This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61991CJ0021
Judgment of the Court (Sixth Chamber) of 4 June 1992. # Wünsche Handelsgesellschaft International GmbH & Co. KG v Hauptzollamt Hamburg-Jonas. # Reference for a preliminary ruling: Finanzgericht Hamburg - Germany. # Customs value - Financing arrangement. # Case C-21/91.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 4ης Ιουνίου 1992.
Wünsche Handelsgesellschaft International GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht Hamburg - Γερμανία.
Δασμολογητέα αξία - Συμφωνία χρηματοδοτήσεως.
Υπόθεση C-21/91.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 4ης Ιουνίου 1992.
Wünsche Handelsgesellschaft International GmbH & Co. KG κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht Hamburg - Γερμανία.
Δασμολογητέα αξία - Συμφωνία χρηματοδοτήσεως.
Υπόθεση C-21/91.
Συλλογή της Νομολογίας 1992 I-03647
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1992:248
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 4ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1992. - WUENSCHE HANDELSGESELLSCHAFT INTERNATIONAL GMBH & CO ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT HAMBURG-JONAS. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: FINANZGERICHT HAMBURG - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΔΑΣΜΟΛΟΓΗΤΕΑ ΑΞΙΑ - ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-21/91.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-03647
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
Κοινό δασμολόγιο - Δασμολογητέα αξία - Συναλλακτική αξία - Προσδιορισμός - Τόκοι που καταβάλλονται βάσει συμφωνίας χρηματοδοτήσεως - Δεν λαμβάνονται υπόψη - Συμφωνία χρηματοδοτήσεως - 'Εννοια - Προθεσμία που χορηγεί ο πωλητής στον αγοραστή - Λαμβάνεται υπόψη
(Κανονισμός 1224/80 του Συμβουλίου, άρθρα 1, 3 και 8 κανονισμός 1495/80 της Επιτροπής, άρθρο 3, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 220/85))
Η φράση "συμφωνία χρηματοδοτήσεως", όπως αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1495/80 της Επιτροπής, περί των εκτελεστικών διατάξεων ορισμένων ρυθμίσεων των άρθρων 1, 3 και 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1224/80 του Συμβουλίου, περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 220/85, είναι ερμηνευτικώς η ίδια με την παρόμοια φράση που χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, στοιχείο γ, του κανονισμού 1495/80, όπως ίσχυε αρχικώς.
Το ανωτέρω άρθρο 3 έχει την έννοια ότι η φράση "τόκοι που καταβάλλονται βάσει συμφωνίας χρηματοδοτήσεως σχετικής με την πώληση των εισαγομένων εμπορευμάτων" αναφέρεται επίσης στους τόκους που πρέπει να καταβληθούν λόγω της προθεσμίας που χορηγεί ο πωλητής στον αγοραστή και την οποία ο τελευταίος αποδέχεται για την πληρωμή των εισαγομένων εμπορευμάτων.
KOU/k
Στην υπόθεση C-21/91,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht Hamburg προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ
Wuensche Handelsgesellschaft International GmbH & Co.
και
Hauptzollamt Hamburg-Jonas,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1495/80 της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 1980, περί των εκτελεστικών διατάξεων ορισμένων ρυθμίσεων των άρθρων 1, 3 και 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1224/80 του Συμβουλίου "περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων", στην αρχική του διατύπωση (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 270), καθώς και στη διατύπωση που προκύπτει μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο κανονισμός (ΕΟΚ) 220/85 της Επιτροπής, της 29ης Ιανουαρίου (ΕΕ L 25, σ. 7),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους F. A. Schockweiler, πρόεδρο τμήματος,
G. F. Mancini, Κ. Ν. Κακούρη, M. Diez de Velasco και J. L. Murray, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: Μ. Darmon
γραμματέας: Δ. Τριανταφύλλου, υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- η επιχείρηση Wuensche Handelsgesellschaft International (GmbH & Co.), εκπροσωπούμενη από τον δικηγόρο Αμβούργου Klaus Landry,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εκπροσωπούμενη από τον νομικό της σύμβουλο Joern Sack,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της επιχειρήσεως Wuensche Handelsgesellschaft International (GmbH & Co.) και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιανουαρίου 1992,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου 1992,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με Διάταξη της 26ης Οκτωβρίου 1990, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Ιανουαρίου 1991, το Finanzgericht Hamburg υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1495/80 της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 1980, περί των εκτελεστικών διατάξεων ορισμένων ρυθμίσεων των άρθρων 1, 3 και 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1224/80 του Συμβουλίου περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, όπως ίσχυε αρχικώς (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 270), καθώς και όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο κανονισμός (ΕΟΚ) 220/85 της Επιτροπής, της 29ης Ιανουαρίου 1985 (ΕΕ L 25, σ. 7).
