EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61991CJ0306

Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Απριλίου 1993.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
Οδηγία 72/464/ΕΟΚ, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 - Καθορισμός της τιμής των επεξεργασμένων καπνών.
Υπόθεση C-306/91.

Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-02133

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:161

61991J0306

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 28ΗΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1993. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. - ΟΔΗΓΙΑ 72/464/ΕΟΚ ΤΗΣ 19ΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1972 - ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΤΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΚΑΠΝΩΝ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-306/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-02133


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Φορολογικές διατάξεις * Εναρμόνιση των νομοθεσιών * Φόροι πλην των φόρων κύκλου εργασιών που επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών * 'Αρθρο 5 της οδηγίας 72/464 * Πεδίο εφαρμογής * Καθορισμός από τη δημοσία αρχή της τιμής πωλήσεως κατά παράβαση της αρχής του ελευθέρου καθορισμού από τους καπνοβιομηχάνους και τους εισαγωγείς * Δεν επιτρέπεται * Ασαφής εθνική νομοθεσία σε σχέση με την εν λόγω αρχή * Δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 5 της οδηγίας

(Οδηγία 72/464 του Συμβουλίου, άρθρο 5)

2. Προσφυγή λόγω παραβάσεως * Αντικείμενο της διαφοράς * Οριοθέτηση κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία * Μεταγενέστερη διεύρυνση * Δεν επιτρέπεται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 169)

Περίληψη


1. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 72/464 καθιερώνει την αρχή του ελευθέρου καθορισμού των ανωτάτων τιμών λιανικής πωλήσεως των επεξεργασμένων καπνών από τους καπνοβιομηχάνους και τους εισαγωγείς. Υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής των εθνικών νομοθεσιών ως προς τον έλεγχο του επιπέδου των τιμών ή την τήρηση των επιβαλλομένων τιμών, το εν λόγω άρθρο δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να καθορίζουν τις εν λόγω τιμές κατά παράβαση της γενικής αυτής αρχής.

Κατά συνέπεια, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της προαναφερθείσας διατάξεως κράτος μέλος το οποίο διατηρεί σε ισχύ νομοθετική ρύθμιση που δεν αναφέρει ρητώς ούτε επιβάλλει εμμέσως πλην σαφώς στην αρμόδια διοικητική αρχή την τήρηση, υπό τους όρους και εντός των ορίων που προβλέπονται από την οδηγία, της αρχής του ελευθέρου καθορισμού από τους καπνοβιομηχάνους και τους εισαγωγείς των ανωτάτων τιμών των εισαγομένων στο εν λόγω κράτος καπνών.

2. Στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, η προ της ασκήσεως της προσφυγής φάση οριοθετεί το αντικείμενο της διαφοράς το οποίο δεν μπορεί πλέον στη συνέχεια να διευρυνθεί. Πράγματι, η δυνατότητα για το εμπλεκόμενο κράτος να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του συνιστά ουσιαστική εγγύηση που εξασφαλίζεται από τη Συνθήκη και όρο της νομότυπης εξελίξεως της διαδικασίας περί αναγνωρίσεως παραβάσεως κράτους μέλους.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-306/91,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Enrico Traversa, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον Alberto Dal Ferro, δικηγόρο Vicenza, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Νicola Annecchino, εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπουμένης από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Oscar Fiumara, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Ιταλική Πρεσβεία, 5, rue Marie-Adelaide,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωρισθεί από το Δικαστήριο ότι η Ιταλική Δημοκρατία, καθορίζοντας, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, τις τιμές λιανικής πωλήσεως των επεξεργασμένων καπνών σε επίπεδο το οποίο, λόγω και των σημαντικών καθυστερήσεων κατά την έκδοση των εν λόγω αποφάσεων, δεν ανταποκρίνεται σ' αυτό που ζητήθηκε από τους εισαγωγείς ή τους καπνοβιομηχάνους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και το άρθρο 5 της οδηγίας 72/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 35),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα, M. Zuleeg και J. L. Murray, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, R. Joliet, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse και D. A. O. Edward, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. Gulmann

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 20ής Ιανουαρίου 1993,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου 1993,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 27 Νοεμβρίου 1991, η Επιτροπή άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωρισθεί από το Δικαστήριο ότι η Ιταλική Δημοκρατία, καθορίζοντας, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, τις τιμές λιανικής πωλήσεως των επεξεργασμένων καπνών σε επίπεδο το οποίο, λόγω και των σημαντικών καθυστερήσεων κατά την έκδοση των εν λόγω αποφάσεων, δεν ανταποκρίνεται σ' αυτό που ζητήθηκε από τους εισαγωγείς ή τους καπνοβιομηχάνους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και το άρθρο 5 της οδηγίας 72/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 35, στο εξής: οδηγία).

