Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61990CJ0063

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Οκτωβρίου 1992.
    Πορτογαλική Δημοκρατία και Βασίλειο της Ισπανίας κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Αλιεία - Κανονισμός για την κατανομή των ποσοστώσεων αλιείας μεταξύ κρατών μελών - Πράξη προσχωρήσεως της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-63/90 και C-67/90.

    Συλλογή της Νομολογίας 1992 I-05073

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1992:381

    61990J0063

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 13ΗΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1992. - ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ ΚΑΤΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΑΛΙΕΙΑ - ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ TΗΝ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΠΟΣΟΣΤΩΣΕΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ - ΠΡΑΞΗ ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑΣ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-63/90 ΚΑΙ C-67/90.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1992 σελίδα I-05073
    Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I-00123
    Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I-00125


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Γεωργία * Κοινή γεωργική πολιτική * Κανονισμοί * Διαδικασία εκδόσεως * Διάκριση μεταξύ βασικών κανονισμών και εκτελεστικών κανονισμών *Εκτελεστικός κανονισμός που θεσπίστηκε βάσει της προβλεπομένης από τον βασικό κανονισμό διαδικασίας * Νομιμότητα

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 43 PAR 2, εδ. 3)

    2. Πράξεις των οργάνων * Αιτιολογία * Υποχρέωση * Περιεχόμενο * Κανονισμοί

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 190)

    3. Αλιεία * Διατήρηση των θαλασσίων πόρων * Καθεστώς ποσοστώσεων αλιείας * Κατανομή μεταξύ των κρατών μελών του όγκου των διαθεσίμων αλιευμάτων * Επιταγή διασφαλίσεως της σχετικής σταθερότητας * Εφαρμογή * Σταθερότητα της κλίμακας κατανομής * Υποχρέωση του Συμβουλίου να προβεί σε νέα κατανομή σε περίπτωση αυξήσεως αποθέματος * Δεν συντρέχει

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 43 PAR 2, εδ. 3 κανονισμός 170/83 του Συμβουλίου, άρθρα 4 και 11)

    4. Προσχώρηση νέων κρατών μελών στις Κοινότητες * Ισπανία * Πορτογαλία * Αλιεία * Τήρηση του κοινοτικού κεκτημένου * Αρχή της σχετικής σταθερότητας της κατανομής των πόρων * Εφαρμογή στους εξωτερικούς πόρους

    (Πράξη προσχωρήσεως του 1985, άρθρα 2, 167 και 354 κανονισμός 170/83 του Συμβουλίου)

    5. Κοινοτικό δίκαιο * Αρχές * 'Ιση μεταχείριση * Διάκριση λόγω ιθαγενείας * Απαγόρευση * Αποκλεισμός, για το έτος 1990, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας από την κατανομή των ποσοστώσεων αλιείας της Κοινότητας εντός των υδάτων της Γροιλανδίας * Παραδεκτό

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 7 κανονισμός 4054/89 του Συμβουλίου)

    Περίληψη


    1. Δεν μπορεί να απαιτείται από το Συμβούλιο να θεσπίζει όλες τις λεπτομέρειες των κανονισμών που αφορούν την κοινή γεωργική πολιτική σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 43 της Συνθήκης. Η εν λόγω διάταξη τηρείται εφόσον τα ουσιώδη στοιχεία του υπό ρύθμιση θέματος θεσπίστηκαν σύμφωνα με τη διαδικασία που αυτή προβλέπει αντιθέτως, οι εκτελεστικές διατάξεις των βασικών κανονισμών μπορούν να θεσπίζονται από το Συμβούλιο με διαφορετική διαδικασία.

    Δεν συνιστά, για αυτόν τον λόγο, παράβαση της εν λόγω διατάξεως η θέσπιση από το Συμβούλιο εκτελεστικού κανονισμού βάσει της προβλεπομένης από τον βασικό κανονισμό διαδικασίας.

    2. Η αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 190 της Συνθήκης πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της οικείας πράξεως. Πρέπει να αποτυπώνει σαφώς και απεριφράστως τη συλλογιστική της κοινοτικής αρχής, εκδότη της πράξεως, ώστε να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του. Δεν απαιτείται, ωστόσο, η αιτιολογία της πράξεως να εξειδικεύει τα διάφορα πραγματικά ή νομικά δεδομένα που αποτελούν το αντικείμενό της, εφόσον η πράξη αυτή εντάσσεται στο συστηματικό πλαίσιο του συνόλου του οποίου αποτελεί μέρος.

    3. Η επιταγή διασφαλίσεως σχετικής σταθερότητας της κατανομής μεταξύ των κρατών μελών των διαθεσίμων στην Κοινότητα αλιευτικών δυνατοτήτων σε περίπτωση περιορισμού των αλιευτικών δραστηριοτήτων, που θέτει το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 170/83, πρέπει να θεωρηθεί ότι σημαίνει τη διατήρηση σταθερού ποσοστού για κάθε κράτος μέλος στο πλαίσιο της κατανομής. Η κλίμακα κατανομής που καθορίστηκε αρχικώς, δυνάμει της εν λόγω διατάξεως και κατά την προβλεπόμενη από το άρθρο 11 του ιδίου κανονισμού διαδικασία, εξακολουθεί να εφαρμόζεται, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τροποποιητικός κανονισμός σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 43 της Συνθήκης διαδικασία.

    Η αρχή της σχετικής σταθερότητας των αλιευτικών δραστηριοτήτων δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεπαγόμενη την υποχρέωση του Συμβουλίου να προβαίνει σε νέα κατανομή, κάθε φορά που διαπιστώνεται διακύμανση προς τα άνω ορισμένου αποθέματος και ενώ το εν λόγω απόθεμα αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της αρχικής κατανομής.

