This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61991CC0209
Opinion of Mr Advocate General Van Gerven delivered on 8 October 1992. # Anne Watson Rask and Kirsten Christensen v Iss Kantineservice A/S. # Reference for a preliminary ruling: Sø- og Handelsretten - Denmark. # Safeguarding of employees rights in the event of transfers of undertakings. # Case C-209/91.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Van Gerven της 8ης Οκτωβρίου 1992.
Anne Watson Rask και Kirsten Christensen κατά Iss Kantineservice A/S.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Sø- og Handelsretten - Δανία.
Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων.
Υπόθεση C-209/91.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Van Gerven της 8ης Οκτωβρίου 1992.
Anne Watson Rask και Kirsten Christensen κατά Iss Kantineservice A/S.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Sø- og Handelsretten - Δανία.
Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων.
Υπόθεση C-209/91.
Συλλογή της Νομολογίας 1992 I-05755
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1992:377
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Van Gerven της 8ης Οκτωβρίου 1992. - ANNE WATSON RASK ΚΑΙ KIRSTEN CHRISTENSEN ΚΑΤΑ ISS KANTINESERVICE AS. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: SOE- OG HANDELSRETTEN - ΔΑΝΙΑ. - ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-209/91.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-05755
++++
Κύριε Πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
1. Στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο για μία ακόμη φορά ορισμένα ερωτήματα σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (στο εξής: οδηγία) (1).
Το Soe- og Handelsretten i Koebenhavn (στο εξής: αιτούν δικαστήριο) υπέβαλε τα εν λόγω ερωτήματα στο πλαίσιο δύο διαφορών που εκκρεμούν ενώπιόν του, η πρώτη μεταξύ της Anne Watson Rask και του πρώην εργοδότη της, της εταιρίας ISS Kantineservice A/S (στο εξής: ΙSS), και η δεύτερη μεταξύ της πρώτης και της Kirsten Christensen αφενός και της ανωτέρω εταιρίας αφετέρου.
To ιστορικό της διαφοράς
2. Οι Anne Watson Rask και Kirsten Christensen εργάζονταν σε ένα από τα εστιατόρια του προσωπικού της εταιρίας Philips κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η τελευταία ανέθεσε στην ISS τη διαχείριση των εστιατορίων της. Η εν λόγω ανάθεση πραγματοποιήθηκε δυνάμει συμβάσεως υπογραφείσας στις 2 Δεκεμβρίου 1988 και τεθείσας σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1989. Βάσει της εν λόγω συμφωνίας, η Philips ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει στην ISS μηνιαίως ένα σταθερό ποσό καλύπτον όλα τα έξοδα που αντιστοιχούσαν στις αμοιβές του προσωπικού, ασφάλιση, στολές εργασίας και διοίκηση. Εξάλλου, η Philips έθεσε στη διάθεση της ISS, χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα, τους αναγκαίους χώρους, τον εξοπλισμό που ήταν αναγκαίος για τη διαχείριση του εστιατορίου, το ηλεκτρικό ρεύμα, τη θέρμανση, το τηλέφωνο, αποδυτήρια και υπηρεσία αποκομιδής των απορριμμάτων και προμήθευε, σε τιμές χονδρικής, ορισμένα είδη καταναλώσεως (σκεύη μιας χρήσεως, πετσέτες κ.λπ.). Η ISS ανελάμβανε ιδίως την υποχρέωση να προσφέρει απασχόληση στο προσωπικό που απησχολείτο μονίμως από τη Philips κατά τη στιγμή ενάρξεως ισχύος της συμφωνίας, υπό τους ίδιους όρους μισθοδοσίας και καταγγελίας που ίσχυαν γι' αυτούς προηγουμένως. Συμφωνήθηκε σχετικώς ότι στο εξής ο μισθός των εργαζομένων θα απαρτιζόταν από τον κανονικό μισθό της ISS, συν μία "προσαύξηση λόγω μεταβιβάσεως", κατά τρόπον ώστε οι πρώην εργαζόμενοι στη Philips υπάλληλοι που προσλαμβάνονταν από την ISS να μην υποστούν μείωση μισθού.
