Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61991CJ0030

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουνίου 1992.
    Jean Lestelle κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Αναίρεση - Υπάλληλος - Σύνταξη - Αποζημίωση εθελουσίας εξόδου - Υποχρεωτική ή προαιρετική καταβολή της συνταξιοδοτικής εισφοράς.
    Υπόθεση C-30/91 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 1992 I-03755

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1992:252

    61991J0030

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 9ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1992. - JEAN LESTELLE ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΑΝΑΙΡΕΣΗ - ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ - ΣΥΝΤΑΞΗ - ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΛΟΓΩ ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΕΩΣ - ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΣ Η ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-30/91 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-03755


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Υπάλληλοι - Οριστική λήξη των καθηκόντων - Εθελουσία έξοδος - Συνταξιοδοτική εισφορά

    (Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού ΕΚΑΧ, άρθρο 34 κανονισμός 3158/85 του Συμβουλίου, άρθρα 4 PAR 7, και 5 PAR 1)

    2. Αναίρεση - Λόγοι αναιρέσεως - Σκεπτικό μιας αποφάσεως το οποίο ενέχει παράβαση του κοινοτικού δικαίου - Διατακτικό βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους - Απόρριψη

    Περίληψη


    1. Σύμφωνα με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όλοι οι υπάλληλοι που λαμβάνουν μισθό ή αποζημίωση από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και δεν έχουν ακόμη συνταξιοδοτηθεί, πρέπει να συνεισφέρουν κατά τον ίδιο τρόπο στο σύστημα συντάξεων.

    Ο κοινοτικός νομοθέτης, προβλέποντας τη δυνατότητα ιδιαίτερου οικονομικού καθεστώτος για τους υπαλλήλους οι οποίοι άρχισαν τη σταδιοδρομία τους όταν ίσχυε ο ΚΥΚ του προσωπικού ΕΚΑΧ και στους οποίους εφαρμόστηκε μέτρο οριστικής λήξεως των καθηκόντων, δεν είχε την πρόθεση να εισαγάγει εξαίρεση από το καθεστώς συνταξιοδοτικών εισφορών, αλλά να εμποδίσει να βρεθούν οι υπάλληλοι αυτοί σε οικονομικώς δυσχερέστερη θέση απ' ό,τι αν είχαν εξέλθει της υπηρεσίας πριν από τη θέση σε ισχύ των μέτρων εθελουσίας εξόδου.

    Κατά συνέπεια, ορθώς το Πρωτοδικείο ερμήνευσε το άρθρο 4, παράγραφος 7, του κανονισμού 3518/85, για τη θέσπιση ειδικών μέτρων που αφορούν την οριστική λήξη των καθηκόντων υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την ευκαιρία της προσχωρήσεως της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή δεν εισήγαγε καμιά εξαίρεση από την υποχρέωση καταβολής συνταξιοδοτικών εισφορών που βαρύνει τον δικαιούχο αποζημιώσεως χορηγουμένης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του ΚΥΚ του προσωπικού ΕΚΑΧ.

    2. Αν το σκεπτικό μιας αποφάσεως του Πρωτοδικείου ενέχει παράβαση του κοινοτικού δικαίου, αλλά το διατακτικό της αποφάσεως είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους, η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-30/91 P,

    Jean Lestelle, εκπροσωπούμενος από τoν Jean-Noel Louis, δικηγόρο Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την έδρα της fiduciaire Myson SARL, 1, rue Glesener,

    αναιρεσείων,

    επικουρούμενος από την Union syndicale - Bruxelles, εκπροσωπουμένη από τον Thierry Demaseure, δικηγόρο Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την έδρα της fiduciaire Myson SARL, 1, rue Glesener,

    παρεμβαίνουσα,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 22ας Νοεμβρίου 1990 στην υπόθεση Τ-4/90, Jean Lestelle κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,

    όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον Joseph Griesmar, νομικό συμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg, η οποία ζητεί, κυρίως, την απόρριψη της αναιρέσεως ως αβάσιμης και επικουρικώς, σε περίπτωση αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, την απόρριψη των αιτημάτων του αναιρεσείοντος,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, R. Joliet, F. A. Schockweiler και F. Grevisse, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodriguez Iglesias, Μ. Zuleeg και J. L. Murray, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

    γραμματέας: Δ. Τριανταφύλλου, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις αγορεύσεις των εκπροσώπων των διαδίκων κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Φεβρουαρίου 1992, κατά τη διάρκεια της οποίας την Επιτροπή εκπροσώπησε ο D. Pardes, δικηγόρος Βρυξελλών,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Μαρτίου 1992,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Ιανουαρίου 1991, ο Lestelle άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΟΚ και των αντιστοίχων διατάξεων των Οργανισμών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 22ας Νοεμβρίου 1990, Τ-4/90, Lestelle κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. ΙΙ-689), κατά το μέρος που, αφενός, απέρριψε την προσφυγή του και, αφετέρου, καταδίκασε κάθε διάδικο στα δικαστικά του έξοδα.

    2 Από τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου (σκέψεις 1 έως 10 της αποφάσεως του) προκύπτει ότι ο Lestelle γεννήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 1925 και εισήλθε στις υπηρεσίες της Ανωτάτης Αρχής της ΕΚΑΧ την 1η Ιουνίου 1956 ως υπάλληλος.

    3 Με επιστολή της 30ής Ιουνίου 1988 ζήτησε να τύχει του ευεργετήματος του μέτρου της οριστικής λήξεως καθηκόντων κατ' εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ) 3518/85 του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1985, για τη θέσπιση ειδικών μέτρων που αφορούν την οριστική λήξη των καθηκόντων υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την ευκαιρία της προσχωρήσεως της Ισπανίας και της Πορτογαλίας (ΕΕ L 335, σ. 56, στο εξής: κανονισμός περί εθελουσίας εξόδου). Το αίτημά του έγινε δεκτό και ο Lestelle έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του οριστικά από την 1η Νοεμβρίου 1988. Από την ημερομηνία αυτή και μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1990, ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος συμπλήρωσε το 65ο έτος της ηλικίας του και άρχισε να λαμβάνει σύνταξη αρχαιότητας, ελάμβανε τη μηνιαία αποζημίωση που προβλέπεται στις οικείες διατάξεις του προαναφερθέντος κανονισμού.

    4 Το άρθρο 4 του κανονισμού περί εθελουσίας εξόδου ορίζει, πράγματι, ότι υπάλληλος ο οποίος επωφελείται από το μέτρο της οριστικής λήξεως των καθηκόντων δικαιούται μηνιαίας αποζημιώσεως, κατ' αρχήν ίσης με το 70 % του βασικού μισθού του, ανάλογα με το βαθμό και το κλιμάκιο που κατείχε ο ενδιαφερόμενος κατά τήν αποχώρησή του από την υπηρεσία. Η παράγραφός 7 του ιδίου άρθρου 4 προσθέτει ότι:

    "Κατά την περίοδο κατά την οποία υπάρχει το δικαίωμα αποζημιώσεως, ο πρώην υπάλληλος εξακολουθεί να αποκτά νέα δικαιώματα συντάξεως αρχαιότητας με βάση τον μισθό που αναλογεί στον βαθμό και το κλιμάκιό του, με την επιφύλαξη ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής καταβάλλεται η συνεισφορά που προβλέπεται στον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως (...)"

    5 Εντούτοις, το άρθρο 5, παράγραφος 1, ορίζει ότι ορισμένοι υπάλληλοι οι οποίοι άρχισαν τη σταδιοδρομία τους στις υπηρεσίες της ΕΚΑΧ, όπως ο Lestelle, "μπορούν να ζητήσουν να καθοριστούν τα οικονομικά τους δικαιώματα με βάση το άρθρο 34 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 'Ανθρακα και Χάλυβα και το άρθρο 50 του γενικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 'Ανθρακα και Χάλυβα". Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού διευκρινίζει ωστόσο ότι "το άρθρο 4, παράγραφοι 3 και 5 έως 9 του παρόντος κανονισμού εξακολουθούν να ισχύουν για τους υπαλλήλους που αναφέρονται στο παρόν άρθρο (...)".

