Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61990CJ0311

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 19ης Μαρτίου 1992.
Josef Hierl κατά Hauptzollamt Regensburg.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht München - Γερμανία.
Πρόσθετη εισφορά επί του γάλακτος.
Υπόθεση C-311/90.

Συλλογή της Νομολογίας 1992 I-02061

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1992:138

61990J0311

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 19ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 1992. - JOSEF HIERL ΚΑΤΑ HAUPTZOLLAMT REGENSBURG. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: FINANZGERICHT MUENCHEN - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΕΙΣΦΟΡΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-311/90.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-02061


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Γεωργία - Κοινή γεωργική πολιτική - Στόχοι - Συμβιβασμός - Εξουσία εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων - Σταθεροποίηση της αγοράς των γαλακτοκομικών προϊόντων - Προσωρινή αναστολή ενός μέρους των ποσοτήτων γάλακτος για τις οποίες δεν καταβάλλεται πρόσθετη εισφορά

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 39 PAR 1, στοιχ. β και γ, 40 και 43 κανονισμός 775/87 του Συμβουλίου, άρθρο 1 PAR 1, εδ. 1 έως 3)

2. Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Διακρίσεις μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών - Προσωρινή αναστολή ενός μέρους των ποσοτήτων γάλακτος για τις οποίες δεν καταβάλλεται πρόσθετη εισφορά - Μέτρο στηριζόμενο σε αντικειμενικά κριτήρια που εξυπηρετούν τις ανάγκες της λειτουργίας της κοινής οργανώσεως - Ενδεχομένως διαφορετικές επιπτώσεις ανάλογα με τους παραγωγούς - Μη ύπαρξη διακρίσεων

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 40 PAR 3, εδ. 2 κανονισμός 775/87 του Συμβουλίου, άρθρο 1 PAR 1, εδ. 1 έως 3)

Περίληψη


1. Τα κοινοτικά όργανα πρέπει, κατά την επιδίωξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής, να προβαίνουν πάντοτε στον συμβιβασμό που μπορεί να είναι αναγκαίος λόγω των ενδεχομένων αντιφάσεων μεταξύ των κατ' ιδίαν αυτών στόχων και, εφόσον είναι αναγκαίο, να δίνουν σε κάποιον απ' αυτούς προσωρινά την προτεραιότητα που επιβάλλεται από τις πραγματικές ή οικονομικές περιστάσεις ενόψει των οποίων εκδίδουν τις αποφάσεις τους.

Επομένως, ο κοινοτικός νομοθέτης, ο οποίος διαθέτει στον τομέα αυτό ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η οποία είναι ανάλογη προς τις πολιτικές ευθύνες που του επιβάλλουν τα άρθρα 40 και 43 της Συνθήκης, δεν ενήργησε καθ' υπέρβαση των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, όταν αποφάσισε, με το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 775/87, την προσωρινή αναστολή ενός μέρους των ποσοτήτων γάλακτος για τις οποίες δεν καταβάλλεται η πρόσθετη εισφορά και έτσι έδωσε προσωρινά, λόγω του ότι η κατάσταση στην αγορά χαρακτηριζόταν επί μακρό χρονικό διάστημα από σημαντικά διαρθρωτικά πλεονάσματα, προτεραιότητα στη σταθεροποίηση της αγοράς, σταθεροποίηση που αποτελεί έναν από τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 39, παράγραφος 1, στοιχείο γ, της Συνθήκης, χωρίς παράλληλα να επιδιώξει, επί ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, την αύξηση του ατομικού εισοδήματος των ενδιαφερομένων αγροτών, αύξηση που αποτελεί στόχο αναφερόμενο στο στοιχείο β της ανωτέρω παραγράφου. Η ορθότητα της επιλογής του νομοθέτη αποδεικνύεται επιπλέον από το ότι η αναστολή συνοδεύεται από την καταβολή αποζημιώσεως, ανάλογης προς την αναστελλόμενη ποσότητα, σκοπός της οποίας είναι να αντισταθμιστεί κατ' αποκοπήν η μείωση του εισοδήματος την οποία προκαλεί ενδεχομένως η αναστολή, και από το ότι οι μικροί παραγωγοί, ακόμη και αν υποτεθεί ότι πλήττονται βαρύτερα, τυγχάνουν προτιμησιακής μεταχειρίσεως δυνάμει άλλων διατάξεων του συστήματος της πρόσθετης εισφοράς.

2. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσωρινή αναστολή, την οποία προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 775/87, ενός μέρους των ποσοτήτων γάλακτος για τις οποίες δεν καταβάλλεται η πρόσθετη εισφορά, αναστολή που εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους παραγωγούς, πλήττει βαρύτερα τους μικρούς παραγωγούς απ' ό,τι τους μεγάλους, το μέτρο αυτό δεν συνιστά δυσμενή διάκριση, αφού στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια που εξυπηρετούν τις ανάγκες της όλης λειτουργίας της κοινής οργανώσεως των αγορών, δεδομένου ότι οι αναστελλόμενες ποσότητες αποτελούν ορισμένο ποσοστό των ποσοτήτων αναφοράς, οι δε ποσότητες αναφοράς αυτές καθορίζονται κατά τρόπο ώστε το άθροισμά τους να μην υπερβαίνει τη συνολική εγγυημένη ποσότητα κάθε κράτους μέλους.

PL/S

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-311/90,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht Muenchen προς το Δικαστήριο κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Josef Hierl

και

Hauptzollamt Regensburg,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 775/87 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1987, για την προσωρινή αναστολή μέρους των ποσοτήτων αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 5γ, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 78, σ. 5),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Grevisse, πρόεδρο τμήματος, J. C. Moitinho de Almeida και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: J. A. Pompe, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Joergen Molde, νομικό σύμβουλο του Υπουργείου Εξωτερικών,

- η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Κωνσταντίνο Σταυρόπουλο, δικηγόρο και νομικό συνεργάτη του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Μελέτη Τσοτσάνη, νομικό του Υπουργείου Γεωργίας,

- το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον καθηγητή Bernhard Schloh, σύμβουλο στη Νομική Υπηρεσία του Συμβουλίου,

- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Dierk Boos,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις που ανέπτυξαν κατά τη συνεδρίαση της 29ης Νοεμβρίου 1991 η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Δημήτριο Ράπτη, το Συμβούλιο και η Επιτροπή,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Ιανουαρίου 1992,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με Διάταξη της 17ης Ιουλίου 1990, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Οκτωβρίου 1990, το Finanzgericht Muenchen υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο ερωτήματα ως προς το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 775/87 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1987, για την προσωρινή αναστολή μέρους των ποσοτήτων αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 5γ, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 78, σ. 5).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ του Josef Hierl, ο οποίος εκμεταλλεύεται αγρόκτημα 10,8 περίπου εκταρίων καλλιεργήσιμης γης, και του Hauptzollamt (Κεντρικού Τελωνείου) του Regensburg. Ο Hierl διέθετε αρχικά ποσότητα αναφοράς 17 000 χιλιογράμμων (kg) γάλακτος, η οποία του είχε παραχωρηθεί στο πλαίσιο του συστήματος της πρόσθετης εισφοράς επί του γάλακτος. Η ποσότητα αυτή μειώθηκε την 1η Απριλίου 1987 κατά 510 kg, κατ' εφαρμογή του άρθρου 5γ, παράγραφος 3, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 804/68, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1335/86 του Συμβουλίου, της 6ης Μαΐου 1986 (ΕΕ L 119, σ. 19). Ταυτόχρονα αναστάληκε προσωρινά, από την ίδια ημερομηνία, ποσότητα 935 kg, δηλαδή ποσοστό 5,5 % της αρχικής ποσοστώσεως, κατ' εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 775/87.

