This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61991CC0165
Opinion of Mr Advocate General Darmon delivered on 14 January 1993. # Simon J. M. van Munster v Rijksdienst voor Pensioenen. # Reference for a preliminary ruling: Arbeidshof Antwerpen - Belgium. # Social security - Freedom of movement for workers - Equal treatment for men and women - Old-age pension - Increase for dependent spouse. # Case C-165/91.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 14ης Ιανουαρίου 1993.
Simon J. M. van Munster κατά Rijksdienst voor Pensioenen.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeidshof Antwerpen - Βέλγιο.
Κοινωνική ασφάλιση - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Ισότητα ανδρών και γυναικών - Σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου - Προσαύξηση λόγω συντηρουμένου συζύγου.
Υπόθεση C-165/91.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 14ης Ιανουαρίου 1993.
Simon J. M. van Munster κατά Rijksdienst voor Pensioenen.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeidshof Antwerpen - Βέλγιο.
Κοινωνική ασφάλιση - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Ισότητα ανδρών και γυναικών - Σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου - Προσαύξηση λόγω συντηρουμένου συζύγου.
Υπόθεση C-165/91.
Συλλογή της Νομολογίας 1994 I-04661
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:9
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 14ης Ιανουαρίου 1993. - SIMON J. M. VAN MUNSTER ΚΑΤΑ RIJKSDIENST VOOR PENSIOENEN. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: ARBEIDSHOF ANTWERPEN - ΒΕΛΓΙΟ. - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ - ΙΣΟΤΗΤΑ ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ - ΣΥΝΤΑΞΗ ΛΟΓΩ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΩΣ ΣΥΝΤΑΞΙΜΟΥ ΧΡΟΝΟΥ - ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ ΛΟΓΩ ΣΥΝΤΗΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-165/91.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-04661
++++
Κύριε Πρόεδρε,
Κύριοι δικαστές,
1. Η υπό κρίση υπόθεση πηγάζει από τις δυσκολίες που συναντούν, στο ζήτημα των δικαιωμάτων συντάξεως που έχουν λόγω του μη απασχολουμένου συζύγου, οι κοινοτικοί υπήκοοι οι οποίοι έχουν εργασθεί ως μισθωτοί αφενός στο Βέλγιο και αφετέρου στις Κάτω Χώρες, μετά την τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας που επήλθε στο τελευταίο κράτος από 1ης Απριλίου 1985.
2. Το πρόβλημα σας είναι γνωστό. Ανέκυψε στην υπόθεση Bakker πλην όμως το προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση εκείνη ήταν τέτοιο ώστε η απόφασή σας (1) δεν δίνει απάντηση στα σημερινά ερωτήματα, που στην ουσία ανάγονται στο αν συνέπειες που έχει για την εφαρμογή της βελγικής ρυθμίσεως η τροποποίηση της ολλανδικής νομοθεσίας ανακινούν το ζήτημα του συμβιβαστού της πρώτης με το κοινοτικό δίκαιο.
3. Δεν θα εκθέσω * αλλά θα παραπέμψω προς τούτο στην έκθεση ακροατηρίου (2) * τις σχετικές εθνικές διατάξεις, δηλαδή αφενός το βασιλικό διάταγμα 50 της 24ης Οκτωβρίου 1967 όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 15ης Μαΐου 1984 περί συντάξεως λόγω συμπληρώσεως συντάξιμου χρόνου και συντάξεως επιζώντος των μισθωτών εργαζομένων και αφετέρου του Algemene Ouderdomswet, γενικού νόμου περί ασφαλίσεως γήρατος (στο εξής: AOW) όπως τροποποιήθηκε το 1985. Θα υπενθυμίσω απλώς τα στοιχεία των νομοθετημάτων αυτών που βοηθούν την κατανόηση της υποθέσεως.
4. Η βελγική ρύθμιση χορηγεί στον μισθωτό που συμπλήρωσε συντάξιμο χρόνο "σύνταξη εγγάμου" με συντελεστή 75 % αν ο σύζυγος δεν ασκεί καμιά επαγγελματική δραστηριότητα και δεν λαμβάνει σύνταξη λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας ή επιζώντος ή ανάλογο πλεονέκτημα, είτε "σύνταξη αγάμου" με συντελεστή 60 % στις λοιπές περιπτώσεις.
