EUR-Lex Piekļuve Eiropas Savienības tiesību aktiem

Atpakaļ uz EUR-Lex sākumlapu

Šis dokuments ir izvilkums no tīmekļa vietnes EUR-Lex.

Dokuments 61990CJ0177

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 10ης Ιανουαρίου 1992.
Ralf-Herbert Kühn κατά Landwirtschaftskammer Weser-Ems.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Niedersächsisches Oberverwaltungsgericht - Γερμανία.
Πρόσθετη εισφορά επί του γάλακτος.
Υπόθεση C-177/90.

Συλλογή της Νομολογίας 1992 I-00035

Eiropas judikatūras identifikators (ECLI): ECLI:EU:C:1992:2

ΈΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ

στην υπόθεση C-177/90 ( *1 )

Ι — Περιστατικά και διαδικασία

1. Οι εφαμοατέες κοινοτικές διατάξεις

α)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 856/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, για την τροποποίηση του κανονισμού ( ΕΟΚ. ) 804/68 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ L 90, σ. 10 ), καθιέρωσε μια « πρόσθετη εισφορά », η οποία επιβάλλεται επί των παραδιδομένων ποσοτήτων γάλακτος που υπερβαίνουν μια ποσότητα αναφοράς που πρέπει να καθοριστεί.

β)

Οι γενικοί κανόνες για την επιβολή της πρόσθετης εισφοράς περιέχονται στον κανονισμό (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ L 90, σ. 13 ).

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 857/84 καθορίζει την ποσότητα αναφοράς κατά την έννοια του βασικού κανονισμού 856/84, δηλαδή την ποσότητα για την οποία δεν καταβάλλεται καμία πρόσθετη εισφορά. Η ποσότητα αυτή είναι καταρχήν ίση με την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που παρέδωσε ο παραγωγός (εναλλακτική λύση Α) ή αγόρασε ο αγοραστής (εναλλακτική λύση Β) κατά το ημερολογιακό έτος 1981, προσαυξημένη κατά 1 %. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη μπορούν εντούτοις να προβλέπουν ότι στο έδαφος τους, η ποσότητα αναφοράς είναι ίση με την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που παραδόθηκε ή αγοράστηκε κατά το ημερολογιακό έτος 1982 ή κατά το ημερολογιακό έτος 1983, πολλαπλασιαζόμενη με ποσοστό που καθορίζεται κατά τρόπο ώστε να μην υπάρχει υπέρβαση της εγγυημένης ποσότητας. Επιπλέον, σύμφωνα με τα άρθρα 2, 3α, 4 και 4α του εν λόγω κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε, τα κράτη μέλη μπορούν, κατά τον καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς, να λαμβάνουν υπόψη ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις ή να παραχωρούν ειδικές ή συμπληρωματικές ποσότητες αναφοράς.

Ειδικότερα, το άρθρο 3 ορίζει τα εξής:

« Για τον καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 2 και στα πλαίσια της εφαρμογής των εναλλακτικών λύσεων Α και Β, λαμβάνονται υπόψη ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις υπό τους εξής όρους:

1)

(...)

2)

(...)

3)

Οι παραγωγοί των οποίων η γαλακτοκομική παραγωγή, κατά το έτος αναφοράς που λαμβάνεται υπόψη κατ' εφαρμογή του άρθρου 2, έχει επηρεασθεί αισθητά από εξαιρετικά γεγονότα που συνέβησαν πριν ή κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους, επιτυγχάνουν, ύστερα από αίτηση τους, να ληφθεί υπόψη ένα άλλο ημερολογιακό έτος αναφοράς μέσα στο χρονικό διάστημα της περιόδου 1981 έως 1983.

Οι εξής καταστάσεις ενδέχεται να δικαιολογήσουν την εφαρμογή του πρώτου εδαφίου:

μια σοβαρή φυσική καταστροφή που πλήττει κατά σημαντικό τρόπο την εκμετάλλευση του παραγωγού,

η από ατύχημα καταστροφή των χορτονομών ή των κτιρίων του παραγωγού που προορίζονται για την εκτροφή του ζωικού κεφαλαίου γαλακτοπαραγωγής,

μια επιζωοτία που πλήττει το σύνολο ή τμήμα του ζωικού κεφαλαίου γαλακτοπαραγωγής.

Τα κράτη μέλη πληροφορούν την Επιτροπή για τις περιπτώσεις εφαρμογής. του πρώτου εδαφίου. Ο κατάλογος των καταστάσεων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο μπορεί να συμπληρωθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 30 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68. »

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 857/84, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 590/85 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1985 ( ΕΕ L 68, σ. 1 ), ορίζει τα εξής:

«1.

Σε περίπτωση πώλησης, εκμίσθωσης ή κληρονομικής μεταβίβασης μιας εκμετάλλευσης, η αντίστοιχη ποσότητα αναφοράς μεταβιβάζεται εν όλω ή εν μέρει στον αγοραστή, τον μισθωτή ή τον κληρονόμο σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που θα καθοριστούν.

(...)»

γ)

Ο τρόπος επιβολής της πρόσθετης εισφοράς καθορίστηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού 804/68 (ΕΕ L 132, σ. 11).

Το άρθρο 3 του κανονισμού 1371/84 περιλαμβάνει έναν συμπληρωματικό πίνακα των καταστάσεων στις οποίες δικαιολογείται να ληφθεί υπόψη ένα άλλο ημερολογιακό έτος αναφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 3, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 857/84. Στον πίνακα αυτό περιλαμβάνονται:

«—

η απαλλοτρίωση σημαντικού μέρους της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης της εκμετάλλευσης του παραγωγού, η οποία έχει προκαλέσει προσωρινή μείωση της κτηνοτροφικής έκτασης της εκμετάλλευσης,

η μακράς διαρκείας επαγγελματική ανικανότητα του παραγωγού [ανικανότητα του παραγωγού προς εργασία ] στην περίπτωση που διαχειρίζεται ο ίδιος τη γεωργική εκμετάλλευση,

η κλοπή ή απώλεια, οφειλόμενη σε εξωτερική αιτία, όλου ή μέρους του γαλακτοπαραγωγικού ζωικού κεφαλαίου, η οποία έχει επηρεάσει σημαντικά τη γαλακτοπαραγωγή της εκμετάλλευσης ».

Το άρθρο 5 του κανονισμού 1371/84 ορίζει τα εξής:

« Για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 (... ), οι ποσότητες αναφοράς των παραγωγών και των αγοραστών, στο πλαίσιο των εναλλακτικών λύσεων Α και Β, και των παραγωγών που πωλούν απ' ευθείας στην κατανάλωση μεταβιβάζονται υπό τους εξής όρους:

1)

Σε περίπτωση πώλησης, εκμίσθωσης ή κληρονομικής μεταβίβασης μιας εκμετάλλευσης, η αντίστοιχη ποσότητα αναφοράς μεταβιβάζεται στον παραγωγό που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση.

2)

Σε περίπτωση πώλησης, εκμίσθωσης ή κληρονομικής μεταβίβασης ενός ή περισσοτέρων τμημάτων μιας εκμετάλλευσης, η αντίστοιχη ποσότητα αναφοράς κατανέμεται μεταξύ των παραγωγών που αναλαμβάνουν την εκμετάλλευση συναρτήσει των εκτάσεων που χρησιμοποιούνται για τη γαλακτοκομική παραγωγή ή άλλων αντικειμενικών κριτηρίων που προσδιορίζονται από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη μπορούν να μη λάβουν υπόψη τα μεταβιβαζόμενα τμήματα των οποίων η έκταση που χρησιμοποιείται για τη γαλακτοκομική παραγωγή είναι κατώτερη από μια ελάχιστη έκταση που καθορίζουν.

