Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61991CJ0111

Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 1993.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου.
Επιδόματα τοκετού και μητρότητας - Προϋπόθεση κατοικίας- Κύρος.
Υπόθεση C-111/91.

Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-00817

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:92

61991J0111

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 10ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1993. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΟΥΚΑΤΟΥ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ. - ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΤΟΚΕΤΟΥ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΔΙΑΜΟΝΗΣ - ΚΥΡΟΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-111/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-00817
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00035
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00035


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων * Ελευθερία εγκαταστάσεως * Εργαζόμενοι * Ισότητα μεταχειρίσεως * Κοινωνικά πλεονεκτήματα * Καταβολή των επιδομάτων τοκετού και μητρότητας εξαρτώμενη από προϋποθέσεις κατοικίας στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους * Δεν επιτρέπονται * Δικαιολόγηση στηριζόμενη σε λόγους δημοσίας υγείας * Δεν υφίσταται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 52 κανονισμός 1612/68 του Συμβουλίου, άρθρο 7 PAR 2)

2. Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων * Κοινοτική νομοθεσία * Καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής * Επιτρεπόμενες και αποκλειόμενες παροχές * Κριτήρια διακρίσεως * Επίδομα μητρότητας χορηγούμενο βάσει αντικειμενικών και υπό του νόμου καθοριζoμένων κριτηρίων * Περιλαμβάνεται * Παροχή μη εξαρτώμενη από την καταβολή εισφορών * Δεν υφίσταται επίπτωση * Λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι κατοικίας που έχουν συμπληρωθεί σε άλλο κράτος μέλος

(Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρα 4 PAR PAR 1, στοιχ. α', και 2, και 18 PAR 1)

Περίληψη


1. 'Ενα κράτος μέλος προβαίνει σε δυσμενή διάκριση κατά των υπηκόων των άλλων κρατών μελών όταν εξαρτά την καταβολή των επιδομάτων τοκετού και μητρότητας από προϋποθέσεις προηγουμένης κατοικίας στο έδαφός του και τούτο διότι είναι ευχερέστερο να πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές από τους δικούς του υπηκόους. Η δυσμενής αυτή διάκριση ως προς την καταβολή επιδομάτων τα οποία, όσον αφορά τους μισθωτούς, αποτελούν κοινωνικά πλεονεκτήματα συνιστά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68. Συνιστά επίσης παράβαση του άρθρου 52 της Συνθήκης, εφόσον, όσον αφορά την περίπτωση των μη μισθωτών εργαζομένων, καίτοι δεν εντάσσεται στο πλαίσιο των ειδικών κανόνων σχετικά με την άσκηση επαγγελματικών δραστηριοτήτων, η εν λόγω διάκριση δεν παύει να αποτελεί, όσον αφορά τους υπηκόους των λοιπών κρατών μελών, εμπόδιο στην άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών.

Προκειμένου περί του επιδόματος τοκετού, λόγοι δημόσιας υγείας δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την υποχρέωση κατοικίας διότι θα μπορούσε να αποσυνδεθεί απ' αυτήν η υποχρέωση υποβολής στις διάφορες ιατρικές εξετάσεις, υποχρέωση από την οποία εξαρτάται επίσης η χορήγηση του εν λόγω επιδόματος.

2. Η διάκριση μεταξύ των παροχών που αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 και των παροχών που εμπίπτουν σ' αυτό στηρίζεται, κατ' ουσίαν, στα συστατικά κάθε παροχής στοιχεία, ιδίως στον σκοπό της και τις συνθήκες χορηγήσεώς της, και όχι στον χαρακτηρισμό μιας παροχής από μια εθνική νομοθεσία ως παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως.