3 Η τελευταία αυτή διάταξη, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προδικαστικής υποθέσεως, έχει ως εξής:

"Από την τέταρτη δωδεκάμηνη περίοδο εφαρμογής του καθεστώτος της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 αναστέλλεται μία ενιαία αναλογία κάθε ποσότητας αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

Η αναλογία αυτή καθορίζεται κατά τρόπο ώστε η συνολική ποσότητα που αναστέλλεται να είναι 4 %, για την τέταρτη περίοδο, και 5,5 %, για την πέμπτη περίοδο, της συνολικής εγγυημένης ποσότητας κάθε κράτους μέλους, που καθορίζεται στο άρθρο 5γ, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 για την τρίτη δωδεκάμηνη περίοδο.

Ωστόσο, επιτρέπεται στα κράτη να αναστείλουν ήδη από την τέταρτη περίοδο τις ποσότητες που προβλέπονται για την πέμπτη περίοδο."

4 Επιβάλλεται να υπομνηστεί επιπλέον ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 775/87 προβλέπει ότι για την τέταρτη και την πέμπτη περίοδο εφαρμογής του συστήματος χορηγείται στους ενδιαφερόμενους παραγωγούς αποζημίωση ίση με 10 ECU ανά 100 kg αναστελλόμενης ποσότητας.

5 Η κύρια δίκη, την οποία κίνησε ο Hierl κατά του Hauptzollamt Regensburg, αφορά την αναστολή της ποσότητας αναφοράς του προσφεύγοντος κατά 935 kg.

6 Κατά την εκδίκαση της διαφοράς αυτής το Finanzgericht Muenchen ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

"1) Είναι το άρθρο 1, παράγραφος 1, εδάφια 1 έως 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 775/87, της 16ης Μαρτίου 1987, άκυρο λόγω παραβάσεως του άρθρου 39 της Συνθήκης ΕΟΚ και της αρχής του κοινοτικού δικαίου περί ισότητας, επειδή για την αναστολή των ποσοτήτων αναφοράς προβλέπεται αδιακρίτως το ίδιο ποσοστό μειώσεως, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το ύψος κάθε ποσότητας αναφοράς;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Είναι η ανωτέρω διάταξη άκυρη στο σύνολό της ή μόνο κατά το μέρος κατά το οποίο αφορά τους γαλακτοπαραγωγούς που διαθέτουν ορισμένη ποσότητα αναφοράς; Ποια θα ήταν δε η ποσότητα αυτή;"

7 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της κύριας υποθέσεως, οι επίμαχες κοινοτικές διατάξεις καθώς και η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του πρώτου ερωτήματος

8 Το πρώτο ερώτημα αφορά το κύρος των διατάξεων του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 775/87.

9 Στο σκεπτικό της Διατάξεως περί παραπομπής το εθνικό δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το κύρος της επίμαχης ρυθμίσεως, καθόσον το γεγονός ότι το αναστελλόμενο μέρος της ποσότητας αναφοράς καθορίζεται βάσει ορισμένης αναλογίας και όχι βάσει προοδευτικής κλίμακας έχει ως αποτέλεσμα να πλήττονται οι μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, οι οποίες χρησιμοποιούν για την εκτροφή των ζώων τους τη χορτονομή που παράγουν οι ίδιες, βαρύτερα απ' ό,τι οι μεγάλες εκμεταλλεύσεις, οι οποίες λειτουργούν σε βιομηχανική κλίμακα και είναι σε θέση να αντισταθμίζουν την αναστολή είτε με μείωση των ποσοτήτων ζωοτροφών που αγοράζουν είτε με την εντατικοποίηση άλλων μορφών παραγωγής. Κατά την άποψη του εθνικού δικαστηρίου, το αποτέλεσμα αυτό αντιβαίνει τόσο προς το άρθρο 39 της Συνθήκης όσο και προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Επί της παραβάσεως του άρθρου 39 της Συνθήκης

10 'Οσον αφορά το ζήτημα της παραβάσεως του άρθρου 39 της Συνθήκης, πρέπει καταρχάς να υπομνηστεί ότι σκοπός του κανονισμού 775/87 είναι, σύμφωνα με την πρώτη αιτιολογική σκέψη του, η επίτευξη εύλογης ισορροπίας μεταξύ της προσφοράς και της ζητήσεως στην αγορά του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων. Ο σκοπός αυτός εντάσσεται στο πλαίσιο της σταθεροποιήσεως των αγορών, η οποία αποτελεί έναν από τους στόχους της κοινής γεωργικής πολιτικής που προβλέπει ρητά το άρθρο 39, παράγραφος 1, στοιχείο γ, της Συνθήκης.

