EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61990CJ0313

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 24ης Μαρτίου 1993.
Comité international de la rayonne et des fibres synthétiques και λοιπών κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κρατικές ενισχύσεις - Υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως.
Υπόθεση C-313/90.

Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-01125

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:111

61990J0313

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 24ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1993. - COMITE INTERNATIONAL DE LA RAYONNE ET DES FIBRES SYNTHETIQUES ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ - ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-313/90.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-01125
Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00083
Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00095


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Διαδικασία * Παρέμβαση * 'Ενσταση απαραδέκτου που δεν προτάθηκε από τον καθού η προσφυγή διάδικο * Απαράδεκτο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, άρθρο 37, εδ. 3 Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 93 PAR 4)

2. Προσφυγή ακυρώσεως * Πράξεις υποκείμενες σε προσφυγή * Πράξεις που παράγουν οριστικά έννομα αποτελέσματα * Απόφαση αρνήσεως υποβολής μιας κρατικής ενισχύσεως στη διαδικασία έρευνας της συμφωνίας των νέων ενισχύσεων προς την κοινή αγορά

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 173)

3. Προσφυγή ακυρώσεως * Φυσικά ή νομικά πρόσωπα * Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά * Απόφαση που έχει ως αποδέκτη ένα κράτος μέλος και αποκλείει μια κρατική ενίσχυση από το πεδίο εφαρμογής της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως * Προσφυγή ενώσεως των κύριων παραγωγών του εν λόγω τομέα διεθνώς, η οποία διαδραμάτισε ενεργό ρόλο έναντι της Επιτροπής σχετικά με τις ενισχύσεις στον εν λόγω τομέα * Παραδεκτό

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 173, εδ. 2)

4. Ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη * Κανόνες που εφαρμόζονται σε συγκεκριμένο τομέα, εκτίθενται από την Επιτροπή σε μια ανακοίνωση ("ρύθμιση") και γίνονται δεκτοί από τα κράτη μέλη * Υποχρεωτικά αποτελέσματα * Σιωπηρή τροποποίηση με ατομική απόφαση * Απαράδεκτο * Δημιουργία προηγουμένου * Απαράδεκτο

Περίληψη


1. Σύμφωνα με το άρθρο 37, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού (ΕΟΚ) του Δικαστηρίου και το άρθρο 93, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς του και το αίτημα της παρεμβάσεως δεν μπορεί να είναι διαφορετικό από την υποστήριξη των αιτημάτων τού ενός των διαδίκων. Δεν νομιμοποιείται επομένως ο παρεμβαίνων να προτείνει ένσταση απαραδέκτου μη περιλαμβανόμενη στα αιτήματα τού καθού η προσφυγή διαδίκου.

2. Εφόσον ισοδυναμεί με άρνηση κινήσεως της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, η απόφαση της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία μια κρατική ενίσχυση δεν υποβάλλεται σε υποχρέωση κοινοποιήσεως, παράγει οριστικά έννομα αποτελέσματα και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 173 της Συνθήκης.

3. Η απόφαση της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία μια κρατική ενίσχυση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, αν και έχει ως αποδέκτη το οικείο κράτος μέλος, αφορά άμεσα και ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, μια ένωση των κύριων παραγωγών του οικείου τομέα διεθνώς, η οποία προέβη σε ορισμένες ενέργειες που αφορούν την πολιτική αναδιαρθρώσεως του τομέα αυτού, ιδίως συζητώντας με την Επιτροπή για την υιοθέτηση των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις ενισχύσεις στον τομέα αυτό, και η οποία, εξάλλου, διενήργησε ενεργά διαπραγματεύσεις με τις υπηρεσίες της Επιτροπής σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση.

4. Οι κανόνες που εφαρμόζονται στις ενισχύσεις που χορηγούν τα κράτη σε συγκεκριμένο τομέα, οι οποίοι εκτίθενται από την Επιτροπή σε μια ανακοίνωση σχετικά με την πολιτική της στο ζήτημα αυτό ("ρύθμιση") και γίνονται δεκτοί από τα κράτη μέλη, έχουν υποχρεωτικά αποτελέσματα. Συνιστούν πράξη γενικής ισχύος που δεν μπορεί να τροποποιηθεί σιωπηρώς με ατομική απόφαση, της οποίας δεν μπορεί να γίνει μεταγενέστερα επίκληση, δυνάμει των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, για να δικαιολογηθεί νέα προσβολή των κανόνων αυτών.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-313/90,

