EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61991CJ0200

Απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Σεπτεμβρίου 1994.
Coloroll Pension Trustees Ltd κατά James Richard Russell, Daniel Mangham, Gerald Robert Parker, Robert Sharp, Joan Fuller, Judith Ann Broughton και Coloroll Group plc.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: High Court of Justice, Chancery Division - Ηνωμένο Βασίλειο.
Ισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων - Επαγγελματικές συντάξεις - Χρησιμοποίηση στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων που διαφοροποιούνται αναλόγως του φύλου - Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως C-262/88, Barber.
Υπόθεση C-200/91.

Συλλογή της Νομολογίας 1994 I-04389

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1994:348

61991J0200

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 28ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1994. - COLOROLL PENSION TRUSTEES LTD ΚΑΤΑ JAMES RICHARD RUSSELL, DANIEL MANGHAM, GERALD ROBERT PARKER, ROBERT SHARP, JOAN FULLER, JUDITH ANN BROUGHTON ΚΑΙ COLOROLL GROUP PLC. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: HIGH COURT OF JUSTICE, CHANCERY DIVISION - ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ. - ΙΣΟΤΗΤΑ ΑΜΟΙΒΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ - ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΠΟΥ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΑΝΑΛΟΓΩΣ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ - ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ C-262/88, BARBER. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-200/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-04389
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00089
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00091


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Κοινωνική πολιτική * 'Ανδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * Αμοιβή * 'Εννοια * Σύνταξη επιζώντος καταβαλλόμενη από ιδιωτικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα * 'Ενταξη * Συνταξιοδοτικό σύστημα έχον τη μορφή trust * Δυνατότητα τόσο των εργαζομένων όσο και των ελκόντων δικαιώματα από αυτούς να επικαλεστούν το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 έναντι των trustees

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119)

2. Κοινωνική πολιτική * 'Ανδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * 'Αρθρο 119 της Συνθήκης * 'Αμεσο αποτέλεσμα * Διαχείριση ιδιωτικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος υπό μορφήν trust περιέχοντος κανόνες ασυμβίβαστους με την αρχή της ίσης αμοιβής * Απαράδεκτο * Υποχρεώσεις των εργοδοτών, των trustees και των εθνικών δικαστηρίων

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119)

3. Κοινωνική πολιτική * 'Ανδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * 'Αρθρο 119 της Συνθήκης * Δυνατότητα εφαρμογής στα ιδιωτικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα * Αναγνώριση με την απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88 * Αποτελέσματα περιοριζόμενα στις παροχές που οφείλονται λόγω περιόδων απασχολήσεως μεταγενεστέρων της ημερομηνίας εκδόσεως της ανωτέρω αποφάσεως * Παροχές που δεν συνδέονται με τη διάρκεια της πραγματικής περιόδου απασχολήσεως και συντάξεις επιζώντων * Δικαίωμα για ίση μεταχείριση εξαρτώμενο από τον χρόνο επελεύσεως του γεγονότος που αποτελεί τη γενεσιουργό του αιτία * Χορήγηση στους εργαζόμενους που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση των ιδίων πλεονεκτημάτων που απολαύουν οι άλλοι εργαζόμενοι για την περίοδο μεταξύ της 17ης Μαΐου 1990 και της θέσεως σε εφαρμογή μέτρων προς αποκατάσταση της ισότητας στη μεταχείριση * Αποκατάσταση στο μέλλον της ισότητας στη μεταχείριση με εξάλειψη των χορηγηθέντων προηγουμένως πλεονεκτημάτων * Παραδεκτό

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119)

4. Κοινωνική πολιτική * 'Ανδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * 'Αρθρο 119 της Συνθήκης * Πεδίο εφαρμογής * Μη συμβατικώς οργανωμένα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα * 'Ενταξη * Αποτελέσματα περιοριζόμενα στις παροχές που οφείλονται λόγω περιόδων απασχολήσεως μεταγενεστέρων της αποφάσεως της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119)

5. Κοινωνική πολιτική * 'Ανδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * Αμοιβή * 'Εννοια * Εργοδοτικές εισφορές καταβαλλόμενες στο πλαίσιο επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων καθορισμένων παροχών χρηματοδοτουμένων δια κεφαλαιοποιήσεως * Αποκλείεται * Ανισότητες, στην περίπτωση εφάπαξ καταβολής ενός χρηματικού ποσού ή υποκαταστάσεως στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα άλλου προσώπου, οφειλόμενες στη χρησιμοποίηση στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων στο πλαίσιο της χρηματοδοτήσεως * Παραδεκτό

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119)

6. Κοινωνική πολιτική * 'Ανδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * Αμοιβή * 'Εννοια * Συμπληρωματικές παροχές καταβαλλόμενες από ιδιωτικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα έναντι προαιρετικών εισφορών των μισθωτών * Αποκλείεται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119)

7. Κοινωνική πολιτική * 'Ανδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * Μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από ένα ιδιωτικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα σε άλλο λόγω αλλαγής απασχολήσεως του εργαζομένου * Υποχρέωση του δευτέρου συστήματος να καλύψει, αυξάνοντας τις παροχές, την ανεπάρκεια του μεταφερθέντος κεφαλαίου, την οφειλόμενη σε γενεσιουργό διακρίσεων μεταχείριση * Υποχρέωση περιοριζόμενη στις παροχές που οφείλονται λόγω περιόδων απασχολήσεως μεταγενεστέρων της αποφάσεως της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119)

8. Κοινωνική πολιτική * 'Ανδρες και γυναίκες εργαζόμενοι * Ισότητα αμοιβών * 'Αρθρο 119 της Συνθήκης * Πεδίο εφαρμογής * Ιδιωτικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα περιλαμβάνοντα αποκλειστικώς ασφαλισμένους ενός και μόνο φύλου * Αποκλείεται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 119)

Περίληψη


1. Τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι έλκοντες δικαιώματα από αυτούς μπορούν να επικαλεστούν το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 της Συνθήκης έναντι των trustees επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, οι οποίοι οφείλουν να τηρούν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και υποχρεώσεών τους που καθορίζονται από την ιδρυτική πράξη του trust.

Συγκεκριμένα, από τη μια πλευρά, η σύνταξη επιζώντος που προβλέπεται από επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119, δεδομένου ότι το γεγονός ότι η ανωτέρω σύνταξη, εξ ορισμού, δεν καταβάλλεται στον εργαζόμενο, αλλά στον επιζώντα αυτού δεν είναι ικανό από τη φύση του να αποδυναμώσει την ερμηνεία αυτή, εφόσον τέτοια παροχή αποτελεί όφελος, η γενεσιουργός αιτία του οποίου έγκειται στην ασφάλιση του συζύγου του επιζώντος στο σύστημα, με αποτέλεσμα η σύνταξη να αποκτάται από τον επιζώντα στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσεως μεταξύ του εργοδότη και του συζύγου του και να καταβάλλεται στον επιζώντα λόγω της εργασίας του συζύγου του. Από την άλλη πλευρά, οι trustees, παρόλον ότι είναι ξένοι προς την εργασιακή σχέση, καλούνται να δίνουν παροχές που, εντούτοις, δεν χάνουν τον χαρακτήρα αμοιβής υπό την έννοια του άρθρου 119, το χρήσιμο αποτέλεσμα του οποίου θα μειωνόταν σημαντικά και η νομική προστασία που απαιτεί η πραγματική ισότητα θα προσβαλλόταν σοβαρά, αν ο εργαζόμενος ή οι έλκοντες δικαιώματα από αυτόν μπορούσαν να επικαλεστούν τη διάταξη αυτή μόνον έναντι του εργοδότη, κατ' αποκλεισμόν των trustees οι οποίοι είναι ρητώς επιφορτισμένοι με την εκτέλεση των υποχρεώσεων του τελευταίου.

2. Λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα του άρθρου 119 της Συνθήκης, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι εργοδότες και οι trustees, προκειμένου να απαλλαγούν της υποχρεώσεώς τους να εξασφαλίζουν ίση μεταχείριση στον τομέα των αμοιβών, δικαιούνται να επικαλεστούν τους κανόνες του συνταξιοδοτικού συστήματος ή αυτούς της ιδρυτικής πράξεως του trust ή ακόμα τα ενδεχόμενα προβλήματα που απορρέουν από την ανεπάρκεια των πόρων που οι trustees διαθέτουν.

Αν οι εφαρμοστέοι εν προκειμένω κανόνες του εσωτερικού δικαίου τούς εμποδίζουν να ενεργούν εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους ή κατά παράβαση των διατάξεων της ιδρυτικής πράξεως του trust, οι εργοδότες και οι trustees είναι υποχρεωμένοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν την τήρηση της αρχής της ισότητας, να χρησιμοποιούν όλα τα μέσα που παρέχει το εσωτερικό δίκαιο, όπως είναι η προσφυγή στα εθνικά δικαστήρια, ειδικώς στις περιπτώσεις που η παρέμβασή τους απαιτείται για να γίνουν τροποποιήσεις των διατάξεων του συνταξιοδοτικού συστήματος ή της ιδρυτικής πράξεως του trust.

Συγκεκριμένα, στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να εξασφαλίζουν τη νομική προστασία που απορρέει υπέρ των υποκειμένων του δικαίου από το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων της Συνθήκης. Για τον σκοπό αυτό, και ιδιαιτέρως στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια, να επαγρυπνούν για την ορθή εφαρμογή του άρθρου αυτού, να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν τις εφαρμοστέες εσωτερικές διατάξεις σύμφωνα με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου, εξαντλώντας κάθε περιθώριο εκτιμήσεως που τους παρέχεται από το εθνικό δίκαιο, και, εφόσον τέτοια ερμηνεία δεν είναι δυνατή, να αφήνουν ανεφάρμοστο κάθε αντίθετο εθνικό κανόνα.

3. Βάσει της αποφάσεως Barber, C-262/88, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 της Συνθήκης προκειμένου να απαιτηθεί ίση μεταχείριση στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων, παρά μόνο για τις παροχές που οφείλονται λόγω περιόδων απασχολήσεως μεταγενεστέρων της 17ης Μαΐου 1990, με αποτέλεσμα οι εργοδότες και οι trustees να μην είναι υποχρεωμένοι να εξασφαλίζουν ισότητα στη μεταχείριση όσον αφορά τις παροχές που οφείλονται λόγω προγενεστέρων της ανωτέρω ημερομηνίας περιόδων απασχολήσεως, επιφυλασσομένης της εξαιρέσεως που προβλέπεται υπέρ των εργαζομένων ή των ελκόντων δικαιώματα από αυτούς, οι οποίοι πριν από την ημερομηνία αυτή έχουν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή έχουν υποβάλει ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση. Ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως αυτής δεν έχει εφαρμογή στις παροχές που δεν συνδέονται με τη διάρκεια της πραγματικής περιόδου απασχολήσεως, παρά μόνο στην περίπτωση που το γεγονός που αποτελεί τη γενεσιουργό τους αιτία επήλθε πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής.

Ομοίως, ο επιζών δεν μπορεί να αξιώσει ίση μεταχείριση στον τομέα αυτό, παρά μόνο σε σχέση με περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της 17ης Μαΐου 1990, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η σύνταξη επιζώντος αποτελεί όφελος, η γενεσιουργός αιτία του οποίου έγκειται στην ασφάλιση του συζύγου του σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα.

'Απαξ διαπιστωθεί από το Δικαστήριο δυσμενής διάκριση στον τομέα των αμοιβών και για όσο χρονικό διάστημα δεν λαμβάνονται από το συνταξιοδοτικό σύστημα μέτρα προς αποκατάσταση της ισότητας στη μεταχείριση, η τήρηση του άρθρου 119 δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνο με τη χορήγηση στους εργαζόμενους που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση των ιδίων πλεονεκτημάτων που απολαύουν οι άλλοι εργαζόμενοι.

Απεναντίας, όσον αφορά τις περιόδους απασχολήσεως που διανύονται μετά τη θέση σε ισχύ κανόνων προοριζομένων να εξαλείψουν τη διάκριση, το άρθρο 119 δεν αντιτίθεται στην αποκατάσταση της ισότητας στη μεταχείριση με μείωση των πλεονεκτημάτων των ατόμων που προηγουμένως ετύγχαναν ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως, καθόσον απαιτεί μόνο να λαμβάνουν οι άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι ίση αμοιβή για όμοια εργασία, χωρίς, εντούτοις, να επιβάλλει συναφώς ένα συγκεκριμένο επίπεδο.

4. Τα μη συμβατικώς οργανωμένα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης, με αποτέλεσμα να διέπονται από τις αρχές που διακηρύχθηκαν με την απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, C-262/89, Barber, και πιο συγκεκριμένα από τον περιορισμό των διαχρονικών της αποτελεσμάτων.

