EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61991CJ0107

Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Φεβρουαρίου 1993.
Empresa Nacional de Urânio SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
ΕΚΑΕ - Προσφυγή κατά παραλείψεως - Οργανισμός Εφοδιασμού - Διάθεση αποθέματος ουρανίου.
Υπόθεση C-107/91.

Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-00599

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:56

61991J0107

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 16ΗΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1993. - EMPRESA NACIONAL DE URANIO SA ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΕΚΑΕ - ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΩΣ - ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ - ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΣ ΟΥΡΑΝΙΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-107/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-00599


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. ΕΚΑΕ * Προσφυγή κατά παραλείψεως * Φυσικά ή νομικά πρόσωπα * Παραλείψεις κατά των οποίων δύναται να ασκηθεί προσφυγή * Παράλειψη της Επιτροπής να λάβει απόφαση αναφορικά με απόφαση του Οργανισμού Εφοδιασμού της Ευρατόμ, η οποία ήρθε ενώπιόν της * Παραδεκτό * Προϋποθέσεις

(Συνθήκη ΕΚΑΕ, άρθρα 53, εδ. 2, και 148))

2. ΕΚΑΕ * Εφοδιασμός * Πράξη του Οργανισμού Εφοδιασμού της Ευρατόμ η οποία ήρθε ενώπιον της Επιτροπής * Αδράνεια της Επιτροπής * Παράνομος χαρακτήρας

(Συνθήκη ΕΚΑΕ, άρθρο 53, εδ. 2)

Περίληψη


1. Οποιαδήποτε σιωπηρή ή ρητή πράξη του Οργανισμού Εφοδιασμού, την ίδρυση του οποίου προβλέπει η Συνθήκη Ευρατόμ, η οποία εκδίδεται στο πλαίσιο της ασκήσεως του δικαιώματος προαιρέσεως του εν λόγω Οργανισμού καθώς και του αποκλειστικού του δικαιώματος να συνάπτει συμβάσεις για την προμήθεια μεταλλευμάτων και πυρηνικών καυσίμων μπορεί, δυνάμει του άρθρου 53, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω Συνθήκης, να φέρεται από τους ενδιαφερομένους ενώπιον της Επιτροπής, η οποία υποχρεούται να λάβει σχετική απόφαση εντός μηνιαίας προθεσμίας.

Η απόφαση αυτή, μολονότι απευθυνόμενη στον Οργανισμό, αφορά άμεσα και ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 146, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, εκείνον που έφερε την υπόθεση ενώπιον της Επιτροπής, με αποτέλεσμα, σε περίπτωση που η Επιτροπή παραλείψει να λάβει απόφαση, ότι ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει δικαστική προστασία του δικαιώματος που του παρέχει το προαναφερθέν άρθρο 53, δεύτερο εδάφιο, δικαίωμα που συνίσταται στη δυνατότητα ασκήσεως ενώπιον του Δικαστηρίου της προβλεπόμενης στο άρθρο 148 της Συνθήκης προσφυγής κατά παραλείψεως,

Η πρόσκληση προς ενέργεια, που απαιτεί η εν λόγω διάταξη, μπορεί να απευθυνθεί στην Επιτροπή παράλληλα με το έγγραφο με το οποίο φέρεται ενώπιον της Επιτροπής, κατ' εφαρμογή του άρθρου 53, δεύτερο εδάφιο, η απόφαση του Οργανισμού

2. 'Οταν επιχείρηση παραγωγής ουρανίου, που αντιμετωπίζει προβλήματα διαθέσεως της παραγωγής της, απευθύνεται στον Οργανισμό Εφοδιασμού που έχει συσταθεί δυνάμει της Συνθήκης Ευρατόμ, ζητώντας του να ασκήσει το δικαίωμα προαιρέσεως, δυνάμει του άρθρου 57 της Συνθήκης, λαμβάνοντας ως μόνη απάντηση τη διαβεβαίωση ότι θα επιδιωχθεί λύση του προβλήματός της, μπορεί να θεωρηθεί ότι η εν λόγω επιχειρήση αντιμετώπισε σιωπηρή άρνηση εκ μέρους του εν λόγω Οργανισμού. Επιλαμβανόμενη αυτής της αρνητικής αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 53, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει σχετική απόφαση εντός μηνιαίας προθεσμίας. Σχετική παράλειψή της συνιστά παραβίαση της εν λόγω διατάξεως.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-107/91,