    4. Το άρθρο 2 της πράξεως προσχωρήσεως της Ισπανίας και της Πορτογαλίας προβλέπει ότι, από την προσχώρηση, οι διατάξεις των ιδρυτικών Συνθηκών και οι πράξεις των οργάνων των Κοινοτήτων που θεσπίστηκαν πριν από την προσχώρηση δεσμεύουν τα νέα κράτη μέλη και εφαρμόζονται με τους όρους που προβλέπονται στις Συνθήκες και στην ίδια την πράξη προσχωρήσεως. 'Οσον αφορά την αλιεία, και ιδίως τους εξωτερικούς πόρους, η ίδια πράξη (άρθρο 167 όσον αφορά την Ισπανία και άρθρο 354 όσον αφορά την Πορτογαλία) προβλέπει σύστημα εντάξεως που περιορίζεται στην ανάληψη, από την Κοινότητα, της διαχειρίσεως των συμφωνιών αλιείας που έχουν συνάψει προηγουμένως με τρίτες χώρες τα νέα κράτη μέλη, καθώς και την προσωρινή διατήρηση, από τα νέα κράτη μέλη, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις εν λόγω συμφωνίες μέχρις ότου το Συμβούλιο λάβει τις κατάλληλες αποφάσεις για τη διατήρηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων που προκύπτουν από τις εν λόγω συμφωνίες. Υπ' αυτές τις συνθήκες, σύμφωνα με το άρθρο 2 της εν λόγω πράξεως προσχωρήσεως, επιβάλλεται η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου και ιδιαίτερα της αρχής της σχετικής σταθερότητας, όπως καθιερώνεται με τον ερμηνευθέντα από το Δικαστήριο κανονισμό 170/83.

    Καίτοι η πράξη προσχωρήσεως δεν έθιξε την υφιστάμενη κατάσταση στο θέμα της κατανομής των εξωτερικών αλιευτικών πόρων, είναι δεδομένο ότι, από την προσχώρηση, η Πορτογαλία και η Ισπανία τελούν στην ίδια κατάσταση με τα άλλα κράτη μέλη που δεν επωφελήθηκαν από την αρχική κατανομή. Τα δύο αυτά κράτη έχουν, επομένως, το δικαίωμα να συμμετάσχουν στην κατανομή νέων αλιευτικών δυνατοτήτων, διαθεσίμων δυνάμει συναφθεισών με τρίτες χώρες συμφωνιών μετά την προσχώρηση, και μπορούν να προβάλουν τις αξιώσεις τους όπως και τα άλλα κράτη μέλη επ' ευκαιρία ενδεχόμενης αναθεωρήσεως του συστήματος.

    5. Ο αποκλεισμός, με τον κανονισμό 4054/89, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας από την κατανομή, για το έτος 1990, των ποσοστώσεων αλιείας της Κοινότητας στα ύδατα της Γροιλανδίας δεν συνιστά διάκριση λόγω ιθαγενείας, απαγορευόμενη κατά το άρθρο 7 της Συνθήκης, διότι η κατάσταση των εν λόγω δύο κρατών μελών δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη των άλλων κρατών μελών, δικαιούχων της εν λόγω κατανομής, αν ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο της πράξεως προσχωρήσεως του 1985 ως προς την ένταξη των νέων κρατών μελών στην κοινή αλιευτική πολιτική.

    Αφενός, τα νέα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλεστούν περιστάσεις προγενέστερες της προσχωρήσεως, ιδίως δε τις αλιευτικές τους δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, για να αμφισβητήσουν το κοινοτικό κεκτημένο, εφόσον η πράξη προσχωρήσεως δεν μετέβαλε την υφιστάμενη κατάσταση στον τομέα της κατανομής των εξωτερικών πόρων. Αφετέρου, από την προσχώρησή τους, ακόμα και αν μετά την προσχώρηση δεν έχουν πλέον αρμοδιότητα να συνάπτουν αυτοτελείς συμφωνίες και αν δεν έλαβαν αντάλλαγμα για τους εξωτερικούς πόρους που συνεισέφεραν στην Κοινότητα, αυτά τα κράτη τελούν στην ίδια κατάσταση με τα κράτη μέλη που αποκλείστηκαν από τις κατανομές δυνάμει της αρχής της σχετικής σταθερότητας των αλιευτικών δραστηριοτήτων, που συγκεκριμενοποιήθηκε, όσον αφορά τις συναφθείσες πριν από την προσχώρηση συμφωνίες, με την πραγματοποιηθείσα το 1983 κατανομή.

    Διάδικοι


    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-63/90 και C-67/90,

    Πορτογαλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους Joao Mota de Campos, καθηγητή, Luis Ines Fernandes, διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας της Γενικής Διευθύνσεως Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών, Marcelo Vasconcelos, διευθυντή του Γραφείου Μελετών και Προγραμματισμού του Υπουργείου Γεωργίας, Αλιείας και Επισιτισμού, και την Maria Luisa Duarte, νομική σύμβουλο της Γενικής Διευθύνσεως Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων του Υπουργείου Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Πορτογαλίας, 33, allee Scheffer,

    και

    Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο αρχικά από τον Carlos Bastarreche Saguees και στη συνέχεια από τον Alberto Navarro Gonzalez, γενικό διευθυντή του Κοινοτικού Νομικού και Θεσμικού Συντονισμού, και την Rosario Silva de Lapuerta, abogado del Estado, προϊσταμένη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, επιφορτισμένη με την εκπροσώπηση της Ισπανικής Κυβερνήσεως ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ισπανίας, 4-6, boulevard E. Servais,

    προσφεύγοντες,

    κατά

    Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένου από τους Arthur Alan Dashwood, διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας, και John Garbery, νομικό σύμβουλο, επικουρουμένους, αφενός, από τον Jorge Monteiro και κατόπιν από τον Amadeu Lopes Sabino και, αφετέρου, από τον German-Luis Ramos Ruano, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Xavier Herlin, διευθυντή της Διευθύνσεως Νομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer, Kirchberg,

    καθού,

    υποστηριζομένου από τους

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Robert Caspar Fischer και, αντιστοίχως, από τους Herculano Lima και Francisco Jose Santaolalla, νομικούς συμβούλους, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Roberto Hayder, εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους Ernst Roeder, Regierungsdirektor στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και Joachim Karl, Oberregierungsrat στο ίδιο υπουργείο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, 20-22, avenue Emile Reuter,

    Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον J. E. Collins, του Treasury Solicitor' s Department, επικουρούμενο από τον Christopher Vajda, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου, 14, boulevard Roosevelt,

    παρεμβαίνοντες,

    που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 4054/89 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1989, για την κατανομή, για το 1990, των ποσοστώσεων αλιείας της Κοινότητας στα ύδατα της Γροιλανδίας (ΕΕ 1989, L 389, σ. 65),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους O. Due, Πρόεδρο, Κ. Ν. Κακούρη και M. Zuleeg, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, R. Joliet, J. C. Moitinho de Almeida και Μ. Diez de Velasco, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: C. Ο. Lenz

    γραμματέας: Δ. Τριανταφύλλου, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις αγορεύσεις των εκπροσώπων των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 18ης Φεβρουαρίου 1992,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαΐου 1992,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 και 16 Μαρτίου 1990 αντιστοίχως, η Πορτογαλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Ισπανίας άσκησαν, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητούν την ακύρωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 4054/89 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1989, για την κατανομή, για το 1990, των ποοστώσεων αλιείας της Κοινότητας στα ύδατα της Γροιλανδίας (ΕΕ 1989, L 389, σ. 65). Ο εν λόγω κανονισμός αποτελεί συνέχεια της συμφωνίας αλιείας μεταξύ της Κοινότητας, αφενός, και της Κυβερνήσεως της Δανίας και της τοπικής Κυβερνήσεως της Γροιλανδίας, αφετέρου (ΕΕ 1985, L 29, σ. 9), και του πρωτοκόλλου για τις προβλεπόμενες στην προαναφερθείσα συμφωνία προϋποθέσεις ασκήσεως της αλιείας (ΕΕ 1989, L 389, σ. 83), ήτοι τις παραχωρούμενες στην Κοινότητα ποσοστώσεις αλιείας στα ύδατα της Γροιλανδίας από 1ης Ιανουαρίου 1990 έως 31 Δεκεμβρίου 1994.