Το επίδομα μητρότητας πρέπει να θεωρηθεί ως παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως εμπίπτουσα στο καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 με συνέπεια να τυγχάνουν επ' αυτής εφαρμογής οι κανόνες σχετικά με τον συνυπολογισμό των περιόδων κατοικίας του άρθρου 18, εφόσον το επίδομα αυτό χορηγείται χωρίς οποιαδήποτε ατομική και εισάγουσα διακρίσεις στάθμιση των ατομικών αναγκών βάσει μιας από τον νόμο καθοριζομένης καταστάσεως και εφόσον οι παροχές μητρότητας μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α', του εν λόγω κανονισμού. Ελαχίστη σημασία έχει το γεγονός ότι η χορήγηση του εν λόγω επιδόματος δεν εξαρτάται από καμιά προϋπόθεση καταβολής εισφορών, αφού η εφαρμογή του κανονισμού στα μη εξαρτώμενα από την καταβολή εισφορών συστήματα προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-111/91,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Μαρία Πατακιά, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενου από τον Georges Schroeder, διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως Κοινωνικής Ασφαλίσεως, επικουρούμενο από τον Louis Schiltz, δικηγόρο Λουξεμβούργου, τον οποίο διόρισε και αντίκλητο, 2, rue du Fort Rheinsheim,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, επιβάλλοντας την προϋπόθεση κατοικίας για τη χορήγηση των επιδομάτων τοκετού και μητρότητας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως έχει κωδικοποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6), καθώς και το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα, M. Zuleeg και J. L. Murray, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, R. Joliet, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse και D. A. O. Edward, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 17ης Νοεμβρίου 1992,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Απριλίου 1991, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, επιβάλλοντας την προϋπόθεση κατοικίας για τη χορήγηση των επιδομάτων τοκετού και μητρότητας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33), το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως έχει κωδικοποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ L 230, σ. 6), καθώς και το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2 Η Επιτροπή επικρίνει τη σχετική λουξεμβουργιανή νομοθεσία για τον λόγο ότι η εν λόγω νομοθεσία εξαρτά την καταβολή των επιδομάτων τοκετού και μητρότητας από σχετικές με την κατοικία προϋποθέσεις οι οποίες εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος διαφόρων κατηγοριών ατόμων που απολαύουν στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων.

3 Το επίδομα τοκετού χορηγείται σε τρεις δόσεις, συγκεκριμένα, αντίστοιχα, το προ του τοκετού επίδομα, το κυρίως ειπείν επίδομα τοκετού και το μετά τον τοκετό επίδομα. Ωστόσο, η Επιτροπή αμφισβητεί μόνο τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των δύο πρώτων δόσεων. Η πρώτη δόση καταβάλλεται ευθύς ως η μέλλουσα μητέρα υποβληθεί στην τελευταία ιατρική εξέταση που προβλέπει ο νόμος. Η καταβολή της εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η μέλλουσα μητέρα είχε νόμιμη κατοικία στο Μεγάλο Δουκάτο επί ένα έτος πριν από τη γέννηση του τέκνου της και ότι έχουν γίνει όλες οι προβλεπόμενες από τον νόμο εξετάσεις. Η δεύτερη δόση του επιδόματος τοκετού καταβάλλεται μετά τη γέννηση του τέκνου. Χορηγείται μόνον εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις: η γέννηση πρέπει να έχει γίνει στο έδαφος του Λουξεμβούργου ή στην αλλοδαπή κατά τη διάρκεια δικαιολογημένης απουσίας της μητέρας, ο ένας από τους γονείς πρέπει να έχει επί ένα έτος νόμιμη κατοικία στο Λουξεμβούργο κατά τη γέννηση και πρέπει να έχει γίνει η μετά τον τοκετό εξέταση.

4 Το επίδομα μητρότητας καταβάλλεται σε κάθε έγκυο ή λεχώνα υπό την προϋπόθεση ότι αυτή είχε νόμιμη κατοικία στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου καθ' όλη τη διάρκεια του έτους που προηγήθηκε της ημερομηνίας γενέσεως του δικαιώματος ή ότι ο σύζυγός της είχε νόμιμη κατοικία στο Λουξεμβούργο κατά τη διάρκεια των τριών προηγουμένων της προαναφερθείσας ημερομηνίας ετών. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται κατόπιν αιτήσεως υποβαλλομένης εντός διαστήματος μη δυνάμενου να υπερβεί τις δεκαέξι εβδομάδες από την ογδόη εβδομάδα που προηγείται της προσδοκωμένης ημερομηνίας τοκετού, βεβαιουμένης με ιατρικό πιστοποιητικό.

