικη διότι σκέφθηκε να την εφαρμόσει σε κάποια δεδομένη στιγμή. Έπρεπε επιπλέον να είχε δηλώσει την πρόθεση της να δεσμευθεί.

    46.

    Η άποψη αυτή βρίσκει ισχυρό έρεισμα στη νομολογία. Αναφέρομαι στις αποφάσεις σχετικά με την υποχρέωση της ΑΔΑ να τηρεί τους όρους της ανακοινώσεως κενής θέσεως, όπως και αυτούς που αφορούν τις επιτροπές προσλήψεων που προβλέπονται εντός των διαφόρων κοινοτικών οργάνων.

    47.

    Όσον αφορά την υποχρέωση της τηρήσεως των όρων που περιέχουν οι ανακοινώσεις κενής θέσεως το Δικαστήριο συνόψισε πρόσφατα την πάγια νομολογία του κρίνοντας ότι αν η ΑΔΑ

    «διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τη σύγκριση των ουσιαστικών προσόντων και των βαθμολογιών των υποψηφίων και μπορεί να την ασκήσει ιδίως ενόψει της πληρωτέας θέσεως, υποχρεούται όμως να το πράξει εντός του πλαισίου που αυτή η ίδια έθεσε σ' αυτήν με την ανακοίνωση κενής θέσεως» ( 57 ).

    48.

    Πράγματι η ανακοίνωση κενής θέσεως έχει ως σκοπό

    «να πληροφορηθούν οι ενδιαφερόμενοι, κατά τον ακριβέστερο δυνατό τρόπο, τη φύση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την κατάληψη της θέσεως περί της οποίας πρόκειται, για να είναι σε θέση να εκτιμήσουν αν μπορούν να υποβάλλουν αίτηση υποψηφιότητας» ( 58 ).

    49.

    Αν συγκρίνουμε τα χωρία αυτά με την υπό κρίση υπόθεση είναι σαφές ότι εν προκειμένω λείπει το αποφασιστικό για τη νομολογία αυτή στοιχείο, δηλαδή η έκφραση της βουλήσεως της ΑΔΑ να δεσμευθεί νομικώς.

    50.

    Παρόμοιο συμπέρασμα προκύπτει και από τη νομολογία τη σχετική με τις λεγόμενες επιτροπές προσλήψεων. Με την απόφαση Ragusa ( 59 ) το Δικαστήριο έκρινε:

    «εφόσον η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή θεσπίζει εκουσίως, με εσωτερικής φύσεως μέτρο, μια υποχρεωτική συμβουλευτική διαδικασία, που δεν προβλέπεται στον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως, η τήρηση της επιβάλλεται, η δε διαδικασία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στερούμενη κάθε νομικής αξίας» ( 60 ).

    51.

    Νομίζω ότι για την υπό κρίση υπόθεση είναι σημαντικό το ότι το Δικαστήριο κάνει λόγο για «μέτρο» και το χαρακτηρίζει ως «υποχρεωτική» συμβουλευτική διαδικασία.

    52.

    Δεδομένου ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που θα υποχρέωναν τη συγκεκριμένη αρχή να ακολουθήσει κάποια διαδικασία, το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να χαρακτηρίσει παράνομη τη συμπεριφορά του Κοινοβουλίου απλώς και μόνο επειδή αυτό δεν ακολούθησε τη συγκεκριμένη διαδικασία — είτε από τη σκοπιά της ίσης μεταχειρίσεως είτε από άλλη σκοπιά —. Επομένως η αιτίαση που διατυπώνει το Κοινοβούλιο ως προς αυτό το σημείο είναι εύλογη και δεν χρειάζεται να ασχοληθώ με τα επιχειρήματα που αναπτύσσει προκειμένου να αντικρούσει τα συμπεράσματα που συνήγαγε το Πρωτοδικείο από τα έγγραφα της 5ης και της 27ης Σεπτεμβρίου 1990 καθώς και από την απάντηση της 20ής Δεκεμβρίου 1990 στην ένσταση του προσφεύγοντος.

    53.

    γγ) Απομένει πάντως να εξεταστεί η κρίση που διατύπωσε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, δηλαδή, λόγω του ότι ο προσφεύγων δεν είχε συζήτηση με τον Janssen, δεν είχε την ίδια μεταχείριση με τους άλλους υποψηφίους. Πρόκειται για σημείο διαφορετικό από το πρόβλημα που μόλις εξέτασα σχετικά με την υποχρέωση της τηρήσεως ορισμένης διαδικασίας.

    54.

    Από την προσβαλλομένη απόφαση δεν προκύπτει σαφώς το αν μία μόνο διαφορά ως προς τη μεταχείριση μεταξύ των υποψηφίων μπορούσε να καταστήσει παράνομη την επίδικη απόφαση, κατά την κρίση του Πρωτοδικείου. Το Δικαστήριο οφείλει εν πάση περιπτώσει να εξετάσει αυτό το ζήτημα ( 61 ), κυρίως δε διότι ο προσφεύγων έθεσε ρητά το ζήτημα αυτό πρωτοδίκως ( 62 ).

    55.

    Επί του συγκεκριμένου αυτού προβλήματος το Κοινοβούλιο υποστήριξε πρωτοδίκως την άποψη ότι αρκεί κατά κανόνα η μελέτη του ατομικού φακέλου για την εξέταση των αιτήσεων μεταθέσεως. Εξάλλου, οι υπεύθυνοι της γενικής διευθύνσεως γνώριζαν καλά τον προσφεύγοντα, ο οποίος υπηρετούσε στη διεύθυνση αυτή από δεκαετίας περίπου. Ο προσφεύγων δεν βρέθηκε σε μειονεκτική θέση έναντι των άλλων υποψηφίων. Οι υποψήφιοι αυτοί δεν ανήκαν σ' εκείνη τη γενική διεύθυνση και γι' αυτόν τον λόγο είχαν συζήτηση με τον υπεύθυνο.

    56.

    Στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου το Κοινοβούλιο επαναλαμβάνει, κατά τα ουσιώδη, τα επιχειρήματα αυτά.

    57.

    Συναφώς πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σε σχέση με τη συγκριτική εξέταση των προσόντων δεν σημαίνει μόνον ότι τα προσόντα πρέπει να εκτιμώνται με τα ίδια κριτήρια αλλά και«αφού ληφθούν υπόι^η συγκρίσιμες πήγες πληροφορήσεως» ( 63 ).

    58.

    Ο όρος αυτός αποτελεί ένα από τα όρια που διέπουν μια κατά γενικό κανόνα ευρύτατη εξουσία εκτιμήσεως ( 64 ) την οποία έχει η ΑΔΑ κατά τη συγκριτική εξέταση των προσόντων ( 65 ).