3)

Οι διατάξεις που αναφέρονται στα σημεία 1 και 2 εφαρμόζονται και στις άλλες περιπτώσεις μεταβίβασης που, σύμφωνα με τις διάφορες εθνικές ρυθμίσεις, συνεπάγονται ανάλογες νομικές επιπτώσεις για τους παραγωγούς.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν τις διατάξεις των σημείων 1 και 2 για περιπτώσεις μεταβιβάσεως κατά ή μετά την περίοδο αναφοράς. »

2. Η διαφορά της κύριας όίκης και η όιαόικαοία ενώπιον rov δικαστηρίου

α)

Ο Ralf-Herbert Kühn είναι κύριος μιας εκμεταλλεύσεως 70 εκταρίων που ειδικεύεται στη γαλακτοκομική παραγωγή και εκμισθώθηκε στον Roolfs. Κατόπιν της καταγγελίας της συμβάσεως μισθώσεως από τον Kühn στις 30 Απριλίου 1981, ο Roolfs προσέφυγε στη δικαιοσύνη, το δε δικαστήριο του παρέσχε μέχρι τις 30 Απριλίου 1983 ενοικιοστασιακή προστασία (Pächterschutz). Την 1η Μαΐου 1983 ο Kühn συνήψε σύμβαση αγρομισθώσεως της εκμεταλλεύσεως του με τον Cremer. Όταν ο Cremer του απέδωσε το μίσθιο, ο Kühn συνήψε στις 12 Σεπτεμβρίου 1987 σύμβαση αγρομισθώσεως της εκμεταλλεύσεως αυτής με τον de Beer.

O Roolfs παρέδωσε στο γαλακτοκομείο 220489 χιλιόγραμμα (kg) γάλακτος το 1981, 200625 kg το 1982 και 55621 kg μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 30ής Απριλίου 1983. Το 1983 ο Cremer παρέδωσε στο γαλακτοκομείο 32666 kg γάλακτος.

Το Landwirtschaftskammer ( Γεωργικό Επιμελητήριο) του Weser-Ems καθόρισε την ποσότητα αναφοράς του Cremer, πρώην μισθωτή, σε 41700 kg. Επιπλέον, στον μισθωτή παραχωρήθηκε πρόσθετη ποσότητα αναφοράς, ίση με 5000 kg, βάσει του Gesetz zur Existenzsicherung milcherzeugender landwirtschaftlicher Betriebe (γερμανικού νόμου για τη διασφάλιση της επιβιώσεως των εκμεταλλεύσεων γαλακτοπαραγωγής ).

Το αίτημα του Kühn να ληφθεί προσηκόντως υπόψη η ιδιαίτερη περίπτωση της μειώσεως των παραδόσεων γάλακτος λόγω της αλλαγής του προσώπου του μισθωτή απορρίφθηκε, με το αιτιολογικό ότι η περίπτωση του δεν καλυπτόταν από το άρθρο 3, σημείο 3, του κανονισμού 857/84, δηλαδή τη διάταξη που αφορά τα εξαιρετικά γεγονότα.

Με την προσφυγή που άσκησε ενώπιον του Verwaltungsgericht, ο Kühn ισχυρίστηκε κυρίως ότι ο προηγούμενος μισθωτής, ο Roolfs, δεν είχε εκμεταλλευθεί προσηκόντως την εκμετάλλευση από τον Μάρτιο 1981 και ότι η παραγωγή γάλακτος είχε περιοριστεί εσκεμμένα.

Κατόπιν της απορρίψεως της προσφυγής από το Verwaltungsgericht, ο Kühn άσκησε έφεση ενώπιον του Niedersächsisches Oberverwaltungsgericht.

Το Niedersächsisches Oberverwaltungsgericht, κρίνοντας ότι η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν αναγκαία για την έκδοση της αποφάσεως του, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Είχαν το Συμβούλιο και/ή η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά την έκδοση των κανονισμών σχετικά με τις εγγυημένες ποσότητες γάλακτος, την υποχρέωση να προβλέψουν ( βλ. το άρθρο 3, σημείο 3, του κανονισμού 857/84 ) παρεκκλίσεις ( π.χ. δυνατότητα επιλογής άλλου ημερολογιακού έτους από το έτος αναφοράς), ώστε να λαμβάνεται υπόψη η αλλαγή του μισθωτή που επέρχεται σε μια γεωργική εκμετάλλευση κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς το οποίο έχει επιλεγεί από το οικείο κράτος μέλος;

2)

'Εχουν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 857/84 και του άρθρου 5, σημεία 1 και 3, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1371/84 την έννοια ότι μεταβιβάζεται ποσότητα αναφοράς στον παραγωγό που αναλαμβάνει εκμετάλλευση παραγωγής γάλακτος, όταν ο παραγωγός αυτός αναλαμβάνει ολόκληρη την εκμετάλλευση μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1983 και 2ας Απριλίου 1984; »

β)

Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Ιουνίου 1990.

'Εγγραφες παρατηρήσεις κατά το άρθρο 20 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ κατέθεσαν ο Ralf-Herbert Kühn, εφεσείων στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενος από τον Bernd Meisterernst, δικηγόρο Münster, το Landwirtschaftskammer Weser-Ems, εφεσίβλητο στην κύρια δίκη, εκπροσωπούμενο από τον διευθυντή του, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον Guus Houttuin, υπάλληλο διοικήσεως στη Νομική Υπηρεσία του Συμβουλίου, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον νομικό σύμβουλο της Dierk Booß.

Με απόφαση της 15ης Μαΐου 1991, το Δικαστήριο αποφάσισε να αναθέσει την εκδίκαση της υποθέσεως στο τρίτο τμήμα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 95 του Κανονισμού Διαδικασίας, και να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Γραπτές παρατηρήσεις

1.

Ο Kühn θεωρεί ότι το να μη ληφθεί υπόψη η αλλαγή του μισθωτή κατά τη διάρκεια του έτους 1983 συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ιδιοκτησία.

Η εκμετάλλευση του προσφεύγοντος εξαρτάται από την πραγματοποίηση γαλακτοκομικής παραγωγής. Δεδομένου ότι στην εκμετάλλευση του παρήχθησαν πολύ μεγαλύτερες ποσότητες γάλακτος το 1981 και το 1982 (220489 kg και 200625 kg αντίστοιχα) και ότι για να είναι αποδοτική η εκμετάλλευση είναι αναγκαία η πραγματοποίηση τέτοιας παραγωγής, έπρεπε να του παραχωρηθεί η αντίστοιχη ποσότητα αναφοράς για την εκμετάλλευση του.

Ο Kühn ισχυρίζεται ότι η Milch-Garantiemengen-Verordnung (γερμανική κανονιστική απόφαση περί των εγγυημένων ποσοτήτων γάλακτος) πρόσβαλε σε μεγάλο βαθμό τα απορρέοντα από το δικαίωμα κυριότητας δικαιώματά του, καθόσον είναι οικονομικά ασύμφορη η εκμετάλλευση των 70 περίπου εκταρίων που του ανήκουν, εφόσον η ποσόστωση έχει μειωθεί σε 41000 kg μόνο.

Κατά την άποψη του Kühn, καμία ανώτερης τυπικής ισχύος αρχή δεν μπορεί να δικαιολογήσει τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στο δικαίωμα ιδιοκτησίας του. Κατά την ισχύουσα νομοθεσία, η αλλαγή του μισθωτή κατά τη διάρκεια του έτους 1983 σημαίνει ότι δεν μπορεί να μεταβιβαστεί στον εκμισθωτή η ποσόστωση του 1983 (ούτε, κατά μείζονα λόγο, οι ποσοστώσεις για τα προηγούμενα έτη). Αν ο νέος μισθωτής δεν αναλάβει αμέσως και πλήρως την πραγματοποίηση γαλακτοκομικής παραγωγής, διατρέχει τον κίνδυνο να μην του παραχωρηθεί καμία ποσόστωση ή να του παραχωρηθεί μια ελάχιστη μόνο ποσόστωση. Με τον τρόπο αυτό χάνει την αξία της η εκμετάλλευση γαλακτοπαραγωγής.