5 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η επίδικη νομοθεσία, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

'Οσον αφορά το επίδομα τοκετού

6 Πρέπει πρώτ' απ' όλα να επισημανθεί, όπως υποστήριξαν οι δύο διάδικοι, ότι το επίδομα αυτό αποτελεί κοινωνικό κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 πλεονέκτημα. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, ο διακινούμενος εργαζόμενος πρέπει να τυγχάνει της ιδίας με τον έχοντα την ιθαγένεια του οικείου κράτους μέλους εργαζόμενο μεταχειρίσεως.

7 Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η επίδικη προϋπόθεση της κατοικίας δεν συνιστά δυσμενή διάκριση, εφόσον η προϋπόθεση αυτή επιβάλλεται τόσο στους υπηκόους του Λουξεμβούργου όσο και στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών.

8 Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

9 Πράγματι, οι κανόνες περί ίσης μεταχειρίσεως, τόσο της Συνθήκης όσο και του άρθρου 7 του κανονισμού 1612/68, απαγορεύουν όχι μόνο τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διακρίσεως η οποία, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1974, 152/73, Sotgiu, Συλλογή τόμος 1974, σ. 87, σκέψη 11).

10 Τούτο ακριβώς συμβαίνει με την προϋπόθεση κατοικίας της μητέρας στο έδαφος του Μεγάλου Δουκάτου επί ένα έτος πριν από τη γέννηση του τέκνου. Πράγματι, μια τέτοια προϋπόθεση πληρούται ευκολότερα από έναν Λουξεμβουργιανό υπήκοο παρά από υπήκοο άλλου κράτους μέλους (βλ., σχετικώς, την απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1992, C-279/89, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1992, σ. Ι-5785, σκέψη 42).

11 Η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση υποστηρίζει, δεύτερον, ότι η επίδικη προϋπόθεση κατοικίας δικαιολογείται εξ αντικειμένου από λόγους αναγομένους στη δημόσια υγεία, εφόσον αυτή συνδυάζεται με την εξάρτηση της καταβολής του επιδόματος τοκετού από την πραγματοποίηση διαφόρων ιατρικών εξετάσεων.

12 Η δικαιολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Η προϋπόθεση της προηγουμένης κατοικίας στο Μεγάλο Δουκάτο δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε κατάλληλη, ενόψει των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού της δημόσιας υγείας. Βεβαίως είναι αληθές ότι η υποχρέωση υποβολής σε ορισμένες ιατρικές εξετάσεις στο Μεγάλο Δουκάτο είναι, ενόψει του σκοπού αυτού, η ενδεικνυόμενη, πλην όμως είναι, όπως προκύπτει, δυσανάλογο να μη λαμβάνονται υπόψη οι ιατρικές εξετάσεις που έχουν γίνει, ενδεχομένως, σε άλλο κράτος μέλος.

13 Εξάλλου, το επιχείρημα της Λουξεμβουργιανής Κυβερνήσεως φαίνεται να στερείται οποιασδήποτε λυσιτέλειας όσον αφορά τη δεύτερη δόση του επιδόματος τοκετού εφόσον, αφενός, όσον αφορά τη δόση αυτή, η προϋπόθεση κατοικίας είναι δυνατόν να πληρούται από τον πατέρα του τέκνου και εφόσον, αφετέρου, η μετά τον τοκετό υποχρεωτική εξέταση της μητέρας ουδεμία έχει σχέση με την προϋπόθεση της προγενέστερης της ημερομηνίας του τοκετού κατοικίας.

14 Συναφώς, ο ισχυρισμός της καθής κυβερνήσεως, σχετικά με την ανάγκη να διασφαλίζεται ότι όλες οι ιατρικές εξετάσεις θα γίνονται υπό τον έλεγχο ενός και του ιδίου ιατρού, δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Πράγματι, αρκεί να σημειωθεί, σχετικώς, ότι η λουξεμβουργιανή νομοθεσία ουδόλως επιβάλλει όπως όλες οι υποχρεωτικές ιατρικές εξετάσεις γίνονται υπό τον έλεγχο του ίδιου ιατρού.

15 Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι η επίδικη προϋπόθεση κατοικίας δεν δικαιολογείται από σκοπούς προστασίας της δημόσιας υγείας. Συνεπώς, η προϋπόθεση αυτή είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68.