2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της επιχειρήσεως Wuensche Handelsgesellschaft International (GmbH & Co.) (στο εξής: Wuensche) και του Hauptzollamt Hamburg-Jonas, αναφορικά με τον υπολογισμό της δασμολογητέας αξίας ορισμένων παρτίδων εμπορευμάτων τα οποία η Wuensche εισήγαγε και έθεσε σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα κατά τα έτη 1983 έως 1985.
3 Κατά τις συμβάσεις αγοράς των εν λόγω παρτίδων εμπορευμάτων, η Wuensche είχε προθεσμία πληρωμής 180 ημερών από της φορτώσεως των εμπορευμάτων στο πλοίο. Σε ορισμένες συμβάσεις προβλεπόταν αύξηση κατά 4 % της τιμής αγοράς fοb ως αντάλλαγμα για την εν λόγω προθεσμία πληρωμής. Σε όλα τα τιμολόγια που εξέδωσαν οι προμηθευτές των εμπορευμάτων αναγραφόταν η τιμή αγοράς και χωριστά μια άλλη ένδειξη χαρακτηριζόμενη "δαπάνες χρηματοδοτήσεως", αντιστοιχούσα στο 4 % της τιμής αγοράς.
4 Η Wuensche δήλωσε τη δασμολογητέα αξία των εισαχθέντων εμπορευμάτων με βάση την αναφερόμενη στα τιμολόγια των προμηθευτών της τιμή. Ωστόσο, δεν περιέλαβε τις "δαπάνες χρηματοδοτήσεως" στη δήλωσή της, με το αιτιολογικό ότι οι δαπάνες αυτές αποτελούσαν "τόκους καταβαλλόμενους βάσει συμφωνίας χρηματοδοτήσεως", κατά την έννοια του άρθρου 3 του προαναφερθέντος κανονισμού 1495/80.
5 Το άρθρο 3, στοιχείο γ, του κανονισμού 1495/80, στην αρχική του διατύπωση, όριζε ότι "το ποσό των τόκων που καταβάλλονται βάσει συμφωνίας χρηματοδοτήσεως σχετικής με την πώληση των εισαγομένων εμπορευμάτων" δεν πρέπει να περιλαμβάνεται στη δασμολογητέα αξία, υπό τον όρον ότι διακρίνεται από την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή. Μετά την τροποποίηση που επέφερε ο προαναφερόμενος κανονισμός 220/85, το άρθρο 3 του κανονισμού 1495/80 ορίζει, στην παράγραφο 2, ότι "το ποσό των τόκων που καταβάλλεται βάσει συμφωνίας χρηματοδοτήσεως που έχει συνάψει ο αγοραστής και αφορά την αγορά ορισμένων εμπορευμάτων δεν περιλαμβάνεται στη δασμολογητέα αξία που καθορίζεται κατ' εφαρμογή του κανονισμού (ΕΟΚ) 1224/80, υπό τον όρον ότι:
α) το ποσό των τόκων διακρίνεται από την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για τα εμπορεύματα
β) η συμφωνία χρηματοδοτήσεως έχει συναφθεί εγγράφως
γ) σε περίπτωση που ζητηθεί, ο αγοραστής μπορεί να αποδείξει ότι:
- αυτού του είδους τα εμπορεύματα πράγματι πωλούνται στην τιμή που δηλώθηκε σαν πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα,
και
- το αιτούμενο επιτόκιο δεν υπερβαίνει το επίπεδο επιτοκίων που επικρατεί για αυτού του είδους τις συναλλαγές στη χώρα και στον χρόνο όπου συμφωνήθηκε η χρηματοδότηση."