    2 Το Συμβούλιο εξέδωσε τον επίδικο κανονισμό βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού (ΕΟΚ) 170/83 του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 1983, περί θεσπίσεως κοινοτικού καθεστώτος διατηρήσεως και διαχειρίσεως των αλιευτικών πόρων (ΕΕ 1983, L 24, σ. 1). Το εν λόγω καθεστώς προβλέπει, μεταξύ άλλων, μέτρα διατηρήσεως, τα οποία, κατά το άρθρο 2, μπορούν κυρίως να περιλαμβάνουν τον περιορισμό της αλιευτικής δραστηριότητας, ιδίως με μείωση των αλιευμάτων.

    3 Συναφώς, το άρθρο 3 του κανονισμού 170/83 ορίζει ότι, οσάκις για ένα ή περισσότερα συγγενή είδη καθίσταται αναγκαία η μείωση της ποσότητας των αλιευμάτων, τότε καθορίζεται ετησίως το σύνολο των επιτρεπομένων αλιευμάτων, ανά απόθεμα ή ομάδα αποθεμάτων (στο εξής: ΤΑC), το διατιθέμενο στην Κοινότητα μερίδιο, καθώς και, ενδεχομένως, το σύνολο των αλιευμάτων που αναλογούν στις τρίτες χώρες και οι ειδικοί όροι υπό τους οποίους πρέπει να ασκείται η αλιεία. Το διατιθέμενο στην Κοινότητα μερίδιο αυξάνει κατά το σύνολο των αλιευομένων από την Κοινότητα ποσοτήτων στα ύδατα που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία ή κυριαρχία των κρατών μελών.

    4 Εξάλλου, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 170/83 προβλέπει ότι "η διατιθέμενη υπέρ της Κοινότητας ποσότητα αλιευμάτων, που αναφέρεται στο άρθρο 3, κατανέμεται μεταξύ των κρατών μελών, κατά τρόπο που να εξασφαλίζει για κάθε κράτος μέλος σχετική σταθερότητα των δραστηριοτήτων που ασκούνται για κάθε απόθεμα". Η παράγραφος 2 του ιδίου άρθρου προβλέπει, εξάλλου, ότι το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 43 της Συνθήκης και με βάση την έκθεση για την κατάσταση της αλιείας στην Κοινότητα που η Επιτροπή όφειλε να υποβάλει πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1991, την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των παρακτίων περιοχών, την κατάσταση των αποθεμάτων, καθώς και την πιθανή εξέλιξή τους, θεσπίζει τις προσαρμογές που μπορεί να είναι αναγκαίες για την κατανομή των πόρων μεταξύ των κρατών μελών.

    5 Τέλος, το άρθρο 11 του κανονισμού 170/83 ορίζει ότι η επιλογή των μέτρων διατηρήσεως, ο καθορισμός των ΤΑC και της διατιθέμενης στην Κοινότητα ποσότητας και η κατανομή της εν λόγω ποσότητας θεσπίζονται από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής. Οι κανονισμοί που καθορίζουν τα ΤΑC για τα είδη εκείνα ιχθύων των οποίων επιβάλλεται η διατήρηση και κατανέμουν την ποσότητα των διατιθεμένων στην Κοινότητα αλιευμάτων μεταξύ των κρατών μελών εκδίδονται κατ' έτος, σ' αυτή τη βάση, από το 1983.

    6 Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 172/83 του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 1983, περί καθορισμού για το 1982, για ορισμένα αποθέματα ιχθύων και ομάδες αποθεμάτων ιχθύων που απαντούν στην αλιευτική ζώνη της Κοινότητας, του συνόλου των επιτρεπομένων αλιευμάτων, του μεριδίου της Κοινότητας επί των αλιευμάτων αυτών, της κατανομής του μεριδίου μεταξύ των κρατών μελών και των όρων υπό τους οποίους αλιεύεται το σύνολο των επιτρεπομένων αλιευμάτων (ΕΕ 1983, L 24, σ. 30), το Συμβούλιο προέβη στην κατανομή των διαθεσίμων πόρων στα κοινοτικά ύδατα σε συνάρτηση με τα διαλαμβανόμενα στις αιτιολογικές σκέψεις του εν λόγω κανονισμού κριτήρια: παραδοσιακές αλιευτικές δραστηριότητες, ειδικές ανάγκες των περιοχών όπου οι τοπικοί πληθυσμοί είναι ιδιαίτερα εξαρτημένοι από τις αλιευτικές και τις συναφείς βιομηχανίες και απώλεια της δυνατότητας αλιεύσεως στα ύδατα τρίτων χωρών.

    7 Τα ίδια αυτά κριτήρια χρησίμευσαν ως βάση για την κατανομή των διαθεσίμων πόρων, εκτός των κοινοτικών υδάτων, δυνάμει συμφωνιών που συνήφθησαν με τρίτες χώρες και αποτέλεσαν αντικείμενο διαφόρων κανονισμών του Συμβουλίου. Πρόκειται ειδικότερα για τον κανονισμό (ΕΟΚ) 173/83, της 25ης Ιανουαρίου 1983, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 370/82, περί διαχειρίσεως και ελέγχου ορισμένων ποσοστώσεων αλιείας που χορηγούνται, για το έτος 1982, στα σκάφη που φέρουν σημαία ενός των κρατών μελών και αλιεύουν στη ζώνη διακανονισμού που καθορίζεται στη σύμβαση ΝΑFΟ (ΕΕ 1983, L 24, σ. 68), τον κανονισμό 174/83, περί κατανομής μεταξύ των κρατών μελών των ποσοστώσεων αλιείας που έχουν χορηγηθεί για το 1982 στην Κοινότητα στο πλαίσιο της αλιευτικής συμφωνίας μεταξύ της Κοινότητας και του Καναδά (ΕΕ 1983, L 24, σ. 70), τον κανονισμό 175/83, περί κατανομής μεταξύ των κρατών μελών ορισμένων ποσοστώσεων αλιείας για τα σκάφη που αλιεύουν στην οικονομική ζώνη της Νορβηγίας και στην αλιευτική ζώνη που κείται γύρω από το Jan Mayen (EE 1983, L 24, σ. 72), και τους κανονισμούς 176/83 και 177/83, περί κατανομής μεταξύ των κρατών μελών των ποσοστώσεων αλιείας για τα σκάφη που αλιεύουν στα ύδατα της Σουηδίας (ΕΕ 1983, L 24, σ. 75) και στα ύδατα των νήσων Φερόε (EE 1983, L 24, σ. 77).