Comite international de la rayonne et des fibres synthetiques (CIRFS), ένωση του γαλλικού δικαίου, με έδρα το Παρίσι, και λοιποί, εκπροσωπούμενοι από τους Michel Waelbroeck και Alexandre Vandencasteele, δικηγόρους Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το γραφείο του δικηγόρου E. Arendt, 8-10, rue Mathias Hardt,

προσφεύγοντες,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τους Τ. Cusack, νομικό σύμβουλο, και M. Nolin, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον R. Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την Edwige Belliard, υποδιευθυντή των νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Geraud de Bergues, κύριο βοηθό γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την έδρα της Γαλλικής Πρεσβείας, 9, boulevard du Prince Henri,

και τις

Allied Signal Inc., εταιρία του αμερικανικού δικαίου, με έδρα το Morristown, New Jersey (Ηνωμένες Πολιτείες),

Allied Signal Fibres Europe SA, ανώνυμη εταιρία του γαλλικού δικαίου, με έδρα το Παρίσι,

εκπροσωπούμενες από τους Jacques Ferry και Alain Piquemal, δικηγόρους Παρισιού, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το γραφείο του δικηγόρου Gaston Vogel, 9, rue Pierre d' Aspelt,

παρεμβαίνουσες,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 1ης Αυγούστου 1990, με την οποία η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως της ενισχύσεως που χορηγήθηκε στην εταιρία Allied Signal από τη Γαλλική Κυβέρνηση για τη δημιουργία μονάδας νημάτων από πολυεστέρα υψηλής αντοχής στην περιοχή του Longwy και με την οποία έκρινε ικανοποιητικό το περιεχόμενο και την ένταση της ενισχύσεως αυτής, και, στο μέτρο που είναι απαραίτητο, την ακύρωση της επιστολής του Sir Leon Brittan, αντιπροέδρου της Επιτροπής, της 4ης Οκτωβρίου 1990, που επιβεβαιώνει τη θέση αυτή,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, πρόεδρο τμήματος, M. Zuleeg, R. Joliet, J. C. Moitinho de Almeida και D. A. O. Edward, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. O. Lenz

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιουλίου 1992,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με προσφυγή που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 12 Οκτωβρίου 1990, η Comite international de la rayonne et des fibres synthetiques (στο εξής: CIRFS), ένωση του γαλλικού δικαίου, η AKZO NV (στο εξής: ΑΚΖΟ), εταιρία του ολλανδικού δικαίου, η Hoechst Aktiengesellschaft (στο εξής: Hoechst), εταιρία του γερμανικού δικαίου, η Imperial Chemical Industries plc (στο εξής: ICI), εταιρία του αγγλικού δικαίου, και η SNIA Fibre SpA (στο εξής: SNIA Fibre), εταιρία του ιταλικού δικαίου, ζήτησαν, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής, της 1ης Αυγούστου 1990, και, στο μέτρο που είναι απαραίτητο, της επιστολής του Sir Leon Brittan, αντιπροέδρου της Επιτροπής, της 4ης Οκτωβρίου 1990. Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν υπήρχε υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως της ενισχύσεως που χορηγήθηκε στην εταιρία Allied Signal από τη Γαλλική Κυβέρνηση για τη δημιουργία μονάδας νημάτων από πολυεστέρα υψηλής αντοχής στην περιοχή του Longwy και ότι το περιεχόμενο και η ένταση της ενισχύσεως αυτής ήταν ικανοποιητικά. Με την εν λόγω επιστολή, ο Sir Leon Brittan επιβεβαίωσε την ανάλυση αυτή.

Το κανονιστικό πλαίσιο και το ιστορικό της διαφοράς

2 Η Επιτροπή, με την απόφασή της 85/18/ΕΟΚ, της 10ης Οκτωβρίου 1984, σχετικά με την οριοθέτηση των ζωνών στη Γαλλία στις οποίες μπορεί να εφαρμόζεται το καθεστώς πριμοδοτήσεως χωροταξίας (prime d' amenagement du territoire) (ΕΕ 1985, L 11, σ. 28), επέτρεψε, ως συμβιβαζόμενη με την κοινή αγορά, τη χορήγηση πριμοδοτήσεων χωροταξίας σε ορισμένες ζώνες της μητροπολιτικής Γαλλίας, μεταξύ των οποίων η περιοχή του Longwy στη Meurthe-et-Moselle. Εντούτοις, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, η απόφαση αυτή δεν θίγει την τήρηση των υφισταμένων ή μελλοντικών ειδικών κανόνων που αφορούν συγκεκριμένους τομείς.