5. Μέχρι το 1985 ο ΑΟW πρόβλεπε τη χορήγηση στον συνταξιούχο μισθωτό ενός συμπληρωματικού ποσού για τον συντηρούμενο και μη εργαζόμενο σύζυγο.
6. Μέχρι τότε δηλαδή δεν υπήρχε καμία δυσκολία σ' αυτό το σημείο για τον διακινούμενο εργαζόμενο. Το συμπλήρωμα συντάξεως που ελάμβανε στις Κάτω Χώρες δεν επηρέαζε τα δικαιώματά του για βελγική σύνταξη εγγάμου.
7. Η κατάσταση μετεβλήθη με την τροποποίηση του AOW με τον νόμο της 28ης Μαρτίου 1985 που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (3) (στο εξής: οδηγία).
8. 'Οπως παρατηρεί η Ολλανδική Κυβέρνηση, ο νόμος AOW θεσπίζει σύστημα λαϊκής ασφαλίσεως που στηρίζεται όχι, όπως σε πολλές χώρες μεταξύ των οποίων και το Βέλγιο (4), στην άσκηση επαγγέλματος αλλά στη διάρκεια της διαμονής του ασφαλισμένου στις Κάτω Χώρες μεταξύ του δεκάτου πέμπτου και του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηληκίας του.
9. Μέχρι το 1985 ο νόμος AOW ελάμβανε υπόψη τα οικογενειακά βάρη προβλέποντας τη χορήγηση στον πλήρως ασφαλισμένο έγγαμο δικαίωμα συντάξεως σε ποσοστό 100 % του κατωτάτου μισθού και στον άγαμο άνδρα ή στην άγαμη γυναίκα σύνταξη σε ποσοστό 70 % ενώ η έγγαμη γυναίκα δεν είχε προσωπικό δικαίωμα συντάξεως.
10. Για να ευθυγραμμίσουν τη νομοθεσία αυτή προς την οδηγία, οι Κάτω Χώρες πρόβλεψαν ότι οι ασφαλισμένοι βάσει του AOW, άνδρες ή γυναίκες, αποκτούν προσωπικό δικαίωμα παροχών με το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας.
11. Τέτοια είναι η περίπτωση του ζεύγους Van Munster. Ο Simon van Muster που γεννήθηκε το 1920 εργάσθηκε ως μισθωτός στο Βέλγιο από το 1974 μέχρι το 1981 και στις Κάτω Χώρες επί 41 έτη περίπου.
12. Το 1985, όταν συμπλήρωσε το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας και δεδομένου ότι συντηρούσε τη μη εργαζομένη σύζυγό του, ζήτησε από την αρμόδια βελγική αρχή * την υπηρεσία Rijksdienst voor Pensioenen (στο εξής: RVP), καθής της κυρίας δίκης * σύνταξη γήρατος η οποία και του χορηγήθηκε σε συντελεστή εγγάμου.
13. Η άλλη σύνταξη γήρατος που ελάμβανε ο Van Munster στις Κάτω Χώρες και η οποία περιελάμβανε ένα συμπλήρωμα για τη συντηρουμένη σύζυγο "διχοτομήθηκε" όταν και η Van Munster συμπλήρωσε το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας, σε δύο προσωπικές συντάξεις μια για κάθε σύζυγο.
14. Καίτοι το άθροισμα των δύο ολλανδικών συντάξεων δεν υπερέβαινε το ποσό της συντάξεως την οποία ελάμβανε προηγουμένως ο Van Munster, η μετατροπή του συμπληρώματος που ελάμβανε ο σύζυγος για τη σύζυγο σε προσωπική σύνταξη της συζύγου είχε ως συνέπεια, στο Βέλγιο, ότι ο σύζυγος δεν είχε πλέον δικαίωμα συντάξεως εγγάμου αλλά αγάμου. Κατ' αυτόν τον τρόπο το ποσό της βελγικής συντάξεως του Van Munster μειώθηκε κατά 15 %.
