EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61992CC0051

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Cosmas της 15ης Ιουλίου 1998.
Hercules Chemicals NV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Διαδικασία - Υποχρέωση ταυτόχρονης εκδικάσεως υποθέσεων που αφορούν την ίδια διοικητική απόφαση - Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής - Διαδικασία εκδόσεως αποφάσεως από το σώμα των επιτρόπων - Κανόνες ανταγωνισμού που ισχύουν για τις επιχειρήσεις - Δικαιώματα του αμυνομένου - Πρόσßαση στη δικογραφία - Πρόστιμο.
Υπόθεση C-51/92 P.

Συλλογή της Νομολογίας 1999 I-04235

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:364

61992C0051

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Cosmas της 15ης Ιουλίου 1998. - Hercules Chemicals NV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Αίτηση αναιρέσεως - Διαδικασία - Υποχρέωση ταυτόχρονης εκδικάσεως υποθέσεων που αφορούν την ίδια διοικητική απόφαση - Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής - Διαδικασία εκδόσεως αποφάσεως από το σώμα των επιτρόπων - Κανόνες ανταγωνισμού που ισχύουν για τις επιχειρήσεις - Δικαιώματα του αμυνομένου - Πρόσßαση στη δικογραφία - Πρόστιμο. - Υπόθεση C-51/92 P.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-04235


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


Στην υπό κρίση υπόθεση το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της αιτήσεως της εταιρίας Hercules Chemicals NV (στο εξής: Hercules), υποβληθείσης δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΟΚ του Δικαστηρίου, περί αναιρέσεως της από 17ης Δεκεμβρίου 1991 αποφάσεως του Πρωτοδικείου (1). Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε η προσφυγή που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα εταιρία, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ (στο εξής: Συνθήκη), κατά της από 23ης Απριλίου 1986 αποφάσεως της Επιτροπής (2) (στο εξής: πράξη «Πολυπροπυλένιο»). Η απόφαση αυτή αφορούσε την εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης στον τομέα της παραγωγής πολυπροπυλενίου.

I - Πραγματικά περιστατικά και εξέλιξη της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου

1 Σε ό,τι αφορά τα πραγματικά περιστατικά της επίδικης διαφοράς και την εξέλιξη της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτουν τα ακόλουθα: Η δυτικοευρωπαϋκή αγορά πολυπροπυλενίου εφοδιαζόταν πριν από το 1977 σχεδόν αποκλειστικά από δέκα παραγωγούς. Μετά το 1977 και τη λήξη της ισχύος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της εταιρίας Montedison, επτά νέοι παραγωγοί έκαναν την εμφάνισή τους, με σημαντική παραγωγική ικανότητα. Μεταξύ των νέων αυτών παραγωγών συγκαταλεγόταν και η Ηercules, ο σημαντικότερος παραγωγός στην αμερικανική αγορά και με μερίδιο στην αντίστοιχη δυτικοευρωπαϋκή κυμαινόμενο μεταξύ 5 και 6,8 % περίπου. Η αύξηση αυτή της ονομαστικής παραγωγικής ικανότητας στη δυτική Ευρώπη δεν συνοδεύτηκε με ανάλογη αύξηση της ζήτησης, με συνέπεια η προσφορά και η ζήτηση να μη βρίσκονται σε ισορροπία, τουλάχιστον μέχρι το 1982. Γενικότερα, κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 1977-1983, η αγορά πολυπροπυλενίου χαρακτηριζόταν από χαμηλή αποδοτικότητα ή/και σημαντικές ζημιές.

2 Στις 13 και 14 Οκτωβρίου 1983 υπάλληλοι της Επιτροπής, στο πλαίσιο των εξουσιών που τους παρέχει το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962 (3) (στο εξής: κανονισμός 17), πραγματοποίησαν συντονισμένους ελέγχους σε μια ομάδα επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα παραγωγής πολυπροπυλενίου. Κατόπιν των ελέγχων αυτών η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17, απηύθυνε αιτήσεις παροχής πληροφοριών στις παραπάνω αλλά και σε άλλες συναφούς αντικειμένου επιχειρήσεις. Από τα στοιχεία που συνέλεξε στο πλαίσιο αυτών των ελέγχων και αιτήσεων παροχής πληροφοριών, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, στην περίοδο μεταξύ των ετών 1977 και 1983, ορισμένοι παραγωγοί πολυπροπυλενίου, ανάμεσα στους οποίους και η Hercules, ενεργούσαν κατά παράβαση του άρθρου 85 της Συνθήκης. Στις 30 Απριλίου 1984, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, και ανακοίνωσε γραπτώς τις αιτιάσεις της στις παραβαίνουσες επιχειρήσεις.

3 Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 23 Απριλίου 1986, την προαναφερθείσα απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:

«όΑρθρο 1

Οι (επιχειρήσεις) (...), Hercules Chemicals NV, (...) έχουν παραβεί το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, συμμετέχοντας (...) στην περίπτωση των Hercules, Linz, Saga και Solvay, από τον Νοέμβριο του 1977 έως, τουλάχιστον, το Νοέμβριο του 1983 (...), σε συμφωνία και εναρμονισμένη πρακτική που ανάγονται στα μέσα του 1977, βάσει των οποίων οι παραγωγοί [που] προμήθευαν πολυπροπυλένιο στο έδαφος της κοινής αγοράς:

α) είχαν επαφές μεταξύ τους και τακτικές συναντήσεις (από τις αρχές του 1981, δύο φορές το μήνα) στο πλαίσιο σειράς μυστικών συναντήσεων που αποσκοπούσαν στη συζήτηση και στον καθορισμό της εμπορικής πολιτικής τους

β) καθόριζαν περιοδικά "τιμές-στόχους" (ή κατώτατες τιμές) για την πώληση του προϋόντος σε κάθε κράτος μέλος της Κοινότητας

γ) συμφώνησαν διάφορα μέτρα για τη διευκόλυνση της εφαρμογής των ενλόγω τιμών-στόχων, τα οποία περιλάμβαναν (κυρίως) περιοδικούς περιορισμούς στην παραγωγή, ανταλλαγή λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με τις παραδόσεις, πραγματοποίηση τοπικών συναντήσεων και, από το τέλος του 1982, σύστημα "λογιστικής διαχείρισης" που αποσκοπούσε στην εφαρμογή των αυξήσεων των τιμών σε μεμονωμένους πελάτες

δ) προέβησαν σε ταυτόχρονες αυξήσεις τιμών εφαρμόζοντας τους ενλόγω στόχους

ε) κατένειμαν την αγορά παραχωρώντας σε κάθε παραγωγό έναν ετήσιο στόχο πωλήσεων ή "ποσοστώσεις" (1979, 1980 και, τουλάχιστον, για ένα μέρος του 1983) ή, ελλείψει οριστικής απόφασης που να καλύπτει ολόκληρο το έτος, υποχρεώνοντας τους παραγωγούς να περιορίζουν τις μηνιαίες πωλήσεις τους με αναφορά σε προηγούμενη περίοδο (1981, 1982).