    8 Τα ποσοστά κατανομής, που καθορίστηκαν με γνώμονα τις αλιευτικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς 1973-1978 και αντιστοιχούσαν σε επιτραπείσες ποσότητες, δεν τροποποιήθηκαν από το 1983 και χρησιμοποιήθηκαν για όλες τις κατανομές που μεσολάβησαν. Η προσχώρηση της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Ισπανίας στην Κοινότητα, την 1η Ιανουαρίου 1986, δεν οδήγησε σε καμία τροποποίηση της κλίμακας κατανομής, τα δε δύο νέα κράτη μέλη αποκλείσθηκαν από αυτήν.

    9 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς η εφαρμοστέα κοινοτική κανονιστική ρύθμιση, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    10 Προς στήριξη των προσφυγών τους, τα προσφεύγοντα κράτη επικαλούνται σειρά λόγων ακυρώσεως που μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες αφορώσες την παράβαση ουσιώδους τύπου, την παραβίαση της αρχής της σχετικής σταθερότητας των αλιευτικών δραστηριοτήτων και την παραβίαση γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου.

    Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από την παράβαση ουσιώδους τύπου

    11 Η Πορτογαλική Δημοκρατία ισχυρίζεται, καταρχάς, ότι ο επίδικος κανονισμός εκδόθηκε κατά παράβαση της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 43 της Συνθήκης, στο οποίο, άλλωστε, δεν γίνεται καμία παραπομπή. Ισχυρίζεται, συναφώς, ότι η επιταγή της ασφαλείας δικαίου δεν ικανοποιείται ούτε από την παραπομπή στη Συνθήκη ΕΟΚ στο σύνολό της ούτε από την παραπομπή στον προαναφερθέντα κανονισμό 170/83.

    12 Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι ο επίδικος κανονισμός εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης, εφόσον δεν διευκρινίζει ποιοι είναι οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που οδήγησαν το Συμβούλιο στο να κατανείμει τα διαθέσιμα αλιεύματα μεταξύ ορισμένων κρατών μελών, αποκλείοντας συγχρόνως άλλα, όπως τα προσφεύγοντα κράτη, τα οποία, ωστόσο, είχαν εκδηλώσει προς τούτο το ενδιαφέρον τους.

    13 Η Πορτογαλική Δημοκρατία ισχυρίζεται, τέλος, ότι ο επίδικος κανονισμός εκδόθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος, έστω και προσωρινής, του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου για τα διαθέσιμα αλιεύματα στα ύδατα της Γροιλανδίας. Τονίζει, συναφώς, ότι το εν λόγω πρωτόκολλο εγκρίθηκε τυπικά εξ ονόματος της Κοινότητας μόνο δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 2647/90 του Συμβουλίου, της 16ης Ιουλίου 1990, για τη σύναψη του δευτέρου πρωτοκόλλου (ΕΕ 1990, L 252, σ. 1), που προαναφέρθηκε, και ότι η προσωρινή εφαρμογή του αποφασίσθηκε κατόπιν κοινής συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών στις 21 Δεκεμβρίου 1989.

    14 Ως προς τη νομική βάση του επιδίκου κανονισμού, παρατηρείται ότι αυτός βασίζεται ρητώς στο προαναφερθέν άρθρο 11 του κανονισμού 170/83, το οποίο, αναφερόμενο ιδίως στο άρθρο 4, παράγραφος 1, παρέχει στο Συμβούλιο την εξουσία να καθορίζει, με ειδική πλειοψηφία και κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, την κατανομή μεταξύ των κρατών μελών της ποσότητας των διατιθεμένων στην Κοινότητα αλιευμάτων. Δεδομένου ότι ο κανονισμός 170/83 βασίζεται στο άρθρο 43 της Συνθήκης, το άρθρο του 11 αποτελεί πρόσφορη και επαρκή νομική βάση για την έκδοση του επιδίκου κανονισμού. Πράγματι, όπως το Δικαστήριο έκρινε με την απόφαση της 16ης Ιουνίου 1987 στην υπόθεση 46/86, Romkes (Συλλογή 1987, σ. 2681, σκέψη 16), δεν μπορεί να απαιτείται από το Συμβούλιο να θεσπίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 43 της Συνθήκης, όλες τις λεπτομέρειες των κανονισμών που αφορούν την κοινή γεωργική πολιτική αντιθέτως, οι απαιτήσεις της εν λόγω διατάξεως ικανοποιούνται άπαξ και τα ουσιώδη στοιχεία του υπό ρύθμιση θέματος αποφασίστηκαν σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει η Συνθήκη οι εκτελεστικές διατάξεις των βασικών κανονισμών μπορούν να θεσπίζονται από το Συμβούλιο με διαφορετική διαδικασία, όπως προβλέπει το προαναφερθέν άρθρο 11.

    15 Επομένως, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

    16 'Οσον αφορά την προβαλλομένη έλλειψη, στις αιτιολογικές σκέψεις του επιδίκου κανονισμού, οποιασδήποτε διευκρινίσεως ως προς τους πραγματικούς και νομικούς λόγους που οδήγησαν το Συμβούλιο να προβεί στην κατανομή ευνοώντας ορισμένα κράτη μέλη και αποκλείοντας από αυτήν ιδίως τα προσφεύγοντα κράτη, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 190 της Συνθήκης πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της οικείας πράξεως. Πρέπει να αποτυπώνει σαφώς και απεριφράστως τη συλλογιστική της κοινοτικής αρχής, εκδότη της πράξεως, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το Δικαστήριο να είναι σε θέση να ασκεί τον έλεγχό του. 'Οπως, άλλωστε, προκύπτει από τη νομολογία αυτή, δεν απαιτείται η αιτιολογία μιας πράξεως να εξειδικεύει τα διάφορα πραγματικά ή νομικά δεδομένα που αποτελούν το αντικείμενό της, εφόσον η πράξη εμπίπτει στο συστηματικό πλαίσιο του συνόλου του οποίου αποτελεί μέρος (βλ., ιδίως, την απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1986 στην υπόθεση 250/84, Eridania (Συλλογή 1986, σ. 117, σκέψεις 37 και 38).