Empresa Nacional de Uranio SA (ENU), εταιρία πορτογαλικού δικαίου με έδρα την Urgeirica του Δήμου Nelas, εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Jose Mota Coimbra de Matos, του Δικηγορικού Συλλόγου της Λισσαβώνας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Joaquin Calvo Basaran, 34, boulevard Ernest Feltgen,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Herculano Lima, νομικό σύμβουλο, και τον Juergen Grunwald, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει και να απευθύνει στην προσφεύγουσα την απόφαση που αυτή της είχε ζητήσει να λάβει δυνάμει του άρθρου 53 της Συνθήκης ΕΚΑΕ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, πρόεδρο του πρώτου και του πέμπτου τμήματος, προεδρεύοντα, Μ. Zuleeg και J. L. Murray, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, R. Joliet, F. A. Schockweiler, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse και D. A. O. Edward, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. Gulmann

γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κυρία υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 3ης Ιουνίου 1992, στην οποία η ΕΝU εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο Jose Mota Coimbra de Matos και τον καθηγητή Joao Mota de Campos,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Απριλίου 1991 η Empresa Nacional de Uranio SA (στο εξής: ΕΝU) άσκησε, δυνάμει του άρθρου 148 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει και να της απευθύνει την απόφαση που της είχε ζητήσει να λάβει δυνάμει του άρθρου 53 της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

2 Η ΕΝU είναι εταιρία παραγωγής εμπλουτισμένου ουρανίου (U308) επί του πορτογαλικού εδάφους. Επειδή δεν υπάρχει βιομηχανικός αντιδραστήρας στην Πορτογαλία, η ΕΝU είναι υποχρεωμένη να εξάγει το σύνολο της παραγωγής της. Είχε προς τούτο συνάψει μακροχρόνια σύμβαση με την Electricite de France (στο εξής: ΕDF), η οποία αφορούσε το 73 % περίπου της παραγωγής της. Το υπόλοιπο το πωλούσε σε ευκαιριακούς αγοραστές. Οι πολύ χαμηλές τιμές που διαμορφώθηκαν στην αγορά, οι οποίες δεν κάλυπταν ούτε την τιμή κόστους και οι οποίες καθιστούσαν στην πράξη αδύνατη οποιαδήποτε εμπορική σύμβαση, καθώς και η απόφαση της ΕDF να μη συνάπτει πλέον μακροχρόνιες συμβάσεις, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αποθεμάτων ουρανίου και τη δημιουργία σοβαρών χρηματοπιστωτικών προβλημάτων στην ΕΝU.

3 Βάσει των διατάξεων του κεφαλαίου VΙ της Συνθήκης ΕΚΑΕ, η ΕΝU, με έγγραφά της της 8ης Οκτωβρίου 1987 και της 10ης Οκτωβρίου 1988, ζήτησε από τον Οργανισμό Εφοδιασμού της Ευρατόμ (στο εξής: Οργανισμός), να ασκήσει το προβλεπόμενο στο άρθρο 57 της Συνθήκης ΕΚΑΕ δικαίωμα προαιρέσεως επί 350 τόνων εμπλουτισμένου ουρανίου. Παράλληλα, η ΕΝU επέστησε την προσοχή της γενικής διευθύνσεως ενεργείας της Επιτροπής επί της καταστάσεώς της. Ο Οργανισμός απάντησε, με έγγραφο της 8ης Νοεμβρίου 1988, ότι το ζήτημα που έθεσε η ΕΝU ήταν σημαντικό και ότι θα εξεταστεί με την απαιτούμενη προσοχή. Εξάλλου, η Επιτροπή με έγγραφο της 14ης Νοεμβρίου 1988 υποσχέθηκε να εξετάσει το πρόβλημα με σκοπό την εξεύρεση θετικής λύσεως.