Κατά τον Kühn, αν στην προκειμένη περίπτωση ο μισθωτής Roolfs είχε παραγάγει το 1983 τις ποσότητες γάλακτος που παρήγαγε το 1981 και το 1982 και είχε εγκαταλείψει την εκμετάλλευση κατά τα τέλη του 1983 για να εγκατασταθεί σε άλλη εκμετάλλευση, θα του είχε παραχωρηθεί ολόκληρη η ποσόστωση των 200000 kg, όταν άρχισε να ισχύει το σύστημα της πρόθετης εισφοράς, ενώ στον νέο μισθωτή της εκμεταλλεύσεως δεν θα είχε παραχωρηθεί καμία ποσόστωση ή θα του είχε παραχωρηθεί μια πολύ περιορισμένη ποσόστωση. Αν, αντίθετα, η αλλαγή μισθωτή είχε επέλθει μετά την έναρξη ισχύος της ρυθμίσεως αυτής και ο μισθωτής είχε διαχειριστεί προσηκόντως την εκμετάλλευση μέχρι την ημερομηνία αυτή και παραγάγει τη δέουσα ποσότητα γάλακτος, ολόκληρη η ποσόστωση γάλακτος θα παρέμενε στην εκμετάλλευση, η οποία θα μπορούσε να μισθωθεί και πάλι υπό συμφέροντες όρους.

Κατά την άποψη του Kühn, τίποτε δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άνιση αυτή μεταχείριση των εκμισθωτών, η οποία εξαρτάται από το αν η αλλαγή μισθωτή επήλθε πριν ή μετά την έναρξη της ισχύος της ρυθμίσεως περί της πρόσθετης εισφοράς. Για την περίπτωση αυτή έπρεπε να έχει θεσπιστεί ειδική ρύθμιση για την αποφυγή των αδικιών. Τέτοια ειδική ρύθμιση έπρεπε να θεσπιστεί ρητά για τους εκμισθωτές των οποίων ο μισθωτής είχε προβεί σε κακή διαχείριση της εκμεταλλεύσεως κατά το έτος αναφοράς 1983 ή για την περίπτωση κατά την οποία δεν είχε επιτευχθεί ποσόστωση ανάλογη προς τις παραδόσεις των προηγουμένων ετών, λόγω της αλλαγής μισθωτή κατά το έτος 1983. Στις περιπτώσεις αυτές έπρεπε να έχει δοθεί η δυνατότητα στους εκμισθωτές να βασιστούν στις ποσότητες που παραδόθηκαν το 1981 και το 1982.

2.

Το Landwirtschaftskammer προτείνει να δοθούν αρνητικές απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα.

α) Επί τον πρώτον ερωτήματος

Το Landwirtschaftskammer τονίζει ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 3, σημείο 3, του κανονισμού 857/84 απαριθμεί περιοριστικά τις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις στις οποίες μπορούν να παραχωρούνται πρόσθετες ποσότητες αναφοράς. Η νομολογία αυτή του Δικαστηρίου οφείλεται ειδικότερα στο γεγονός ότι το άρθρο 3, σημείο 3, έχει το χαρακτήρα εξαιρέσεως, πράγμα που έχει ως συνέπεια ότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Επομένως, δεν επιτρέπεται η διασταλτική ερμηνεία ή η αναλογική εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Για τον λόγο ακριβώς αυτό, το άρθρο 3, σημείο 3, τρίτο εδάφιο, προβλέπει ότι ο κατάλογος των καταστάσεων που ενδέχεται να αποτελούν ιδιαίτερες περιπτώσεις μπορεί να συμπληρωθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 30 του κανονισμού 804/68. Η συμπληρωση αυτή πραγματοποιήθηκε με το άρθρο 3 του κανονισμού 1371/84. Μεταξύ των εξαιρετικών καταστάσεων που απαριθμούνται στο άρθρο αυτό δεν καταλέγεται η αλλαγή του προσώπου του μισθωτή. Εξάλλου, οι καταστάσεις αυτές συνιστούν αποκλειστικά και μόνο εξωτερικά γεγονότα, τα οποία επέρχονται ανεξάρτητα από τη βούληση του ενδιαφερομένου, ο οποίος δεν έχει καμία επιρροή επ' αυτών.

Κατά το Landwirtschaftskammer, η καταγγελία της συμβάσεως μισθώσεως πριν από τη λήξη της δεν αποτελεί ούτε ασυνήθιστο ούτε απρόβλεπτο γεγονός, αλλά ανάγεται στον συνήθη επιχειρηματικό κίνδυνο, έναντι του οποίου οι συμβαλλόμενοι μπορούν και πρέπει να λαμβάνουν τα μέτρα τους. Τον κίνδυνο αυτό μπορεί να αντιμετωπίσει ο εκμισθωτής διαμορφώνοντας ανάλογα τη σύμβαση, π.χ. συνάπτοντας μακροπρόθεσμες συμβάσεις ή προβλέποντας ορισμένες συμβατικές υποχρεώσεις σχετικά με τη διατήρηση ορισμένων τύπων παραγωγής και ορισμένου όγκου παραγωγής. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν περιέλαβε την περίπτωση της αλλαγής μισθωτή μεταξύ των εξαιρετικών περιπτώσεων που προβλέπει το άρθρο 3, σημείο 3, του κανονισμού 857/84 δεν αποτελεί παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, δεδομένου μάλιστα ότι ο εκμισθωτής μπορεί εξ ορισμού να ελέγχει την αλλαγή του προσώπου του μισθωτή και συνεπώς συντρέχει αντικειμενικός λόγος για την άνιση μεταχείριση.

β) Επί τον δευτέρου ερωτήματος

Το Landwirtschaftskammer υπενθυμίζει ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 857/84 και το άρθρο 5 του κανονισμού 1371/84, οι ποσότητες αναφοράς δεν μεταβιβάζονται πλήρως στον παραγωγό που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση παρά μόνο στην περίπτωση πωλήσεως, μισθώσεως ή αποδόσεως του μισθίου ή κληρονομικής μεταβιβάσεως ολόκληρης της εκμεταλλεύσεως. Η απαραίτητη προς τούτο προϋπόθεση είναι να διέθετε ήδη ο αποχωρών παραγωγός ποσότητα αναφοράς και η μεταβίβαση να πραγματοποιήθηκε μετά την έναρξη της ισχύος του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 857/84.

Ο χρονικός αυτός περιορισμός επιδέχεται εξαίρεση μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος έχει κάνει χρήση της ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 5, παράγραφος 3, εδάφιο 2, του κανονισμού 1371/84. Δεδομένου ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής μόνο για τις μεταβιβάσεις μεταξύ συγγενών και μεταξύ συζύγων, προκειμένου να ενθαρρύνει ειδικότερα την ανάπτυξη των οικογενειακών γεωργοκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων και, για λόγους διαρθρωτικής πολιτικής, τη συνένωση και πρόωρη ανάληψη των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, συντρέχει αντικειμενικός λόγος για την άνιση μεταχείριση, ο οποίος δικαιολογεί την εξαίρεση ορισμένων άλλων περιπτώσεων, όπως εν προκειμένω την περίπτωση της αλλαγής του μισθωτή.

Το Landwirtschaftskammer προσθέτει ότι από το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 1371/84 δεν απορρέει καμία άμεση αξίωση, καθόσον η διάταξη αυτή παρέχει απλώς στα κράτη μέλη, όπως προκύπτει από το γράμμα της, μια ευχέρεια, της οποίας η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει κάνει χρήση για ορισμένες μόνο περιπτώσεις.

3.

