This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61991CJ0165
Judgment of the Court of 5 October 1994. # Simon J. M. van Munster v Rijksdienst voor Pensioenen. # Reference for a preliminary ruling: Arbeidshof Antwerpen - Belgium. # Social security - Freedom of movement for workers - Equal treatment for men and women - Old-age pension - Increase for dependent spouse. # Case C-165/91.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1994.
Simon J. M. van Munster κατά Rijksdienst voor Pensioenen.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeidshof Antwerpen - Βέλγιο.
Κοινωνική ασφάλιση - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Ισότητα ανδρών και γυναικών - Σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου - Προσαύξηση λόγω συντηρουμένου συζύγου.
Υπόθεση C-165/91.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1994.
Simon J. M. van Munster κατά Rijksdienst voor Pensioenen.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeidshof Antwerpen - Βέλγιο.
Κοινωνική ασφάλιση - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Ισότητα ανδρών και γυναικών - Σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου - Προσαύξηση λόγω συντηρουμένου συζύγου.
Υπόθεση C-165/91.
Συλλογή της Νομολογίας 1994 I-04661
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1994:359
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 5ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1994. - SIMON J. M. VAN MUNSTER ΚΑΤΑ RIJKSDIENST VOOR PENSIOENEN. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: ARBEIDSHOF ANTWERPEN - ΒΕΛΓΙΟ. - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ - ΙΣΟΤΗΤΑ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ - ΣΥΝΤΑΞΗ ΛΟΓΩ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΩΣ ΣΥΝΤΑΞΙΜΟΥ ΧΡΟΝΟΥ - ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ ΛΟΓΩ ΣΥΝΤΗΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-165/91.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-04661
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
1. Κοινωνική πολιτική * Ισότητα μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως * Οδηγία 79/7 * Επιτρεπτή παρέκλιση όσον αφορά τα δικαιώματα παροχών δυνάμει δικαιωμάτων που απορρέουν από τον σύζυγο * Εθνική νομοθεσία που λαμβάνει υπόψη για τον καθορισμό του ύψους της συντάξεως γήρατος, την ύπαρξη ιδίου δικαιώματος του συζύγου για τέτοια σύνταξη * Επιτρέπεται
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 48 έως 51 οδηγία 79/7 του Συμβουλίου, άρθρα 4 PAR 1, και 7 PAR 1, σημ. γ')
2. Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων * Διατάξεις της Συνθήκης * Εθνική νομοθεσία που, στην περίπτωση των διακινουμένων εργαζομένων, καταλήγει σε αποτελέσματα αντίθετα προς τον αντικειμενικό σκοπό των διατάξεων αυτών * Υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 5, 48 και 51)
1. Ούτε το κοινοτικό δίκαιο περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, και ειδικότερα τα άρθρα 48 και 51 της Συνθήκης, ούτε το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, αντίκεινται σε εθνική νομοθεσία που εφαρμόζεται χωρίς διάκριση αναλόγως της ιθαγένειας και προβλέπει το δικαίωμα συντάξεως με "συντελεστή εγγάμου", στην περίπτωση που ο σύζυγος του εργαζομένου έχει παύσει κάθε επαγγελματική δραστηριότητα και δεν λαμβάνει σύνταξη λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας ή ανάλογο πλεονέκτημα, αλλά εφαρμόζει τον λιγότερο ευνοϊκό "συντελεστή αγάμου" στην περίπτωση όπου ο σύζυγος του εργαζομένου λαμβάνει σύνταξη ή ανάλογο πλεονέκτημα.
2. 'Οταν το εθνικό δικαστήριο το οποίο, ως αρμοδία αρχή οφείλει βάσει του άρθρου 5 της Συνθήκης να χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που διαθέτει προκειμένου να επιτυγχάνεται ο σκοπός του άρθρου 48 της Συνθήκης, προβαίνει στον χαρακτηρισμό μιας παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως χορηγουμένης υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους προκειμένου να εφαρμόσει διάταξη της δικής του νομοθεσίας, οφείλει να ερμηνεύει τη νομοθεσία του με γνώμονα τους στόχους των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης και να φροντίζει, στο μέτρο του δυνατού, ώστε η ερμηνεία που δίνει να μην είναι ικανή να αποτρέψει τον διακινούμενο εργαζόμενο από την πραγματική άσκηση του δικαιώματος κυκλοφορίας που έχει.