15. 'Οπως είναι αυτονόητο, ο ενδιαφερόμενος δεν δέχθηκε αδιαμαρτύρητα αυτή τη μείωση των εσόδων του. Προσέβαλε την απόφαση του RVP και στο πλαίσιο της εκδικάσεως της εφέσεως κατά της πρωτόδικης απόφασης του Arbeidsrechtbank te Antwerpen, το Arbeidshof te Antwerpen υπέβαλε στο Δικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα που παρατίθενται στην έκθεση ακροατηρίου (5).
16. Κατά τα ουσιώδη τα ερωτήματα αυτά αναφέρονται στο
* αν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη ΕΟΚ και ειδικότερα με τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών μια διάταξη εθνικού δικαίου που προβλέπει ότι η χορήγηση παροχής υπέρ του μη εργαζομένου συζύγου έχει διαφορετικές συνέπειες αναλόγως του αν πραγματοποιείται υπό τη μορφή αυξήσεως της συντάξεως του εργαζομένου συζύγου ή προσωπικής συντάξεως προς τον άλλο σύζυγο,
* αν δικαιολογείται κατά το κοινοτικό δίκαιο η διαφορετική αντιμετώπιση της συντάξεως που χορηγείται στον μη εργαζόμενο σύζυγο, όπως αυτή που προβλέπει ο νόμος ΑΟW μετά το 1985, από τη σύνταξη που χορηγείται υπό τη μορφή αυξήσεως της συντάξεως λόγω συντηρουμένου συζύγου.
17. Θα κλείσω αμέσως το ζήτημα του συμβιβαστού από τη σκοπιά της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών.
18. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται μεν ειδικότερα στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας που προβλέπει ότι
"Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά:
(...)
* τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προσταστευομένου προσώπου και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών",
πλην όμως το άρθρο 7, παράγραφος 1, όπως ορθά παρατηρεί η Επιτροπή, επιτρέπει στα κράτη μέλη να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας
"(...)
γ) την αναγνώριση δικαιωμάτων επί παροχών γήρατος ή αναπηρίας δυνάμει δικαιωμάτων που απορρέουν από τον σύζυγο".
19. Οι διάδικοι της κυρίας δίκης και οι παρεμβαίνοντες αναφέρθηκαν, τόσο με τα υπομνήματα όσο και με τις παρατηρήσεις κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση στην ενδεχόμενη προσβολή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.
20. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στα άρθρα 3, στοιχείο γ', 48, παράγραφοι 1 επ., και 51 της Συνθήκης.
21. Σχετικά με τις αρχές που εμπλέκονται εν προκειμένω, οι διατάξεις αυτές επιτάσσουν:
* το άρθρο 3, στοιχείο γ': την εξάλειψη μεταξύ των κρατών μελών των εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων,
* το άρθρο 48: την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Κοινότητας (παράγραφος 1), την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας (παράγραφος 2), το δικαίωμα των εργαζομένων να διακινούνται ελεύθερα εντός της επικρατείας των κρατών μελών προκειμένου να αποδέχονται κάθε πραγματική προσφορά εργασίας και να διαμένουν εκεί με σκοπό την άσκηση εργασίας (παράγραφος 3, στοιχεία α', β' και γ'),
* το άρθρο 51: τη θέσπιση, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, των μέτρων που είναι αναγκαία για την εγκαθίδρυση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ιδίως με την εισαγωγή ενός συστήματος που να εξασφαλίζει στους διακινουμένους εργαζομένους και στους εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα τον συνυπολογισμό όλων των περιόδων που λαμβάνονται υπόψη από τις διάφορες εθνικές νομοθεσίες για την κτήση και τη διατήρηση του δικαιώματος προς λήψη παροχής όπως και τον υπολογισμό του ύψους αυτών.
22. Με λίγα λόγια το ερώτημα που απασχολεί το αιτούν δικαστήριο είναι αν η επίδικη διάταξη της βελγικής κοινωνικής νομοθεσίας συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Αν πράγματι συνιστά τέτοιο εμπόδιο τότε το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει, βάσει των διευκρινίσεων που θα του δώσετε, να κρίνει αν το εμπόδιο αυτό δικαιολογείται ενδεχομένως από τη σκοπιά του κοινοτικού δικαίου.
23. Είναι γνωστό ότι οι κοινωνικές νομοθεσίες των κρατών μελών παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ενώ ο κοινοτικός νομοθέτης δεν έχει μέχρι στιγμής πραγματοποιήσει την εναρμόνισή τους αλλά έχει μόνο θεσπίσει κανόνες απλού συντονισμού (6).
