This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61991CJ0002
Judgment of the Court of 17 November 1993. # Criminal proceedings against Wolf W. Meng. # Reference for a preliminary ruling: Kammergericht Berlin - Germany. # Insurance intermediaries - State rules prohibiting the grant of discounts - Interpretation of Article 3 (f), the second paragraph of Article 5 and Article 85 (1) of the Treaty. # Case C-2/91.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Νοεμβρίου 1993.
Ποινική δίκη κατά Wolf W. Meng.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Kammergericht Berlin - Γερμανία.
Μεσίτες ασφαλειών - Κρατική ρύθμιση απαγορεύουσα τη χορήγηση εκπτώσεων - Ερμηνεία των άρθρων 3, στοιχείο στ΄, 5, δεύτερο εδάφιο, και 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.
Υπόθεση C-2/91.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Νοεμβρίου 1993.
Ποινική δίκη κατά Wolf W. Meng.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Kammergericht Berlin - Γερμανία.
Μεσίτες ασφαλειών - Κρατική ρύθμιση απαγορεύουσα τη χορήγηση εκπτώσεων - Ερμηνεία των άρθρων 3, στοιχείο στ΄, 5, δεύτερο εδάφιο, και 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.
Υπόθεση C-2/91.
Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-05751
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:885
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 17ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1993. - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ ΚΑΤΑ WOLF W. MENG. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: KAMMERGERICHT BERLIN - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΜΕΣΟΛΑΒΗΤΕΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΚΡΑΤΙΚΗ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΠΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ - ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 3, ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤ, 5, ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΔΑΦΙΟ, ΚΑΙ 85, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1, ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-2/91.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-05751
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00407
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00453
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
1. Ανταγωνισμός * Κοινοτικοί κανόνες * Υποχρεώσεις των κρατών μελών * Ρύθμιση σκοπούσα στην ενίσχυση των αποτελεσμάτων προϋφισταμένων συμπράξεων * Έννοια
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 5 και 85)
2. Ανταγωνισμός * Κοινοτικοί κανόνες * Υποχρεώσεις των κρατών μελών * Ρύθμιση απαγορεύουσα στους μεσίτες ασφαλειών να χορηγούν στους πελάτες τους το σύνολο ή μέρος της προμήθειας που καταβάλλουν οι ασφαλιστικές εταιρίες * Συμβιβαστό
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 3, στοιχ. στ', 5, εδ. 2, και 85 PAR 1)
1. Καίτοι είναι αλήθεια ότι, αυτό καθαυτό, το άρθρο 85 της Συνθήκης αφορά αποκλειστικώς τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και όχι τα νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα των κρατών μελών, είναι εξίσου αλήθεια ότι το άρθρο αυτό, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της Συνθήκης, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μη λαμβάνουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα, ακόμη και νομοθετικής ή κανονιστικής φύσεως, ικανά να εξαλείψουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των εφαρμοστέων επί των επιχειρήσεων κανόνων ανταγωνισμού. Τούτο συμβαίνει ειδικά όταν κράτος μέλος επιβάλλει ή ευνοεί τη σύναψη συμπράξεων που αντίκεινται στο άρθρο 85 ή ενισχύει τα αποτελέσματά τους ή όταν αφαιρεί από τη δική του ρύθμιση τον κρατικό της χαρακτήρα, μεταθέτοντας σε ιδιώτες επιχειρηματίες την ευθύνη της λήψεως αποφάσεων παρεμβάσεως σε οικονομικά θέματα.
2. Tα άρθρα 3, στοιχείο στ', 5, δεύτερο εδάφιο, και 85 της Συνθήκης δεν εμποδίζουν, στην περίπτωση που δεν υφίσταται οποιοσδήποτε σύνδεσμος με την κατ' άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμπεριφορά των επιχειρήσεων, μια κρατική ρύθμιση να απαγορεύει στους μεσίτες ασφαλειών να χορηγούν στους πελάτες τους το σύνολο ή μέρος της προμήθειας που καταβάλλουν οι ασφαλιστικές εταιρίες.