3. Το αντικείμενο των δύο διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: στο πλαίσιο της πρώτης δίκης, η Anne Watson Rask ζητεί να της καταβληθεί αποζημίωση λόγω καταχρηστικής απολύσεως καθώς και αποκατάσταση κάθε περαιτέρω ζημίας. Στο τέλος του Ιανουαρίου 1989, ο μισθός της καταβλήθηκε με καθυστέρηση. Ενόψει της εμμονής της στο αίτημά της να εισπράττει τον μισθό της κατά τη συνήθη ημερομηνία, η ISS της τον κατέβαλε με επιταγή. Τον Φεβρουάριο του 1989, το γεγονός επανελήφθη αλλά, αυτή τη φορά, η ISS αρνήθηκε να καταβάλει τον μισθό κατά την ημερομηνία που συνήθιζε να τον καταβάλλει η Philips. Η ISS δήλωσε ότι εδικαιούτο να τροποποιήσει την ημερομηνία καταβολής των μισθών και ιδίως να επιλέξει προς τούτο την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μήνα αντί της τελευταίας Πέμπτης του μήνα. Η Anne Watson Rask προέβαλε κατά της αποφάσεως αυτής ότι, δυνάμει του δανικού νόμου περί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων (2), απησχολείτο υπό τους όρους που ίσχυαν στη Philips. 'Οταν δήλωσε ότι δεν ήθελε πλέον να εργαστεί για την ISS αν ο μισθός της δεν της καταβαλλόταν όπως συνήθως, ο επικεφαλής της ομάδας της την απέλυσε χωρίς προειδοποίηση.
Η δεύτερη δίκη αφορά τη σύνθεση των οφειλομένων βάσει της προαναφερθείσας συμφωνίας από την ISS αποδοχών. Μετά την ανάληψη της λειτουργίας του εστιατορίου από την ISS, οι Anne Watson Rask και Kirsten Christensen δεν εισέπραξαν πλέον τις αποζημιώσεις έναντι εξόδων καθαριστηρίου, υποδημάτων κ.λπ., που συνιστούσαν μέρος των αποδοχών τους ενόσω εργάζονταν στη Philips. Υποστηρίζουν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι δυνάμει της συμφωνίας πραγματοποιείται μεταβίβαση μέρους επιχειρήσεως, με αποτέλεσμα να έχει εφαρμογή ο νόμος περί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων και η οδηγία, ώστε να μην επιτρέπεται η επιβολή στους υπαχθέντες στην προς ην η μεταβίβαση επιχείρηση εργαζομένους όρων εργασίας δυσμενεστέρων από αυτούς που ίσχυαν στη Philips.
4. Κρίνοντας αναγκαία την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ από το Δικαστήριο, το αιτούν δικαστήριο του υπέβαλε τα ακόλουθα ερωτήματα:
1) 'Εχει η οδηγία 77/187/ΕΟΚ εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία μία επιχείρηση, η επιχείρηση Α, συμφωνεί να αναλάβει τη διαχείριση του εστιατορίου μιας άλλης επιχειρήσεως, της επιχειρήσεως Β, και:
* η επιχείρηση Α έναντι πάγιας μηνιαίας αμοιβής βαρύνεται με 'το σύνολο των συνήθων εξόδων λειτουργίας, όπως άμεσες ή έμμεσες αμοιβές, ασφάλιση, στολές εργασίας, διοίκηση προσωπικού, έξοδα επιβλέψεως και διοικητικά έξοδα'
