Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61990CJ0027

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 24ης Ιανουαρίου 1991.
    Société industrielle de transformation de produits agricoles (SITPA) κατά Office national interprofessionnel des fruits, des légumes et de l'horticulture (Oniflhor).
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal administratif de Dijon - Γαλλία.
    Κανονισμοί - Ενισχύσεις λόγω μεταποιήσεως ντομάτας - Κύρος.
    Υπόθεση C-27/90.

    Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-00133

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:32

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-27/90 ( *1 )

    Ι — Περιστατικά και διαδικασία

    1.

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 516/77 του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 1977, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των μεταποιημένων οπωροκηπευτικών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/017, σ. 226), όπως έχει τροποποιηθεί, και ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 426/86 του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 1986 ( ΕΕ L 49, σ. 1 ), ο οποίος αντικατέστησε τον ανωτέρω κανονισμό 516/77, καθιέρωσαν ένα σύστημα ενισχύσεων λόγω παραγωγής, προκειμένου να αντισταθμιστεί η διαφορά μεταξύ της τιμής ορισμένων μεταποιημένων προϊόντων με βάση οπωροκηπευτικά που έχουν συγκομιστεί εντός της Κοινότητας και της τιμής των ίδιων προϊόντων που εισάγονται από τις τρίτες χώρες.

    To άρθρο 3, παράγραφος 3, του προαναφερθέντος κανονισμού 516/77, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 988/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984 (ΕΕ L 103, σ. 11 ), και το άρθρο 2, παράγραφος 3, του προαναφερθέντος κανονισμού 426/86 ορίζουν ότι,

    « σε περίπτωση που το δυναμικό της κοινοτικής παραγωγής προϊόντος (... ) ενδέχεται να προκαλέσει σημαντική διαταραχή της ισορροπίας ανάμεσα στην παραγωγή και στις δυνατότητες διαθέσεως, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να πάρει τα κατάλληλα μέτρα, και ιδίως να περιορίσει τη χορήγηση ενισχύσεως στην παραγωγή σε ορισμένη ποσότητα (... ) ».

    2.

    Ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 989/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί καθορισμού επιπέδου εγγυήσεως για ορισμένα μεταποιημένα προϊόντα με βάση τα οπωροκηπευτικά (ΕΕ L 103, σ. 19), ο οποίος στηρίζεται στον προαναφερθέντα κανονισμό 516/77, καθορίζει στο άρθρο 1 για κάθε περίοδο εμπορίας ένα επίπεδο εγγυήσεως για ποσότητα μεταποιημένων προϊόντων με βάση την ντομάτα που αντιστοιχεί σε 4700000 τόνους νωπής ντομάτας.

    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, σε περίπτωση υπερβάσεως του επιπέδου εγγυήσεως για τα μεταποιημένα προϊόντα με βάση την ντομάτα, η ενίσχυση μειώνεται για την επόμενη περίοδο ανάλογα με την υπέρβαση. Η παράγραφος 2 του άρθρου 2 προβλέπει ότι η υπέρβαση της παραγράφου 1 υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο των ποσοτήτων που παρήχθησαν κατά τη διάρκεια των τριών περιόδων που προηγούνται της περιόδου εμπορίας για την οποία πρέπει να καθοριστεί η ενίσχυση.

    3.

    Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1599/84 της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 1984, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του συστήματος ενισχύσεως στην παραγωγή προϊόντων που έχουν μεταποιηθεί από οπωροκηπευτικά ( ΕΕ L 152, σ. 16), προσδιορίζει τις υποχρεώσεις των μεταποιητών και τις ευθύνες των κρατών κατά τη διαχείριση του συστήματος.

    4.

    Επειδή κατά τις περιόδους εμπορίας 1982/1983 και 1983/1984 σημειώθηκε θεαματική αύξηση της παραγωγής και σημαντική υπέρβαση του επιπέδου εγγυήσεως, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 1320/85, της 23ης Μαΐου 1985, σχετικά με προσωρινά μέτρα για την ενίσχυση στην παραγωγή μεταποιημένων προϊόντων με βάση τις ντομάτες (ΕΕ L 137, σ. 41), περιόρισε τη χορήγηση της ενισχύσεως λόγω παραγωγής, για το σύνολο των επιχειρήσεων μεταποιήσεως κάθε κράτους μέλους, σε μια ποσότητα που καθόρισε χωριστά για τις επιχειρήσεις της Γαλλίας, της Ελλάδας και της Ιταλίας σε συνάρτηση με την περίοδο εμπορίας 1982/1983.