Το Συμβούλιο, το οποίο ανέπτυξε την άποψή του μόνο ως προς το πρώτο ερώτημα, προτείνει να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό.

Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι με την απόφαση της 7ης Ιουνίου 1990 στην υπόθεση C-67/89, Berkenheide (Συλλογή 1990, σ. Ι-2615, σκέψη 14), επιβεβαιώθηκε ότι η απαρίθμηση των περιπτώσεων στους κανονισμούς 857/84 και 1371/84 είναι περιοριστική. Το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι τη δυνατότητα να ζητήσουν άλλο έτος αναφοράς έχουν μόνο οι παραγωγοί που έχουν πληγεί από εξαιρετικό γεγονός, κατά την έννοια του άρθρου 3, σημείο 3, και ότι η περιοριστική απαρίθμηση των περιπτώσεων εκ μέρους του κοινοτικού νομοθέτη είναι έγκυρη.

Όσον αφορά τη διαφορετική μεταχείριση των παραγωγών, την οποία θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια η περιοριστική απαρίθμηση εντός της κοινοτικής ρυθμίσεως, το Συμβούλιο τονίζει ότι το αποτέλεσμα αυτό δικαιολογείται, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, από την ανάγκη περιορισμού, προς διασφάλιση αφενός της ασφάλειας δικαίου και αφετέρου της αποτελεσματικότητας του συστήματος της πρόσθετης εισφοράς, του αριθμού των ετών που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη ως έτη αναφοράς (απόφαση της 17ης Μαΐου 1988 στην υπόθεση 84/87, Erpelding, Συλλογή 1988, σ. 2647, σκέψη 30).

Στη συνέχεια το Συμβούλιο τονίζει ότι στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής διαθέτει διακριτική εξουσία κατά την εκτίμηση των περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει της ανάγκης προσαρμογής των κοινοτικών μηχανισμών σε σχέση με τους παραγωγούς που υπήρξαν θύματα περιστατικών που οφείλονταν σε ανωτέρα βία, το Συμβούλιο και η Επιτροπή καθόρισαν, με τους κανονισμούς 857/84 και 1371/84, έξι κατηγορίες γεγονότων στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 3, σημείο 3, του κανονισμού 857/84. Η απαρίθμηση αυτή των εξαιρετικών γεγονότων αποτελεί κατάλληλο και επαρκές μέσο προστασίας των παραγωγών που υπήρξαν θύματα ανωτέρας βίας.

Το Συμβούλιο θεωρεί ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο εφεσείων της κύριας δίκης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση ανωτέρας βίας. Αντίθετα, ο κίνδυνος αρνητικών επιπτώσεων επί της γαλακτοκομικής παραγωγής λόγω των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετωπίζει κάποιος μισθωτής αποτελεί κίνδυνο προφανώς εγγενή στις συμβάσεις αγρομισθώσεως και μπορεί να προβλεφθεί από οποιονδήποτε εκμισθωτή. Επιπλέον, η αλλαγή μισθωτή, ακόμη και αν επέλθει κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς, δεν είναι σε καμία περίπτωση εξαιρετικό γεγονός. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που η κατάσταση του εφεσείοντος της κύριας δίκης θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί περίπτωση ανωτέρας βίας, αυτό δεν θα σήμαινε κατ' ανάγκη ότι η κατάσταση αυτή θα έπρεπε να θεωρηθεί ως παρεμφερής προς τα εξαιρετικά γεγονότα που προβλέπουν το άρθρο 3, σημείο 3, του κανονισμού 857/84 και το άρθρο 3 του κανονισμού 1371/84.

Το Συμβούλιο υπενθυμίζει επ' αυτού ότι ο κανονισμός 857/84 περιέχει διάφορες διατάξεις που επιτρέπουν στα κράτη μέλη να παραχωρούν ειδικές ή πρόσθετες ποσότητες μη υποκείμενες στην καταβολή εισφοράς, όταν πρόκειται για κτηνοτρόφους που δεν είναι σε θέση να εκμεταλλευθούν κατά τρόπο επικερδή την εκμετάλλευση τους, επειδή η παραγωγή αναφοράς είναι ανεπαρκής ή ανύπαρκτη. Ειδικότερα, τα άρθρα 3, σημείο 1, 4, παράγραφος 1, και 4α του κανονισμού 857/84 επιτρέπουν στα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις κατά τον καθορισμό των ποσοτήτων αναφοράς ή να παραχωρούν ειδικές ή πρόσθετες ποσότητες αναφοράς.

Κατά το Συμβούλιο, το Δικαστήριο τόνισε ρητά ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις, όταν οι παραγωγοί δεν συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 3, σημείο 3, του κανονισμού 857/84, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του κανονισμού 1371/84. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι ένας παραγωγός δεν συγκεντρώνει τις ανωτέρω προϋποθέσεις δεν σημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να λάβουν υπόψη, για τη χορήγηση ειδικών ή πρόσθετων ποσοτήτων, την περίπτωση ενός παραγωγού που δεν εμφανίζει αντιπροσωπευτική παραγωγή εντός της επίμαχης περιόδου, εφόσον ο ενδιαφερόμενος εμπίπτει σε μία ή περισσότερες από τις περιπτώσεις που προβλέπει ρητά η σχετική ρύθμιση (προαναφερθείσα απόφαση της 17ης Μαΐου 1988, Erpelding, σκέψη 21 ).

Κατά το Συμβούλιο, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, κατά την καθιέρωση του συστήματος των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων, δεν είχε καμία υποχρέωση να προβλέψει ειδική εξαίρεση για την αντιμετώπιση της περιπτώσεως της αλλαγής του προσώπου του μισθωτή η οποία επέρχεται σε μια εκμετάλλευση κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς που έχει επιλέξει το οικείο κράτος μέλος.

4.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.

α) Επί τον πρώτον ερωτήματος

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 3, σημείο 3, του κανονισμού 857/84 του Συμβουλίου και του άρθρου 3 του κανονισμού 1371/84 της Επιτροπής δεν επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό της αλλαγής μισθωτή ως γεγονότος που δικαιολογεί την επιλογή άλλου έτους αναφοράς αντί του 1983, το οποίο είναι το έτος αναφοράς που ισχύει εν γένει για τη Γερμανία. Πράγματι, οι ανωτέρω διατάξεις, αν ερμηνευθούν στενά, όπως επιβάλλει η νομολογία του Δικαστηρίου, δεν επιτρέπουν την εξομοίωση ενός συνήθους γεγονότος, όπως είναι η αλλαγή μισθωτή, προς τις περιπτώσεις ανωτέρας βίας τις οποίες καλύπτει το άρθρο 3, σημείο 3, του κανονισμού 857/84. Οι δε περιπτώσεις που καλύπτει το άρθρο 3 του κανονισμού 1371/84 αφορούν όχι περιπτώσεις ατυχιών, όπως η ατυχία του εφεσείοντος, αλλ' ορισμένες έξωθεν παρεμβάσεις, επί των οποίων ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να ασκήσει καμία επιρροή, ή ορισμένες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που απειλούν την ίδια την υπόσταση του παραγωγού. Δεν συμβαίνει το ίδιο στην περίπτωση της αλλαγής μισθωτή και της συνακόλουθης μακρόχρονης μείωσης της παραγωγής.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, το γεγονός ότι η ρύθμιση της προσβαλλομένης διατάξεως είναι περιοριστική και επομένως αποκλείει την ύπαρξη άλλων εξαιρετικών γεγονότων δικαιολογείται από την οικονομία και τους στόχους της όλης ρυθμίσεως σχετικά με την πρόσθετη εισφορά. Ο κοινοτικός νομοθέτης δηλαδή, όταν θέσπισε τη διάταξη του άρθρου 3, σημείο 3, έλαβε προσηκόντως υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση των πληττομένων επιχειρηματιών, ανταποκρινόμενος παράλληλα στις επιτακτικές ανάγκες της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικότητας του καθεστώτος της πρόσθετης εισφοράς. Επομένως, όπως άλλωστε και σε σχέση με τα έτη αναφοράς, δεν μπορεί να του καταλογιστεί ότι επέβαλε στους επιχειρηματίες επιβαρύνσεις δυσανάλογες προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς, επειδή δεν έλαβε υπόψη όλες τις πιθανές ειδικές περιπτώσεις.