    6 Το άρθρο 34 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως του προσωπικού της ΕΚΑΧ, στο οποίο γίνεται παραπομπή, αφορούσε τη θέση σε διαθεσιμότητα των υπαλλήλων. Προέβλεπε ότι αυτοί μπορούσαν να τύχουν, επί διετία, μηνιαίας αποζημιώσεως αντίστοιχης προς τις αποδοχές τους και στη συνέχεια, επίσης επί διετία, αποζημιώσεως ίσης προς το ήμισυ των αποδοχών αυτών. Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε από 1ης Ιανουαρίου 1962.

    7 Με έγγραφο της 25ης Ιανουαρίου 1989, η υπηρεσία συντάξεων της Επιτροπής πληροφόρησε τον Lestelle ότι, βάσει του προπαρατεθέντος άρθρου 5, παράγραφος 1, η αποζημίωσή του λόγω εθελουσίας εξόδου θα είναι ίση προς το 100 % του μισθού του, αλλά ότι από το ποσό αυτό θα αφαιρεθεί η εισφορά για τη χρηματοδότηση του συστήματος συντάξεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    8 Με επιστολή της 22ας Μαρτίου 1989, ο Lestelle ζήτησε από την υπηρεσία αυτή να διακοπεί η εν λόγω κράτηση. Ισχυρίστηκε ότι δεν επιθυμούσε την αύξηση των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων όπως αυτά είχαν την 1η Νοεμβρίου 1988. Συναφώς, από το άρθρο 4, παράγραφος 7, του κανονισμού περί εθελουσίας εξόδου συνήγαγε ότι η εν λόγω εισφορά είχε προαιρετικό χαρακτήρα. Με απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1989, που κοινοποιήθηκε στον Lestelle με έγγραφο της 30ής Οκτωβρίου 1989, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση αυτή για τον λόγο, μεταξύ άλλων, ότι η περίοδος κατά την οποία καταβάλλεται η αποζημίωση εθελουσίας εξόδου λαμβάνεται υπόψη ως περίοδος υπηρεσίας και συνεπάγεται επομένως την καταβολή της εν λόγω συνταξιοδοτικής εισφοράς.

    9 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Ιανουαρίου 1990, ο Lestelle ζήτησε κατ' ουσία την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής περί εξακολουθήσεως, πέραν της 22ας Μαρτίου 1989, της κρατήσεως της συνταξιοδοτικής εισφοράς επί της αποζημιώσεως λόγω εθελουσίας εξόδου. Ζήτησε επίσης από το Πρωτοδικείο να αναγνωρίσει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 7, του κανονισμού περί εθελουσίας εξόδου, η καταβολή των συνταξιοδοτικών εισφορών είναι προαιρετική και όχι υποχρεωτική για τους πρώην υπαλλήλους που τυγχάνουν της εφαρμογής αυτού του κανονισμού.

    10 Με την απόφασή του το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, προς στήριξη του αιτήματος περί ακυρώσεως, ο Lestelle προβάλλει δύο λόγους, που στηρίζονται στην παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 7, του κανονισμού περί εθελουσίας εξόδου και σε πλάνη της Διοικήσεως περί τα πράγματα, αντίστοιχα.

    11 Αφού απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου που άσκησε η Επιτροπή (σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως), το Πρωτοδικείο ανέλυσε την επιχειρηματολογία των διαδίκων ως προς τους δύο αυτούς λόγους.