    5.

    Για κάθε περίοδο εμπορίας η Επιτροπή καθορίζει την κατωτάτη τιμή που πρέπει να καταβάλλεται στους παραγωγούς ντοματών, καθώς και το ποσό της ενισχύσεως λόγω παραγωγής μεταποιημένων προϊόντων με βάση τις ντομάτες:

    για την περίοδο 1984/1985: κανονισμός ( ΕΟΚ ) 1925/84, της 5ης Ιουλίου 1984 ( ΕΕ L 179,σ. 15)

    για την περίοδο 1985/1986: κανονισμός (ΕΟΚ) 2222/85, της 31ης Ιουλίου 1985 ( EE L 205, σ. 16)

    για την περίοδο 1986/1987: κανονισμός (ΕΟΚ) 2077/86, της 30ής Ιουνίου 1986 ( EE L 179, σ. 11 )

    για την περίοδο 1987/1988: κανονισμός (ΕΟΚ) 2160/87, της 22ας Ιουλίου 1987 ( ΕΕ L 202, σ. 32 ).

    Επειδή είχαν διαπιστωθεί υπερβάσεις για τις προηγούμενες περιόδους εμπορίας, η Επιτροπή προέβη στις μειώσεις που προβλέπει το άρθρο 2 του προαναφερθέντος κανονισμού 989/84 για τις περιόδους 1984/1985, 1985/1986, 1986/1987 και 1987/1988.

    6.

    Θεωρώντας ότι οι κανονισμοί με τους οποίους η Επιτροπή είχε καθορίσει τις μειωμένες ενισχύσεις ήταν ανίσχυροι, η Société industrielle de transformation de produits agricoles (στο εξής: SITPA) ζήτησε εγγράφως στις 24 Αυγούστου 1988 από το Office national interprofessionnel des fruits, des légumes et de l'horticulture (στο εξής: Oniflhor) να της καταβάλει τη διαφορά μεταξύ της πλήρους ενισχύσεως που θα είχε καταβληθεί, αν δεν είχε υπάρξει μείωση, και της ενισχύσεως που της καταβλήθηκε πράγματι. Το Oniflhor απέρριψε την αίτηση αυτή στις 19 Σεπτεμβρίου 1988 με το αιτιολογικό ότι δεν μπορεί να καταβάλει συμπληρωματικές ενισχύσεις πέραν των ποσών που καθορίζονται με τους κανονισμούς αυτούς.

    7.

    Το Tribunal administratif της Dijon, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε προσφυγή κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως, αποφάσισε στις 26 Δεκεμβρίου 1989, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί προδικαστικώς αφενός επί του κύρους των κανονισμών 989/84 του Συμβουλίου και 1925/84, 2222/85, 2077/86 και 2160/87 της Επιτροπής από την άποψη του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΟΚ και της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων της εν λόγω Συνθήκης και αφετέρου επί των συνεπειών του ενδεχομένως ανίσχυρου των ανωτέρω κανονισμών επί των χρηματικών υποχρεώσεων του Oniflhor.

    8.

    Η απόφαση του Tribunal administratif της Dijon πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Ιανουαρίου 1990.

    9.

    Γραπτές παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ κατέθεσαν στις 9 Απριλίου 1990 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Patrick Hetsch, μέλος της νομικής υπηρεσίας της, στις 10 Απριλίου 1990 το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον Bernhard Schloh, σύμβουλο της νομικής υπηρεσίας του, και στις 23 Απριλίου 1990 η SITPA, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από τη Nicole Coutrelis, δικηγόρο Παρισιού.

    10.

    Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    11.

    Στις 13 Ιουνίου 1990 το Δικαστήριο αποφάσισε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού διαδικασίας, να αναθέσει την εκδίκαση της υποθέσεως στο δεύτερο τμήμα.