Στην υπόθεση C-2/91,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Kammergericht Berlin προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά
Wolf W. Meng,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 3, στοιχείο στ', 5, δεύτερο εδάφιο, και 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida και M. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliet, F. A. Schockweiler, G. C. Rodriguez Iglesias, F. Grevisse, M. Zuleeg και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro
γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
* ο Meng, εκπροσωπούμενος από τον Βernd Grueber, δικηγόρο Χαϊδελβέργης,
* η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Εrnst Roeder, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών, και Joachim Karl, Regierungsdirektor του ίδιου υπουργείου
* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Bernhard Jansen, μέλος της Nομικής Yπηρεσίας,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Meng, της Γερμανικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 11ης Φεβρουαρίου 1992,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Ιουλίου 1992,
έχοντας υπόψη τη διάταξη της 9ης Δεκεμβρίου 1992 περί επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας,
λαμβάνοντας υπόψη τις απαντήσεις που έδωσαν στις γραπτές ερωτήσεις του Δικαστηρίου:
* ο Meng, εκπροσωπούμενος από τον Βernd Grueber,
* η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Robert Hoebaer, διευθυντή διοικήσεως στο Υπουργείο Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας για την Ανάπτυξη,
* η Δανική Κυβέρνηση εκπροσωπούμενη από τον Joergen Molde, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών,
* η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Ernst Roeder και Claus Dieter Quassowski,
* η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Βασίλειο Κοντόλαινο, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και τη Μαρία Βοσδέκη, δικαστική αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
* η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Alberto Navarro Gonzales και Miguel Bravo-Ferrer Delgado και την Gloria Calvo Diaz, abogados del Estado της Υπηρεσίας Κοινοτικών Διαφορών,
* η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Edwige Belliard, υποδιευθύντρια οικονομικού δικαίου στο Υπουργείο Εξωτερικών, και Catherine de Salins, σύμβουλο στο ίδιο υπουργείο,
* η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Michael A. Buckley, Chief state solicitor, επικουρούμενο από τον John Cooke, S.C., και την Jennifer Payne, B.L.,
* η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της Yπηρεσίας Διπλωματικών Διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Pier Giorgio Ferri, avvocato dello Stato,
* η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Bos, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών,
* η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Luis Inez Fernandes, διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας της Γενικής Διευθύνσεως Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Joao Alvaro Sousa Fialho Lopes, υποδιευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως Ανταγωνισμού και Τιμών του Υπουργείου Εμπορίου,
* η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τη Lucinda Hudson, του Treasury Solicitor' s Department, και τους Stephen Richards και Nicholas Paines, barristers,
* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Bernhard Jansen,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Meng, της Γερμανικής, της Ελληνικής, της Ισπανικής, της Γαλλικής, της Ιρλανδικής και της Ιταλικής Κυβερνήσεως, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον J. W. de Zwaan, βοηθό νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 27ης Απριλίου 1993,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 1993,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 26ης Νοεμβρίου 1990, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Ιανουαρίου 1991, το Kammergericht Berlin υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 3, στοιχείο στ', 5, δεύτερο εδάφιο, και 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, προκειμένου να κριθεί κατά πόσον είναι σύμφωνη με τις διατάξεις αυτές κρατική ρύθμιση έχουσα ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρηματιών.
2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο εφέσεως που άσκησε ο Meng κατ' αποφάσεως με την οποία το Amtsgericht Tiergarten (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) τον καταδίκασε σε χρηματική ποινή λόγω παραβάσεως της κανονιστικής ρυθμίσεως περί ασφαλίσεων, η οποία απαγορεύει τη χορήγηση της προμήθειας στους πελάτες.
3 Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι ο Meng έχει ως επάγγελμα την παροχή συμβουλών επί οικονομικών θεμάτων, ιδίως δε επί θεμάτων σχετικών με τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων. Στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής, έξι φορές, μεταξύ Μαρτίου 1987 και Ιουλίου 1988, κατά τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, χορήγησε στους πελάτες του την προμήθεια που του είχε καταβληθεί από την ασφαλιστική εταιρία. Οι τρεις από τις συμβάσεις αυτές αφορούν ασφάλιση ασθενείας και οι άλλες τρεις ασφάλιση νομικής προστασίας.