Για τους ίδιους λόγους η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υφίσταται διάκριση μεταξύ αφενός των παραγωγών που υπέστησαν μείωση της παραγωγής κατά τη διάρκεια των πιθανών ετών αναφοράς και αφετέρου των παραγωγών που εμφάνισαν αντιπροσωπευτική παραγωγή κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής. Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού προκύπτει επίσης από την ανάγκη περιορισμού του αριθμού των εξαιρέσεων από τη γενική ρύθμιση, προς το συμφέρον της ασφάλειας δικαίου και της αποτελεσματικής εφαρμογής της νομοθεσίας. Το ίδιο ισχύει και για την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

Όσον αφορά τέλος την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι παραγωγοί γάλακτος έπρεπε να αναμένουν ότι το 1983 ή το 1984 θα θεσπιζόταν ρύθμιση περί γαλακτοκομικών ποσοστώσεων. Τις συγκεκριμένες διατάξεις της ρυθμίσεως αυτής δεν μπορούσε να προβλέψει κανείς πριν από τη θέσπιση τους την 31η Μαρτίου 1984 από το Συμβούλιο. Επομένως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι κατά την καταγγελία της συμβάσεως μισθώσεως το 1980 ή το 1981 ο εφεσείων θα μπορούσε να λάβει τα μέτρα του εν όψει της μελλοντικής ρυθμίσεως για τις γαλακτοκομικές ποσοστώσεις.

Κατόπιν των ανωτέρω η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η εξής απάντηση στο πρώτο ερώτημα:

« Κατά τη θέσπιση της ρυθμίσεως περί των εγγυημένων ποσοτήτων γάλακτος το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν είχαν την υποχρέωση να θεσπίσουν ειδική διάταξη, πέραν του άρθρου 3, σημείο 3, του κανονισμού 857/84 και του άρθρου 3 του κανονισμού 1371/84, προκειμένου να λάβουν υπόψη την αλλαγή του προσώπου του μισθωτή που επέρχεται στη γεωργοκτηνοτροφική εκμετάλλευση κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς που έχει επιλέξει το οικείο κράτος μέλος. »

β) Επί του όεντέρον ερωτήματος

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989 στην υπόθεση 5/88, Wachauf ( Συλλογή 1989, σ. 2609 ), προέβη σε εκτεταμένη ανάλυση του άρθρου 7 του κανονισμού 857/84, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του, και του άρθρου 5 του κανονισμού 1371/84. Το Δικαστήριο, βασιζόμενο στην αρχή ότι η ποσόστωση ακολουθεί το ακίνητο κατά τη μεταβίβαση του, δέχθηκε ότι « πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να περιέρχεται κατ' αρχήν η ποσόστωση, μετά τη λήξη της μισθώσεως, στον εκμισθωτή, ο οποίος ανακτά τη φυσική εξουσία επί της εκμεταλλεύσως, υπό την επιφύλαξη πάντως της ευχέρειας που δίδεται στα κράτη μέλη να χορηγούν το σύνολο ή μέρος της ποσοστώσεως στον αποχωρούντα μισθωτή ». Επιπλέον το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 5, σημεία 1 και 3, του κανονισμού 1371/84, όταν η εκμετάλλευση αποδίδεται κατά τη λήξη της συμβάσεως μισθώσεως, η αντίστοιχη ποσότητα αναφοράς μπορεί να μεταβιβάζεται ολόκληρη στον παραγωγό που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση, η δε ρύθμιση αυτή συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, καθόσον τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 857/84, ότι ο αποχωρών μισθωτής θα διατηρήσει ολόκληρη την ποσότητα αναφοράς ή μέρος της ποσότητας αυτής ή ότι πρέπει να του καταβληθεί αποζημίωση, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α, για να μη στερηθεί τον καρπό της εργασίας του χωρίς αποζημίωση.

Στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι δεν μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις κατά της παραχωρήσεως της ποσότητας αναφοράς στον δεύτερο τουλάχιστον μισθωτή εκ μέρους των γερμανικών αρχών. Η ρύθμιση των γαλακτοκομικών ποσοστώσεων δεν παρέχει πάντως στον εκμισθωτή δικαιώματα που να απορρέουν από τη σύμβαση μισθώσεως. Ο κύριος άξονας της ρυθμίσεως αυτής, στην οποία περιλαμβάνεται και το άρθρο 5 του κανονισμού 1371/84, είναι μάλλον ο παραγωγός κατά την έννοια του άρθρου 12 του κανονισμού 857/84, δηλαδή ο μισθωτής και όχι ο κύριος. Για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 7 του κανονισμού 857/84 ο εφεσείων, ο οποίος παραχώρησε την εκμετάλλευση του στον Cremer αμέσως μετά την καταγγελία της συμβάσεως μισθώσεως που είχε συνάψει με τον Roolfs και ο οποίος επομένως δεν μπορούσε να διαχειρίζεται την εκμετάλλευση αυτή, καθόσον ήταν γεωγραφικά και επαγγελματικά απομακρυσμένος από αυτή.

Κατόπιν των ανωτέρω η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το δεύτερο ερώτημα δεν έχει σημασία για την έκβαση της κύριας δίκης. Εξάλλου, η μεταβίβαση της ποσότητας αναφοράς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ρυθμίσεις των κρατών μελών και δεν αντιβαίνει προς το κοινοτικό δίκαιο η ρύθμιση που προβλέπει ότι στον παραγωγό που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση μεταβιβάζεται ένα μόνο μέρος της ποσότητας αναφοράς.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η εξής απάντηση στο δεύτερο ερώτημα:

« Από τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 7 του κανονισμού 857/84 και του άρθρου 5 του κανονισμού 1371/84 δεν απορρέει κανένα δικαίωμα για τον κύριο της γεωργικής εκμεταλλεύσεως, ο οποίος την έχει εκμισθώσει. Όσον αφορά τη μεταβίβαση της ποσότητας αναφοράς από τον πρώτο στον δεύτερο μισθωτή, η ρύθμιση του κράτους μέλους που προβλέπει ότι η ποσότητα που δικαιούνταν ο πρώτος μισθωτής μεταβιβάζεται εν μέρει μόνο στον δεύτερο μισθωτή συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο. »

Μ. Zuleeg

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Augša

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 10ης Ιανουαρίου 1992 ( *1 )

Στην υπόθεση C-177/90,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Niedersächsisches Oberverwaltungsgericht προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Ralf-Herbert Kühn

και

Landwirtschaftskammer Weser-Ems,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία και το κύρος του άρθρου 3, σημείο 3, και του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ L 90, σ. 13 ), και την ερμηνεία του άρθρου 5, πρώτο και τρίτο εδάφιο, του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού 804/68 (ΕΕ L 132, σ. 11),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα ),

συγκείμενο από τους F. Grévisse, πρόεδρο τμήματος, J. C Moitinho de Almeida και M. Zuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: H. A. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

ο Ralf-Herbert Kühn, εκπροσωπούμενος από τον Bernd Meisterernst, δικηγόρο Münster,

το Landwirtschaftskammer Weser-Ems, εκπροσωπούμενο από τον διευθυντή του,

το Συμβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον Guus Houttuin, υπάλληλο διοικήσεως στη Νομική Υπηρεσία του,

η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Dierk Booß, νομικό σύμβουλο, έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις παρατηρήσεις που ανέπτυξαν προφορικά κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 1991 ο Ralf-Herbert Kühn, η Επιτροπή και το Συμβούλιο,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 11ης Μαΐου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Ιουνίου 1990, το Niedersächsisches Oberverwaltungsgericht υπέβαλε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία και το κύρος ορισμένων διατάξεων του κανονισμού ( ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( ΕΕ L 90, σ. 13 ), και του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού 804/68 (EEL 132, σ. 11).