24. Το Δικαστήριο έχει δεχθεί αυτή την ποικιλία πλην όμως έχει τονίσει ότι δεν πρέπει να επηρεάζει αρνητικά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων εντός της Κοινότητας.
25. Η τήρηση της αρχής αυτής επιβάλλεται πρωτίστως στον κοινοτικό νομοθέτη.
26. Με την απόφαση Pinna I (7), το Δικαστήριο έκρινε ανίσχυρο το άρθρο 73, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71, καθόσον αποκλείει τη χορήγηση γαλλικών οικογενειακών επιδομάτων στους εργαζομένους που διέπονται από τη γαλλική νομοθεσία, για τα μέλη της οικογένειάς τους που διαμένουν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.
27. Θα παραθέσω δύο σκέψεις από την απόφαση αυτή.
28. Εν πρώτοις το Δικαστήριο έκρινε ότι, προβλέποντας
"τον συντονισμό και όχι την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών",
το άρθρο 51
"επιτρέπει να εξακολουθούν να υφίστανται διαφορές μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών και, κατά συνέπεια, μεταξύ των δικαιωμάτων των προσώπων που εργάζονται σ' αυτά. Επομένως, οι ουσιαστικές και διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως κάθε κράτους μέλους και, κατ' επέκταση, μεταξύ των προσώπων που εργάζονται σ' αυτά δεν θίγονται από το άρθρο 51 της Συνθήκης" (8).
29. Αμέσως όμως το Δικαστήριο περιόρισε την κρίση αυτή παρατηρώντας ότι
"ο στόχος της εξασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Κοινότητας (...) απομακρύνεται και η επίτευξή του δυσχεραίνεται αν το κοινοτικό δίκαιο εισάγει διαφορές στους κανόνες περί κοινωνικής ασφαλίσεως που θα μπορούσαν να αποφευχθούν" (9).
Κατέληξε δε στο συμπέρασμα:
"'Αρα, οι κοινοτικές κανονιστικές διατάξεις περί κοινωνικής ασφαλίσεως, που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 51 της Συνθήκης, πρέπει να μην επισωρεύουν πρόσθετες διαφορές σε εκείνες που ήδη προκύπτουν από την έλλειψη εναρμονίσεως των εθνικών νομοθεσιών." (10)
30. Το άρθρο 73, παράγραφος 2, του κανονισμού 1408/71 κρίθηκε ανίσχυρο ακριβώς διότι "επισώρευε" πρόσθετες διαφορές σ' εκείνες που ήδη προέκυπταν από τις εθνικές νομοθεσίες, επομένως δε παρεμπόδιζε την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.
31. Η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου παρουσιάζει μεγάλη σαφήνεια. Το Δικαστήριο χαρακτήρισε την ελεύθερη κυκλοφορία των διακινουμένων εργαζομένων ως "αρχή που περιλαμβάνεται στις βάσεις της Κοινότητας" (11). 'Εκρινε δε ότι
"ο στόχος των άρθρων 48 μέχρι 51 δεν επιτυγχάνεται αν οι εργαζόμενοι, ασκώντας το δικαίωμά τους της ελεύθερης κυκλοφορίας, αναγκάζονται να απωλέσουν τα πλεονεκτήματα στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης που τους αναγνωρίζει η νομοθεσία κράτους μέλους" (12).
32. Στο πλαίσιο αυτό είναι δυνατό ένα εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως να οφείλει να λάβει υπόψη την κατάσταση που διαμορφώνεται σε άλλο κράτος μέλος;
33. 'Ενα πρώτο στοιχείο απαντήσεως μας δίνει η απόφαση Παράσχη της 4ης Οκτωβρίου 1991 (13).