4 Δεδομένης της ελλείψεως απαντήσεως στα δύο αυτά έγγραφα, η ΕΝU ζήτησε και πάλι, στις 25 Οκτωβρίου 1989, από τον Οργανισμό να ενεργήσει κατά τις διατάξεις του κεφαλαίου VΙ της Συνθήκης ΕΚΑΕ και διαβίβασε στην Επιτροπή αντίγραφο του εγγράφου αυτού, επισημαίνοντας ότι η διάθεση των αποθεμάτων της αποτελούσε προϋπόθεση για την επιβίωσή της. Με έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 1989 η Επιτροπή γνωστοποίησε στην ΕΝU ότι συμμερίζεται την άποψή της ότι στο πλαίσιο της πολιτικής εφοδιασμού που ακολουθεί ο Οργανισμός πρέπει να προβλεφθούν "ειδικά μέτρα" για την αντιμετώπιση περιπτώσεων όπως αυτή της ΕΝU και ότι ζήτησε από τον Οργανισμό να προχωρήσει στο στάδιο της συγκεκριμένης υλοποιήσεως του σχεδίου δράσεως που είχε εκπονήσει σχετικώς. Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση αυτή, ο Οργανισμός κατάρτισε ένα "αρχικό σχέδιο για την εξεύρεση πρακτικής λύσεως ως προς την πολιτική εφοδιασμού που αφορά το 'πορτογαλικό ουράνιο' ". Ο Οργανισμός προχώρησε κατόπιν σε διάλογο με τους χρήστες της Κοινότητας προκειμένου να τους πείσει να αποδεχθούν ένα σχέδιο διαθέσεως του πορτογαλικού ουρανίου. Τα διαβήματα του Οργανισμού δεν τελεσφόρησαν.

5 Η ΕΝU προσέφυγε κατόπιν στην Επιτροπή ζητώντας επίσημα, με έγγραφο 21ης Δεκεμβρίου 1990,

κατά το άρθρο 53, εδάφιο 2, της Συνθήκης και κατά το άρθρο 148 της Συνθήκης ΕΚΑΕ:

α) να διατάξει, δυνάμει του άρθρου 53 της Συνθήκης, τον Οργανισμό (...) να αποκαταστήσει την ομαλή λειτουργία των προβλεπομένων στο κεφάλαιο VΙ της Συνθήκης μηχανισμών, επιβάλλοντας την τήρηση των διατάξεων των σχετικών με την κοινή πολιτική εφοδιασμού (...)

β) να ερευνήσει πάραυτα και να ενεργήσει κατόπιν σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας αυτής, προκειμένου να εξακριβώσει πώς είναι δυνατόν, χωρίς η Επιτροπή να έχει προβεί σε οποιοδήποτε έλεγχο κατά το άρθρο 66 της Συνθήκης, οι κοινοτικοί χρήστες να προμηθεύονται ελεύθερα ουράνιο σε ξένες αγορές, μολονότι παραμένει διαθέσιμο το σύνολο της παραγωγής της ΕNU και μάλιστα σε εύλογη τιμή (...) και να προειδοποιήσει τις παραβάτες επιχειρήσεις, απευθείας ή μέσω του Οργανισμού, ότι θα λάβει μέτρα εναντίον τους σε περίπτωση πραγματοποιήσεως νέων εισαγωγών, όσο παραμένει προς πώληση η παραγωγή της ΕΝU (...)

γ) (...) να συζητήσει (...) με την ΕΝU το ύψος της εύλογης αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί στην ΕΝU προς αποκατάσταση της ζημίας που της προκάλεσαν η παράνομη παράλειψη της Επιτροπής και του Οργανισμού Εφοδιασμού, στο πλαίσιο ασκήσεως των κοινοτικών τους αρμοδιοτήτων

δ) (...) να επιβάλει την τήρηση της αποφάσεώς της * την οποία δεν τήρησε ο Οργανισμός Εφοδιασμού * και (να διατάξει) τον Οργανισμό να εφαρμόσει 'ειδικό πρόγραμμα' για την άμεση λύση του προβλήματος διαθέσεως του ουρανίου της ΕΝU και (να επικουρήσει τον Οργανισμό) κατά την εφαρμογή αυτού του προγράμματος (...)

ε) (...) κατά συνέπεια (...) να διατάξει τον Οργανισμό να προβεί στην εκτέλεση της αποφάσεως που του απηύθυνε, εφαρμόζοντας μια ικανοποιητική λύση του προβλήματος της ΕΝU * με την επιφύλαξη της εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης κατά τρόπο που να καθιστά δυνατή την αντιμετώπιση μελλοντικών δυσχερειών".

