This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61991CC0267(01)
Opinion of Mr Advocate General delivered on 28 April 1993. # Criminal proceedings against Bernard Keck and Daniel Mithouard. # References for a preliminary ruling: Tribunal de grande instance de Strasbourg - France. # Free movement of goods - Prohibition of resale at a loss. # Joined cases C-267/91 and C-268/91.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα της 28ης Απριλίου 1993.
Ποινικές δίκες κατά Bernard Keck και Daniel Mithouard.
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de grande instance de Strasbourg - Γαλλία.
Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Απαγόρευση της μεταπωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-267/91 και C-268/91.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα της 28ης Απριλίου 1993.
Ποινικές δίκες κατά Bernard Keck και Daniel Mithouard.
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de grande instance de Strasbourg - Γαλλία.
Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Απαγόρευση της μεταπωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-267/91 και C-268/91.
Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-06097
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:160
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Van Gerven της 28/04/1993. - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ ΚΑΤΑ BERNARD KECK ΚΑΙ DANIEL MITHOUARD. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: TRIBUNAL DE GRANDE INSTANCE DE STRASBOURG - ΓΑΛΛΙΑ. - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΩΛΗΣΕΩΣ ΣΕ ΤΙΜΗ ΚΑΤΩ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-267/91 ΚΑΙ C-268/91.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-06097
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00431
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00477
++++
Κύριε Πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
1. Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 95, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 19ης Ιουνίου 1991 (1), το δεύτερο τμήμα παρέπεμψε τις παρούσες υποθέσεις στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Με διάταξη της 9ης Δεκεμβρίου 1992, οι μετέχοντες της διαδικασίας που είχαν καταθέσει γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου κλήθηκαν να απαντήσουν, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, σε τρεις ερωτήσεις (2).
Με τις παρούσες δεύτερες προτάσεις μου θα αναφερθώ κυρίως στις παρατηρήσεις που αναπτύχθηκαν κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Μαρτίου 1993 και θα εξετάσω εάν δικαιολογούν μεταβολή των συμπερασμάτων στα οποία κατέληξα με τις πρώτες προτάσεις της 18ης Νοεμβρίου 1992. Όσον αφορά το ιστορικό της υποθέσεως, αναφέρομαι στις ως άνω προτάσεις μου και στην έκθεση ακροατηρίου. Αρκεί να υπομνησθεί ότι εν προκειμένω τίθεται το ζήτημα αν συμβιβάζεται με το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ μία επιβαλλόμενη από το εθνικό δίκαιο απαγόρευση μεταπωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους.
Φύση της ρυθμίσεως της μεταπωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους
2. Θα εξετάσω πρώτα την τρίτη ερώτηση που έθεσε το Δικαστήριο, δηλαδή εάν η απαγόρευση της μεταπωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους συνιστά μέσο για την περιστολή μιας μεθόδου προωθήσεως των πωλήσεων ή εάν αποτελεί μέρος ενός εθνικού συστήματος ρυθμίσεως των τιμών. Νομίζω ότι το Δικαστήριο ζήτησε τις πληροφορίες αυτές λόγω της νομολογίας που έχει διαμορφώσει επί του ζητήματος των εθνικών συστημάτων ρυθμίσεως των τιμών. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επανειλημμένως
"ότι εθνικά μέτρα, που ρυθμίζουν τον καθορισμό των τιμών και εφαρμόζονται αδιάκριτα σε εγχώρια και εισαγόμενα προϊόντα, δεν συνιστούν, καθαυτά, μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό, αλλά ότι μπορούν να έχουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα όταν, λόγω του ύψους της τιμής που καθορίστηκε, θέτουν τα εισαγόμενα προϊόντα σε μειονεκτική θέση, ιδίως γιατί το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα, που απορρέει από τη μικρότερη τιμή κόστους, εξουδετερώνεται ή γιατί η ανώτατη τιμή καθορίζεται σε τόσο χαμηλό επίπεδο ώστε, λαμβανομένης υπόψη της γενικής καταστάσεως των εισαγόμενων προϊόντων σε σύγκριση με την κατάσταση των εγχώριων προϊόντων, οι επιχειρηματίες που επιθυμούν μπορούν να εισαγάγουν στο οικείο κράτος μέλος τα προϊόντα, για τα οποία πρόκειται, μόνο με ζημία" (3).
Με άλλα λόγια, η νομολογία αυτή δεν θεωρεί τα εθνικά συστήματα ρυθμίσεως των τιμών ως μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, απαγορευόμενα από το άρθρο 30, παρά μόνο στο μέτρο που τα συστήματα αυτά παρακωλύουν ή εμποδίζουν την κυκλοφορία των εισαγομένων προϊόντων ή την καθιστούν πιο δύσκολη από την κυκλοφορία των εγχωρίων προϊόντων (4), είτε στερώντας από τα εισαγόμενα προϊόντα το πλεονέκτημα που απορρέει από τη χαμηλότερη τιμή κόστους, είτε αναγκάζοντας τους ενδεχόμενους εισαγωγείς να προμηθεύονται το προϊόν με ζημία.
3. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι μετέχοντες της διαδικασίας απάντησαν ομοφώνως ότι η επίμαχη γαλλική νομοθεσία, η οποία δεν επιδιώκει να επέμβει στην φυσιολογική διαμόρφωση των τιμών, δεν αποτελεί μέρος εθνικού συστήματος ρυθμίσεως των τιμών. Δεν μπορεί εξάλλου να συμβαίνει κάτι διαφορετικό, δεδομένου ότι η Γαλλία έχει καταργήσει το εθνικό της σύστημα ρυθμίσεως των τιμών * πλην ορισμένων εξαιρέσεων * με ordonnance (κανονιστική πράξη νομοθετικού περιεχομένου) της 1ης Δεκεμβρίου 1986 (5). Με το άρθρο 32 της ordonnance αυτής εισήχθη επίσης, στη σήμερα ισχύουσα μορφή της, η επίμαχη εν προκειμένω απαγόρευση της πωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους (6).