Συγκεκριμένα, από την μια πλευρά, τα συστήματα αυτά απορρέουν είτε από διαβούλευση μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων ή των εκπροσώπων τους είτε από μονομερή απόφαση του εργοδότη. Η χρηματοδότησή τους εξασφαλίζεται πλήρως από τον εργοδότη ή από κοινού από αυτόν και τους εργαζόμενους, χωρίς συμμετοχή των δημοσίων αρχών. Δεν έχουν υποχρεωτική εφαρμογή σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων, αλλά αφορούν μόνον τους μισθωτούς ορισμένων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα η ασφάλιση στα ανωτέρω συστήματα να απορρέει υποχρεωτικώς από την εργασιακή σχέση με τον συγκεκριμένο εργοδότη, και, παρ' όλον ότι έχουν συσταθεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, διέπονται από ιδιαίτερες για το κάθε ένα ρυθμίσεις. Από την άλλη πλευρά, η προαναφερθείσα απόφαση Barber αντιμετώπισε για πρώτη φορά το ζήτημα της αξιολογήσεως με γνώμονα το άρθρο 119 της άνισης μεταχειρίσεως που απορρέει από τον καθορισμό διαφορετικών ηλικιών συνταξιοδοτήσεως αναλόγως του φύλου, τέτοια δε διαφοροποίηση απαντάται σε όλα τα είδη επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και παράγει τα ίδια γενεσιουργά διακρίσεων αποτελέσματα.

5. Παρ' όλον ότι τόσο η σύνταξη, ενός καθορισμένου ποσού, που ο εργοδότης αναλαμβάνει τη δέσμευση να καταβάλει στον μισθωτό στο πλαίσιο ιδιωτικού επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος όσο και οι εισφορές των μισθωτών στο εν λόγω σύστημα εμπίπτουν στην έννοια της αμοιβής κατά το άρθρο 119 της Συνθήκης, δεν ισχύει το ίδιο για τις εργοδοτικές εισφορές που προορίζονται να εξασφαλίσουν την απαραίτηση χρηματοδοτική βάση για να καλυφθεί το κόστος των συντάξεων και να εξασφαλιστεί η καταβολή τους στο μέλλον. Συγκεκριμένα, σε τέτοια συνταξιοδοτικά συστήματα που χρηματοδοτούνται δια κεφαλαιοποιήσεως υπεισέρχονται στατιστικά ασφαλιστικά στοιχεία, όπως η μεγαλύτερη για τις γυναίκες προσδοκώμενη διάρκεια ζωής, τα οποία συνεπάγονται οτι οι εργοδοτικές εισφορές που είναι αναγκαίες για την εξασφάλιση ίσων συντάξεων μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων είναι υψηλότερες για τις γυναίκες.

Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 ούτε το γεγονός ότι υπάρχουν ανισότητες μεταξύ των εργαζομένων των δύο φύλων στις περιπτώσεις που, στο πλαίσιο ενός τέτοιου συστήματος, η προβλεπόμενη σύνταξη μετατρέπεται σε εφάπαξ καταβαλλόμενο χρηματικό ποσό ή αντικαθίσταται από σύνταξη προς εξαρτώμενον από συνταξιούχο καταβαλλόμενη έναντι της παραιτήσεως του συνταξιούχου από μέρος της συντάξεως ή μειώνεται λόγω πρόωρης συνταξιοδοτήσεως ή ακόμη και στις περιπτώσεις που τα κτηθέντα συνταξιοδοτικά δικαιώματα μεταφέρονται σε άλλο σύστημα. Συγκεκριμένα, οι ανισότητες αυτές δεν είναι τίποτα άλλο παρά συνέπεια του τρόπου χρηματοδοτήσεως αυτών των συνταξιοδοτικών συστημάτων, ο οποίος είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με τα στατιστικά ασφαλιστικά στοιχεία.

6. Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που διακηρύσσεται στο άρθρο 119 έχει εφαρμογή σε όλες τις συνταξιοδοτικές παροχές των επαγγελματικών συστημάτων, χωρίς να συντρέχει λόγος να γίνει διάκριση αναλόγως του είδους των εισφορών βάσει των οποίων καταβάλλονται οι ανωτέρω παροχές, δηλαδή αναλόγως του αν πρόκειται περί εργοδοτικών εισφορών ή περί εισφορών των μισθωτών. Ωστόσο, όταν ένα επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα περιορίζεται να θέσει στη διάθεση των ασφαλιζομένων το αναγκαίο διαχειριστικό πλαίσιο, ούτως ώστε αυτοί να μπορέσουν, καταβάλλοντας εντελώς προαιρετικώς εισφορές, να εξασφαλίσουν συμπληρωματικές παροχές, οι τελευταίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119.

7. Στην περίπτωση μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από ένα επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα σε άλλο λόγω αλλαγής της απασχολήσεως του εργαζομένου, το δεύτερο σύστημα είναι υποχρεωμένο, κατά το χρονικό σημείο που ο εργαζόμενος αυτός φθάσει σε ηλικία συνταξιοδοτήσεως, να αυξήσει τις παροχές που, αποδεχθέν την ανωτέρω μεταφορά, δεσμεύεται να του καταβάλει, έτσι ώστε να εξαλειφθούν τα αντίθετα προς το άρθρο 119 της Συνθήκης αποτελέσματα που απορρέουν εις βάρος του εργαζομένου από ανεπάρκεια του μεταφερθέντος κεφαλαίου, οφειλόμενη σε γενεσιουργό δυσμενών διακρίσεων μεταχείριση της οποίας αυτός είχε τύχει στο πλαίσιο του πρώτου συστήματος.

Συγκεκριμένα, η επιβαλλόμενη λόγω αλλαγής απασχολήσεως ασφάλιση σε νέο συνταξιοδοτικό σύστημα με μεταφορά των κτηθέντων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να προκαλέσει την απώλεια των δικαιωμάτων που ο εργαζόμενος διαθέτει βάσει του ανωτέρω άρθρου.

Ωστόσο, εφόσον η απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88, Barber περιόρισε το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου αυτού προκειμένου να απαιτηθεί ίση μεταχείριση στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων παρά μόνο για τις παροχές που οφείλονται βάσει περιόδων απασχολήσεως μεταγενεστέρων της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, ούτε το σύστημα που προέβη στη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ούτε εκείνο προς το οποίο έγινε η μεταφορά υποχρεούνται να λάβουν τα αναγκαία χρηματοδοτικά μέτρα, προκειμένου να αποκαταστήσουν την ισότητα όσον αφορά τις προγενέστερες της 17ης Μαΐου 1990 περιόδους απασχολήσεως.

8. Ο εργαζόμενος, στην περίπτωση τωρινής ή προγενέστερης μη υπάρξεως στην οικεία επιχείρηση οποιουδήποτε εργαζομένου του ετέρου φύλου εκτελούντος ή έχοντος εκτελέσει παρεμφερή εργασία, δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 119 προκειμένου να αξιώσει την αμοιβή της οποίας ενδεχομένως θα εδικαιούτο αν ανήκε στο άλλο φύλο. Συγκεκριμένα, σε τέτοια περίπτωση, το ουσιώδες κριτήριο προκειμένου να εξακριβωθεί η ίση μεταχείριση στον τομέα της αμοιβής, δηλαδή η λήψη ίσης αμοιβής για την εκτέλεση όμοιας εργασίας, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή.

'Επεται ότι το άρθρο 119 δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα στα οποία ουδέποτε έχουν ασφαλιστεί άλλα άτομα εκτός από άτομα ενός και μόνο φύλου.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-200/91,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του High Court of Justice of England and Wales, Chancery Division, προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο εκκρεμούς ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου δίκης που κινήθηκε κατόπιν ασκήσεως representative action (ενδίκου μέσου συλλογικού συμφέροντος) από την

Coloroll Pension Trustees Ltd.

κατά των

1) James Richard Russell,

2) Daniel Mangham,

3) Gerald Robert Parker,

4) Robert Sharp,

5) Joan Fuller,

6) Judith Ann Broughton,

7) Coloroll Group plc.,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθώς και τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88, Barber (Συλλογή 1990, σ. Ι-1889),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini (εισηγητή), J. C. Moitinho de Almeida, M. Diez de Velasco και D. A. O. Edward, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliet, F. A. Schockweiler, G. C. Rodriguez Iglesias, F. Grevisse, M. Zuleeg, P. J. G. Kapteyn και J. L. Murray, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας, και D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* η Coloroll Pension Trustees Ltd., εκπροσωπούμενη από τους McKenna & Co., solicitors, επικουρούμενους από τους P. Howell, QC, D. Anderson, barrister, και T. Clifford, barrister,

* οι J. R. Russell, G. R. Parker, R. Sharp και J. Fuller, εκπροσωπούμενοι από τους Sacher & Partners, solicitors, και M. Greenless, solicitor, επικουρούμενους από τους T. Lloyd, QC, και N. Green, barrister,

* η J. A. Broughton, εκπροσωπούμενη από τους Travers Smith Braithwaite, solicitors, επικουρούμενους από τους D. Vaughan, QC, και N. Warren, barrister,

* η Coloroll Group plc (υπό receivership), εκπροσωπούμενη από τους W. Sapte, N. Barnett, M. P. Wareham και J. Mackenzie, solicitors, επικουρούμενους από τους J. Lever, QC, και J. Stephens, barrister,

* η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον J. E. Collins, Assistant Treasury Solicitor,

* η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. P. Hofstee, αναπληρωτή γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών,

* η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον E. Roeder, Ministerialrat στο Υπουργείο Οικονομίας, και τον C. D. Quassowski, Regierungsdirektor στο ίδιο Υπουργείο,

* η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. L. Dockery, Chief State Solicitor,

* η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Molde, νομικό σύμβουλο του Υπουργείου Εξωτερικών,

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. L. Dewost, γενικό διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας, και την K. Banks, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Coloroll Pension Trustees Ltd., των J. R. Russell κ.λπ., της J. A. Broughton, του Coloroll Group plc., της Δανικής και της Γερμανικής Κυβερνήσεως, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενης από τον J. E. Collins, επικουρούμενο από τον Sir Nicholas Lyell, QC, και τους S. Richards και N. Paines, barristers, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον J. W. de Zwaan και T. Heukels, αναπληρωτές νομικούς συμβούλους του Υπουργείου Εξωτερικών, της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τους J. Cooke, SC, και A. O' Caoimh, JC, και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 26ης Ιανουαρίου 1993,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Απριλίου 1993,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με Διάταξη της 23ης Ιουλίου 1991, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Ιουλίου 1991, το High Court of Justice of England and Wales, Chancery Division, υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, σειρά προδικαστικών ερωτημάτων ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της ίδιας Συνθήκης, καθώς και τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1990, C-262/88, Barber (Συλλογή 1990, σ. Ι-1889, στο εξής: απόφαση Barber).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο προβλεπομένης από τους Rules of the Supreme Court δίκης που κινήθηκε κατόπιν ασκήσεως representative action (ενδίκου μέσου συλλογικού συμφέροντος) από την Coloroll Pension Trustees Ltd ενώπιον του High Court.

3 Σύμφωνα με σειρά ιδρυτικών πράξεων του "trust", νομικής μορφής που, κατά κανόνα, περιβάλλονται στο Ηνωμένο Βασίλειο τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα, η Coloroll Pension Trustees Ltd. διαθέτει και διαχειρίζεται ως "trustee" τους πόρους των συστημάτων που δημιούργησαν υπέρ των μισθωτών τους οι διάφορες εταιρίες του ομίλου Coloroll και έχει ως συγκεκριμένο σκοπό να προσφέρει σε αυτούς συντάξεις και άλλες υπεσχημένες από τον εργοδότη παροχές.

4 Τα συνταξιοδοτικά συστήματα Coloroll, όσον αφορά τις κύριες παροχές τους, αποτελούν συστήματα "καθορισμένων παροχών" (defined benefit / final salary schemes), τα οποία εξασφαλίζουν υπέρ των μισθωτών, αφ' ης στιγμής αυτοί φθάσουν στην κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως, δηλαδή στο 65ο έτος για τους άνδρες και στο 60ό για τις γυναίκες, την καταβολή συγκεκριμένης συντάξεως, αντιστοιχούσας στο εξηκοστό του τελευταίου μισθού ανά έτος υπηρεσίας.

5 Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι ασφαλιζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να συνταξιοδοτηθούν πριν από την προαναφερόμενη ηλικία και να λάβουν αμέσως μειωμένη σύνταξη βάσει στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων που διαφοροποιούνται αναλόγως του φύλου, δεδομένου ότι οι γυναίκες έχουν στατιστικώς μεγαλύτερη προσδοκώμενη διάρκεια ζωής απ' ό,τι οι άνδρες.

6 Τα ίδια στατιστικά ασφαλιστικά στοιχεία υπεισέρχονται στον καθορισμό των διαφορετικών, αναλόγως του αν πρόκειται για άνδρα ή γυναίκα, ποσών στην περίπτωση που ασφαλιζόμενος επιλέξει, εν όλω ή εν μέρει, να λάβει ένα εφάπαξ χρηματικό ποσό αντί συντάξεως, στην περίπτωση που υπάρξει παραίτηση από μέρος της συντάξεως έναντι της παροχής στον σύζυγο ή σε άλλο πρόσωπο που επιβαρύνει τον ασφαλιζόμενο συντάξεως ίσης αξίας με το εγκαταλειφθέν μέρος και στην περίπτωση που γίνει μεταφορά δικαιωμάτων κτηθέντων στο πλαίσιο άλλου συνταξιοδοτικού συστήματος ή έναντι ασφαλιστικής εταιρίας.