6 Με έγγραφο της 17ης Ιανουαρίου 1991 η Επιτροπή βεβαίωσε λήψη του εγγράφου της 21ης Δεκεμβρίου 1990, σημειώνοντας ότι αυτό αποτελεί αντικείμενο ενδεδειγμένης μελέτης. Επειδή παρήλθαν τρεις μήνες χωρίς καμία απάντηση εκ μέρους της Επιτροπής, η ΕΝU άσκησε την παρούσα προσφυγή.

7 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι ισχυρισμοί και τα κύρια επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του αντικειμένου της προσφυγής

8 Κατά το άρθρο 53 της Συνθήκης,

"Ο Οργανισμός τελεί υπό τον έλεγχο της Επιτροπής, η οποία του παρέχει τις οδηγίες της, έχει δικαίωμα αρνησικυρίας επί των αποφάσεών του και διορίζει τον γενικό διευθυντή και τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή του.

Κάθε σιωπηρή ή ρητή πράξη του Οργανισμού, κατά την άσκηση του δικαιώματός του προαιρέσεως ή του αποκλειστικού του δικαιώματος να συνάπτει συμβάσεις προμηθειών, δύναται να αχθεί από τους ενδιαφερομένους ενώπιον της Επιτροπής, η οποία λαμβάνει απόφαση εντός προθεσμίας ενός μηνός."

9 Κατά το άρθρο 148 της Συνθήκης,

"Αν το Συμβούλιο ή η Επιτροπή, κατά παράβαση της παρούσης Συνθήκης, παραλείπουν να αποφασίσουν, τα κράτη μέλη και τα άλλα όργανα της Κοινότητας δύνανται να ασκήσουν προσφυγή στο Δικαστήριο και να ζητήσουν τη διαπίστωση της παραβάσεως αυτής.

Η προσφυγή αυτή είναι παραδεκτή μόνο αν το εν λόγω όργανο κληθεί προηγουμένως να ενεργήσει. Αν το όργανο αυτό δεν λάβει θέση εντός δύο μηνών από της προσκλήσεως, η προσφυγή δύναται να ασκηθεί εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών.

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, υπό τις προϋποθέσεις των προηγουμένων παραγράφων, δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο κατά οργάνου της Κοινότητας το οποίο παρέλειψε να του απευθύνει πράξη εκτός συστάσεως ή γνώμης."

10 'Οπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο αναφορικά με το άρθρο 175 της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο είναι ακριβώς όμοιο με το άρθρο 148 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, η προσφυγή κατά παραλείψεως προϋποθέτει ότι η παράνομη παράλειψη του Συμβουλίου ή της Επιτροπής παρέχει τη δυνατότητα στα άλλα όργανα και στα κράτη μέλη, καθώς και σε ορισμένες περιπτώσεις στους ιδιώτες, να προσφύγουν στο Δικαστήριο προκειμένου αυτό να αναγνωρίσει ότι η παράλειψη αντιβαίνει προς τη Συνθήκη, εφόσον το συγκεκριμένο όργανο δεν την επανόρθωσε (αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1988, 377/87, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 4017, σκέψη 9, και 383/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 4051, σκέψη 9). Το περιεχόμενο της απαντήσεως του οργάνου στην πρόσκληση προς ενέργεια δεν πρέπει αναγκαστικά να συμπίπτει με τις αξιώσεις των προσφευγόντων προκειμένου να τερματιστεί η παράλειψη. Το άρθρο 175 αφορά την παράλειψη που συνίσταται στην απουσία αποφάσεως ή διατυπώσεως γνώμης και όχι στην έκδοση πράξεως διαφορετικής από εκείνη που θα επιθυμούσαν ή θα έκριναν αναγκαία οι ενδιαφερόμενοι (απόφαση της 13ης Ιουλίου 1971, 8/71, Deutscher Komponistenverband κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 893).

11 Η ιδιομορφία του άρθρου 53, εδάφιο 2, της Συνθήκης ΕΚΑΕ είναι ότι παρέχει σε όσους προτίθενται να αμφισβητήσουν πράξη του Οργανισμού τη δυνατότητα να προσφύγουν στην Επιτροπή και να ζητήσουν από αυτήν τη λήψη αποφάσεως εντός μηνιαίας προθεσμίας.