Κατόπιν της ερωτήσεως που τέθηκε από το Δικαστήριο, η Γαλλική Κυβέρνηση ανέπτυξε ορισμένες σκέψεις περί της φύσεως της πωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους και της ρυθμίσεώς της, τούτο δε προκειμένου να γίνει διάκριση μεταξύ των καταστάσεων που απαντούν σε υποθέσεις όπως η Ootoek και η Buet και της υπό κρίση. Εν ολίγοις, η άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως είναι ότι η γαλλική κανονιστική ρύθμιση δεν αποτελεί μέσο περιστολής μιας συγκεκριμένης μεθόδου προωθήσεως των πωλήσεων αλλά μέτρο περιστολής μιας μορφής αθεμίτου ανταγωνισμού μεταξύ διανομέων (7).
Πράγματι, η γαλλική πείρα στο ζήτημα του εντοπισμού και της περιστολής της πωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους αποδεικνύει ότι αυτός ο τύπος πωλήσεως αποτελεί προπάντων επιθετική τεχνική εφαρμοζόμενη από τα μεγάλα δίκτυα διανομής * τα οποία έχουν έντονα συγκεντρωτική διάρθρωση στη χώρα αυτή. Εξάλλου, η πλειονότητα των παραβάσεων της απαγορεύσεως της πωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους δεν αφορά, κατ' ουσίαν, προϊόντα που κυκλοφορούν για πρώτη φορά στην αγορά αλλά γνωστά καταναλωτικά προϊόντα (απορρυπαντικά, καφέ, ποτά, κονσέρβες), η συνήθης τιμή των οποίων είναι γνωστή στον καταναλωτή. Απ' όλα τα ως άνω προκύπτει ότι η κανονιστική ρύθμιση της πωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους, σε αντίθεση προς τις επίμαχες ρυθμίσεις στις υποθέσεις Oosthoek (απαγόρευση ενός συστήματος δώρων) και Buet (απαγόρευση της πωλήσεως παιδαγωγικού υλικού εκτός εμπορικού καταστήματος), αποτελεί γενική ρύθμιση της αγοράς, η οποία δεν αποσκοπεί στον έλεγχο των εμπορικών ρευμάτων μεταξύ των κρατών μελών αλλά αποτελεί συνέπεια μιας επιλογής οικονομικής πολιτικής, δηλαδή της επιτεύξεως, σε ορισμένο βαθμό, διαφάνειας και εντιμότητας στις συνθήκες ανταγωνισμού.
4. Αν και οι παρατηρήσεις αυτές διευκρινίζουν τη φύση των συνθηκών αγοράς και ανταγωνισμού στη Γαλλία, ουδόλως αποδυναμώνουν τη διαπίστωση ότι η πώληση σε τιμή κάτω του κόστους αποτελεί τεχνική πωλήσεως ικανή, υπό ορισμένες συγκεκριμένες περιστάσεις, να καταστήσει αδύνατη ή δυσχερέστερη τη διάθεση των εισαγομένων προϊόντων, όπως θα επιχειρήσω ακόμη μια φορά να διευκρινίσω κατωτέρω.
Η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί κυρίως την πώληση σε τιμή κάτω του κόστους ως στρατηγική εξοβελισμού των ανταγωνιστών από την αγορά. Η αναλογία προς το φαινόμενο ντάμπινγκ, την οποία επισημαίνει επανειλημμένα (8), δείχνει ότι έχει προ οφθαλμών την περίπτωση μιας επιχειρήσεως, συχνά πολυκαταστήματος, η οποία προσπαθεί να εξοντώσει τους ανταγωνιστές της, στο επίπεδο του λιανικού εμπορίου, πωλώντας σε τιμή κάτω του κόστους για μια συγκεκριμένη περίοδο με σκοπό, άπαξ εξοντωθεί ο ανταγωνιστής, να χρησιμοποιήσει τη δεσπόζουσα θέση την οποία κατέκτησε με τον τρόπο αυτόν για να επιβάλλει υψηλότερες τιμές στους καταναλωτές.
Όπως έχω ήδη παρατηρήσει με τις πρώτες προτάσεις μου, η στρατηγική αυτή αποτελεί πράγματι μια πολύ ειδική εκδήλωση της πωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους, η περιστολή της οποίας είναι δυνατόν να κρίνεται από ένα κράτος μέλος αναγκαία για την εξασφάλιση εντιμότητας στις εμπορικές συναλλαγές * η οποία έχει αναγνωριστεί από το Δικαστήριο ως επιτακτική ανάγκη, βάσει του άρθρου 30 * ή για την αποτροπή νοθεύσεως του ανταγωνισμού. Το κοινοτικό δίκαιο δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα συναφώς. Και με τις προηγούμενες προτάσεις μου αναγνώρισα ότι παρόμοια δικαιολόγηση, με σκοπό, αυτή τη φορά, την προστασία των καταναλωτών, μπορεί να γίνει δεκτή για τη ρύθμιση ενός άλλου τύπου πωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους, δηλαδή αυτού που συνήθως καλείται "μέθοδος του κράχτη" (ή "loss leadering"): η τεχνική αυτή συνίσταται στην προσέλκυση των πελατών βάσει προϊόντων που πωλούνται σε τιμές κάτω του κόστους ή με εξαιρετικά χαμηλό περιθώριο κόστους, με την πρόθεση, άπαξ οι πελάτες εισέλθουν στον χώρο πωλήσεων, να παρασυρθούν στην αγορά και άλλων προϊόντων τα οποία * προκειμένου να αντισταθμίσουν τη ζημία από την πώληση του πρώτου προϊόντος * εκτίθενται προς πώληση σε τιμή υψηλότερη της κανονικής (9).
