Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61990CJ0087

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1991.
    A. Verholen και λοιποί κατά Sociale Verzekeringsbank Amsterdam.
    Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Raad van Beroep 's-Hertogenbosch - Κάτω Χώρες.
    Ίση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών - Κοινωνική ασφάλιση - Οδηγία 79/7/ΕΟΚ - Χρονική ισχύς.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-87/90, C-88/90 και C-89/90.

    Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-03757

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:314

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-87/90, C-88/90 και C-89/90 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

    1.

    Η οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160), εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 2, επί του ενεργού πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων και των ανεξαρτήτως εργαζομένων, των εργαζομένων των οποίων η δραστηριότητα έχει διακοπεί λόγω ασθενείας, ατυχήματος ή μη ηθελημένης ανεργίας και επί των προσώπων που αναζητούν εργασία, καθώς και επί των συνταξιούχων και των αναπήρων εργαζομένων.

    Κατά το άρθρο 3, η οδηγία εφαρμόζεται στα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά των κινδύνων ασθενείας, αναπη-ρίας-γήρατος, εργατικού ατυχήματος, επαγγελματικής ασθενείας και ανεργίας.

    Το άρθρο 4 ορίζει ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως βασιζόμενης στο φύλλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση, ιδιαίτερα όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων, την υποχρέωση καταβολής εισφορών, τον υπολογισμό των εισφορών και τον υπολογισμό των παροχών.

    Το άρθρο 5 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καταργήσουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που αντίκεινται προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

    Η προθεσμία για τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, που κατά το άρθρο 8 ορίστηκε σε έξι έτη, έληξε για τις Κάτω Χώρες στις 23 Δεκεμβρίου 1984.

    2.

    Στις Κάτω Χώρες, ο Algemene Ouderdomswet (γενικός νόμος περί συντάξεων γήρατος, στο εξής: AOW), της 31ης Μαΐου 1956{Staatsblad, 281), καθιέρωσε υπέρ των κατοίκων των Κάτω Χωρών καθώς και όσων δεν κατοικούν αλλά υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος λόγω δραστηριότητας ασκούμενης στις Κάτω Χώρες, γενικό σύστημα συντάξεων γήρατος, σύμφωνα με το οποίο τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα γεννώνται βάσει των διανυ-θεισών περιόδων ασφαλίσεως.

    Όσοι είναι ασφαλισμένοι δυνάμει του AOW δικαιούνται συντάξεως σε ηλικία 65 ετών όσοι ήταν ασφαλισμένοι χωρίς διακοπή μεταξύ του δεκάτου πέμπτου και του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας τους λαμβάνουν πλήρη σύνταξη. Η σύνταξη μειώνεται κατά 2 0/0 περίπου για κάθε έτος κατά το οποίο ο ενδιαφερόμενος δεν ήταν ασφαλισμένος.

    Στον δικαιούχο συντάξεως καταβάλλεται προσαύξηση λόγω συντηρουμένου συζύγου ο οποίος δεν συμπλήρωσε ακόμα το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του. Η εν λόγω προσαύξηση μειώνεται αναλόγως του αριθμού των ετών μη ασφαλίσεως του συζύγου.

    3.

    Δυνάμει του συστήματος που ίσχυε μέχρι την 1η Απριλίου 1985 και διεπόταν από δύο βασιλικά διατάγματα της 18ης Οκτωβρίου 1968{Staatsblad, 575) και της 19ης Οκτωβρίου 1976{Staatsblad, 557), αποκλείονταν από την ασφάλιση δυνάμει του AOW οι κάτοικοι Κάτω Χωρών που ασκούσαν επαγγελματική δραστηριότητα στο εξωτερικό, όπου και ήταν ασφαλισμένοι, λόγω της εργασίας αυτής, κατά τη νομοθεσία του οικείου κράτους.

    Η έγγαμη γυναίκα, κάτοικος Κάτω Χωρών, ο σύζυγος της οποίας ήταν επίσης κάτοικος Κάτω Χωρών, αλλ' όχι ασφαλισμένος δυνάμει του AOW, δεν ήταν ούτε η ίδια ασφαλισμένη για τις περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων ο σύζυγος της δεν είχε ασφάλιση. Αντίθετα, ο έγγαμος άνδρας, κάτοικος Κάτω Χωρών, η σύζυγος του οποίου δεν ήταν ασφαλισμένη, ήταν ασφαλισμένος χωρίς περιορισμούς για τις συναφείς περιόδους.

    4.

    Ο νόμος της 28ης Μαρτίου 1985 ( Staatsblad, 180 ) εισήγαγε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών στον AOW, ενώ το βασιλικό διάταγμα της 26ης Απριλίου 1985{Staatsblad, 297) κατήργησε από 1ης Απριλίου 1985 την περίπτωση μη ασφαλίσεως δυνάμει του AOW της έγγαμης γυναίκας λόγω μη ασφαλίσεως του συζύγου της.

    Ο Ολλανδός νομοθέτης δεν προέβλεψε διατάξεις, δυνάμει των οποίων ο νομίμως ισχύων πριν από την 1η Απριλίου 1985 αποκλεισμός θα ήταν εφεξής ανίσχυρος.

    5.

    Η Α. Verholen, προσφεύγουσα της κυρίας δίκης στην υπόθεση C-87/90, κατοικούσε ανέκαθεν στις Κάτω Χώρες όπου ασκούσε μισθωτή δραστηριότητα. Σε ηλικία 61 ετών συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα δυνάμει ρυθμίσεως η οποία συνδεόταν με τη σύμβαση εργασίας της. Καθόλη τη διάρκεια ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας της, η ενδιαφερόμενη κατέβαλλε εισφορές στα πλαίσια του συστήματος του AOW.

    Ο σύζυγος της, κάτοικος Κάτω Χωρών, άσκησε στο Βέλγιο επαγγελματική δραστηριότητα επί 8 έτη, περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας δεν ήταν ασφαλισμένος στα πλαίσια του AOW.

    Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο η χορηγηθείσα στη Verholen δυνάμει του AOW σύνταξη γήρατος, όταν η δικαιούχος συμπλήρωσε το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας της, μειώθηκε κατά ποσοστό 16 °/ο.

    6.

    Η Τ. Η. Μ. Van Wetten-Van Uden, προσφεύγουσα της κυρίας δίκης στην υπόθεση C-88/90, ουδέποτε άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα.

    Ο σύζυγος της, κάτοικος Κάτω Χωρών, άσκησε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μισθωτή δραστηριότητα επί περίοδο υπερβαίνουσα συνολικά τα τέσσερα έτη, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν ήταν ασφαλισμένος στα πλαίσια του AOW.

    Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο η χορηγηθείσα δυνάμει του AOW σύνταξη γήρατος στη Van Wetten-Van Uden, όταν η δικαιούχος συμπλήρωσε το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας της, μειώθηκε κατά ποσοστό 8 ο/ο.

    7.

    Ο G. Η. Heiderijk, προσφεύγων της κύριας δίκης στην υπόθεση C-89/90, κάτοικος Κάτω Χωρών, άσκησε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επαγγελματική δραστηριότητα επί σειρά ετών. Η σύζυγος του, η οποία κατοικούσε μαζί του στις Κάτω Χώρες, ουδέποτε άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα.