3 Στις 19 Ιουλίου 1977, η Επιτροπή απηύθυνε στα κράτη μέλη επιστολή με τον τίτλο "ενισχύσεις στον τομέα των συνθετικών ινών". Στην επιστολή αυτή αναφερόταν συγκεκριμένα ότι "η βιομηχανία των συνθετικών ινών χαρακτηρίζεται στην ΕΟΚ από ικανότητες παραγωγής που υπερβαίνουν κατά πολύ τις δυνατότητες διαθέσεως", ότι "η Επιτροπή (...) θεωρεί ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να αποφύγουν στο εξής, και για μια περίοδο δύο ετών (...), να λάβουν νέες αποφάσεις για τη χορήγηση ενισχύσεων που θα είχαν ως αποτέλεσμα να οδηγήσουν σε αύξηση των υφισταμένων ικανοτήτων παραγωγής (...). 'Οσον αφορά τις περιφερειακές ενισχύσεις, η αποχή πρέπει να ισχύσει ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες (...) οι περιφερειακές ενισχύσεις χορηγούνται αυτόματα χωρίς να απαιτείται προηγούμενη κοινοποίηση". Η επιστολή διευκρίνιζε επίσης ότι θα έπρεπε προηγουμένως να υποβάλλονται στην Επιτροπή όλες οι ενισχύσεις που προτίθενται να χορηγήσουν τα κράτη μέλη, είτε έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των παραγωγικών ικανοτήτων είτε όχι. Είναι βέβαιον ότι τα κράτη μέλη εξέφρασαν τη συμφωνία τους σχετικά με την "ρύθμιση" που περιείχε η επιστολή αυτή.

4 Η Επιτροπή, αφού έλαβε τις απαντήσεις των κρατών μελών, τους απηύθυνε, το 1978, ένα υπόμνημα που περιείχε ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με την ερμηνεία της εν λόγω ρυθμίσεως, ιδίως όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της, το οποίο "εκτεινόταν στις ίνες από ακρυλικό, πολυεστέρα και πολυαμίδιο που προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν τόσο στην κλωστοϋφαντουργία όσο και στη βιομηχανία". Είναι βέβαιο ότι την εποχή εκείνη τα κράτη μέλη αποδέκτες του υπομνήματος δεν αμφισβήτησαν τον ορισμό αυτό του πεδίου εφαρμογής της ρυθμίσεως.

5 Η ρύθμιση που καθιερώθηκε με τον τρόπο αυτό παρατεινόταν κάθε δύο έτη και το πεδίο εφαρμογής της επεκτάθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής η ρύθμιση ίσχυε με το περιεχόμενο που αναφέρεται στην ανακοίνωση της 8ης Ιουλίου 1989 (ΕΕ C 173, σ. 5). Η ανακοίνωση αυτή, με τον τίτλο "ενισχύσεις στις βιομηχανίες συνθετικών ινών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας", προέβλεπε συγκεκριμένα ότι η Επιτροπή "θα συνεχίσει να διατυπώνει μία εκ των προτέρων μη ευνοϊκή γνώμη όσον αφορά τις σχεδιαζόμενες από τα κράτη μέλη ενισχύσεις (...) οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της καθαρής ικανότητας παραγωγής των εταιριών στον τομέα των συνθετικών ινών (ίνες και νήματα από ακρυλικό, πολυεστέρα, πολυπροπυλένιο και πολυαμίδιο καθώς και την ύφανση των νημάτων αυτών, ανεξάρτητα από τη φύση ή τον τύπο του προϊόντος ή την τελική χρήση του)".

6 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το 1989 η CIRFS πληροφορήθηκε ότι η Allied Signal Inc., εταιρία του αμερικανικού δικαίου, και η Allied Signal Fibres Europe SA, εταιρία του γαλλικού δικαίου, θυγατρική της προηγουμένης (στο εξής: Allied Signal), είχαν έρθει σε επαφή με την Ισπανική, Αυστριακή και Γαλλική Κυβέρνηση για να εξεταστεί η δυνατότητα να λάβουν επιχορήγηση για τη δημιουργία μονάδας νημάτων από πολυεστέρα βιομηχανικής εφαρμογής. Η CIRFS γνωστοποίησε την πληροφορία αυτή στην Επιτροπή και της ζήτησε να παρέμβει στις οικείες κυβερνήσεις. 'Ηρθε επίσης σε άμεση επαφή με τις κυβερνήσεις αυτές και τους εκπροσώπους της Allied Signal, πληροφορώντας τους ότι κατά την άποψή της κάθε ενίσχυση στον τομέα αυτό θα ήταν ασυμβίβαστη προς την ισχύουσα ρύθμιση.