* η επιχείρηση Β αναλαμβάνει να θέσει στη διάθεση της επιχειρήσεως Α, χωρίς οικονομική επιβάρυνση, εγκεκριμένες από την τελευταία εγκαταστάσεις πωλήσεως και παραγωγής, ιδίως αποθηκευτικούς χώρους που μπορούν να κλειδώνουν, εξοπλισμό, ηλεκτρικό ρεύμα, ζεστό νερό και τηλέφωνο, καθώς και αποδυτήρια για το προσωπικό του εστιατορίου, αναλαμβάνοντας επίσης την αποκομιδή των απορριμμάτων
* η επιχείρηση Β φέρει το κόστος που αντιστοιχεί στα σκεύη μιας χρήσεως, στα υλικά συσκευασίας, στις πετσέτες και στα προϊόντα καθαρισμού
* η επιχειρηση Α προσφέρει στο προσωπικό του εστιατορίου της επιχειρήσεως Β απασχόληση με τους ίδιους όρους μισθοδοσίας και αρχαιότητα;
2) Επηρεάζεται η απάντηση στο ερώτημα 1 από το γεγονός ότι η λειτουργία του εστιατορίου συνιστά απλώς παροχή υπηρεσιών στους υπαλλήλους της επιχειρήσεως Β και, κατά συνέπεια, δεν έχει σχέση με τη γενική παραγωγή της επιχειρήσεως;
3) Αντίκειται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ η μετακίνηση της ημερομηνίας καταβολής των μισθών στους εργαζομένους και/ή η τροποποίηση της συνθέσεως των εν λόγω μισθών, εξυπακουομένου ότι, κατά τα άλλα, το συνολικό ποσό των αποδοχών παραμένει αμετάβλητο;
Το εφαρμοστέο της οδηγίας
5. Το πρώτο και δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν κατ' ουσίαν το ζήτημα αν η οδηγία έχει εφαρμογή σε περίπτωση κατά την οποία ορισμένη επιχείρηση μεταβιβάζει σε άλλη επιχείρηση τη διαχείριση των εστιατορίων του προσωπικού της, που συνοδεύεται από πρόσληψη του προσωπικού των εστιατορίων, αλλά όχι από μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού. Επομένως, το ζητούμενο είναι και πάλι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όπως αυτό περιγράφεται στο άρθρο της 1, παράγραφος 1:
"Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλο επιχειρηματία, οι οποίες προκύπτουν από συμβατική εκχώρηση [μεταβίβαση] ή συγχώνευση."
Η ύπαρξη στην προκειμένη περίπτωση συμβατικής μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας είναι προφανής, ιδίως ενόψει του λίαν ευρέος περιεχομένου που έχει δώσει το Δικαστήριο στην εν λόγω έννοια με τη νομολογία του. Κατά το Δικαστήριο, τέτοιου είδους μεταβίβαση υφίσταται
"σε όλες τις περιπτώσεις αλλαγής, στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων, του υπευθύνου για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει αναλάβει τις συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των απασχολουμένων στην επιχείρηση" (3).
Δεν έχει σημασία εν προκειμένω το γεγονός ότι δεν μεταβιβάστηκε η κυριότητα της επιχειρήσεως, όπως διευκρινίζει το Δικαστήριο στην απόφασή του Ny Moelle Kro: πράγματι, οι εργαζόμενοι μιας επιχειρήσεως της οποίας αλλάζει ο επικεφαλής, χωρίς να υπάρξει μεταβίβαση της κυριότητας, βρίσκονται σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη των εργαζομένων εκποιηθείσας επιχειρήσεως και χρήζουν επομένως της ιδίας προστασίας (4).