2 Η πώληση επεξεργασμένων καπνών στο ιταλικό έδαφος υπόκειται σε δημοσιονομικό μονοπώλιο. Οι τιμές λιανικής πωλήσεως των επεξεργασμένων καπνών εγγράφονται σε σχετική κλίμακα τιμών. 'Οπως προβλέπει το άρθρο 2 του νόμου 825, της 13ης Ιουλίου 1965 (GURI 182, της 22.7.1965), που τροποποιήθηκε με τον νόμο 76, της 7ης Μαρτίου 1985 (GURI 65, της 16.3.1985):

"Η αναγραφή στην κλίμακα τιμών κάθε προϊόντος υποκειμένου στο δημοσιονομικό μονοπώλιο (...) και οι τροποποιήσεις της πραγματοποιούνται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, σε συσχετισμό με τις τιμές που ζητούνται από τους προμηθευτές για τα εισαγόμενα εμπορεύματα, μετά από σχετική γνωμοδότηση του συμβουλίου των κρατικών μονοπωλίων, και σε συσχετισμό με τις τιμές που προτείνονται από το εν λόγω συμβούλιο για τα άλλα εμπορεύματα."

3 Εκτιμώντας ότι τόσο το γράμμα των προαναφερθεισών εθνικών διατάξεων όσο και οι συνθήκες υπό τις οποίες οι ιταλικές αρχές εφήρμοζαν τις διατάξεις αυτές αντέκειντο προς τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου που απορρέουν από το άρθρο 30 της Συνθήκης και από τις διατάξεις της οδηγίας, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης.

4 Από τα υπομνήματα της Επιτροπής προκύπτει ότι η εν λόγω προσφυγή αφορά μόνο τη μέθοδο καθορισμού των τιμών των επεξεργασμένων καπνών που εισάγονται στην Ιταλία και δεν αφορά το σύστημα καθορισμού των τιμών των εγχωρίων επεξεργασμένων καπνών.

5 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικά οι υπό κρίση εθνικές διατάξεις, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Ως προς την παράβαση της οδηγίας

6 Οι αιτιάσεις της Επιτροπής αφορούν, αφενός, το ασυμβίβαστο του περιεχομένου αυτού καθαυτού των διατάξεων του άρθρου 2 του νόμου 825, της 13ης Ιουλίου 1965 προς το άρθρο 5 της οδηγίας, σχετικά με τον καθορισμό των τιμών λιανικής πωλήσεως των επεξεργασμένων καπνών, και, αφετέρου, την παράβαση των διατάξεων του ιδίου άρθρου 5 που προκύπτει από την πρακτική των ιταλικών αρχών κατά την εφαρμογή των προαναφερθεισών εθνικών διατάξεων και, τέλος, την παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας που απορρέει από το γεγονός ότι οι ιταλικές αρχές δεν γνωστοποίησαν στην Επιτροπή τις ουσιώδεις εθνικές διατάξεις που εξασφαλίζουν τη θέση σε εφαρμογή της οδηγίας.

7 Οι τρεις αυτές αιτιάσεις θα εξεταστούν διαδοχικώς. Πρέπει ωστόσο, εκ προοιμίου, να υπομνησθεί ο σκοπός της οδηγίας και να προσδιοριστούν οι υποχρεώσεις που βαρύνουν τα κράτη μέλη όσον αφορά τις τιμές λιανικής πωλήσεως των επεξεργασμένων καπνών.

8 Η οδηγία, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 99 της Συνθήκης, σκοπό έχει να καθορίσει τις γενικές αρχές εναρμονίσεως του συστήματος φορολογήσεως των καπνών το οποίο, λόγω των χαρακτηριστικών του, έχει ως αποτέλεσμα την παρακώλυση της ελεύθερης κυκλοφορίας των καπνών και της εγκαθιδρύσεως ομαλών συνθηκών ανταγωνισμού στην ιδιάζουσα αυτή αγορά.