34. H Παράσχη, Ελληνίδα υπήκοος, είχε εργασθεί στη Γερμανία από το 1965 μέχρι το 1979 υπαχθείσα σε υποχρεωτική ασφάλιση. Το 1977 ασθένησε και το 1979 επέστρεψε στη χώρα καταγωγής της όπου δεν μπόρεσε ούτε να ξαναρχίσει να εργάζεται ως μισθωτή λόγω της καταστάσεως της υγείας της ούτε να λάβει σύνταξη αναπηρίας δυνάμει της ελληνικής νομοθεσίας. Ζήτησε σύνταξη αναπηρίας στη Γερμανία αλλά η αίτησή της απορρίφθηκε διότι μετά την τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας από το 1984 δεν πληρούσε πλέον την απαραίτητη για τη χορήγηση της παροχής αυτής προϋπόθεση της διάρκειας της υποχρεωτικής ασφαλίσεως. Ο νέος νόμος επέτρεπε στους ενδιαφερομένους, σε μεταβατικό στάδιο να διατηρήσουν τα δικαιώματα συντάξεως αναπηρίας με την καταβολή εκουσίων εισφορών τουλάχιστον μια φορά το μήνα κατά τη διάρκεια του 1984.
35. Η τροποποίηση του συστήματος αυτού δημιούργησε προβλήματα για ορισμένους διακινούμενους εργαζομένους και η Παράσχη * που δεν μπόρεσε να υπαχθεί στις μεταβατικές διατάξεις * υποστήριξε ότι αυτές εισάγουν διακρίσεις έναντι των διακινουμένων εργαζομένων που επιστρέφουν στη χώρα καταγωγής τους, λόγω των διαρθρωτικών διαφορών που εμφανίζουν ορισμένα κοινωνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως.
36. Το Δικαστήριο έκρινε ότι εναπόκειται
"στη νομοθεσία του κάθε κράτους μέλους να καθορίζει τις προϋποθέσεις γενέσεως του δικαιώματος ή της υποχρεώσεως υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρέπει να εισάγεται σχετικώς διάκριση μεταξύ ημεδαπών και υπηκόων άλλων κρατών μελών" (14),
και ότι,
"κατά συνέπεια, το κοινοτικό δίκαιο δεν στερεί από τον εθνικό νομοθέτη τη δυνατότητα να τροποποιεί τις προϋποθέσεις χορηγήσεως συντάξεως αναπηρίας, ακόμα και όταν τις καθιστά αυστηρότερες, εφόσον οι προϋποθέσεις που επιβάλλονται δεν συνεπάγονται προφανή ή συγκαλυμμένη διάκριση μεταξύ των κοινοτικών εργαζομένων" (15).
37. Τόνισε δε ότι
"μολονότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 51 της Συνθήκης επιτρέπει διαφορές μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών και, κατά συνέπεια, των δικαιωμάτων που παρέχονται στα πρόσωπα που εργάζονται σ' αυτά, είναι ωστόσο βέβαιο ότι ο σκοπός των άρθρων 48 έως 51 της Συνθήκης δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν, λόγω ασκήσεως του δικαιώματός τους για ελεύθερη κυκλοφορία, οι διακινούμενοι εργαζόμενοι υφίσταντο απώλεια των πλεονεκτημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που τους παρέχει η νομοθεσία ενός κράτους μέλους μια τέτοια συνέπεια θα μπορούσε να αποθαρρύνει τους κοινοτικούς εργαζομένους να ασκήσουν το δικαίωμά τους για ελεύθερη κυκλοφορία και θα συνιστούσε, κατά συνέπεια, κώλυμα στην εν λόγω ελευθερία" (16).
38. 'Εκρινε δε ότι μια νομοθεσία όπως η επίδικη,
"μολονότι τυπικώς η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται επί όλων των κοινοτικών εργαζομένων, οι οποίοι μπορούν επομένως να τύχουν παρατάσεως της περιόδου αναφοράς, ωστόσο, δεδομένου ότι δεν προβλέπει δυνατότητα παρατάσεως όταν πραγματικά περιστατικά που αντιστοιχούν με εκείνα που δικαιολογούν παράτασή της συμβαίνουν σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να θίξει κατά τρόπο πολύ πιο καίριο τους διακινούμενους εργαζόμενους, διότι αυτοί είναι κυρίως οι οποίοι, ιδίως σε περίπτωση ασθενείας ή ανεργίας, επιστρέφουν συνήθως στη χώρα καταγωγής τους" (17)
και ότι,
"συνεπώς μια τέτοια νομοθετική ρύθμιση έχει ως αποτέλεσμα να αποθαρρύνει τους διακινουμένους εργαζομένους από την άσκηση του δικαιώματός τους για ελεύθερη κυκλοφορία" (18).
39. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα άρθρα 48, παράγραφος 2, και 51 της Συνθήκης
"δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να καθίστανται αυστηρότερες, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας, οι προϋποθέσεις χορηγήσεως συντάξεως αναπηρίας (...) αποκλείουν όμως νομοθετική ρύθμιση βάσει της οποίας επιτρέπεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η παράταση της περίοδου αναφοράς, χωρίς να προβλέπεται δυνατότητα παρατάσεως όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αντιστοιχούν σε εκείνα βάσει των οποίων καθίσταται δυνατή η παράταση, λαμβάνουν χώρα σε άλλο κράτος μέλος" (19).
40. 'Ενα εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως δηλαδή, οι ουσιαστικές και διαδικαστικές διαφορές του οποίου από τα αντίστοιχα συστήματα των άλλων κρατών μελών "δεν θίγονται από το άρθρο 51 της Συνθήκης", του οποίου οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση παροχών μπορούν να καταστούν αυστηρότερες, δεν συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο αν, λόγω του ότι δεν λαμβάνει υπόψη ορισμένα πραγματικά περιστατικά που συντελούνται σε άλλο κράτος μέλος, εισάγει διάκριση έστω και έμμεση εις βάρος των διακινουμένων εργαζομένων ή γενικότερα αν παρεμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία τους, που αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, εκπορευομένη από τα άρθρα 48 έως 51 της Συνθήκης.
41. Μήπως όμως πρέπει να περάσουμε από τον πραγματικό στον νομικό τομέα και να ερευνήσουμε αν πέραν από τα "πραγματικά περιστατικά", ένα εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως οφείλει επίσης σε ορισμένες περιπτώσεις, για να μην εξουδετερώνει την ελεύθερη κυκλοφορία των διακινουμένων εργαζομένων να λαμβάνει υπόψη τους αντίστοιχους κανόνες άλλου κράτους μέλους;
42. Το πόσο καίριο είναι αυτό το ερώτημα φαίνεται από το ακόλουθο παράδειγμα που εξέρχεται των ορίων της υπό κρίση υποθέσεως.
43. 'Ενας κοινοτικός υπήκοος που εργάζεται ως μισθωτός στο κράτος μέλος Α και συντηρεί σύζυγο για την οποία θα λάβει κανονικά, όταν θα παύσει να εργάζεται, προσαύξηση της συντάξεώς του, αποτρέπεται άραγε από του να αναλάβει εργασία στο κράτος μέλος Β αν γνωρίζει ότι θα χάσει το δικαίωμα προσαυξήσεως στο κράτος Α λόγω ενός ιδιαιτέρου χαρακτηριστικού του συστήματος συνταξιοδοτήσεως του κράτους Β; Ομοίως, αν ο ίδιος εργαζόμενος εργάσθηκε επί ορισμένα έτη στο κράτος μέλος Β, μήπως θα διστάσει να αναλάβει εργασία στο κράτος μέλος Α όταν γνωρίζει ότι η προσωπική σύνταξη που χορηγεί το κράτος Β στην μη εργαζομένη σύζυγό του θα του στερήσει τη σύνταξη "με συντελεστή εγγάμου" που θα ελάμβανε αν είχε εργασθεί πάντα στο κράτος Α.
44. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι βεβαίως καταφατική. Πρόκειται για εμπόδιο που, καίτοι δεν υπάρχει ρητή διάταξη, περιορίζει τους διακινουμένους εργαζομένους σε σύγκριση με τους μη διακινουμένους, άρα τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών σε σύγκριση με τους ημεδαπούς (20).
45. Βεβαίως θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι εν προκειμένω το πρόβλημα πηγάζει από τη νέα ολλανδική νομοθεσία. Αυτό υποστήριξε η Κυβέρνηση του Βασιλείου του Βελγίου η οποία μάλιστα ισχυρίστηκε ότι το σύστημα αυτό "εμφανίζεται χωρίς συνοχή όταν εφαρμόζεται (...) στους διακινουμένους εργαζομένους" (21) και δεν συμβιβάζεται με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας.