7 Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Allied Signal, αφενός, και της Ισπανικής και Αυστριακής Κυβερνήσεως, αφετέρου, δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα και, συνεπώς, καμία ενίσχυση δεν χορηγήθηκε από τις κυβερνήσεις αυτές.

8 Στις 20 Ιουνίου 1990, η CIRFS ζήτησε από την Επιτροπή να παρέμβει στις γαλλικές αρχές, ώστε αυτές να μη δώσουν επιχορήγηση στην Allied Signal. Στις 29 Ιουνίου 1990, η ΑΚΖΟ, έχοντας πληροφορηθεί ότι η Γαλλική Κυβέρνηση είχε αποφασίσει να χορηγήσει στην Allied Signal πριμοδότηση χωροταξίας για τη δημιουργία, στην περιοχή του Longwy, εργοστασίου νημάτων από πολυεστέρα για βιομηχανική χρήση, δηλαδή για τον εφοδιασμό των Ευρωπαίων κατασκευαστών ελαστικών, έγραψε στον Sir Leon Brittan, αντιπρόεδρο της Επιτροπής επιφορτισμένο με τις υποθέσεις ανταγωνισμού, για να του γνωστοποιήσει την ανησυχία της σχετικά με τη χορήγηση της ενισχύσεως αυτής και να του ζητήσει να διατυπώσει ενδεχόμενα σχόλια.

9 Την 1η Αυγούστου 1990, η Επιτροπή απηύθυνε στη CIRFS επιστολή, στην οποία ανέφερε ότι η εν λόγω ενίσχυση αποτελούσε εφαρμογή του περιφερειακού σχεδίου πριμοδοτήσεων χωροταξίας, ότι η απόφαση για τη χορήγηση ανακοινώθηκε στην επιχείρηση "πριν την τελευταία επέκταση της ρυθμίσεως στον τομέα των συνθετικών ινών" και ότι, κατά συνέπεια, δεν υφίστατο υποχρέωση προηγούμενης κοινοποιήσεως.

10 Με επιστολή που απηύθυνε στις 4 Οκτωβρίου 1990 στην ΑΚΖΟ, ο Sir Leon Brittan επιβεβαίωσε τη θέση αυτή, επισημαίνοντας ιδίως ότι η ισχύουσα στον τομέα αυτό ρύθμιση ήταν διατυπωμένη με αρκετά γενικούς όρους, η Επιτροπή την είχε όμως, πριν τον Ιούλιο 1989, ερμηνεύσει στενότερα, δεχόμενη ότι η ρύθμιση εφαρμόζεται μόνο στις ίνες που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στην κλωστοϋφαντουργία.

11 Κατόπιν αυτού, οι προσφεύγουσες άσκησαν την παρούσα προσφυγή.

12 Με διατάξεις της 20ής Μαρτίου 1991, το Δικαστήριο δέχθηκε να παρέμβουν η Γαλλική Δημοκρατία, η Allied Signal και η Allied Signal Fibers Europe προς υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

13 Με επιστολή της 7ης Ιανουαρίου 1993, η εταιρία ΑΚΖΟ πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι παραιτούνταν, σύμφωνα με το άρθρο 78 του Κανονισμού Διαδικασίας, από την προσφυγή που είχε ασκήσει. Με διάταξη της 18ης Φεβρουαρίου 1993, ο Πρόεδρος του πέμπτου τμήματος διέγραψε την υπόθεση C-313/90 από το πρωτόκολλο του Δικαστηρίου, στο μέτρο που η υπόθεση αφορά την προσφυγή που άσκησε η ΑΚΖΟ.

14 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι λόγοι ακυρώσεως και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Το αντικείμενο της προσφυγής

15 Πρέπει, προκαταρκτικώς, να καθοριστεί το αντικείμενο της προσφυγής.