5. Τέτοιες μορφές πωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους αποτελούν μεθόδους προωθήσεως των πωλήσεων οι οποίες απαντούν ιδίως σε επίπεδο λιανικού εμπορίου. Εντούτοις, η πώληση σε τιμή κάτω του κόστους αποτελεί συχνά για έναν κατασκευαστή, εισαγωγέα ή χονδρέμπορο * δηλαδή όχι μόνο σε επίπεδο λιανικού εμπορίου * αποτελεσματική μέθοδο θέσεως ενός νέου προϊόντος σε κυκλοφορία ή διεισδύσεως σε μια νέα αγορά. Υπό τέτοιες συνθήκες, η πώληση σε τιμή κάτω του κόστους ισοδυναμεί όχι τόσο με επιθετική τεχνική ή με τεχνική "με τη μέθοδο του κράχτη", όσο με στρατηγική προωθήσεως των πωλήσεων, η οποία συνίσταται στην πώληση σε μειωμένες τιμές προκειμένου ένα νέο προϊόν να γίνει γνωστό στην πελατεία, με την ενδόμυχη σκέψη ότι η ζημία από την πώληση σε χαμηλή τιμή θα καλυφθεί από πλέον αυξημένες πωλήσεις του ίδιου προϊόντος στο μέλλον, σε κάπως υψηλότερη τιμή. Οι αλλοδαποί ιδίως επιχειρηματίες είναι δυνατόν να επωφελούνται από αυτή τη μέθοδο προωθήσεως των πωλήσεων για να διεισδύουν στις αγορές άλλων κρατών. Όταν μια τέτοια στρατηγική υιοθετείται από τους κατασκευαστές, τους εισαγωγείς ή τους χονδρεμπόρους, έχει οπωσδήποτε σημασία από απόψεως κοινοτικού δικαίου (10).
Επομένως, δεν βλέπω να υπάρχει απολύτως κανένας λόγος για να γίνεται διάκριση, για την εφαρμογή του άρθρου 30, μεταξύ ορισμένων πιο σταθερών μεθόδων, όπως οι προσφορές που συνοδεύουν το προϊόν, η αναζήτηση πελατών εκτός εμπορικού καταστήματος και η πώληση δι' αλληλογραφίας (11), και μιας μεθόδου όπως η πώληση σε τιμή κάτω του κόστους, με την οποία δίδεται έμφαση στην προσωρινότητα και στον σκοπό της προωθήσεως των πωλήσεων. Σύμφωνα με την απόφαση Dassonville (12), το ζήτημα είναι εάν η εθνική κανονιστική ρύθμιση τέτοιων μεθόδων πωλήσεως ή προωθήσεως των πωλήσεων είναι ικανή να παρεμποδίσει "άμεσα ή έμμεσα, πράγματι ή δυνάμει" το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Θα εξετάσω το ζήτημα αυτό στις επόμενες παραγράφους.
Εξάλλου, υπ' αυτό το πρίσμα, είναι άνευ σημασίας το ζήτημα αν το επίμαχο εθνικό σύστημα αποτελεί ή όχι κανονιστική ρύθμιση των τιμών. Όταν το σύστημα αποτελεί κανονιστική ρύθμιση των τιμών, τίθεται επίσης το ζήτημα αν είναι ικανό να παρακωλύσει ή να εμποδίσει την κυκλοφορία των εισαγομένων προϊόντων. 'Οπως ακριβώς η απαγόρευση της πωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους, η ρύθμιση των τιμών μπορεί πράγματι, σε περίπτωση εισαγωγής, να αποστερήσει έναν αλλοδαπό παραγωγό του πλεονεκτήματος της χαμηλότερης τιμής κόστους του και συνεπώς μπορεί να μην συμβιβάζεται προς την απαγόρευση του άρθρου 30 (13).
Έχει η κανονιστική ρύθμιση της μεταπωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους "άμεσα ή έμμεσα ή απλώς υποθετικά αποτελέσματα" για το ενδοκοινοτικό εμπόριο;
6. Το Δικαστήριο ρώτησε επίσης τους μετέχοντες της διαδικασίας που κατέθεσαν παρατηρήσεις ως προς τα αποτελέσματα της μεταπωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους για το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Το Δικαστήριο έθεσε την ερώτηση αυτή αναφερόμενο στην πλέον πρόσφατη απόφασή του επί του θέματος του κλεισίματος των καταστημάτων τις Κυριακές, δηλαδή την απόφαση Β & Q της 16ης Δεκεμβρίου 1992, με την οποία έκρινε ότι:
"Ο έλεγχος της αναλογικότητας μιας εθνικής ρυθμίσεως, με την οποία επιδιώκεται σκοπός θεμιτός από πλευράς κοινοτικού δικαίου, συνεπάγεται τη στάθμιση του εθνικού συμφέροντος για την επίτευξη του σκοπού αυτού και του κοινοτικού συμφέροντος για ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Ως προς το ζήτημα αυτό, για να εξακριβωθεί ότι τα περιοριστικά αποτελέσματα της εν λόγω ρυθμίσεως επί των ενδοκοινοτικών συναλλαγών δεν υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, πρέπει να εξεταστεί αν τα αποτελέσματα αυτά είναι άμεσα, έμμεσα ή απλώς υποθετικά και αν εμποδίζουν την εμπορία των εισαγομένων προϊόντων περισσότερο από αυτή των εγχωρίων προϊόντων." (14)
7. Οι παρεμβαίνοντες ενώπιον του Δικαστηρίου έδωσαν διαφορετικές απαντήσεις. Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, τα αποτελέσματα για το ενδοκοινοτικό εμπόριο είναι καθαρώς υποθετικά. Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα αποτελέσματα είναι είτε έμμεσα είτε υποθετικά και προσθέτει ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ότι η ρύθμιοη της μεταπωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους έχει άμεσα αποτελέσματα για το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Τέλος, κατά τον δικηγόρο του Mithouard, η κανονιστική ρύθμιση έχει πράγματι περιοριστικά αποτελέσματα.