6 Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 220/85, οι διατάξεις του άρθρου 3, στοιχείο γ, του κανονισμού 1495/80, στην αρχική του διατύπωση, εξακολουθούν να εφαρμόζονται στα εμπορεύματα για τα οποία η χρονική στιγμή που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας είναι προγενέστερη της 1ης Μαρτίου 1985. Στην παρούσα περίπτωση η ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων που εισήγαγε η Wuensche είναι προγενέστερη αυτής της ημερομηνίας για μέρος μόνο των εμπορευμάτων.
7 Κρίνοντας ότι οι τόκοι που κατέβαλε η Wuensche, έναντι της προθεσμίας πληρωμής που της δόθηκε, δεν αποτελούν "τόκους καταβαλλόμενους βάσει συμφωνίας χρηματοδοτήσεως", κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού 1495/80, όπως αρχικώς ίσχυε ή όπως έχει τροποποιηθεί, το Hauptzollamt Hamburg-Jonas ζήτησε την καταβολή δασμών επί των εν λόγω τόκων.
8 Η Wuensche άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής του Hauptzollamt Hamburg-Jonas ενώπιον του Finanzgericht Hamburg. Επειδή είχε αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία που έπρεπε να δοθεί στο άρθρο 3 του κανονισμού 1495/80, όπως αρχικώς ίσχυε και όπως τροποποιήθηκε, το Finanzgericht Hamburg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου αποφανθεί προδικαστικώς το Δικαστήριο επί των ακολούθων ερωτημάτων:
"'Εχει το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1495/80 την έννοια ότι υπάρχει συμφωνία χρηματοδοτήσεως σχετική με την αγορά εισαγομένων εμπορευμάτων όταν ο πωλητής χορηγεί στον αγοραστή προθεσμία για την καταβολή του αντιτίμου και συμφωνείται τιμή αγοράς αυξημένη κατά τους τόκους;
Εφαρμόζεται το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1495/80, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 220/85, κατά τον ίδιο τρόπο όπως το άρθρο 3, στοιχείο γ, του κανοινσμού (ΕΟΚ) 1495/80, όπως αυτός ίσχυε πριν τροποποιηθεί;"
9 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, οι εφαρμοστέες κανονιστικές ρυθμίσεις, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
10 Επειδή η απάντηση στο πρώτο ερώτημα μπορεί να εξαρτάται από την απάντηση στο δεύτερο, επιβάλλεται να εξεταστεί πρώτα το δεύτερο ερώτημα.
11 Το δεύτερο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου αφορά κυρίως το ζήτημα εάν η φράση "συμφωνία χρηματοδοτήσεως", όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1495/80, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 220/85, είναι ερμηνευτικώς η ίδια με τη φράση "συμφωνία χρηματοδοτήσεως" όπως αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, στοιχείο γ, του κανονισμού 1495/80, στην αρχική του διατύπωση.
12 Επιβάλλεται σχετικώς να τονιστεί ότι τόσο το άρθρο 3, στοιχείο γ, του κανονισμού 1495/80, όπως ίσχυε αρχικώς, όσο και το άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού 1495/80, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 220/85, ορίζουν ότι οι τόκοι που καταβάλλονται βάσει συμφωνίας χρηματοδοτήσεως σχετικής με την αγορά εισαγομένων εμπορευμάτων δεν περιλαμβάνονται στη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων.
13 Οι τροποποιήσεις που επέφερε ο κανονισμός 220/85 στις διατάξεις του άρθρου 3 του κανονισμού 1495/80 αφορούν, αφενός μεν, τις τυπικές προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται ο μη συνυπολογισμός των εν λόγω τόκων στη δασμολογητέα αξία, αφετέρου δε, ορισμένες αποδείξεις που μπορεί να ζητηθούν από τον αγοραστή ώστε να αποκλειστεί κάθε περίπτωση εξαπατήσεως κατά τη δήλωση της δασμολογητέας αξίας των εισαγομένων εμπορευμάτων. Οι τροποποιήσεις αυτές δεν επηρεάζουν την ερμηνεία του όρου "συμφωνία χρηματοδοτήσεως", όπως αυτός χρησιμοποιείται στο άρθρο 3 του κανονισμού 1495/80, είτε στην αρχική είτε στην τροποποιημένη διατύπωσή του.