    12 Ως προς τον πρώτο λόγο, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τις σκέψεις 32 έως 40 της αποφάσεώς του, ότι η συναταξιοδοτική εισφορά είναι υποχρεωτική για τον Lestelle, όπως συνάγεται από το άρθρο 95 του γενικού κανονισμού του προσωπικού της ΕΚΑΧ. Το Πρωτοδικείο τονίζει ακόμη ότι οι διατάξεις των άρθρων 4, παράγραφος 7, και 5, παράγραφος 1, του κανονισμού περί εθελουσίας εξόδου είναι ανάλογες, αφενός, προς εκείνες των άρθρων 5, παράγραφος 7, και 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108), και, αφετέρου, προς εκείνες των άρθρων 3, παράγραφος 7, και 5, παράγραφος 1, του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) 2530/72 του Συμβουλίου, της 4ης Δεκεμβρίου 1972, για τη θέσπιση ειδικών και προσωρινών μέτρων που αφορούν την πρόσληψη υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (JO L 272, σ. 1), ο οποίος εκδόθηκε με την ευκαιρία της προσχωρήσεως της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Πράγματι, κατά την περίοδο εφαρμογής των κανονισμών αυτών, η εισφορά ήταν κατ' ανάγκη υποχρεωτική εφόσον την εποχή εκείνη κανένας υπάλληλος των Κοινοτήτων δεν είχε ακόμη συμπληρώσει τον αριθμό των συνταξίμων ετών που θεμελιώνει δικαίωμα στο ανώτατο ποσό συντάξεως αρχαιότητας.

    13 Ως προς τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο τονίζει με τις σκέψεις 41 έως 44 της αποφάσεώς του, ότι η Διοίκηση περιέπεσε μεν σε πλάνη θεωρώντας ότι ο Lestelle δεν είχε ακόμη αποκτήσει το ανώτατο όριο των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τα οποία μπορούσε να προσδοκά, πλην όμως η πλάνη αυτή δεν ασκεί επιρροή στην επίλυση της διαφοράς εφόσον η συνταξιοδοτική εισφορά είναι εν πάση περιπτώσει υποχρεωτική.

    14 Για τους λόγους αυτούς το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή.

    15 Για την αναίρεση της αποφάσεως αυτής ο Lestelle προβάλλει, κατ' αρχάς, ένα πρώτον λόγο ο οποίος στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 7, του κανονισμού περί εθελουσίας εξόδου. Υποστηρίζει στο πρώτο σκέλος ότι το Πρωτοδικείο στήριξε την απόφασή του στον ΚΥΚ του προσωπικού ΕΚΑΧ, ο οποίος δεν είναι πλέον σε ισχύ. Προσθέτει στο δεύτερο σκέλος ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο κανονισμός περί εθελουσίας εξόδου θέσπισε προσωρινώς σύστημα που εισήγαγε εξαίρεση από το κοινό δίκαιο και ότι κακώς η συλλογιστική του Πρωτοδικείου στηρίχθηκε σε αναλογία συγκρίνοντας τον κανονισμό αυτόν με τους προηγούμενους κανονισμούς.

    16 Ο Lestelle προβάλλει στη συνέχεια έναν δεύτερο λόγο ο οποίος στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων. Ισχυρίζεται συναφώς ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου δεν περιλαμβάνει καμιά πρόσφορη απάντηση στους λόγους ακυρώσεως τους οποίους προέβαλε ο Lestelle τόσο κατά την έγγραφη όσο και κατά την προφορική διαδικασία.

    17 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί του λόγου που στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 7, του κανονισμού περί εθελουσίας εξόδου

    18 Πρέπει να υπομνηστεί εκ προοιμίου ότι, όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού περί εθελουσίας εξόδου, το Συμβούλιο εξέδωσε τον εν λόγω κανονισμό διότι η προσχώρηση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας συνεπαγόταν την ανάγκη να αναδιαρθρωθεί η σύνθεση του σώματος των υπαλλήλων των Κοινοτήτων.

    19 'Οπως είχε συμβεί ιδίως με την ευκαιρία της προσχωρήσεως της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου με τον προαναφερθέντα κανονισμό 2530/72, το άρθρο 5 του κανονισμού περί εθελουσίας εξόδου προβλέπει ότι ορισμένοι υπάλληλοι οι οποίοι άρχισαν τη σταδιοδρομία τους στις υπηρεσίες της ΕΚΑΧ μπορούν να ζητήσουν να καθοριστούν τα οικονομικά τους δικαιώματα με τον τρόπο που θα καθορίζονταν αν οι εν λόγω υπάλληλοι είχαν τεθεί σε διαθεσιμότητα βάσει των ασκουσών επιρροή διατάξεων του ΚΥΚ του προσωπικού της ΕΚΑΧ.