    II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

    Α — Επί της παραβάσεως της υποχρεώσεως παραθέσεως αιτιολογίας

    1.

    Η SITPA, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, παρατηρεί ότι η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του προαναφερθέντος κανονισμού 426/86 προβλέπει τη λήψη των κατάλληλων μέτρων και « ιδίως » τον περιορισμό της ενισχύσεως σε ορισμένη ποσότητα. Η λύση που επελέγη με τον κανονισμό 989/84, δηλαδή η μείωση του ονομαστικού ποσού της ενισχύσεως, δεν αντιβαίνει καθ εαυτή προς τον κανονισμό 426/86, αλλά θα έπρεπε να έχει αιτιολογηθεί σύμφωνα με το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    Ο κανονισμός 989/84 όμως αναφέρεται απλώς στα χαρακτηριστικά της αγοράς των μεταποιημένων προϊόντων με βάση την ντομάτα, χωρίς να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους μειώθηκε το ονομαστικό ποσό της ενισχύσεως.

    Εφόσον ο ανωτέρω κανονισμός 989/84 είναι ανίσχυρος από την άποψη του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΟΚ, οι μειώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή βάσει του κανονισμού αυτού για τις περιόδους 1984/1985 μέχρι 1987/1988 είναι και αυτές ανίσχυρες.

    Η SITPA, αφού αναλύει λεπτομερώς την υποχρέωση αιτιολογήσεως σε σχέση με τους κανονισμούς αυτούς, υποστηρίζει ειδικότερα ότι για τους κανονισμούς 1925/84 και 2222/85η Επιτροπή δεν δίνει κανένα στοιχείο ούτε ως προς το μέγεθος της υπερβάσεως του επιπέδου εγγυήσεως ούτε ως προς τον τρόπο υπολογισμού της ενισχύσεως. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 989/84, η υπέρβαση του επιπέδου εγγυήσεως υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο των τριών περιόδων που προηγούνται της περιόδου εμπορίας για την οποία πρέπει να καθοριστεί η ενίσχυση. Η Επιτροπή όμως, ενώ εκθέτει στους επίδικους κανονισμούς ότι συμμορφώθηκε προς το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού, αναφέρει ότι η υπέρβαση του επιπέδου αυτού σημειώθηκε σε σχέση με την παραγωγή της περιόδου 1983/1984.

    Οι ίδιες επικρίσεις ισχύουν και για τους κανονισμούς 2077/86 και 2160/87, μολονότι το κείμενο τους περιέχει λιγότερες αντιφάσεις σε σχέση με τις περιόδους αναφοράς.

    Επιπλέον, ο κανονισμός 2160/87 ενέχει πλάνη περί τα πράγματα, καθόσον κακώς αναφέρεται ότι η Επιτροπή διαπίστωσε υπέρβαση του επιπέδου εγγυήσεως για όλες τις κατηγορίες μεταποιημένων προϊόντων με βάση την ντομάτα.

    Η SITPA ισχυρίζεται ότι υπό τις συνθήκες αυτές το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας των επίδικων κανονισμών, πράγμα που συνιστά παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    Η SITPA παρατηρεί επιπλέον ότι η έκδοση των επίμαχων κανονισμών από την Επιτροπή συνιστά προφανή πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Κατόπιν δηλαδή ορισμένων σοβαρών απατών που είχαν σημειωθεί στην Ιταλία και στην Ελλάδα, οι ποσότητες που δηλώθηκε ότι είχαν μεταποιηθεί στα κράτη αυτά υπερέβαιναν κατά πολύ τις πραγματικές και η Επιτροπή δεν επιτρεπόταν να στηριχτεί στις δηλώσεις αυτές για να διαπιστώσει ότι είχε υπάρξει υπέρβαση του επιπέδου εγγυήσεως.

    2.

    Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπενθυμίζουν ότι σκοπός της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως είναι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να δίδεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου, στο δε Δικαστήριο να ελέγχει το κύρος της πράξεως. Κατά το Συμβούλιο, από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 989/84 προκύπτει με σαφήνεια ότι το σύστημα του επιπέδου εγγυήσεως, το οποίο υφίστατο κατά τον χρόνο της εκδόσεως του επίδικου κανονισμού ήδη από δύο ετών, θα εξακολουθούσε να ισχύει, ότι ο κίνδυνος διαταράξεως της ισορροπίας μεταξύ παραγωγής και δυνατοτήτων διαθέσεως ήταν πραγματικός και ότι τα κατάλληλα μέτρα συνίσταντο στη μείωση της ενισχύσεως λόγω παραγωγής « σε συνάρτηση με την υπέρβαση του επιπέδου εγγυήσεως ». Ομοίως, η Επιτροπή φρονεί ότι από την άποψη του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 426/86 τα χαρακτηριστικά της αγοράς που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 989/84, σε συνδυασμό με τα διαθέσιμα στοιχεία για την παραγωγή, εξηγούν τους λόγους για τους οποίους επελέγη η λύση της μειώσεως της ενισχύσεως.

    Όσον αφορά τους κανονισμούς με τους οποίους καθοριζόταν ετησίως η ενίσχυση, η Επιτροπή παρατηρεί ότι για όλες τις επίμαχες περιόδους εμπορίας κινήθηκε εντός του πλαισίου που θέτει ο κανονισμός 989/84, όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού της υπερβάσεως του επιπέδου εγγυήσεως και της αναγκαίας μειώσεως. Από την ανάλυση των επίμαχων κανονισμών προκύπτει ότι η μείωση της ενισχύσεως αποφασίστηκε ακριβώς με βάση τη μέση κοινοτική παραγωγή των τριών προηγουμένων περιόδων εμπορίας, πραγματοποιήθηκε δε σε συνάρτηση με τη συνολική διαπιστωθείσα υπέρβαση και ανάλογα με την υπέρβαση της παραγωγής κάθε προϊόντος για το οποίο προβλεπόταν ορισμένο επίπεδο εγγυήσεως.

    Το γεγονός ότι ο κανονισμός 2160/87 κακώς αναφέρει ότι η παραγωγή όλων των κατηγοριών μεταποιημένων προϊόντων με βάση την ντομάτα είχε υπερβεί το προβλεπόμενο επίπεδο δεν είχε καμία συνέπεια, αφού οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες ήσαν σε θέση να εξακριβώσουν βάσει των διαθέσιμων πληροφοριακών στοιχείων τα είδη των τελειωμένων προϊόντων για τα οποία η μείωση της ενισχύσεως οφειλόταν σε υπέρβαση του επιπέδου εγγυήσεως.

    Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογίας δεν σημαίνει υποχρέωση εξειδικεύσεως των ενίοτε πολυαρίθμων και πολύπλοκων πραγματικών ή νομικών δεδομένων τα οποία αποτελούν το αντικείμενο των κανονισμών, εφόσον οι κανονισμοί αυτοί περιλαμβάνονται στο συστηματικό πλαίσιο του συνόλου του οποίου αποτελούν μέρος ( βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1986, Eridania, 250/84, Συλλογή 1986, σ. 117, και απόφαση της 8ης Ιουνίου 1989, AGPB, 167/88, Συλλογή 1989 σ. 1653 ).

    Β — Επί της παραβάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

    1.

    Η SITPA παρατηρεί ότι οι μειώσεις που επιβλήθηκαν σε όλους τους κοινοτικούς παραγωγούς οφείλονται στη διόγκωση των στοιχείων που ανακοινώθηκαν στην Επιτροπή κατόπιν της τελέσεως διαφόρων απατών στην Ιταλία και στην Ελλάδα.'Ετσι, οι Γάλλοι μεταποιητές, οι οποίοι δεν είχαν καμία ευθύνη για τις υπερβάσεις που διαπίστωσε η Επιτροπή, ζημιώθηκαν χωρίς λόγο, κατά παράβαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων του άρθρου 40, παράγραφος 3, εδάφιο 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, σύμφωνα με την οποία οι διαφορετικές καταστάσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά. Εξάλλου, το 1985η Επιτροπή, με τον κανονισμό 1320/85, καθιέρωσε, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα κυρίως στο άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 426/86, ένα σύστημα ποσοστώσεων με το οποίο η ενίσχυση περιορίζεται σε ορισμένη ποσότητα προϊόντων και το οποίο έχει το πλεονέκτημα να μην τιμωρεί όλους τους επιχειρηματίες εξίσου και ανεξάρτητα από τη στάση τους.