46. Το επιχείρημα αυτό δεν είναι πειστικό. Χωρίς να χρειάζεται να εξετάσουμε τα θετικά στοιχεία του βελγικού και του ολλανδικού συστήματος χωριστά ούτε το αν υπήρξε αναγκαία ή προαιρετική η τροποποίηση του ΑΟW, που είναι λαϊκό σύστημα ασφαλίσεως και όχι σύστημα ασφαλίσεως μισθωτών από τη σκοπιά της οδηγίας 79/70, δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι η μείωση της βελγικής συντάξεως του Van Munster δεν προκύπτει από τον ΑΟW, ο οποίος και δεν τη διέπει αλλά εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της επιπτώσεως που έχει η βελγική ρύθμιση επί της τροποποιήσεως της ολλανδικής νομοθεσίας.
47. Εδώ είναι και το επίκεντρο του προβλήματος. Μια εθνική νομοθεσία που αφ' εαυτής δεν εισάγει διακρίσεις, δεν παρεμβάλλει εμπόδια, μπορεί άραγε να μεταβληθεί σε δημιουργική διακρίσεων διότι παύει να εξασφαλίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων κατόπιν της τροποποιήσεως της αντίστοιχης νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους;
48. Η δική μου απάντηση σ' αυτή την ερώτηση είναι καταφατική.
49. Στο παρόν στάδιο του κοινοτικού δικαίου, η αυτονομία των κρατών μελών όσον αφορά την κατάρτιση των οικείων κοινωνικών συστημάτων δεν συζητείται. Αλλά και δεν διαιρείται. Η αυτονομία του κράτους μέλους Α δεν αποκλείει την αυτονομία του κράτους Β. Ακόμα περισσότερο το πρώτο κράτος μέλος δεν μπορεί να αγνοεί πλήρως τη νομοθεσία του δευτέρου και αντιστρόφως.
50. Πράγματι, η θέση του διακινουμένου εργαζομένου από τη σκοπιά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του διέπεται κατ' ανάγκη από τόσα εθνικά συστήματα όσα είναι και τα κράτη απασχολήσεως.
51. 'Οταν τα συστήματα αυτά είναι της ιδίας φύσεως, η διάρθρωσή τους γίνεται χωρίς διαπλοκές όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία, το δε συμβιβαστό τους προς το κοινοτικό δίκαιο εκτιμάται χωριστά.
52. 'Οταν όμως, όπως εν προκειμένω, υπάρχει μια διαπλοκή οφειλομένη στη διαφορετική φύση των συστημάτων, τότε πρέπει να εκτιμηθεί η συνολική κατάσταση όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, και αν αποκαλύπτεται κάποιο εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των διακινουμένων εργαζομένων τότε ανακύπτει το ζήτημα αν συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο η εθνική ρύθμιση που επηρεάζει την άσκηση αυτής της ελευθερίας.
53. Με άλλα λόγια, αν η σύνταξη που περιλαμβάνει συμπλήρωμα για τον μη εργαζόμενο σύζυγο που καταβάλλεται στον εργαζόμενο, στο κράτος μέλος Β χωριστεί σε δύο προσωπικές παροχές καταβαλλόμενες ανά μία σε έκαστο σύζυγο, το κράτος μέλος Α δεν μπορεί να μειώσει για τον λόγο αυτό τη σύνταξη που καταβάλλει στον εν λόγω εργαζόμενο χωρίς να παραβιάσει την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των διακινουμένων εργαζομένων. Το κράτος Α πρέπει να λάβει υπόψη ότι στο κράτος Β αφενός ο σύζυγος του εργαζομένου εξακολουθεί να μην εργάζεται, αφετέρου δε το συνολικό ποσό που εισπράττει το ζεύγος λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας παρέμεινε αμετάβλητο.
54. Στο σημείο αυτό απομένει να εξεταστεί το ζήτημα που θίγει με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο, της κατά το κοινοτικό δίκαιο δικαιολογίας του ενδεχομένου περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.