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ του Ralf-Herbert Kühn, κυρίου γεωργοκτηνοτροφικής εκμεταλλεύσεως ειδικευμένης στη γαλακτοκομική παραγωγή, και του Landwirtschaftskammer ( Γεωργικού Επιμελητηρίου ) του Weser-Ems, αντικείμενο της οποίας είναι ποσότητα αναφοράς προβλεπόμενη στο πλαίσιο του συστήματος της πρόσθετης εισφοράς επί του γάλακτος. Μισθωτές της εκμεταλλεύσεως του Kühn ήταν αρχικά ο Roolfs και στη συνέχεια ο Cremer. Ο Roolis παρέδωσε στο γαλακτοκομείο 220489 χιλιόγραμμα (kg) γάλακτος το 1981, 200625 kg το 1982 και 55621 kg μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 30ής Απριλίου 1983. Ο Cremer, ο οποίος εν τω μεταξύ έχει αποχωρήσει από την εκμετάλλευση, παρέδωσε στο γαλακτοκομείο 32666 kg γάλακτος μεταξύ 1ης Μαΐου και 31ης Δεκεμβρίου 1983.

3

Το Landwirtschaftskammer Weser-Ems καθόρισε την ποσότητα αναφοράς του Cremer σε 41700 kg γάλακτος επιπλέον, του παραχώρησε πρόσθετη ποσότητα αναφοράς 5000 kg βάσει του Gesetz zur Existenzsicherung milcherzeugender landwirtschaftlicher Betriebe ( γερμανικού νόμου για τη διασφάλιση της επιβιώσεως των εκμεταλλεύσεων γαλακτοπαραγωγής ).

4

Με την προσφυγή που άσκησε ενώπιον των αρμόδιων γερμανικών διοικητικών δικαστηρίων ο Kühn ζητεί κατ' ουσία να υπολογιστεί η ποσότητα αναφοράς για την εκμετάλλευση του σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 3, του προαναφερθέντος κανονισμού 857/84, δηλαδή βάσει της παραγωγής που πραγματοποιήθηκε εντός της εκμεταλλεύσεως το 1981 ή το 1982. Κατόπιν της απορρίψεως της προσφυγής του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή το Verwaltungsgericht, ο Kühn άσκησε έφεση ενώπιον του Niedersächsisches Oberverwaltungsgericht.

5

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Niedersächsisches Oberverwaltungsgericht ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

« 1)

Είχαν το Συμβούλιο και/ή η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά την έκδοση των κανονισμών σχετικά με τις εγγυημένες ποσότητες γάλακτος, την υποχρέωση να προβλέψουν (βλ. το άρθρο 3, σημείο 3, του κανονισμού 857/84) παρεκκλίσεις ( π.χ. δυνατότητα επιλογής άλλου ημερολογιακού έτους από το έτος αναφοράς ), ώστε να λαμβάνεται υπόψη η αλλαγή του μισθωτή που επέρχεται σε μια γεωργική εκμετάλλευση κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς το οποίο έχει επιλεγεί από το οικείο κράτος μέλος;

2)

Έχουν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 και του άρθρου 5, σημεία 1 και 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1371/84 την έννοια ότι μεταβιβάζεται ποσότητα αναφοράς στον παραγωγό που αναλαμβάνει εκμετάλλευση παραγωγής γάλακτος, όταν ο παραγωγός αυτός αναλαμβάνει ολόκληρη την εκμετάλλευση μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1983 και 2ας Απριλίου 1984; »

6

Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι επίμαχες κοινοτικές διατάξεις, καθώς και η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του πρώτου ερωτήματος

7

Με το πρώτο ερώτημα ερωτάται κατ' ουσία αν, βάσει του προαναφερθέντος κανονισμού 857/84 του Συμβουλίου, όπως συμπληρώθηκε με τον προαναφερθέντα κανονισμό 1371/84 της Επιτροπής, επιτρέπεται, στην περίπτωση παραγωγού που άρχισε τις παραδόσεις γάλακτος κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς που έχει επιλέξει το οικείο κράτος μέλος και για τον λόγο αυτό δεν έχει επιτύχει κατά τη διάρκεια του έτους αυτού αντιπροσωπευτικό όγκο παραδόσεων, να ληφθεί υπόψη άλλο έτος αναφοράς, σε περίπτωση δε καταφατικής απαντήσεως, αν οι σχετικές διατάξεις είναι έγκυρες.

8

Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο ερώτημα αυτό,πρέπει κατ' αρχάς να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 2 του προαναφερθέντος κανονισμού 857/84, η ποσότητα αναφοράς για την οποία δεν καταβάλλεται πρόσθετη εισφορά είναι κατ' αρχήν ίση με την ποσότητα γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που παρέδωσε ο παραγωγός ή αγόρασε ο αγοραστής κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς, το οποίο επιλέγεται από το κράτος μέλος μεταξύ των ετών 1981 έως 1983, η ποσότητα δε αυτή πολλαπλασιάζεται με ποσοστό που καθορίζεται κατά τρόπο ώστε να μην υπάρχει υπέρβαση της εγγυημένης ποσότητας. Τα άρθρα 3, 3α, 4 και 4α του ίδιου κανονισμού, όπως έχει τροποποιηθεί, επιτρέπουν πάντως στα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη, όταν καθορίζουν τις ποσότητες αναφοράς, ορισμένες ιδιαίτερες καταστάσεις ή να παραχωρούν ειδικές ή συμπληρωματικές ποσότητες αναφοράς.

9

Ειδικότερα, το άρθρο 3, σημείο 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 857/84 επιτρέπει στους παραγωγούς των οποίων η γαλακτοκομική παραγωγή, κατά το έτος αναφοράς που έχει επιλεγεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 2, επηρεάστηκε αισθητά από εξαιρετικά γεγονότα που συνέβησαν πριν ή κατά τη διάρκεια του εν λόγω έτους να ζητούν να ληφθεί υπόψη άλλο ημερολογιακό έτος αναφοράς, εντός πάντως της περιόδου 1981-1983. Το δεύτερο εδάφιο του ίδιου αυτού σημείου απαριθμεί ορισμένες καταστάσεις, λόγω της συνδρομής των οποίων μπορεί να ληφθεί υπόψη άλλο έτος αναφοράς· η απαρίθμηση αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ως άνω κανονισμού 1371/84 της Επιτροπής.

10

Καμία όμως από τις ανωτέρω διατάξεις δεν επιτρέπει να λαμβάνεται υπόψη, κατά την παραχώρηση ποσότητας αναφοράς, ειδικά το γεγονός ότι το πρόσωπο του παραγωγού που διαχειρίζεται την εκμετάλλευση άλλαξε κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς που έχει επιλέξει το οικείο κράτος μέλος.