16 Η επιβολή μιας τέτοιας εισάγουσας δυσμενή διάκριση προϋποθέσεως συνιστά επίσης παράβαση του άρθρου 52 της Συνθήκης.

17 Πράγματι, η διάταξη αυτή εξασφαλίζει εθνική μεταχείριση στους υπηκόους κράτους μέλους που επιθυμούν να ασκήσουν μη μισθωτή δραστηριότητα εντός άλλου κράτους μέλους και απαγορεύει κάθε στηριζόμενη στην ιθαγένεια διάκριση η οποία εμποδίζει την πρόσβαση σε τέτοια δραστηριότητα ή την άσκηση αυτής. Η εν λόγω απαγόρευση δεν αφορά μόνο τους ειδικούς κανόνες σχετικά με την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας, αλλά και, όπως προκύπτει από το γενικό προγραμμα για την κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως (JO 1962, 2, σ. 36), οποιαδήποτε παρακώλυση των μη μισθωτών δραστηριοτήτων των υπηκόων των άλλων κρατών μελών συνισταμένη στη διαφορετική μεταχείριση των υπηκόων των άλλων κρατών μελών σε σχέση με τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους, προβλεπόμενη από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη κράτους μέλους ή απορρέουσα από την εφαρμογή τέτοιας διατάξεως ή διοικητικής πρακτικής.

18 Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η επιβολή προϋποθέσεων κατοικίας, οι οποίες, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις όσον αφορά την καταβολή του επιμάχου επιδόματος συνιστά παραβίαση του άρθρου 52 της Συνθήκης.

19 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτή η προσφυγή της Επιτροπής σε σχέση με το επίδομα τοκετού.

'Οσον αφορά το επίδομα μητρότητας

20 Το επίδομα αυτό πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, τον κανονισμό 1408/71 και, τέλος, το άρθρο 52 της Συνθήκης. 'Οντως, όπως και ο γενικός εισαγγελέας Jacobs επισήμανε στις παραγράφους 32 έως 34 των προτάσεών του, οι διατάξεις αυτές δεν έχουν το ίδιο προσωπικό πεδίο εφαρμογής.

21 Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, δοθέντος ότι ο κανονισμός 1612/68 είναι γενικής ισχύος όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού μπορεί να εφαρμόζεται όσον αφορά κοινωνικά πλεονεκτήματα εμπίπτοντα ταυτοχρόνως και στο ειδικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71.

22 'Οπως και η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση δέχθηκε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, το επίδικο επίδομα αποτελεί κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, ο διακινούμενος εργαζόμενος πρέπει να απολαύει του πλεονεκτήματος αυτού όπως ακριβώς και ο έχων την ιθαγένεια του οικείου κράτους μέλους εργαζόμενος.

23 Το επιχείρημα της καθής Κυβερνήσεως ότι η επίδικη προϋπόθεση κατοικίας δεν συνιστά δυσμενή διάκριση, εφόσον επιβάλλεται τόσο στους υπηκόους του Λουξεμβούργου όσο και στους υπηκόους άλλων κρατών μελών, πρέπει να απορριφθεί για τους μνημονευομένους στις σκέψεις 9 και 10 της παρούσας αποφάσεως λόγους.

24 Κατά συνέπεια, η εν λόγω προϋπόθεση είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68.

25 Κατά την Επιτροπή, η επίδικη προϋπόθεση είναι ασυμβίβαστη και με το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71.

26 Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους, η νομοθεσία του οποίου εξαρτά την κτήση, τη διατήρηση ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών από τη συμπλήρωση περιόδων ασφαλίσεως, απασχολήσεως ή κατοικίας, λαμβάνει υπόψη, κατά το μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφαλίσεως, απασχολήσεως ή κατοικίας που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, σαν να επρόκειτο για περιόδους που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζεται από τον φορέα αυτόν.

27 Ωστόσο, η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το εν λόγω επίδομα δεν υπαγόταν στο καθ' ύλη πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 κατά την εκπνοή της ορισθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας. Το εν λόγω επίδομα καλύφθηκε από τον κανονισμό αυτόν μετά την τροποποίηση αυτού από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1247/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992 (ΕΕ L 136, σ. 1), που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 1992, διότι, ύστερα από την τροποποίηση αυτή, το λουξεμβουργιανό επίδομα μητρότητας ρητώς μνημονεύεται στις νέες διατάξεις.