55. 'Οπως ορθά παρατηρεί η Κυβέρνηση των Κάτω Χωρών (22), οι ενδεχόμενοι δικαιολογητικοί λόγοι μπορούν να ανάγονται εν προκειμένω μόνο στη δημόσια τάξη, στη δημόσια υγεία και στη δημόσια ασφάλεια. Η Κυβέρνηση του Βασιλείου του Βελγίου όμως και η υπηρεσία RVP δεν προέβαλαν κανέναν απ' αυτούς τους τρεις λόγους.
56. Κατά συνέπεια προτείνω στο Δικαστήριο την ακόλουθη απάντηση:
1) Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ', της ίδιας οδηγίας έχει την έννοια ότι δεν αντίκειται στην εθνική διάταξη η οποία προβλέπει συνέπειες για τη χορήγηση συντάξεως λόγω μη εργαζομένου συζύγου που διαφέρουν αναλόγως του αν η παροχή αυτή χορηγείται υπό τη μορφή προσαυξήσεως της συντάξεως του εργαζομένου συζύγου ή υπό τη μορφή συντάξεως που χορηγείται προσωπικώς στον μη εργαζόμενο σύζυγο.
2) Τα άρθρα 3, στοιχείο γ', 48 και 51 της Συνθήκης έχουν την έννοια ότι αντίκεινται σε μια τέτοια διάταξη όταν αυτή δεν δικαιολογείται από λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας, είναι δε ικανή, σε περίπτωση αλλαγής εργασίας που συνεπάγεται μετάβαση του μισθωτού σε άλλο κράτος μέλος, να μειώσει τα χρηματικά ποσά που λαμβάνουν ως σύνταξη ο τελευταίος και ο μη εργαζόμενος σύζυγός του, και επομένως να παρεμποδίσει την άσκηση από τους διακινουμένους εργαζομένους του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας στο εσωτερικό της Κοινότητας.
(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
(1) - Απόφαση της 20ής Απριλίου 1988, 151/87 (Συλλογή 1988, σ. 2009).
(2) - Ι, 1.
(3) - ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160.
(4) - Η συνοπτική μελέτη των ισχυουσών διατάξεων του κοινωνικού τομέα αναδεικνύει τρεις κατηγορίες συστημάτων: τα συστήματα που δεν λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση του μη εργαζομένου συζύγου αλλά μόνο των μισθωτών που έχουν καταβάλει εισφορές, τα συστήματα που προβλέπουν αύξηση της συντάξεως του ενεργού συζύγου που είναι και τα περισσότερα και τέλος τα συστήματα που προβλέπουν τη χορήγηση προσωπικής συντάξεως στον μη εργαζόμενο σύζυγο, στην οποία κατηγορία ανήκει μόνο το σύστημα των Κάτω Χωρών.
(5) - Ι, 2.
(6) - Βλ. 2η και 4η αιτιολογική σκέψη του κανονισμού ΕΟΚ 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς εργαζομένους και στις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73).
(7) - Απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1986, 41/84 (Συλλογή 1986, σ. 1).
(8) - Σκέψη 20.
(9) - Σκέψη 21.
(10) - 'Οπ.π.
(11) - Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1986, 254/84, De Jong (Συλλογή 1986, σ. 671, σκέψη 14).
(12) - 'Οπ. π.
(13) - Απόφαση C-349/87, Συλλογή 1991, σ. Ι-4501.
(14) - Σκέψη 15.
(15) - Σκέψη 16.
(16) - Σκέψη 22.
(17) - Σκέψη 24, υπογράμμιση δική μου.
(18) - Σκέψη 25.
(19) - Σκέψη 27.
(20) - Η αποτροπή από την άσκηση δικαιώματος αναγνωριζομένου από τη Συνθήκη και ειδικότερα από το άρθρο 48 χαρακτηρίζεται στη νομολογία σας ως πιθανό εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (βλ. ιδίως τη σκέψη 18 της αποφάσεως της 7ης Μαρτίου 1991, C-10/90, Masgio, Συλλογή 1991, σ. Ι-1119, τη σκέψη 22 της αποφάσεως Παράσχη, όπ. π., τη σκέψη 12 της αποφάσεως της 22ας Φεβρουαρίου 1990, C-228/88, Bronzino, Συλλογή 1990, σ. Ι-531).
(21) - Παρατηρήσεις της Κυβερνήσεως του Βελγίου, σ. 5 της γαλλικής μεταφράσεως.
(22) - Παράγραφος 20 των παρατηρήσεων.