    Κατόπιν αυτών η SITPA καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κανονισμός 989/84 και οι κανονισμοί 1925/84, 2222/85, 2077/86 και 2160/87 είναι ανίσχυροι λόγω παραβάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

    2.

    To Συμβούλιο σημειώνει ότι ο κανονισμός 989/84, ο οποίος παράγει αποτελέσματα κατά πάντων και δεν περιέχει καμία άμεση ή έμμεση αναφορά σε κράτος μέλος, δεν αντιβαίνει καθόλου προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Το Συμβούλιο καταλήγει επομένως στο συμπέρασμα ότι ο κανονισμός 989/84 είναι έγκυρος.

    3.

    Η Επιτροπή τονίζει ότι οι κανονισμοί για τον ετήσιο καθορισμό των ενισχύσεων εκδόθηκαν βάσει των στοιχείων που είχαν διαβιβάσει τα κράτη μέλη και τα οποία δεν υπάρχει κανείς λόγος να θεωρηθούν ανακριβή. Τα στοιχεία που είχαν διαβιβάσει οι εθνικές αρχές ήταν αξιόπιστα οι αρχές δε αυτές είχαν αναλάβει τις ευθύνες τους σε σχέση με τους ελέγχους.

    Ο κίνδυνος ανατροπής της ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και δυνατοτήτων διαθέσεως, λόγω της μεγάλης αυξήσεως μέχρι την περίοδο εμπορίας 1984/1985 της συγκομιζόμενης παραγωγής και των ποσοτήτων μεταποιούμενων προϊόντων αποφεύχθηκε αρχικά με την καθιέρωση επιπέδων εγγυήσεως και τη μείωση των ενισχύσεων, στη συνέχεια δε, σε μια δεύτερη φάση, με την καθιέρωση ενός συστήματος ποσοστώσεων παραγωγής. Από τις στατιστικές στις οποίες εμφαίνονται οι ανά περίοδο εμπορίας αυξομειώσεις στην Ιταλία και την Ελλάδα της συγκομιζόμενης παραγωγής, των μεταποιήσεων, του υπολοίπου των συναλλαγών και των διαθεσίμων ποσοτήτων προκύπτει ότι τα ληφθέντα μέτρα είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ειδικότερα, η μείωση, ήδη από την περίοδο εμπορίας 1985/1986, των απούλητων αποθεμάτων δεν αποδεικνύει καμία γενική και προφανή υπερεκτίμηση των στοιχείων σχετικά με τη μεταποίηση, αλλά τη σώρευση πραγματικής προσφοράς λόγω αυξήσεως των συγκομισθεισών και μεταποιηθεισών ποσοτήτων, η οποία άρχισε να απορροφάται το 1985/1986 κατόπιν της θεσπίσεως των μέτρων της Επιτροπής.

    Το επίπεδο εγγυήσεως και η μείωση της ενισχύσεως σε περίπτωση υπερβάσεως του επιπέδου αυτού ισχύουν για όλους τους επιχειρηματίες της Κοινότητας. Οποιαδήποτε άλλη λύση θα προκαλούσε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού που θα ήταν ασυμβίβαστες τόσο με τους στόχους του άρθρου 39 της Συνθήκης όσο και με τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των γεωργικών προϊόντων και της απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ παραγωγών.

    Υπεύθυνοι για τις απάτες, έστω και αν θεωρηθεί ότι είναι αποδεδειγμένες, είναι ορισμένοι μόνο μεταποιητές. Επομένως, οι ενδεχόμενες διορθώσεις δεν θα μπορούσαν να αποβούν μόνο σε όφελος των Γάλλων μεταποιητών.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τόσο ο κανονισμός 989/84 όσο και οι εκτελεστικοί κανονισμοί 1925/84, 2222/85, 2077/86 και 2160/87 είναι έγκυροι.