Η υποχρέωση αυτή συντρέχει στην περίπτωση όπου ο διακινούμενος εργαζόμενος κινδυνεύει να χάσει πλεονέκτημα κοινωνικής ασφαλίσεως λόγω του ότι, λαμβανομένης υπόψη της σταδιοδρομίας που συμπλήρωσε, υπάγεται, σ' ένα κράτος μέλος, σε ένα σύστημα συνταξιοδοτήσεως που δεν του επιτρέπει να αξιώσει σύνταξη με συντελεστή εγγάμου παρά μόνο υπό τον όρο ότι ο σύζυγός του δεν λαμβάνει ο ίδιος σύνταξη γήρατος ή ανάλογο πλεονέκτημα και, σ' ένα άλλο κράτος μέλος, σε σύστημα συνταξιοδοτήσεως στο πλαίσιο του οποίου ο εργαζόμενος αποκτά δικαίωμα για συμπλήρωμα συντάξεως λόγω του μη εργασθέντος συζύγου ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει ο ίδιος ηλικία συνταξιοδοτήσεως, αλλά μόλις τη συμπληρώσει αποκτά ίδιο δικαίωμα συντάξεως, ανεπίδεκτο αποποιήσεως, χωρίς ωστόσο να αυξάνονται τα συνολικά εισοδήματα του ζεύγους.
Στην υπόθεση C-165/91,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Arbeidshof te Antwerpen (Βέλγιο) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Simon J. M. van Muster
και
Rijksdienst voor Pensionen,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς ερμηνεία των άρθρων 3, σημείο γ', 48 και 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, του άρθρου 4, παράγραφος 1, της Συνθήκης 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160), και κάθε άλλης διάταξης που το Δικαστήριο θα έκρινε ότι έχει εφαρμογή εν προκειμένω,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, M. Diez de Velasco και D. A. O. Edward (εισηγητή), προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliet, F. A. Schockweiler, G. C. Rodriguez Iglesias, F. Grevisse, M. Zuleeg, P. J. G. Kapteyn και J. L. Murray, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Darmon
γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
* το Rijksdienst voor Pensioenen, εκπροσωπούμενο από τον R. Masyn, γενικό διοικητή,
* η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τους G. Mottard, Υπουργό Συντάξεων και P. Rietjens, σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών,
* η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τον B. R. Bot, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών,
* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από την K. Banks και τον B. J. Drijber, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις παρατηρήσεις που ανέπτυξαν προφορικώς ο van Munster, η Ολλανδική Κυβέρνηση εκπροσωπηθείσα από τον Τ. Heukels, βοηθό νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Οκτωβρίου 1992,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιανουαρίου 1993,
έ χοντας υπόψη τη Διάταξη της 7ης Φεβρουαρίου 1994 για την επανάληψη των συζητήσεων,
λαμβάνοντας υπόψη τις απαντήσεις που έδωσαν στις γραπτές ερωτήσεις του Δικαστηρίου:
* το Rijksdienst voor Pensioenen, δια του W. De Meyer, αναπληρωτή γενικού διοικητή,
* η Ολλανδική Κυβέρνηση δια του A. Bos, νομικού συμβούλου στο Υπουργείο Εξωτερικών,
* η Γερμανική Κυβέρνηση διά του E. Roeder, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας,
* η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, διά της S. L. Hudson του Treasury Solicitor' s Department, επικουρουμένης από τον N. Paines, barrister,
* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διά της K. Banks και του B. J. Drijber,
αφού άκουσε τις παρατηρήσεις που ανέπτυξαν προφορικώς το Rijksdienst voor Pensioenen, εκπροσωπηθέν από τον J. C. A. De Clerck, βοηθό σύμβουλο, η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπηθείσα από τον J. W. de Zwaan, βοηθό νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου εκπροσωπηθείσα από την E. Sharpston, barrister, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκπροσωπηθείσα από την K. Banks και τους Β. J. Drijber και P. Altmaier, υπάλληλο διοικήσεως, ως εμπειρογνώμονα, κατά τη συνεδρίαση της 12ης Απριλίου 1994,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιουνίου 1994,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με απόφαση της 19ης Ιουνίου 1991, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Ιουνίου του ίδιου έτους, το Arbeidshof te Antwerpen υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 3, σημείο γ', 48 και 51 της Συνθήκης ΕΟΚ, του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160), και κάθε άλλης διάταξης που το Δικαστήριο θα έκρινε ότι έχει εφαρμογή εν προκειμένω.