9 Στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 της εν λόγω οδηγίας ορίζεται ότι: "Οι καπνοβιομήχανοι και οι εισαγωγείς καθορίζουν ελεύθερα τις ανώτατες τιμές λιανικής πωλήσεως κάθε προϊόντος τους. Η διάταξη αυτή δεν δύναται, πάντως, να παρεμποδίσει την εφαρμογή των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά τον έλεγχο του επιπέδου των τιμών ή την τήρηση των επιβαλλομένων τιμών [της διατιμήσεως]."

10 'Οπως προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 1983, 90/82, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1983, σ. 2011, σκέψεις 22 και 23), η φράση "έλεγχος του επιπέδου των τιμών" δεν μπορεί να αφορά τίποτε άλλο από τις γενικού χαρακτήρα εθνικές νομοθεσίες, οι οποίες αποβλέπουν στη συγκράτηση της ανόδου των τιμών. 'Οσον αφορά τη φράση "τήρηση της διατιμήσεως", αυτή πρέπει να νοηθεί ότι αναφέρεται σε τιμή η οποία, αφού προσδιοριστεί από τον καπνοβιομήχανο ή τον εισαγωγέα και εγκριθεί από τη δημόσια αρχή, επιβάλλεται ως ανώτατη τιμή που πρέπει να τηρείται σε όλα τα στάδια του κυκλώματος διανομής, μέχρι την πώληση στον καταναλωτή (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 1977, G. B.-Inno-BM κατά ΑΤΑΒ, Συλλογή τόμος 1977, σ. 653, σκέψη 64). Υπό τη διττή αυτή επιφύλαξη, οι προαναφερθείσες διατάξεις της οδηγίας δεν επιτρέπουν στα κράτη μέλη να καθορίζουν τις τιμές των επεξεργασμένων καπνών κατά παράβαση του κανόνα του ελευθέρου καθορισμού των τιμών από τον παραγωγό ή τον εισαγωγέα (απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, C-287/89, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1991, σ. Ι-2233, σκέψη 13).

11 Μολονότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας επιτρέπει στα κράτη μέλη να καθορίζουν μια κλίμακα τιμών λιανικής πωλήσεως ανά κατηγορία επεξεργασμένων καπνών, το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων είναι περιορισμένο. Αποσκοπούν αποκλειστικά στη διευκόλυνση της εισπράξεως του ειδικού φόρου καταναλώσεως και επιβάλλουν κάθε κλίμακα τιμών να είναι αρκετά εκτεταμένη και διαφοροποιημένη ώστε να ανταποκρίνεται πράγματι στην ποικιλία των κοινοτικών προϊόντων. Με εξαίρεση ελάσσονες προσαρμογές που καθίστανται αναγκαίες από την κλίμακα τιμών, οι διατάξεις αυτές δεν παρεκκλίνουν από την προαναφερθείσα γενική αρχή σύμφωνα με την οποία το επίπεδο των τιμών των προϊόντων καθορίζεται από τους καπνοβιομηχάνους ή τους εισαγωγείς.

Ως προς το ασυμβίβαστο των διατάξεων του άρθρου 2 του νόμου 825, της 13ης Ιουλίου 1965, προς το άρθρο 5 της οδηγίας

12 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 2 του νόμου 825, της 13ης Ιουλίου 1965, και, ειδικότερα, οι λέξεις "σε συσχετισμό με" (in relazione ai) είναι ασαφείς και επιτρέπουν την υπόθεση ότι ο Υπουργός Οικονομικών έχει διακριτική εξουσία εκτιμήσεως όταν αποφασίζει επί των αιτήσεων αναγραφής ή τροποποιήσεως τιμών στη σχετική κλίμακα που υποβάλλονται από τους καπνοβιομηχάνους ή τους εισαγωγείς. Η ύπαρξη της εξουσίας αυτής αντίκειται προς την αρχή που θέτει το άρθρο 5 της οδηγίας σύμφωνα με την οποία οι τιμές καθορίζονται ελεύθερα από τους καπνοβιομηχάνους και τους εισαγωγείς. Το ασυμβίβαστο των προαναφερθεισών εθνικών διατάξεων προς το κοινοτικό δίκαιο προκύπτει επίσης από την παρέμβαση, στο πλαίσιο μιας συμβουλευτικής διαδικασίας που προηγείται της αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, του συμβουλίου των κρατικών μονοπωλίων. Η παρέμβαση αυτή δεν δικαιολογείται ούτε από τις ανάγκες του γενικού ελέγχου των τιμών, καθότι το εν λόγω συμβούλιο στερείται εν προκειμένω κάθε σχετικής αρμοδιότητας, ούτε από την ανάγκη παροχής τεχνικής βοηθείας στον υπουργό κατά την κατάταξη ενός προϊόντος στην κλίμακα τιμών, καθότι η γνώμη του εν λόγω συμβουλίου απαιτείται και προκειμένου για απλές αιτήσεις αυξήσεως τιμών.