11

Όπως έκρινε το Δικαστήριο ( βλ., ως πιο πρόσφατη σχετική απόφαση, την απόφαση της 27ης Ιουνίου 1989 στην υπόθεση 113/88, Leukhardt, Συλλογή 1989, σ. 1991, σκέψη 13 ), από την οικονομία και τον σκοπό της επίμαχης ρύθμισης προκύπτει ότι η ρύθμιση αυτή απαριθμεί περιοριστικώς τις περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατή η παραχώρηση ποσοτήτων αναφοράς ή ατομικών ποσοτήτων και ότι περιέχει σαφείς διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό των ποσοτήτων αυτών. Δεδομένου ότι καμία από τις διατάξεις της εν λόγω ρυθμίσεως δεν προβλέπει τη δυνατότητα των παραγωγών που βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση με την κατάσταση που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης να ζητήσουν να ληφθεί υπόψη, λόγω της καταστάσεως τους αυτής, άλλο έτος αναφοράς από αυτό που έχει επιλέξει το οικείο κράτος μέλος, η δυνατότητα αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι αποκλείεται, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία ο όγκος των παραδόσεων των ενδιαφερομένων δεν ήταν αντιπροσωπευτικός της παραγωγικής ικανότητας της εκμεταλλεύσεως κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς.

12

Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η ερμηνεία αυτή αντιβαίνει προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

13

Παρά τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος της κύριας δίκης, η επίμαχη ρύθμιση δεν παραβιάζει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Πράγματι, αποτελεί πάγια νομολογία ότι, στις κοινές οργανώσεις αγοράς, στο αντικείμενο των οποίων επέρχονται συνεχείς προσαρμογές σε συνάρτηση με τις μεταβολές της οικονομικής καταστάσεως, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να έχουν την πεποίθηση ότι δεν θα θεσπιστούν κανόνες της πολιτικής αγορών ή της διαρθρωτικής πολιτικής που θα επιβάλλουν περιορισμούς (βλ. σχετικά την απόφαση της 17ης Ιουνίου 1987, 424/85 και 425/85, Frico, Συλλογή 1987, σ. 2755, σκέψη 33, και τις αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1988, 120/86, Mulder, Συλλογή 1988, σ. 2321, σκέψη 23, και 170/86, Von Deetzen, Συλλογή 1988, σ. 2355, σκέψη 12).

14

Επιπλέον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν επιτρέπεται η επίκληση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κατά κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως παρά μόνον εφόσον η ίδια η Κοινότητα δημιούργησε μια κατάσταση που μπορούσε να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στους διοικούμενους.

15

Επομένως, ο επιχειρηματίας ο οποίος ενθαρρύνθηκε με πράξη της Κοινότητας να αναστείλει την εμπορία γάλακτος για ορισμένη περίοδο, χάριν του γενικού συμφέροντος και έναντι καταβολής πριμοδοτήσεως, μπορεί θεμιτώς να προσδοκά ότι δεν θα υποστεί, με τη λήξη της υποχρεώσεως του, περιορισμούς που θα τον θίγουν ιδιαιτέρως λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι έκανε χρήση των δυνατοτήτων που του παρείχε η κοινοτική ρύθμιση (προαναφερθείσες αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1988, Mulder, σκέψη 24, και Von Deetzen, σκέψη 13 ). Αντίθετα, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν απαγορεύει την επιβολή, στο πλαίσιο συστήματος όπως το σύστημα της πρόσθετης εισφοράς, περιορισμών στους παραγωγούς που να αποτελούν συνάρτηση του γεγονότος ότι οι παραγωγοί αυτοί δεν εμπορεύθηκαν γάλα, ή εμπορεύθηκαν μικρή ποσότητα, κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου πριν από την έναρξη της ισχύος του εν λόγω συστήματος, κατόπιν αποφάσεως που έλαβαν ελεύθερα και χωρίς να ενθαρρυνθούν προς τούτο με πράξη της Κοινότητας.

16

Η κατ' αυτόν τον τρόπο ερμηνευόμενη ρύθμιση δεν προσβάλλει άλλωστε ούτε το δικαίωμα της ιδιοκτησίας ούτε την ελευθερία ασκήσεως των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των ενδιαφερόμενων παραγωγών. Τα δικαιώματα αυτά, τα οποία καταλέγονται μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων για την προστασία των οποίων μεριμνά το Δικαστήριο, δεν αποτελούν απόλυτες αξίες, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε συνάρτηση με τη λειτουργία τους εντός του κοινωνικού συνόλου. Κατά συνέπεια, επιτρέπεται να επιβάλλονται περιορισμοί στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, ιδίως στο πλαίσιο μιας κοινής οργανώσεως αγοράς, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω περιορισμοί ανταποκρίνονται πράγματι σε επιδιωκόμενους από την Κοινότητα σκοπούς που εξυπηρετούν το κοινό συμφέρον και δεν συνιστούν, ενόψει του επιδιωκομένου σκοπού, υπέρμετρη και αφόρητη επέμβαση που θίγει αυτή την ίδια την ουσία των εν λόγω δικαιωμάτων ( βλ. π. χ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, 5/88, Wachauf, Συλλογή 1989, σ. 2609, σκέψη 18 ).

17

Ενόψει των κριτηρίων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επίμαχη ρύθμιση, η οποία εντάσσεται σε ένα σύνολο κανόνων με τους οποίους επιδιώκεται η αντιμετώπιση των πλεονασμάτων στην αγορά γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων, ανταποκρίνεται πράγματι σε επιδιωκόμενους από την Κοινότητα σκοπούς που εξυπηρετούν το κοινό συμφέρον. Η ρύθμιση αυτή δεν θίγει την ουσία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και της ελεύθερης ασκήσεως των επαγγελματικών δραστηριοτήτων, καθόσον δεν θίγει τη δυνατότητα των ενδιαφερομένων παραγωγών να ασκούν, εντός της γεωργικής εκμεταλλεύσεως, άλλες παραγωγικές δραστηριότητες, πέραν της γαλακτοκομικής παραγωγής.

18

Τέλος, η κατ' αυτόν τον τρόπο ερμηνευόμενη κανονιστική αυτή ρύθμιση δεν παραβιάζει ούτε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία διακηρύσσεται στο άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης και αποτελεί ειδική έκφραση της αρχής της ισότητας (βλ., ως πιο πρόσφατη σχετική απόφαση, την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1990, C-267/88 έως C-285/88, Wuidart, Συλλογή 1990, σ. Ι-467, σκέψη 13 ). Η κατάσταση κατά της οποίας βάλλει ο προσφεύγων της κύριας δίκης οφείλεται στο γεγονός ότι η επίμαχη ρύθμιση, μη προβλέποντας την παραχώρηση ποσότητας αναφοράς που να βασίζεται σε αντιπροσωπευτική παραγωγή στην περίπτωση των παραγωγών που άρχισαν να παραδίδουν γάλα κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς που έχει επιλέξει το οικείο κράτος μέλος, πλήττει την κατηγορία αυτή παραγωγών βαρύτερα απ' ό,τι τους παραγωγούς που μπορούν να εμφανίσουν αντιπροσωπευτική παραγωγή κατά τη διάρκεια του έτους αυτού. Το αποτέλεσμα όμως αυτό δικαιολογείται από την ανάγκη περιορισμού, κατά το μέτρο του δυνατού, των περιπτώσεων που μπορούν να δικαιολογήσουν τον καθορισμό άλλου έτους αναφοράς, σκοπός δε του περιορισμού αυτού είναι αφενός η επίτευξη ασφάλειας δικαίου και αφετέρου η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του συστήματος της πρόσθετης εισφοράς. Κατά συνέπεια, η προκείμενη διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά και συνεπώς δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μεταχείριση που δημιουργεί διακρίσεις κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

19

Για όλους αυτούς τους λόγους, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο κανονισμός 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, όπως συμπληρώθηκε με τον κανονισμό 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, δεν επιτρέπει την επιλογή άλλου έτους αναφοράς υπέρ του παραγωγού ο οποίος άρχισε τις παραδόσεις γάλακτος κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς που έχει επιλεγεί από το οικείο κράτος μέλος και ο οποίος, για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να εμφανίσει αντιπροσωπευτικό όγκο παραδόσεων κατά το έτος αυτό. Από την εξέταση του πρώτου ερωτήματος του εθνικού δικαστηρίου δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος των κανονισμών αυτών, όπως ερμηνεύονται ανωτέρω.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

20

Με το δεύτερο ερώτημα ερωτάται κατ' ουσία αν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 857/84 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 590/85 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1985 ( ΕΕ L 68, σ. 1 ), και του άρθρου 5, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1371/84 της Επιτροπής, έχουν την έννοια ότι υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να παραχωρούν στον μισθωτή, ο οποίος ανέλαβε τη διαχείριση εκμεταλλεύσεως πριν από την έναρξη της ισχύος του συστήματος της πρόσθετης εισφοράς, ποσότητα αναφοράς για την οποία λαμβάνονται υπόψη οι παραδόσεις γάλακτος που πραγματοποίησε κατά το έτος αναφοράς ο μισθωτής που διαχειριζόταν προηγουμένως την εκμετάλλευση αυτή.