7 'Ολα τα συστήματα προβλέπουν υπέρ των συζύγων και των προσώπων που επιβαρύνουν τους ασφαλιζόμενους την κτήση ιδίου δικαιώματος προς σύνταξη, το ευεργέτημα όμως παροχής της οποίας περιορίζεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, στις χήρες και στα πρόσωπα που επιβαρύνουν ασφαλιζόμενους άρρενος φύλου.

8 Τα εν λόγω συστήματα, όσον αφορά τη χρηματοδότησή τους, βασίζονται σε εισφορές, υπό την έννοια ότι χρηματοδοτούνται όχι μόνον από τις εισφορές του εργοδότη, αλλά και από αυτές των μισθωτών.

9 Οι εισφορές αυτές αντιστοιχούν σε ποσοστό επί του μισθού, το ίδιο για όλους τους εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες, υπέρ των οποίων αναγνωρίζεται επίσης η ευχέρεια να καταβάλουν, προαιρετικώς, πρόσθετες εισφορές, προκειμένου να αποκτήσουν δικαίωμα για συμπληρωματικές παροχές, υπολογιζόμενες και καταλογιζόμενες χωριστά.

10 Απεναντίας, οι εργοδοτικές εισφορές, που υπολογίζονται συνολικώς, μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου, προκειμένου να καλύψουν το κόστος των υπεσχημένων συντάξεων. Επιπλέον, είναι υψηλότερες για τις εργαζόμενες γυναίκες απ' ό,τι για τους εργαζόμενους άνδρες, λόγω του ότι στο πλαίσιο του συστήματος χρηματοδοτήσεως δια κεφαλαιοποιήσεως λαμβάνονται υπόψη στατιστικά ασφαλιστικά στοιχεία βασιζόμενα στη διαφορετική αναλόγως του φύλου προσδοκώμενη διάρκεια ζωής.

11 'Ολα, πλην ενός, τα συνταξιοδοτικά συστήματα του ομίλου Coloroll αποτελούν συστήματα "συμβατικώς οργανωμένα" έναντι του εθνικού συστήματος συντάξεων βασιζομένων στον μισθό (contracted-out of the State Earnings Related Pension Scheme, στο εξής: SERPS), η σύνταξη δε που παρέχεται υπό αυτό το εθνικό σύστημα είναι επικουρική της εκ του νόμου βασικής συντάξεως, στην οποία προστίθεται μέσω της καταβολής εισφορών στο εθνικό σύστημα. Το συμβατικώς οργανωμένο σημαίνει ότι τα συστήματα Coloroll υποκαθιστούν το εθνικό σύστημα συντάξεων κατά το μέρος των εισφορών και παροχών που συνδέονται με το ύψος του μισθού που εισπράττει κάθε μισθωτός. Συνεπώς, οι ασφαλιζόμενοι στα συστήματα Coloroll δεν καταβάλλουν στο εθνικό σύστημα παρά μόνον μειωμένες εισφορές, υπολογιζόμενες αναλόγως κρατήσεων που προκαθορίζει το Δημόσιο, ενώ συγχρόνως εισφέρουν στο επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα το οποίο, όμως, πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι ασφαλιζόμενοι σε αυτό λαμβάνουν συνολικές παροχές συγκρίσιμες με αυτές που θα εισέπρατταν από το SERPS, αν το σύστημα αυτό είχε τύχει εφαρμογής υπέρ αυτών.

12 Από τη Διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, μετά την οικονομική κατάρρευση του ομίλου Coloroll το 1990 και τη θέση υπό δικαστική διαχείριση ορισμένων από τις εταιρίες που τον αποτελούσαν, οι trustees οφείλουν να προβούν στην εκκαθάριση των οικείων συνταξιοδοτικών συστημάτων και στη διανομή της περιουσίας τους. Τούτο απαιτεί ακριβή προσδιορισμό του συνόλου των υποχρεώσεων των συστημάτων αυτών, χρησιμοποίηση των στοιχείων του ενεργητικού τους για την καταβολή συντάξεων και άλλων παροχών και εκκαθάριση των ενδεχομένων πλεονασμάτων.

13 Οι trustees, πριν αποφανθούν επί εκατοντάδων περιπτώσεων ασφαλισμένων που διεκδικούν συντάξεις και άλλες, πάσης φύσεως, παροχές, διερωτώνται, υπεισερχόμενοι σε αρκετές λεπτομέρειες, ως προς τη συμβατότητα των κανόνων που περιέχονται στην ιδρυτική πράξη του trust με το άρθρο 119 της Συνθήκης, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί με την απόφαση Barber, και ιδίως ως προς την εφαρμογή του βάσει της προαναφερθείσας αποφάσεως χρονικού περιορισμού του αμέσου αποτελέσματος αυτής της διατάξεως της Συνθήκης.

14 Συγκεκριμένα, όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, όλα τα εν λόγω συστήματα προβλέπουν την εφαρμογή κανόνων διαφοροποιημένων αναλόγως του φύλου, είτε πρόκειται για την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως είτε για τα στατιστικά ασφαλιστικά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στις διάφορες περιπτώσεις που επιλέγεται η λήψη ενός εφάπαξ χρηματικού ποσού. Εξάλλου, δύο από τα συστήματα αυτά εμφανίζουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, υπό την έννοια ότι δεν περιλαμβάνουν ασφαλισμένους θηλυκού φύλου.

15 Οι trustees, αντιμετωπίζοντας μια τέτοια κατάσταση, αποφάσισαν να προσφύγουν ενώπιον του High Court δια της ασκήσεως "representative action", με σκοπό να λάβουν τις αναγκαίες οδηγίες στο πλαίσιο της γενικής δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αυτού στον τομέα της εποπτείας των trusts. Για να γίνει αυτό, οι trustees, αιτούντες της κύριας δίκης, όρισαν ως καθών αυτής ορισμένα άτομα τα οποία επελέγησαν κατά τρόπο αντιπροσωπευτικό των διαφόρων συγκρουομένων συμφερόντων.

16 Στη συνέχεια, το High Court έκρινε πρόσφορο να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

"1. 1) Μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας από α) εργαζομένους και β) έλκοντες δικαιώματα από αυτούς, προκειμένου να διεκδικηθούν παροχές βάσει αυνταξιοδοτικού συστήματος, όταν η αξίωση δεν εγείρεται κατά του εργοδότη, αλλά κατά των trustees του συστήματος αυτού;

2) Μπορεί, σε σχέση με ένα σύστημα, να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 από α) τους εργαζομένους και β) τους έλκοντες δικαιώματα από αυτούς, προκειμένου τα άτομα αυτά

i) να απαιτήσουν να διαχειρίζονται οι trustees το σύστημα αυτό ως εάν οι προβλεπόμενες από τους κανόνες που το διέπουν διατάξεις είχαν τροποποιηθεί (παρά το τωρινό τους περιεχόμενο), κατά τρόπον ώστε να τηρείται η θεσπισμένη από το άρθρο 119 αρχή της ίσης αμοιβής με την εξασφάλιση της ισότητας των καταβλητέων παροχών βάσει αυτού του συστήματος στους προαναφερθέντες εργαζομένους και/ή στους έλκοντες δικαιώματα από αυτούς, ή

ii) να απαιτήσουν να χρησιμοποιούν ο εργοδότης (αν εξακολουθεί να υφίσταται) ή/και οι trustees τις εξουσίες που μπορεί να διαθέτουν, προκειμένου να εξασφαλιστεί με τροποποίηση των κανόνων του συστήματος ή με άλλον τρόπο ότι οι καταβλητέες παροχές βάσει του συνταξιοδοτικού συστήματος θα είναι σύμφωνες προς την αρχή της ίσης αμοιβής,

και σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα ερωτήματα i και ii,

iii) επιβάλλει η αρχή της ίσης αμοιβής την αύξηση, σε όλες τις περιπτώσεις, των παροχών προς το ευρισκόμενο σε μειονεκτική θέση φύλο ή συμβιβάζεται με το άρθρο 119 η μείωση των παροχών προς το άλλο φύλο;

3) Αν μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 τόσο έναντι του εργοδότη όσο και έναντι των trustees συνταξιοδοτικού συστήματος, ποια είναι η σχέση μεταξύ των υποχρεώσεων του συστήματος και των υποχρεώσεων του εργοδότη; Συγκεκριμένα:

i) Μπορεί να υποχρεωθεί ο εργοδότης να καταβάλει συμπληρωματικά ποσά στους trustees συνταξιοδοτικού συστήματος;

ii) Σε περίπτωση που σε συνταξιοδοτικό σύστημα υφίσταται πλεόνασμα στοιχείων ενεργητικού, μπορεί ο εργοδότης να απαιτήσει όπως οποιαδήποτε εκ του άρθρου 119 υποχρέωση ικανοποιηθεί πρωτίστως, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, ανάλογα με την περίπτωση, από το πλεόνασμα των στοιχείων ενεργητικού;

iii) Πρέπει τα συμπληρωματικά ποσά που δικαιούνται οι ενδιαφερόμενοι να καταβληθούν από τους trustees, από τα στοιχεία ενεργητικού του συνταξιοδοτικού συστήματος, αν καμία αξίωση δεν έχει προβληθεί κατά του εργοδότη ή αν κανένα μέτρο δεν έχει ληφθεί από τον εργοδότη για την ικανοποίηση ή τη λήψη μέριμνας για μια τέτοια αξίωση;

4) Επηρεάζονται οι απαντήσεις που πρόκειται να δοθούν στα ερωτήματα 1, 2 και 3 (και αν ναι κατά ποιο τρόπο) από περιστάσεις όπως το γεγονός ότι:

α) οι πόροι που έχουν στη διάθεσή τους οι trustees δεν επαρκούν για την πλήρη κάλυψη του κόστους της εξισώσεως των παροχών κατά τρόπον ώστε να τηρηθεί η αρχή της ίσης αμοιβής που έχει θεσπιστεί με το άρθρο 119 ή

β) ο εργοδότης δεν είναι σε θέση να παράσχει κανένα συμπληρωματικό πόρο στους trustees συνταξιοδοτικού συστήματος ή

γ) αποτέλεσμα των εξισωτικών παροχών είναι ή μπορεί να είναι η επίτευξη ισότητας όσον αφορά μια συγκεκριμένη κατηγορία δικαιούχων (π.χ. συνταξιοδοτούμενα πρόσωπα), μόνον εφόσον μειωθούν οι παροχές προς μια άλλη κατηγορία (π.χ. οι νυν εργαζόμενοι που υπάγονται στο σύστημα);

2. Σε σχέση με αξιώσεις για παροχές βάσει συνταξιοδοτικού συστήματος επιχειρήσεως, συμβατικώς οργανωμένου έναντι του εκ του νόμου συστήματος, ποιο είναι το ακριβές αποτέλεσμα του σημείου 5 του διατακτικού της αποφάσεως στην υπόθεση C-262/88, Barber (απόφαση της 17ης Μαΐου 1990, ΕΕ C 146, της 15ης Ιουνίου 1990, σ. 8), κατά το οποίο 'άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 της Συνθήκης δεν μπορεί να προβληθεί για να στηρίξει το αίτημα θεμελιώσεως δικαιώματος συντάξεως, αναδρομικώς, σε χρόνο προγενέστερο της εκδόσεως της παρούσης αποφάσεως, με εξαίρεση την περίπτωση που οι εργαζόμενοι ή οι εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα πριν από την ημερομηνία αυτή άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση' ; Ειδικότερα (και υπό την προϋπόθεση της ενστάσεως σχετικά με την κίνηση σχετικής διαδικασίας πριν από την ημερομηνία της αποφάσεως Barber):

1) Μπορεί, αναφορικά με μια τέτοια αξίωση, να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 ΕΟΚ από εργαζομένους:

α) μόνο για περίοδο απασχολήσεως αρχομένη από τις 17 Μαΐου 1990 (ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως) ή

β) και για περίοδο απασχολήσεως προγενέστερη της 17ης Μαΐου 1990 και στην περίπτωση αυτή για το σύνολο ή για μέρος της περιόδου απασχολήσεως και στη δεύτερη περίπτωση για ποιο τμήμα της περιόδου απασχολήσεως;

2) Αν η απάντηση στο ανωτέρω σημείο 1 είναι αυτή που αναφέρεται υπό στοιχείο β', μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ, προκειμένου να αξιωθούν οι πιο πάνω παροχές:

α) μόνον από εργαζομένους των οποίων η περίοδος απασχολήσεως βάσει του συνταξιοδοτικού συστήματος έχει λήξει κατά ή μετά τη 17η Μαΐου 1990 ή