28 Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η διάκριση μεταξύ των παροχών που αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 και αυτών που εμπίπτουν στο πεδίο αυτό έγκειται κατ' ουσίαν στα συστατικά κάθε παροχής στοιχεία, ιδίως στον σκοπό και στις προϋποθέσεις χορηγήσεώς της, και όχι στο εάν μια παροχή χαρακτηρίζεται ή όχι από την εθνική νομοθεσία ως παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως (απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992, C-78/91, Hughes, Συλλογή 1992, σ. Ι-4839, σκέψη 14).

29 Κατ' αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως διευκρινίσει ότι μια παροχή πρέπει να θεωρείται ως παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως εφόσον χορηγείται χωρίς οποιαδήποτε ατομική και εισάγουσα διακρίσεις στάθμιση των ατομικών αναγκών στους δικαιούχους βάσει μιας από τον νόμο καθοριζομένης καταστάσεως και εφόσον αυτή έχει σχέση με κάποιον από τους κινδύνους που ρητώς απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 (βλ. ιδίως την προαναφερθείσα απόφαση Hughes, σκέψη 15 τις αποφάσεις της 20ής Ιουνίου 1991, C-356/89, Newton, Συλλογή 1991, σ. Ι-3017, της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 379/85 έως 381/85 και 93/86, Giletti κ.λπ., Συλλογή 1987, σ. 955, σκέψη 11, και της 27ης Μαρτίου 1985, 249/83, Hoeckz, Συλλογή 1985, σ. 973, σκέψεις 12 έως 14).

30 Διαπιστώνεται, αφενός, ότι οι διατάξεις σχετικά με το επίμαχο επίδομα μητρότητας παρέχουν στον δικαιούχο ένα από τον νόμο προσδιοριζόμενο δικαίωμα, άσχετο με οποιαδήποτε ατομική και εισάγουσα διακρίσεις στάθμιση των ατομικών αναγκών (η προαναφερθείσα απόφαση Hughes) και, αφετέρου, ότι οι παροχές μητρότητας ρητώς μνημονεύονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α', του κανονισμού 1408/71.

31 Το επιχείρημα της Λουξεμβουργιανής Κυβερνήσεως ότι οι μη εξαρτώμενες από την καταβολή εισφορών παροχές δεν καλύπτονται από τον κανονισμό 1408/71 δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, αρκεί να σημειωθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού ρητώς προβλέπει την εφαρμογή του επί των μη εξαρτωμένων από την καταβολή εισφορών συστημάτων.

32 Εξ αυτού προκύπτει ότι, ακόμα και πριν από τη θέση σε ισχύ του κανονισμού 1247/92, ο κανονισμός 1408/71, και ιδίως το άρθρο του 18, είχε εφαρμογή επί του επιδόματος μητρότητας. Κατά συνέπεια, το Μεγάλο Δουκάτο υποχρεούνταν να λαμβάνει υπόψη τις περιόδους κατοικίας που είχαν συμπληρωθεί υπό τη νομοθεσία οποιουδήποτε άλλου κράτους ως εάν να επρόκειτο για περιόδους συμπληρωθείσες υπό τη λουξεμβουργιανή νομοθεσία.

33 Τέλος, πρέπει να αναγνωριστεί, για τους μνημονευομένους στις σκέψεις 17 και 18 της παρούσας αποφάσεως λόγους, ότι η προϋπόθεση κατοικίας που επιβάλλεται από την επικρινόμενη από την Επιτροπή νομοθεσία συνιστά και παραβίαση του άρθρου 52 της Συνθήκης.

34 Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή στο σύνολό της και, κατά συνέπεια, να αναγνωριστεί ότι, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, επιβάλλοντας προϋποθέσεις κατοικίας για τη χορήγηση των επιδομάτων τοκετού και μητρότητας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, καθώς και το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

35 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, επιβάλλοντας προϋπόθεση κατοικίας για τη χορήγηση των επιδομάτων τοκετού και μητρότητας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος, το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως έχει κωδικοποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, καθώς και το άρθρο 52 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2) Καταδικάζει το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου στα δικαστικά έξοδα.

Top