(...)

οΑρθρο 3

Τα ακόλουθα πρόστιμα επιβάλλονται στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στην παρούσα απόφαση, όσον αφορά την παράβαση που διαπιστώνεται στο άρθρο 1.

(...)

v) Hercules Chemicals NV, πρόστιμο 2 750 000 ECU, ή 120 569 620 βελγικά φράγκα

(...).»

4 Δεκατέσσερις από τις δεκαπέντε εταιρίες, αποδέκτριες της ενλόγω αποφάσεως, μεταξύ των οποίων και η αναιρεσείουσα, άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της ανωτέρω αποφάσεως της Επιτροπής. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη, ενώπιον του Πρωτοδικείου, από τις 10 Δεκεμβρίου 1990 έως τις 15 Δεκεμβρίου 1990, οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του δικαστηρίου. Το Πρωτοδικείο, αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα, απέρριψε την προσφυγή με την από 17 Δεκεμβρίου 1991 προαναφερθείσα απόφασή του.

5 Kατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως, η Hercules άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου αίτηση αναιρέσεως, ζητώντας τα ακόλουθα:

Πρώτον, τη λήψη από το Δικαστήριο των απαραίτητων μέτρων ώστε να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή εξέδωσε την πράξη «Πολυπροπυλένιο» κατά την πρέπουσα διαδικασία.

Δεύτερον, την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως της Επιτροπής, λόγω παραβάσεων ουσιωδών τύπων της διαδικασίας.

Επικουρικώς, την αναίρεση της πρωτοδίκου αποφάσεως και την εξάλειψη ή μείωση του επιβληθέντος προστίμου.

Τέλος, την καταδίκη της Επιτροπής σε όλα τα δικαστικά έξοδα.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αναίρεση και να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

Στην παρούσα διαδικασία, ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Hercules η εταιρία DSM NV. Η αίτησή της απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, με την από 30 Σεπτεμβρίου 1992 διάταξη του Δικαστηρίου.

II - Ως προς το παραδεκτό των αιτημάτων της αναιρεσείουσας

6 ςΟπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, ορισμένα από τα αιτήματα της αναιρεσείουσας δεν προβάλλονται παραδεκτώς στο στάδιο της αναιρέσεως.

7 Καταρχάς, είναι απαράδεκτο το αίτημα της Hercules με το οποίο ζητείται από τον αναιρετικό δικαστή να διατάξει αποδείξεις για τη διαπίστωση τυπικών ελαττωμάτων της προσβληθείσας ενώπιον του Πρωτοδικείου πράξεως της Επιτροπής. Η λήψη μέτρων τέτοιας φύσεως εκφεύγει των εξουσιών του αναιρετικού δικαστή και των ορίων του αναιρετικού ελέγχου γενικότερα (4).

8 Πρόβλημα δημιουργεί, εξάλλου, η διατύπωση των υπολοίπων αιτημάτων της αναιρεσείουσας. Η τελευταία φαίνεται να επιδιώκει, σε πρώτο στάδιο, την ακύρωση από τον αναιρετικό δικαστή της επίδικης πράξεως «Πολυπροπυλένιο» της Επιτροπής και, επικουρικώς, την αναίρεση της πρωτοδίκου αποφάσεως. Κατά συνέπεια, τα αιτήματα αυτά παρατίθενται σε εσφαλμένη σειρά στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως. Η αναίρεση αφορά αποκλειστικώς τον έλεγχο της νομιμότητας των δικαστικών αποφάσεων του Πρωτοδικείου (5). Μόνο εφόσον κρίνει την αναίρεση βάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, αφού αναιρέσει την πρωτόδικη απόφαση, αν θεωρήσει τη διαφορά ώριμη προς εκδίκαση, να αποφανθεί οριστικώς επ' αυτής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 54 του Οργανισμού ΕΟΚ του Δικαστηρίου. Επομένως, κατ' ορθή ερμηνεία του δικογράφου της Hercules, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εταιρία αυτή ζητεί πρώτα την αναίρεση της πρωτοδίκου αποφάσεως που την αφορά και, περαιτέρω, σε περίπτωση που το πρώτο αίτημά της ευδοκιμήσει, την ακύρωση της πράξεως «Πολυπροπυλένιο» της Επιτροπής (6).

III - Οι λόγοι αναιρέσεως

A - Ως προς την προσβολή του δικαιώματος άμυνας της Hercules

9 Η αναιρεσείουσα υποστήριξε πρωτοδίκως ότι το δικαίωμα άμυνας που της αναγνωρίζει το κοινοτικό δίκαιο, εθίγη με την άρνηση της Επιτροπής να της κοινοποιήσει, πριν ακόμη από την έκδοση της πράξεως «Πολυπροπυλένιο», τις απαντήσεις των υπολοίπων παραγωγών πολυπροπυλενίου, κατά των οποίων στρεφόταν η έρευνα της Επιτροπής, στις κατηγορίες περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, η Hercules θεωρεί ότι δικαιούταν να λάβει γνώση των όσων είχαν προβάλει οι λοιποί παραγωγοί στις ανακοινώσεις των αιτιάσεων της Επιτροπής, σύμφωνα με τις οποίες οι παραγωγοί αυτοί είχαν από κοινού συμμετάσχει σε δραστηριότητες αντίθετες προς το άρθρο 85 της Συνθήκης. Η μη κοινοποίηση των στοιχείων αυτών συνιστά, κατά την Hercules, προσβολή του δικαιώματος άμυνάς της· η δε παράλειψη της κοινοποιήσεως δεν μπορούσε να καλυφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, με την κοινοποίηση των ενλόγω στοιχείων, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου.