    Σε ηλικία 65 ετών, ο ενδιαφερόμενος έλαβε, δυνάμει του AOW, σύνταξη γήρατος, προσαυξημένη με επίδομα συζύγου, λόγω της συντηρούμενης συζύγου του, η οποία δεν είχε συμπληρώσει ακόμα το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας της. Πάντως, η σχετική προσαύξηση μειώθηκε με βάση τα έτη κατά τα οποία η σύζυγος του δεν ήταν ασφαλισμένη, συμπεριλαμβανομένων των περιόδων κατά τη διάρκεια των οποίων ο Heiderijk εργάσθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

    8.

    Κατά των εν λόγω αποφάσεων του Sociale Verzekeringsbank του Άμστερνταμ περί μειώσεως των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους οι Verholen, Van Wetten-Van Uden και Heiderijk άσκησαν ενώπιον του Raad van Beroep te 's-Hertogenbosch αντίστοιχα προσφυγές.

    9.

    Εκτιμώντας ότι οι ενώπιον του αχθείσες διαφορές αφορούν ερμηνεία της προαναφερθείσας οδηγίας 79/7, το Raad van Beroep te 's-Hertogenbosch αποφάσισε, με Διατάξεις της 30ής Ιανουαρίου και 15ης Φεβρουαρίου 1990 αντίστοιχα, να αναστείλει, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τις διαδικασίες μέχρις ότου το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφανθεί προδικασπκώς επί των ακολούθων ερωτημάτων:

    2τψ υπόθεση C-87/90

    « Συμβιβάζεται με το άρθρο 4, παράγραφος 1 ( και/η το άρθρο 5 ) της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ το γεγονός ότι εθνική διάταξη, αποκλείουσα από την ασφάλιση βάσει του AOW αποκλειστικά και μόνο τις έγγαμες γυναίκες, εξακολουθεί να παράγει αποτελέσματα και μετά τις 22 Δεκεμβρίου 1984 υπό την έννοια ότι και μετά την ημερομηνία αυτή η σύνταξη των εν λόγω γυναικών μπορεί να μειωθεί λόγω υπάρξεως προϋποθέσεως περί ασφαλίσεως η οποία δεν ίσχυε για τους άνδρες; »

    2τψ υπόθεση C-88/90

    « 1)

    Κωλύεται το εθνικό δικαστήριο από το κοινοτικό δίκαιο να εξετάσει (αυτεπαγγέλτως) αν εθνική νομοθετική ρύθμιση συμβιβάζεται προς οδηγία της ΕΟΚ, της οποίας η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο έχει λήξει, ο δε διάδικος δεν επικαλείται την οδηγία αυτή (π.χ. από άγνοια);

    2)

    Κωλύεται το εθνικό δικαστήριο από το κοινοτικό δίκαιο να εξετάσει αν εθνική νομοθετική ρύθμιση συμβιβάζεται προς οδηγία της ΕΟΚ, της οποίας η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο έχει λήξει, αν ο διάδικος δεν μπορεί να την επικαλεστεί, επειδή δεν εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της, μολονότι υπάγεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση την οποία καλύπτει η οδηγία αυτή;

    3)

    Αναφέρεται το άρθρο 2 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής ή πρέπει να θεωρηθεί ότι οριοθετεί ( πέραν της οριοθετήσεως του άρθρου 3 της οδηγίας) τις εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις που καλύπτει η οδηγία; »

    Στην υπόθεση C-89/90

    « Μπορεί στα πλαίσια ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δίκης ο διάδικος να επικαλεστεί το άρθρο 4, παράγραφος 1 (και/ή το άρθρο 5) της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ, όταν υφίσταται τις συνέπειες μιας εθνικής διατάξεως που εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος της συζύγου του, η οποία δεν είναι διάδικος στην προαναφερθείσα δίκη; »

    10.

    Με τη Διάταξη παραπομπής στην υπόθεση C-87/90, το Raad van Beroep εκτιμά ότι οι έννομες συνέπειες λόγω των εισαγουσών δυσμενή διάκριση προϋποθέσεων που έθετε η ολλανδική νομοθεσία, οι οποίες συνέπειες επέρχονται μετά την ημερομηνία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της προαναφερθείσας οδηγίας 79/7, ενδέχεται να είναι αντίθετες προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Συγκεκριμένα, ο AOW μπορεί να θεωρηθεί ως σύστημα προοδευτικής κτήσεως δικαιωμάτων μόνο σε περιορισμένο βαθμό. Πράγματι, η γένεση του δικαιώματος δεν συνδέεται προς τη συμπλήρωση συγκεκριμένης ασφαλιστικής περιόδου αλλά προς το γεγονός της συμπληρώσεως του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του ενδιαφερομένου. Δεδομένου ότι η καταβολή εισφορών δεν αποτελεί προϋπόθεση επιτρέπουσα τον υπολογισμό συγκεκριμένης περιόδου ως ασφαλιστικής περιόδου, δεν υφίσταται ή υφίσταται κατ' ελάχιστον άμεσος δεσμός μεταξύ της ( υποχρεωτικής ) καταβολής των εισφορών και του ύψους της συντάξεως.

    Με τη Διάταξη παραπομπής στην υπόθεση C-88/90, το Raad van Beroep παρατηρεί ότι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της προαναφερθείσας οδηγίας 79/7 δεν μπορεί να οριστεί ως κάτι διαφορετικό από τον κύκλο των προσώπων τα οποία εμπίπτουν στις εθνικές ρυθμίσεις περί κοινωνικής ασφαλίσεως που αφορούν ( ιδίως ) τον ενεργό πληθυσμό.

    Με τη Διάταξη παραπομπής στην υπόθεση C-89/90, το Raad van Beroep παρατηρεί ότι το ερώτημα αν ο προσφεύγων της κυρίας δίκης μπορεί να επικαλεστεί την προαναφερθείσα οδηγία 79/7 πρέπει να επιλυθεί λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το ολλανδικό δίκαιο δεν παρέχει στη σύζυγο τη δυνατότητα να παρέμβει στη δίκη με σκοπό να προσβάλει ενώπιον δικαστηρίου τα έννομα αποτελέσματα της δυσμενούς διακρίσεως που εισάγει η ολλανδική νομοθετική ρύθμιση.

    11.

    Οι Διατάξεις του Raad van Beroep te 's-Hertogenbosch πρωτοκολλήθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Μαρτίου 1990.

    12.

    Κατά το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στις τρεις υποθέσεις στις 30 Ιουνίου 1990 το Sociale Verzekeringsbank του Άμστερνταμ, καθού στην κυρία δίκη, εκπροσωπούμενο από τους Ε. Η. Pijnacker Hordijk και Droogleever Fortuyn, δικηγόρους Άμστερνταμ και Χάγης, στις 29 Ιουνίου και 3 Ιουλίου 1990 η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Β. R. Bot, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, και στις 21, 22 και 26 Ιουνίου 1990 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους René Barents και Karen Banks, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, αντίστοιχα.

    13.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    14.

    Με Διάταξη της 16ης Ιανουαρίου 1991, αποφασίστηκε η ένωση των υποθέσεων C-87/90, C-88/90 και C-89/90 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως.

    II — Γραπτές παρατηρήσεις κου κατατέθηκαν αχό Διιιααχήριο

    Υπόθεση C-87/90

    1.