    20 Το άρθρο 34 του κανονισμού αυτού προέβλεπε πράγματι δυνατότητα θέσεως σε διαθεσιμότητα που παρουσίαζε, σε ορισμένες περιπτώσεις, περισσότερα πλεονεκτήματα για τους υπαλλήλους από το σύστημα αποζημιώσεως του κανονισμού περί εθελουσίας εξόδου. Προέβλεπε την καταβολή του συνόλου των αποδοχών επί διετία και του ημίσεος αυτών για τα δύο επόμενα έτη, ενώ ο κανονισμός περί εθελουσίας εξόδου περιορίζει τις μηνιαίες αποζημιώσεις στο 70 % του βασικού μισθού. Συνολικά, κατά τη διάρκεια των τεσσάρων πρώτων ετών, οι αποζημιώσεις λόγω θέσεως σε διαθεσιμότητα είναι επομένως υψηλότερες από τις αποζημιώσεις λόγω εθελουσίας εξόδου.

    21 'Οπως αναγνώρισε το Δικαστήριο στο πλαίσιο του προαναφερθέντος κανονισμού που εκδόθηκε με την ευκαιρία της προσχωρήσεως της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου (απόφαση της 19ης Μαρτίου 1975, υπόθεση 28/74, Gillet κατά Επιτροπής, Rec. 1975, σ. 463, σκέψη 6), ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε τη δυνατότητα ιδιαίτερου οικονομικού καθεστώτος για τους υπαλλήλους που είχαν προσληφθεί βάσει του ΚΥΚ του προσωπικού της ΕΚΑΧ για να μη βρεθούν οι υπάλληλοι αυτοί σε οικονομικώς δυσχερέστερη θέση απ' ό,τι αν είχαν εξέλθει της υπηρεσίας πριν από τη θεση σε ισχύ του νέου συστήματος.

    22 Από το άρθρο 83, παράγραφος 2, του ΚΥΚ προκύπτει, άλλωστε, ότι οι υπάλληλοι υποχρεούνται να συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Το άρθρο 36 του παραρτήματος VΙΙΙ του κανονισμού αυτού ορίζει ότι από κάθε είσπραξη μισθού γίνεται κράτηση για την εισφορά αυτή. Το άρθρο 37 του εν λόγω παραρτήματος προσθέτει ότι ο εν ενεργεία υπάλληλος που έχει αποσπασθεί εξακολουθεί να καταβάλλει την εισφορά που προβλέπεται στο προηγούμενο αρθρο. Το ίδιο ισχύει και για τον υπάλληλο που δικαιούται της αποζημιώσεως που προβλέπεται στην περίπτωση διαθεσιμότητας και απομακρύνσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας εντός του ορίου των πέντε ετών καθώς και για τον υπάλληλο σε άδεια για προσωπικούς λόγους που συνεχίζει να αποκτά νέα δικαιώματα.

    23 Οι κανόνες αυτοί αντανακλούν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, κατά την οποία όλοι οι υπάλληλοι που λαμβάνουν μισθό ή αποζημίωση από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και δεν έχουν ακόμη συνταξιοδοτηθεί, πρέπει να συνεισφέρουν κατά τον ίδιο τρόπο στο σύστημα συντάξεων.

    24 Κατά συνέπεια, κατ' εφαρμογή της αρχής αυτής, από την οποία ο κανονισμός περί εθελουσίας εξόδου δεν εισάγει καμιά εξαίρεση, η αποζημίωση λόγω εθελουσίας εξόδου υπόκειται εν πάση περιπτώσει στη συνταξιοδοτική εισφορά.

    25 Υπό το φως της διαπιστώσεως αυτής πρέπει να εξεταστεί ο πρώτος λόγος που προβάλλει ο προσφεύγων.