    17 Η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του επιδίκου κανονισμού αναφέρεται ρητώς στο ουσιώδες κριτήριο κάθε κατανομής αλιευτικών πόρων, ήτοι στην εξασφάλιση υπέρ κάθε κράτους μέλους σχετικής σταθερότητας των οικείων αλιευτικών δραστηριοτήτων, όπως προβλέπει το προαναφερθέν άρθρο 4 του κανονισμού 170/83. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο επίδικος κανονισμός εντάσσεται σε σειρά κανονισμών, ορισμένοι από τους οποίους εκδόθηκαν μετά την προσχώρηση και στα πλαίσια των οποίων εφαρμόζεται το ίδιο βασικό κριτήριο. Πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ότι ο επίδικος κανονισμός ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 190 της Συνθήκης περί αιτιολογήσεως, όπως αυτές υπενθυμίστηκαν ανωτέρω.

    18 Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

    19 Τέλος, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από το γεγονός ότι ο επίδικος κανονισμός εκδόθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος, έστω και προσωρινής, του δευτέρου πρωτοκόλλου, για τα διαθέσιμα αλιεύματα στα ύδατα της Γροιλανδίας, είναι και αυτός απορριπτέος. Αρκεί, πράγματι, η διαπίστωση ότι, εν πάση περιπτώσει και σύμφωνα με το άρθρο 3, ο εν λόγω κανονισμός τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1990, ήτοι την ίδια ημέρα με το πρωτόκολλο δυνάμει της αποφάσεως 89/650/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1989, για τη σύναψη της συμφωνίας υπό μορφή ανταλλαγής επιστολών σχετικά με την προσωρινή εφαρμογή του πρωτοκόλλου (ΕΕ 1989, L 389, σ. 80).

    20 'Οπως προκύπτει από τις προηγούμενες σκέψεις, οι λόγοι ακυρώσεως που αντλούνται από την παράβαση ουσιώδους τύπου πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

    Επί του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της σχετικής σταθερότητας των αλιευτικών δραστηριοτήτων.

    21 Τα προσφεύγοντα κράτη υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας τον επίδικο κανονισμό, που τα αποκλείει από την κατανομή, εφήρμοσε με μεγάλη αυστηρότητα και, επομένως, κακώς την αρχή της σχετικής σταθερότητας των αλιευτικών δραστηριοτήτων του προαναφερθέντος άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 170/83, κατά το μέτρο που δεν έλαβε υπόψη του τις θεμιτές αξιώσεις τους να προσποριστούν διαθεσίμους εκτός της Κοινότητας αλιευτικούς πόρους που παραχωρήθηκαν σ' αυτήν στο σύνολό της.

    22 Προς στήριξη του ισχυρισμού τους, τα προσφεύγοντα κράτη προβάλλουν στην ουσία τρία επιχειρήματα.

    23 Πρώτον, τονίζουν ότι το δεύτερο πρωτόκολλο της συμφωνίας με τη Γροιλανδία προσέφερε στην Κοινότητα, σε σχέση με το πρώτο πρωτόκολλο του 1985, αισθητή αύξηση των αλιευτικών δυνατοτήτων, κυρίως 7 500 επιπλέον τόνους για τον γάδο. Η εν λόγω αύξηση έπρεπε να οδηγήσει το Συμβούλιο να συμπεριλάβει τα προσφεύγοντα κράτη στην κατανομή, χωρίς να θίξει τα συμφέροντα των κρατών μελών που ήδη έκαναν χρήση του σχετικού δικαιώματος.

    24 Δεύτερον, τα προσφεύγοντα κράτη θεωρούν ότι η ρήτρα αναθεωρήσεως κατά το προαναφερθέν άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 170/83 δεν αποτελεί το μόνο μέσο προσαρμογής της καθορισθείσας το 1983 κλίμακας κατανομής σε νέες συνθήκες. Το ίδιο το Συμβούλιο αναγνώρισε, με καταχωρισθείσα στα πρακτικά δήλωση, κατά την έκδοση του κανονισμού 170/83, ότι, ακόμα και πριν από τη ρητή αναθεώρηση του συστήματος κατανομής, θα έπρεπε, κατά την εκτίμηση της σχετικής σταθερότητας των χορηγουμένων στα κράτη μέλη ποσοστώσεων, να λαμβάνονται υπόψη οι διάφορες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν ουσιωδώς τη γενική κατάσταση, καθοριστική για την αρχική κατανομή. Η προσχώρηση δύο νέων κρατών μελών επέφερε ουσιώδη μεταβολή της εν λόγω καταστάσεως, εφόσον η αρχική κλίμακα είχε επινοηθεί για δέκα κράτη μέλη, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται πλέον στη σημερινή σύνθεση της Κοινότητας. Κατά τα λοιπά, το ότι η πράξη προσχωρήσεως δεν αναφέρει τίποτε συναφώς σημαίνει ότι η αρχή της σχετικής σταθερότητας των αλιευτικών δραστηριοτήτων πρέπει να εφαρμόζεται λαμβανομένης υπόψη της νέας συνθέσεως της Κοινότητας.

    25 Κατά το Βασίλειο της Ισπανίας, τέλος, τα συμμετέχοντα κράτη μέλη δεν προέβησαν σε συστηματική εκμετάλλευση των αλιευτικών δυνατοτήτων που καθόρισε το πρωτόκολλο του 1985. Επομένως, ακόμα και ελλείψει επιπλέον ποσοστώσεων, δεν θα παραβιαζόταν η αρχή της σχετικής σταθερότητας των αλιευτικών δραστηριοτήτων αν παρείχοντο σε άλλα κράτη μέλη αλιευτικές δυνατότητες, εφόσον τα κράτη μέλη, αποκλειστικώς ευεργετούμενα από την αρχή αυτή, ουδέποτε εξάντλησαν το σύνολο των ποσοστώσεών τους.