    Το Sociale Verzekeringsbank rov Άματβρ-νναμ υπενθυμίζει τις συναφείς διατάξεις του AOW, ο οποίος συνιστά σύστημα προοδευτικής κτήσεως δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, το ύψος της συντάξεως εξαρτάται απ' ευθείας και βρίσκεται σε ευθέως αναλογική σχέση προς τη διάρκεια της ασφαλιζόμενης εργασίας. Τα εισάγοντα δυσμενή διάκριση χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συστήματος που συνίστανται ιδίως στον αποκλεισμό της έγγαμης γυναίκας από την ασφάλεια για τις περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων ο σύζυγος της δεν υπαγόταν ούτε ο ίδιος σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως καταργήθηκαν εντός των προβλεπομένων στην προαναφερθείσα οδηγία 79/7 προθεσμιών.

    Το τιθέμενο ερώτημα εμφανίζει ομοιότητες προς το δεύτερο ερώτημα των υποθέσεων 48/88 και 107/88 και προς το τρίτο ερώτημα στην υπόθεση 106/88, στις οποίες το Δικαστήριο με την απόφαση που εξέδωσε στις 27 Ιουνίου 1989, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 48/88, 106/88 και 107/88, Achterberg-te Riele κ.λπ. (Συλλογή 1989, σ. 1963), έκρινε ότι παρείλκε η απάντηση. Αφορά το αν το άρθρο 4 της προαναφερθείσας οδηγίας 79/7 απαιτεί οι περίοδοι, κατά τη διάρκεια των οποίων έγγαμη γυναίκα δεν υπήρξε ασφαλισμένη δυνάμει του AOW, πριν από την προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, πρέπει να θεωρηθούν, για τον υπολογισμό της συντάξεως γήρατος σε χρόνο μεταγενέστερο της εν λόγω οδηγίας, ως πραγματικές ασφαλιστικές περίοδοι λόγω του ότι, για τις προγενέστερες της ημερομηνίας αυτής περιόδους, η έγγαμη γυναίκα αποκλειόταν από την ασφάλεια δυνάμει κανονιστικής ρυθμίσεως που δεν εφαρμοζόταν στους έγγαμους άνδρες.

    Το Sociale Verzekeringsbank υπογραμμίζει ότι, με την απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 1982 στην υπόθεση 275/81, Koks ( Συλλογή 1982, σ. 3031 ), το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι οι διατάξεις περί αποκλεισμού της έγγαμης γυναίκας από σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, με το αιτιολογικό ότι ο ίδιος ο σύζυγος της αποκλείεται, συμβιβάζονται προς το κοινοτικό δίκαιο που ίσχυε τότε. Σε σύστημα προοδευτικής κτήσεως δικαιωμάτων, όπως εκείνο του AOW, το γεγονός ότι δεν υπήρξε ασφάλιση επί ορισμένες περιόδους συνεπάγεται, αναποτρέπτως και οριστικώς, αναλογική μείωση της συντάξεως. Η ερμηνεία της προαναφερθείσας οδηγίας 79/7 υπό την έννοια ότι η προσφεύγουσα της κυρίας δίκης πρέπει να θεωρηθεί ως ασφαλισμένη κατά τη διάρκεια περιόδων που δεν ήταν ισοδυναμεί με αναγνώριση αναδρομικώς της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Αλλωστε, η λύση αυτή δημιουργεί άνιση μεταχείριση έναντι των ανδρών, υπό την έννοια ότι η έγγαμη γυναίκα θεωρείται ως ασφαλισμένη παρά το γεγονός ότι δεν υποχρεώνεται να καταβάλλει εισφορές, ενώ ο έγγαμος άνδρας, η σύζυγος του οποίου άσκησε δραστηριότητα στην αλλοδαπή, υποχρεώθηκε να καταβάλει εισφορές.

    Με τις προτάσεις που ανέπτυξε στην υπόθεση Achterberg-te Riele κ.λπ., που προαναφέρθηκε, ο γενικός εισαγγελέας επικαλέστηκε εσφαλμένως την απόφαση της 8ης Μαρτίου 1988 στην υπόθεση 80/87, Dik κ.λπ. ( Συλλογή 1988, σ. 1601 ), για να υποστηρίξει ότι η προαναφερθείσα οδηγία 79/7 επιβάλλει την υποχρέωση της αναγνωρίσεως ως ασφαλιστικών περιόδων, για τους σκοπούς του υπολογισμού της καταβαλλομένης μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας συντάξεως, των προηγουμένων περιόδων κατά τη διάρκεια των οποίων ο δικαιούχος δεν ήταν ασφαλισμένος.

    Ασφαλώς, στην προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση Dik κ.λπ., το Δικαστήριο έκανε δεκτό ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν σε ισχύ, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας, καταστάσεις άνισης μεταχειρίσεως οφειλόμενες στο γεγονός ότι οι απαιτούμενες για τη γένεση του δικαιώματος προς λήψη παραχών προϋποθέσεις είναι προγενέστερες της εν λόγω ημερομηνίας, προσθέτοντας ότι το γεγονός ότι οι εν λόγω καταστάσεις οφείλονται σε μεταβατικές διατάξεις δεν αποτελεί γεγονός ικανό να οδηγήσει σε διαφορετική εκτίμηση. Σε αντίθεση προς την υπόθεση Dik κ.λπ., η παρούσα υπόθεση δεν εγείρει ζήτημα παρατάσεως μιας καταστάσεως άνισης μεταχειρίσεως μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας. Επιπλέον, ο γενικός εισαγγελέας δεν λαμβάνει υπόψη ότι η υπόθεση Dik κ.λπ. αφορούσε προϋποθέσεις αναγνωρίσεως του δικαιώματος λήψεως παροχών λόγω ανεργίας βάσει καλύπτοντος κινδύνους συστήματος που δεν περιέχει ούτε ασφαλιστικές περιόδους ούτε υποχρέωση καταβολής εισφορών. Επιπλέον, η υπόθεση Dik κ.λπ. αφορούσε την εφαρμογή ορισμένων προϋποθέσεων εισαγουσών δυσμενή διάκριση που εξακολουθούσαν να ισχύουν εν μέρει μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας.

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το τιθέμενο ζήτημα συνίσταται στη συνέπεια επί του ύψους συντάξεως γήρατος μιας προϋποθέσεως, εισαγούσης δυσμενή διάκριση κατά την υπαγωγή σε ασφάλιση, που ίσχυε πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Η επίπτωση αυτή είναι εγγενής σε καθεστώς προοδευτικής κτήσεως των δικαιωμάτων. Το γεγονός ότι η προαναφερθείσα οδηγία 79/7 δεν διακρίνει σαφώς μεταξύ των καλυπτόντων κινδύνους συστημάτων και των συστημάτων προοδευτικής κτήσεως των δικαιωμάτων δεν επιτρέπει να αγνοείται η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των διαφόρων συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. Εξάλλου, άλλες οδηγίες, όπως η οδηγία 86/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως ( ΕΕ L 225, σ. 40 ), ορίζει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που συνδέονται με περίοδο υπαγωγής σε επαγγελματικό σύστημα προγενέστερο της αναθεωρήσεως του εξακου-λουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του συστήματος που ίσχυε κατά την περίοδο εκείνη. Η ερμηνεία της ανωτέρω οδηγίας 79/7 υπέρ της οποίας τάσσεται ο γενικός εισαγγελέας ισοδυναμεί, περαιτέρω, με αναγνώριση υπέρ των εγγάμων γυναικών του δικαιώματος υπαγωγής τους στο συνταξιοδοτικό σύστημα, παρά την απαλλαγή τους από την υποχρέωση καταβολής εισφορών, τη στιγμή κατά την οποία οι έγγαμοι άνδρες που βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση δεν απολαύουν των ιδίων δικαιωμάτων παρά μόνο υπό τον όρο ότι πληρούν την υποχρέωση τους να καταβάλλουν εισφορές.

    Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η προσφεύγουσα της κυρίας δίκης κατέβαλε εισφορές κατά τη διάρκεια των περιόδων ασκήσεως της επαγγελματικής της δραστηριότητας στηρίζεται σε παρανόηση των επιφορτισμένων με την είσπραξη των εν λόγω εισφορών αρχών και δεν μπορεί να δικαιολογήσει διαφορετική εκτίμηση.

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Sociale Verzekeringsbank προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα:

    « Οι διατάξεις των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, δεν απαιτούν, όταν πρόκειται για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος σε γυναίκα δικαιούχο, κατά τη διάρκεια μεταγενεστέρων της 22ας Δεκεμβρίου 1984 περιόδων, δυνάμει συστήματος ασφαλίσεως βάσει του οποίου το ύψος της συντάξεως γήρατος εξαρτάται από τη διάρκεια της ασφαλίσεως, η ίδια δικαιούχος συντάξεως να θεωρείται ως ασφαλισμένη στα πλαίσια του ανωτέρω συστήματος για περιόδους προγενέστερες της 23ης Δεκεμβρίου 1984, κατά τη διάρκεια των οποίων, σύμφωνα με την τότε ισχύουσα νομοθεσία, δεν ήταν υποχρεωτικά ασφαλισμένη με το αιτιολογικό του αποκλεισμού της από την υπαγωγή σε κοινωνική ασφάλιση, αποκλεισμού που ίσχυε αποκλειστικά για τις έγγαμες γυναίκες και όχι για τους έγγαμους άνδρες. »

    2.

    Η ΟΜανδική Κνβέρνηοη υπενθυμίζει ότι με την προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση Achterberg-te Reile κ.λπ., το Δικαστήριο όρισε το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω οδηγίας 79/7, η οποία ισχύει επί του ενεργού πληθυσμού, επί των προσώπων που αναζητούν εργασία, καθώς και επί των εργαζομένων η δραστηριότητα των οποίων διεκόπη λόγω ενός από τους απαριθμουμένους στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α, κινδύνους. Η προσφεύγουσα της κυρίας δίκης δεν μπορούσε πλέον να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα κατά τον χρόνο συνταξιοδοτήσεως της λόγω γήρατος. Προκειμένου να υπαχθεί στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η πρόωρη εκούσια αποχώρηση από την αγορά εργασίας στα πλαίσια συστήματος ιδιωτικού δικαίου ισοδυναμεί με την επέλευση του κινδύνου λόγω γήρατος κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας.

    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα της κυρίας δίκης εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της προαναφερθείσας οδηγίας 79/7, δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 4. Τα συστήματα προοδευτικής κτήσεως των δικαιωμάτων διαφέρουν ουσιωδώς από τα καλύπτοντα κινδύνους συστήματα. Στα πρώτα, τα δικαιώματα συνιστώνται κατά τη διάρκεια των ασφαλιστικών περιόδων, ενώ οι προϋποθέσεις ασφαλίσεως καθορίζονται με τον ισχύοντα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή νόμο. Στην υπόθεση Koks κ.λπ., που προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το ολλανδικό σύστημα που ίσχυε πριν από την εφαρμογή της ανωτέρω οδηγίας 79/7 ήταν σύμφωνο προς το κοινοτικό δίκαιο της εποχής εκείνης.

    Η ασφάλιση δυνάμει του AOW συνεπάγεται υποχρέωση καταβολής εισφορών, αρρήκτως συνδεδεμένη προς το σύστημα της προοδευτικής κτήσεως των δικαιωμάτων. Η έγγαμη γυναίκα που δεν ήταν ασφαλισμένη λόγω του γεγονότος ότι και ο ίδιος ο σύζυγος της δεν ήταν ασφαλισμένος δεν ήταν υποχρεωμένη να καταβάλλει εισφορές. Η ερμηνεία της ανωτέρω οδηγίας 79/7, υπέρ της οποίας τάσσεται το δικαστήριο παραπομπής, ισοδυναμεί με αναγνώριση αναδρομικού αποτελέσματος στην οδηγία και πρέπει να συνεπάγεται εκ των υστέρων είσπραξη των εισφορών για τις περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων η ενδιαφερόμενη δεν ήταν ασφαλισμένη.

    3.

    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η ανωτέρω οδηγία 79/7 ισχύει, δυνάμει του άρθρου 3 αυτής, και στην περίπτωση της συντάξεως γήρατος. Το πεδίο εφαρμογής ενός κανόνα δικαίου είναι προσωπικό, υλικό, τοπικό και χρονικό. Το άρθρο 4 της οδηγίας, το οποίο καθιερώνει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, έχει επίσης κατά χρόνον πεδίο εφαρμογής. Συνεπώς, σύμφωνα προς όσα υπογράμμισε το ίδιο το Δικαστήριο στην προαναφερθείσα απόφαση του στην υπόθεση Dik κ.λπ., η παράταση των εννόμων συνεπειών παλαιοτέρων διατάξεων εισαγουσών δυσμενή διάκριση πέραν της προθεσμίας εφαρμογής της οδηγίας αντίκεινται προς την ανωτέρω οδηγία 79/7. Η ημερομηνία εφαρμογής της οδηγίας δεν εξαρτάται από καμία αίρεση' το γεγονός ότι η οδηγία εφαρμόζεται ευθέως επί καταστάσεων που δημιουργήθηκαν υπό το καθεστώς προηγουμένης νομοθεσίας που εισήγαγε δυσμενή διάκριση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενέχει αναδρομικότητα.

    Συνεπώς, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα:

    « Η οδηγία 79/7 έχει την έννοια ότι επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να καταργήσουν, σε περίπτωση συστήματος στα πλαίσια του οποίου το ύψος των παροχών είναι συνάρτηση της διαρκείας της ασφαλιστικής περιόδου, τις βλαβερές συνέπειες που συνεπάγεται η απαγορευομένη από την οδηγία διάκριση, ως προς την κτήση των δικαιωμάτων λήψεως παροχών, επί του ύψους της παροχής, όταν πρόκειται για παροχές γήρατος χορηγούμενες μετά τις 22 Δεκεμβρίου 1984 βάσει των ιδίων δικαιωμάτων του δικαιούχου. »

    Υπόθεση C-88/90

    1.

    Το Sociale Verzekeringsbank τον Άμστερνταμ υπογραμμίζει ότι, με την προαναφερθείσα απόφαση στην υπόθεση Achterberg-te Riele κ.λπ., το Δικαστήριο απάντησε σαφώς στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το δικαστήριο παραπομπής σχετικά με το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7. Επειδή ουδέποτε άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα, μισθωτή ή ανεξάρτητη, η προσφεύγουσα της κυρίας δίκης δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και δεν μπορούσε να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις της.

    Το δεύτερο ερώτημα ήταν παρεμφερές προς το ερώτημα 1γ της υποθέσεως 107/88, Achterberg-te Riele κ.λπ. που προαναφέρθηκε με την απόφαση στην ανωτέρω υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι όσοι δεν εμπίπτουν στο άρθρο 2 της οδηγίας δεν μπορούν να επικαλούνται το άρθρο 4 αυτής. Με άλλες αποφάσεις του Δικαστηρίου σε άλλους τομείς επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι το προσωπικό ή καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και όχι το πεδίο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας στην οποία μεταφέρεται η οδηγία είναι εκείνο που ορίζει τα δυνάμενα να επικαλεστούν την οδηγία πρόσωπα.