16 Με τα αιτήματά τους οι προσφεύγουσες ζήτησαν την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 1ης Αυγούστου 1990 και της επιστολής του Sir Leon Brittan της 4ης Οκτωβρίου 1990. Υποστηρίζουν ότι, αντίθετα από την ανάλυση της Επιτροπής, η επίδικη ενίσχυση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως και έπρεπε επομένως, σύμφωνα με τους όρους αυτής, να αποτελέσει αντικείμενο προηγουμένης κοινοποιήσεως δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

17 Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι σκοπός της υποχρεώσεως προηγουμένης κοινοποιήσεως είναι να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να αποφασίσει αν πρέπει να κινηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Υπό τις συνθήκες αυτές, η απόφαση της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία δεν υφίστατο υποχρέωση προηγουμένης κοινοποιήσεως της επίδικης ενισχύσεως, ισοδυναμεί με άρνηση κινήσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 2, με την αιτιολογία ότι επρόκειτο για υφιστάμενη ενίσχυση, για την οποία είχε ήδη χορηγηθεί προηγούμενη έγκριση με την προαναφερθείσα απόφαση 85/18.

18 Από τις διευκρινίσεις αυτές προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στην ακύρωση της αρνήσεως της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, όπως η άρνηση αυτή εκφράστηκε με τις δύο προαναφερθείσες ανακοινώσεις.

Επί του παραδεκτού

19 Οι παρεμβαίνουσες πρότειναν ένσταση απαραδέκτου, υποστηρίζοντας κυρίως ότι οι προσφεύγουσες δεν νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης. Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη νομιμοποίηση των παρεμβαινουσών για την προβολή της ενστάσεως αυτής.

20 Υπενθυμίζεται σχετικώς ότι, με τα αιτήματά της, η Επιτροπή περιορίστηκε να ζητήσει την απόρριψη της προσφυγής ως αβάσιμης και δεν αμφισβήτησε τη νομιμοποίηση των προσφευγουσών. Αντίθετα, υποστήριξε ότι, αν δεν γίνει δεκτό ότι οι ανταγωνιστές μιας επιχειρήσεως, που έλαβε ενίσχυση, νομιμοποιούνται να προσβάλουν την απόφαση της Επιτροπής, με την οποία αυτή αρνείται να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, θα δημιουργούσε σημαντικό κενό στο σύστημα έννομης προστασίας που προβλέπει το άρθρο 164 της Συνθήκης.

21 'Οσον αφορά τη νομιμοποίηση των παρεμβαινουσών να προτείνουν ένσταση απαραδέκτου, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 37, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού (ΕΟΚ) του Δικαστηρίου, το αίτημα της παρεμβάσεως δεν μπορεί να έχει άλλο αντικείμενο από την υποστήριξη των αιτημάτων του ενός των διαδίκων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 93, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρεμβάσεώς του.

22 Κατά συνέπεια, οι παρεμβαίνουσες δεν νομιμοποιούνταν να προτείνουν ένσταση απαραδέκτου και το Δικαστήριο δεν υποχρεούται, επομένως, να εξετάσει τα επιχειρήματα που προέβαλαν.

23 Εντούτοις, δεδομένου ότι πρόκειται για απαράδεκτο δημοσίας τάξεως, πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό της προσφυγής αυτεπάγγελτα, δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ., ιδίως, την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1990, C-305/86 και C-160/87, Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή 1990, σ. Ι-2945).

24 Υπενθυμίζεται σχετικώς, πρώτον, ότι μια πράξη μπορεί να προσβληθεί δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης μόνον αν παράγει έννομα αποτελέσματα (βλ. την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, καλούμενη "AETR", Συλλογή τόμος 1971, σ. 729).

25 Καταρχάς, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η ενίσχυση δεν υπαγόταν στη διαδικασία προηγουμένης κοινοποιήσεως του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, θεώρησε, αφενός, ότι η εν λόγω ενίσχυση δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως και, αφετέρου, ότι ως πριμοδότηση χωροταξίας καλυπτόμενη από την προαναφερθείσα απόφαση 85/18 αποτελούσε υφιστάμενη ενίσχυση.

26 Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί απλό προπαρασκευαστικό μέτρο, οπότε η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως που θέτει τέρμα στη διαδικασία θα εξασφάλιζε επαρκή προστασία κατά του ενδεχόμενου παράνομου χαρακτήρα της αποφάσεως. Πράγματι, η απόφαση με την οποία η Επιτροπή αρνείται να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης έχει οριστικό χαρακτήρα και δεν είναι, επομένως, δυνατό να χαρακτηριστεί ως απλό προπαρασκευαστικό μέτρο.