6. Το ζήτημα είναι μάλλον αν μπορεί να γίνει εν προκειμένω λόγος για "μεταβίβαση (...) επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων" κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας. Επ' αυτού υφίσταται επίσης πάγια νομολογία, η οποία συνοψίστηκε προσφάτως από το Δικαστήριο στην απόφαση Redmond Stichting. Το αποφασιστικό κριτήριο επί του θέματος είναι, κατά το Δικαστήριο, η διατήρηση της ταυτότητας της οικονομικής οντότητας (ήτοι της επιχειρήσεως, της εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως), που μπορεί να είναι ιδίως αποτέλεσμα της πραγματικής συνέχισης ή επανενάρξεως της εκμεταλλεύσεως της εν λόγω οντότητας από τον νέο επιχειρηματία, με τις ίδιες ή ανάλογες οικονομικές δραστηριότητες (5). Προκειμένου να διαγνωσθεί αν πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση, απαιτείται, κατά πάγια νομολογία, να
"συνεκτιμηθούν όλες οι πραγματικές περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την υπό κρίση συναλλαγή, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ιδίως ο τύπος της επιχείρησης ή της εγκατάστασης για την οποία πρόκειται, η μεταβίβαση ή μη των ενσωμάτων στοιχείων, όπως τα κτίρια και τα κινητά, η αξία των ασωμάτων στοιχείων κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, η ανάληψη ή μη του κύριου μέρους του εργατικού δυναμικού από τον νέο επιχειρηματία, η μεταβίβαση ή μη της πελατείας καθώς και ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και η διάρκεια της ενδεχόμενης αναστολής των δραστηριοτήτων αυτών. Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινισθεί ότι όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν επί μέρους πτυχές της γενικής αξιολόγησης που επιβάλλεται να γίνει και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να εκτιμηθούν μεμονωμένα" (6).
Αν εφαρμοστούν τα κριτήρια αυτά στην παρούσα πραγματική κατάσταση, δεν μένει, κατά τη γνώμη μου, κανένα ή μικρό μόνο περιθώριο αμφιβολίας: η ISS δεσμεύθηκε συμβατικά να αναλάβει το προσωπικό που απησχολείτο μονίμως στο εστιατόριο της Philips προ της μεταβιβάσεως και, κατόπιν αυτής, από 1ης Ιανουαρίου 1989, η "πελατεία" των εστιατορίων για τα οποία πρόκειται είναι η ίδια, ήτοι το προσωπικό της Philips η ασκούμενη δραστηριότητα, ήτοι η λειτουργία εστιατορίου, είναι η ίδια πριν και μετά τη μεταβίβαση (η συμφωνία απαγορεύει μάλιστα ρητώς τη λήψη μέτρων αναδιοργανώσεως κατά τη διάρκεια των πρώτων έξι μηνών ισχύος της συμβάσεως) και η ISS ανέλαβε την ευθύνη λειτουργίας τους, όπως προκύπτει δε από τα σχετικά έγγραφα, δεν υπήρξε διακοπή της δραστηριότητας (οι μισθοί καταβλήθηκαν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1988 από τη Philips και, από 1ης Ιανουαρίου 1989, καταβάλλονται από την ISS).
Οι παρατηρήσεις της ISS ουδόλως επηρεάζουν κατά την άποψή μου το συμπέρασμα αυτό. Η μη μεταβίβαση των κινητών της στοιχείων εκ μέρους της Philips, η οποία τα έθεσε στη διάθεση της ISS άνευ οικονομικού ανταλλάγματος, αποτελεί στοιχείο του συνολικού συμβατικού διακανονισμού της ISS και της Philips σχετικά με τη μεταβίβαση αυτό το γεγονός καθαυτό δεν κωλύει την εφαρμογή της οδηγίας (7). Το γεγονός ότι το μεταβιβασθέν τμήμα της επιχειρήσεως, το οποίο συνιστά απλώς μία υπηρεσία προς όφελος των εργαζομένων της Philips, δεν έχει κερδοσκοπικό σκοπό δεν είναι κατά τη γνώμη μου περισσότερο λυσιτελές: άλλωστε, η καταρχήν δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας επί των επιχειρήσεων "που δεν έχουν κερδοσκοπικό σκοπό" αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση Redmond Stichting (8).
Τέλος, οι αναγκαίες πραγματικές εκτιμήσεις προκειμένου να διαπιστωθεί αν πρόκειται ή όχι για μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας εμπίπτουν ωστόσο πάντοτε στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου, λαμβανομένων υπόψη των παρεχομένων από το Δικαστήριο ερμηνευτικών στοιχείων (9). Επομένως, το αιτούν δικαστήριο είναι το πλέον αρμόδιο να εκτιμήσει τη βαρύτητα των πραγματικών δεδομένων που περιγράφει στη διάταξη παραπομπής.