β) και από εργαζομένους

i) των οποίων η περίοδος απασχολήσεως βάσει του συνταξιοδοτικού συστήματος έχει λήξει πριν από τις 17 Μαΐου 1990 και οι οποίοι είχαν θεμελιώσει δικαιώματα σύμφωνα με τους κανόνες του συστήματος για την καταβολή μηνιαίας συντάξεως πριν από τις 17 Μαΐου 1990,

ii) των οποίων η περίοδος απασχολήσεως βάσει του συνταξιοδοτικού συστήματος έχει λήξει πριν από τις 17 Μαΐου 1990 και οι οποίοι είχαν θεμελιώσει δικαιώματα σύμφωνα με τους κανόνες του συστήματος για την καταβολή μηνιαίας συντάξεως (ετεροχρονισμένη σύνταξη) μόνο κατά ή μετά τη 17η Μαΐου 1990;

3) Αν η απάντηση στο ανωτέρω σημείο 2 είναι αυτή που αναφέρεται υπό στοιχείο β', σημείο i, μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 από τέτοιους εργαζομένους μόνο σε σχέση με μηνιαία σύνταξη καταβλητέα κατά ή μετά τη 17η Μαΐου 1990 ή επίσης σε σχέση και με μηνιαία σύνταξη καταβλητέα πριν από την ημερομηνία αυτή;

4) Εφαρμόζονται οι αρχές που πρόκειται να θέσει το Δικαστήριο σε απάντηση στα σημεία 1 και 3 και όσον αφορά αξιώσεις για παροχές προβαλλόμενες από τους έλκοντες δικαιώματα από εργαζομένους; Ειδικότερα, σε ποια έκταση και για ποια περίοδο απασχολήσεως αποκτούν δικαίωμα χήρες και χήροι, α) που έχουν χηρεύσει κατά ή μετά τη 17η Μαΐου 1990 και β) που έχουν χηρεύσει πριν από τη 17η Μαΐου 1990, να επικαλεστούν το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 σχετικά με αξιώσεις για παροχές επιζώντος συζύγου;

5) Εφαρμόζονται οι αρχές που πρόκειται να θέσει το Δικαστήριο σε απάντηση στα σημεία 1 έως 4, και αν συμβαίνει κάτι τέτοιο κατά ποιον τρόπο, όσον αφορά παροχές που δεν εξαρτώνται από τον χρόνο διαρκείας της πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας;

3. Εφαρμόζονται οι αρχές που πρόκειται να θέσει το Δικαστήριο σε απάντηση στο ερώτημα 2 και όσον αφορά συστήματα και περιόδους απασχολήσεως που δεν είναι 'συμβατικώς οργανωμένα' ;

4. Συμβιβάζεται με το άρθρο 119 η καταβολή, γενικώς, παροχών βάσει συστήματος στηριζομένου σε στατιστικούς υπολογισμούς (συμπεριλαμβανομένων, ειδικότερα, στατιστικών υποθέσεων σχετικά με την προσδοκώμενη διάρκεια ζωής) που δίδουν διαφορετικά αποτελέσματα μεταξύ ανδρών και γυναικών; Συγκεκριμένα:

α) Μπορούν στατιστικές θεωρήσεις να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό των καταβλητέων σε έναν εργαζόμενο παροχών

i) όσον αφορά την εφάπαξ καταβολή ενός χρηματικού ποσού, το οποίο υποκαθιστά μέρος της ετησίας συντάξεως,

ii) όσον αφορά τη σύνταξη που πρέπει να καταβληθεί σε εξαρτώμενο άτομο έναντι παραιτήσεως του συνταξιούχου από μέρος της ετησίας συντάξεως,

iii) ως μειωμένη σύνταξη όταν ο εργαζόμενος επιλέγει την πρόωρη συνταξιοδότησή του και την έναρξη λήψεως μηνιαίας συντάξεως πριν από την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως;

β) Σε περίπτωση που οι trustees συνταξιοδοτικού συστήματος καταβάλουν ένα ποσό σε τρίτον, προκειμένου αυτός να καταβάλει συνταξιοδοτικές παροχές σε εργαζόμενο ή σε έλκοντα δικαιώματα από αυτόν, προς όφελος του οποίου καταβάλλεται το ποσό, μπορούν οι εν λόγω trustees ή υποχρεούνται:

i) να καταβάλουν το ίδιο όσον σφορά άνδρες και γυναίκες ποσό με το οποίο όμως θα εξαγοραστούν συνταξιοδοτικές παροχές οι οποίες δεν θα είναι οι ίδιες για άνδρες και γυναίκες,

ii) να προβούν σε κάποια άλλη (και αν ναι, ποια) ενέργεια ή ενέργειες;

γ) Υπό το φως των απαντήσεων που πρόκειται να δοθούν στα ανωτέρω σημεία α' και β' μαζί με τις απαντήσεις που πρόκειται να δοθούν στο ερώτημα 2, υποχρεούνται οι trustees συνταξιοδοτικού συστήματος να αναθεωρήσουν και να ελέγξουν εκ νέου υπολογισμούς που έγιναν βάσει τέτοιων στατιστικών θεωρήσεων σε σχέση με γεγονότα προγενέστερα της 17ης Μαΐου 1990 και, εφόσον πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο, σε σχέση με ποια περίοδο;

5. 1) Σε περίπτωση που ένα σύστημα δεν χρηματοδοτείται αποκλειστικώς από εισφορές εργοδοτών, αλλά και από εισφορές μισθωτών, οι οποίες είναι i) εισφορές που επιβάλλονται στους μισθωτούς βάσει των κανόνων του συστήματος και/ή ii) προαιρετικές εισφορές πέραν αυτών που επιβάλλονται από τους κανόνες του συστήματος, έχει εφαρμογή η θεσπισμένη με το άρθρο 119 αρχή της ισότητας:

α) μόνον όσον αφορά παροχές καταβλητέες από στοιχεία ενεργητικού του οικείου ταμείου τα οποία έχουν δημιουργηθεί από εισφορές των εργοδοτών, ή

β) και όσον αφορά παροχές καταβλητέες από εκείνα τα στοιχεία ενεργητικού του οικείου ταμείου τα οποία έχουν δημιουργηθεί από i) κανονικές εισφορές προς το σύστημα και/ή ii) πρόσθετες προαιρετικές εισφορές;

2) 'Οταν εργαζόμενος μεταβαίνει από ένα συνταξιοδοτικό σύστημα σε άλλο (π.χ. λόγω αλλαγής εργασίας) και όταν το σύστημα προς το οποίο μεταφέρθηκαν τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει ορισμένες παροχές σε αντάλλαγμα της μεταφοράς ορισμένου χρηματικού ποσού από τους trustees του πρώτου συστήματος, προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 119 ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα πρέπει να αυξήσει τις εν λόγω παροχές, όταν τούτο είναι αναγκαίο για να τηρηθεί η αρχή της ισότητας; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πώς έχουν εφαρμογή σε αυτές τις περιστάσεις οι αρχές που πρόκειται να θέσει το Δικαστήριο απαντώντας στο ερώτημα 2;

6. Προκύπτει από την εφαρμογή του άρθρου 119 σε συστήματα στα οποία ανέκαθεν υπάγονταν άτομα του ενός μόνο φύλου ότι ασφαλισμένος θεμελιώνει δικαιώματα για συμπληρωματικές παροχές τις οποίες ο εν λόγω ασφαλισμένος θα δικαιούνταν κατά το άρθρο 119 αν στο σύστημα αυτό υπαγόταν ή υπάγονταν άτομο ή άτομα του άλλου φύλου;"

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

17 Με το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, το High Court ζητεί να μάθει, αφενός, αν οι έλκοντες δικαιώματα από εργαζόμενο μπορούν, όπως ο ίδιος ο εργαζόμενος, να επικαλεστούν το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 της Συνθήκης και, αφετέρου, αν μπορεί να γίνει επίκληση του ανωτέρω άρθρου όχι μόνον έναντι του εργοδότη, αλλά και έναντι των trustees επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος.

18 'Οσον αφορά το πρώτο σκέλος του ερωτήματος, πρέπει να υπομνηστεί ότι με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1993, C-109/91, Ten Oever (Συλλογή 1993, σ. Ι-4879), το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι σύνταξη επιζώντος προβλεπόμενη από επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119. Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι το γεγονός ότι η πιο πάνω σύνταξη, εξ ορισμού, δεν καταβάλλεται στον εργαζόμενο, αλλά στον επιζώντα αυτού δεν είναι ικανό από τη φύση του να αποδυναμώσει την ερμηνεία αυτή, εφόσον τέτοια παροχή αποτελεί όφελος, η γενεσιουργός αιτία του οποίου έγκειται στην ασφάλιση του συζύγου του επιζώντος στο σύστημα, με αποτέλεσμα η σύνταξη να αποκτάται από τον επιζώντα στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσεως μεταξύ του εργοδότη και του συζύγου του και να καταβάλλεται στον επιζώντα λόγω της εργασίας του συζύγου του (σκέψη 13).

19 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, εφόσον το δικαίωμα συντάξεως επιζώντος γεννάται κατά το χρονικό σημείο της αποβιώσεως του εργαζομένου που ήταν ασφαλισμένος στο σύστημα, ο επιζών είναι ο μόνος που μπορεί να το διεκδικήσει. Το να μη του αναγνωρισθεί η δυνατότητα αυτή ισοδυναμεί για τις συντάξεις επιζώντων, με το να στερηθεί το άρθρο 119 οποιασδήποτε πρακτικής αποτελεσματικότητας.

20 Προκειμένου περί του αν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 119 έναντι των trustees επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, πρέπει να υπομνηστεί ότι με την απόφαση Barber το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι οι συντάξεις που καταβάλλονται από τέτοια συστήματα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119, έκρινε ότι το συμπέρασμα αυτό εξακολουθεί να ισχύει ακόμα και αν το σύστημα έχει συσταθεί υπό μορφήν trust και τελεί υπό τη διαχείριση trustees απολαυόντων τυπικής ανεξαρτησίας έναντι του εργοδότη, δεδομένου ότι το άρθρο 119 αφορά και τα οφέλη που καταβάλλει ο εργοδότης εμμέσως (σκέψεις 28 και 29).

21 Συνεπώς, ο εργοδότης, συνιστώντας το επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα υπό τη νομική μορφή του trust, δεν μπορεί να απαλλαγεί των υποχρεώσεων που υπέχει από το άρθρο 119.

22 'Οσο για τους trustees, παρόλον ότι είναι ξένοι προς την εργασιακή σχέση, καλούνται να δίνουν παροχές που, εντούτοις, δεν χάνουν τον χαρακτήρα αμοιβής υπό την έννοια του άρθρου 119. Συνεπώς, οι trustees είναι υποχρεωμένοι να πράξουν ό,τι εμπίπτει στις αρμοδιότητές τους προκειμένου να εξασφαλίσουν την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ως προς τις αμοιβές.

23 Βέβαια, οι υποχρεώσεις των trustees έναντι των ασφαλιζομένων από το σύστημα και των ελκόντων δικαιώματα από αυτούς καθορίζονται από την ιδρυτική πράξη του trust, που διέπεται από το εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, όπως ορθώς αναφέρει η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το χρήσιμο αποτέλεσμα του άρθρου 119 θα μειωνόταν σημαντικά και η νομική προστασία που απαιτεί η πραγματική ισότητα θα προσβαλλόταν σοβαρά, αν ο εργαζόμενος ή οι έλκοντες δικαιώματα από αυτόν μπορούσαν να επικαλεστούν τη διάταξη αυτή μόνον έναντι του εργοδότη, κατ' αποκλεισμόν των trustees οι οποίοι είναι ρητώς επιφορτισμένοι με την εκτέλεση των υποχρεώσεων του τελευταίου.

24 Συνεπώς, στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι έλκοντες δικαιώματα από αυτούς μπορούν να επικαλεστούν το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 της Συνθήκης έναντι των trustees επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, οι οποίοι οφείλουν να τηρούν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και υποχρεώσεών τους που καθορίζονται από την ιδρυτική πράξη του trust.

Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

25 Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν, στην περίπτωση που ορισμένοι κανόνες του συστήματος είναι ασυμβίβαστοι με την αρχή της ίσης αμοιβής, οι trustees οφείλουν να διαχειρίζονται το εν λόγω σύστημα μη τηρώντας τους κανόνες αυτούς ή αν ο εργοδότης και οι trustees οφείλουν να τους τροποποιήσουν προκειμένου να τους καταστήσουν συμβατούς με το άρθρο 119. Ερωτάται επιπλέον αν, εν πάση περιπτώσει, ο μοναδικός τρόπος για να αποκατασταθεί η ισότητα στη μεταχείριση συνίσταται στην ανύψωση του επιπέδου των παροχών που προβλέπονται για την κατηγορία που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση ή αν η ισότητα αυτή μπορεί επίσης να επιτευχθεί με μείωση των παροχών που προβλέπονται για την προνομιούχο κατηγορία.