    59.

    Για την εφαρμογή της αρχής αυτής πρωταρχικό ρόλο παίζει, σύμφωνα με το άρθρο 43 του ΚΥΚ, η έκθεση βαθμολογίας λόγω των εγγυήσεων που παρέχει ( 66 ). Πράγματι όλες οι εκτιμήσεις που περιέχει πρέπει να είναι εμπεριστατωμένες ( 67 ), ο υπάλληλος μπορεί να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του- ( 68 ), και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις μπορεί να προσβληθεί και με εσωτερικές διαδικασίες ( 69 ).

    60.

    Αν ληφθεί υπόψη η σημασία που αναγνωρίζεται στις εκθέσεις βαθμολογίας των υποψηφίων, η ΑΔΑ δεν υποχρεούται, όπως ορθώς υπογράμμισε το Κοινοβούλιο, να οργανώνει κατά κανόνα συζήτηση με όλους τους υποψηφίους για την πλήρωση κενής θέσεως. Ειδικότερα, μπορεί κατ' αρχήν να αποκλείσει εκ των προτέρων τους υποψηφίους που, βάσει της οικίας εκθέσεως βαθμολογίας, δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στα κριτήρια για τη συγκεκριμένη θέση.

    61.

    Ενδέχεται όμως να προβλέπουν οι ανακοινώσεις κενής θέσεως προϋποθέσεις πολύ ειδικές ως προς τις οποίες οι εκθέσεις βαθμολογίας δεν παρέχουν άμεσες πληροφορίες. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να χρησιμοποιηθούν και άλλες πηγές πληροφορήσεως που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόιρη ανεπιφύλακτα όπως κυρίως τα σχετικά έγγραφα που περιέχει ο ατομικός φάκελος. Κατά τα λοιπά ο ίδιος ο υποψήφιος οφείλει,

    «να προσκομίσει όλα τα χρήσιμα στοιχεία και πληροφορίες που θα επιτρέψουν στην ΑΔΑ να διαπιστώσει αν ο ενδιαφερόμενος συγκεντρώνει ή όχι τις προϋποθέσεις που θέτει η ανακοίνωση κενής θέσεως».

    62.

    Και:

    «Στην αρχή αυτή και μόνον ή, ενδεχομένως, στην επιτροπή επιλογής εναπόκειται να εκτιμήσει αν πρέπει να ζητηθούν συμπληρωματικά στοιχεία από τους υποψηφίους» ( 70 ).

    63.

    Υπό το φως των σκέψεων αυτών δεν μπορώ να δεχθώ ότι η προσβαλλομένη απόφαση στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μόνο και μόνο διότι, κατά την επίδικη διαδικασία πληρώσεως της θέσεως, ο προσφεύγων δεν είχε συζήτηση με τον Janssen, αντίθετα με τους άλλους υποψηφίους. Πράγματι, αν εξετάσουμε τα επιχειρήματα του όπως εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση, ο προσφεύγων δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι θα μπορούσε, σε μια συζήτηση με τον Janssen μετά τη δημοσίευση της ανακοινώσεως κενής θέσεως, να προβάλλει προσόντα που δεν ήταν ήδη γνωστά στην ΑΔΑ μέσω των οικείων εκθέσεων βαθμολογίας, άλλων εγγράφων του ατομικού φακέλου ή τα οποία δεν είχε ήδη προβάλει με την ίδια την αίτηση του. Η μνεία που κάνει το Πρωτοδικείο αυτής της δυνατότητας ( 71 ) είναι τελείως αφηρημένη και αλυσιτελής.

    64.

    Βεβαίως στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε να γίνει λόγος για παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως αν η θέση είχε δοθεί σε υποψήφιο δυνάμενο να μετατεθεί και ο οποίος είχε συζήτηση με τον υπεύθυνο. Θα μπορούσαμε στην περίπτωση αυτή να διερωτηθούμε ως προς τη σημασία της συζητήσεως — τον πραγματικό ρόλο της στον διορισμό και τον ρόλο που θα έπρεπε να έχει. Όπως όμως προανέφερα ( 72 ), δεν έγινε τέτοιος διορισμός. Επομένως, δεν χρειάζεται να εμβαθύνουμε σ' αυτό το σημείο. Σ' αυτό το πλαίσιο εντάσσονται τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου σχετικά με τη διαφορετική κατάσταση των υποψηφίων ( 73 ). Άρα δεν χρειάζεται να εξεταστούν.

    65.

    3. Από τις προεκτεθείσες σκέψεις συνάγω το συμπέρασμα ότι το Πρωτοδικείο κακώς δέχθηκε ότι η επίδικη απόφαση ήταν παράνομη διότι κατά τη διαδικασία εξετάσεως των υποΐμηφιοτήτων παραβιάστηκε η αρχή της (σης μεταχειρίσεως και το δικαίωμα ακροάσεως των υπαλλήλων.

    II — Ισχυρισμοί του Κοινοβουλίου σχετικά με τις κρίσεις του Πρωτοδικείου όσον αφορά την έλλειψη αιτιολογίας του επίδικου μέτρου

    66.

    1. Οι κρίσεις του Πρωτοδικείου, κατά των οποίων βάλλει το Κοινοβούλιο, στηρίζονται στα ακόλουθα, μη αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά:

    Στις 4 Ιουλίου 1990 ο προσφεύγων έλαβε με στερεότυπο έντυπο την απάντηση στην αίτηση του ón η ΑΔΑ αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία εξωτερικού διαγωνισμού ΡΕ/49/Α.

    Στις 18 Ιουλίου 1990 ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής.

    Δεν έλαβε καμιά απάντηση εντός της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών που προβλέπει το άρθρο 90, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ.

    Στις 18 Δεκεμβρίου 1990, δηλαδή ένα μήνα μετά την παρέλευση της προαναφερθείσας προθεσμίας και δύο μήνες πριν από την εκπνοή της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 91, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    Με έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 1990, το Κοινοβούλιο απέρριψε ρητά τη διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος.

    67.

    Πρέπει να παρατηρήσω επιπλέον ότι δεν υπάρχει αντιδικία ως προς τη σημασία της απαντήσεως στην αίτηση υποψηφιότητας του προσφεύγοντος. Ναι μεν η — άστοχη — μνεία της προκηρύξεως διαγωνισμού μπορούσε να εκληφθεί ως απόρριψη, πλην όμως η απάντηση αυτή δεν περιείχε αιτιολογία ( 74 ). Εξάλλου, από την αίτηση αναιρέσεως προκύπτει ότι η ρητή απόρριψη της ενστάσεως της 20ής Δεκεμβρίου 1990, την οποία είχε στη διάθεση του το Πρωτοδικείο, εξηγούσε για ποιο λόγο δεν είχε γίνει δεκτή η αίτηση του προσφεύγοντος ( 75 ).