7. Απομένει να εξετασθεί το δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου: πρέπει τα εστιατόρια επιχειρήσεων να θεωρούνται στο πλαίσιο της οδηγίας ως τμήματα επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων, ανεξαρτήτως του ότι δεν συμμετέχουν στην παραγωγική δραστηριότητα, αυτή καθαυτή, της οικείας επιχειρήσεως; 'Οπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, η απάντηση στο ερώτημα αυτό περιέχεται κατ' ουσίαν ήδη στην απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Botzen: το αποφασιστικό κριτήριο δεν είναι ο "συνήθης" χαρακτήρας της δραστηριότητας του τμήματος της οικείας επιχειρήσεως, αλλά ο σύνδεσμος που υπάρχει μεταξύ του εργαζομένου και του μεταβιβασθέντος τμήματος επιχειρήσεως (10). Με άλλα λόγια, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να αρκεσθεί στη διαπίστωση ότι οι εργαζόμενοι για τους οποίους πρόκειται υπάγονταν, ήτοι ανήκαν συγκεκριμένα, από απόψεως οργανώσεως, στη σφαίρα δραστηριότητας του τμήματος της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως που μεταβιβάστηκε. Επιπλέον, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε με την απόφαση Redmond Stichting ότι η μη μεταβίβαση ορισμένων δραστηριοτήτων μιας επιχειρήσεως που έχουν ανεξάρτητη αποστολή * εν προκειμένω η δραστηριότητα παραγωγής της Philips * δεν αρκεί για να αποκλείσει την εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας οι οποίες "προβλέπονται όχι μόνο για τις περιπτώσεις μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, αλλά και για τις περιπτώσεις μεταβιβάσεων εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων προς τις οποίες μπορούν να εξομοιωθούν δραστηριότητες ειδικού χαρακτήρα" (11).
Ούτε μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία επί του σημείου αυτού: η μεταβιβασθείσα δραστηριότητα λειτουργίας των εστιατορίων μπορεί χωρίς δυσκολία να χαρακτηρισθεί ως δραστηριότητα ειδικού χαρακτήρα που, από απόψεως οργανώσεως, αποτελεί, εντός της Philips, διακεκριμένη οντότητα στην οποία υπάγονταν με την ιδιότητα του εργαζομένου οι Watson Rask και Christensen.
Η οδηγία και η τροποποίηση εκ μέρους του εργοδότη των όρων καταβολής του μισθού
8. Το τρίτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου αφορά το ζήτημα αν η οδηγία απαγορεύει την εκ μέρους του νέου επιχειρηματία τροποποίηση των όρων καταβολής των μισθών, ιδίως της ημερομηνίας καταβολής και της συνθέσεως * αλλά όχι του τελικώς καταβαλλομένου συνολικού ποσού * του μισθού. Μολονότι το υποβληθέν ερώτημα αναφέρεται μόνο στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας, φρονώ ότι ενδείκνυται να συσχετισθεί και με την παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου. Στην πραγματικότητα, από τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν προκύπτει εάν τα πλεοενεκτήματα που επικαλούνται οι ενάγουσες της κύριας δίκης απορρέουν από συλλογική σύμβαση εργασίας ή από διάταξη νόμου ή διοικητικής πράξεως. Παραθέτω επομένως τα σχετικά χωρία του άρθρου 3 της οδηγίας:
"1. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται για τον εκχωρητή [μεταβιβάζοντα] από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, μεταβιβάζονται, εξ αιτίας της μεταβιβάσεως αυτής, στον εκδοχέα [προς ον η μεταβίβαση].
(...)
2. Μετά τη μεταβίβαση, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, ο εκδοχέας διατηρεί τους όρους εργασίας που έχουν συμφωνηθεί από συλλογική σύμβαση κατά το ίδιο μέτρο που αυτοί έχουν προβλεφθεί για τον εκχωρητή, μέχρι την ημερομηνία της καταγγελίας ή λήξεως της συλλογικής συμβάσεως ή της ενάρξεως της ισχύος ή εφαρμογής άλλης συλλογικής συμβάσεως (...)"