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του van Munster και του Rijksdienst voor Pensioenen (στο εξής: βελγικό ταμείο συντάξεων), που είναι ο βελγικός φορέας κοινωνικής ασφαλίσεως, σχετικά με τον καθορισμό της συντάξεως λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου που ελάμβανε ο van Munster.
3 Ο van Munster, ολλανδός υπήκοος, εργάστηκε ως μισθωτός στις Κάτω Χώρες επί 37 έτη και στο Βέλγιο επί 8 έτη και έλαβε, σε καθένα από τα κράτη μέλη, σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου η οποία και εκκαθαρίζεται βάσει μόνης της νομοθεσίας του οικείου κράτους. Κατά τα δύο αυτά διαστήματα η σύζυγος του ενδιαφερομένου ουδέποτε άσκησε έμμισθη δραστηριότητα.
4 Στις Κάτω Χώρες, το Ταμείο Sociale Verzekeringsbank (στο εξής: ολλανδικό ταμείο κοινωνικής ασφαλίσεως), χορήγησε στον van Munster, από 1ης Οκτωβρίου 1985, σύνταξη γήρατος σύμφωνα με τις διατάξεις του Algemene Ouderdomswert (γενικός νόμος περί ασφαλίσεως γήρατος, στο εξής: ΑΟW).
5 Δυνάμει του AOW, όπως ισχύει από 1ης Απριλίου 1985, με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του, ο έγγαμος αποκτά προσωπική σύνταξη ίση προς το 50 % του καθαρού κατωτάτου μισθού. Αν ο σύζυγος δεν ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα και δεν έχει ακόμα συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας, η σύνταξη αυτή προσαυξάνεται κατά ένα ποσό που μπορεί επίσης να φθάσει το 50 % του καθαρού κατωτάτου μισθού. Αν δεν υπάρχει σύζυγος, η σύνταξη ανέρχεται στο 70 % του καθαρού κατωτάτου μισθού. Ο δικαιούχος δεν μπορεί να αποποιηθεί τις παροχές αυτές.
6 Το ολλανδικό ταμείο κοινωνικής ασφαλίσεως χορήγησε στον van Munster σύνταξη γήρατος σε ποσοστό 100 % του καθαρού κατωτάτου μισθού, από το οποίο το 50 % αντιπροσωπεύει τη σύνταξη εγγάμου και το 50 % την προσαύξηση λόγω της συζύγου, η οποία δεν είχε συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας όταν εκδόθηκε η σχετική απόφαση.
7 Στο Βέλγιο, το βελγικό ταμείο συντάξεων χορήγησε σύνταξη στον van Munster από 1ης Νοεμβρίου 1985.
8 Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος 50 της 24ης Οκτωβρίου 1967, όπως έχει τροποποιηθεί, το δικαίωμα συντάξεως συγκροτείται με την απόκτηση, για κάθε ημερολογιακό έτος, ενός κλάσματος των ακαθαρίστων αποδοχών, πραγματικών, πλασματικών και κατ' αποκοπήν, που λαμβάνονται υπόψη μέχρι ποσοστού 75 % αν ο σύζυγος του εργαζομένου έχει παύσει κάθε επαγγελματική δραστηριότητα και δεν λαμβάνει σύνταξη λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας ή αντίστοιχο πλεονέκτημα (συντελεστής εγγάμου) και μέχρι ποσοστού 60 % στις άλλες περιπτώσεις (συντελεστής αγάμου). Υπό το σύστημα αυτό, ο μη εργασθείς σύζυγος έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί τη "σύνταξη λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας ή αντίστοιχο πλεονέκτημα" για να δώσει τη δυνατότητα στον πρώην εργαζόμενο και ήδη συνταξιούχο να λάβει σύνταξη με συντελεστή εγγάμου.
9 Δεδομένου ότι η van Munster δεν ελάμβανε η ίδια καμιά παροχή, το ποσό της βελγικής συντάξεως του van Munster υπολογίστηκε με "συντελεστή εγγάμου", βάσει των 8 ετών κατά τα οποία ο ενδιαφερόμενος εργάστηκε ως μισθωτός στο Βέλγιο.