12 Η ΕΝU υποστηρίζει ότι με το έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 1990 έφερε ενώπιον της Επιτροπής πράξη του Οργανισμού, κατά το άρθρο 53, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΕ. Παραλείποντας να λάβει απόφαση, κατά παράβαση των όσων προβλέπει η εν λόγω διάταξη, η Επιτροπή παραβίασε τη Συνθήκη.

13 Αντικείμενο της προσφυγής της ΕΝU είναι να αναγνωριστεί αυτή η παραβίαση της Συνθήκης με βάση το άρθρο 148.

Επί του παραδεκτού

14 Η Επιτροπή προβάλλει τρεις λόγους απαραδέκτου της προσφυγής.

15 Πρώτον, υποστηρίζει ότι η ΕΝU δεν νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή κατά το άρθρο 148 της Συνθήκης, καθόσον η αιτηθείσα πράξη, αν είχε εκδοθεί, θα απευθυνόταν, κατά το άρθρο 53, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, όχι στην εν λόγω εταιρία, αλλά στον Οργανισμό Εφοδιασμού.

16 Πρέπει να τονισθεί ότι η απόφαση που ζήτησε η ΕΝU έπρεπε να έχει ως αντικείμενο την επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος που είχε θέσει υπόψη του Οργανισμού και της Επιτροπής. Η απόφαση αυτή θα έπρεπε να είχε ληφθεί, κατά την προσφεύγουσα, δυνάμει του άρθρου 53, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, το οποίο παρέχει στους ενδιαφερομένους το δικαίωμα να φέρουν ενώπιον της Επιτροπής πράξη του Οργανισμού και να ζητήσουν τη λήψη αποφάσεώς της.

17 Συνεπώς, μια τέτοια απόφαση, έστω και αν απευθυνόταν στον Οργανισμό, θα αφορούσε άμεσα και ατομικά την προσφεύγουσα, η οποία θα μπορούσε, εντεύθεν, να την προσβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 146, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης.

18 Συνεπώς, η προσφεύγουσα μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 148, τρίτο εδάφιο, αμφισβητώντας την παράλειψη λήψεως της αιτηθείσας αποφάσεως. Εάν δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, θα παρέμενε χωρίς δικαστική προστασία το παρεχόμενο με το άρθρο 53, δεύτερο εδάφιο, δικαίωμα.

19 Συνεπώς, ο πρώτος λόγος απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

20 Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προϋπόθεση παραδεκτού μιας προσφυγής κατά παραλείψεως που θέτει το άρθρο 148, δεύτερο εδάφιο, δεν τηρήθηκε στην προκειμένη περίπτωση, διότι το έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 1991 δεν μπορεί να θεωρηθεί και ως διοικητική προσφυγή στην Επιτροπή, κατά την έννοια του άρθρου 53, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης και ως πρόσκληση προς ενέργεια, δυνάμει του άρθρου 148, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης. Υποστηρίζει ότι μόνο μετά την πάροδο της μηνιαίας προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 53, δεύτερο εδάφιο, θα μπορούσε να της προσαφθεί παράλειψη και, επομένως, θα μπορούσε να κληθεί να ενεργήσει.

21 Η ερμηνεία αυτή κατά την οποία απαιτείται διπλή πρόσκληση προς ενέργεια δεν ευσταθεί. Το άρθρο 53 της Συνθήκης δεν αποκλείει, όταν οι ενδιαφερόμενοι φέρουν ενώπιον της Επιτροπής πράξη του Οργανισμού, να διατυπώνουν παράλληλα, ήδη από αυτό το στάδιο της διαδικασίας, πρόσκληση προς ενέργεια κατά την έννοια του άρθρου 148. 'Απαξ και οι ενδιαφερόμενοι ενεργήσουν κατ' αυτόν τον τρόπο, θα αποτελούσε υπερβολική τυπολατρεία να ζητηθεί από αυτούς να επαναλάβουν την πρόσκληση προς ενέργεια εάν η Επιτροπή δεν λάβει απόφαση εντός μηνός αφότου επιληφθεί του ζητήματος.

22 Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή πρέπει, επίσης, να απορριφθεί.