10 Το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έκρινε ως εξής επί του ανωτέρω λόγου της Hercules: «ςΟσον αφορά ειδικότερα την άρνηση της Επιτροπής να επιτρέψει στην προσφεύγουσα να λάβει γνώση των απαντήσεων που έδωσαν οι άλλοι παραγωγοί στις ανακοινώσεις των αιτιάσεων, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι δεν είναι αναγκαίο να εξετασθεί αν η άρνηση αυτή συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων του αμυνομένου. Πράγματι, μια τέτοια εξέταση θα ήταν αναγκαία μόνον αν ήταν πιθανόν, χωρίς την άρνηση αυτή, η διοικητική διαδικασία να είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1980, στην υπόθεση 30/78, Distillers Company κατά Επιτροπής, ECR 1980, σ. 2229, σκέψη 27 και απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Νοεμβρίου 1990, στην υπόθεση Τ-7/90, Kobor κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-721, σκέψη 30). Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, μετά την ένωση των υποθέσεων για την κοινή διεξαγωγή της προφορικής διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου, παρόλο που κατέστησαν προσιτές στην προσφεύγουσα οι απαντήσεις που είχαν δώσει οι άλλες επιχειρήσεις στις ανακοινώσεις των αιτιάσεων, αυτή δεν μπόρεσε να αντλήσει απ' αυτές τις απαντήσεις κανένα στοιχείο υπέρ αυτής, το οποίο θα μπορούσε να προβάλει κατά την προφορική διαδικασία. Είναι, ως εκ τούτου, εύλογο το συμπέρασμα ότι οι ενλόγω απαντήσεις δεν περιείχαν κανένα στοιχείο υπέρ της προσφεύγουσας και ότι, επομένως, η αδυναμία της προσφεύγουσας να λάβει γνώση αυτών κατά τη διοικητική διαδικασία δεν ήταν στοιχείο ικανό να επηρεάσει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Aπόφαση.»

11 Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της Hercules βάλλει ακριβώς κατά της κρίσεως του Πρωτοδικείου που περιέχεται στην προμνησθείσα σκέψη 56. Καταρχάς, η αναιρεσείουσα σημειώνει ότι η περίπτωσή της δεν ομοιάζει με τις υποθέσεις Distillers Company και Kobor, στις οποίες παραπέμπει η αναιρεσιβαλλομένη. Στην υπόθεση Distillers Company εκρίθη από το Δικαστήριο ότι, και αν ακόμη δεν είχαν διαπραχθεί ορισμένες διαδικαστικές παραβάσεις από την Επιτροπή, το περιεχόμενο της προσβαλλομένης θα ήταν ακριβώς το ίδιο, διότι η εμπλεκομένη επιχείρηση είχε απολέσει από δικό της διαδικαστικό σφάλμα το δικαίωμα να προβάλει νομοτύπως τα όσα θα μπορούσε να αντλήσει από τις παραβάσεις αυτές της Επιτροπής. Στην υπόθεση Kobor έγινε δεκτό ότι το διαπιστωθέν διαδικαστικό ελάττωμα δεν έθιξε εν τέλει στο ελάχιστο, το δικαίωμα της αιτούσης να προβάλει τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματά της ενώπιον της Επιτροπής. Η ειδοποιός διαφορά των υποθέσεων αυτών με την περίπτωση της Hercules, συνίσταται, κατά την αναιρεσείουσα, στο γεγονός ότι, ενώ στις πρώτες αποδείχθηκε πως δεν είχε αποδυναμωθεί το αμυντικό οπλοστάσιο που διέθετε ο διοικούμενος στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, στην υπό κρίση διαφορά, η εμπλεκομένη εταιρία δεν μπόρεσε, λόγω της αρνήσεως κοινοποιήσεως ορισμένων κρισίμων στοιχείων, να αμυνθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κατά τη διοικητική διαδικασία. Με την κρίση του το Πρωτοδικείο, ισχυρίζεται η Hercules, καταλήγει να αναγνωρίζει το δικαίωμα άμυνας κατά τη διοικητική διαδικασία, μόνον σε όσους από τους κατηγορουμένους μπορούν να αποδείξουν ενώπιόν του την αθωότητά τους. Αγνοεί επομένως τον απόλυτο χαρακτήρα της γενικής αρχής της προστασίας των δικαιωμάτων άμυνας του διοικουμένου, η οποία διέπει και το κοινοτικό δίκαιο (7). Η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι η παράβαση του δικαιώματος αυτού δεν μπορεί να θεραπευθεί με την κοινοποίηση των παρανόμως αποκρυβέντων στοιχείων σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, ούτε μπορεί να παραμερισθεί με την αιτιολογία ότι τα στοιχεία αυτά δεν θα άλλαζαν την έκβαση της διοικητικής διαδικασίας.

12 Η Επιτροπή αντιπροβάλλει πως το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι δεν απαιτείται η εξέταση του νομίμου ή μη της αρνήσεως κοινοποιήσεως των στοιχείων που επικαλείται η Hercules, διότι, εν πάση περιπτώσει, η διοικητική διαδικασία δεν θα είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα και αν ακόμη τα στοιχεία αυτά είχαν κοινοποιηθεί. Κατά την Επιτροπή, η λύση αυτή ακολουθεί την πάγια νομολογία, σύμφωνα με την οποία, όταν ένα διαδικαστικό ελάττωμα δεν θα μπορούσε, ούτως ή άλλως, να επηρεάσει το περιεχόμενο της πράξεως ενός κοινοτικού οργάνου, δεν είναι δυνατόν να προβληθεί δικαστικώς για να στηρίξει αίτημα ακυρώσεως της πράξεως αυτής. Η αναιρεσίβλητος σημειώνει ότι η ίδια θέση γίνεται δεκτή και με τις αποφάσεις Distillers Company και Kobor, είναι δε η πλέον ενδεδειγμένη, διότι αποτρέπει την σπατάλη χρόνου και χρήματος που θα προκαλούσε η ακύρωση πράξεων, οι οποίες, ως προς το περιεχόμενό τους, είναι απολύτως ορθές και νόμιμες. Στην πραγματικότητα, το Πρωτοδικείο - παρατηρεί η Επιτροπή - δεν αφαιρεί το δικαίωμα άμυνας του κατηγορουμένου αλλά αρνείται να αντλήσει δυσανάλογης βαρύτητας συνέπειες από τις εικαζόμενες διαδικαστικές πλημμέλειες. Επικουρικώς, η αναιρεσείουσα σημειώνει ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν εθίγησαν τα δικαιώματα άμυνας της Hercules. Η τελευταία δεν μπορούσε να ζητήσει την πρόσβαση στις απαντήσεις που έδωσαν οι υπόλοιποι παραγωγοί πολυπροπυλενίου στις ανακοινώσεις αιτιάσεων που τους είχε απευθύνει η Επιτροπή.