13 Η Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η διατύπωση του άρθρου 2 του νόμου 825, της 13ης Ιουλίου 1965, δεν είναι επαμφοτερίζουσα και απλώς εκφράζει, χρησιμοποιώντας το ποικίλο και πλούσιο λεξιλόγιο της ιταλικής γλώσσας, την αναγκαία σχέση που υφίσταται μεταξύ της αιτουμένης από τον καπνοπαραγωγό ή τον εισαγωγέα τιμής και της αναγραφής της στην οικεία κλίμακα. Το σύμφωνο της ιταλικής νομοθεσίας ως προς το σημείο αυτό με το κοινοτικό δίκαιο έχει, άλλωστε, ήδη αναγνωρισθεί από το Δικαστήριο με την απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983, 78/82, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1983, σ. 1955). Ως προς δε την παρέμβαση του συμβουλίου των κρατικών μονοπωλίων, αυτή αφορά όχι τις τιμές αλλά τα χρήζοντα κατατάξεως προϊόντα, με βάση τα χαρακτηριστικά τους, στην κλίμακα. Κατά συνέπεια, ο ρόλος του εν λόγω συμβουλίου είναι καθαρά τεχνικός.

14 Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι αρχές της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας των ιδιωτών επιβάλλουν, στους τομείς που καλύπτονται από το κοινοτικό δίκαιο, σαφή διατύπωση των κανόνων δικαίου των κρατών μελών που να καθιστά δυνατό στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους κατά τρόπο σαφή και ακριβή και στα δικαιοδοτικά όργανα να διασφαλίζουν την τήρησή τους (βλ., σχετικώς, απόφαση της 21ης Ιουνίου 1988, 257/86, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1988, σ. 3249, σκέψη 12).

15 Οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 2 του νόμου 825, της 13ης Ιουλίου 1965, όπως έχει τροποποιηθεί, δεν πληρούν την προϋπόθεση αυτή. Ορίζοντας απλώς ότι ο Υπουργός Οικονομικών οφείλει να περιλάβει τα εισαγόμενα προϊόντα στην κλίμακα "σε συσχετισμό" με τις τιμές που ζητούν οι προμηθευτές, ο ιταλικός νόμος δεν ορίζει σαφώς τη φύση των εξουσιών του υπουργού ως προς τον καθορισμό των τιμών των εισαγομένων επεξεργασμένων καπνών. Δεν προσδιορίζει τα όρια της διακριτικής ευχερείας ή την έλλειψη διακριτικής ευχερείας του υπουργού, ούτε την έκταση των υποχρεώσεών του. Ειδικότερα δεν προβλέπει ρητώς την υποχρέωση του υπουργού να αφήνει στον καπνοβιομήχανο ή τον εισαγωγέα τη φροντίδα να καθορίζει, υπό τις προϋποθέσεις και εντός των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 5 της οδηγίας, τις τιμές των εισαγομένων προϊόντων των οποίων ζητεί την αναγραφή στην κλίμακα τιμών.