11 Από τη δικογραφία δεν προκύπτει κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση είναι ακατάλληλη για την επίτευξη του κατ' αυτόν τον τρόπο νομίμως επιδιωκομένου σκοπού ή ότι είναι δυσανάλογη σε σχέση με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού αποδεικνύεται επιπλέον από το ότι η επίμαχη εν προκειμένω προσωρινή αναστολή των ποσοτήτων αναφοράς συνοδεύεται από την καταβολή αποζημιώσεως, ανάλογης προς την αναστελλόμενη ποσότητα, σκοπός της οποίας είναι να αντισταθμιστεί κατ' αποκοπήν η μείωση του εισοδήματος την οποία προκαλεί ενδεχομένως η αναστολή.

12 Το επίμαχο μέτρο δεν αντιβαίνει ούτε προς την υποχρέωση εξασφαλίσεως, μέσω της εφαρμογής της κοινής γεωργικής πολιτικής, ενός "δικαίου βιοτικού επιπέδου στον γεωργικό πληθυσμό, ιδίως με την αύξηση του ατομικού εισοδήματος των εργαζομένων στη γεωργία", υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 39, παράγραφος 1, στοιχείο β, της Συνθήκης.

13 Είναι βέβαιο ότι η μείωση του εισοδήματος που προκαλεί η αναστολή των ποσοτήτων αναφοράς ενδέχεται να οδηγήσει, εφόσον δεν αντισταθμίζεται πλήρως από την καταβολή αποζημιώσεως, σε προσωρινή χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου των θιγόμενων αγροτών και των οικογενειών τους. Το αποτέλεσμα όμως αυτό πρέπει να γίνει αποδεκτό εν προκειμένω. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κοινοτικά όργανα πρέπει, κατά την επιδίωξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής, να προβαίνουν πάντοτε στον συμβιβασμό που μπορεί να είναι αναγκαίος λόγω των ενδεχομένων αντιφάσεων μεταξύ των κατ' ιδίαν αυτών στόχων και, εφόσον είναι αναγκαίο, να δίνουν σε κάποιον απ' αυτούς προσωρινά την προτεραιότητα που επιβάλλεται από τις πραγματικές ή οικονομικές περιστάσεις ενόψει των οποίων εκδίδουν τις αποφάσεις τους (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 203/86, Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 4563, σκέψη 10). Στη νομολογία γίνεται επίσης δεκτό ότι ο κοινοτικός νομοθέτης διαθέτει στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, η οποία είναι ανάλογη προς τις πολιτικές ευθύνες που του επιβάλλουν τα άρθρα 40 και 43 της Συνθήκης (βλ. την τελευταία σχετική απόφαση, την οποία εξέδωσε το Δικαστήριο στις 21 Φεβρουαρίου 1990, C-267/88 έως C-285/88, Wuidart, Συλλογή 1990, σ. Ι-435, σκέψη 14).

14 Ενόψει των κριτηρίων αυτών, ο κοινοτικός νομοθέτης δεν μπορεί επομένως να κατηγορηθεί ότι ενήργησε καθ' υπέρβαση των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, επειδή έδωσε προσωρινά, λόγω του ότι η κατάσταση στην αγορά χαρακτηριζόταν επί μακρό χρονικό διάστημα από σημαντικά διαρθρωτικά πλεονάσματα, προτεραιότητα στη σταθεροποίηση της αγοράς, χωρίς παράλληλα να επιδιώξει, επί ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, την αύξηση του ατομικού εισοδήματος των ενδιαφερομένων αγροτών.