13 Με το λόγο αυτόν, η αναιρεσείουσα θίγει, αφενός, το σοβαρό ζήτημα της προστασίας του δικαιώματος άμυνας που αναγνωρίζει το κοινοτικό δίκαιο στον ιδιώτη, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και αφετέρου, εκείνο των επιμέρους εννόμων συνεπειών που γεννώνται από ενδεχόμενη προσβολή του δικαιώματος αυτού. Στην παρούσα υπόθεση, το πρόβλημα δεν τίθεται ως προς το κατά πόσον το αίτημα της Hercules για πρόσβαση σε μια σειρά από αποδεικτικά στοιχεία ήταν ή όχι βάσιμο, δηλαδή αν θεμελιωνόταν ή όχι στο δικαίωμα άμυνας που αναγνωρίζει η κοινοτική έννομη τάξη στις επιχειρήσεις κατά των οποίων έχει κινηθεί η διαδικασία του κανονισμού 17 (8). Εκείνο που πρέπει να εξετασθεί αναιρετικώς είναι η ορθότητα του συλλογισμού του Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τον οποίο, δεν είναι απαραίτητο να εξετασθεί κατά πόσον η άρνηση προσβάσεως στις απαντήσεις που έδωσαν οι άλλοι παραγωγοί στις ανακοινώσεις των αιτιάσεων, συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων του αμυνομένου, διότι, και χωρίς την άρνηση αυτή, η διοικητική διαδικασία θα είχε καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα. Εκ πρώτης όψεως, η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση, η οποία συμπλέει με την υπάρχουσα νομολογία του Δικαστηρίου (9), φαίνεται να σχετικοποιεί τον απόλυτο χαρακτήρα του δικαιώματος άμυνας. Με άλλα λόγια, η διαπίστωση παραβάσεως του δικαιώματος αυτού δεν καθιστά δίχως άλλο ελαττωματική τη διοικητική διαδικασία, ούτε επιφέρει αναγκαστικώς την ακύρωση της πράξεως που εκδόθηκε στο τέρμα της διαδικασίας αυτής.

14 Παρόμοια λύση θα ήταν αδιανόητη στην ποινική δίκη. Είναι λογικό, στις περιπτώσεις όπου η διαδικασία για την επιβολή κυρώσεων μπορεί να καταλήξει σε στέρηση της προσωπικής ελευθερίας του φυσικού προσώπου, οι διαδικαστικοί κανόνες που έχουν τεθεί ως εγγυήσεις υπέρ του προσώπου αυτού να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται με τη μεγαλύτερη δυνατή αυστηρότητα. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι υφίσταται, στο ποινικό δίκαιο, ανάγκη προστασίας τόσο της ουσίας όσο και των τύπων του δικαιώματος άμυνας. Παρά τις σημαντικές ομοιότητες της ποινικής διαδικασίας με την αντίστοιχη διοικητική (για επιβολή κυρώσεων), στην οποία κατατάσσω και εκείνη του κανονισμού 17, η ανάγκη προστασίας του κατηγορουμένου δεν παρουσιάζεται και στις δύο περιπτώσεις εξίσου επιτακτική. ήΟταν λοιπόν μια διοικητική κύρωση επεβλήθη χωρίς να τηρηθούν επακριβώς οι τύποι που απαιτεί το δικαίωμα άμυνας του κατηγορουμένου αλλά και χωρίς να θιγεί το δικαίωμα αυτό ως προς την ουσία του, νομίζω ότι, σε αντίθεση με τα ισχύοντα στο ποινικό δίκαιο, η σχετική διοικητική διαδικασία δεν είναι εν τέλει ελαττωματική. Η κατ' αυτόν τον τρόπο εφαρμογή του δικαιώματος άμυνας, παρά τις όποιες επιφυλάξεις μου για τους κινδύνους που συνεπάγεται, φαίνεται να συμβιβάζει καλύτερα την ανάγκη της προστασίας του διοικουμένου με εκείνη της αποτελεσματικότητας της διοικητικής διαδικασίας.

15 Επομένως, κρίσιμο είναι να ερευνάται κάθε φορά κατά πόσον εθίγη ή όχι η ουσία του δικαιώματος άμυνας της επιχειρήσεως, σε βάρος της οποίας έχει κινηθεί η διαδικασία του κανονισμού 17. Αυτή είναι και η θέση του Πρωτοδικείου στην υπό κρίση υπόθεση, όπως συνάγεται από την κατά τη γνώμη μου ορθότερη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης. Για να έχει παραβιασθεί το δικαίωμα άμυνας της Hercules στην ουσία του, θα πρέπει η εταιρία αυτή να απώλεσε, λόγω της συμπεριφοράς της Επιτροπής, τη δυνατότητα να προβάλει ένα επιπλέον πραγματικό ισχυρισμό ή νομικό επιχείρημα, ήδη κατά το διοικητικό στάδιο της διαδικασίας για την επιβολή κυρώσεων του κανονισμού 17, το οποίο, ενδεχομένως, να οδηγούσε σε διαφορετική - και ευνοϋκότερη για την ενδιαφερομένη - κατάληξη της διαδικασίας αυτής. Δεν είναι, συνεπώς, δυνατόν να γίνει λόγος για παραβίαση του δικαιώματος άμυνας, εφόσον η Hercules, και όταν τελικώς πληροφορήθηκε το περιεχόμενο των στοιχείων των οποίων ζητούσε την κοινοποίηση, δεν μπόρεσε να αντλήσει από αυτά κανένα νέο ή συμπληρωματικό επιχείρημα για να κλονίσει τις κατηγορίες που της απηύθυνε η Επιτροπή και εμμέσως, τη νομιμότητα της επιβληθείσας κυρώσεως. Ορθώς, κατά τη γνώμη μου, το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε στη διαπίστωση αυτή και συνήγαγε το συμπέρασμα ότι η θέση της κατηγορουμένης εταιρίας δεν κατέστη δυσχερέστερη από τη μη κοινοποίηση, κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, ορισμένων εγγράφων που βρίσκονταν στην κατοχή της Επιτροπής. Ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, είναι, κατά συνέπεια, απορριπτέος ως αβάσιμος.