    26 Πριν εξεταστούν τα διάφορα αυτά επιχειρήματα, υπενθυμίζεται ότι, με την προαναφερθείσα απόφαση της 16ης Ιουνίου 1987 στην υπόθεση Romkes, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποφανθεί ως προς το αν οι πραγματοποιηθείσες μετά την αρχική κατανομή του 1983 κατανομές συμβιβάζονταν με την επιταγή της διασφαλίσεως σχετικής σταθερότητας των αλιευτικών δραστηριοτήτων που έθεσε ο κανονισμός 170/83. Με τη δέκατη έβδομη σκέψη της αποφάσεως το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω επιταγή διασφαλίσεως σχετικής σταθερότητας σημαίνει τη διατήρηση σταθερού ποσοστού για κάθε κράτος μέλος στο πλαίσιο της κατανομής. Διευκρίνισε συναφώς ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού, ορίζοντας ότι οι προσαρμογές που ενδεχομένως καθίστανται αναγκαίες για την κατανομή των πόρων μεταξύ των κρατών μελών θεσπίζονται από το Συμβούλιο κατά τη διαδικασία του άρθρου 43 της Συνθήκης, καταδεικνύει ότι η κλίμακα κατανομής που καθορίστηκε αρχικώς βάσει των άρθρων 4, παράγραφος 1, και 11 εξακολουθεί να εφαρμόζεται εφόσον δεν έχει εκδοθεί τροποποιητικός κανονισμός σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την έκδοση του κανονισμού 170/83.

    27 Τα προσφεύγοντα κράτη υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι η νομολογία αυτή προϋποθέτει περιορισμό της αλιευτικής δραστηριότητας σε σχέση με τα διαθέσιμα αλιεύματα σε δεδομένη στιγμή και ότι δεν μπορεί να γίνει επίκλησή της στην περίπτωση αυξήσεως των αλιευτικών δυνατοτήτων, όπως εν προκειμένω.

    28 Συναφώς, παρατηρείται ότι, αφενός, κατά το προαναφερθέν άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 170/83, τα μέτρα περιορισμού των αλιευμάτων αφορούν είδη ή ομάδες ειδών αφετέρου, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, αυτού, σχετική σταθερότητα πρέπει να εξασφαλίζεται, για κάθε κράτος μέλος, "για τις δραστηριότητες που ασκούνται σε κάθε απόθεμα", δηλαδή για τους ιχθύς ορισμένου είδους που βρίσκονται σε δεδομένη γεωγραφική ζώνη. Δεν αμφισβητείται ότι είναι αδύνατο να εκτιμηθεί με ακρίβεια ο όγκος αυτών των αποθεμάτων που μπορούν να υποστούν, από έτους σε έτος, διακυμάνσεις προς τα άνω ή προς τα κάτω, οφειλόμενες κυρίως στη βιολογική εξέλιξη των ειδών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο διευκρίνισε, με την προαναφερθείσα απόφαση Romkes, ότι η σχετική σταθερότητα των αλιευτικών δραστηριοτήτων σημαίνει διατήρηση σταθερού ποσοστού για κάθε κράτος μέλος και όχι, κατά συνέπεια, παροχή εγγυήσεων για σταθερή ποσότητα ιχθύων.

    29 Υπ' αυτές τις συνθήκες, η αρχή της σχετικής σταθερότητας των αλιευτικών δραστηριοτήτων δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως συνεπαγόμενη την υποχρέωση του Συμβουλίου να προβαίνει σε νέα κατανομή κάθε φορά που διαπιστώνεται διακύμανση προς τα άνω ορισμένου αποθέματος και ενώ το εν λόγω απόθεμα έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο της αρχικής κατανομής. Κατά τα λοιπά, όπως ορθώς παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας, η συμφωνία αλιείας με τη Γροιλανδία περιέχει πολλές διατάξεις που δικαιολογούνται μόνο λόγω του ότι είναι αβέβαιο αν θα επαληθευθούν οι ποσοτικές προβλέψεις για συγκεκριμένο απόθεμα.

    30 Επομένως, το πρώτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

    31 'Οσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από την προσχώρηση της Πορτογαλικής Δημοκρατίας και του Βασιλείου της Ισπανίας στην Κοινότητα την 1η Ιανουαρίου 1986, πρέπει να θεωρηθεί ότι το αντικειμενικό γεγονός της προσχωρήσεως κράτους δεν μπορεί να συνεπάγεται αφεαυτού έννομα αποτελέσματα, δεδομένου ότι οι όροι προσχωρήσεως ρυθμίζονται με την αντίστοιχη πράξη.

    32 Στην προκειμένη περίπτωση, το άρθρο 2 της εν λόγω πράξεως προσχωρήσεως προβλέπει ότι, από την προσχώρηση, οι διατάξεις των ιδρυτικών Συνθηκών και οι πράξεις των οργάνων των Κοινοτήτων που θεσπίστηκαν πριν από την προσχώρηση δεσμεύουν τα νέα κράτη μέλη και εφαρμόζονται με τους όρους που προβλέπονται στις Συνθήκες και την ίδια την πράξη προσχωρήσεως.

    33 Δεν αμφισβητείται ότι, όσον αφορά την αλιεία και ιδίως τους εξωτερικούς πόρους, η πράξη προσχωρήσεως (άρθρο 167 όσον αφορά την Ισπανία και άρθρο 354 όσον αφορά την Πορτογαλία) προβλέπει σύστημα εντάξεως που περιορίζεται στην ανάληψη, από την Κοινότητα, της διαχειρίσεως των συμφωνιών αλιείας που είχαν συνάψει προηγουμένως με τρίτες χώρες τα νέα κράτη μέλη, καθώς και την προσωρινή διατήρηση, από τα νέα κράτη μέλη, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις εν λόγω συμφωνίες, μέχρις ότου το Συμβούλιο λάβει τις κατάλληλες αποφάσεις για τη διατήρηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων που απορρέουν από τις εν λόγω συμφωνίες.

    34 Υπ' αυτές τις συνθήκες, σύμφωνα με το άρθρο 2 της πράξεως προσχωρήσεως, επιβάλλεται η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου, ειδικότερα δε της αρχής της σχετικής σταθερότητας, όπως αυτή καθιερώθηκε με τον προαναφερθέντα κανονισμό 170/83, ο οποίος, άλλωστε, δεν υπέστη καμία τροποποίηση, εξαιρέσει της τεχνικής προσαρμογής του αριθμού των ψήφων κατά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων που αφορά το άρθρο 14, παράγραφος 2 (παράρτημα Ι, σημείο ΧV, της πράξεως προσχωρήσεως), και ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο.