9. Προτού απαντήσω στο εν λόγω ερώτημα, θεωρώ χρήσιμο να υπενθυμίσω τον σκοπό των διατάξεων αυτών στο πλαίσιο της οδηγίας. 'Οπως έχει επανειλημμένως επισημάνει το Δικαστήριο, σκοπός της οδηγίας είναι
"να διασφαλίσει, κατά το μέτρο του δυνατού, τη συνέχιση της σύμβασης εργασίας ή της σχέσης εργασίας, χωρίς τροποποίηση, με τον προς ον η μεταβίβαση, κατά τρόπον ώστε οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι να μην περιέρχονται σε δυσμενέστερη θέση συνεπεία της μεταβιβάσεως και μόνο" (12).
Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 3 πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως των ανωτέρω: αποσκοπούν στην εξασφάλιση της αναλήψεως από τον προς ον η μεταβίβαση των νομικών ή διοικητικών υποχρεώσεων του μεταβιβάζοντος ή της διατηρήσεως των όρων εργασίας που έχουν συνομολογηθεί με συλλογική σύμβαση και ισχύουν κατά τον χρόνο της μεταβίβασης (13).
Αντίθετα, η οδηγία μερικώς μόνο εναρμονίζει την κοινωνική προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως. 'Οπως έκρινε το Δικαστήριο ιδίως με τις αποφάσεις Danmols και Daddy' s Dance Hall, με την οδηγία επιδιώκεται κατ' ουσίαν
"(να επεκταθεί) η προστασία που διασφαλίζεται αυτοτελώς για τους εργαζομένους από το δίκαιο των διαφόρων κρατών μελών και στην περίπτωση της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως. Η οδηγία δεν επιδιώκει την εγκαθίδρυση ενιαίου επιπέδου προστασίας για το σύνολο της Κοινότητας βάσει κοινών κριτηρίων. Επομένως, μπορεί να γίνει επίκληση των ευεργετικών διατάξεων της οδηγίας μόνο για να διασφαλιστεί ότι ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος προστατεύεται στις σχέσεις του με τον προν ον η μεταβίβαση κατά τον ίδιο τρόπο όπως στις σχέσεις του με τον μεταβιβάζοντα δυνάμει των κανόνων δικαίου του οικείου κράτους μέλους" (14).
10. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, με την απάντησή του στο τρίτο ερώτημα, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να παραπέμψει στο εθνικό δίκαιο του αιτούντος δικαστηρίου: σ' αυτό εναπόκειται να ανατρέξει στο σύστημα κοινωνικής προστασίας που λειτουργεί δυνάμει των εθνικών κανόνων * που περιέχονται σε διατάξεις νόμων και διοικητικών πράξεων, αλλά και στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή άλλες διατάξεις γενικής φύσεως. Αν επομένως το εθνικό δίκαιο επιτρέπει στον εργοδότη να τροποποιεί μονομερώς, σε περιπτώσεις εκτός της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, την ημερομηνία καταβολής και/ή τη σύνθεση του μισθού, το συνολικό ποσό του οποίου παραμένει κατά τα άλλα αμετάβλητο, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει αυτομάτως τέτοιες τροποποιήσεις, για τον λόγο και μόνο ότι εν τω μεταξύ η οικεία επιχείρηση ή τμήμα επιχειρήσεως μεταβιβάστηκαν. Τούτο σημαίνει ότι, βάσει της οδηγίας, η σχέση εργασίας μπορεί να τροποποιηθεί από τον αποκτώντα/από τον προς ον η μεταβίβαση με μονομερή απόφαση, υπό τους όρους και εντός των ορίων που θα μπορούσε να τροποποιηθεί από τον μεταβιβάζοντα, εξυπακουομένου ότι η μεταβίβαση αυτή καθαυτή δεν μπορεί να συνιστά λόγο της τροποποιήσεως (15).