B - Ως προς την υποχρέωση ταυτόχρονης εκδόσεως των δικαστικών αποφάσεων που αφορούν μια «ενιαία παράβαση»

16 Η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε το δικαίωμα άμυνάς της διότι δεν εξέδωσε το σύνολο των αποφάσεών του επί των προσφυγών κατά της πράξεως «Πολυπροπυλένιο» της Επιτροπής την ίδια ημερομηνία. Ωστόσο, στο μέτρο που έγινε δεκτό ότι η Hercules συμμετείχε μαζί με τις υπόλοιπες εταιρίες παραγωγούς πολυπροπυλενίου σε μία «ενιαία» παράβαση, θα έπρεπε, κατά την αναιρεσείουσα, όλες οι δικαστικές αποφάσεις επί της παραβάσεως αυτής να εκδοθούν την ίδια ημέρα. αΑλλως, υπάρχει το ενδεχόμενο τα νομικά και πραγματικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση για την προσφυγή της Hercules, να ανατραπούν στο πλαίσιο της εκδικάσεως άλλων εκκρεμουσών προσφυγών κατά της ιδίας πράξεως. Στην περίπτωση αυτή, οι συμμετασχόντες στην ίδια «ενιαία» παράβαση θα τύχουν διαφορετικής νομικής αντιμετωπίσεως, αναλόγως της ημερομηνίας κατά την οποία θα εκδοθεί η δικαστική απόφαση που τους αφορά. Η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι η πιθανότητα διαφορετικής νομικής μεταχειρίσεως επιχειρήσεων που ακολούθησαν την ίδια συμπεριφορά, είναι ανεπίτρεπτος στην κοινοτική έννομη τάξη.

17 Ξωρίς να χρειάζεται να απαντήσω ειδικώς στα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας, αρκούμαι να παρατηρήσω ότι σύμφωνα με γενική αρχή του κοινοτικού δικονομικού δικαίου, ο δικαστής είναι κύριος της ενώπιόν του διαδικασίας και διαθέτει πλήρη ελευθερία στην επιλογή του χρόνου εκδόσεως των αποφάσεών του. Δεν θα μπορούσε εξάλλου να συναχθεί από άλλη δικονομική αρχή, επί παραδείγματι από εκείνη της καλής απονομής της δικαιοσύνης ή από το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των υποκειμένων του κοινοτικού δικαίου, υποχρέωση του Πρωτοδικείου όπως εκδίδει τις αποφάσεις του επί όλων των συναφών υποθέσεων, ακόμη και όταν αυτές εκδικάζονται, κατά την ίδια ημερομηνία. Η ταυτόχρονη έκδοση των ενλόγω αποφάσεων αποτελεί ευχέρεια και όχι υποχρέωση του κοινοτικού δικαστή. Κατά συνέπεια, η επιλογή του Πρωτοδικείου να μην εκδώσει όλες τις αποφάσεις του επί των προσφυγών κατά της πράξεως «Πολυπροπυλένιο» την ίδια ημέρα, δεν αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο και είναι νομικώς αδιάφορο. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως της Hercules είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Γ - Ως προς την αντίφαση ανάμεσα στο σκεπτικό και το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης

18 Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η Hercules προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο έσφαλε αποδίδοντάς της, για τα έτη 1981 και 1982, συμμετοχή σε εναρμονισμένες πρακτικές των παραγωγών πολυπροπυλενίου σχετικώς με τον καθορισμό επιδιωκόμενου όγκου πωλήσεων. Σημειώνει σχετικώς ότι το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου πως η Hercules συμμετείχε στην «(...) επιτήρηση (...) κατά τις περιοδικές συναντήσεις, επί της εφαρμογής ενός συστήματος περιορισμού των μηνιαίων πωλήσεων» (σκέψη 222 της αναιρεσειβαλλομένης αποφάσεως) αντιφάσκει με τη διαπίστωση ότι η Hercules «(...) δεν είχε δώσει τα στοιχεία τα σχετικά με τον όγκο των πωλήσεών της (...)» (σκέψη 207). Σύμφωνα με τη Hercules, το Πρωτοδικείο θεμελίωσε την κρίση του στη λανθασμένη διαπίστωση ότι «(...) καθορίστηκε (στη Hercules), χωρίς αυτή να εναντιωθεί σ' αυτό, μια ποσόστωση που υπολογίστηκε βάσει των στοιχείων που διετίθεντο μέσω του συστήματος Fides» (σκέψη 230), τη στιγμή που και η Επιτροπή ακόμη αναγνώρισε ότι ο υπολογισμός της παραγωγής ή του τζίρου της Hercules, με βάση τα δεδομένα Fides, ήταν αδύνατος.

19 Η Επιτροπή, στην απάντησή της, υποστηρίζει ότι με το λόγο αυτό αμφισβητείται απαραδέκτως η υπό του Πρωτοδικείου διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών. Υπογραμμίζει περαιτέρω ότι η αναφορά της πρωτοδίκου αποφάσεως στο σύστημα Fides δεν έρχεται σε αντίφαση με το γεγονός ότι οι υπόλοιποι παραγωγοί πολυπροπυλενίου δεν μπορούσαν να πληροφορηθούν τις ποσότητες παραγωγής της αναιρεσείουσας καταφεύγοντας απλώς στα δεδομένα του συστήματος αυτού.