8. Προκειμένου να τοποθετηθώ επί του επίμαχου αυτού σημείου, λαμβάνω ως βάση την αρχή ότι το Δικαστήριο εμμένει στην ευρεία διατύπωση της αποφάσεως Dassonville. Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι, με τις προτάσεις που είχα αναπτύξει στην πρώτη υπόθεση που αφορούσε το κλείσιμο των καταστημάτων τις Κυριακές (15), είχα προτείνει στο Δικαστήριο να υιοθετήσει μια πιο μετριοπαθή άποψη όσον αφορά τις εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις οι οποίες, όπως η επίμαχη στην παρούσα υπόθεση ή στην προαναφερθείσα που αφορούσε το κλείσιμο των καταστημάτων τις Κυριακές, δεν αποσκοπούν στη ρύθμιση του διακρατικού εμπορίου. Συγκεκριμένα, πρότεινα να αναγνωρισθεί ότι η απαγόρευση του άρθρου 30 δεν εφαρμόζεται σε τέτοιου είδους ρυθμίσεις παρά μόνο εάν επιφέρουν κατάτμηση ή στεγανοποίηση της αγοράς, δηλαδή εάν θέτουν σε κίνδυνο την αμοιβαία διείσδυση των εθνικών αγορών (16).
Το έκτο τμήμα του Δικαστηρίου δεν υιοθέτησε την πρότασή μου. Με την απόφασή του το Δικαστήριο ενέμεινε σιωπηρώς στον κανόνα της αποφάσεως Dassonville και δέχθηκε ότι η στάθμιση των αντιστοίχων συμφερόντων η οποία πρέπει να πραγματοποιείται, λόγω της ευρύτητας της διατυπώσεως αυτής, στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας που διαλαμβάνεται στο άρθρο 30, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο (17). Το Δικαστήριο, με τη δεύτερη και, ακόμη σαφέστερα, με την τρίτη του απόφαση σχετικά με το κλείσιμο των καταστημάτων τις Κυριακές, η οποία παρατίθεται ανωτέρω, επανήλθε, κρίνοντας εν ολομελεία, επί του τελευταίου αυτού σημείου (18) αλλά όχι και επί του πρώτου. Όπως προκύπτει από το χωρίο της τρίτης αποφάσεως το οποίο παρατίθεται ανωτέρω (σκέψη 6), το Δικαστήριο εξετάζει πράγματι τη σχετική εθνική ρύθμιση με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι αναγνωρίζει την καταρχήν εφαρμογή της αρχής του άρθρου 30.
Θεωρώ συνεπώς ότι η ευρεία διατύπωση του κανόνα της αποφάσεως Dassonville παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της νομολογίας του Δικαστηρίου επί του θέματος της εφαρμογής του άθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ. Προς αποφυγήν οποιασδήποτε συγχύσεως, το Δικαστήριο υποχρεούται κατά τη γνώμη μου, έναντι των εθνικών δικαστηρίων να επιβεβαιώσει με πλήρη σαφήνεια την άποψη αυτή.
9. Αν εφαρμοστεί ο κανόνας της αποφάσεως Dassonville και στην παρούσα υπόθεση, δεν αποκλείεται η δια νόμου απαγόρευση της μεταπωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους, όπως υφίσταται στη Γαλλία, να είναι ικανή να παρεμποδίσει "άμεσα ή έμμεσα, πράγματι ή δυνάμει" το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Ακόμη και αν η γαλλική απαγόρευση δεν εφαρμόζεται σε επίπεδο πωλήσεως από κατασκευαστή (ημεδαπό ή αλλοδαπό), υπάρχουν δύο τουλάχιστον δυνάμει εμπόδια, όπως έχω υπογραμμίσει με τις πρώτες προτάσεις μου (19): αφενός, η ρύθμιση αυτή είναι δυνατόν να θίγει τον μεταπωλητή, ο οποίος, χωρίς τη βοήθεια του αλλοδαπού παραγωγού, επιθυμεί να θέσει σε κυκλοφορία στη γαλλική αγορά ένα προϊόν το οποίο εισάγει από άλλο κράτος μέλος, πωλώντας προσωρινά σε τιμή κάτω του κόστους, δηλαδή κατώτερη από την τιμή που του χρεώνει ο αλλοδαπός παραγωγός αφετέρου, είναι πιθανό ο εισαγωγέας * μεταπωλητής ενός αλλοδαπού προϊόντος, ακόμη και όταν προβαίνει σε πωλήσεις εντός Γαλλίας στη δική του τιμή κόστους ή σε υψηλότερη τιμή, να βρεθεί σε δυσμενέστερη ανταγωνιστική θέση σε σύγκριση με έναν ημεδαπό κατασκευαστή ο οποίος μπορεί χωρίς περιορισμό να πωλεί σε τιμή κάτω του κόστους, δεδομένου ότι η γαλλική ρύθμιση δεν επεκτείνεται μέχρι τον κατασκευαστή.