26 'Οσον αφορά το πρώτο μέρος του ερωτήματος, πρέπει να υπομνηστεί ότι η αρχή της ίσης αμοιβής αποτελεί μια από τις βάσεις της Κοινότητας και ότι το άρθρο 119 δημιουργεί υπέρ των ιδιωτών δικαιώματα που τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να προστατεύουν. Λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα της διατάξεως αυτής, η απαγόρευση των διακρίσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων επιβάλλεται όχι μόνο στις ενέργειες των δημοσίων αρχών, αλλά εκτείνεται και στις συμβάσεις μεταξύ ιδιωτών, καθώς και σε όλες τις συμβάσεις που έχουν σκοπό να ρυθμίσουν κατά συλλογικό τρόπο την έμμισθη εργασία (βλ. την απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, 43/75, Defrenne, Συλλογή τόμος 1976, σ. 175, σκέψεις 12 και 39).

27 Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι εργοδότες και οι trustees δικαιούνται να επικαλεστούν τους κανόνες του συνταξιοδοτικού συστήματος ή αυτούς της ιδρυτικής πράξεως του trust, προκειμένου να απαλλαγούν της υποχρεώσεώς τους να εξασφαλίσουν ίση μεταχείριση στον τομέα των αμοιβών.

28 Αν οι εφαρμοστέοι εν προκειμένω κανόνες του εσωτερικού δικαίου τούς εμποδίζουν να ενεργούν εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους ή κατά παράβαση των διατάξεων της ιδρυτικής πράξεως του trust, οι εργοδότες και οι trustees είναι υποχρεωμένοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν την τήρηση της αρχής της ισότητας, να χρησιμοποιούν όλα τα μέσα που παρέχει το εσωτερικό δίκαιο, όπως είναι η προσφυγή στα εθνικά δικαστήρια, ειδικώς στις περιπτώσεις που, όπως φαίνεται να συμβαίνει εν προκειμένω, η παρέμβασή τους απαιτείται για να γίνουν τροποποιήσεις των διατάξεων του συνταξιοδοτικού συστήματος ή της ιδρυτικής πράξεως του trust.

29 Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, στα εθνικά δικαστήρια επιβάλλεται να εξασφαλίζουν τη νομική προστασία που απορρέει υπέρ των υποκειμένων του δικαίου από το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων της Συνθήκης (βλ. την απόφαση της 19ης Ιουνίου 1990, C-213/89, Factortame κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. Ι-2433, σκέψη 19). Για τον σκοπό αυτό, και ιδιαιτέρως στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια, εξαντλώντας κάθε περιθώριο εκτιμήσεως που τους παρέχεται από το εθνικό δίκαιο, να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν τις εφαρμοστέες εσωτερικές διατάξεις σύμφωνα με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου και, εφόσον τέτοια ερμηνεία δεν είναι δυνατή, να αφήνουν ανεφάρμοστο κάθε αντίθετο εθνικό κανόνα (βλ. την απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1988, 157/86, Murphy κ.λπ., Συλλογή 1988, σ. 673, σκέψη 11).

30 Προκειμένου περί του δευτέρου σκέλους του ερωτήματος, που αφορά τη μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να αποκατασταθεί η ισότητα στη μεταχείριση, πρέπει να υπομνηστεί ότι με την προαναφερθείσα απόφαση Defrenne, σκέψη 15, το Δικαστήριο, στο πλαίσιο προβληθέντος στην κύρια δίκη αιτήματος αποζημιώσεως λόγω διακρίσεως γενομένης στον τομέα των αμοιβών, έκρινε ότι η ένταξη του άρθρου 119 στο πλαίσιο της εξισώσεως των όρων εργασίας προς την κατεύθυνση της προόδου επιτρέπει την απόρριψη της αντιρρήσεως ότι το άρθρο αυτό μπορεί να τηρηθεί με άλλον τρόπο και όχι με αύξηση των χαμηλοτέρων μισθών.

31 Εξάλλου, με την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1991, C-184/89, Nimz (Συλλογή 1991, σ. Ι-247, σκέψεις 18 έως 20), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει, αφενός, να μην εφαρμόζει οποιαδήποτε εθνική διάταξη εισάγουσα διακρίσεις, χωρίς να έχει την υποχρέωση να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της δια της οδού των συλλογικών διαπραγματεύσεων ή με οποιαδήποτε άλλη σύμφωνη με το σύνταγμα διαδικασία και, αφετέρου, να εφαρμόζει υπέρ των μελών της ομάδας που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση το ίδιο καθεστώς του οποίου απολαύουν οι άλλοι εργαζόμενοι και το οποίο, ελλείψει ορθής εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης στο εθνικό δίκαιο, παραμένει το μόνο έγκυρο σύστημα αναφοράς.

32 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, άπαξ διαπιστωθεί από το Δικαστήριο δυσμενής διάκριση στον τομέα των αμοιβών και για όσο χρονικό διάστημα δεν λαμβάνονται από το συνταξιοδοτικό σύστημα μέτρα προς αποκατάσταση της ισότητας στη μεταχείριση, η τήρηση του άρθρου 119 δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνο με τη χορήγηση στα άτομα της κατηγορίας που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση των ιδίων πλεονεκτημάτων που απολαύουν τα άτομα της προνομιούχου κατηγορίας.

33 Δεν ισχύουν τα ίδια για τις περιόδους απασχολήσεως που διανύονται μετά τη θέση σε ισχύ κανόνων προοριζομένων να εξαλείψουν τη διάκριση, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή το άρθρο 119 δεν αντιτίθεται σε μέτρα που αποκαθιστούν την ισότητα στη μεταχείριση με μείωση των πλεονεκτημάτων των ατόμων που προηγουμένως ετύγχαναν ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως. Συγκεκριμένα, το άρθρο 119 απαιτεί μόνο να λαμβάνουν οι άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι ίση αμοιβή για όμοια εργασία, χωρίς, εντούτοις, να επιβάλλει συναφώς ένα συγκεκριμένο επίπεδο.

34 Τέλος, όσον αφορά τις περιόδους απασχολήσεως προ της 17ης Μαΐου 1990, ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως Barber, αρκεί η παρατήρηση ότι, όπως θα διευκρινιστεί κατωτέρω σε απάντηση του δευτέρου ερωτήματος, η απόφαση αυτή απέκλεισε τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 119 στις συνταξιοδοτικές παροχές που οφείλονται βάσει των περιόδων αυτών, με αποτέλεσμα οι εργοδότες και οι trustees να μην είναι πλέον υποχρεωμένοι να εξασφαλίσουν ίση μεταχείριση όσον αφορά τις ανωτέρω παροχές.

35 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι για τις περιόδους αυτές το κοινοτικό δίκαιο ουδεμία υποχρέωση επιβάλλει, ικανή από τη φύση της να δικαιολογήσει μέτρα περιορίζοντα a posteriori τα πλεονεκτήματα των οποίων είχαν τύχει οι γυναίκες.

36 Συνεπώς, στο δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι εργοδότες και οι trustees, αν το εθνικό δίκαιο τους απαγορεύει να ενεργούν εκτός του πλαισίου των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους ή κατά παράβαση των διατάξεων της ιδρυτικής πράξεως του trust, οφείλουν να χρησιμοποιούν όλα τα μέσα που παρέχει το εσωτερικό δίκαιο, όπως είναι η προσφυγή στα εθνικά δικαστήρια, προκειμένου να εξαλείψουν οποιαδήποτε διάκριση στον τομέα των αμοιβών. Επιπλέον, για τις περιόδους απασχολήσεως που διανύθηκαν μεταξύ της διαπιστώσεως της διακρίσεως από το Δικαστήριο και της θέσεως σε ισχύ μέτρων προοριζομένων να την εξαλείψουν, η ορθή εφαρμογή της αρχής της ίσης αμοιβής απαιτεί τη χορήγηση στους εργαζομένους που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση των ιδίων πλεονεκτημάτων που απολαύουν οι άλλοι εργαζόμενοι. Απεναντίας, για τις μεταγενέστερες της θέσεως σε ισχύ των ανωτέρω μέτρων περιόδους απασχολήσεως, το άρθρο 119 δεν αντιτίθεται στην αποκατάσταση της ισότητας με μείωση των πλεονεκτημάτων που απολαύουν οι προνομιούχοι εργαζόμενοι. Τέλος, προκειμένου περί περιόδων απασχολήσεως προγενεστέρων της 17ης Μαΐου 1990, ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως Barber, το κοινοτικό δίκαιο ουδεμία υποχρέωση επέβαλλε ικανή από τη φύση της να δικαιολογήσει μέτρα μειώνοντα a posteriori τα πλεονεκτήματα προνομιούχων εργαζομένων.

Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

37 Με το τρίτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο για τις ευθύνες των εργοδοτών αφενός και των trustees αφετέρου, στην περίπτωση που θεωρηθεί δεδομένο ότι μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 και έναντι των πρώτων και έναντι των δευτέρων.

38 Διαπιστώνεται συναφώς ότι, παρ' όλον ότι το άρθρο 119 ναι μεν επιβάλλει στους εργοδότες μια υποχρέωση αποτελέσματος, βάσει της οποίας οι εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες πρέπει να λαμβάνουν ίση αμοιβή για όμοια εργασία, εντούτοις, ούτε όμως το άρθρο αυτό ούτε κάποια άλλη κοινοτική διάταξη ρυθμίζει τον τρόπο εκπληρώσεως της υποχρεώσεως αυτής από τους εργοδότες ή, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων τους, από τους trustees επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος.

39 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει το καθήκον να επαγρυπνεί ούτως ώστε να εκπληρώνεται σε κάθε περίπτωση η προαναφερόμενη υποχρέωση αποτελέσματος, μπορεί να κάνει προς τούτο χρήση όλων των μέσων που του παρέχονται από το εσωτερικό του δίκαιο. 'Ετσι, μπορεί, ενδεχομένως, να αποφασίσει ότι ο εργοδότης πρέπει να καταβάλει συμπληρωματικά ποσά στο σύστημα, ότι κάθε ποσό που οφείλεται βάσει του άρθρου 119 πρέπει πρώτα να ληφθεί από το ενδεχόμενο πλεόνασμα του συστήματος αυτού ή ότι οι trustees πρέπει να πορισθούν τα ποσά που δικαιούνται οι ασφαλιζόμενοι από την περιουσία του συστήματος, ακόμα και αν ουδεμία αξίωση έχει εγερθεί κατά του εργοδότη ή αν ο τελευταίος δεν έχει αντιδράσει σε τέτοια αξίωση.

40 Συνεπώς, στο τρίτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να επαγρυπνεί για την ορθή εφαρμογή του άρθρου 119, λαμβανομένων υπόψη των ευθυνών που οι εργοδότες και οι trustees φέρουν βάσει των κανόνων του εσωτερικού δικαίου.

Επί του τετάρτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

41 Με το τέταρτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος το εθνικό δικαστήριο ερωτά για την επίδραση που θα μπορούσε να έχει στις απαντήσεις στα τρία πρώτα σκέλη του ίδιου ερωτήματος η ανεπάρκεια των πόρων που διαθέτουν οι trustees για την εξίσωση των παροχών.

42 Αρκεί να αναφερθεί συναφώς ότι το γεγονός ότι η εφαρμογή της αρχής της ίσης αμοιβής προσκρούει σε δυσχέρειες που απορρέουν από την ανεπάρκεια των πόρων που διαθέτουν οι trustees ή από την αδυναμία του εργοδότη να παράσχει συμπληρωματικούς πόρους αποτελεί πρόβλημα αναγόμενο στο εθνικό δίκαιο και δεν μπορεί να επηρεάσει τις απαντήσεις που δόθηκαν στα προηγούμενα ερωτήματα. Ωστόσο, όπως ορθώς υπογράμμισε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, το εθνικό δίκαιο πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής υπό το πρίσμα της προαναφερομένης αρχής.

43 Συνεπώς, στο τέταρτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα ενδεχόμενα προβλήματα που απορρέουν από την ανεπάρκεια των πόρων που οι trustees διαθέτουν για την εξίσωση των παροχών πρέπει να επιλύονται βάσει του εθνικού δικαίου υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης αμοιβής και δεν μπορούν να επηρεάσουν τις απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα.

Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου ερωτήματος

44 Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ακριβούς περιεχομένου του περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως Barber.

45 Εν προκειμένω, όπως το Δικαστήριο έχει ήδη επισημάνει με την προαναφερθείσα απόφαση Ten Oever, αρκεί να αναφερθεί ότι ο ανωτέρω περιορισμός αποσαφηνίστηκε στο συγκεκριμένο πλαίσιο πσροχών (ειδικότερα συντάξεων), οι οποίες προβλέπονταν από ιδιωτικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα και οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης (σκέψη 16).

46 Στην απόφαση αυτή ελήφθη υπόψη η ιδιαιτερότητα αυτού του είδους αμοιβής που συνίσταται στον χρονικό διαχωρισμό μεταξύ της γενέσεως του δικαιώματος συντάξεως που πραγματοποιείται προοδευτικώς με την εξέλιξη της σταδιοδρομίας του εργαζομένου και της πραγματικής καταβολής της παροχής που, αντιθέτως, αναβάλλεται μέχρι δεδομένη ηλικία (σκέψη 17).

47 Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη τα χαρακτηριστικά των μηχανισμών χρηματοδοτήσεως των επαγγελματικών συντάξεων και, επομένως, τον λογιστικό σύνδεσμο που υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση μεταξύ των περιοδικών εισφορών και των ποσών που πρέπει να καταβληθούν στο μέλλον (σκέψη 18).