    68.

    2. Επί της βάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο ( 76 ) διατύπωσε την κρίση ότι η ΑΔΑ όφειλε να αιτιολογήσει, τουλάχιστον κατά το στάδιο της απορρίψεως της ενστάσεως, την απόφαση με την οποία απέρριψε την υποψηφιότητα. Ο προσφεύγων όμως δεν πληροφορήθηκε τους λόγους της απορρίψεως της ενστάσεως του πριν από την άσκηση της προσφυγής του. Το ελάττωμα που έγκειται στην πλήρη έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορούσε να καλυφθεί με τις εξηγήσεις που έδωσε η ΑΔΑ μετά την άσκηση της προσφυγής. Η άσκηση της προσφυγής θέτει τέρμα στη δυνατότητα της ΑΔΑ να νομιμοποιήσει την απόφαση της αιτιολογώντας την απόρριψη της ενστάσεως.

    69.

    Στο πλαίσιο αυτό το Πρωτοδικείο απέρριψε ένα επιχείρημα που το Κοινοβούλιο είχε στηρίξει στο άρθρο 91, παράγραφος 3, δεύτερη περίπτωση του ΚΥΚ. Κατά τη δεύτερη φράση της διάταξης αυτής, όταν εκδίδεται ρητή, απορριπτική μιας ενστάσεως, απόφαση μετά την σιωπηρή απορριπτική απόφαση, αλλά εντός της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής, η προθεσμία αυτή τρέχει πάλι από την αρχή. Η δυνατότητα που προβλέπει η διάταξη αυτή, να καλυφθεί ΐ] έλλειψη αιτιολογίας με ρητή απάντηση στην ένσταση είναι, κατά το Πρωτοδικείο, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής. II αιτιολογημένη απάντηση μετά την άσκηση της προσφυγής δεν εκπληρώνει πλέον τον σκοπό της που είναι να επιτρέψει στον ενδιαφερόμενο να σταθμίσει τη σκοπιμότητα ασκήσεως προσφυγής και στο Πρωτοδικείο να ελέγξει την ακρίβεια της αιτιολογίας.

    70.

    3. Επ' αυτού το Κοινοβούλιο ( 77 ) υποστήριξε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η ερμηνεία του ΚΥΚ που δέχεται το Πρωτοδικείο έχει ως συνέπεια ότι ο υπάλληλος θα μπορούσε, με την παρέλευση της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών, να προσφύγει στο Πρωτοδικείο σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, με απόλυτη εγγύηση επιτυχίας και ότι το σύνολο των δικαστικών εξόδων θα επιδικαζόταν εν πάση περιπτώσει εις βάρος του καθού οργάνου. Κατ' αυτόν τον τρόπο οι υπάλληλοι θα είχαν ένα κίνητρο να ασκήσουν προσφυγή.

    71.

    Το Κοινοβούλιο υποστηρίξει ότι η ερμηνεία αυτή αντιβαίνει στην σκοπιμότητα που εξυπηρετούν τα μέσα εννόμου προστασίας που προβλέπει ο ΚΥΚ και στηρίζεται σε εσφαλμένη αντίληψη της σιωπηρής απορρίψεως και των συνεπειών που επιφέρει.

    72.

    Όσον αφορά τη σκοπιμότητα των μέσων παροχής εννόμου προστασίας που προβλέπει ο ΚΥΚ, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι τα άρθρα 90 και 91 προβλέπουν μια φάση που σκοπεί να καταστήσει δυνατό τον διακανονισμό των διαφορών εντός του οργάνου και η οποία μπορεί να διαρκέσει επτά ή και δέκα μήνες αν ληφθεί υπό\|>η η διάταξη του άρθρου 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ. Το Κοινοβούλιο αναλύει τη διάταξη αυτή στο πλαίσιο αυτής της σκοπιμότητας. Η ερμηνεία που δίνει το Πρωτοδικείο αντιστρατεύεται αυτήν τη σκοπιμότητα και ειδικότερα ο αυτοματισμός κατά τον οποίο η σιωπηρή απόρριψη οδηγεί εν πάση περιπτώσει στην ακύρωση δεδομένου ότι υπάρχει αμάχητο τεκμήριο ελλείψεως αιτιολογίας.

    73.

    Όσον αφορά το εννοιολογικό περιεχόμενο της σιωπηρής απορρίψεως, το Κοινοβούλιο παρατηρεί ότι αυτή προβλέπεται ρητά από τον ΚΥΚ και γίνεται δεκτή ως κανονική ενέργεια που δεν επισύρει καμιά «κύρωση». Κατά την προφορική διαδικασία, το Κοινοβούλιο επικαλέστηκε σχετικώς την απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση Schloh ( 78 ), κατά την οποία η παράλειψη της απαντήσεως σε μια διοικητική ένσταση δεν αποτελεί ένδειξη παρατυπίας ( 79 ). Αντιθέτως το Πρωτοδικείο εξομοιώνει τη σιωπηρή απόρριψη με διαδικαστικό ελάττωμα ακόμη και αν υπάρχει πράγματι αιτιολογία, σύμφωνα με την υποχρέωση αιτιολογήσεως της απορρίψεως εντός της διοικήσεως. Στην υπό κρίση υπόθεση η πραγματική αιτιολογία παρατέθηκε με τη ρητή απόρριψη της ενστάσεως.

    74.

    Η προηγούμενη νομολογία δεν εξομοιώνει συστηματικά τη σιωπηρή απόρριψη μιας ενστάσεως με έλλειψη αιτιολογίας της αρχικής αποφάσεως, κατά της οποίας στρέφεται η ένσταση. Στο σημείο αυτό το Κοινοβούλιο επικαλείται ιδίως την απόφαση Moli ( 80 ).

    75.

    Η κατάλληλη λύση σε τέτοιες περιπτώσεις θα ήταν να επιδικάσει το Δικαστήριο τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του καθού οργάνου και να επιφυλαχθεί ως προς την κατ' ουσίαν επίλυση της διαφοράς.

    76.

    4.α) Επί των σκέψεων αυτών θα διατυπώσω πρώτα ορισμένες γενικές παρατηρήσεις όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογίας που προβλέπει ο ΚΥΚ.

    77.