    35 Επομένως, το δεύτερο αυτό επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

    36 Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι, καίτοι η πράξη προσχωρήσεως δεν έθιξε, όπως θα μπορούσε να το πράξει, την υφιστάμενη κατάσταση στο θέμα της κατανομής των εξωτερικών αλιευτικών πόρων, είναι δεδομένο ότι, από την προσχώρηση, η Πορτογαλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Ισπανίας τελούν στην ίδια κατάσταση με τα άλλα κράτη μέλη που δεν επωφελήθηκαν από την αρχική κατανομή.

    37 'Επεται ότι, αφενός, τα δύο αυτά κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στην κατανομή νέων αλιευτικών δυνατοτήτων, ενδεχομένως διαθεσίμων δυνάμει συναφθεισών με τρίτες χώρες συμφωνιών μετά την προσχώρηση και εχουσών ως αντικείμενο αλιευτικούς πόρους που δεν κατανεμήθηκαν ακόμα, και, αφετέρου, ότι κατά την ενδεχόμενη αναθεώρηση του συστήματος, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 170/83, τα εν λόγω κράτη μπορούν να προβάλουν τις αξιώσεις τους όπως και όλα τα άλλα κράτη μέλη.

    38 Τέλος, ως προς το προβληθέν από το Βασίλειο της Ισπανίας επιχείρημα, αντλούμενο από την φερόμενη ελλιπή εκμετάλλευση των ποσοστώσεων, παρατηρείται ότι, στην πραγματικότητα και όπως, εξάλλου, επισήμανε το Συμβούλιο, χωρίς να του αντιταχθεί πειστική απόδειξη, οι παραχωρούμενες στην Κοινότητα αλιευτικές δυνατότητες δυνάμει συμφωνίας με τρίτη χώρα βασίζονται σε προβλέψεις ως προς την κατάσταση και την εξέλιξη των αποθεμάτων που μπορούν να αποδειχθούν ανακριβείς και να μην είναι αντιπροσωπευτικές των ποσοτήτων που μπορούν πράγματι να αλιευθούν. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η απλή διαπίστωση αλιευθεισών ποσοτήτων αλιευμάτων, κατωτέρων των προβλεφθεισών, δεν μπορεί να δημιουργήσει υποχρέωση πραγματοποιήσεως νέας κατανομής για το επόμενο έτος. Προστίθεται ότι το Βασίλειο της Ισπανίας δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο αποδεικτικό εκουσίας ελλιπούς εκμετάλλευσεως, εκ μέρους των δικαιούχων κρατών μελών, των ποσοστώσεων αλιείας που τους είχαν χορηγηθεί δυνάμει του επιδίκου κανονισμού.

    39 Δεδομένου ότι ούτε το τρίτο αυτό επιχείρημα μπορεί να γίνει δεκτό, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της σχετικής σταθερότητας των αλιευτικών δραστηριοτήτων είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

    Επί των λόγων ακυρώσεως που αντλούνται από την παραβίαση γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου.

    40 Τα προσφεύγοντα κράτη υποστηρίζουν ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας τον επίδικο κανονισμό χωρίς να τα περιλάβει στην κλίμακα κατανομής, παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που καθιερώνει το άρθρο 7 της Συνθήκης. Κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση, το Συμβούλιο παραβίασε επίσης τις αρχές της αναλογικότητας, της επιεικείας και της κοινοτικής αλληλεγγύης.

    41 Η παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων απορρέει κυρίως, κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση, από το γεγονός ότι, από το 1973 έως το 1977, δηλαδή περίπου κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς βάσει της οποίας καθορίσθηκε η κλίμακα κατανομής μεταξύ των κρατών μελών το 1983, ο πορτογαλικός στόλος αλίευσε, στα ύδατα της Γροιλανδίας, κατά μέσον όρο την ίδια ποσότητα γάδου με την αλιευθείσα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και περίπου δεκατρείς φορές μεγαλύτερη ποσότητα από την αλιευθείσα από το Ηνωμένο Βασίλειο.

    42 Η Ισπανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται συναφώς, αφενός, ότι, μολονότι τα νέα κράτη μέλη απώλεσαν υπέρ της Κοινότητας, λόγω της προσχωρήσεώς τους, το δικαίωμα να διαπραγματεύονται συμφωνίες αλιείας με τρίτες χώρες, εξακολουθούν να αποκλείονται από τις αλιευτικές δυνατότητες που αποκτά η Κοινότητα διαπραγματευόμενη συμφωνίες με τις τρίτες χώρες τονίζει, αφετέρου, ότι τα άλλα κράτη μέλη επωφελήθηκαν από τις συμφωνίες αλιείας που είχε συνάψει η Ισπανία με τρίτες χώρες πριν από την προσχώρηση, ενώ η Ισπανία αποκλείεται από τις ποσοστώσεις που η Κοινότητα αποκτά δυνάμει συμφωνιών που είχε συνάψει η ίδια κατά τη διάρκεια της αυτής περιόδου.

    43 Παρατηρείται, συναφώς, ότι η κατάσταση των προσφευγόντων κρατών δεν μπορεί να συγκριθεί με την κατάσταση των άλλων κρατών μελών, δικαιούχων των κατανομών, αν ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο της πράξεως προσχωρήσεως, όπως υπενθυμίστηκε ανωτέρω, ως προς την ένταξη των νέων κρατών μελών στην κοινή αλιευτική πολιτική, και, ειδικότερα, όσον αφορά τους εξωτερικούς αλιευτικούς πόρους που είχαν ήδη διατεθεί και κατανεμηθεί κατά την προσχώρηση.

    44 Πράγματι, στο μέτρο που η πράξη προσχωρήσεως δεν μετέβαλε την υφιστάμενη κατάσταση σε θέματα κατανομής των εξωτερικών πόρων, ισχύει το κοινοτικό κεκτημένο. Επομένως, τα νέα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλεσθούν περιστάσεις προγενέστερες της προσχωρήσεως, ιδίως δε τις αλιευτικές τους δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, για να αποκλείσουν την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων. Από την προσχώρησή τους, τελούν στην ίδια κατάσταση με τα κράτη μέλη που έχουν αποκλεισθεί δυνάμει της αρχής της σχετικής σταθερότητας των αλιευτικών δραστηριοτήτων, που έχει συγκεκριμενοποιηθεί, όσον αφορά τις συναφθείσες πριν από την προσχώρηση συμφωνίες, με την πραγματοποιηθείσα το 1983 κατανομή. Αυτή η εκτίμηση δεν μπορεί να ανατραπεί λόγω του γεγονότος ότι, με την προσχώρηση, τα νέα κράτη μέλη δεν είναι πλέον αρμόδια να συνάπτουν αυτοτελώς συμφωνίες, πράγμα που τα περιάγει σε κατάσταση ταυτόσημη με αυτή όλων των άλλων κρατών μελών, ή λόγω του γεγονότος ότι δεν έλαβαν αντάλλαγμα για τους εξωτερικούς πόρους που συνεισέφεραν στην Κοινότητα.