15 Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η επίμαχη ρύθμιση δεν προβλέπει καμία απαλλαγή και καμία μείωση του συντελεστή αναστολής υπέρ των εκμεταλλεύσεων με μικρό όγκο παραγωγής, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το επικρινόμενο μέτρο πλήττει τις εκμεταλλεύσεις αυτές βαρύτερα απ' ό,τι τις εκμεταλλεύσεις με μεγαλύτερο όγκο παραγωγής. Το μέτρο αυτό εντάσσεται σε μια συνολική ρύθμιση, η οποία αφορά την πρόσθετη εισφορά επί του γάλακτος, και δεν επιτρέπεται να εξετάζεται εκτός του πλαισίου της ρυθμίσεως αυτής.

16 'Οπως όμως τόνισε ορθά η Επιτροπή, οι μικροί παραγωγοί τυγχάνουν προτιμησιακής μεταχειρίσεως δυνάμει διαφόρων άλλων διατάξεων του συστήματος, μεταξύ των οποίων αξιομνημόνευτη είναι κυρίως η διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 90, σ. 13). Η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μεταξύ άλλων υπόψη, όταν καθορίζουν τον τρόπο υπολογισμού των ποσοτήτων αναφοράς, το ύψος των παραδόσεων ορισμένων κατηγοριών παραγωγών.

17 Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν συντρέχει παράβαση του άρθρου 39 της Συνθήκης.

Επί της παραβιάσεως της αρχής της ισότητας

18 'Οσον αφορά την παραβίαση της αρχής της ισότητας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 40, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, η κοινή οργάνωση των γεωργικών αγορών πρέπει να αποκλείει κάθε διάκριση μεταξύ παραγωγών ή καταναλωτών της Κοινότητας. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, αυτή η απαγόρευση διακρίσεων αποτελεί απλώς ειδική έκφραση της γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου περί ισότητας, σύμφωνα με την οποία οι παρόμοιες καταστάσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά και οι διαφορετικές καταστάσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ. την τελευταία σχετική απόφαση, την οποία εξέδωσε το Δικαστήριο στις 20 Σεπτεμβρίου 1988, Ισπανία κατά Συμβουλίου, όπ.π., σκέψη 25).

19 Εκτός του ότι κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει την ορθότητα της απόψεως ότι το επίμαχο μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους δικαιούχους των ποσοτήτων αναφοράς, πλήττει στην πράξη τους μικρούς παραγωγούς βαρύτερα απ' ό,τι τους μεγάλους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γεγονός ότι ένα μέτρο που έχει θεσπιστεί στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως αγοράς ενδέχεται να έχει διαφορετικές επιπτώσεις επί ορισμένων παραγωγών, ανάλογα με την ιδιαίτερη φύση της παραγωγής τους, δεν συνιστά διάκριση, εφόσον το μέτρο αυτό στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια που εξυπηρετούν τις ανάγκες της όλης λειτουργίας της κοινής οργανώσεως αγοράς (βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 1985, 179/84, Bozzetti, Συλλογή 1985, σ. 2301, σκέψη 34). Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση του συστήματος της προσωρινής αναστολής, κατά το οποίο οι αναστελλόμενες ποσότητες αποτελούν ποσοστό των ποσοτήτων αναφοράς, οι δε ποσότητες αναφοράς αυτές καθορίζονται κατά τρόπο ώστε το άθροισμά τους να μην υπερβαίνει τη συνολική εγγυημένη ποσότητα κάθε κράτους μέλους.

20 Κατά συνέπεια, πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι δεν συντρέχει παράβαση της αρχής της ισότητας.

21 Για όλους τους ανωτέρω λόγους, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι από την εξέταση του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 775/87 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1987, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος της διατάξεως αυτής.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

22 Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, δεν χρειάζεται να δοθεί απάντηση στο δεύτερο.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

23 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ελληνική και η Δανική Κυβέρνηση, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 17ης Ιουλίου 1990 το Finanzgericht Muenchen, αποφαίνεται:

Από την εξέταση του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτο, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 775/87 του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1987, για την προσωρινή αναστολή μέρους των ποσοτήτων αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 5γ, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος της διατάξεως αυτής.

Top