4 Η χορήγηση της προμήθειας απαγορεύεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, όσον αφορά την ασφάλιση ασθενείας, από την Anordnung ueber das Verbot der Gewaehrung von Sonderverguetungen und des Abschlusses von Beguenstigungsvertraegen in der Krankenversicherung (κανονιστική διάταξη περί απαγορεύσεως μέτρων και συμβάσεων ευνοϊκής μεταχειρίσεως στον τομέα της ασφαλίσεως ασθενείας, στο εξής: Anordnung, δημοσιευθείσα στον Deutscher Reichsanzeiger und Preussischer Staatsanzeiger αριθ. 129 της 6ης Ιουνίου 1934, σ. 3), η οποία εκδόθηκε στις 5 Ιουνίου 1934 από το Reichsaufsichtsamt fuer Privatversicherung (γερμανική υπηρεσία ελέγχου της ιδιωτικής ασφαλίσεως, στο εξής: υπηρεσία ελέγχου). Το σημείο Ι της Anordnung ορίζει:
"Απαγορεύεται στις ασφαλιστικές εταιρίες και στους μεσίτες που μεσολαβούν στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων να χορηγούν στο πρόσωπο που συνάπτει ασφαλιστική σύμβαση με ασφαλιστική εταιρία ειδικά οφέλη οποιασδήποτε μορφής."
5 Η ίδια απαγόρευση ισχύει στον τομέα της ασφαλίσεως ζημιών, καθώς και στον τομέα της ασφαλίσεως νομικής προστασίας, δυνάμει της Verordnung ueber das Verbot von Sonderverguetungen und Beguenstigungsvertraegen in der Schadenversicherung (κανονιστικής διατάξεως περί απαγορεύσεως μέτρων και συμβάσεων ευνοϊκής μεταχειρίσεως στον τομέα της ασφαλίσεως ζημιών, στο εξής: Verordnung, δημοσιευθείσας στο Bundesgesetzblatt I, σ. 1243), η οποία εκδόθηκε στις 17 Αυγούστου 1982 από το Bundesaufsichtsamt fuer das Versicherungswesen (ομοσπονδιακή υπηρεσία ελέγχου των ασφαλίσεων, στο εξής επίσης: υπηρεσία ελέγχου). Η Verordnung προβλέπει στο άρθρο 2:
"1) Απαγορεύεται στις υποκείμενες σε ομοσπονδιακό έλεγχο ασφαλιστικές εταιρίες και στα πρόσωπα που ενεργούν ως μεσίτες στις ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται από τις εταιρίες αυτές και καλύπτουν τους κινδύνους ασφαλίσεως ζημιών, ασφαλίσεως ατυχημάτων, ασφαλίσεως πιστώσεων, ασφαλίσεως εγγυοδοσίας και ασφαλίσεως νομικής προστασίας να λαμβάνουν οποιασδήποτε μορφής μέτρα ευνοϊκής μεταχειρίσεως των προσώπων που συνάπτουν ασφαλιστικές συμβάσεις με τις εν λόγω εταιρίες.
2) Μέτρο ευνοϊκής μεταχειρίσεως είναι κάθε άμεσο ή έμμεσο όφελος χορηγούμενο επί πλέον των παροχών που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση, ιδίως δε κάθε χορήγηση της προμήθειας."
6 Η Anordnung και η Verordnung εκδόθηκαν από την υπηρεσία ελέγχου βάσει του Gesetz ueber die Beaufsichtigung der Versicherungsunternehmen, της 12ης Μαΐου 1991 (νόμου περί ελέγχου των ασφαλιστικών εταιριών, RGBl. S. 139). Το άρθρο 81, παράγραφος 2, τρίτη περίοδος, του νόμου αυτού, όπως κωδικοποιήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1983 (BGBl. Ι S. 1261), ορίζει ότι η υπηρεσία ελέγχου:
"δύναται, γενικώς ή για ορισμένους τομείς ασφαλίσεως, να απαγορεύσει στις ασφαλιστικές εταιρίες και στους μεσίτες ασφαλειών να χορηγούν ειδικά οφέλη οποιασδήποτε μορφής".
7 Εκτιμώντας ότι ο Meng, εφόσον χορηγούσε την προμήθειά του στους πελάτες του, είχε παραβεί την πιο πάνω ρύθμιση, το Amstgericht Tiergarten τον καταδίκασε σε χρηματική ποινή 1 850 DM. Ο ενδιαφερόμενος άσκησε στη συνέχεια έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Kammergericht Berlin, ισχυριζόμενος ότι η ρύθμιση αντίκειται στα άρθρα 3, στοιχείο στ', 5, δεύτερο εδάφιο, και 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.