Συμπέρασμα
11. Eνόψει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα υποβληθέντα ερωτήματα τις εξής απαντήσεις:
"1) Η οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, έχει εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία επιχείρηση συνάπτει συμφωνία με άλλη επιχείρηση για την εκμετάλλευση των εστιατορίων του προσωπικού της, συνοδευόμενη από ανάληψη του μονίμως απασχολουμένου στο τμήμα αυτό της επιχειρήσεως προσωπικού, καθόσον το μεταβιβαζόμενο τμήμα της επιχειρήσεως διατηρεί την ταυτότητά του. Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει τη διατήρηση της εν λόγω ταυτότητας λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των πραγματικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την εν λόγω συναλλαγή.
2) Για την εφαρμογή της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ δεν απαιτείται το μεταβιβαζόμενο τμήμα της επιχειρήσεως να μετέχει της παραγωγικής δραστηριότητος της επιχειρήσεως. Αρκεί να πρόκειται για τμήμα επιχειρήσεως δυνάμενο να διακριθεί ως χωριστή οντότητα, από απόψεως οργανώσεως, που ασκεί δραστηριότητες, έστω και ειδικής φύσεως, όπου απασχολούνται οι εργαζόμενοι για τους οποίους πρόκειται.
3) Η οδηγία 77/187/ΕΟΚ δεν απαγορεύει τη μονομερή τροποποίηση εκ μέρους του νέου επικεφαλής της επιχειρήσεως της ημερομηνίας καταβολής και/ή συνθέσεως του μισθού, εξυπακουομένου ότι το συνολικό ποσό του μισθού παραμένει αμετάβλητο, εφόσον οι εθνικές διατάξεις επιτρέπουν τέτοιου είδους τροποποιήσεις εκ μέρους του εργοδότη σε περιπτώσεις εκτός της μεταβιβάσεως επιχειρήσεων."
(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ολλανδική.
(1) * ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171.
(2) * Νόμος αριθ. 111 της 21ης Μαρτίου 1979, περί της νομικής καταστάσεως των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως. Με τον νόμο αυτό, η Δανία έθεσε σε εφαρμογή την οδηγία.
(3) * Αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1988, 101/87, Bork (Συλλογή 1988, σ. 3057, σκέψη 13), και της 19ης Μαΐου 1992, C-29/91, Redmond Stichting (Συλλογή 1992, σ. Ι-0000, σκέψη 11).
(4) * Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1987, 287/86 (Συλλογή 1987, σ. 5465, σκέψη 12).
(5) * Αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1986, 24/85, Spijkers (Συλλογή 1986, σ. 1119, σκέψη 12), και Redmond Stichting, σκέψη 23.
(6) * Αποφάσεις Redmond Stichting, σκέψη 24, και Spijkers, σκέψη 13 συγκρίνατε επίσης την απόφαση Bork, σκέψη 15.
(7) * Το Δικαστήριο υιοθετεί την ίδια συλλογιστική στην απόφαση Redmond Stichting, σκέψη 29.
(8) * Bλ. επίσης τις προτάσεις μου στην εν λόγω υπόθεση, ιδίως τα σημεία 6 έως 12. leogvsh
(9) * Αποφάσεις Spijkers, σκέψη 14, και Redmond Stichting, σκέψη 29.
(10) * Απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 186/83 (Συλλογή 1985, σ. 519, σκέψη 15).
(11) * Απόφαση Redmond Stichting, σκέψη 30.
(12) * Απόφαση Ny Moelle Kro, σκέψη 25 συγκρίνατε με τις αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1985, 19/83, Wendelboe (Συλλογή 1985, σ. 457, σκέψη 15), και της 11ης Ιουλίου 1985, 105/84, Danmols Inventar (Συλλογή 1985, σ. 2639, σκέψεις 15 και 26).
(13) * Συγκρίνατε, ως προς το άρθρο 3, παράγραφος 2, με την απόφαση Ny Moelle Kro, σκέψη 26.
(14) * Απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1988, 324/86, Daddy' s Dance Hall (Συλλογή 1988, σ. 739, σκέψη 16) απόφαση Danmols, σκέψη 26.
(15) * Συγκρίνατε απόφαση Daddy' s Dance Hall, σκέψη 17.