48 Ενόψει επίσης των λόγων που υπαγόρευσαν τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως Barber, όπως εκτίθενται στη σκέψη 44 αυτής, πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων παρά μόνον ως προς τις παροχές που οφείλονται λόγω περιόδων απασχολήσεως μεταγενεστέρων της 17ης Μαΐου 1990, ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως, με την επιφύλαξη της εξαιρέσεως που προβλέπεται υπέρ των εργαζομένων ή των ελκόντων δικαιώματα από αυτούς οι οποίοι, πριν από την ημερομηνία αυτή, έχουν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή έχουν υποβάλει ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση (σκέψη 19).

49 Συνεπώς, στο πρώτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, βάσει της αποφάσεως Barber, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 της Συνθήκης προκειμένου να απαιτηθεί ίση μεταχείριση στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων, παρά μόνο για τις παροχές που οφείλονται λόγω περιόδων απασχολήσεως μεταγενεστέρων της 17ης Μαΐου 1990, με την επιφύλαξη της εξαιρέσεως που προβλέπεται υπέρ των εργαζομένων ή των ελκόντων δικαιώματα από αυτούς, οι οποίοι πριν από την ημερομηνία αυτή έχουν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή έχουν υποβάλει ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση.

Επί του δευτέρου και του τρίτου σκέλους του δευτέρου ερωτήματος

50 Το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος είναι άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι στηρίζονται στην προϋπόθεση διαφορετικής απαντήσεως στο πρώτο σκέλος από αυτήν που έχει δοθεί, δηλαδή στο ότι μπορεί επίσης να απαιτηθεί ίση μεταχείριση για τις παροχές που οφείλονται λόγω περιόδων απασχολήσεως προγενεστέρων της 17ης Μαΐου 1990.

Επί του τετάρτου σκέλους του δευτέρου ερωτήματος

51 Με το τέταρτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος ερωτάται αν και κατά ποιον τρόπο ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως Barber έχει εφαρμογή στις συντάξεις επιζώντων.

52 Πρέπει να υπομνηστεί συναφώς ότι, όπως έχει επισημανθεί πιο πάνω στη σκέψη 18, οι προβλεπόμενες στο πλαίσιο επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων συντάξεις επιζώντων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης.

53 Πρέπει να παρατηρηθεί επιπλέον ότι οι συντάξεις επιζώντων, ακριβώς όπως ο καθορισμός της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, περιλαμβάνονται μεταξύ των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 9 της οδηγίας 86/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως (JO L 225, σ. 40). Πάντως, ακριβώς η ύπαρξη των προαναφερομένων εξαιρέσεων είναι αυτή που οδήγησε το Δικαστήριο να θεωρήσει ότι τα κράτη μέλη και οι ενδιαφερόμενοι κύκλοι ευλόγως μπορούσαν να σταθμίσουν ότι το άρθρο 119 δεν είχε εν προκειμένω εφαρμογή και, κατά συνέπεια, να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεως Barber (σκέψεις 42 και 43).

54 Συνεπώς, ο περιορισμός αυτός πρέπει να έχει εφαρμογή και στις συντάξεις επιζώντων.

55 Λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του γεγονότος ότι η σύνταξη επιζώντος αποτελεί όφελος η γενεσιουργός αιτία του οποίου έγκειται στην ασφάλιση του συζύγου του επιζώντος σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, με αποτέλεσμα η σύνταξη να αποκτάται από τον επιζώντα στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσεως μεταξύ του εργοδότη και του συζύγου του, και, αφετέρου, του γεγονότος ότι η σύνταξη επιζώντος χρηματοδοτείται από εισφορές που κατέβαλλε ο σύζυγος κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του ζωής, ο επιζών δεν μπορεί να αξιώσει συναφώς ίση μεταχείριση παρά μόνο σε σχέση με περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της 17ης Μαΐου 1990.

56 Συνεπώς, στο τέταρτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως Barber έχει εφαρμογή στις συντάξεις επιζώντων και ότι, επομένως, δεν μπορεί να προβληθεί αξίωση για ίση μεταχείριση στον τομέα αυτόν, παρά μόνο σε σχέση με περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της 17ης Μαΐου 1990.

Επί του πέμπτου σκέλους του δευτέρου ερωτήματος

57 Με το πέμπτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν και κατά ποιον τρόπο ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως Barber έχει εφαρμογή στις παροχές που οφείλονται βάσει επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως τα οποία δεν συνδέονται με τη διάρκεια της πραγματικής περιόδου απασχολήσεως.

58 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν παροχές όπως η καταβολή εφ' άπαξ χρηματικού ποσού στην περίπτωση αποβιώσεως εργαζομένου εν όσω διαρκεί η εργασιακή του σχέση.

59 Αρκεί να παρατηρηθεί συναφώς ότι, εφόσον παροχή αυτού του είδους οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι υφίσταται εργασιακή σχέση κατά το χρονικό σημείο της επελεύσεως του γεγονότος που αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της παροχής αυτής, ανεξαρτήτως της διαρκείας προγενεστέρων περιόδων απασχολήσεως, ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως Barber δεν ισχύει παρά μόνο για τις περιπτώσεις που η ως άνω γενεσιουργός αιτία παρήχθη πριν από τις 17 Μαΐου 1990. Μετά την ημερομηνία αυτή, τέτοιες παροχές πρέπει να χορηγούνται σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, χωρίς να συντρέχει λόγος να γίνεται διάκριση μεταξύ περιόδων απασχολήσεως προγενεστέρων και μεταγενεστέρων της αποφάσεως Barber.

60 Συνεπώς, στο πέμπτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως Barber δεν έχει εφαρμογή στις παροχές που δεν συνδέονται με τη διάρκεια της πραγματικής περιόδου απασχολήσεως, παρά μόνο στην περίπτωση που το γεγονός που αποτελεί τη γενεσιουργό τους αιτία επήλθε πριν από τις 17 Μαΐου 1990.

Επί του τρίτου ερωτήματος

61 Με το τρίτο ερώτημα το High Court ερωτά το Δικαστήριο για το αν η απόφαση Barber, και πιο συγκεκριμένα ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της, αφορά όχι μόνον τα "συμβατικώς οργανωμένα", αλλά και τα μη "συμβατικώς οργανωμένα" επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα.

62 Διαπιστώνεται συναφώς ότι με την απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1993, C-110/91, Moroni (Συλλογή, 1993, σ. Ι-6591), το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει ότι η απόφαση Barber αφορά και τα επίμαχα στην υπόθεση Moroni γερμανικού τύπου επαγγελματικά συστήματα επικουρικής συνταξιοδοτήσεως.

63 Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο, αφού δέχθηκε ότι τα πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν την αφορμή της αποφάσεως Barber αφορούσαν ένα συμβατικώς οργανωμένο επαγγελματικό σύστημα, υπενθύμισε, ωστόσο, ότι, για να αναγνωρίσει ότι οι συντάξεις που καταβάλλονται βάσει συστήματος αυτού του είδους εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης, στηρίχθηκε στα ίδια κριτήρια με αυτά που είχε χρησιμοποιήσει στην παλαιότερη νομολογία του προκειμένου να κάνει διάκριση μεταξύ των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως και των επαγγελματικών συστημάτων προνοίας (σκέψεις 12 και 13).

64 'Ετσι, με την απόφαση της 25ης Μαΐου 1971, Defrenne (80/70, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 815, σκέψεις 7 και 8), το Δικαστήριο είπε ότι η έννοια της αμοιβής δεν μπορεί να αφορά τα συστήματα ή τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως τις συντάξεις λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου, που ρυθμίζονται απευθείας από τον νόμο, κατ' αποκλεισμόν κάθε στοιχείου διαβουλεύσεως εντός της επιχειρήσεως ή του οικείου επαγγελματικού κλάδου, και που έχουν υποχρεωτική εφαρμογή σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων. Συγκεκριμένα, τα συστήματα αυτά διασφαλίζουν στους εργαζομένους το ευεργέτημα ενός εκ του νόμου συστήματος, στη χρηματοδότηση του οποίου συμβάλλουν οι εργαζόμενοι, οι εργοδότες και, ενδεχομένως, οι δημόσιες αρχές σε αναλογία αποτελούσα συνάρτηση λιγότερο της εργασιακής σχέσεως μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου και περισσότερο στοιχείων κοινωνικής πολιτικής.

65 Με την απόφαση της 13ης Μαΐου 1986, 170/84, Bilka (Συλλογή 1986, σ. 1607), που αφορά ένα γερμανικό επαγγελματικό σύστημα, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το εν λόγω σύστημα, ακόμα και αν είχε θεσπιστεί σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, απορρέει από διαβούλευση μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων, είναι επικουρικό του εκ του νόμου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και ουδεμιάς δημοσίας χρηματοδοτικής παρεμβάσεως τυγχάνει. Σύστημα που εμφανίζει τέτοια χαρακτηριστικά εμπίπτει, συνεπώς, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης.

66 'Ομως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα αυτά τα κριτήρια απαντώνται και στα μη συμβατικώς οργανωμένα επαγγελματικά συστήματα.

67 Συγκεκριμένα, και τα τελευταία απορρέουν είτε από διαβούλευση μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων ή των εκπροσώπων τους είτε από μονομερή απόφαση του εργοδότη. Η χρηματοδότησή τους επίσης εξασφαλίζεται πλήρως από τον εργοδότη ή από κοινού από αυτόν και τους εργαζόμενους, χωρίς οι δημόσιες αρχές να μετέχουν σ' αυτήν.

68 Επί πλέον, τέτοια συστήματα ούτε έχουν υποχρεωτική εφαρμογή σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων, αλλά αφορούν μόνον τους μισθωτούς ορισμένων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα η ασφάλιση στα πιο πάνω συστήματα να απορρέει υποχρεωτικώς από την εργασιακή σχέση με τον συγκεκριμένο εργοδότη. Τέλος, τα εν λόγω συστήματα, παρ' όλον ότι έχουν συσταθεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, διέπονται από ιδιαίτερες για το κάθε ένα ρυθμίσεις.

69 Πρέπει, τέλος, να αναφερθεί ότι η απόφαση Barber αντιμετώπισε για πρώτη φορά το ζήτημα της αξιολογήσεως με γνώμονα το άρθρο 119 της άνισης μεταχειρίσεως που απορρέει από τον καθορισμό διαφορετικών ηλικιών συνταξιοδοτήσεως αναλόγως του φύλου. Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι τέτοια διαφοροποίηση δεν αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα των συμβατικώς οργανωμένων επαγγελματικών συστημάτων το αντίθετο μάλιστα, απαντάται στα άλλα είδη επαγγελματικών συστημάτων και παράγει τα ίδια γενεσιουργά διακρίσεων αποτελέσματα.

70 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει, αφενός, ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι αρχές που τέθηκαν με την απόφαση Barber έχουν περιεχόμενο που περιορίζεται στα συμβατικώς οργανωμένα επαγγελματικά συστήματα και, αφετέρου, ότι οι αρχές αυτές αφορούν και τα μη συμβατικώς οργανωμένα επαγγελματικά συστήματα, όπως τα γερμανικού τύπου επαγγελματικά συστήματα που αποτέλεσαν το αντικείμενο της προαναφερθείσας αποφάσεως Moroni.

71 Συνεπώς, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι αρχές που τέθηκαν με την απόφαση Barber, και πιο συγκεκριμένα ο περιορισμός των διαχρονικών της αποτελεσμάτων, αφορούν όχι μόνον τα συμβατικώς οργανωμένα, αλλά και τα μη συμβατικώς οργανωμένα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα.

Επί του τετάρτου ερωτήματος

72 Με το τέταρτο ερώτημα, το High Court ερωτά στην ουσία αν το άρθρο 119 αντιτίθεται στο να λαμβάνονται υπόψη, στο πλαίσιο επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, διαφορετικά αναλόγως του φύλου στατιστικά ασφαλιστικά στοιχεία, και, σε καταφατική περίπτωση, πώς εφαρμόζεται στο πλαίσιο αυτό ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως Barber.

73 Τα επίμαχα στατιστικά ασφαλιστικά στοιχεία είναι ουσιαστικώς αυτά που συνδέονται με δημογραφικές παρατηρήσεις. Εφόσον οι γυναίκες ζουν, κατά μέσον όρον, περισσότερο απ' ό,τι οι άνδρες, η μελλοντική τους σύνταξη είναι δαπανηρότερη αυτής των ανδρών και απαιτεί την καταβολή εκ μέρους του εργοδότη υψηλοτέρων εισφορών.

74 Το ότι λαμβάνονται υπόψη τέτοια στατιστικά ασφαλιστικά στοιχεία σημαίνει ότι, ιδίως στις περιπτώσεις μετατροπής μέρους της συντάξεως σε εφάπαξ καταβαλλόμενο χρηματικό ποσό και στις περιπτώσεις μεταφοράς των κτηθέντων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, οι εργαζόμενοι άνδρες δικαιούνται ποσών κατωτέρων αυτών που δικαιούνται οι εργαζόμενες γυναίκες.