8 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Kammergericht Berlin, κρίνοντας ότι η έκβαση της δίκης εξαρτάται από την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο ερώτημα:
"Είναι ασυμβίβαστες με τα άρθρα 3, στοιχείο στ', 5 και 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ και, κατά συνέπεια, μη εφαρμοστέες οι διατάξεις του σημείου Ι της κανονιστικής διατάξεως του Deutsches Reichsaufsichtsamt fuer Privatversicherung, της 5ης Ιουνίου 1934, περί απαγορεύσεως μέτρων και συμβάσεων ευνοϊκής μεταχειρίσεως στον τομέα της ασφαλίσεως ασθενείας (αριθ. 129 Deutscher Reichsanzeiger und Preussischer Staatsanzeiger της 6ης Ιουνίου 1934), και του άρθρου 1 της κανονιστικής διατάξεως του Bundesaufsichtsamt fuer das Versicherungswesen, της 17ης Αυγούστου 1982, περί απαγορεύσεως μέτρων και συμβάσεων ευνοϊκής μεταχειρίσεως στον τομέα της ασφαλίσεως ζημιών (BGBl. Ι, σ. 1243 * VerBAV 1982, σ. 456), δυνάμει των οποίων απαγορεύεται * μεταξύ άλλων * στους μεσίτες ασφαλειών να τηρούν συμπεριφορά ευνοϊκής μεταχειρίσεως χορηγώντας την προμήθειά τους;"
9 Στην έκθεση ακροατηρίου εκτίθενται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν την αφορμή της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.
10 Εκ προοιμίου, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας κατά το άρθρο 177 της Συνθήκης, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί του συμβιβαστού κανόνων εσωτερικού δικαίου με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, αλλά ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνευτικά στοιχεία που θα του παράσχουν τη δυνατότητα να κρίνει το συμβιβαστό των κανόνων αυτών με την κοινοτική ρύθμιση.
11 Υπό τις συνθήκες αυτές, το ερώτημα που υπέβαλε το Kammergericht Berlin πρέπει να νοηθεί ως θέτον, στην ουσία, το ζήτημα αν τα άρθρα 3, στοιχείο στ', 5, δεύτερο εδάφιο, και 85 της Συνθήκης εμποδίζουν μια κρατική ρύθμιση να απαγορεύει στους μεσίτες ασφαλειών να χορηγούν στους πελάτες τους το σύνολο ή μέρος της προμήθειας που καταβάλλουν οι ασφαλιστικές εταιρίες.
Επί του κρατικού χαρακτήρα της ρυθμίσεως
12 Εκ προοιμίου, πρέπει να επισημανθεί ότι η υπηρεσία ελέγχου είναι διοικητική αρχή, η οποία εξαρτάται από υπουργείο (επί του παρόντος, από το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών) και είναι κατά νόμο αρμόδια να ελέγχει τη δραστηριότητα των ασφαλιστικών εταιριών. Προς τούτο, η υπηρεσία αυτή είναι αρμόδια, μεταξύ άλλων, να θεσπίζει κανονιστικά μέτρα με σκοπό την απαγόρευση των μορφών συμπεριφοράς που είναι ικανές να βλάψουν τα συμφέροντα των καταναλωτών. Στηριζόμενη στη βάση αυτή, η εν λόγω υπηρεσία θέσπισε το 1934 και το 1982 τα επίδικα μέτρα.
13 Από το καθεστώς και τις εξουσίες της υπηρεσίας πρέπει να συναχθεί ότι τα πιο πάνω μέτρα έχουν κρατικό χαρακτήρα. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει ο Meng, το άρθρο 85 σε συνδυασμό με τα άρθρα 3, στοιχείο στ', και 5, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης αντιτίθεται σε μια τέτοια ρύθμιση.
Επί της ερμηνείας των άρθρων 3, στοιχείο στ', 5, δεύτερο εδάφιο, και 85 της Συνθήκης
14 Όσον αφορά την ερμηνεία των άρθρων 3, στοιχείο στ', 5, δεύτερο εδάφιο,και 85 της Συνθήκης, πρέπει να υπομνηστεί ότι, αυτό καθαυτό, το άρθρο 85 της Συνθήκης αφορά αποκλειστικώς τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και όχι τα νομοθετικά ή κανονιστικά μέτρα των κρατών μελών. Ωστόσο, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 85, σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της Συνθήκης, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μη λαμβάνουν ή διατηρούν σε ισχύ μέτρα, ακόμη και νομοθετικής ή κανονιστικής φύσεως, ικανά να εξαλείψουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των εφαρμοστέων επί των επιχειρήσεων κανόνων ανταγωνισμού. Τούτο συμβαίνει, σύμφωνα με την ίδια νομολογία, όταν ένα κράτος μέλος είτε επιβάλλει ή ευνοεί τη σύναψη συμπράξεων που αντίκεινται στο άρθρο 85 ή ενισχύει τα αποτελέσματα τέτοιων συμπράξεων είτε αφαιρεί από τη δική του ρύθμιση τον κρατικό της χαρακτήρα, μεταθέτοντας σε ιδιώτες επιχειρηματίες την ευθύνη της λήψεως αποφάσεων παρεμβάσεως σε οικονομικά θέματα (βλ. την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1988, 267/86, Van Eycke, Συλλογή 1988, σ. 4769, σκέψη 16).