10 Στις 10 Οκτωβρίου 1987 η van Munster συμπλήρωσε το 65ο έτος της ηλικίας της και το ολλανδικό ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων της χορήγησε, σύμφωνα με τις διατάξεις του AOW, προσωπική σύνταξη γήρατος που υπολογίστηκε στο 50 % του κατωτάτου καθαρού μισθού. Ο ολλανδικός φορέας αφαίρεσε όμως από τη σύνταξη του van Munster την προσαύξηση που του χορηγούσε μέχρι τότε. Τα συνολικά εισοδήματα του ζεύγους δεν αυξήθηκαν, δηλαδή, παρά τη χορήγηση της συντάξεως στη van Munster.
11 To βελγικό ταμείο συντάξεων, πάντως, που πληροφορήθηκε τη χορήγηση από το ολλανδικό ταμείο κοινωνικών ασφαλίσεων προσωπικής συντάξεως στη van Munster, μείωσε από 1ης Οκτωβρίου 1987, με απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, το ποσό της συντάξεως του συζύγου της, εφαρμόζοντας τον "συντελεστή αγάμου", αντί του "συντελεστή εγγάμου", διότι η van Munster ελάμβανε "σύνταξη λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας ή αντίστοιχο πλεονέκτημα" κατά την έννοια της βελγικής νομοθεσίας.
12 Ο van Munster προσέβαλε την απόφαση του βελγικού ταμείου συνταξιοδοτήσεως περί μειώσεως της συντάξεως του ενώπιον του Arbeidshof te Antwerpen που ανέστειλε τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο απαντήσει στα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
"1. Συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα προς τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας της 25ης Μαρτίου 1957, προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων που διατυπώνουν μεταξύ άλλων τα άρθρα 3, περίπτωση γ', 48, παράγραφοι 1 επ., και 51, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, στην οποία αναφέρεται ειδικότερα η οδηγία 79/7 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, και ειδικότερα, προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, μια διάταξη εθνικού δικαίου (όπως το άρθρο 10, παράγραφoς 1, του βασιλικού διατάγματος 50 της 24ης Οκτωβρίου 1967, περί της συντάξεως λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας και συντάξεως επιζώντος μισθωτών εργαζομένων), κατά την οποία η χορήγηση συντάξεως στον μη εργαζόμενο σύζυγο έχει διαφορετικές συνέπειες αναλόγως του αν χορηγείται υπό τη μορφή αυξήσεως της συντάξεως του πρώην εργαζομένου συζύγου ή υπό τη μορφή προσωπικής συντάξεως του μη εργαζομένου (όπως η σύνταξη που χορηγείται από 1ης Απριλίου 1985 στην έγγαμη γυναίκα δυνάμει του ολλανδικού νόμου Algemene Ouderdomswet);
2. Παρουσιάζει η σύνταξη που χορηγείται στον μη εργαζόμενο σύζυγο (βάσει του ολλανδικού Algemene Ouderdomswet, και ειδικότερα μετά την 1η Απριλίου 1985) τέτοια χαρακτηριστικά ώστε, υπό το φως του κοινοτικού δικαίου και συγκεκριμένα των κανόνων που μνημονεύονται στο πρώτο ερώτημα, να δικαιολογείται η αντιμετώπισή της κατά διαφορετικό τρόπο από τη σύνταξη που χορηγείται υπό τη μορφή προσαυξήσεως της συντάξεως λόγω συντηρουμένου συζύγου (' σύνταξη με συντελεσή εγγάμου' , όπως προβλέπεται από τη βελγική νομοθεσία περί συντάξεων μισθωτών);"
13 Mε τα δύο αυτά ερωτήματα το εθνικό δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν συμβιβάζονται προς το κοινοτικό δίκαιο αφενός μια διάταξη εθνικού δικαίου όπως το άρθρο 10, παράγραφος 1, του βελγικού βασιλικού διατάγματος 50 και αφετέρου η συγκεκριμένη εφαρμογή της στη περίπτωση του ζεύγους van Munster.
Επί του πρώτου ερωτήματος
14 Με το πρώτο ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το κοινοτικό δίκαιο, και ειδικότερα τα άρθρα 48 και 51 της Συνθήκης καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, αντίκεινται σε μια εθνική νομοθεσία που προβλέπει δικαίωμα συντάξεως με "συντελεστή εγγάμου" στην περίπτωση που ο σύζυγος του εργαζομένου έχει παύσει κάθε επαγγελματική δραστηριότητα και δεν λαμβάνει σύνταξη λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας ή ανάλογο πλεονέκτημα, πλην όμως στην περίπτωση όπου ο σύζυγος του εργαζομένου λαμβάνει σύνταξη ή ανάλογο πλεονέκτημα προβλέπει εφαρμογή του "συντελεστή αγάμου", που είναι λιγότερο ευνοϊκός.