27 Κατά συνέπεια, η επίδικη απόφαση παράγει οριστικά έννομα αποτελέσματα και, επομένως, μπορεί να προσβληθεί δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης.

28 Πρέπει, δεύτερον, δεδομένου ότι αποδέκτης της αποφάσεως αυτής είναι η Γαλλική Δημοκρατία και όχι οι προσφεύγουσες, να εξεταστεί αν η απόφαση αυτή αφορά άμεσα και ατομικά τις προσφεύγουσες, κατά την έννοια του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης.

29 Είναι βέβαιον ότι η CIRFS, ένωση των κύριων παραγωγών συνθετικών ινών διεθνώς, προέβη, προς το συμφέρον των παραγωγών αυτών, σε ορισμένες ενέργειες που αφορούν την πολιτική αναδιαρθρώσεως του τομέα αυτού. Συγκεκριμένα, συζήτησε με την Επιτροπή σχετικά με την καθιέρωση της ρυθμίσεως, καθώς και σχετικά με την παράταση και την προσαρμογή της. Εξάλλου, κατά τη διαδικασία που προηγήθηκε της παρούσας διαφοράς, η CIRFS διενήργησε ενεργά διαπραγματεύσεις με την Επιτροπή, ιδίως υποβάλλοντάς της γραπτές παρατηρήσεις και διατηρώντας στενή επαφή με τις αρμόδιες υπηρεσίες.

30 Η προσβαλλόμενη απόφαση θίγει επομένως τη CIRFS ως διαπραγματευτή της ρυθμίσεως. Κατά συνέπεια, η προσφυγή είναι παραδεκτή όσον αφορά τη CIRFS (βλ. την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 67/85, 68/85 και 70/85, Van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 219).

31 Δεδομένου ότι πρόκειται για μία και μόνη προσφυγή, δεν χρειάζεται να εξεταστεί η νομιμοποίηση των άλλων προσφευγουσών.

Επί της ουσίας

32 Η Γαλλική Κυβέρνηση και η Allied Signal, για να αποδείξουν ότι η προσφυγή είναι εντελώς αβάσιμη, υποστηρίζουν ότι μια τρίτη επιχείρηση δεν δικαιούται να αμφισβητήσει την ερμηνεία που δέχονται η Επιτροπή και τα κράτη μέλη ως προς τους όρους της ρυθμίσεως. Πράγματι, οι παρεμβαίνουσες υπενθύμισαν ότι οι κύριοι αποδέκτες ρυθμίσεως που αφορά τις ενισχύσεις είναι τα κράτη μέλη και ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. την απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 310/85, Deufil κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 901), μια τέτοια ρύθμιση περιέχει απλούς ενδεικτικούς κανόνες που καθορίζουν την πρακτική που προτίθεται να ακολουθήσει η Επιτροπή, αφού τα κράτη μέλη βεβαιώσουν τη συμφωνία τους σχετικά με τους όρους και το περιεχόμενο των ανακοινώσεών της.

33 Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

34 Πράγματι, πρώτον, η παρούσα υπόθεση πρέπει να διακρίνεται από αυτή που οδήγησε στην προαναφερθείσα απόφαση Deufil κατά Επιτροπής. Η υπόθεση αυτή αφορούσε κυρίως το αν η τότε επίδικη ρύθμιση μπορούσε να περιέχει απόκλιση από τους κανόνες της Συνθήκης, ενώ το ζήτημα που τίθεται στην παρούσα υπόθεση είναι το αν μια ρύθμιση μπορεί να είναι δεσμευτική. Η συλλογιστική που ακολουθήθηκε στην απόφαση Deufil κατά Επιτροπής δεν μπορεί, επομένως, να μεταφερθεί στην παρούσα υπόθεση.

35 Δεύτερον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι εν προκειμένω οι κανόνες που περιέχονται στη ρύθμιση και τους οποίους δέχθηκαν τα ίδια τα κράτη μέλη έχουν ως αποτέλεσμα, ιδίως, να αίρουν από ορισμένες ενισχύσεις, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως, την έγκριση που χορηγήθηκε προηγουμένως και, κατά συνέπεια, να τις χαρακτηρίζουν ως νέες ενισχύσεις και να τις υποβάλλουν στην υποχρέωση προηγουμένης κοινοποιήσεως.