75 Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν τέτοιες διαφορές συμβιβάζονται με το άρθρο 119, πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα αν οι παροχές μεταφοράς των κτηθέντων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και εφ' άπαξ καταβολής χρηματικών ποσών συνιστούν αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου αυτού.

76 Πρέπει να υπομνηστεί συναφώς ότι, με την απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 1993, C-152/91, Neath (Συλλογή 1993, σ. Ι-6935), το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι η χρησιμοποίηση διαφορετικών αναλόγως του φύλου στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων στο πλαίσιο του στηριζομένου στην κεφαλαιοποίηση τρόπου χρηματοδοτήσεως των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων καθορισμένων παροχών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης.

77 Για να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο πρώτα υπενθύμισε ότι η έννοια της αμοιβής κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 119 περιλαμβάνει όλα τα οφέλη σε χρήμα ή σε είδος, τωρινά ή μελλοντικά, αρκεί να καταβάλλονται, έστω και εμμέσως, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της εργασίας του τελευταίου (σκέψη 28).

78 Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το αξίωμα επί του οποίου στηρίζεται η έννοια αυτή συνίσταται στο ότι ο εργοδότης αναλαμβάνει τη δέσμευση, έστω και μονομερώς, να καταβάλει στους μισθωτούς του καθορισμένες παροχές ή να τους χορηγήσει συγκεκριμένα οφέλη και ότι οι μισθωτοί, παράλληλα, προσδοκούν την εκ μέρους του εργοδότη καταβολή των παροχών αυτών ή τη χορήγηση των εν λόγω ωφελημάτων. Επομένως, ό,τι δεν καλύπτεται από αυτή τη δέσμευση και, συνεπώς, δεν περιλαμβάνεται στην αντίστοιχη προσδοκία των μισθωτών παραμένει, κατά το Δικαστήριο, ξένο προς την έννοια της αμοιβής (σκέψη 29).

79 Πάντως, στο πλαίσιο επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων καθορισμένων παροχών, όπως τα επίμαχα στην απόφαση Neath και στην παρούσα υπόθεση, η δέσμευση που ο εργοδότης αναλαμβάνει έναντι των μισθωτών του αφορά την, από δεδομένη χρονική στιγμή, περιοδική καταβολή συντάξεως, τα κριτήρια καθορισμού της οποίας είναι ήδη γνωστά κατά την ανάληψη αυτής της δεσμεύσεως από τον εργοδότη και η οποία αποτελεί αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 119. Αντιθέτως, η δέσμευση αυτή δεν αφορά κατ' ανάγκην τον τρόπο χρηματοδοτήσεως που επιλέγεται για να εξασφαλιστεί η περιοδική καταβολή της συντάξεως, τρόπος ο οποίος παραμένει, έτσι, εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 119 (σκέψη 30).

80 Εφόσον πρόκειται περί συστημάτων που βασίζονται σε εισφορές, η προαναφερόμενη χρηματοδότηση εξασφαλίζεται από τις εισφορές των εργαζομένων και από αυτές των εργοδοτών. Οι πρώτες αποτελούν συνιστώσα της αμοιβής του εργαζομένου, δεδομένου ότι επηρεάζουν απευθείας τον μισθό που αποτελεί εξ ορισμού αμοιβή (βλ. την απόφαση της 11ης Μαρτίου 1981, 69/80, Worringham, Συλλογή 1981, σ. 767) επομένως το ύψος τους πρέπει να είναι το ίδιο για όλους τους εργαζομένους, άνδρες και γυναίκες, πράγμα που όντως συμβαίνει εν προκειμένω. Τα πράγματα διαφέρουν όσον αφορά τις εργοδοτικές εισφορές, οι οποίες προορίζονται για τη συμπλήρωση του απαραιτήτου χρηματικού ποσού για να καλυφθεί το κόστος των υπεσχημένων συντάξεων, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η μελλοντική καταβολή τους η οποία αποτελεί το αντικείμενο της δεσμεύσεως που ανέλαβε ο εργοδότης (σκέψη 31).

81 Από τα προεκτεθέντα το Δικαστήριο εξήγαγε το συμπέρασμα ότι, σε αντίθεση με την περιοδική καταβολή των συντάξεων, η οφειλόμενη στη χρησιμοποίηση διαφορετικών αναλόγως του φύλου στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων ανισότητα των εισφορών που οι εργοδότες καταβάλλουν στο πλαίσιο των δια κεφαλαιοποιήσεως χρηματοδοτουμένων συνταξιοδοτικών συστημάτων καθορισμένων παροχών δεν μπορεί να αξιολογηθεί με γνώμονα το άρθρο 119 (σκέψη 32).

82 Το Δικαστήριο έκρινε ότι το συμπέρασμα αυτό εκτείνεται αναπόφευκτα στα συγκεκριμένα είδη παροχών στα οποία αναφέρονταν τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία, όπως εν προκειμένω, αφορούσαν την εφάπαξ καταβολή μέρους της περιοδικής συντάξεως, καθώς και τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, η αξία των οποίων δεν μπορεί να προσδιοριστεί παρά μόνον αναλόγως του επιλεγέντος τρόπου χρηματοδοτήσεως (σκέψη 33).

83 Προκειμένου να δοθεί πλήρης απάντηση στα ερωτήματα του High Court, πρέπει να προστεθεί ότι ούτε και οι άλλες δύο υπό εξέταση περιπτώσεις, δηλαδή η σύνταξη σε εξαρτώμενον από συνταξιούχο που παρέχεται έναντι της παραιτήσεως του συνταξιούχου από μέρος της ετησίας συντάξεως, καθώς και η μειωμένη σύνταξη στην περίπτωση που ο εργαζόμενος επιλέξει να τύχει πρόωρης συνταξιοδοτήσεως, μπορούν να αξιολογηθούν ανεξαρτήτως του επιλεγέντος τρόπου χρηματοδοτήσεως. Εφόσον ο τρόπος χρηματοδοτήσεως είναι ξένος προς το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119, η ανισότητα των ποσών των ανωτέρω παροχών, που οφείλεται στις συνέπειες της χρησιμοποιήσεως στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων όταν συντελείται η χρηματοδότηση του συστήματος, δεν μπορεί να αξιολογηθεί με γνώμονα το άρθρο αυτό.

84 Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων αυτών, το σκέλος του τετάρτου ερωτήματος, που αφορά την ενδεχόμενη εφαρμογή εν προκειμένω του περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως Barber, είναι άνευ αντικειμένου.

85 Συνεπώς, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η χρησιμοποίηση διαφορετικών αναλόγως του φύλου στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων στο πλαίσιο του στηριζομένου στην κεφαλαιοποίηση τρόπου χρηματοδοτήσεως των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων καθορισμένων παροχών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης. Συνεπώς, ούτε οι ανισότητες στα ποσά των παροχών που είναι καταβλητέες εφάπαξ ή που οφείλονται λόγω υποκαταστάσεως στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα άλλων προσώπων και που η αξία τους δεν μπορεί να προσδιοριστεί παρά μόνον αναλόγως του τρόπου χρηματοδοτήσεως του συστήματος, μπορούν να αξιολογηθούν με γνώμονα το άρθρο 119.

Επί του πρώτου σκέλους του πέμπτου ερωτήματος

86 Με το πρώτο σκέλος του πέμπτου ερωτήματος, το High Court ερωτά αν η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που διακηρύσσεται στο άρθρο 119 έχει εφαρμογή σε όλες τις συνταξιοδοτικές παροχές που καταβάλλονται από τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα ή αν πρέπει να γίνει διάκριση αναλόγως του είδους των εισφορών λόγω των οποίων καταβάλλονται οι ανωτέρω παροχές, δηλαδή αναλόγως του αν πρόκειται περί εργοδοτικών εισφορών ή περί εισφορών των μισθωτών, είτε οι τελευταίες είναι υποχρεωτικές είτε είναι προαιρετικές.

87 Πρέπει να παρατηρηθεί συναφώς ότι με την απόφαση Barber το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συντάξεις που καταβάλλονται από τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα αποτελούν οφέλη παρεχόμενα από τον εργοδότη στους εργαζομένους λόγω της απασχολήσεως των τελευταίων και ότι, συνεπώς, πρέπει να θεωρούνται ως αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 119, δεδομένου ότι η χρηματοδότησή τους εξασφαλίζεται πλήρως από τον εργοδότη ή από κοινού από αυτόν και τους εργαζομένους, ενώ οι δημόσιες αρχές σε ουδεμία περίπτωση μετέχουν στη χρηματοδότηση αυτή (σκέψη 25).

88 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το άρθρο 119 έχει εφαρμογή σε όλες τις προς εργαζόμενο καταβλητέες παροχές από επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, είτε πρόκειται περί συστήματος βασιζομένου είτε μη βασιζομένου σε εισφορές. Συνεπώς, το γεγονός ότι οι εισφορές βαρύνουν τον εργοδότη ή τους εργαζομένους ουδεμία έχει επίδραση στην εφαρμογή της εννοίας της αμοιβής στις επαγγελματικές συντάξεις, οι οποίες πρέπει στο σύνολό τους και ανεξάρτητα από την πηγή της χρηματοδοτήσεώς τους να είναι σύμφωνες με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

89 Ακόμη περισσότερο έτσι έχουν τα πράγματα εν προκειμένω, όπου από τη δικογραφία προκύπτει ότι, από λογιστικής απόψεως, οι εργοδοτικές εισφορές και οι εισφορές των μισθωτών, άπαξ και καταβληθούν στο σύστημα, καθίστανται ως σύνολο αντικείμενο διαχειρίσεως και δεν είναι πλέον δυνατόν να διαχωρισθούν.

90 Ωστόσο, τα πράγματα έχουν διαφορετικά όσον αφορά τις ενδεχόμενες πρόσθετες εισφορές που οι μισθωτοί καταβάλλουν προαιρετικώς με σκοπό να τύχουν συμπληρωματικών παροχών, όπως είναι, για παράδειγμα, επικουρική πάγια σύνταξη για τον ασφαλιζόμενο ή τα πρόσωπα που τον επιβαρύνουν, εφάπαξ καταβολή αφορολογήτου συμπληρωματικού χρηματικού ποσού ή συμπληρωματικές παροχές χρηματικών ποσών αιτία θανάτου.

91 Συγκεκριμένα, από τη Διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι αυτές οι συμπληρωματικές παροχές υπολογίζονται χωριστά και βάσει μόνον της αξίας των καταβαλλομένων εισφορών, οι οποίες καταβάλλονται σε ειδικό ταμείο που οι trustees διαχειρίζονται ως χωριστό ταμείο από αυτό που τροφοδοτείται από τις εισφορές του εργοδότη και των μισθωτών στο πλαίσιο του υπό στενή έννοια επαγγελματικού συστήματος συνταξιοδοτήσεως.

92 Λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι, όπως επίσης προκύπτει από τη Διάταξη περί παραπομπής, τα επαγγελματικά συστήματα, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 12 του Social Security Act 1986, έχουν μόνον την υποχρέωση να προβλέπουν το αναγκαίο διαχειριστικό πλαίσιο που θα επιτρέψει στους ασφαλιζομένους που το επιθυμούν να καταβάλλουν πρόσθετες εισφορές με σκοπό την απόκτηση συμπληρωματικών παροχών σε σχέση με τις παροχές που δικαιούνται να προσδοκούν λόγω της απασχολήσεώς τους, τέτοιες παροχές δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αμοιβή υπό την έννοια του άρθρου 119.

93 Κατά συνέπεια, στο πρώτο σκέλος του πέμπτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που διακηρύσσεται στο άρθρο 119 έχει εφαρμογή σε όλες τις συνταξιοδοτικές παροχές των επαγγελματικών συστημάτων, χωρίς να συντρέχει λόγος να γίνει διάκριση αναλόγως του είδους των εισφορών βάσει των οποίων καταβάλλονται οι ανωτέρω παροχές, δηλαδή αναλόγως του αν πρόκειται περί εργοδοτικών εισφορών ή περί εισφορών των μισθωτών. Ωστόσο, κατά το μέτρο που επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα περιορίζεται να θέσει στη διάθεση των ασφαλιζομένων το αναγκαίο διαχειριστικό πλαίσιο, οι συμπληρωματικές παροχές που απορρέουν από εισφορές καταβληθείσες εντελώς προαιρετικώς από τους μισθωτούς δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119.

Επί του δευτέρου σκέλους του πέμπτου ερωτήματος

94 Με το δεύτερο σκέλος του πέμπτου ερωτήματος ερωτάται στην ουσία αν, στην περίπτωση μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από ένα επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα σε άλλο λόγω αλλαγής της απασχολήσεως του εργαζομένου, το δεύτερο σύστημα είναι υποχρεωμένο, κατά το χρονικό σημείο που ο εργαζόμενος αυτός φθάσει σε ηλικία συνταξιοδοτήσεως, να αυξήσει τις παροχές που, όταν αποδέχθηκε την ανωτέρω μεταφορά, ανέλαβε την υποχρέωση να του καταβάλει, έτσι ώστε να εξαλειφθούν τα αντίθετα προς το άρθρο 119 αποτελέσματα που απορρέουν εις βάρος του εργαζομένου από ανεπάρκεια του μεταφερθέντος κεφαλαίου οφειλόμενη σε δυσμενή μεταχείριση της οποίας αυτός είχε τύχει στο πλαίσιο του πρώτου συστήματος.