15 Πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 καθιερώνει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά τον υπολογισμό των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, περιλαμβανομένων και των προσαυξήσεων λόγω συζύγου. Ο AOW τροποποιήθηκε ακριβώς για να συμμορφωθεί προς τη διάταξη αυτή και να επιτρέψει την ευρύτερη δυνατή εφαρμογή της αρχής της ισότητας. Η βελγική νομοθεσία πάντως δεν τροποποιήθηκε κατ' αυτήν την έννοια.
16 Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η οδηγία 79/7 δεν επέβαλε την προσαρμογή του ΑΟW. Πράγματι το άρθρο 7 ορίζει στην παράγραφο 1, σημείο γ', ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας την αναγνώριση δικαιωμάτων επί παροχών γήρατος, δυνάμει δικαιωμάτων που απορρέουν από τον σύζυγο.
17 Επομένως, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όπως διατυπώνεται με την οδηγία 79/7, δεν απαγορεύει σ' ένα κράτος μέλος να μην εφαρμόζει στη σύνταξη του πρώην εργαζομένου τον "συντελεστή εγγάμου", που προβλέπει η νομοθεσία του για τα άτομα που συντηρούν τον συζυγό τους, στην περίπτωση που ο σύζυγος δικαιούται ο ίδιος σύνταξη λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας.
18 'Οσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 51 της Συνθήκης αφήνει ανέπαφες τις διαφορές μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των διαφόρων κρατών μελών, επομένως δε και τις διαφορές ως προς τα δικαιώματα των προσώπων που εργάζονται σ' αυτά. Το άρθρο 51 της Συνθήκης, δηλαδή, δεν θίγει τις ουσιαστικές και διαδικαστικές διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών (βλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1991, C-227/89, Roenfeldt, Συλλογή 1991, σ. Ι-323, σκέψη 12).
19 Εν προκειμένω, η επίδικη διάταξη της βελγικής νομοθεσίας εφαρμόζεται χωρίς διάκριση στους ημεδαπούς και στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί, αυτή καθαυτή, εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.
20 Επομένως, ούτε το κοινοτικό δίκαιο περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, και ειδικότερα τα άρθρα 48 και 51 της Συνθήκης, ούτε το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 αντίκεινται σε εθνική νομοθεσία που προβλέπει το δικαίωμα συντάξεως με "συντελεστή εγγάμου", στην περίπτωση που ο σύζυγος του εργαζομένου έχει παύσει κάθε επαγγελματική δραστηριότητα και δεν λαμβάνει σύνταξη λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας ή ανάλογο πλεονέκτημα, αλλά εφαρμόζει τον λιγότερο ευνοϊκό "συντελεστή αγάμου" στην περίπτωση όπου ο σύζυγος του εργαζομένου λαμβάνει σύνταξη ή ανάλογο πλεονέκτημα.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
21 Με το δεύτερο ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν και με ποιο τρόπο το εθνικό δικαστήριο οφείλει να ερμηνεύσει την εθνική νομοθεσία υπό το φως των κανόνων του κοινοτικού δικαίου που μνημονεύει, όταν προβαίνει στον χαρακτηρισμό, ενόψει της εφαρμογής διατάξεως του δικαίου της χώρας του, όπως το άρθρο 10, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος 50, μιας παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως που χορηγείται υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, όπως η παροχή που λαμβάνει η Munster.
22 Για να αναδειχθεί καλύτερα η φύση του προβλήματος που θέτει το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να επισημανθούν ορισμένες ιδιαιτερότητες της υποθέσεως.
23 Πρώτον, ο συγκεκριμένος κοινοτικός υπήκοος απέκτησε το δικαίωμα συντάξεως σε δύο κράτη μέλη αφού συμπλήρωσε το μεγαλύτερο τμήμα (περίπου τα 37/45) της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στο ένα από τα δύο κράτη. Αντιθέτως, η σύζυγος του πρώην εργαζομένου ουδέποτε άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα και επομένως δεν απέκτησε δικαίωμα συντάξεως ως εργαζόμενη.