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, παρέλκει η απάντηση επί του πρώτου ερωτήματος.

    2.

    Η ΟΑΑανόική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι, όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, το γεγονός ότι δεν αναγνωρίζεται σε εθνικό δικαστήριο το δικαίωμα αυτεπάγγελτης εφαρμογής μιας οδηγίας ισοδυναμεί με μη αναγνώριση του δεσμευτικού χαρακτήρα που το άρθρο 189 της Συνθήκης ΕΟΚ προσδίδει στο συγκεκριμένο τύπο πράξεως. Ένας ιδιώτης δεν μπορεί να επικαλεστεί διάταξη οδηγίας παρά μόνο εάν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να γεννά ευθέως υπέρ αυτού δικαιώματα. Με τη λογική αυτή, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αυτεπάγγελτη εξέταση από εθνικό δικαστήριο του ζητήματος αν η εν λόγω διάταξη οδηγίας μπορεί να εφαρμοστεί σε έννομη σχέση μεταξύ ιδιώτη και οργανισμού επιφορτισμένου με τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου στον τομέα που αφορά η οδηγία δεν αντίκειται προς το κοινοτικό δίκαιο.

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Ολλανδική Κυβέρνηση προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο πρώτο ερώτημα:

    « Όπως προκύπτει από τον δεσμευτικό χαρακτήρα που, σύμφωνα προς το άρθρο 189 της Συνθήκης ΕΟΚ, πρέπει να αναγνωριστεί στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ, το γεγονός ότι εθνικό δικαστήριο εφαρμόζει τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας στο πλαίσιο διαφορών αναγομένων στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως που έχουν υποβληθεί στην κρίση του, έστω και αν ο διάδικος δεν τις επικαλείται, δεν αντίκειται προς το κοινοτικό δίκαιο. »

    Ως προς το δεύτερο και τρίτο ερώτημα, η Ολλανδική Κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι, με την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Achterberg-te Riele κ.λπ., το Δικαστήριο όρισε το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας 79/7, σε συνάρτηση προς το άρθρο 2, που αφορά τον ενεργό πληθυσμό. Με την ίδια απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι όσοι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 δεν μπορούν να επικαλούνται το άρθρο 4 της οδηγίας.

    Κατόπιν αυτού, η Ολλανδική Κυβέρνηση προτείνει στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα:

    « Εξεταζόμενες από κοινού, οι διατάξεις της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ δεν απαγορεύουν σε εθνικό δικαστήριο να εφαρμόζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως επί όσων δεν εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 της εν λόγω οδηγίας. »

    3.

    Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, η Επιτροπή υπογραμμίζει τον κίνδυνο από τη μη ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου που θα μπορούσε να ανακύψει αν η εκτίμηση της συμφωνίας των εθνικών διατάξεων προς το κοινοτικό δίκαω έπρεπε να εξαρτάται από το αν ο ιδιώτης τις επικαλείται ενώπιον του Δικαστηρίου. Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εφαρμόζει το κοινοτικό δίκαιο στις περιπτώσεις όπου καλείται να επιλύσει τη διαφορά και εφόσον το επιτρέπει το δίκαιο αυτό.

    Επί του δευτέρου και τρίτου ερωτήματος, η Επιτροπή αναφέρεται και στην προαναφερθείσα υπόθεση Achterberg-te Riele κ.λπ. Η εν λόγω οδηγία 79/7 εφαρμόζεται μόνο στον ενεργό πληθυσμό, όπως ορίζεται στο άρθρο 2, ενώ από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 2 και 3 δεν μπορεί να συναχθεί η υποχρέωση των κρατών μελών να επεκτείνουν την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως στα πρόσωπα που δεν εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στα τρία υποβληθέντα ερωτήματα:

    « 1)

    Ο εθνικός δικαστής υποχρεώνεται να εκτιμά το σύμφωνο του εθνικού δικαίου προς οδηγία, η προθεσμία μεταφοράς της οποίας έχει λήξει, έστω και αν ο διάδικος δεν επικαλείται τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας.

    2)

    Ο διάδικος μπορεί να επικαλείται την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που εξαγγέλλει η οδηγία 79/7 μόνο εφόσον ο ίδιος εμπίπτει στην έννοια του ενεργού πληθυσμού, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, ανεξάρτητα από το αν δικαιούται παροχής εμπίπτουσας στο καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. »

    Υπόθεση C-89/90

    1.

    Το Sociale Verzekeringsbank του Άμστερνταμ παρατηρεί ότι, με την απόφαση του στην υπόθεση Achterberg-te Riele κ.λπ. που προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ήδη επί του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 79/7. Η σύζυγος του προσφεύγοντος της κυρίας δίκης ουδέποτε εξήλθε στην αγορά εργασίας και, συνακόλουθα, δεν είχε δικαίωμα να επικαλεστεί το άρθρο 4 αυτής. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο προσφεύγων της κυρίας δίκης δεν μπορεί πλέον να επικαλείται την εν λόγω διάταξη για να τύχει προστασίας κατά της φερομένης ως εισάγουσας δυσμενή διάκριση μεταχειρίσεως έναντι της συζύγου του, της οποίας φέρει τις οικονομικές συνέπειες.

    2.

    Η ΟΑλανοική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι η απαντωμένη στην ανωτέρω οδηγία 79/7 αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επικλήσεως εκ μέρους οποιουδήποτε ενδιαφερομένου, ανεξάρτητα από το αν η φερομένη μη εφαρμογή της αρχής αφορά τον ίδιο ή τη σύζυγο του, στο μέτρο που συνεπήχθη και για αυτόν δυσμενή συνέπεια. Η ανωτέρω λύση πάντως εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τόσο εκείνος που επικαλείται την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων όσο και ο σύζυγος του εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και διέπονται από νομικό σύστημα υπαγόμενο στο καθ' ύλη πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7. Συναφώς, η Ολλανδική Κυβέρνηση αναφέρεται και στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όπως αυτό προσδιορίστηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση στην υπόθεση Achterberg-te Riele κ.λπ. που προαναφέρθηκε, για να συναγάγει ότι στην υπόθεση της οποίας επελήφθη το παραπέμπον δικαστήριο η σύζυγος του προσφεύγοντος της κυρίας δίκης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάγεται στον ενεργό πληθυσμό κατά το άρθρο 2 της οδηγίας.

    Πάντως, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η σύζυγος του προσφεύγοντος της κυρίας δίκης εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, η Ολλανδική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι η φερομένη διαφορετική μεταχείριση δεν αντίκειται στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που απαντάται στο άρθρο 4 της οδηγίας. Η Ολλανδική Κυβέρνηση παραπέμπει συναφώς στις παρατηρήσεις που κατέθεσε επ' ευκαιρία του προδικαστικού ερωτήματος της υποθέσεως C-87/90 επί της θεμελιώδους διαφοράς μεταξύ ενός συστήματος προοδευτικής κτήσεως των δικαιωμάτων και ενός συστήματος που καλύπτει κινδύνους.

    3.