10. Οι πρώτες προτάσεις μου επί της παρούσας υποθέσεως χρονολογούνται από τις 18 Νοεμβρίου 1992 και συνεπώς είναι προγενέστερες της τελευταίας αποφάσεως του Δικαστηρίου επί του κλεισίματος των καταστημάτων τις Κυριακές. Υπήρξε, με την απόφαση αυτή, στροφή της σχετικής με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων νομολογίας του Δικαστηρίου προς μια πιο περιοριστική ερμηνεία;
Νομίζω πως όχι. Αν το Δικαστήριο επιθυμούσε να περιορίσει την καταρχήν έκταση εφαρμογής της απαγορεύσεως του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, αναμφιβόλως θα είχε πρώτα αναφερθεί ρητώς στον κανόνα της αποφάσεως Dassonville, ώστε να την περιορίσει κατόπιν, και να καταλήξει, για παράδειγμα, στο συμπέρασμα ότι η σχετική κανονιστική ρύθμιση που αφορά το κλείσιμο των καταστημάτων τις Κυριακές (ως προς την οποία το αιτούν δικαστήριο είχε αναγνωρίσει ότι ασκεί επίδραση στην κυκλοφορία των εισαγομένων προϊόντων) δεν αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος (20). Το Δικαστήριο αντιθέτως επιβεβαίωσε, όπως και στις προηγούμενες υποθέσεις που αφορούσαν το κλείσιμο των καταστημάτων τις Κυριακές (αποφάσεις Torfaen, Conforama και Marchandise), ότι μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον όγκο των πωλήσεων ορισμένων καταστημάτων, ακόμη και αν επηρεάζει τόσο την πώληση των εγχωρίων όσο και την πώληση των εισαγομένων προϊόντων και, επομένως, δεν καθίσταται η εμπορία των προϊόντων καταγωγής άλλων κρατών μελών δυσχερέστερη από την εμπορία των εγχωρίων προϊόντων (21). Κατόπιν, το Δικαστήριο εξέτασε εκ νέου αν είναι θεμιτός ο επιδιωκόμενος από την επίμαχη ρύθμιση σκοπός και ολοκλήρωσε τη συλλογιστική του εξετάζοντας την αναλογικότητα της ρυθμίσεως.
11. Θεωρώ ότι η απόφαση B & Q παρέχει οπωσδήποτε μια σημαντική διευκρίνιση ως προς τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο εφαρμόζει τον έλεγχο της αναλογικότητας. Πράγματι, το Δικαστήριο δέχεται για πρώτη φορά απερίφραστα ότι, για να εξακριβωθεί αν μια ρύθμιση δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του (δικαιολογημένου από πλευράς κοινοτικού δικαίου) επιδιωκόμενου σκοπού, πρέπει, κυρίως, να εξετάζεται αν τα περιοριστικά αποτελέσματα που συνεπάγεται η οικεία ρύθμιση για το ενδοκοινοτικό εμπόριο είναι "άμεσα, έμμεσα ή απλώς υποθετικά". Με άλλα λόγια, όταν προκύπτει ότι το προβαλλόμενο αποτέλεσμα επί της εισαγωγής (ή σε συνάρτηση με αυτήν) είναι τόσο αβέβαιο και υποθετικό ώστε είναι αδύνατον να λεχθεί ότι η επίμαχη εθνική διάταξη παρακωλύει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, δεν υπάρχει ασυμβίβαστο προς το άρθρο 30 (22).
Ωστόσο, η διευκρίνιση αυτή δεν επηρεάζει σε τίποτα, κατά την άποψή μου, το τελικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα με τις πρώτες προτάσεις μου επί του ζητήματος της εφαρμογής του ελέγχου της αναλογικότητας. Ουσιώδες στοιχείο της εκτιμήσεως της αναλογικότητας παραμένει το γεγονός ότι δεν επιτρέπεται τα περιοριστικά αποτελέσματα μιας εθνικής ρυθμίσεως να υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του δικαιολογημένου από πλευράς κοινοτικού δικαίου σκοπού. Πλην όμως, στο μέτρο που η γαλλική απαγόρευση της μεταπωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους επεκτείνεται και σε καταστάσεις που δεν εμπίπτουν στις αναγνωρισμένες από το Δικαστήριο επιτακτικές ανάγκες * μία εκ των οποίων είναι και η ανωτέρω αναφερθείσα κατάσταση της θέσεως σε κυκλοφορία ενός νέου εισαγομένου προϊόντος * δεν μπορεί να γίνει επίκληση κανενός λόγου που να ευσταθεί από πλευράς κοινοτικού δικαίου προς υποστήριξη της απαγορεύσεως και, συνεπώς, το Δικαστήριο δεν έχει καταρχήν κανένα λόγο να κρίνει την εθνική απαγόρευση βάσει της αρχής της αναλογικότητας (23). Εξάλλου, σε τέτοιες καταστάσεις, τα περιοριστικά αποτελέσματα μιας προβλεπόμενης από τον νόμο απαγορεύσεως όπως η προκειμένη δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν ως "απλώς υποθετικά".
12. Όπως έχω επισημάνει με τις πρώτες προτάσεις μου, τούτο δεν σημαίνει ότι σε παρόμοια περίπτωση πρέπει το σύστημα να κηρυχθεί στο σύνολό του ασυμβίβαστο προς το άρθρο 30. Υφίσταται ασυμβίβαστο στο μέτρο και μόνο που το σύστημα αυτό δεν δικαιολογείται από πλευράς κοινοτικού δικαίου και συνεπώς δεν μπορεί κατ' αρχήν να υποβληθεί σε έλεγχο αναλογικότητας. Εν προκειμένω, τούτο σημαίνει συγκεκριμένα ότι το εθνικό δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να μην εφαρμόσει τη γαλλική ρύθμιση περί απαγορεύσεως της μεταπωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους: η κατάσταση που έχει ανακύψει στην κύρια δίκη αφορά συγκεκριμένα τις περιπτώσεις μεταπωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους οι οποίες εμφανίζονται μόνο σε επίπεδο λιανικού εμπορίου (24). Όπως παρατηρεί η Γαλλική Κυβέρνηση, πρόκειται κάθε φορά για τον Γάλλο υπεύθυνο υπεραγοράς εγκατεστημένης στη Γαλλία (σε παραμεθόρια περιοχή, είναι αλήθεια) ο οποίος διαθέτει προς πώληση σε τιμή κάτω του κόστους ένα συγκεκριμένο καταναλωτικό προϊόν, καφέ (Sati Rouge), στην πρώτη περίπτωση, και μπύρα (Picon Biere), στη δεύτερη. Είναι προφανές ότι η κατάσταση αυτή δεν έχει καμία σχέση με την ανωτέρω σκιαγραφηθείσα περίπτωση της θέσεως σε κυκλοφορία ενός νέου προϊόντος * ως προς το οποίο δεν έχει καν αποδειχθεί ούτε ότι προέρχεται από άλλο κράτος μέλος * αλλά υπάγεται μάλλον στα άλλα φαινόμενα μεταπωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους, είτε ως μέτρο για την εξόντωση ενός ανταγωνιστή είτε για την προσέλκυση των πελατών (25).