24 Δεύτερον, σε ένα από τα δύο συγκεκριμένα κράτη μέλη, η σύνταξη του εργαζομένου υπολογίζεται βάσει των αποδοχών, πραγματικών, πλασματικών ή κατ' αποκοπήν, με υψηλότερο συντελεστή στην περίπτωση που ο σύζυγος δεν εργάζεται ούτε δικαιούται προσωπικώς "σύνταξη λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας ή ανάλογο πλεονέκτημα".
25 Τρίτον, όπως αναφέρθηκε ήδη στη σκέψη 15 της παρούσας απόφασης, το άλλο κράτος μέλος, προκειμένου να συμμορφωθεί προς το πνεύμα της οδηγίας 79/7, τροποποίησε τη μέθοδο πληρωμής των συντάξεων που χορηγεί, χορηγώντας σε κάθε σύζυγο, με τη συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, ισόποση σύνταξη. Η σύνταξη αυτή εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος κατοικούσε στο κράτος αυτό και όχι από την προϋπόθεση ότι άσκησε εκεί επαγγελματική δραστηριότητα. Ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να αποποιηθεί τη σύνταξη αυτή.
26 Τέταρτον, η χορήγηση προσωπικής συντάξεως σε έκαστο σύζυγο με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας στο δεύτερο κράτος, δεν μεταβάλλει το συνολικό ποσό που περιέρχεται στο ζεύγος, σε σύγκριση με το ποσό που ελάμβαναν πριν από την τροποποίηση του συστήματος του ΑΟW της 1ης Απριλίου 1985 δύο σύζυγοι που είχαν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας.
27 'Οπως παρατηρήθηκε ήδη στη σκέψη 18, το άρθρο 51 της Συνθήκης επιτρέπει μεν τη διατήρηση των διαφορών μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των διαφόρων κρατών μελών και κατά συνέπεια των διαφορών ως προς τα δικαιώματα των προσώπων που εργάζονται σ' αυτά, πλην όμως ο σκοπός των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης δεν θα επιτυγχανόταν αν οι διακινούμενοι εργαζόμενοι, ασκώντας το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας που έχουν, έχαναν τα πλεονεκτήματα κοινωνικής ασφαλίσεως που τους εξασφαλίζει η νομοθεσία ενός κράτους μέλους. Πράγματι, μία τέτοια συνέπεια θα μπορούσε να αποτρέψει τον κοινοτικό εργαζόμενο από την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας, οπότε και θα αποτελούσε εμπόδιο στην ελευθερία αυτή (βλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1991, C-349/87, Παράσχη, Συλλογή 1991, σ. Ι-4501, σκέψη 22).
28 Σχετικά με τις συντάξεις λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας, όπως είναι οι επίδικες στην κυρία δίκη, πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο ο διακινούμενος εργαζόμενος όσο και ο εργαζόμενος ο οποίος συμπλήρωσε ολόκληρη την επαγγελματική του σταδιοδρομία σε ένα και το αυτό κράτος μέλος (στο εξής: μη διακινηθείς εργαζόμενος) αποκτούν τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα βαθμιαία με την εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους.
29 Η μόνη διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου είναι ότι ο μη διακινηθείς εργαζόμενος αποκτά το σύνολο των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων δυνάμει μιας και της αυτής νομοθεσίας, ενώ ο διακινούμενος εργαζόμενος τα αποκτά κατά τμήματα αντίστοιχα των περιόδων εργασίας που συμπλήρωσε διαδοχικά σε διάφορα κράτη μέλη, υπό διαφορετικά νομοθετικά συστήματα. Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, το άρθρο 51 της Συνθήκης επιδιώκει την επίτευξη της ενότητας της σταδιοδρομίας, από τη σκοπιά της κοινωνικής ασφαλίσεως, του διακινουμένου εργαζομένου, δια του συντονισμού μάλλον παρά δια της εναρμονίσεως των νομοθεσιών.
30 Εν προκειμένω, η εφαρμογή στον διακινούμενο εργαζόμενο μιας εθνικής νομοθεσίας που γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στον μη διακινηθέντα εργαζόμενο παράγει αποτελέσματα που είναι απρόβλεπτα και δεν συμβιβάζονται προς τον σκοπό των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης, ανάγονται δε ακριβώς στο γεγονός ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του διακινουμένου εργαζομένου διέπονται από δύο διαφορετικές νομοθεσίες.