    Γ — Επί των συνεπειών του ανισχύρου

    1.

    Η SITPA παρατηρεί ότι, κατά πάγια νομολογία (αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1980, Salumi, 66/79, 127/79 και 128/79, Rec. 1980, σ. 1237, και Denkavit, 61/79, Rec. 1980, σ. 1205 ), η αναγνώριση του ανίσχυρου από το Δικαστήριο παράγει αποτελέσματα ex tunc. Όσον αφορά τις χρηματικές συνέπειες της αναγνωρίσεως του ανίσχυρου αυτού, από την απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1977, Ruckdeschel (117/76 και 16/77, Rec. 1977, σ. 1753) προκύπτει ότι οι αρμόδιες αρχές της Κοινότητας οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα.

    2.

    Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι, αφού η εγκυρότητα των επίμαχων κανονισμών είναι αναμφισβήτητη, δεν χρειάζεται να δοθεί απάντηση στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος του αιτούντος δικαστηρίου.

    3.

    Η Επιτροπή, η οποία συμφωνεί ως προς το βασικό ζήτημα με την άποψη του Συμβουλίου, παρατηρεί επικουρικά ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να συναγάγουν τις συνέπειες που έχει στην εσωτερική έννομη τάξη η αναγνώριση του ανίσχυρου από το Δικαστήριο, περιλαμβανομένων και των χρηματικών συνεπειών (απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 1975, Rey Soda, 23/75, Rec. 1975, σ. 1279, και απόφαση της 12ης Ιουνίου 1980, Express Dairy Foods Ltd, 130/79, Rec. 1980, σ. 1887). Σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις το Δικαστήριο υποχρέωσε τα αρμόδια κοινοτικά όργανα να λάβουν τα αναγκαία για την άρση του παρανόμου μέτρα, εφαρμόζοντας κατ' αναλογία τις διατάξεις του άρθρου 174, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ (απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1987, Ruckdeschel, όπ.π., και απόφαση της 29ης Ιουνίου 1988, Van Landschoot, 300/86, Συλλογή 1988, σ. 3443 ).

    F. Α. Schockweiler

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 24ης Ιανουαρίου 1991 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-27/90,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal administratif της Dijon ( Γαλλία ) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Société industrielle de transformation de produits agricoles ( SITPA )

    και

    Office national interprofessionnel des fruits, des légumes et de l'horticulture ( Oniflhor ),

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος του κανονισμού (ΕΟΚ) 989/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί καθορισμού επιπέδου εγγυήσεως για ορισμένα μεταποιημένα προϊόντα με βάση τα οπωροκηπευτικά ( ΕΕ L 103, σ. 19 ) και των κανονισμών της Επιτροπής ( ΕΟΚ ) 1925/84, της 5ης Ιουλίου 1984 ( ΕΕ L 179, σ. 15), (ΕΟΚ) 2222/85, της 31ης Ιουλίου 1985 (ΕΕ L 205, σ. 16), (ΕΟΚ) 2077/86, της 30ής Ιουνίου 1986 ( ΕΕ L 179, σ. 11 ), και ( ΕΟΚ)2160/87, της 22ας Ιουλίου 1987 ( ΕΕ L 202, σ. 32 ), με τους οποίους καθορίστηκε η κατωτάτη τιμή που έπρεπε να καταβληθεί στους παραγωγούς ντομάτας, καθώς και το ύψος της ενισχύσεως λόγω παραγωγής μεταποιημένων προϊόντων με βάση την ντομάτα για τις περιόδους εμπορίας 1984/1985, 1985/1986, 1986/1987 και 1987/1988 αντίστοιχα,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( δεύτερο τμήμα ),

    συγκείμενο από τους Τ. F. O'Higgins, Πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini και F. Α. Schockweiler, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: C. Ο. Lenz

    γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

    λαμβάνοντας υπόψη τις έγγραφες παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    η εταιρία SITPA, εκπροσωπουμένη από τη Nicole Coutrelis, δικηγόρο Παρισιού,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Patrick Hetsen, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