16 Προκειμένου να τονιστεί ο επαμφοτερίζων χαρακτήρας της χρησιμοποιήσεως των λέξεων "σε συσχετισμό με", επισημαίνεται ότι οι λέξεις αυτές χρησιμοποιούνται διαδοχικά στο άρθρο 2 του προαναφερθέντος νόμου της 13ης Ιουλίου 1965 σε δύο ξεχωριστές περιπτώσεις. Η πρώτη είναι η περίπτωση κατά την οποία ο υπουργός αποφαίνεται επί της αιτήσεως που αφορά εισαγόμενα προϊόντα οι τιμές των οποίων έχουν καθοριστεί προηγουμένως από τον καπνοβιομήχανο ή τον εισαγωγέα. Η δεύτερη είναι εκείνη κατά την οποία, αντίθετα, ο υπουργός καθορίζει τις τιμές των εγχωρίων προϊόντων που απλώς του προτείνονται από το συμβούλιο των κρατικών μονοπωλίων. Στις δύο αυτές περιπτώσεις, οι εξουσίες του υπουργού είναι διαφορετικές και η ακριβής έννοια της φράσεως "σε συσχετισμό με" είναι ακόμη δυσκολότερο να προσδιοριστεί ενόψει του ότι, αν γινόταν δεκτή η ερμηνεία που δίδει η Ιταλική Κυβέρνηση ως προς τις εξουσίες του υπουργού σχετικά με τις τιμές των εισαγομένων εμπορευμάτων, οι ίδιες λέξεις θα είχαν δύο διαφορετικές έννοιες εντός της ιδίας φράσεως.

17 Η έλλειψη ακριβείας της ιταλικής νομοθεσίας επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι καμία διάταξη του εθνικού νόμου δεν επιτρέπει τον καθορισμό του αντικειμένου και των σκοπών της γνωμοδοτήσεως, που προηγείται της αποφάσεως του υπουργού επί αιτήσεων αφορωσών εισαγόμενα προϊόντα, του συμβουλίου των κρατικών μονοπωλίων που είναι επίσης αρμόδιο για την υποβολή προτάσεων ως προς τις τιμές των εγχωρίων προϊόντων. Η ερμηνεία της Ιταλικής Κυβερνήσεως σύμφωνα με την οποία οι παρεχόμενες από το εν λόγω συμβούλιο γνώμες δεν αφορούν τις τιμές και έχουν απλώς τεχνικό χαρακτήρα, καθότι αφορούν μόνον την κατάταξη των προϊόντων με βάση τα χαρακτηριστικά τους, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στις εφαρμοστέες διατάξεις.

18 Τέλος, σε αντίθεση προς τα υποστηριζόμενα από την Ιταλική Κυβέρνηση, το Δικαστήριο δεν αναγνώρισε, με την προαναφερθείσα απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983, Επιτροπή κατά Ιταλίας, το σύμφωνο προς το κοινοτικό δίκαιο του συνόλου των διατάξεων της ιταλικής νομοθεσίας σχετικά με τον τρόπο καθορισμού των τιμών των επεξεργασμένων καπνών. Με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο αναγνώρισε απλώς ότι ο καθορισμός στο πλαίσιο της ιταλικής ρυθμίσεως ενιαίων περιθωρίων κέρδους κατά τη διανομή σε επίπεδο λιανικής πωλήσεως των επεξεργασμένων καπνών ήταν σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο. Το ζήτημα του συμφώνου των διατάξεων του άρθρου 2 του νόμου 825, της 13ης Ιουλίου 1965, όπως τροποποιήθηκε, προς το άρθρο 5 της οδηγίας δεν εξετάστηκε στην εν λόγω απόφαση. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί βασίμως να γίνει επίκληση της αποφάσεως αυτής από την καθής προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της που αποσκοπεί στην απόρριψη της αιτιάσεως.

19 Κατά συνέπεια, η Ιταλική Δημοκρατία, διατηρώντας σε ισχύ νομοθετική ρύθμιση η οποία δεν καθορίζει ρητώς ούτε συνεπάγεται σαφώς την υποχρέωση της αρμοδίας διοικητικής αρχής να τηρεί, υπό τις προϋποθέσεις και εντός των προβλεπομένων από την οδηγία ορίων, την αρχή του ελευθέρου καθορισμού από τους καπνοβιομηχάνους και τους εισαγωγείς των ανωτάτων τιμών των επεξεργασμένων καπνών που εισάγονται στην Ιταλία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της οδηγίας.

Ως προς τους όρους εφαρμογής, εκ μέρους των ιταλικών αρχών, των διατάξεων του άρθρου 2 του νόμου 825, της 13ης Ιουλίου 1965, και το σύμφωνο ή μη των όρων αυτών προς το άρθρο 5 της οδηγίας

20 Στηριζόμενη σε καταγγελίες διατυπωθείσες από ενώσεις παραγωγών επεξεργασμένων καπνών άλλων κρατών μελών, η Επιτροπή προσάπτει στις ιταλικές αρχές ότι αρνήθηκαν ή επέτρεψαν καθυστερημένα αυξήσεις τιμών που ζητήθηκαν από καπνοβιομηχάνους ή εισαγωγείς και ότι αντιμετώπισαν με καθυστερήσεις αιτήσεις για την αναγραφή τιμών στην οικεία κλίμακα σχετικά με νέα προϊόντα.