13. Λαμβανομένης υπόψη της τελευταίας ανωτέρω παρατηρήσεως, θα ήθελα να διευκρινίσω το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα με τις πρώτες προτάσεις μου. Εκκινώ συναφώς από τη σκέψη ότι εναπόκειται στο Δικαστήριο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο της απαντήσεως σε προδικαστικό του ερώτημα, όλα τα στοιχεία, αλλά αποκλειστικά και μόνον αυτά, που του είναι απαραίτητα για τη λύση της υποβληθείσας στην κρίση του διαφοράς. Προς τούτο, αρκεί να καταστήσει γνωστό στο εν λόγω δικαστήριο ότι η προβλεπόμενη από τον νόμο απαγόρευση της μεταπωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους δεν είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, εφόσον προέκυψε ότι τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης συντελέστηκαν σε επίπεδο λιανικού εμπορίου, δηλαδή σε επίπεδο στο οποίο μπορεί να γίνει επίκληση αναγνωρισμένης ανάγκης που δικαιολογεί τη ρύθμιση και στο οποίο δεν υφίσταται παρά υποθετική απλώς επιρροή στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πολλώ δε μάλλον υποθετική απλώς παρακώλυση των εμπορικών ρευμάτων (26).
14. Τούτο δεν σημαίνει ότι η Γαλλία δεν θα έπραττε άριστα, όπως υπογράμμισα με τις προηγούμενες προτάσεις μου, αν τροποποιούσε τη νομοθεσία της προκειμένου να την εναρμονίσει περισσότερο προς το κοινοτικό δίκαιο. Ακόμη και αν ήταν ακριβές ότι, όπως υποστήριξε η Γαλλική Κυβέρνηση κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, από τη διοικητική πρακτική αποδεικνύεται ότι οι μόνες παραβάσεις της κανονιστικής ρυθμίσεως για τις οποίες ασκήθηκε μέχρι τώρα δίωξη αφορούσαν τον προαναφερθέντα τομέα διανομής, η ασφάλεια δικαίου απαιτεί να συγκεκριμενοποιείται η προβλεπόμενη από τον νόμο απαγόρευση ώστε να περιορίζεται στις καταστάσεις που δεν καλύπτονται από το κοινοτικό δίκαιο. Πράγματι, κατά παγία νομολογία του Δικαστηρίου,
"οι αρχές της ασφάλειας του δικαίου και της προστασίας των ιδιωτών επιβάλλουν, στους τομείς που καλύπτονται από το κοινοτικό δίκαιο, σαφή διατύπωση των κανόνων δικαίου των κρατών μελών που να καθιστά δυνατόν στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους κατά τρόπο σαφή και ακριβή και στα δικαιοδοτικά όργανα να διασφαλίζουν την τήρησή τους" (27).
Συνεπώς, το γεγονός ότι η εν λόγω διάταξη δεν εφαρμόζεται ποτέ ή, τουλάχιστον, εφαρμόζεται πολύ σπάνια κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς το κοινοτικό δίκαιο δεν θα μπορούσε να αποτελέσει επιχείρημα για τη μη προσαρμογή της (28). Εξάλλου, εν αναμονή προσαρμογής νομοθετικώς, εναπόκειται, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, στο εθνικό δικαστήριο να
"ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο, εξαντλώντας τα περιθώρια εκτιμήσεως που το δίκαιο αυτό του παρέχει, σύμφωνα με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου και, εφόσον η σύμφωνη ερμηνεία δεν είναι δυνατή, να μην εφαρμόσει τους αντίθετους εθνικούς κανόνες" (29).
Πρόταση
15. Προτείνω στο Δικαστήριο την ακόλουθη απάντηση:
"Σε καταστάσεις όπως αυτή που έχει ανακύψει στην κύρια δίκη, η προβλεπόμενη από τον νόμο απαγόρευση της πωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους δεν αντιβαίνει στο άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ."
(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ολλανδική.
(1) * ΕΕ 1991, L 176, σ. 7.
(2) * Για την ακριβή διατύπωση των ερωτήσεων αυτών βλ. την προσθήκη στην έκθεση ακροατηρίου.
(3) * Απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983, 78/82, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1983, σ. 1955, σκέψη 16) βλ. επίσης, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 5ης Απριλίου 1984, 177/82 και 178/82, Van de Haar (Συλλογή 1984, σ. 1797, σκέψη 19), της 29ης Ιανουαρίου 1985, 231/83, Cullet (Συλλογή 1985, σ. 305, σκέψη 23), και της 7ης Μαΐου 1991, C-287/89, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 1991, σ. Ι-2233, σκέψη 17).
(4) * Βλ. την απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1983, 181/82, Roussel Laboratoria (Συλλογή 1983, σ. 3849, σκέψη 17) απόφαση της 19ης Μαρτίου 1991, C-249/88, Επιτροπή κατά Βελγίου, (Συλλογή 1991, σ. Ι-1275, σκέψη 15).
(5) * Ordonnance 86-1243 της 1ης Δεκεμβρίου 1986, περί της ελευθερίας των τιμών και του ανταγωνισμού, JORF (Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας) της 9ης Δεκεμβρίου 1986.