20 Με τον υπό εξέταση λόγο, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι προβάλλει αντίφαση των πραγματικών περιστατικών που διαπιστώνει το Πρωτοδικείο με το νομικό συμπέρασμα το οποίο τελικά υιοθετεί. Στην πραγματικότητα όμως προσβάλλει ως ανακριβή τη διαπίστωση του Πρωτοδικείου, σύμφωνα με την οποία, η παραγωγή της Hercules υπόκειτο σε ποσοστώσεις, το ύψος των οποίων καθορίσθηκε με βάση τα στοιχεία που παρείχε το σύστημα Fides. Με άλλα λόγια, θέτει υπό αμφισβήτηση τα πραγματικά περιστατικά της εξεταζομένης υποθέσεως, έτσι όπως τα διαπίστωσε το δικαστήριο της ουσίας, και κατά τούτο ο σχετικός λόγος προβάλλεται απαραδέκτως στο στάδιο της αναιρέσεως.

Δ - Ως προς τη μη τήρηση από το Πρωτοδικείο της νομολογίας Orkem

21 Κατά την αναιρεσείουσα, η πράξη «Πολυπροπυλένιο» της Επιτροπής περιέχει διαπιστώσεις επί του πραγματικού, οι οποίες, με τη σειρά τους, ερείδονται επί πραγματικών στοιχείων που συνελέγησαν από την Επιτροπή κατά παράβαση του δικαιώματος άμυνας της Hercules. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα υπενθυμίζει ότι, η Επιτροπή της είχε ζητήσει, με την από 16 Νοεμβρίου 1983 επιστολή της, να απαντήσει σε μια σειρά από ερωτήσεις, οι οποίες ήταν διατυπωμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να επιβάλλουν στην Hercules να ομολογήσει εμμέσως την ενοχή της. Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία Orkem (10) - κατά τον τρόπο που την ερμηνεύει η αναιρεσείουσα - η Hercules δεν ήταν υποχρεωμένη να καταθέσει κατά του εαυτού της και επομένως δικαιούταν να μην απαντήσει στις ενλόγω ερωτήσεις της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, παρατηρεί η αναιρεσείουσα, τα αποδεικτικά στοιχεία που ήντλησε με τον τρόπο αυτό η Επιτροπή, είχαν συλλεγεί παρανόμως, κατά παράβαση των δικαιωμάτων άμυνας. Στο μέτρο συνεπώς που το Πρωτοδικείο δεν εντόπισε την παράβαση αυτή, υπέπεσε, σύμφωνα με τον τέταρτο λόγο της Hercules, σε νομικό σφάλμα, η δε απόφασή του είναι αναιρετέα.

22 Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό του σχετικού λόγου. Προς τούτο σημειώνει ότι το ζήτημα κατά πόσον η εταιρία Hercules μπορούσε ή όχι να μην απαντήσει στα ερωτήματα της Επιτροπής, δεν είχε τεθεί πρωτοδίκως από την εταιρία αυτή· προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον του αναιρετικού δικαστή, οπότε και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

23 Ο λόγος αυτός της αναιρεσείουσας αναφέρεται στον κανόνα του κοινοτικού δικαίου ο οποίος εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά στην απόφαση Orkem του Δικαστηρίου· σύμφωνα με τον κανόνα αυτό «(...) η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλλει στις επιχειρήσεις την υποχρέωση να δίδουν σε ερωτήσεις απαντήσεις από τις οποίες θα αποδεικνυόταν η ύπαρξη παραβάσεως, με την απόδειξη της οποίας βαρύνεται η Επιτροπή» (11).

24 Φρονώ, εντούτοις, ότι, στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει το νομικό αυτό ζήτημα στην ουσία του. Για να κρίνει ο αναιρετικός δικαστής λόγο αναιρέσεως που αναφέρεται σε παράβαση νόμου από το δικαστήριο της ουσίας και ειδικότερα σε παράλειψη του τελευταίου να εφαρμόσει κάποιον κανόνα δικαίου, θα πρέπει, καταρχάς, το πραγματικό στο οποίο ο διάδικος θεμελιώνει την παράβαση αυτή (12), να προκύπτει πλήρως από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Αν τα κρίσιμα πραγματικά στοιχεία δεν υπάρχουν στην αναιρεσιβαλλόμενη, η τελευταία είναι αναιρετέα μόνο στην περίπτωση που ο αναιρεσείων είχε προβάλει ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας σχετικό πραγματικό ισχυρισμό και το Πρωτοδικείο είχε παραλείψει να την εξετάσει.

25 Σε ό,τι αφορά στην υπό κρίση υπόθεση, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι, από τις σκέψεις 5 και 6 της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτουν απλώς τα εξής: μετά τη διενέργεια συντονισμένων ελέγχων σε επιχειρήσεις παραγωγής πολυπροπυλενίου, η Επιτροπή απηύθυνε αιτήσεις παροχής πληροφοριών, δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17, σε επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων ήταν και η Hercules· από τα στοιχεία που συνέλεξε στο πλαίσιο των ελέγχων και των αιτήσεων παροχής πληροφοριών, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εμπλεκόμενοι παραγωγοί είχαν υποπέσει σε μια σειρά από παραβάσεις του άρθρου 85 της Συνθήκης. Σε κανένα σημείο της αναιρεσιβαλλομένης δεν γίνεται αναφορά στο περιεχόμενο και τη διατύπωση των ερωτήσεων που περιελάμβανε η αίτηση παροχής πληροφοριών την οποία απηύθυνε η Επιτροπή στην Hercules· η τελευταία, απαραδέκτως παραθέτει με την αίτηση αναιρέσεώς της το ακριβές περιεχόμενο τόσο των ερωτήσεων αυτών όσο και των απαντήσεων που έδωσε. εΕτσι, εφόσον δεν μπορεί να εκτιμηθεί αναιρετικώς σε τί συνίστατο επακριβώς η αίτηση παροχής πληροφοριών, δεν μπορεί να αντληθεί κάποιο συμπέρασμα σχετικώς με το κατά πόσον η αίτηση αυτή υποχρέωνε παρανόμως την Hercules να παραδεχθεί την ενοχή της. Κατά συνέπεια, δεν συνάγεται από το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να εφαρμόσει ή εφήρμοσε εσφαλμένως τον κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο μια επιχείρηση, κατηγορούμενη για παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού, δεν μπορεί να κληθεί να καταθέσει σε βάρος του εαυτού της, ούτε, πάντως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι είχε προβάλλει το λόγο αυτόν πρωτοδίκως και δεν έτυχε απαντήσεως (13).