14 Κατά συνέπεια, η απάντηση που προσήκει στο δεύτερο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου είναι ότι η φράση "συμφωνία χρηματοδοτήσεως", όπως αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1495/80 της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 1980, περί των εκτελεστικών διατάξεων ορισμένων ρυθμίσεων των άρθρων 1, 3 και 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1224/80 του Συμβουλίου "περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων", όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 220/85 της Επιτροπής, της 29ης Ιανουαρίου 1985, είναι ερμηνευτικώς η ίδια με τη φράση "συμφωνία χρηματοδοτήσεως", όπως αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, στοιχείο γ, του κανονισμού 1495/80, όπως ίσχυε αρχικώς.
Επί του πρώτου ερωτήματος
15 Επιβάλλεται να τονιστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1224/80 του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 1980, περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 02/008, σ. 218), η δασμολογητέα αξία των εισαγομένων εμπορευμάτων είναι, κατ' αρχήν, "η συναλλακτική αξία, δηλαδή η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα για τα εμπορεύματα τιμή όταν πωλούνται προς εξαγωγή με προορισμό το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητος, μετά από προσαρμογή που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 8"
16 Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη των προβλεπομένων στο άρθρο 8 του κανονισμού 1224/80 προσαρμογών, η αμοιβή υπηρεσιών που παρέχονται στον αγοραστή κατά την αγορά εισαγομένων εμπορευμάτων δεν περιλαμβάνεται στη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων. Το άρθρο 3 του κανονισμού 1495/80 επιβεβαιώνει την εν λόγω αρχή και καθορίζει τον τρόπο εφαρμογής της όσον αφορά τις υπηρεσίες χρηματοδοτήσεως.
17 Επιβάλλεται σχετικώς να τονιστεί ότι το άρθρο 3 του κανονισμού 1495/80 αναφέρεται, γενικώς, στους τόκους που καταβάλλονται βάσει συμφωνίας χρηματοδοτήσεως σχετικής με την πώληση των εισαγομένων εμπορευμάτων. Η προθεσμία που χορηγεί ο πωλητής των εισαγομένων εμπορευμάτων στον αγοραστή, για την καταβολή του τιμήματος των εν λόγω εμπορευμάτων, συνιστά, καταρχήν, "συμφωνία χρηματοδοτήσεως", κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου.
18 Εξάλλου, το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1495/80, όπως τροποποιήθηκε με τον προαναφερθέντα κανονισμό 220/85, διευκρινίζει ότι οι καταβλητέοι τόκοι βάσει συμφωνίας χρηματοδοτήσεως σχετικής με την αγορά εισαγομένων εμπορευμάτων δεν περιλαμβάνονται στη δασμολογητέα αξία, ακόμα και όταν η χρηματοδότηση πραγματοποιείται από τον ίδιο τον πωλητή. Ωστόσο, η πραγματοποιούμενη από τον ίδιο τον πωλητή των εμπορευμάτων χρηματοδότηση για την αγορά των εν λόγω εμπορευμάτων συνίσταται συνήθως στη χορήγηση προθεσμίας στον αγοραστή για την καταβολή του αντιτίμου των εν λόγω εμπορευμάτων. Κατά συνέπεια, ελλείψει οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης, πρέπει να θεωρηθεί ότι η χορήγηση προθεσμίας πληρωμής από τον πωλητή των εμπορευμάτων στον αγοραστή συνιστά, από της αποδοχής της εκ μέρους του αγοραστή, "συμφωνία χρηματοδοτήσεως", κατά την έννοια του άρθρου του κανονισμού 1495/80.