    το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενο από τον Bernhard Schloh, σύμβουλο της νομικής υπηρεσίας του,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τις παρατηρήσεις που ανέπτυξαν προφορικά η εταιρία SITPA, η Επιτροπή και το Συμβούλιο κατά τη συνεδρίαση της 2ας Οκτωβρίου 1990,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Νοεμβρίου 1990,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με απόφαση της 26ης Δεκεμβρίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Ιανουαρίου 1990, το Tribunal administratif της Dijon ( Γαλλία ) υπέβαλε στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς το κύρος του κανονισμού (ΕΟΚ) 989/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί καθορισμού επιπέδου εγγυήσεως για ορισμένα μεταποιημένα προϊόντα με βάση τα οπωροκηπευτικά (ΕΕ L 103, σ. 19) και των κανονισμών (ΕΟΚ) της Επιτροπής 1925/84, της 5ης Ιουλίου 1984 ( ΕΕ L 179, σ. 15 ), 2222/85, της 31ης Ιουλίου 1985 ( ΕΕ L 205, σ. 16 ), 2077/86, της 30ής Ιουνίου 1986 ( ΕΕ L 179, σ. 11 ), και 2160/87, της 22ας Ιουλίου 1987 ( ΕΕ L 202, σ. 32 ), με τους οποίους καθορίστηκε η κατωτάτη τιμή που έπρεπε να καταβληθεί στους παραγωγούς ντομάτας, καθώς και το ύψος της ενισχύσεως λόγω παραγωγής μεταποιημένων προϊόντων με βάση την ντομάτα για τις περιόδους εμπορίας 1984/1985, 1985/1986, 1986/1987 και 1987/1988 αντίστοιχα.

    2

    , To ερώτημα αυτό ανέκυψε κατά την εκδίκαση διαφοράς μεταξύ της Société industrielle de transformation de produits agricoles (στο εξής: SITPA) και του Office national interprofessionnel des fruits, des légumes et de l'horticulture ( στο εξής: Oniflhor), η οποία αφορά την καταβολή της διαφοράς μεταξύ της ενισχύσεως που θα έπρεπε να καταβάλει το Oniflhor, αν η Επιτροπή δεν είχε αποφασίσει ορισμένες μειώσεις, και της ενισχύσεως που χορήγησε πράγματι ο οργανισμός αυτός.

    3

    Η κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά, η οποία διέπεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 516/77 του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 1977 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/017, σ. 226 ), ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 426/86 του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 1986 ( ΕΕ L 49, σ. 1 ), καθιερώνει ένα σύστημα ενισχύσεως στην παραγωγή. Το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 516/77, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 988/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984 (ΕΕ L 103, σ. 11 ), και το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 426/86 ορίζουν ότι, σε περίπτωση κινδύνου σημαντικής διαταράξεως της ισορροπίας μεταξύ παραγωγής και δυνατοτήτων διαθέσεως, το Συμβούλιο μπορεί να λάβει τα κατάλληλα μέτρα, ιδίως δε να περιορίσει τη χορήγηση της ενισχύσεως λόγω παραγωγής σε ορισμένη ποσότητα.

    4

    Ο προαναφερθείς κανονισμός 989/84, ο οποίος στηρίζεται στον προαναφερθέντα κανονισμό 516/77, καθορίζει για κάθε περίοδο εμπορίας ένα επίπεδο εγγυήσεως που αντιστοιχεί σε ορισμένη ποσότητα μεταποιημένων προϊόντων με βάση την ντομάτα και προβλέπει ότι, σε περίπτωση υπερβάσεως αυτού του επιπέδου εγγυήσεως, το οποίο υπολογίζεται βάσει του μέσου όρου των ποσοτήτων που παρήχθησαν κατά τη διάρκεια των τριών περιόδων που προηγούνται της περιόδου εμπορίας για την οποία πρέπει να καθοριστεί η ενίσχυση, η ενίσχυση αυτή μειώνεται για την επόμενη περίοδο ανάλογα με την υπέρβαση αυτή.