Ε - Ως προς το πρόστιμο

26 Κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο έσφαλε διότι, αν και του είχε ζητηθεί νομίμως, παρέλειψε να εξαφανίσει ή, τουλάχιστον, να μειώσει το επιβληθέν σε αυτή πρόστιμο. Ειδικότερα, η Hercules θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη το δευτερεύοντα, συγκριτικώς με τους υπολοίπους παραγωγούς πολυπροπυλενίου, ρόλο της στη διάπραξη της υπό κρίση παραβάσεως του άρθρου 85 της Συνθήκης. Επιπλέον, κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο, αν και διαπίστωσε ότι η Hercules δε συνέπραξε στις προσπάθειες υλοποιήσεως των πρωτοβουλιών τιμών και του επιδιωκομένου όγκου πωλήσεων για το έτος 1983, παρέλειψε να μειώσει για το λόγο αυτόν, το επιβληθέν πρόστιμο. Εξάλλου, η μείωση του προστίμου επιβαλλόταν - ισχυρίζεται η Hercules - από τα εξής επιπλέον στοιχεία: αφενός, την παραβίαση, από την Επιτροπή, των δικαιωμάτων άμυνας της Hercules και, αφετέρου, από τη μη συμμετοχή της εταιρίας στο σύστημα ποσοστώσεων για το έτος 1981.

27 Σύμφωνα με την Επιτροπή, το Πρωτοδικείο εξέτασε, στη σκέψη 323 της αναιρεσιβαλλομένης, το ρόλο της Hercules στη διάπραξη της παραβάσεως και έκρινε ότι το επιβληθέν πρόστιμο ήταν, ενόψει του ρόλου αυτού, δικαιολογημένο. Περαιτέρω, και σε σχέση με το αν η συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην παράβαση καλύπτει και το έτος 1983, η Επιτροπή παραπέμπει στη σκέψη 256 της αναιρεσιβαλλομένης, έτσι όπως αυτή διορθώθηκε με την από 9 Μαρτίου διάταξη του Δικαστηρίου. Μετά τη διόρθωση αυτή είναι φανερό - αναφέρει η Επιτροπή - ότι το Πρωτοδικείο δέχθηκε τη συμμετοχή της Hercules στην παράβαση και κατά το 1983· επομένως, δεν συντρέχει, κατά την Επιτροπή, λόγος μειώσεως του προστίμου. Τέλος, η Επιτροπή απορρίπτει τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνάς της και μη συμμετοχής της στο σύστημα ποσοστώσεων κατά το έτος 1981: υποστηρίζει λοιπόν ότι δεν τίθεται, κατά λογική συνέπεια, θέμα μειώσεως του προστίμου.

28 Σε σχέση με τους ανωτέρω ισχυρισμούς, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι η δυνατότητα επιβολής προστίμων σε περίπτωση παραβάσεων του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης προβλέπεται ρητώς από το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Σύμφωνα με την ίδια διάταξη λαμβάνονται υπόψη ως κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, η σοβαρότητα της παραβάσεως και η διάρκειά της.

29 Σε τι συνίσταται όμως η σοβαρότητα της παράνομης συμπεριφοράς; Το Δικαστήριο έχει κρίνει σχετικώς ότι «(...) η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της και ο απoτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη» (14). Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο για να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή αξιολογεί ειδικώς για κάθε περίπτωση τη σοβαρότητα της παράνομης συμπεριφοράς. Αντικείμενο του αναιρετικού ελέγχου αποτελεί μόνον η διαπίστωση κατά πόσον το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του, κατά τρόπο νομικώς ορθό, όλους εκείνους τους ουσιώδεις, στο πλαίσιο κάθε υποθέσεως - παράγοντες, προκειμένου να εκτιμήσει τη σοβαρότητα ορισμένης συμπεριφοράς υπό το πρίσμα του άρθρου 85· ο αναιρετικός έλεγχος δεν εκτείνεται, όμως, στον τρόπο με τον οποίο το Πρωτοδικείο εκτίμησε κάθε φορά τους παράγοντες αυτούς.

30 Υπό τo φως των ανωτέρω παρατηρήσεων, ας σημειωθεί καταρχάς ότι το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη του, προκειμένου να ελέγξει τον καθορισμό του ύψους του επιβληθέντος στην Hercules προστίμου, το ρόλο που διαδραμάτισε η τελευταία στη διάπραξη της παραβάσεως. Με τη σκέψη 323 της αναιρεσιβαλλομένης, «το Πρωτοδικείο διαπιστώνει αφενός μεν ότι, όπως προκύπτει από την κρίση που σχημάτισε σχετικά με την απόδειξη της παραβάσεως, η Επιτροπή ορθώς εξετίμησε το ρόλο που είχε διαδραματίσει στην παράβαση η προσφεύγουσα, αφετέρου δε ότι η Επιτροπή δήλωσε, στην αιτιολογική σκέψη 109 της Αποφάσεως, ότι έλαβε υπόψη αυτόν το ρόλο ενόψει του καθορισμού του ύψους του προστίμου». Συνάγεται, επομένως, από τη σκέψη αυτή, ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε τον ατομικό ρόλο της αναιρεσείουσας στη διάπραξη της παραβάσεως, ως κριτήριο για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου· επομένως, ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και ως εκ τούτου είναι απορριπτέος.

31 Σε ό,τι αφορά το κατά πόσον η παράβαση της Hercules έλαβε τέλος το 1982 ή το 1983, αξίζει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: Αν με την αναιρεσιβαλλόμενη είχε όντως γίνει δεκτό, σε αντίθεση με την πράξη «Πολυπροπυλένιο» της Επιτροπής, ότι η Hercules έπαψε να συμμετέχει στις κρίσιμες παραβάσεις το έτος 1982 και όχι το 1983, τότε θα έπρεπε να είχε μειωθεί αναλόγως και το επιβληθέν πρόστιμο. Ωστόσο, αντίθετα στα όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο έκρινε ως καταληκτικό χρονικό σημείο της παραβάσεως της Hercules το έτος 1983. Η αρχική βέβαια διατύπωση της αναιρεσιβαλλομένης, όπως δημοσιεύθηκε την 17η Δεκεμβρίου 1991 και κοινοποιήθηκε στη Hercules, αναφερόταν, εκ παραδρομής, στο έτος 1982. Περαιτέρω, όμως, το Πρωτοδικείο, δυνάμει του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, προχώρησε σε διόρθωση του αρχικού κειμένου της αποφάσεώς του με την από 9 Μαρτίου 1992 διάταξή του, η οποία ορίζει ότι η συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην παράβαση συνεχίστηκε και κατά το 1983. Επομένως, ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, σύμφωνα με τον οποίο έπρεπε να μειωθεί το επιβληθέν σε αυτή πρόστιμο, ως συνέπεια του γεγονότος ότι η συμμετοχή της στην παράβαση τερματίστηκε το 1982, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως (15). Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος (16).