19 Δεν απαιτείται σχετικώς η ύπαρξη ειδικής συμφωνίας μεταξύ αγοραστή και πωλητή ως προς την προθεσμία πληρωμής, διαφορετικής από τη συμφωνία που αφορά την πώληση των εισαγομένων εμπορευμάτων. Πράγματι, το άρθρο 3 του κανονισμού 1495/80, τόσον όπως ίσχυε αρχικώς όσο και όπως ισχύει μετά την τροποποίηση που επέφερε ο κανονισμός 220/85, επιβάλλει διάκριση μεταξύ των τόκων που καταβάλλονται βάσει της συμφωνίας χρηματοδοτήσεως και της καταβληθείσας ή καταβλητέας για τα εισαγόμενα εμπορεύματα τιμής. Εφόσον το ποσό των τόκων που οφείλονται ως αντάλλαγμα για την εκ μέρους του πωλητή χορήγηση προθεσμίας πληρωμής αναγράφεται χωριστά στο τιμολόγιο που αποστέλλεται στον αγοραστή, πρέπει να θεωρείται ότι, ελλείψει οποιασδήποτε αμφισβητήσεως εκ μέρους του αγοραστή, ο τελευταίος πράγματι συνήνεσε στην καταβολή τόκων έναντι της χορηγηθείσας προθεσμίας πληρωμής.
20 Επιβάλλεται, τέλος, να τονιστεί ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε ο κανονισμός 220/85 στις διατάξεις του άρθρου 3 του κανονισμού 1495/80 αποτρέπουν το ενδεχόμενο τεχνητής μειώσεως της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων, μέσω τεχνητής αυξήσεως των καταβαλλομένων στον πωλητή τόκων βάσει της συμφωνίας χρηματοδοτήσεως σχετικής με την αγορά των εμπορευμάτων. Βεβαίως, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 220/85, το άρθρο 3, στοιχείο γ, του κανονισμού 1495/80, όπως ίσχυε αρχικώς, εξακολουθεί να εφαρμόζεται ως προς τα εμπορεύματα για τα οποία ο χρόνος που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας είναι προγενέστερος της 1ης Μαρτίου 1985. Ωστόσο, προκειμένου να καθοριστεί η δασμολογητέα αξία των εν λόγω εμπορευμάτων, οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών έχουν τη δυνατότητα, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 1224/80, να ζητήσουν από τον αγοραστή να καταθέσει πληροφοριακά στοιχεία ανάλογα εκείνων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο γ, του κανονισμού 1495/80, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 220/85.
21 Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να εξετάσει εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο γ, του κανονισμού 1495/80, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.
22 Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1594/80 της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 1980, περί των εκτελεστικών διατάξεων ορισμένων ρυθμίσεων των άρθρων 1, 3 και 8 του κανονισμού 1224/80 του Συμβουλίου "περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων" έχει την έννοια ότι η φράση "τόκοι που καταβάλλονται βάσει συμφωνίας χρηματοδοτήσεως σχετικής με την πώληση των εισαγομένων εμπορευμάτων" αναφέρεται επίσης στους τόκους που πρέπει να καταβληθούν λόγω της προθεσμίας που χορηγεί ο πωλητής στον αγοραστή και την οποία ο τελευταίος αποδέχεται, για την πληρωμή των εισαγομένων εμπορευμάτων.
Επί των δικαστικών εξόδων
23 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg, με Διάταξη της 26ης Οκτωβρίου 1990, αποφαίνεται:
1) Η φράση "συμφωνία χρηματοδοτήσεως", όπως αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1495/80 της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 1980, περί των εκτελεστικών διατάξεων ορισμένων ρυθμίσεων των άρθρων 1, 3 και 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1224/80 του Συμβουλίου "περί της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων", όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 220/85 της Επιτροπής, της 29ης Ιανουαρίου 1985, είναι ερμηνευτικώς η ίδια με τη φράση "συμφωνία χρηματοδοτήσεως", όπως αυτή χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, στοιχείο γ, του κανονισμού 1495/80, όπως ίσχυε αρχικώς.
2) Το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1495/80 της Επιτροπής, έχει την έννοια ότι η φράση "τόκοι που καταβάλλονται βάσει συμφωνίας χρηματοδοτήσεως σχετικής με την πώληση των εισαγομένων εμπορευμάτων" αναφέρεται επίσης στους τόκους που πρέπει να καταβληθούν λόγω της προθεσμίας που χορηγεί ο πωλητής στον αγοραστή και την οποία ο τελευταίος αποδέχεται, για την πληρωμή των εισαγομένων εμπορευμάτων.