    Την υποχρέωση αυτή θεσπίζει το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, κατ' αρχήν για τις βλαπτικές αποφάσεις, την επαναλαμβάνει όμως ρητά το άρθρο 90, παράγραφος 2, για τις αποφάσεις επί των διοικητικών ενστάσεων. Κατά πάγια νομολογία η υποχρέωση της αιτιολογίας σκοπεί

    «να επιτρέψει στο Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχο του επί της νομιμότητας της αποφάσεως και να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη ή αν φέρει το στίγμα ελαττώματος που επιτρέπει την αμφισβήτηση της νομιμότητας της» ( 81 ).

    78.

    Υπό το φως αυτής της ερμηνείας της υποχρεώσεως αιτιολογίας και αντίθετα με ó,τι φρονεί προφανώς το Κοινοβούλιο ( 82 ), εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το ότι η ΑΔΑ έχει συγκεκριμένους λόγους προκειμένου να λάβει κάποιο βλαπτικό μέτρο. Για να εκπληρώσει την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο και από το άρθρο 90 πρέπει να εκθέσει τους λόγους αυτούς.

    79.

    Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι πάντως δυνατό να περιοριστεί το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αυτής από άλλες θεωρήσεις. Μια τέτοια περίπτωση προβλέπει ο ίδιος ο ΚΥΚ όσον αφορά την αιτιολογία των αποφάσεων επί των διοικητικών ενστάσεων, δηλαδή την περίπτωση της σιωπηρής απορρίψεως. Νομίζω ότι ο σκοπός του μέτρου αυτού είναι να δώσει τη δυνατότητα στη διοίκηση να παραλείψει την αιτιολογία, οσάκις αυτή θα αποτελούσε απλώς επανάληψη στοιχείων που περιέχονται ήδη στην κοινοποίηση της αρχικής αποφάσεως. Σ' αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι ακόλουθες κρίσεις της αποφάσεως Moli ( 83 ), την οποία επικαλείται το Κοινοβούλιο:

    «Η αιτιολογία μιας κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, εδάφιο 4, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως θα πρέπει οπωσδήποτε να συμπίπτει με την αιτιολογία ή και την ελλείπουσα αιτιολογία της αποφάσεως κατά της οποίας στρεφόταν η ένσταση που έμεινε αναπάντητη ούτως ώστε ο έλεγχος των λόγων της πρώτης να ταυτίζεται με αυτόν της δεύτερης» ( 84 ).

    80.

    Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο ακύρωσε την αρχική επίδικη απόφαση όπως και τη σιωπηρή απόρριψη της ενστάσεως, μεταξύ άλλων, διότι και η μία και η άλλη ήταν αναιτιολόγητες με άλλα λόγια: διότι η σιωπηρή παραπομπή της αποφάσεως επί της ενστάσεως (που δημιουργήθηκε απλώς με την παράλειψη της προθεσμίας) στην αιτιολογία της αρχικής αποφάσεως δεν παρέπεμπε σε τίποτα. Το ζήτημα δηλαδή αν η σιωπηρή απόρριψη της ενστάσεως εκπληρώνει την υποχρέωση της αιτιολογίας εξαρτάται από το αν (και πώς) ήταν αιτιολογημένη η αρχική απόφαση.

    81.

    Κατά συνέπεια, αντίθετα με όσα υποστηρίζει το Κοινοβούλιο είναι κάλλιστα δυνατό — χωρίς να φθάσουμε μέχρι το ασυμβίβαστο προς τον ΚΥΚ κριτήριο παρατυπίας — να αμφισβητηθεί η σιωπηρή απόρριψη μιας ενστάσεως από τη σκοπιά της αιτιολογίας, όταν δηλαδή είναι αναιτιολόγητη η αρχική απόφαση.

    82.

    β) Οι γενικές αυτές αρχές ισχύουν επίσης, με μια επιφύλαξη, σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση. II επιφύλαξη αυτή οφείλεται στο στοιχείο ότι όταν πρόκειται για πλήρωση θέσεως με προαγωγή ή με μετάθεση, το Δικαστήριο δεν απαιτεί να αιτιολογείται η αρχική απόφαση ούτε έναντι των αποκλεισθέντων υπο\|)ηφίων,

    «δεδομένου ότι τα στοιχεία της αιτιολογίας θα μπορούσαν να τους θίξουν ή τουλάχιστον μερικούς από αυτούς» ( 85 ).

    83.

    Στην περίπτωση αυτή πάντως, η απόρριψη της ενστάσεως πρέπει να αιτιολογείται ( 86 ), όπως το Κοινοβούλιο παραδέχτηκε ρητά πρωτοδίκως ( 87 ). Με την ένσταση του, ο ενδιαφερόμενος εκφράζει την επιθυμία να γνωρίσει τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση του εφόσον η ΛΔΑ εμμένει στην απόρριψη. Επομένως παραιτείται από την προστασία έναντι ενδεχομένων αρνητικών κρίσεων. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Culin ( 88 ), η αιτιολόγηση που διατυπώνεται κατά το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως ισχύει και για την αρχική απόφαση ( 89 ).

    84.

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, óu κατά την άσκηση της προσφυγής δεν υπήρχε καμιά αιτιολογία του προσβαλλόμενου μέτρου το οποίο επιβεβαιώθηκε με τη σιωπηρή απόρριψη της ενστάσεως. Ορθώς, επομένως, η αντιδικία ενώπιον του Πρωτοδικείου επικεντρώθηκε στο ζήτημα αν το ελάττωμα αυτό μπορούσε να καλυφθεί με τις εξηγήσεις που έδωσε η ΑΔΑ μετά την άσκηση της προσφυγής.

    85.

    Αναφορικά με το ζήτημα αυτό θα ήθελα πρώτα να εξετάσω το αποτέλεσμα της ρήτρας που προβλέπει το άρθρο 91, παράγραφος 3, δεύτερη περίπτωση, όταν η ρητή απορριπτική της ενστάσεως απόφαση εκδίδεται μετά τη σιωπηρή απορριπτική απόφαση αλλά εντός της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής. Εδώ δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με την κρίση του Πρωτοδικείου. Η διάταξη αυτή δεν αρκεί να καλύψει την έλλειψη αιτιολογίας μετά την άσκηση της προσφυγής. Η παράταση της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής την οποία προβλέπει, μπορεί βεβαίως να παρατείνει την προκαταρκτική φάση κατά την έννοια των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, η οποία έχει ως αντικείμενο

    «να διευκολύνει τη συμβιβαστική διευθέτηση της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ των υπαλλήλων και της διοικήσεως» ( 90 ).

    86.