    Η Επιτροπή επαναλαμβάνει τις παρατηρήσεις που κατέθεσε επ' ευκαιρία της αποφάσεως C-88/90, υπογραμμίζοντας ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, που καθιερώνει η προαναφερθείσα οδηγία 79/7, δεν μπορεί να προβληθεί παρά μόνο όταν ο υφιστάμενος τη δυσμενή διάκριση εμπίπτει την έννοια του ενεργού πληθυσμού. Η σύζυγος του προσφεύγοντος της κυρίας δίκης δεν εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

    F. Α. Schockweiler

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 11ης Ιουλίου 1991 ( *1 )

    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-87/90, C-88/90 και C-89/90,

    που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, του Raad van Beroep te ' s-Hertogenbosch ( Κάτω Χώρες), με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    A. Verholen

    και

    Sociale Verzekeringsbank ( υπόθεση C-87/90 ),

    μεταξύ

    T. H. M. van Wetten-van Uden

    και

    Sociale Verzekeringsbank ( υπόθεση C-88/90 ),

    μεταξύ

    G. H. Heiderijk

    και

    Sociale Verzekeringsbank ( υπόθεση C-89/90 ),

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. C Rodríguez Iglesias και Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliét και F. Α. Schockweiler, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Μ. Darmon

    γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    το Sociale Verzekeringsbank του 'Αμστερνταμ, εκπροσωπούμενο από τους Ε. Η. Pijnacker Hordijk και Droogleever Fortuyn, δικηγόρους Άμστερνταμ και Χάγης αντιστοίχως,

    η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Β. R. Bot, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους René Barents και Karen Banks, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τους εκπροσώπους του Sociale Verzekeringsbank του Άμστερνταμ, της Ολλανδικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής που ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους κατά τη συνεδρίαση της 17ης Απριλίου 1991,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Μαΐου 1991,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με τρεις Διατάξεις της 30ής Ιανουαρίου και 15ης Φεβρουαρίου 1990, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 23 Μαρτίου 1990, το Raad van Beroep te ' s-Hertogenbosch ( Κάτω Χώρες ) υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160 ).

    2

    Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο τριών διαφορών μεταξύ Ολλανδών υπηκόων και του Sociale Verzekeringsbank του Άμστερνταμ ( ταμείου κοινωνικής ασφαλίσεως ) σχετικά με την εφαρμογή του γενικού νόμου περί συντάξεων γήρατος ( Algemene Ouderdomswet, Staatsblad, 281, στο εξής: AOW).

    3

    Όπως προκύπτει από τις δικογραφίες των κυρίων υποθέσεων, ο AOW καθιερώνει υπέρ των κατοίκων των Κάτω Χωρών καθώς και υπέρ όσων δεν κατοικούν αλλά υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος λόγω δραστηριότητας ασκούμενης στις Κάτω Χώρες, ηλικίας 65 ετών, γενικό σύστημα συντάξεως γήρατος, σύμφωνα με το οποίο τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα γεννώνται βάσει των διανυομένων περιόδων ασφαλίσεως. Κατά το εν λόγω σύστημα, το οποίο εφαρμοζόταν μέχρι την από 1ης Απριλίου 1985 ισχύουσα νομοθετική τροποποίηση, η έγγαμη γυναίκα, κάτοικος Κάτω Χωρών, ο σύζυγος της οποίας, επίσης κάτοικος Κάτω Χωρών, δεν ήταν ασφαλισμένος βάσει του AOW, λόγω του ότι ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα στην αλλοδαπή όπου και ήταν ασφαλισμένος, αποκλειόταν και η ίδια από την ασφάλιση για τις αντίστοιχες περιόδους- αντίθετα, ο έγγαμος άνδρας, κάτοικος Κάτω Χωρών, η σύζυγος του οποίου αποκλειόταν από την ασφάλιση, παρέμενε ασφαλισμένος στο ολλανδικό συνταξιοδοτικό σύστημα.

    4

    Ο δικαιούχος συντάξεως, του οποίου ο συντηρούμενος σύζυγος δεν συμπλήρωσε το 65ο έτος της ηλικίας του, λαμβάνει προσαυξημένη σύνταξη. Πάντως, η προσαύξηση μειώνεται ανάλογα με τον αριθμό των ετών κατά τη διάρκεια των οποίων ο συντηρούμενος σύζυγος δεν ήταν ασφαλισμένος.

    5

    Η Α. Verholen, προσφεύγουσα της κυρίας δίκης στην υπόθεση C-87/90, έλαβε, αφού άσκησε μισθωτή δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες μέχρι το 61ο έτος της ηλικίας της, πρόωρη σύνταξη γήρατος δυνάμει συστήματος συνδεομένου προς τη σύμβαση εργασίας της. Η Τ. Η. Μ. van Wetten-van Uden, προσφεύγουσα της κυρίας δίκης στην υπόθεση C-88/90, όπως και η σύζυγος του G. Η. Heiderijk, προσφεύγοντος της κύριας δίκης στην υπόθεση C-89/90, ουδέποτε άσκησαν επαγγελματική δραστηριότητα.

    6

    Το Sociale Verzekeringsbank αρνήθηκε να χορηγήσει στις Verholen και Van Wetten-Van Uden, προσφεύγουσες στις υποθέσεις C-87/90 και C-88/90, οι οποίες συμπλήρωσαν το 65ο έτος της ηλικίας τους, πλήρη σύνταξη, με την αιτιολογία ότι οι σύζυγοί τους, κάτοικοι Κάτω Χωρών, είχαν ασκήσει επί ορισμένες χρονικές περιόδους επαγγελματική δραστηριότητα στην αλλοδαπή όπου και ήταν ασφαλισμένοι. Οσον αφορά τον Heiderijk, προσφεύγοντα στην υπόθεση C-89/90, το ταμείο αποφάσισε τη μείωση της προσαυξήσεως της συντάξεως του γήρατος που δικαιούνταν λόγω συντηρούμενης συζύγου η οποία δεν συμπλήρωσε το 65ο έτος της ηλικίας της, ανάλογα με τον αριθμό των ετών κατά τα οποία η σύζυγος του δεν ήταν ασφαλισμένη, συμπεριλαμβανομένων εκείνων κατά τα οποία ο προσφεύγων είχε εργασθεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

    7

    Εκτιμώντας ότι οι ασκηθείσες κατά των αποφάσεων του Sociale Verzekeringsbank προσφυγές έθεταν ζήτημα ερμηνείας της οδηγίας 79/7, το Raad van Beroep te s-Hertogenbosch ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    2νψ υπόθεση C-87/90

    «Συμβιβάζεται με το άρθρο 4, παράγραφος 1 (και/ή το άρθρο 5) της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ το γεγονός ότι εθνική διάταξη, αποκλείουσα από την ασφάλιση βάσει του AOW αποκλειστικά και μόνο τις έγγαμες γυναίκες, εξακολουθεί να παράγει αποτελέσματα και μετά τις 22 Δεκεμβρίου 1984 υπό την έννοια ότι και μετά την ημερομηνία αυτή η σύνταξη των εν λόγω γυναικών μπορεί να μειωθεί λόγω υπάρξεως προϋποθέσεως περί ασφαλίσεως η οποία δεν ίσχυε για τους άνδρες; »

    Σνην νπόθεοη C-88/90

    «1)