15 Συναφώς, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η γερμανική ρύθμιση περί ασφαλίσεων δεν επιβάλλει ούτε ευνοεί τη σύναψη αθέμιτης συμπράξεως από τους μεσίτες ασφαλειών, καθόσον η απαγόρευση που εξαγγέλλει αρκεί από μόνη της.
16 Στη συνέχεια, πρέπει να εξακριβωθεί αν η ρύθμιση είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση συμφωνίας αντίθετης προς τους κανόνες ανταγωνισμού.
17 Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι ουδεμία συμφωνία προηγήθηκε της ρυθμίσεως αυτής στους τομείς που καλύπτει η εν λόγω ρύθμιση, δηλαδή στους τομείς της ασφαλίσεως ασθενείας, της ασφαλίσεως ζημιών και της ασφαλίσεως νομικής προστασίας.
18 Εντούτοις, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι ορισμένες επιχειρήσεις είχαν συνάψει συμφωνία με σκοπό την απαγόρευση της χορηγήσεως της προμήθειας στον τομέα της ασφαλίσεως ζωής και ότι η ρύθμιση, καθιστώντας εφαρμοστέα τη συμφωνία αυτή σε άλλους τομείς, ενίσχυσε το περιεχόμενό της.
19 Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Ρύθμιση έχουσα εφαρμογή επί καθορισμένου τομέα ασφαλίσεως μπορεί να θεωρηθεί ότι ενισχύει τα αποτελέσματα προϋφισταμένης συμπράξεως μόνον όταν περιορίζεται στην επανάληψη των στοιχείων συμπράξεως που έχει καταρτισθεί μεταξύ των επιχειρηματιών του τομέα αυτού.
20 Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η ρύθμιση επιβάλλει η ίδια την απαγόρευση χορηγήσεως οφελών στα πρόσωπα που συνάπτουν ασφαλιστικές συμβάσεις με ασφαλιστικές εταιρίες και δεν μεταθέτει σε ιδιώτες επιχειρηματίες την ευθύνη της λήψεως αποφάσεων παρεμβάσεως σε οικονομικά θέματα.
21 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν εντάσσεται στις κατηγορίες των κρατικών ρυθμίσεων που, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, πλήττουν την πρακτική αποτελεσματικότητα των άρθρων 3, στοιχείο στ', 5, δεύτερο εδάφιο, και 85 της Συνθήκης.
22 Συνεπώς, στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 3, στοιχείο στ', 5, δεύτερο εδάφιο, και 85 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν εμποδίζουν, στην περίπτωση που δεν υφίσταται οποιοσδήποτε σύνδεσμος με την κατ' άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμπεριφορά των επιχειρήσεων, μια κρατική ρύθμιση να απαγορεύει στους μεσίτες ασφαλειών να χορηγούν στους πελάτες τους το σύνολο ή μέρος της προμήθειας που καταβάλλουν οι ασφαλιστικές εταιρίες.
Επί των δικαστικών εξόδων
23 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Βελγική, η Δανική, η Γερμανική, η Ελληνική, η Ισπανική, η Γαλλική, η Ιρλανδική, η Ιταλική, η Ολλανδική και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τον κατηγορούμενο της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 26ης Νοεμβρίου 1990 το Kammergericht Berlin, αποφαίνεται:
Tα άρθρα 3, στοιχείο στ', 5, δεύτερο εδάφιο, και 85 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν εμποδίζουν, στην περίπτωση που δεν υφίσταται οποιοσδήποτε σύνδεσμος με την κατ' άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης συμπεριφορά των επιχειρήσεων, μια κρατική ρύθμιση να απαγορεύει στους μεσίτες ασφαλειών να χορηγούν στους πελάτες τους το σύνολο ή μέρος της προμήθειας που καταβάλλουν οι ασφαλιστικές εταιρίες.