32 Σε σχέση με τους εναπομείναντες δύο ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, περιορίζομαι να επισημάνω ότι παρέλκει η εξέταση τους στο πλαίσιο του παρόντος λόγου αναιρέσεως, διότι προϋποθέτουν την ευδοκίμηση δύο άλλων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι, όμως, σύμφωνα με όσα εισηγούμαι ανωτέρω (17), είναι απορριπτέοι.

IV - Πρόταση

33 Ενόψει όλων των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο τα ακόλουθα:

«1) Να απορριφθεί, στο σύνολό της, η αίτηση αναιρέσεως της εταιρίας SA Hercules NV.

2) Να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.»

(1) - Υπόθεση T-7/89, Hercules κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1711).

(2) - IV/31.149 - Polypropylθne, ΕΕ 1986, L 230, σ. 1.

(3) - ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25.

(4) - Εκτενέστερη αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού γίνεται στα σημεία 26 και 27 των προτάσεών μου, που παρουσιάζονται την ίδια ημέρα, επί της συναφούς αντικειμένου υποθέσεως C-199/92 P, Hόls κατά Επιτροπής.

(5) - Βλ. άρθρα 49 και 51 του Οργανισμού ΕΟΚ του Δικαστηρίου.

(6) - Σύμφωνα με την ορθότερη, κατά τη γνώμη μου, ερμηνεία, η οποία συνάδει με τα γενικώς παραδεδεγμένα στα εθνικά δίκαια, η παράγραφος 1 του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία «Τα αιτήματα της αναιρέσεως έχουν ως αντικείμενο: την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, την ολική ή μερική αποδοχή των αιτημάτων που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, αποκλειομένης της υποβολής κάθε νέου αιτήματος», δεν έχει την έννοια ότι ο αναιρεσείων μπορεί, διαζευκτικώς, είτε να ζητήσει την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης είτε να επαναλάβει τα αιτήματα που είχε υποβάλει πρωτοδίκως. Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής με εκείνες των άρθρων 49 έως 54 του Οργανισμού ΕΟΚ του Δικαστηρίου, συνάγεται ότι ο αναιρεσείων οφείλει αναγκαστικώς να στραφεί κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, τα δε αιτήματά του που άπτονται της ουσίας της υποθέσεως, τελούν υπό την αίρεση της αναιρέσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως.

(7) - Η αναιρεσείουσα παραπέμπει στις αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Michelin κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 3461), και της 12ης Φεβρουαρίου 1992, C-48/90 και C-66/90, Ολλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. I-565).

(8) - Ετσι, δεν θα προχωρήσω στην εξέταση των επιχειρημάτων της Επιτροπής, σύμφωνα με τα οποία η Hercules δεν μπορούσε, ούτως ή άλλως, να θεμελιώσει δικαίωμα προσβάσεως στα στοιχεία που επικαλείται· το ζήτημα αυτό θα τύχει επεξεργασίας μόνον αν κριθεί ότι η συλλογιστική που, εν τέλει, ακολούθησε το Πρωτοδικείο ήταν εσφαλμένη.

(9) - Βλ. τις προμνησθείσες στο σημείο 10 αποφάσεις Distillers Company κατά Επιτροπής και Kobor κατά Επιτροπής.

(10) - Απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 1989, Orkem κατά Επιτροπής, 374/87 (Συλλογή 1989, σ. 3283).

(11) - Σκέψη 35, της προμνησθείσης, όπ.π. υποσημείωση 10, αποφάσεως Orkem.

(12) - Πρόκειται για το πραγματικό που απαιτείται ώστε να διατυπωθεί επακριβώς η ελάσσων πρόταση του δικανικού συλλογισμού.

(13) - Εν πάση περιπτώσει, εφόσον η Hercules δέχθηκε να απαντήσει στην αίτηση παροχής υπηρεσιών, δεν δικαιούτο πλέον να ζητήσει από την Επιτροπή να μην λάβει υπόψη της το περιεχόμενο των απαντήσεων αυτών.

(14) - Διάταξη της 25ης Μαρτίου 1996, C-137/95, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. Ι-1611, σκέψη 54). Πρβλ. τις αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1970, 45/69, Boehringer Mannheim κατά Επιτροπής (Συλλογή, τόμος 1967-1971, σ. 461), της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion franηaise κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 120), και της 8ης Νοεμβρίου 1983, 96/82 έως 102/82, 104/82, 105/82, 108/82 και 110/82, ΙΑΖ κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 3369, σκέψη 52).

(15) - Για την ακρίβεια, δεν πρόκειται για εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου της πρωτοδίκου αποφάσεως, αλλά για ορθή ανάγνωση (...) εσφαλμένου κειμένου της αποφάσεως αυτής, ελάττωμα που επιφέρει, εντούτοις, τις ίδιες έννομες συνέπειες.

(16) - Ας σημειωθεί ότι δεν είναι, ούτως ή άλλως, δυνατή η σύνδεση της επιμερήσεως του ζητήματος του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας με εκείνο προστίμου. Συνέπεια της παραβάσεως των δικαιωμάτων άμυνας είναι η αδυναμία επίκλησης των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν παρανόμως από την Επιτροπή, και η συνακόλουθη ακύρωση της πράξεως που ερείδεται επί των στοιχείων αυτών, ώστε να μην τίθεται πλέον ζήτημα επιβολής προστίμου.

(17) - Βλ. σημεία 9 έως 15 και 18 έως 20.

Top