23 Τρίτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προσφυγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα διότι ασκήθηκε μετά τη συμπλήρωση της εύλογης προθεσμίας που πρέπει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να τηρούν οι ιδιώτες προκειμένου να αμφισβητήσουν την παράλειψη της Επιτροπής. Υποστηρίζει, σχετικώς, ότι στην απάντηση που έδωσε προς την προσφεύγουσα τον Δεκέμβριο του 1989 ενέκρινε πλήρως την άποψη του Οργανισμού και ότι, κατά συνέπεια, η προσφυγή ασκήθηκε δεκαέξι μήνες αργότερα.

24 Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Αφενός, το έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 1989, με το οποίο η Επιτροπή διευκρίνισε ότι συμμερίζεται την άποψη ότι έπρεπε να περιληφθούν στην πολιτική εφοδιασμού που ακολουθεί ο Οργανισμός "ειδικά μέτρα", προκειμένου να επιλυθεί το πρόβλημα της ΕΝU, δεν μπορούσε να εκληφθεί από την προσφεύγουσα ως απλή επιδοκιμασία της απόψεως του Οργανισμού. Αφετέρου, όπως ορθώς υπογράμμισε η προσφεύγουσα, καθόλη τη σχετική περίοδο υπήρξαν συχνές επαφές μεταξύ της Επιτροπής, του Οργανισμού και της ΕΝU, που βασίμως έδωσαν σ' αυτήν την εντύπωση ότι θα δινόταν ευνοϊκή λύση στο πρόβλημα που είχε θέσει υπόψη τους.

25 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι και ο τρίτος λόγος απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.

Επί της ουσίας

26 'Οπως προκύπτει από το άρθρο 53, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΕ, η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει απόφαση όταν φέρεται ενώπιόν της από τον ενδιαφερόμενο πράξη του Οργανισμού, σιωπηρή ή ρητή, σχετιζόμενη με την άσκηση του δικαιώματος προαιρέσεως που έχει ή του αποκλειστικού του δικαιώματος να συνάπτει συμβάσεις προμηθείας.

27 Το άρθρο VΙΙΙ, παράγραφος 3, του Καταστατικού του Οργανισμού Εφοδιασμού, που θέσπισε το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 54, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΕ (ΕΕ ειδ. έκδ. 12/001, σ. 19), ορίζει σχετικώς ότι:

"Kάθε πράξη του Οργανισμού που προβλέπεται στο άρθρο 53, εδάφιο 2, της Συνθήκης δύναται να αχθεί ενώπιον της Επιτροπής από τους ενδιαφερομένους μέχρι της λήξεως της δεκάτης πέμπτης ημέρας από την ημερομηνία της γνωστοποίησεώς της ή, αν δεν γνωστοποιηθεί, από της δημοσιεύσεώς της. Ελλείψει γνωστοποιήσεως και δημοσιεύσεως, η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της πράξεως."

28 Διαπιστώνεται ότι, κατά τις δεκαπέντε ημέρες που προηγήθηκαν της αποστολής του εγγράφου της 21ης Δεκεμβρίου 1990, καμία ρητή πράξη δεν απηύθυνε ο Οργανισμός προς την προσφεύγουσα.

29 Επιβάλλεται, συνεπώς, να εξεταστεί εάν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, με το έγγραφό της αυτό έφερε ενώπιον της Επιτροπής μία σιωπηρή πράξη του Οργανισμού.

30 Διαπιστώνεται σχετικώς ότι, πρώτον, η προσφεύγουσα ζήτησε από τον Οργανισμό να ασκήσει το δικαίωμα προαιρέσεως που έχει, δυνάμει του άρθρου 57 της Συνθήκης, επί του ουρανίου που παράγει και ότι, μολονότι είχε αναγγείλει την πρόθεσή του για εξεύρεση ευνοϊκής λύσεως στο πρόβλημα της προσφεύγουσας, η συμπεριφορά του Οργανισμού επί σειράν ετών ισοδυναμεί με σιωπηρή απόρριψη αυτής της αιτήσεως.