36 Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η ρύθμιση είναι αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής δεν μπορεί να μεταβάλει ούτε την αντικειμενική έννοια των όρων της ούτε τον δεσμευτικό της χαρακτήρα.

37 Πρέπει συνεπώς να εξεταστούν οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλουν οι προσφεύγουσες.

38 Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ρύθμιση εφαρμοζόταν στις ίνες βιομηχανικής χρήσεως κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έλαβε την απόφασή της, δηλαδή τον Ιούνιο 1989. Υποστηρίζουν ότι η ρύθμιση εφαρμοζόταν ήδη από το 1977 στον τομέα των συνθετικών ινών που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν τόσο στη βιομηχανία όσο και στην κλωστοϋφαντουργία. Τον ισχυρισμό τους αυτό στηρίζουν, ιδίως, στο κείμενο της ρυθμίσεως της 19ης Ιουλίου 1977, που δεν κάνει διάκριση αναλόγως του προορισμού των ινών, και στο υπόμνημα του 1978, με το οποίο η Επιτροπή διευκρίνισε ότι το πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως επεκτείνεται στις ίνες από ακρυλικό, πολυεστέρα και πολυαμίδιο που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν τόσο στην κλωστοϋφαντουργία όσο και στη βιομηχανία.

39 Η Επιτροπή, στο υπόμνημα αντικρούσεώς της και κατά την προφορική διαδικασία, υποστήριξε ότι η ρύθμιση θεσπίστηκε για να αποφευχθούν οι αυξήσεις της παραγωγής σε τομείς στους οποίους υπήρχε ήδη υπερπαραγωγή και πλεόνασμα παραγωγικού δυναμικού. Μόνον όμως ο τομέας των συνθετικών ινών για χρήση στην κλωστοϋφαντουργία παρουσίαζε πλεόνασμα παραγωγικού δυναμικού. Εντούτοις, η Επιτροπή αναγνώρισε επίσης ότι, αρχικά, είχε διευκρινίσει ότι το πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως επεκτεινόταν στις ίνες από ακρυλικό, πολυεστέρα και πολυαμίδιο που προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν τόσο στην κλωστοϋφαντουργία όσο και στη βιομηχανία. Εξάλλου, στο ακροατήριο, η Επιτροπή παραδέχθηκε, υπό το πρίσμα του κειμένου του προαναφερθέντος υπομνήματος του 1978, ότι την εποχή εκείνη η ρύθμιση κάλυπτε όλους τους τύπους ινών.

40 Κατά συνέπεια το 1977, όταν η ρύθμιση τέθηκε σε ισχύ, το πεδίο εφαρμογής της κάλυπτε όλους τους τύπους συνθετικών ινών, συμπεριλαμβανομένων των ινών που προορίζονταν για βιομηχανική χρήση.

41 Απομένει να εξεταστεί αν το πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως μετεβλήθη στη συνέχεια, έτσι ώστε να έχουν αποκλειστεί, κατά την εποχή των πραγματικών περιστατικών της παρούσας υποθέσεως, από το πεδίο εφαρμογής της οι ίνες βιομηχανικής χρήσεως.

42 Η Επιτροπή υποστηρίζει σχετικά ότι η ρύθμιση τροποποιήθηκε με απόφασή της του Ιουνίου 1988, με την οποία επέτρεψε τη χορήγηση ενισχύσεως σε ένα Γερμανό παραγωγό συνθετικών ινών, συγκεκριμένα στην εταιρία Faserwerk Bottrop, ενόψει της δημιουργίας νέας μονάδας παραγωγής ασυνεχών ινών από πολύ λεπτά νήματα και μη υφασμένα νήματα από πολυπροπυλένιο και πολυαιθυλένιο, και υποστήριξε ότι η απόφαση αυτή βασίστηκε στη διαπίστωση ότι αυτή η μονάδα παραγωγής δεν μπορούσε να εφοδιάσει τον παραδοσιακό τομέα της κλωστοϋφαντουργίας και της κατασκευής ενδυμάτων, ο οποίος, κατά την άποψη της Επιτροπής, ήταν ο μόνος τομέας τον οποίο αφορούσε η ρύθμιση. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η απόφαση αυτή αποτέλεσε σιωπηρή τροποποίηση της ρυθμίσεως, την οποία αναγκάστηκε να λάβει υπόψη στη συνέχεια για να μην παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η CIRFS έλαβε γνώση αυτής της σιωπηρής τροποποιήσεως όπως προκύπτει ιδίως από το γεγονός ότι ζήτησε, κατά την ανανέωση της ρυθμίσεως το 1989, να επεκταθεί αυτή στα νήματα υψηλής αντοχής, δηλαδή βιομηχανικής εφαρμογής.