21 Η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της αιτιάσεως αυτής λόγω του ότι δεν προβλήθηκε στο πλαίσιο της πριν από την άσκηση της προσφυγής διαδικασίας.

22 Πρέπει να υπομνησθεί η νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 1985, 274/83, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1985, σ. 1077), σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο προσφυγής λόγω παραβάσεως, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής φάση οριοθετείται το αντικείμενο της διαφοράς το οποίο στη συνέχεια δεν μπορεί πλέον να διευρυνθεί. Πράγματι, η δυνατότητα για το οικείο κράτος να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του συνιστά ουσιαστική εγγύηση που εξασφαλίζεται από τη Συνθήκη και ουσιώδη τύπο του συννόμου της διαδικασίας περί αναγνωρίσεως παραβάσεως κράτους μέλους.

23 Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή, κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής φάση, περιορίστηκε να αμφισβητήσει το περιεχόμενο αυτό καθαυτό των διατάξεων του άρθρου 2 του νόμου 825, της 13ης Ιουλίου 1965. Επίκληση της υπάρξεως καταγγελιών έγινε μόνο προς υποστήριξη της εν λόγω αιτιάσεως, τα δε πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν την αφορμή για την υποβολή των καταγγελιών αυτών δεν εμφανίζονται ως χωριστή αιτίαση επί της οποίας η Ιταλική Κυβέρνηση κλήθηκε να διατυπώσει συγκεκριμένες παρατηρήσεις στο πλαίσιο της άμυνάς της.

24 Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν μπορεί, χωρίς να προσβληθούν τα δικαιώματα άμυνας της Ιταλικής Κυβερνήσεως, να επεκτείνει το αντικείμενο της προσφυγής της στις συνθήκες υπό τις οποίες οι ιταλικές αρχές εφάρμοζαν το άρθρο 2 του προαναφερθέντος εθνικού νόμου έναντι ορισμένων καπνοβιομηχάνων ή εισαγωγέων. Κατά συνέπεια, η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη.

Ως προς την παράβαση του άρθρου 12, παράγραφος 2 της οδηγίας

25 Με την επιχειρηματολογία της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ιταλική Κυβέρνηση δεν της κοινοποίησε, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας, τις ουσιώδεις εθνικές διατάξεις περί θέσεως σε εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας.

26 Πρέπει αυτεπαγγέλτως να ληφθεί υπόψη το απαράδεκτο αυτής της αιτιάσεως, καθότι δεν προβλήθηκε κατά το στάδιο της οχλήσεως ούτε άλλωστε περιελήφθη ρητώς μεταξύ των αιτημάτων της προσφυγής της Επιτροπής.

Ως προς την παράβαση του άρθρου 30 της Συνθήκης

27 Η Επιτροπή επικαλείται, τέλος, την παράβαση των διατάξεων του άρθρου 30 της Συνθήκης. Το γεγονός ότι οι υποβληθείσες από τους καπνοβιομηχάνους ή τους εισαγωγείς αιτήσεις σχετικά με την τιμή των επεξεργασμένων καπνών απορρίφθηκαν ή έτυχαν ενίοτε καθυστερημένης αντιμετωπίσεως συνιστά, κατά την άποψή της, μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών.

28 Και ως προς το σημείο αυτό διαπιστώνεται το απαράδεκτο αιτιάσεως στην οποία η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε ειδικώς κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

29 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι στην ουσία η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Η Ιταλική Δημοκρατία, διατηρώντας σε ισχύ νομοθετική ρύθμιση η οποία δεν καθορίζει ρητώς ούτε συνεπάγεται σαφώς την υποχρέωση της αρμοδίας διοικητικής αρχής να τηρεί, υπό τις προϋποθέσεις και εντός των προβλεπομένων από την οδηγία ορίων, την αρχή του ελευθέρου καθορισμού από τους καπνοβιομηχάνους και τους εισαγωγείς των ανωτάτων τιμών των επεξεργασμένων καπνών που εισάγονται στην Ιταλία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 5 της οδηγίας 72/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972, περί των φόρων, πλην των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών.

2) Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

3) Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Top