(6) * Το άρθρο 32 της Οrdonnance τροποποιεί συγκεκριμένα το άρθρο 1, παράγραφος Ι, του νόμου περί δημοσίων οικονομικών 63-628 της 2ας Ιουλίου 1963.
(7) * Η Γαλλική Κυβέρνηση παραπέμπει συναφώς και στη θέση την οποία κατέχει η διά νόμου απαγόρευση εντός του πλαισίου της Οrdonnance της 1ης Δεκεμβρίου 1986, δηλαδή στον τίτλο 4, στο κεφάλαιο De la transparence et des pratiques restrictives (Περί της διαφανείας και των περιοριστικών πρακτικών).
(8) * Η Γαλλική Κυβέρνηση προέβη στον παραλληλισμό αυτόν τόσο στην πρώτη, όσο και στην δεύτερη επ' ακροατηρίου συζήτηση.
(9) * Βλ. το σημείο 8 των πρώτων προτάσεών μου.
(10) * Θα ήθελα εξάλλου να επισημάνω ότι με την απόφαση Van Tiggele, την οποία παραθέτει η Γαλλική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, το Δικαστήριο αποφάνθηκε απλώς ότι δεν εφαρμόζεται το άρθρο 30 στην περίπτωση εθνικής διατάξεως που απαγορεύει τη λιανική πώληση σε τιμή κάτω του κόστους: απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 1978, 82/77 (Συλλογή τόμος 1978, σ. 15, σκέψη 16). Με άλλα λόγια, με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επ' αυτού καθαυτού του ζητήματος εθνικής ρυθμίσεως η οποία επεκτείνεται και σε άλλα επίπεδα εμπορίου, πράγμα το οποίο εξάλλου, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών της κύριας διαφοράς (της λιανικής πωλήσεως τζινέβρας σε χαμηλότερες τιμές από τις καθορισμένες κατώτατες τιμές), δεν ήταν απαραίτητο.
(11) * Η τελευταία αυτή μέθοδος πωλήσεως απαντά στη υπόθεση Delattre: απόφαση της 21ης Μαρτίου 1991, C-369/88 (Συλλογή 1991, σ. Ι-1487).
(12) * Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, 8/74 (Συλλογή τόμος 1974, σ. 411, σκέψη 5).
(13) * Όπως εξέθεσα με τις προηγούμενες προτάσεις μου, στα σημεία 3 επ., έχω τη γνώμη ότι ως προς το συγκεκριμένο αυτό σημείο η αξία της ήδη προαναφερθείσας αποφάσεως Van Tiggele ως νομολογιακού προηγουμένου εκμηδενίζεται, στο μέτρο που θα μπορούσε να συναχθεί από την απόφαση αυτή ότι η απαγόρευση μεταπωλήσεως σε τιμή κάτω του κόστους δεν μπορεί να μην συμβιβάζεται προς το άρθρο 30, αφ' ής αυτή εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στα εγχώρια όσο και στα εισαγόμενα προϊόντα. Βλ. εξάλλου το χωρίο από τη μεταγενέστερη νομολογία που παρατίθεται στο σημείο 2 ανωτέρω.
(14) * Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C-169/91, Stoke-on-Trend and Norwich City Counsils κατά B & Q (Συλλογή 1992, σ. Ι-635, σκέψη 15).
(15) * Προτάσεις επί της υποθέσεως C-145/88, Torfaen (Συλλογή 1989, σ. 2865 επ.).
(16) * Επ' αυτού, καθώς επίσης και επί ορισμένων άλλων προτάσεων που τείνουν σε περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, βλ. την πρόσφατη επισκόπηση της J. Steiner Drawing the line: uses and abuses of Article 30 CEE , C. M. L. Rev., 1992, 749-744. Και η συγγραφέας αυτή προτείνει τη διατήρηση του κανόνα της αποφάσεως Dassonville, κατά την οποία, ωστόσο, το κριτήριο δεν είναι αν μια εθνική κανονιστική ρύθμιση είναι ικανή να ασκήσει επίδραση επί (του όγκου) των εισαγομένων εμπορευμάτων, αλλά αν η εν λογω ρύθμιση παρακωλύει (πράγματι ή δυνάμει) το ενδοκοινοτικό εμπόριο.
(17) * Απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1989, C-145/88 (Συλλογή 1989, σ. 3851).
(18) * Tόσο με τις αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 1991, C-312/89, Conforama (Συλλογή 1991, σ. Ι-997, σκέψη 12), C-332/89, Marchandise (Συλλογή 1991, σ. Ι-1027, σκέψη 13), όσο και με την προπαρατεθείσα απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992, B & Q, το ίδιο το Δικαστήριο εφαρμόζει πράγματι το κριτήριο της αναλογικότητας.
(19) * Βλ. το σημείο 5 των εν λόγω προτάσεων.
(20) * Προς τούτο, το Δικαστήριο θα μπορούσε να ακολουθήσει την άποψη που εξέθεσα με τις πρώτες προτάσεις μου επί του θέματος του κλεισίματος των καταστημάτων τις Κυριακές (σημείο 8 ανωτέρω) ή να εφαρμόσει τον κανόνα de minimis (περί ήσσονος σημασίας) όσον αφορά το άρθρο 30, πράγμα που όμως θα απαιτούσε overruling (σ.τ.μ.: μεταβολή δεσμευτικού νομολογιακού προηγούμενου) της αποφάσεώς του Van de Haar (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 3), σκέψη 13, όπου εκτίθεται ότι, όταν ένα εθνικό μέτρο μπορεί να εμποδίσει τις εισαγωγές, πρέπει να χαρακτηρίζεται μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό, έστω κι αν το εμπόδιο είναι μικρό ή αν υπάρχουν και άλλες δυνατότητες διαθέσεως των εισαγομένων προϊόντων . Βλ. επίσης την απόφαση της 14ης Μαρτίου 1985, 269/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1985, σ. 837, σκέψη 10), και την απόφαση της 5ης Μαΐου 1986, 103/84, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1986, σ. 1759, σκέψη 18). Περισσότερα επί του ζητήματος αυτού, βλ. το άρθο της J. Steiner, παρατεθέν στην υποσημείωση 16.