    45 Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων είναι απορριπτέος.

    46 Κατά την Πορτογαλική Κυβέρνηση, η άρνηση χορηγήσεως ποσοστώσεων αλιείας σε νέα κράτη μέλη που διατηρούν παλαιές και ισχυρές παραδόσεις στον τομέα της αλιείας στα ύδατα της Γροιλανδίας είναι δυσανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο, ήτοι τη σχετική σταθερότητα των αλιευτικών δραστηριοτήτων, λόγω του ότι τα συμφέροντα του πορτογαλικού στόλου στην ανωτέρω ζώνη αγνοούνται εντελώς κατ' αυτόν τον τρόπο.

    47 Ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει το προσφεύγον κράτος, αρκεί η διαπίστωση ότι η καθορισθείσα πριν από την προσχώρηση κλίμακα κατανομής δεν τροποποιήθηκε με την πράξη προσχωρήσεως επειδή είναι αναγκαία και πρόσφορη για την εξασφάλιση της σχετικής σταθερότητας των αλιευτικών δραστηριοτήτων των δικαιούχων κρατών μελών, όσον αφορά τα ήδη κατανεμηθέντα κατά τη στιγμή της προσχωρήσεως αποθέματα. Οποιαδήποτε διεύρυνση της κλίμακας κατανομής θα έθιγε, πράγματι, τη σταθερότητα, ακόμα και στις περιπτώσεις θετικών διακυμάνσεων των αλιευτικών δυνατοτήτων, διότι οι τελευταίες αντισταθμίζουν απλώς, μεσοπρόθεσμα, αρνητικές διακυμάνσεις, ενώ και οι μεν και οι δε μπορούν να ελεγχθούν ως ακριβείς σε συνάρτηση με τη βιολογική εξέλιξη των ειδών.

    48 Η Πορτογαλική Κυβέρνηση επικαλείται επίσης την παραβίαση της αρχής της επιεικείας, η οποία, καίτοι δεν ταυτίζεται ακριβώς με τις αρχές της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας, απαιτεί δίκαιη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων. Η εν λόγω αρχή δεν αντικαθιστά τον εφαρμοστέο κοινοτικό κανόνα, δικαιολογεί, όμως, την επαρκώς ελαστική ερμηνεία του. Εναπόκειται στον κοινοτικό δικαστή να δώσει συγκεκριμένο περιεχόμενο στη γενική απαίτηση επιεικείας προβαίνοντας σε ελαστική ερμηνεία της επιδιωκομένης σταθερότητας.

    49 Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, με την προαναφερθείσα απόφαση της 16ης Ιουνίου 1987 στην υπόθεση Romkes, το Δικαστήριο ήδη ερμήνευσε την επιταγή διασφαλίσεως σχετικής σταθερότητας ως σημαίνουσα τη διατήρηση σταθερού ποσοστού για κάθε κράτος μέλος. Η Πορτογαλική Κυβέρνηση επικαλείται την προσχώρησή της στην Κοινότητα για να δικαιολογήσει τη σκοπιμότητα, αν όχι την ανάγκη, για διαφορετική ερμηνεία υπό το φως του γεγονότος αυτού. Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι η προσχώρηση νέων κρατών μελών στην Κοινότητα πραγματοποιείται με πράξεις που έχουν ισχύ πρωτογενούς δικαίου και μπορούν να μεταβάλουν, σε οποιοδήποτε τομέα του κοινοτικού δικαίου, τις προϋφιστάμενες καταστάσεις, ενώ το κοινοτικό κεκτημένο αποτελεί τον γενικό κανόνα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, η πράξη προσχωρήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας ρύθμισε το θέμα των εξωτερικών αλιευτικών πόρων με τρόπο ώστε να παραμείνει αμετάβλητο το εν λόγω σύστημα κατανομής. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η προσχώρηση των προσφευγόντων κρατών δεν μπορεί να αποτελέσει στοιχείο ικανό να οδηγήσει σε μεταστροφή της παρατεθείσας νομολογίας.

    50 Κατά συνέπεια, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

    51 Η Πορτογαλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, τέλος, ότι το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή της "κοινοτικής αλληλεγγύης", που πρέπει να συναχθεί από το άρθρο 5, παράγραφος 2, της Συνθήκης, όσον αφορά ειδικότερα τη στάση των κρατών μελών στο πλαίσιο του Συμβουλίου κατά την έκδοση του επιδίκου κανονισμού.

    52 Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος. Υπενθυμίζεται, πράγματι, ότι το άρθρο 5 της Συνθήκης καθιερώνει την αρχή της έντιμης συνεργασίας στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των κοινοτικών οργάνων. Η εν λόγω αρχή όχι μόνο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν κάθε μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίζει την εφαρμογή και αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου, αλλ' επιβάλλει στα κοινοτικά όργανα και αμοιβαίες υποχρεώσεις συνεργασίας με τα κράτη μέλη (βλ. Διάταξη της 13ης Ιουλίου 1990 στην υπόθεση C-2/88 Imm., Zwartveld, Συλλογή 1990, σ. Ι-3365, σκέψη 17).

    53 Η θέσπιση μιας νομοθετικής πράξεως εκ μέρους του Συμβουλίου δεν μπορεί να αποτελέσει ούτε παράβαση της επιβαλλομένης στα κράτη μέλη υποχρεώσεως να εξασφαλίζουν την εφαρμογή και αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου, δεδομένου ότι η εκ μέρους κάθε κράτους μέλους προάσπιση των συμφερόντων του στο πλαίσιο του Συμβουλίου προφανώς δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της εν λόγω υποχρεώσεως, ούτε παράβαση της υποχρεώσεως συνεργασίας που υπέχει το Συμβούλιο ως κοινοτικό όργανο.

    54 Επομένως, και ο τελευταίος αυτός λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

    55 Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι οι προσφυγές πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    56 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η Πορτογαλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Ισπανίας ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν αλληλεγγύως στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 4, η Επιτροπή και τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

    1) Απορρίπτει τις προσφυγές.

    2) Καταδικάζει την Πορτογαλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα. Η Επιτροπή, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Ηνωμένο Βασίλειο φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

    Top