21

Πρέπει καταρχάς να υπομνηστεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 857/84, όπως τροποποιήθηκε με τον επίσης προαναφερθέντα κανονισμό 590/85, προβλέπει ότι, « σε περίπτωση πώλησης, εκμίσθωσης ή κληρονομικής μεταβίβασης μιας εκμετάλλευσης, η αντίστοιχη ποσότητα αναφοράς μεταβιβάζεται εν όλω ή εν μέρει στον αγοραστή, τον μισθωτή ή τον κληρονόμο σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που θα καθοριστούν ». Η παράγραφος 4 όμως του ίδιου αυτού άρθρου ορίζει ότι, «στην περίπτωση αγροτικών συμβολαίων [μισθώσεων] που λήγουν, αν ο μισθωτής δεν έχει δικαίωμα παράτασης του συμβολαίου [ της μισθώσεως ] υπό ανάλογους όρους, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι η ποσότητα αναφοράς που αντιστοιχεί στην εκμετάλλευση ή στο τμήμα της εκμετάλλευσης που είναι αντικείμενο του συμβολαίου [ της μισθώσεως ] τίθεται εν όλω ή εν μέρει στη διάθεση του εξερχόμενου μισθωτή, εφόσον προτίθεται να συνεχίσει την παραγωγή γάλακτος ».

22

Όπως δέχθηκε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση της 13ης Ιουλίου 1989, Wachauf, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να περιέρχεται καταρχήν η ποσόστωση, μετά τη λήξη της μισθώσεως, στον εκμισθωτή, ο οποίος ανακτά τη φυσική εξουσία επί της εκμεταλλεύσεως, υπό την επιφύλαξη πάντως της ευχέρειας που δίδεται στα κράτη μέλη να χορηγούν το σύνολο ή μέρος της ποσοστώσεως στον αποχωρούντα μισθωτή. Οι ανωτέρω διατάξεις όμως αφορούν, όπως προκύπτει από το γράμμα τους, την περίπτωση μόνο στην οποία έχει ήδη πραγματοποιηθεί η παραχώρηση της ποσότητας αναφοράς, δηλαδή την περίπτωση των μεταβιβάσεων εκμεταλλεύσεων που πραγματοποιήθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος του συστήματος της πρόσθετης εισφοράς.

23

Το άρθρο 5 του προαναφερθέντος κανονισμού 1371/84 προέβλεψε τους τρόπους μεταβιβάσεως των ποσοτήτων αναφοράς κατόπιν της αλλαγής του κυρίου ή του κατόχου της εκμεταλλεύσεως. Το πρώτο εδάφιο, σημείο 1, του άρθρου αυτού προβλέπει σχετικά ότι, «σε περίπτωση πώλησης, εκμίσθωσης ή κληρονομικής μεταβίβασης μιας εκμετάλλευσης, η αντίστοιχη ποσότητα αναφοράς μεταβιβάζεται στον παραγωγό που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση ». Το σημείο 2 του ίδιου αυτού εδαφίου περιέχει τους κανόνες που ισχύουν για την κατανομή της ποσότητας αναφοράς αυτής σε περίπτωση μεταβιβάσεως ενός μόνο τμήματος της εκμεταλλεύσεως. Το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1371/84 ορίζει « τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν τις διατάξεις των σημείων 1 και 2 για περιπτώσεις μεταβιβάσεως κατά ή μετά την περίοδο αναφοράς ».

24

Από τη συγκριτική και συνολική εξέταση των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι οι μεταβιβάσεις εκμεταλλεύσεων που πραγματοποιήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του συστήματος της πρόσθετης εισφοράς συνεπάγονται τη μεταβίβαση των αντίστοιχων ποσοτήτων αναφοράς μόνο εφόσον το οικείο κράτος μέλος, κάνοντας χρήση της ευχέρειας που του παρέχει το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1371/84, το έχει προβλέψει ρητά. Μόνο εντός των ορίων αυτών μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, για τον καθορισμό της ποσότητας αναφοράς που πρέπει να παραχωρηθεί στον νέο μισθωτή, οι παραδόσεις γάλακτος που πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς που έχει επιλέξει το οικείο κράτος μέλος ο μισθωτής που διαχειριζόταν προηγουμένως την εκμετάλλευση.

25

Για τους λόγους αυτούς, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 590/85 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1985, και του άρθρου 5, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι παρέχουν στα κράτη μέλη την ευχέρεια, χωρίς όμως να τους επιβάλλουν την υποχρέωση, να παραχωρούν στους μισθωτές που ανέλαβαν τη διαχείριση εκμεταλλεύσεως πριν από την έναρξη της ισχύος του συστήματος της πρόσθετης εισφοράς ποσότητα αναφοράς για την οποία λαμβάνονται υπόψη οι παραδόσεις γάλακτος που πραγματοποίησε κατά το έτος αναφοράς ο μισθωτής που διαχειριζόταν προηγουμένως την εκμετάλλευση αυτή.

Επί των δικαστικών εξόδων

26

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 11ης Μαΐου 1989 το Niedersächsisches Oberverwaltungsgericht, αποφαίνεται:

 

1)

Ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 857/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί γενικών κανόνων για την εφαρμογή της εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 804/68 στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως συμπληρώθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 1371/84 της Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 1984, για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 5γ του κανονισμού 804/68, δεν επιτρέπει την επιλογή άλλου έτους αναφοράς υπέρ του παραγωγού ο οποίος άρχισε τις παραδόσεις γάλακτος κατά τη διάρκεια του έτους αναφοράς που έχει επιλεγεί από το οικείο κράτος μέλος και ο οποίος, για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να εμφανίσει αντιπροσωπευτικό όγκο παραδόσεων κατά το έτος αυτό. Από την εξέταση του πρώτου ερωτήματος του εθνικού δικαστηρίου δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος των κανονισμών αυτών, όπως ερμηνεύονται ανωτέρω.

 

2)

Οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 4, του ανωτέρω κανονισμού (ΕΟΚ) 857/84 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 590/85 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1985, και του άρθρου 5, δεύτερο εδάφιο, του ανωτέρω κανονισμού (ΕΟΚ) 1371/84 της Επιτροπής πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι παρέχουν στα κράτη μέλη την ευχέρεια, χωρίς όμως να τους επιβάλλουν την υποχρέωση, να παραχωρούν στους μισθωτές που ανέλαβαν τη διαχείριση εκμεταλλεύσεως πριν από την έναρξη της ισχύος του συστήματος της πρόσθετης εισφοράς ποσότητα αναφοράς για την οποία λαμβάνονται υπόψη οι παραδόσεις γάλακτος που πραγματοποίησε κατά το έτος αναφοράς ο μισθωτής που διαχειριζόταν προηγουμένως την εκμετάλλευση αυτή.

 

Grévisse

Moitinho de Almeida

Zuleeg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Ιανουαρίου 1992.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος του τρίτου τμήματος

F. Grévisse


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Augša