(21) * Απόφαση B & Q, σκέψη 10 βλ. την απόφαση Torfaen, σκέψη 11 την απόφαση Conforama, σκέψεις 7 και 8 την απόφαση Μarchandise, σκέψεις 9 και 10.
(22) * Η προγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου ήδη προϊδεάζει για την άποψη αυτή: βλ. την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1982, 75/81, Blesgen (Συλλογή 1982, σ. 1211, σκέψη 9) την απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1986, 148/85, Forest (Συλλογή 1986, σ. 3449, σκέψη 19) την απόφαση της 7ης Μαρτίου 1990, C-69/88, Krantz (Συλλογή 1990, σ. Ι-583, σκέψη 11) την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1990, C-23/89, Quietlynn (Συλλογή 1990, σ. Ι-3059, σκέψεις 10 και 11). Βλ. επίσης τις προτάσεις μου επί των τελευταίων υποθέσεων για το κλείσιμο των καταστημάτων τις Κυριακές (C-306/88, C-304/90 και C-169/91) της 8ης Ιουλίου 1992, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992, Συλλογή 1992, σ. Ι-6457, σκέψη 16.
(23) * Χρησιμοποιώ τη φράση κατ' αρχήν , διότι, χάριν ευκολίας, το Δικαστήριο θα μπορούσε απλώς να διαπιστώσει ότι το σύστημα ανταποκρίνεται γενικώς στο κριτήριο της αναλογικότητας, χωρίς να εξετάσει αν υφίσταται ή όχι λόγος που να ευσταθεί από πλευράς κοινοτικού δικαίου. Ωστόσο, σ' έναν τέτοιο τομέα όπως του άρθρου 30, όπου υπάρχει μεγάλη σύγχυση ιδεών, η μέθοδος αυτή δεν μού φαίνεται ενδεδειγμένη.
(24) * Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει στο παρελθόν ότι οι κανόνες των οποίων το πεδίο εφαρμογής περιορίζεται σε επίπεδο λιανικού εμπορίου δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 30 , με την επιφύλαξη ότι οι ενδοκοινοτικές συναλλαγές παραμένουν δυνατές ανά πάσα στιγμή: βλ. την απόφαση της 14ης Ιουλίου 1981, 155/80, Oebel (Συλλογή 1981, σ. 1993, σκέψη 20), την απόφαση Blesgen, σκέψη 9, και την απόφαση Quietlynn, σκέψη 10.
(25) * Πρέπει να παρατηρηθεί εξάλλου ότι κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι διατάξεις της Συνθήκης δεν εφαρμόζονται, τουλάχιστον στον τομέα της κυκλοφορίας των προσώπων και των υπηρεσιών, στις δραστηριότητες που ασκούνται καθ' ολοκληρίαν στο εσωτερικό ενός μόνο κράτους μέλους: βλ. την πρόσφατη απόφαση της 19ης Μαρτίου 1992, C-60/91, Batista Morais (Συλλογή 1992, σ. Ι-2085, σκέψη 7). Το ζήτημα πότε συμβαίνει αυτό εξαρτάται από τις διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών στις οποίες αρμόδιο να προβεί είναι μόνο το εθνικό δικαστήριο: βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 18ης Μαρτίου 1980, 52/79, Debauve (Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 443, σκέψη 9), και την απόφαση της 23ης Απριλίου 1991, C-41/90, Hoefner και Elser (Συλλογή 1991, σ. Ι-1979, σκέψη 37).
(26) * Επί της διακρίσεως μεταξύ της επιρροής στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και του εμποδίου, με την έννοια του αποτρεπτικού deterrent αποτελέσματος για τις εισαγωγές προϊόντων καταγωγής άλλου κράτους μέλους, βλ. το άρθρο της J. Steiner που αναφέρεται στην υποσημείωση 16.
(27) * Απόφαση της 21ης Ιουνίου 1988, 257/86, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1988, σ. 3249, σκέψη 12) βλ. επίσης την απόφαση της 30ης Ιανουαρίου 1985, 143/83, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 1985, σ. 427, σκέψη 10).
(28) * Βλ. την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1984, 166/82, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1984, σ. 459, σκέψη 24). Η αμφιβολία ως προς το αν μια κανονιστική ρύθμιση συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο ενεργεί καθαυτή, δυνάμει τουλάχιστον, ως τροχοπέδη στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων: βλ., όσον αφορά το άρθρο 34 της Συνθήκης ΕΟΚ, την απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 173/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1985, σ. 491, σκέψεις 7 και 8).
(29) * Απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 1988, 15/86, Murphy (Συλλογή 1985, σ. 673, σκέψη 11, δεύτερη φράση). Αν και η απόφαση αυτή αφορά το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ, η παρατεθείσα σκέψη ισχύει αναμφισβήτητα και σε περίπτωση ερμηνείας εθνικών διατάξεων υπό το φως άλλης, απευθείας εφαρμοζομένης διατάξεως της Συνθήκης, εν προκειμένω του άρθρου 30. Μάλιστα, η σκέψη αυτή ισχύει ήδη και σε περιπτώσεις ερμηνείας εθνικών διατάξεων υπό το φως διατάξεων οδηγιών που δεν εφαρμόζονται απευθείας: βλ. την πρόσφατη απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 1992, C-373/90, Χ (Συλλογή 1992, σ. Ι-131, σκέψη 7).