31 Οι διαφορές αυτές συνίστανται στο γεγονός ότι ένα από τα δύο συστήματα συνταξιοδοτήσεως προβλέπει υψηλότερο συντελεστή συντάξεως υπέρ των εργαζομένων των οποίων ο σύζυγος δεν λαμβάνει σύνταξη ή ανάλογο πλεονέκτημα, δεδομένου ότι αυτά αυξάνουν τα συνολικά εισοδήματα του ζεύγους και εν πάση περιπτώσει ο ενδιαφερόμενος μπορεί να αποποιηθεί μια τέτοια σύνταξη, ενώ το άλλο σύστημα, στην ίδια περίπτωση, χορηγεί σε κάθε σύζυγο, με την συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, ισόποση σύνταξη, ανεπίδεκτη αποποιήσεως, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την παραμικρή αύξηση των συνολικών εισοδημάτων του ζεύγους.
32 Εν όψει μιας τέτοιας διαστάσεως των νομοθεσιών, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που διατυπώνει το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ υποχρεώνει τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να χρησιμοποιούν όλα τα μέσα που διαθέτουν προκειμένου να επιτυγχάνεται ο σκοπός του άρθρου 48 της Συνθήκης.
33 Η υποχρέωση αυτή σημαίνει ότι οι εν λόγω αρχές οφείλουν να εξετάζουν αν η νομοθεσία τους μπορεί να εφαρμοστεί κατά γράμμα στον διακινούμενο εργαζόμενο και κατά τον ίδιο τρόπο όπως και στον μη διακινούμενο εργαζόμενο, χωρίς αυτό να καταλήξει σε απώλεια πλεονεκτήματος κοινωνικής ασφαλίσεως για τον πρώτο και επομένως να μπορεί να τον αποτρέψει από την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας που έχει.
34 Συναφώς πρέπει να σημειωθεί ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύει τις διατάξεις εθνικού δικαίου που καλείται να εφαρμόσει σύμφωνα με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου (βλ. απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1988, 157/86, Murphy κ.ά., Συλλογή 1988, σ. 673, σκέψη 11, και απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing, Συλλογή 1990, σ. Ι-4135, σκέψη 8, και της 14ης Ιουλίου 1994, C-91/92, Faccini Dori, Συλλογή 1994, σ. Ι-0000, σκέψη 26).
35 Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα αρμόζει η απάντηση ότι, όταν το εθνικό δικαστήριο προβαίνει στο χαρακτηρισμό μιας παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως χορηγουμένης υπό την νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, προκειμένου να εφαρμόσει διάταξη του δικαίου της δικής του χώρας, οφείλει να ερμηνεύει τη νομοθεσία του με γνώμονα τους στόχους των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΟΚ και να φροντίζει, στο μέτρο του δυνατού, ώστε, η ερμηνεία που δίνει να μην είναι ικανή να αποτρέψει τον διακινούμενο εργαζόμενο από την πραγματική άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας που έχει.
Επί των δικαστικών εξόδων
36 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Βελγική, η Γερμανική, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Επειδή η παρούσα διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με απόφαση της 19ης Ιουνίου 1991 το Arbeidshof te Antwerpen, αποφαίνεται:
1) To κοινοτικό δίκαιο και ειδικότερα τα άρθρα 48 και 51 της Συνθήκης ΕΟΚ καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως δεν αντίκεινται σε μια εθνική νομοθεσία που προβλέπει το δικαίωμα συντάξεως με "συντελεστή εγγάμου" στην περίπτωση όπου ο σύζυγος του εργαζομένου έχει παύσει κάθε επαγγελματική δραστηριότητα και δεν λαμβάνει σύνταξη λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας ή ανάλογο πλεονέκτημα, αλλά εφαρμόζει τον λιγότερο ευνοϊκό "συντελεστή αγάμου" στην περίπτωση που ο σύζυγος του εργαζομένου λαμβάνει σύνταξη ή ανάλογο πλεονέκτημα, όπως η σύνταξη που χορηγείται στη van Munster δυνάμει του Algemene Ouderdomswet.
2) 'Οταν το εθνικό δικαστήριο προβαίνει στο χαρακτηρισμό μιας παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως χορηγουμένης από την νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, προκειμένου να εφαρμόσει διάταξη του δικαίου της δικής του χώρας, οφείλει να ερμηνεύει την νομοθεσία του με γνώμονα τους στόχους των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης ΕΟΚ και να φροντίζει, στο μέτρο του δυνατού, ώστε η ερμηνεία που δίνει να μην
είναι ικανή να αποτρέψει τον διακινούμενο εργαζόμενο από την πραγματική άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας που έχει.