43 Τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν.

44 Πρέπει σχετικά να παρατηρηθεί ότι μια πράξη γενικής ισχύος δεν μπορεί να τροποποιηθεί σιωπηρώς με ατομική απόφαση.

45 Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση ούτε της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ούτε της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για να δικαιολογηθεί η επανάληψη της εσφαλμένης ερμηνείας μιας πράξεως.

46 Τέλος, η αντίδραση της CIRFS, που ζήτησε να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως στα νήματα υψηλής αντοχής, δεν μπορεί να επηρεάσει την αντικειμενική ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στην πράξη αυτή.

47 Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως δεν τροποποιήθηκε με την απόφαση Bottrop ούτε με την αντίδραση της CIRFS στην απόφαση αυτή.

48 Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστήριξε επίσης ότι το πεδίο εφαρμογής της ρυθμίσεως τροποποιήθηκε μεταξύ της ημερομηνίας θεσπίσεώς της και της ημερομηνίας χορηγήσεως της επιδίκου ενισχύσεως. Επισημαίνει πράγματι ότι η Επιτροπή, με την επιστολή της της 7ης Ιουλίου 1987 για την ανανέωση της ρυθμίσεως από το 1987 έως το 1989, παρατήρησε ότι "η κοινοτική ζήτηση συνθετικών ινών και νημάτων για χρήση στην κλωστοϋφαντουργία στην καλύτερη περίπτωση θα μείνει στάσιμη στο εγγύς μέλλον (...)". Από αυτό συνάγει το συμπέρασμα ότι δικαιολογημένα θεωρούσε ότι η επίδικη ενίσχυση δεν εμπίπτει στη ρύθμιση μέχρι τη θέση σε ισχύ των κανόνων που καθορίζονται με την επιστολή της 6ης Ιουνίου 1989, οι οποίοι αναμφίβολα περιλαμβάνουν τις ίνες βιομηχανικής εφαρμογής.

49 Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

50 Πράγματι, δεδομένου ότι η ρύθμιση είχε εφαρμοστεί από το 1977 στον τομέα των συνθετικών ινών που προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν τόσο στην κλωστοϋφαντουργία όσο και στη βιομηχανία, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το πεδίο εφαρμογής της μπορούσε να περιοριστεί με μία παρατήρηση, περιεχόμενη σε επιστολή, που αφορά την οικονομική κατάσταση του τομέα.

51 Κατά συνέπεια, η ρύθμιση εφαρμόζεται και εφαρμοζόταν πάντοτε στον τομέα των συνθετικών ινών που προορίζονται για βιομηχανική χρήση. Υφίστατο επομένως υποχρέωση προηγουμένης κοινοποιήσεως της επιδίκου ενισχύσεως, και μάλιστα χωρίς να χρειάζεται να καθοριστεί η ακριβής ημερομηνία χορηγήσεως της εν λόγω ενισχύσεως.

52 Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης κατά της ενισχύσεως που χορήγησε η Γαλλική Δημοκρατία στην Allied Signal, για τη δημιουργία, στην περιοχή του Longwy, εργοστασίου ινών από πολυεστέρα, η οποία κοινοποιήθηκε στη CIRFS με έγγραφο της Επιτροπής της 1ης Αυγούστου 1990.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

53 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, εξαιρουμένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία φέρουν οι προσφεύγοντες διάδικοι.

54 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 4, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, η Γαλλική Δημοκρατία, αφενός, και οι Allied Signal και Allied Fibers Europe, αφετέρου, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Ακυρώνει την απόφαση με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ κατά της ενισχύσεως που χορήγησε η Γαλλική Δημοκρατία στην εταιρία Allied Signal και η οποία κοινοποιήθηκε στη CIRFS με έγγραφο της 1ης Αυγούστου 1990.

2) Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, εξαιρουμένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία φέρουν οι προσφεύγοντες διάδικοι. Οι παρεμβαίνοντες διάδικοι φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Top