    Αυτό όμως ισχύει μόνον εφόσον η εν λόγω φάση δεν έχει περατωθεί με την άσκηση προσφυγής εντός της τρίμηνης προθεσμίας από τη σιωπηρή απορριπτική απόφαση. Η εξεταζόμενη διάταξη προϋποθέτει πράγματι ρητή απορριπτική της ενστάσεως απόφαση «εντός της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής», η οποία «σηματοδοτεί νέα έναρξη της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής». Μετά την άσκηση της προσφυγής όμως δεν μπορεί να γίνει λόγος για απόφαση «εντός της προθεσμίας για την. άσκηση προσφυγής», η δε επανέναρξη της προθεσμίας δεν έχει πλέον κανένα νόημα δεδομένου ότι έχει ήδη ασκηθεί εμπροθέσμως προσφυγή. Ούτε πρακτική σημασία παρουσιάζει το σημείο αυτό διότι η δυνατότητα που παρέχει η νέα έναρξη της προθεσμίας στον ενδιαφερόμενο να εξετάσει τους λόγους που προβάλλει η διοίκηση ενόψει ενδεχόμενης προσφυγής καθίσταται άνευ αντικειμένου μετά την άσκηση της προσφυγής-

    87.

    Η θεωρία αυτή δεν έχει νόημα παρά μόνον αν είχαμε παραίτηση του προσφεύγοντος από την προσφυγή και άσκηση άλλης — εντός της νέας προθεσμίας. Η διάταξη αυτή όμως κάνει λόγο για μία προσφυγή οπότε η φιλική διευθέτηση της διαφοράς δεν είναι δυνατή παρά μόνον αν η ΑΔΑ εκδώσει ρητή απόφαση πριν από την άσκηση της προσφυγής.

    88.

    Αν η αρχική απόφαση υπήρξε αναιτιολόγητη η ΑΔΑ θα πρέπει να τηρήσει την προθεσμία των τεσσάρων μηνών για την απόρριψη της ενστάσεως διότι ο ΚΥΚ θεωρεί κανονικές τις προσφυγές που ασκούνται μετά την παρέλευση αυτής της προθεσμίας ακόμη και αν ασκούνται αμέσως.

    89.

    Προφανώς για να αυξηθούν οι πιθανότητες καλής εκβάσεως των πραγμάτων όταν εισήχθη η εν λόγω διάταξη στον ΚΥΚ, το 1972, καθορίστηκε ταυτόχρονα τρίμηνη προθεσμία για την περίπτωση της σιωπηρής απορρίψεως της ενστάσεως που ήταν αρχικά δίμηνη, δηλαδή μικρότερη απ' ότι στην περίπτωση της ρητής απορρίψεως ( 91 ).

    90.

    Στην υπό κρίση υπόθεση δεν υπήρχε αιτιολογία κατά την άσκηση της προσφυγής, όπως είδαμε δε, το άρθρο 91, παράγραφος 3, δεΰτερο εδάφιο, δεν μπορούσε να στηρίξει την όψιμη αιτιολόγηση. Οι εξηγήσεις που δόθηκαν στον προσφεύγοντα αργότερα δεν μπορούσαν πλέον να εκπληρώσουν τον σκοπό που επιδιώκει η υποχρέωση αιτιολογήσεως, δηλαδή να πληροφορήσουν τον προσφεύγοντα αναφορικά με ενδεχόμενη προσφυγή. Στην περίπτωση αυτή το κοινοτικό δικαστήριο κηρύσσει κατά κανόνα άκυρη την προσβαλλόμενη απόφαση ( 92 ). Οι προοπτικές επιτυχίας που έχει δηλαδή η προσφυγή σε περίπτωση παντελούς ελλείψεως αιτιολογίας, τις οποίες αμφισβητεί το Κοινοβούλιο, πηγάζουν από την σκοπιμότητα και την οικονομία των άρθρων 90 και 91 και ουδόλως αντιβαίνουν στον ΚΥΚ.

    91.

    Απομένει πάντως να εξεταστεί αν είναι δυνατή η παρέκκλιση από την αρχή αυτή. Η νομολογία έχει αναγνωρίσει αυτή τη δυνατότητα σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις με βάση, και εδώ, τους δύο στόχους της αιτιολογίας, δηλαδή την ενημέρωση του προσφεύγοντος και του κοινοτικού δικαστή. Όταν η διαδικασία ενώπιον του τελευταίου καθιστά δυνατή την ενημέρωση, τότε είναι δυνατόν «σε εξαιρετικές περιπτώσεις να καταστήσουν χωρίς αντικείμενο λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από την ανεπαρκή αιτιολογία» ( 93 ).

    92.

    Θα αναφέρω δύο σχετικά παραδείγματα από τη νομολογία ( 94 ).

    93.

    Το πρώτο διαπνέεται προφανώς από την ιδέα ότι η ένδικη διαδικασία ναι μεν δεν πρέπει να είναι, κατά τις αποφάσεις Michel και Culin, μια απλή παράταση της διοικητικής διαδικασίας, πλην όμως υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της αιτιολογίας του επιδίκου μέτρου και της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσει το καθού όργανο ενώπιον του κοινοτικού δικαστηρίου.

    94.

    Κατά την έννοια αυτή το Δικαστήριο ( 95 ) και το Πρωτοδικείο ( 96 ) δέχτηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις ότι η ελλιπής αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί μετά την άσκηση της προσφυγής.

    95.

    Εν προκειμένω αυτό δεν μπορεί να γίνει, δεδομένου ότι πριν από την άσκηση της προσφυγής υπήρχε παντελής έλλειψη αιτιολογίας.

    96.

    Με βάση πάντως την ίδια σκέψη, το Πρωτοδικείο δέχτηκε την αιτιολόγηση εκ των υστέρων σε μια περίπτωση όπου δεν υπήρχε καθόλου αιτιολογία πριν από την άσκηση της προσφυγής ( 97 ). Θα παρατηρήσω συναφώς, χωρίς να λάβω θέση ως προς αυτή τη νομολογία, ότϋ η υπόθεση εκείνη διέφερε κατά ένα ουσιώδες σημείο από την υπό κρίση. Συγκεκριμένα επρόκειτο για διαδικασία βάσει του άρθρου 29, παράγραφος 2, του ΚΥΚ κατά την οποία η θέση δόθηκε σε άλλον υποψήφιο και όχι στον προσφεύγοντα. Στην περίπτωση αυτή το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως περιοριζόταν «από την υποχρέωση τηρήσεως του απορρήτου που όφειλε έναντι των άλλων υποψηφίων» ( 98 ). Το Δικαστήριο δέχτηκε παρόμοιο περιορισμό σε μια υπόθεση αμφισβητήσεως μιας προαγωγής: η αιτιολογία μπορεί να περιοριστεί στην ύπαρξη των νομίμων προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτά ο ΚΥΚ τη νομιμότητα μιας προαγωγής ( 99 ). Η νομολογία επισημαίνει ότι τον όρο αυτό πληροί και μια αιτιολογία εντελώς τυπική και σχεδόν άχρηστη για τον ενδιαφερόμενο ( 100 ). Υπό τις συνθήκες αυτές η έλλειψη αιτιολογίας πριν από την άσκηση προσφυγής έχει βεβαίως μικρότερη βαρύτητα παρά στις περιπτώσεις όπου η αιτιολογία έπρεπε να είναι λεπτομερέστερη. Θα προσθέσω ότι στις περιπτώσεις αυτές ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή ως προς την ουσία της υποθέσεως έχει κατά τούτο μεγαλύτερη σημασία και το Δικαστήριο θα προσπαθήσει επίσης να διελευκάνει τα κατάλληλα στοιχεία ( 101 ).