    Κωλύεται το εθνικό δικαστήριο από το κοινοτικό δίκαιο να εξετάσει ( αυτεπαγγέλτως ) αν εθνική νομοθετική ρύθμιση συμβιβάζεται προς οδηγία της ΕΟΚ, της οποίας η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο έχει λήξει, ο δε διάδικος δεν επικαλείται την οδηγία αυτή ( π.χ. από άγνοια );

    2)

    Κωλύεται το εθνικό δικαστήριο από το κοινοτικό δίκαιο να εξετάσει αν εθνική νομοθετική ρύθμιση συμβιβάζεται προς οδηγία της ΕΟΚ, της οποίας η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο έχει λήξει, αν ο διάδικος δεν μπορεί να την επικαλεστεί, επειδή δεν εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της, μολονότι υπάγεται σε εθνική νομοθετική ρύθμιση την οποία καλύπτει η οδηγία αυτή;

    3)

    Αναφέρεται το άρθρο 2 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής ή πρέπει να θεωρηθεί ότι οριοθετεί ( πέραν της οριοθετήσεως του άρθρου 3 της οδηγίας) τις εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις που καλύπτει η οδηγία; »

    Στην υπόθεση C-89/90

    « Μπορεί στα πλαίσια ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δίκης ο διάδικος να επικαλεστεί το άρθρο 4, παράγραφος 1 ( και/ή το άρθρο 5 ) της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ, όταν υφίσταται τις συνέπειες μιας εθνικής διατάξεως που εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος της συζύγου του, η οποία δεν είναι διάδικος στην προαναφερθείσα δίκη; »

    8

    Με Διάταξη της 16ης Ιανουαρίου 1991, αποφασίστηκε η ένωση και συνεκδίκαση των υποθέσων C-87/90, C-88/90 και C-89/90 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

    9

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά των διαφορών στις κύριες δίκες, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    10

    Επειδή τα υποβληθέντα από το Raad van Beroep te ' s-Hertogenbosch ερωτήματα, στο πλαίσιο των υποθέσεων C-88/90 και C-89/90, αποσκοπούν στον προσδιορισμό των εξουσιών που διαθέτει το εθνικό δικαστήριο για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και των λεπτομερειών της εφαρμογής αυτής, πρέπει να προηγηθεί η απάντηση στα εν λόγω ερωτήματα της εξετάσεως του τιθεμένου στο πλαίσιο της υποθέσεως C-87/90 ερωτήματος, το οποίο αφορά το διαχρονικό πεδίο εφαρμογής της αρχής περί ίσης μεταχειρίσεως που καθιερώνει η οδηγία 79/7.

    Επί των ερωτημάτων της υποθέσεως C-88/90

    11

    Με το πρώτο ερώτημα στην υπόθεση C-88/90, το Raad van Beroep ερωτά αν το εθνικό δικαστήριο κωλύεται από το κοινοτικό δίκαιο να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως το αν εθνική κανονιστική ρύθμιση συνάδει προς οδηγία, της οποίας η προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο έληξε, εφόσον ο διάδικος δεν επικαλέστηκε ενώπιον του την εν λόγω οδηγία.

    12

    Πρέπει συναφώς να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ παρέχει στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα, ανάλογα δε με την περίπτωση επιβάλλει σ' αυτά την υποχρέωση, να υποβάλλουν προδικαστικό ερώτημα εφόσον διαπιστώνουν είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων ότι η ουσία της διαφοράς άπτεται ζητήματος εμπίπτοντος στο πρώτο εδάφιο του ( απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 1974 στην υπόθεση 166/73, Rheinmühlen, Jurispr. 1974, σ. 33, σκέψη 3 ).

    13

    Η δυνατότητα αυτή της αυτεπάγγελτης υποβολής προδικαστικού ερωτήματος κοινοτικού δικαίου προϋποθέτει ότι, κατά το εθνικό δικαστήριο, πρέπει να πρόκειται είτε για εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, με συνέπεια τη μη εφαρμογή, εφόσον απαιτείται, του εθνικού δικαίου, είτε για ερμηνεία του εθνικού δικαίου σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο.

    14

    Το ερώτημα αυτό μπορεί, ειδικότερα, να αφορά οδηγία που οι εθνικές αρχές δεν μετέφεραν στο εθνικό δίκαιο εντός των ταχθεισών προθεσμιών και που είναι υποχρεωτική για τα κράτη μέλη, οι ακριβείς και άνευ αιρέσεων διατάξεις της οποίας μπορούν, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, να τύχουν άμεσης εφαρμογής εκ μέρους εθνικού δικαστηρίου.

    15

    Επομένως, το αναγνωριζόμενο στον διάδικο δικαίωμα να επικαλείται ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου και υπό ορισμένες προϋποθέσεις οδηγία, της οποίας η προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο έληξε, δεν αποκλείει τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη την εν λόγω οδηγία, έστω και αν ο διάδικος δεν την επικαλέστηκε.

    16

    Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα της υποθέσεως C-88/90 προσήκει η απάντηση ότι το εθνικό δικαστήριο δεν κωλύεται από το κοινοτικό δίκαιο να εκτιμά αυτεπαγγέλτως το σύμφωνο εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως προς τις ακριβείς και άνευ αιρέσεων διατάξεις οδηγίας της οποίας έληξε η προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, αν ο διάδικος δεν επικαλείται ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου την εν λόγω οδηγία.

    17

    Με το δεύτερο ερώτημα στην υπόθεση C-88/90, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν μπορεί να εκτιμήσει το σύμφωνο του εθνικού δικαίου προς την οδηγία σε περίπτωση κατά την οποία ο διάδικος δεν εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, μολονότι υπάγεται σε εθνικό νομικό σύστημα καλυπτόμενο από την εν λόγω οδηγία.

    18

    Το ερώτημα αυτό εγείρει το αυτό πρόβλημα με εκείνο του σαφώς διατυπωμένου τρίτου ερωτήματος, με το οποίο το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 2 της οδηγίας 79/7 έχει την έννοια ότι αναφέρεται στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της ή, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του άρθρου 3, στην οριοθέτηση των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που καλύπτει η οδηγία.

    19

    Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι στην απόφαση της 27ης Ιουνίου 1989, συνεκδικα-σθείσες υποθέσεις 48/88, 106/88 και 107/88, Achterberg-te Riele κλπ. ( Συλλογή 1989, σ. 1963, σκέψη 9 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας καθορίζεται στο άρθρο 2 αυτής, δυνάμει του οποίου η οδηγία εφαρμόζεται επί του ενεργού πληθυσμού, επί των προσώπων που αναζητούν εργασία, καθώς και επί των εργαζομένων των οποίων η δραστηριότητα διεκόπη λόγω της επελεύσεως ενός από τους κινδύνους που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α, αυτής.

    20

    Πρέπει να διευκρινιστεί περαιτέρω ότι, όταν η διάταξη μιας οδηγίας, όπως εν προκειμένω το άρθρο 2 της οδηγίας 79/7, ορίζει επακριβώς όσους υπάγονται στις ευεργετικές διατάξεις της οδηγίας, το εθνικό δικαστήριο δεν μπορεί να επεκτείνει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της, με το αιτιολογικό ότι οι διάδικοι εμπίπτουν σε εθνικό σύστημα, όπως ο AOW, στο οποίο αναφέρεται άλλη διάταξη της οδηγίας αφορώσα το καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής της, όπως το άρθρο 3 της οδηγίας 79/7.