95 Πρέπει να αναφερθεί συναφώς ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 119 υπέρ του εργαζομένου δεν μπορούν να θιγούν από το γεγονός ότι αλλάζει απασχόληση και οφείλει να ενταχθεί σε νέο συνταξιοδοτικό σύστημα, δεδομένου ότι στο σύστημα αυτό μεταφέρονται τα κεκτημένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

96 Κατά συνέπεια, κατά το χρονικό σημείο της συνταξιοδοτήσεώς του, ο εργαζόμενος δικαιούται να προσδοκά να του προσφέρει το σύστημα, στο οποίο πλέον ασφαλίζεται, σύνταξη σύμφωνη με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

97 Αν αποδειχθεί ότι δεν έχουν έτσι τα πράγματα, ιδίως λόγω ανεπαρκούς χρηματοδοτήσεως, το σύστημα-πληρωτής θα πρέπει, καταρχήν, να κάνει τα πάντα, προκειμένου να αποκαταστήσει την ισότητα, απαιτώντας ενδεχομένως, βάσει του εθνικού δικαίου, τα αναγκαία ποσά από το σύστημα που προέβη στην ανεπαρκή μεταφορά.

98 Ωστόσο, εφόσον το Δικαστήριο με την απόφαση Barber περιόρισε το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου αυτού προκειμένου να απαιτηθεί ίση μεταχείριση στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων παρά μόνο για τις παροχές που οφείλονται βάσει περιόδων απασχολήσεως μεταγενεστέρων της 17ης Μαΐου 1990, ούτε το σύστημα που προέβη στη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων ούτε εκείνο προς το οποίο έγινε η μεταφορά υποχρεούνται να λάβουν τα αναγκαία χρηματοδοτικά μέτρα, προκειμένου να αποκαταστήσουν την ισότητα όσον αφορά τις προγενέστερες της 17ης Μαΐου 1990 περιόδους απασχολήσεως.

99 Συνεπώς, στο δεύτερο σκέλος του πέμπτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, στην περίπτωση μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από ένα επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα σε άλλο λόγω αλλαγής της απασχολήσεως του εργαζομένου, το δεύτερο σύστημα είναι υποχρεωμένο, κατά το χρονικό σημείο που ο εργαζόμενος αυτός φθάσει σε ηλικία συνταξιοδοτήσεως, να αυξήσει τις παροχές που, αποδεχθέν την ανωτέρω μεταφορά, δεσμεύεται να του καταβάλει, έτσι ώστε να εξαλειφθούν τα αντίθετα προς το άρθρο 119 αποτελέσματα που απορρέουν εις βάρος του εργαζομένου από ανεπάρκεια του μεταφερθέντος κεφαλαίου, οφειλόμενη σε γενεσιουργό δυσμενών διακρίσεων μεταχείριση της οποίας αυτός είχε τύχει στο πλαίσιο του πρώτου συστήματος, και τούτο για τις παροχές που οφείλονται βάσει περιόδων απασχολήσεως μεταγενεστέρων της 17ης Μαΐου 1990.

Επί του έκτου ερωτήματος

100 Με το έκτο ερώτημα, το High Court ερωτά αν το άρθρο 119 μπορεί να έχει εφαρμογή και στα συστήματα στα οποία ουδέποτε έχουν ασφαλιστεί άλλα άτομα εκτός από άτομα ενός και μόνο φύλου.

101 Με την απόφαση της 27ης Μαρτίου 1980, 129/79, Macarthys (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 645), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συγκρίσεις, στην περίπτωση πραγματικών διακρίσεων που εμπίπτουν απευθείας στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119, περιορίζονται σε προσεγγίσεις που στηρίζονται σε συγκεκριμένες εκτιμήσεις και αφορούν εργασία που πράγματι παρέχεται στο πλαίσιο της ίδιας επιχειρήσεως ή υπηρεσίας από εργαζομένους διαφορετικού φύλου (σκέψη 15).

102 Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι τέτοιες προσεγγίσεις είναι επίσης δυνατές μεταξύ δύο εργαζομένων διαφορετικού φύλου, οι οποίοι εκτελούν όμοια εργασία, αλλά κατά τη διάρκεια διαφορετικών χρονικών περιόδων. Ωστόσο, σε μια τέτοια περίπτωση, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν η ενδεχόμενη διαφορετική μεταχείριση μπορεί να εξηγηθεί από την παρέμβαση παραγόντων ξένων προς κάθε διάκριση βασισμένη στο φύλο (σκέψεις 11 και 12).

103 Αν στην οικεία επιχείρηση δεν υπάρχει ούτε υπήρξε ποτέ εργαζόμενος του ετέρου φύλου εκτελών παρεμφερή εργασία, ένας εργαζόμενος δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 119 προκειμένου να αξιώσει την αμοιβή της οποίας ενδεχομένως θα εδικαιούτο αν ανήκε στο άλλο φύλο. Συγκεκριμένα, σε τέτοια περίπτωση, το ουσιώδες κριτήριο προκειμένου να εξακριβωθεί η ίση μεταχείριση στον τομέα της αμοιβής, που είναι η εκτέλεση όμοιας εργασίας και η λήψη ίσης αμοιβής, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή.

104 Συνεπώς, στο έκτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε συστήματα στα οποία ουδέποτε έχουν ασφαλιστεί άλλα άτομα εκτός από άτομα ενός και μόνο φύλου.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

105 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική, η Δανική, η Ιρλανδική και η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 23ης Ιουλίου 1991 το High Court of Justice of England and Wales, Chancery Division, αποφαίνεται:

1) Tόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι έλκοντες δικαιώματα από αυτούς μπορούν να επικαλεστούν το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 της Συνθήκης έναντι των trustees επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, οι οποίοι οφείλουν να τηρούν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων και υποχρεώσεών τους που καθορίζονται από την ιδρυτική πράξη του trust.

2) Oι εργοδότες και οι trustees, αν το εθνικό δίκαιο τους απαγορεύει να ενεργούν εκτός του πλαισίου των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων τους ή κατά παράβαση των διατάξεων της ιδρυτικής πράξεως του trust, οφείλουν να χρησιμοποιούν όλα τα μέσα που παρέχει το εσωτερικό δίκαιο, όπως είναι η προσφυγή στα εθνικά δικαστήρια, προκειμένου να εξαλείψουν οποιαδήποτε διάκριση στον τομέα των αμοιβών.

3) Για τις περιόδους απασχολήσεως που διανύθηκαν μεταξύ της διαπιστώσεως της διακρίσεως από το Δικαστήριο και της θέσεως σε ισχύ μέτρων προοριζομένων να την εξαλείψουν, η ορθή εφαρμογή της αρχής της ίσης αμοιβής απαιτεί τη χορήγηση στους εργαζομένους που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση των ιδίων πλεονεκτημάτων που απολαύουν οι πλέον ευνοούμενοι εργαζόμενοι. Απεναντίας, για τις μεταγενέστερες της θέσεως σε ισχύ των ανωτέρω μέτρων περιόδους απασχολήσεως, το άρθρο 119 δεν αντιτίθεται στην αποκατάσταση της ισότητας με μείωση των πλεονεκτημάτων που απολαύουν οι προνομιούχοι εργαζόμενοι. Τέλος, προκειμένου περί περιόδων απασχολήσεως προγενεστέρων της 17ης Μαΐου 1990, ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως Barber, το κοινοτικό δίκαιο ουδεμία υποχρέωση επέβαλλε δυνάμενη να δικαιολογήσει μέτρα μειώνοντα a posteriori τα πλεονεκτήματα των πλέον ευνοουμένων εργαζομένων.

4) Tο εθνικό δικαστήριο πρέπει να επαγρυπνεί για την ορθή εφαρμογή του άρθρου 119, λαμβανομένων υπόψη των ευθυνών που οι εργοδότες και οι trustees φέρουν βάσει των κανόνων του εσωτερικού δικαίου.

5) Τα ενδεχόμενα προβλήματα που απορρέουν από την ανεπάρκεια των πόρων που οι trustees διαθέτουν για την εξίσωση των παροχών πρέπει να επιλύονται βάσει του εθνικού δικαίου υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης αμοιβής και δεν επηρεάζουν τις απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα.

6) Βάσει της προαναφερθείσας αποφάσεως Barber, δεν μπορεί να γίνει επίκληση του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 119 της Συνθήκης προκειμένου να απαιτηθεί ίση μεταχείριση στον τομέα των επαγγελματικών συντάξεων, παρά μόνο για τις παροχές που οφείλονται λόγω περιόδων απασχολήσεως μεταγενεστέρων της 17ης Μαΐου 1990, με την επιφύλαξη της εξαιρέσεως που προβλέπεται υπέρ των εργαζομένων ή των ελκόντων δικαιώματα από αυτούς, οι οποίοι πριν από την ημερομηνία αυτή έχουν ασκήσει ένδικη προσφυγή ή έχουν υποβάλει ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση.

7) Ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως Barber έχει εφαρμογή στις συντάξεις επιζώντων και, επομένως, δεν μπορεί να προβληθεί αξίωση για ίση μεταχείριση στον τομέα αυτόν, παρά μόνο σε σχέση με περιόδους απασχολήσεως μεταγενέστερες της 17ης Μαΐου 1990.

8) Ο περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως Barber δεν έχει εφαρμογή στις παροχές που δεν συνδέονται με τη διάρκεια της πραγματικής περιόδου απασχολήσεως, παρά μόνο στην περίπτωση που το γεγονός που αποτελεί τη γενεσιουργό τους αιτία επήλθε πριν από τις 17 Μαΐου 1990.

9) Οι αρχές που τέθηκαν με την απόφαση Barber, και πιο συγκεκριμένα ο περιορισμός των διαχρονικών της αποτελεσμάτων, αφορούν όχι μόνον τα συμβατικώς οργανωμένα, αλλά και τα μη συμβατικώς οργανωμένα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα.

10) Η χρησιμοποίηση διαφορετικών αναλόγως του φύλου στατιστικών ασφαλιστικών στοιχείων στο πλαίσιο του στηριζομένου στην κεφαλαιοποίηση τρόπου χρηματοδοτήσεως των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων καθορισμένων παροχών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης. Συνεπώς, ούτε οι ανισότητες στα ποσά των παροχών που είναι καταβλητέες εφάπαξ ή που οφείλονται λόγω υποκαταστάσεως στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα άλλων προσώπων και που η αξία τους δεν μπορεί να προσδιοριστεί παρά μόνον αναλόγως του τρόπου χρηματοδοτήσεως του συστήματος, μπορούν να αξιολογηθούν με γνώμονα το άρθρο 119.

11) Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που διακηρύσσεται στο άρθρο 119 έχει εφαρμογή σε όλες τις συνταξιοδοτικές παροχές των επαγγελματικών συστημάτων, χωρίς να συντρέχει λόγος να γίνει διάκριση αναλόγως του είδους των εισφορών βάσει των οποίων καταβάλλονται οι ανωτέρω παροχές, δηλαδή αναλόγως του αν πρόκειται περί εργοδοτικών εισφορών ή περί εισφορών των μισθωτών. Ωστόσο, κατά το μέτρο που επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα περιορίζεται να θέσει στη διάθεση των ασφαλιζομένων το αναγκαίο διαχειριστικό πλαίσιο, οι συμπληρωματικές παροχές που απορρέουν από εισφορές καταβληθείσες εντελώς προαιρετικώς από τους μισθωτούς δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119.

12) Στην περίπτωση μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από ένα επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα σε άλλο λόγω αλλαγής της απασχολήσεως του εργαζομένου, το δεύτερο σύστημα είναι υποχρεωμένο, κατά το χρονικό σημείο που ο εργαζόμενος αυτός φθάσει σε ηλικία συνταξιοδοτήσεως, να αυξήσει τις παροχές που, αποδεχθέν την ανωτέρω μεταφορά, δεσμεύεται να του καταβάλει, έτσι ώστε να εξαλειφθούν τα αντίθετα προς το άρθρο 119 αποτελέσματα που απορρέουν εις βάρος του εργαζομένου από ανεπάρκεια του μεταφερθέντος κεφαλαίου, οφειλόμενη σε γενεσιουργό δυσμενών διακρίσεων μεταχείριση της οποίας αυτός είχε τύχει στο πλαίσιο του πρώτου συστήματος, και τούτο για τις παροχές που οφείλονται βάσει περιόδων απασχολήσεως μεταγενεστέρων της 17ης Μαΐου 1990.

13) Το άρθρο 119 της Συνθήκης δεν έχει εφαρμογή σε συστήματα στα οποία ουδέποτε έχουν ασφαλιστεί άτομα του ετέρου φύλου.

Top