    97.

    Στην υπό κρίση υπόθεση πρέπει να σημειωθεί ότι η επίδικη διαδικασία πληρώσεως της κενής θέσεως δεν κατέληξε σε τοποθέτηση κάποιου υπαλλήλου. Επομένως, η απόρριψη της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος στηρίζεται σε λόγους που αφορούν μόνο τον ίδιο. Για τον λόγο αυτό η ΑΔΑ δεν έπρεπε να περιοριστεί στις στερεότυπες φράσεις ως προς την κανονικότητα της διαδικασίας αλλά όφειλε να εξηγήσει στον προσφεύγοντα για ποιο λόγο θεώρησε ανεπαρκή τα προσόντα του σε σχέση με τις απαιτήσεις της προς πλήρωση θέσεως. Επομένως, η περιορισμένη υποχρέωση προς αιτιολόγηση δεν δικαιολογούσε — λαμβανομένων υπόψη των εξηγήσεων που δόθηκαν κατά την ένδικη διαδικασία — τη μη ακύρωση του επιδίκου μέτρου λόγω ελλείψεως αιτιολογίας.

    98.

    Μια άλλη πτυχή που μπορεί να δικαιολογήσει την κατ' εξαίρεση μη ακύρωση του επιδίκου μέτρου προκύπτει από την απόφαση Κυπραίος ( 102 ). Στην υπόθεση εκείνη η άρνηση της εγγραφής του υποψηφίου στον πίνακα των επιτυχόντων ενός γενικού διαγωνισμού δεν αιτιολογήθηκε πριν από την άσκηση της προσφυγής. Στηρίχθηκε όμως στο στοιχείο óu ο προσφεύγων δεν είχε λάβει τον απαραίτητο ελάχιστο βαθμό σε μια υποχρεωτική γλωσσική εξέταση. Δεν υπήρχε καμιά ένδειξη παρατυπίας στη βαθμολογία. Στην υπόθεση εκείνη, αν το Δικαστήριο ακύρωνε την απόφαση λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, το καθού όργανο δεν θα μπορούσε να περιλάβει τον προσφεύγοντα στον πίνακα επιτυχόντων. Θα μπορούσε να λάβει και πάλι την ίδια απόφαση δεδομένου ότι ο προσφεύγων γνώριζε πλέον την απαιτούμενη αιτιολογία. Επομένως ο προσφεύγων δεν είχε έννομο συμφέρον στην ακύρωση ( 103 ).

    99.

    Στην υπό κρίση υπόθεση δεν φαίνονται να υπάρχουν δεσμευτικοί νομικοί λόγοι, που να επιβάλλουν την απόρριψη της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος. Επομένως, μετά την ακύρωση της επίδικης απόφασης, είναι πάλι ζήτημα εξουσίας εκτιμήσεως της ΑΔΑ να μεταθέσει τον προσφεύγοντα στην κενή θέση. Η προαναφερθείσα πτυχή δεν δικαιολογεί κατά συνέπεια απόκλιση από την αρχή που διατυπώθηκε με τις αποφάσεις Michel και Culin.

    100.

    Κατόπιν αυτών νομίζω ότι το Πρωτοδικείο ορθώς δέχθηκε τον τρίτο λόγο ακυρώσεως του προσφεύγοντος.

    Γ — Συμπέρασμα

    101.

    Βάσει των προαναφερθέντων προτείνω στο Δικαστήριο

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα, συμφωνά με το άρθρο 69, παράγραφος 2 του κανονισμού διαδικασίας περιλαμβανομένων και των εξόδων του παρεμβαίνοντος.


    ( *1 ) Γλώσοα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

    ( 1 ) Συλλογή 1992, σ. II-121.

    ( 2 ) Σκέψεις 24 έως 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 3 ) Σκέψεις 36 έως 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 4 ) Παράγραφοι 15 και επ. της αιτήσεως αναιρέσεως.

    ( 5 ) Σκέψη 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 6 ) Παράγραφος 22 της αιτήσεως αναιρέσεως.

    ( 7 ) Παράγραφος 28 της αιτήσεως αναιρέσεως.

    ( 8 ) Σκέψη 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 9 ) Σκέψη 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 10 ) Σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 11 ) Σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 12 ) Απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, 269/90 (Συλλογή 1991, σ. I-5469).

    ( 13 ) Σκέψεις 27 και 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 14 ) Βλ. σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 15 ) Σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 16 ) Σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 17 ) Οι ενδεχόμενες εξαιρέσεις από την αρχή αυτή που δέχεται και το ίδιο το Κοινοβούλιο διαφέρουν κατά τη φύση και επομένως πρέπει να εξετάζονται κάθε μια στο οικείο πλαίσιο. Πρέπει να παρατηρήσω ότι το Κοινοβούλιο, στην παράγραφο 18 της αιτήσεως αναιρέσεως παραπέμπει, αφενός, στην απόφαση του Δικαστηρίου Moliei (13 Απριλίου 1978, υπόθεση C-75A77, Συλλογή τόμος 1978, ο. 309). θα επανέλθω στην άποψη στην οποία στηρίζεται η απόφαση αυτή κατωτέρω, στο επόμενο κεφάλαιο. Το Κοινοβούλιο παρατηρεί, αφετέρου, ότι δεν υπάρχει καμιά εντολή των αρμοδίων υπηρεσιών που να επιβάλλει την πραγματοποίηση συζητήσεως πριν από τη διενέργεια των πράξεων που ανέφερα προηγουμένως στο κείμενο (παράγραφος 20 της αιτήσεως αναιρέσεως), συζήτηση την οποία δεν προβλέπει ούτε η ανακοίνωση κενής θέσεως (παράγραφος 21 της αιτήσεως αναιρέσεως)· θα επανέλθω στο επιχείρημα αυτό στο επόμενο κεφάλαιο (παράγραφος 38 και επ.).