31 Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι προς απάντηση στην ίδια αίτηση, η οποία είχε επίσης υποβληθεί στην Επιτροπή, το εν λόγω όργανο γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα, με έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 1989, ότι συμμεριζόταν την άποψη ότι έπρεπε να περιληφθούν στην πολιτική εφοδιασμού που ακολουθούσε ο Οργανισμός "ειδικά μέτρα" προς αντιμετώπιση περιπτώσεων όπως αυτή της ΕΝU και ότι ζήτησε από τον Οργανισμό να προχωρήσει στο στάδιο της συγκεκριμένης υλοποιήσεως των σχεδίων δράσεως που είχε υποβάλει σχετικώς ο Οργανισμός.

32 Με βάση αυτά τα περιστατικά πρέπει να χαρακτηριστεί, από πλευράς άρθρου 53, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, το έγγραφο που απηύθυνε η προσφεύγουσα στην Επιτροπή στις 21 Δεκεμβρίου 1990.

33 Δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στη διάταξη αυτή οι ετερόκλητες αιτήσεις που αφορούν την πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσει ο Οργανισμός, καθώς και η αίτηση που αφορά τη συζήτηση του ποσού της αποζημιώσεως που θα έπρεπε να καταβληθεί στην προσφεύγουσα.

34 Αντιθέτως, καθόσον ζητήθηκε επισήμως από την Επιτροπή, "κατά το άρθρο 53, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης", ιδίως να διατάξει τον Οργανισμό να εφαρμόσει "ειδικά μέτρα" για την άμεση επίλυση του προβλήματος διαθέσεως του ουρανίου της ΕΝU, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι με το σχετικό έγγραφο ήρθε ενώπιον της Επιτροπής η σιωπηρή αρνητική πράξη του Οργανισμού να ασκήσει το δικαίωμα προαιρέσεως που έχει επί της παραγωγής ουρανίου της προσφεύγουσας.

35 Επιβάλλεται να προστεθεί ότι, εφόσον ούτε ο Οργανισμός ούτε η Επιτροπή διατύπωσαν άποψη αντίθετη προς το αίτημα της προσφεύγουσας, αλλά ότι, αντιθέτως, της έδωσαν την εντύπωση ότι το αίτημά της αυτό επρόκειτο να εξεταστεί με σκοπό την εξεύρεση ευνοϊκής λύσεως, η σιωπηρή άρνηση δεν μπορεί να συνδεθεί με ακριβή ημερομηνία, από της οποίας θα άρχιζε να τρέχει η προθεσμία του άρθρου VΙΙΙ, παράγραφος 3, του Καταστατικού του Οργανισμού.

36 Συνεπώς, συνέτρεχαν στην παρούσα υπόθεση οι προϋποθέσεις του άρθρου 53, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΕ και, επομένως, η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να λάβει απόφαση επί της αιτήσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα βάσει αυτής της διατάξεως εντός μηνός από της υποβολής της αιτήσεως αυτής. Εφόσον η απάντηση που δόθηκε με το έγγραφο της 17ης Ιανουαρίου ήταν απλώς αναβλητική απάντηση, διαπιστώνεται ότι η υποχρέωση αυτή δεν τηρήθηκε.

37 Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν η άρνηση του Οργανισμού να αγοράσει τη συγκεκριμένη ποσότητα ουρανίου θεωρηθεί ως "διαρκής πράξη", που θα μπορούσε να έλθει ενώπιόν της ανά πάσα στιγμή, το ίδιο θα έπρεπε να ισχύσει και για την περιεχόμενη στο έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 1989 απόφαση και ότι, υπό τους όρους αυτούς, δεν μπορεί να θεωρηθεί υποχρεωμένη να λάβει νέα απόφαση που θα είχε απλώς επιβεβαιωτικό χαρακτήρα.

38 Προς αντίκρουση αυτού του επιχειρήματος, αρκεί να τονιστεί ότι με το εν λόγω έγγραφο η Επιτροπή δεν έλαβε οριστική θέση επί του αιτήματος της προσφεύγουσας.

39 Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή παρέλειψε, κατά παράβαση του άρθρου 53, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, να λάβει απόφαση επί της αιτήσεως που της υπέβαλε η προσφεύγουσα δυνάμει αυτής της διατάξεως.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

40 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Η Επιτροπή παρέλειψε, κατά παράβαση του άρθρου 53, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚΑΕ, να λάβει απόφαση επί της αιτήσεως που της υπέβαλε η προσφεύγουσα δυνάμει αυτής της διατάξεως.

2) Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Top