    26 Ο Lestelle προσάπτει στο Πρωτοδικείο, πρώτον, ότι στήριξε την υποχρέωση εισφοράς στο άρθρο 95 του γενικού κανονισμού του προσωπικού της ΕΚΑΧ, ο οποίος είχε καταργηθεί από την 1η Ιανουαρίου 1962.

    27 Ακόμη και αν κακώς το Πρωτοδικείο στήριξε την υποχρέωση καταβολής εισφοράς σε κατηργημένη διάταξη, η υποχρέωση αυτή παραμένει ωστόσο νομικώς δικαιολογημένη βάσει των ανωτέρω σκέψεων.

    28 Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, αν το σκεπτικό μιας αποφάσεως του Πρωτοδικείου ενέχει παράβαση του κοινοτικού δικαίου, αλλά το διατακτικό της αποφάσεως είναι βάσιμο για άλλους νομικούς λόγους, η αναίρεση πρέπει να απορριφθεί.

    29 Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου που προβάλλει ο αναιρεσείων πρέπει να απορριφθεί.

    30 Ο Lestelle ισχυρίζεται ακόμη, στο δεύτερο σκέλος, ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο κανονισμός περί εθελουσίας εξόδου θέσπισε προσωρινώς καθεστώς εξαιρέσεως από το κοινό δίκαιο και κακώς αιτιολόγησε κατ' αναλογία συγκρίνοντας τον κανονισμό αυτό με προηγουμένους κανονισμούς.

    31 'Οπως ελέχθη ανωτέρω, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν είχε την πρόθεση, στο πλαίσιο των ειδικών μέτρων για τους υπαλλήλους που άρχισαν τη σταδιοδρομία τους στο πλαίσιο του ΚΥΚ του προσωπικού της ΕΚΑΧ, να εισαγάγει εξαίρεση από το καθεστώς συνταξιοδοτικών εισφορών το οποίο στηρίζεται στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υπαλλήλων.

    32 Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    Επί του δευτέρου λόγου που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της αιτιολογήσεως των δικαστικών αποφάσεων

    33 Ο Lestelle προσάπτει ακόμη στο Πρωτοδικείο ότι δεν διευκρίνισε την έννοια που έπρεπε να δοθεί στη σχετική με τη συνταξιοδοτική εισφορά επιφύλαξη του άρθρου 4, παράγραφος 7, του κανονισμού περί εθελουσίας εξόδου.

    34 Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 7, του κανονισμού περί εθελουσίας εξόδου δεν εισήγαγε καμία εξαίρεση από την υποχρέωση καταβολής συνταξιοδοτικών εισφορών που βαρύνει τον δικαιούχο αποζημιώσεως χορηγουμένης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του ΚΥΚ του προσωπικού της ΕΚΑΧ. Το Πρωτοδικείο αναγνώρισε επομένως κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο ότι το Συμβούλιο δεν είχε την πρόθεση να παράσχει, με τη διάταξη αυτή, σε ορισμένους υπαλλήλους απλή δυνατότητα καταβολής εισφοράς εξαρτώμενη από το αν επιθυμούν να εξακολουθούν να αποκτούν νέα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

    35 Επομένως, ο δεύτερος λόγος δεν είναι βάσιμος.

    36 Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι η αναίρεση που άσκησε ο αναιρεσείων πρέπει να απορριφθεί.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    37 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, όταν δεν είναι κράτος μέλος ή όργανο, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Κατά το άρθρο 70 του Κανονισμού αυτού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους. Εντούτοις, δυνάμει του άρθρου 122 του εν λόγω κανονισμού, το άρθρο 70 δεν εφαρμόζεται επί των αναιρέσεων που ασκούν οι υπάλληλοι ή το λοιπό προσωπικό των οργάνων.

    38 Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το αίτημα αυτό έχει ως αντικείμενο να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Επομένως, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

    1) Απορρίπτει την αναίρεση.

    2) Κάθε διάδικος, συμπεριλαμβανομένης της παρεμβαίνουσας, φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

    Top