    ( 18 ) Βλ. σκέψη 25 σε συνδυασμό με τη σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 19 ) Κανονισμός του Συμβουλίου της 10ης Ιουλίου 1975 περί της ατελούς ως προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου εισαγωγής αντικειμένου εκπαιδευτικού, επιστημονικού ή μορφωτικού χαρακτήρα (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/002, σ. 87).

    ( 20 ) Κανονισμός της Επιτροπής της 12ης Δεκεμβρίου 1979, περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 1798/75 (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 8).

    ( 21 ) Σκέψη 23 της αποφάσεως στην υπόθεση C-269/90.

    ( 22 ) Σκέψη 13 της αποφάσεως στην υπόθεση C-269/90.

    ( 23 ) Σκέψη 24 της αποφάσεως στην υπόθεση C-269/90.

    ( 24 ) Ως προς το δίκαιο της δημόσιας υπϊ|ρεσίας βλ. απόφαση nig 1ης Οκτωβρίου 1991. C-283/90 P. Vidrťinyi κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, ο. I-4339, οκέψη 20).

    ( 25 ) Ι)λ. σκέψη 25 της αποφάσεως οτην υπόθεση C-269/90.

    ( 26 ) Βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 1992, C-30/91 P, Leslelle κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, ο. I-3755, σκέψη 27) διάταξη της 3ης Δεκεμβρίου 1992, C-32/92 Ρ, Macrae Moat κατιΐ Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-6380, οκέψη 11).

    ( 27 ) Βλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 1991, C-283/90 Ρ, Vidränyi v.uxă Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I-4339, σκέψη 20).

    ( 28 ) Ιϊλ. π.χ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Δεκεμβρίου 1990. Τ-82/89, Marcalo κατή Επιτροπής (Συλλογή 1990, ο. II-735, οκέψη 73), και επ. με τις παραπομπές στη νομολογία του Δικαστηρίου, οκέψη 78.

    ( 29 ) Αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1986, C-293/84, Sorani κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, ο. 967), και C-294/84, Adaras κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986. α. 977).

    ( 30 ) Απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1977, 121/76, Moli κατά Επιτροπής, Συλλογή 1977, σ.611 απόφαση της 13ης Απριλίου 1978. 75/77, Mollet κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1978. ο. 309.

    ( 31 ) Βλ. σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 32 ) Απόφαση Adams, βλ. υποσημείωση 27.

    ( 33 ) Σκέψη 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 34 ) Απόφαση της 30ής Ιουνίου 1971, 19/70, Almini κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 881).

    ( 35 ) Απόφαση της 11ης Μαΐου 1978, 34/77, Oslizlok κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1978, σ. 349).

    ( 36 ) Βλ. απόφαση Almini, σκέψεις 12 έως 16, και απόφαση Oslizlok, σκέψεις 27 έως 37.

    ( 37 ) Πρόκειται μόνον για την απόρριψη της υποψηφιότητας. Θα ήταν όμως παράλογο να θεωρηθεί ως το αντικείμενο της συζητήσεως.

    ( 38 ) Βλ. παράγραφο 8 ανωτέρω.

    ( 39 ) Βλ. κατωτέρω παραγραφο 36 ατ.

    ( 40 ) Βλ. παραγράφους 38 επ. και 53 επ. κατωτέρω

    ( 41 ) Σκέψη 24 της προοβαλλομένης αποφάαεως.

    ( 42 ) Ιίλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1987, 233/85, Donino κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, ο. 739, οκέψη 5 απόφααη του Πρωτοδικείου της 3ης Μαρτίου 1993. Τ-25/92, Vela Palacios κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, α. II-201, ακέφη 40).

    ( 43 ) Λπόφαοη της 25ης Φεβρουαρίου 1987, 52/86, Banner κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1987. α 979).

    ( 44 ) Ηλ. απόφαση της 16ης Μαρτίου 1971, Bernardi κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 713, οκέψη 27).

    ( 45 ) Θα εξετάσω mo κάτω (παράγραφοι 53 και επ.) τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του προσφεύγοντας και των άλλων υποψηφίων που συνιστά τέτοια παραβίαση.

    ( 46 ) Σκέψεις 27 και 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 47 ) Σκέψη 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 48 ) Βλ. παραγράφουςω 33, 20 και 21 της αιτήσεως αναιρέσεως.

    ( 49 ) Παράγραφος 34 της αιτήσεως αναιρέσεως.

    ( 50 ) Παράγραφοι 34 και 35 της αιτήσεως αναιοέσεως.

    ( 51 ) Παράγραφος 10 της αιτήσεως αναιρέσεως.

    ( 52 ) Παράγραφος 9 της αιτήσεως αναιρέσεως.

    ( 53 ) Παράγραφος 11 της αιτήσεως αναιρέσεως.

    ( 54 ) Βλ. σκέψη 28, δεύτερη παράγραφος, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 55 ) Σκέψη 28, δεύτερη παράγραφος, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 56 ) Ιίλ. οκέψεις27 και 29 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθώς και την παραπομπή — οκέψη 29 — οτην απόφαση της 9ης Ιουλίου 1985, ουνεκοικαοθείοες υποθέσεις ΦΙ/85, 77/85, 294/85 και 285/85, Ilochbauin και Raues (Συλλογή 1987, ο. 3259, σκέψη 19).

    ( 57 ) Απόφαση της 18ης Μαρτίου 1993, C-35/92 Ρ, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Frederiksen (Συλλογή 1993, o. 991, οκέψη 13).

    ( 58 ) Λπόφαοη Frederiksen, βλ. προηγούμενη υποαίμιείωση, οκέψη 14.

    ( 59 ) II απόφαση της 21ης Απριλίου 1983, 222/81, Ragusa κατή Επιτροπής (Συλλογή 1983, ο. 1245, οκέψη 18).

    ( 60 ) Κατά την Εδια έννοια, βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Οκτωβρίου 1990, Τ-128/89, Brumler κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1990, ο. Π-545) (συνοπτική δημοσίευση) βλ. σκέψη 23 στο πλήρες κείμενο.

    ( 61 ) Βλ. παράγραφο 24 ανωτέρω καθώς και τις αποφάσεις που παρατίθενται στην υποσημείωση 26.

    ( 62 ) Σκέψη 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 63 ) Απόφαση της 7ης Ιουλίου 1964, 97/63, De Pascale κατή Em-τοοπής (Συλλογή τόμος 1954-1964. ο. 1165).

    ( 64 ) Ιΐλ. προηγουμένη υποσημείωση.