    21

    Επομένως, στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα της υποθέσεως C-88/90 προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 2 της οδηγίας 79/7 έχει την έννοια ότι αναφέρεται στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 αυτής.

    Επί του ερωτήματος της υποθέσεως C-89/90

    22

    Το τιθέμενο στην υπόθεση C-89/90 ερώτημα συνίσταται στο αν ο διάδικος μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου τις διατάξεις της οδηγίας 79/7, όταν υφίσταται τα αποτελέσματα εθνικής διατάξεως η οποία εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος της συζύγου του η οποία δεν είναι διάδικος στη συγκεκριμένη δίκη.

    23

    Πρέπει να διευκρινιστεί καταρχάς ότι το δικαίωμα επικλήσεως των διατάξεων της οδηγίας 79/7 δεν περιορίζεται στους διαδίκους οι οποίοι υπάγονται στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, στο μέτρο που δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι και άλλα πρόσωπα έχουν ενδεχομένως άμεσο συμφέρον για την τήρηση υπέρ των προστατευομένων προσώπων της αρχής περί απαγορεύσεως των διακρίσεων.

    24

    Μολονότι εναπόκειται, καταρχήν, στο εθνικό δίκαιο να προσδιορίζει τη νομιμοποίηση και το έννομο συμφέρον του διαδίκου να προσφύγει στη δικαιοσύνη, εντούτοις, το κοινοτικό δίκαιο απαιτεί η εθνική νομοθετική ρύθμιση να μη θίγει το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας ( βλ. απόφαση της 15ης Μαΐου 1986 στην υπόθεση222/84, Johnston, Συλλογή 1986, σ. 1651 απόφαοη της 15ης Οκτωβρίου 1987 στην υπόθεση 222/86, Heylens, Συλλογή 1987, σ. 4097 ) και η εφαρμογή της εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως να μη καθιστά πρακτικώς αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η κοινοτική δικαιοταξία (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983 στην υπόθεση 199/82, San Giorgio, Συλλογή 1983, σ. 3595 ).

    25

    Πάντως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο διάδικος, ο οποίος υφίσταται τα αποτελέσματα εθνικής διατάξεως που εισάγει δυσμενή διάκριση δεν έχει το δικαίωμα να επικαλεστεί την οδηγία 79/7 παρά μόνο σε περίπτωση κατά την οποία η σύζυγος του, σε βάρος της οποίας εφαρμόζεται η δυσμενής διάκριση, εμπίπτει και η ίδια στο πεδίο εφαρμογής της.

    26

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, στο τεθέν ερώτημα της υποθέσεως C-89/90 προσήκει η απάντηση ότι ο διάδικος μπορεί να επικαλείται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου τις διατάξεις της οδηγίας 79/7, οσάκις υφίσταται τα αποτελέσματα εθνικής διατάξεως που εισάγει διάκριση σε βάρος της συζύγου του, η οποία δεν είναι διάδικος στη δίκη εφόσον όμως η σύζυγος εμπίπτει και η ίδια στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

    Επί του ερωτήματος της υποθέσεως C-87/90

    27

    Το τιθέμενο στην υπόθεση C-87/90 ερώτημα αφορά το αν τα άρθρα 4, παράγραφος 1, και 5 της οδηγίας 79/7 απαγορεύουν τη διατήρηση, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας, των αποτελεσμάτων προγενέστερης εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως, η οποία απέκλειε υπό ορισμένες προϋποθέσεις τις έγγαμες γυναίκες από το πλεονέκτημα της ασφαλίσεως γήρατος.

    28

    Πρέπει να θπομνηστει ότι, με την απόφαση της 24ης Ιουνίου 1987 στην υπόθεση 384/85, Borrie Clark (Συλλoνή 1987, σ. 2865), το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η οοηγία 79/7 δεν προέβλεψε καμία παρέκκλιση από την, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, αυτής, αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, οπότε αποκλείεται η παράταση των αποτελεσμάτων προγενεστέρων εθνικών διατάξεων που εισάγουν δυσμενή διάκριση Με την απόφαση της 8ης Μαρτίου 1988 στην υπόθεση 80/87, Dik κ.λπ. (Συλλογή 1988 σ. 1601 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι μετά τις 23 Δεκεμβρίου 1984 τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν καταστάσεις εισάγουσες άνιση μεταχείριση οφειλόμενες στο γεγονός ότι οι απαιτούμενες για τη γένεση του δικαιώματος λήψεως παροχών προϋποθέσεις προηγούνται της ημερομηνίας αυτής.

    29

    Η Ολλανδική Κυβέρνηση και το Sociale Verzekeringsbank παρατηρούν κακώς ότι η νομολογία αυτή, εφαρμοζόμενη στο πλαίσιο των καλυπτόντων κινδύνους συστημάτων, δεν μπορεί να μεταφερθεί στα βασιζόμενα στην καταβολή εισφορών ασφαλιστικά συστήματα, όπως το σύστημα του AOW. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις της οδηγίας 79/7, όπως και οι αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 1987 στην υπόθεση Borne Clarke και της 8ης Μαρτίου 1988 στην υπόθεση Dik κ.λπ. που προαναφέρθηκαν, θέτουν σαφέστατα την αρχή της απαγορεύσεως οποιασδήποτε δυσμενούς διακρίσεως μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφόρων συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως.

    30

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, στο τιθέμενο στην υπόθεση C-87/90 ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι η οδηγία 79/7 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο που ορίζεται στο άρθρο 8 αυτής, τα αποτελέσματα προγενέστερης εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως, η οποία απέκλειε υπό ορισμένες προϋποθέσεις τις έγγαμες γυναίκες από το πλεονέκτημα της υπαγωγής τους στην ασφάλιση γήρατος.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    31

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κυρίων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Raad van Beroep te ' s-Hertogenbosch, με Διατάξεις της 30ής Ιανουαρίου και 15ης Φεβρουαρίου 1990, αποφαίνεται:

     

    1)

    Εθνικό δικαστήριο δεν κωλύεται από το κοινοτικό δίκαιο να εκτιμά αυτεπαγγέλτως το σύμφωνο εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως προς τις ακριβείς και άνευ αιρέσεων διατάξεις οδηγίας, της οποίας έληξε η προθεσμία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, αν ο διάδικος δεν επικαλείται ενώπιον του την εν λόγω οδηγία.

     

    2)

    Το άρθρο 2 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, έχει την έννοια ότι αναφέρεται στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 αυτής.

     

    3)

    Ο διάδικος μπορεί να επικαλείται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου τις διατάξεις της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ, οσάκις υφίσταται τα αποτελέσματα εθνικής διατάξεως που εισάγει διάκριση σε βάρος της συζύγου του, η οποία δεν είναι διάδικος στη δίκη, εφόσον όμως η σύζυγος εμπίπτει και η ίδια στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

     

    4)

    Η οδηγία 79/7/ΕΟΚ έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο που ορίζεται στο άρθρο 8 αυτής, τα αποτελέσματα προγενέστερης εθνικής νομοθετικής ρυθμίσεως, η οποία απέκλειε υπό ορισμένες προϋποθέσεις τις έγγαμες γυναίκες από το πλεονέκτημα της υπαγωγής τους στην ασφάλιση γήρατος.

     

    Due

    Rodríguez Iglesias

    Diez de Velasco

    Slynn

    Κακούρη

    Joliét

    Schockweiler

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουλίου 1991.

    Ο Γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο Πρόεδρος

    O. Due


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top