    ( 65 ) 11λ. π.χ. όσον αφορύ τις προαγωγές, την απόφαση τΐ|ς 25ης Φεβρουαρίου 1987, 52/86, Danner κατή Κοινοβουλίου (Συλλογή 1987, 0.979, οκέψη9) για τις μεταθέοκις: προπαρατεθείσα απόφαση Bonino, οκέψη5.

    ( 66 ) Πύγια νομολογία, |1λ. π.χ. την απόφαση της 17ης Λεκεμ-βρίου 1992, C-68/91 Ρ, Moril/, κατή Επιτροπής (Συλλογή 1992, ο. I-6849. οκέψη 16).

    ( 67 ) Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1977, 61/76. Geisi κατή Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1977, α. 515, οκέι|ιη46).

    ( 68 ) Ιϊλ. όρθρο 43, παρήγραφος 2, του ΚΥΚ.

    ( 69 ) Ι)λ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 1980, ουνεκδικαπθείαες υποθέσεις 6 και 97/79, Grassi κατή Συμβουλίου (Συλλογή τόμος 1980/11, 0.419, οκεψη 20).

    ( 70 ) Απόφαση της 30ής Μαίου 1984, 111/83, Picciolo κατή Κοινοβουλίου (Συλλογή 1984, σ.2323, σκέψη 13).

    ( 71 ) Σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 72 ) Βλ. παράγραφος 42 ανωτέρω.

    ( 73 ) Βλ. παράγραφο 55 ανωτέρω.

    ( 74 ) Σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποψάοεω; καθώς και οή-λωαη του Κοινοβουλίου κατά την προφορική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου: ο. 10 των πρακτικών της συνεδριάσεως.

    ( 75 ) H)., παράγραφο 5 της αιτήσεως αναιρέσεως.

    ( 76 ) Ηλ. σκέψεις 36 έως 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 77 ) Παράγραφοι 39 έως 51 της αιτήαεω; αναιρέσεως.

    ( 78 ) Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1992, Τ-11/91, Schloh κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1992, ο. Π-203).

    ( 79 ) Βλ. σκέψη 72 της αποφάσεως Schloh.

    ( 80 ) Βλ. υποσημείωση 30 ανωτέρω.

    ( 81 ) Βλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1981, ο. 2861, σκέψη 22).

    ( 82 ) Βλ. παράγραφο 73 ανωτέρω.

    ( 83 ) Ηλ. υποοημείωοη 30.

    ( 84 ) Σκέψη 12 της αποφάσεως.

    ( 85 ) Απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 1974, 188/73, Grassi κατά Συμβουλίου (Συλλογή τόμος 1974, ο. 445, σκέψη 12) — γιο την περίπτωση της προαγωγής για την περίπτωση της τοποθετήσεως οε άλλη θέση: απόφαση Bonino (υποσημείωση 42), σκέψη 4.

    ( 86 ) Βλ. απόφαση Grassi, προηγούμενη υποσημείωση, σκέψη 13-απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1990, P βλ. επίσης απόφαση του ΙΙρωτοδικείου στην υπόθεση Schloh (υποσημείωση 78). σκέψη 73.

    ( 87 ) Σκέψη 34 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 88 ) Υποσημείωση 86.

    ( 89 ) Όπ.π. σκέψεις 13 και 14.

    ( 90 ) Απόφαση της 1ης Ιουλίου 1976, 58/75, Scrgy κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1976, σ. 419, σκέψη 32).

    ( 91 ) Βλ. το κείμενο του άρθρου 91 κατά τον κανονισμό (EOK) 31, (Ευρατόμ) 11. ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001. α. 85η τροποποίηση που οδήγησε στο ήδη ισχύον κείμενο έγινε με τον κανονισμό 1473/72, της 30ής Ιουνίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 136).

    ( 92 ) Βλ. απόφαση Michel (υποσημείωση 81 ανωτέρω) όπως και την απόφαση Culin (υποσημείωση 86).

    ( 93 ) Απόφαση της 8ης Μαρτίου 1988, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 64/88, 71/88 έως 73/88 και 76/88, Sergio κατά Επιτροπής (Συλλογή 1988, σ. 1399, σκέψη 52).

    ( 94 ) Βλ. παραγράφου; 93-97 αφενός, και 98 και 99 αφετέρου κατωτέρω.

    ( 95 ) Βλ. εκτός της αποφάσεως Sergio, την απόφαση της 30ής Μαΐου 1984, 111/83, Picciolo (Συλλογή 1984, σ. 2323).

    ( 96 ) Βλ. τις αποφάσεις της 20ή; Σεπτεμβρίου 1990, Τ-37/89, Hanrang κατά Κοινοβουλίου (Συλλογή 1990, α. ΙΙ-463), Schloh (υποσημείωση 78) και της 3ης Μαρτίου 1993, Τ-25/92, Vela Palacios (Συλλογή 1993, σ. Π-201).

    ( 97 ) Βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1990, συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-160/89 και Τ-161/89. Καλαβρός κατά Δικαστηρίου (Συλλογή 1990, ο. II-871).

    ( 98 ) Σκέψη 70 της αποφάσεως Καλαβρός.

    ( 99 ) Απόφαση Grassi (βλ. υποσημείωση 85), σκέψη 14 επίσης απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση Schloh (υποσημείωση 78 ανωτέρω), σκέψη 73.

    ( 100 ) Βλ. απόφαση Grassi, σκέψεις 16-18, καθώς και απόφαση Schloh, σκέψη 10 σε σχέση με τις σκέψεις 73-76.

    ( 101 ) Βλ. εκτός των αποφάσεων Kalavros και Schloh την απόφαση της Πρωτοδικείου της 30ής Ιανουαρίου 1992, Τ-25/90, Schönherr κατά Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. II-63, σκέψη 30).

    ( 102 ) Απόφαση της 27ης Μαρτίου 1985, 12/84, Κυπραίος κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1985, σ. 1005).

    ( 103 ) Και άλλα παραδείγματα από την νομολογία στηρίζονται σε παρόμοιες σκέψεις: απόφαση του Πρωτοδικείου στις υποθέσεις Harming κατά Κοινοβουλίου (υποσημείωση 96) στην οποία επρόκειτο για παρατυπία μιας διαδικασίας διαγωνισμού, απόφαση της 20ής Μαρτίου 1991, Τ-1/90, Perez Minguez (Συλλογή 1991, σ. Π-143, σκέψη 86), καθώς και την απόφαση της 27ης Ιουνίου 1991, στην υπόθεση C-156/89, Valverde Mordi (Συλλογή 1991, ο. Η-407, ιδίως σκέψη 122).

    Top