    5

    Δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια των περιόδων 1982/1983 και 1983/1984 σημειώθηκε σημαντική υπέρβαση αυτού του επιπέδου εγγυήσεως, η Επιτροπή, με τους προαναφερθέντες κανονισμούς 1925/84, 2222/85, 2077/86 και 2160/87, οι οποίοι στηρίζονται στον προαναφερθέντα κανονισμό 989/84, προέβη σε ορισμένες μειώσεις της ενισχύσεως για τις περιόδους εμπορίας 1984/1985 μέχρι 1987/1988.

    6

    Η SITPA, ισχυριζόμενη ότι η επίμαχη κοινοτική ρύθμιση ήταν ανίσχυρη, ζήτησε από το Oniflhor να της καταβάλει τη διαφορά μεταξύ της πλήρους ενισχύσεως, η οποία θα είχε καταβληθεί αν δεν είχαν αποφασιστεί οι ανωτέρω μειώσεις, και του ποσού που της καταβλήθηκε πράγματι. Κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της αυτή η SITPA άσκησε προσφυγή ενώπιον του Tribunal administratif της Dijon, το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο την παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος των προαναφερθέντων κανονισμών 989/84, 1925/84, 2222/85, 2077/86 και 2160/87.

    7

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της κυρίας διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    8

    Με τις παρατηρήσεις που ανέπτυξε εγγράφως και προφορικώς η SITPA ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ, καθόσον ο προαναφερθείς κανονισμός 989/84 περιέχει απλώς και μόνον, χωρίς άλλη διευκρίνιση, μια αναφορά στα χαρακτηριστικά της αγοράς των μεταποιημένων προϊόντων με βάση την ντομάτα και καθόσον δεν περιέχει καμία ένδειξη σχετικά με τους λόγους για τους οποίους προτιμήθηκε η λύση της μειώσεως του ονομαστικού ποσού της ενισχύσεως έναντι της καθιερώσεως ενός συστήματος ποσοστώσεων, μολονότι και η τελευταία αυτή λύση προβλέπεται ρητά στον βασικό κανονισμό 516/77 ( όπ.π. ). Την ίδια πλημμέλεια πάσχουν και οι κανονισμοί που εξέδωσε στη συνέχεια η Επιτροπή για τις περιόδους εμπορίας 1984/1985 μέχρι 1987/1988. Επιπλέον, η Επιτροπή παρέλειψε να αναφέρει στους κανονισμούς αυτούς στοιχεία σχετικά με το ύψος της υπερβάσεως του επιπέδου εγγυήσεως η οποία είχε διαπιστωθεί σε σχέση με τον μέσο όρο των ποσοτήτων που είχαν παραχθεί κατά τη διάρκεια των τριών περιόδων εμπορίας πριν από την περίοδο για την οποία επρόκειτο να καθοριστεί η ενίσχυση και σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού της ενισχύσεως αυτής. Ο προαναφερθείς κανονισμός 2160/87 ενέχει, επιπλέον, πλάνη περί τα πράγματα.

    9

    Η SITPA αμφισβητεί το κύρος της κοινοτικής ρυθμίσεως και για τον λόγο ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή παραβίασαν την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 40, παράγραφος 3, της Συνθήκης, επειδή καθιέρωσαν και εφάρμοσαν ένα σύστημα μειώσεως των ενισχύσεων τόσο για τους Γάλλους παραγωγούς, οι οποίοι δεν ήταν υπεύθυνοι για τις υπερβάσεις του επιπέδου εγγυήσεως, όσο και για τους παραγωγούς των άλλων κρατών μελών, οι οποίοι ήταν οι υπεύθυνοι των υπερβάσεων αυτών.

    10

    Πρέπει ευθύς εξαρχής να τονιστεί, όπως ανέφερε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 7 και στα επόμενα σημεία των προτάσεων του, ότι, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολόγηση που απαιτείται κατά το άρθρο 190 της Συνθήκης πρέπει να είναι ανάλογη προς τη φύση της συγκεκριμένης νομικής πράξης. Δεν απαιτείται δηλαδή η αιτιολογία των κανονισμών να εξειδικεύει τα διάφορα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που αποτελούν το αντικείμενό τους και τα οποία ενίοτε είναι πολυάριθμα και πολύπλοκα, εφόσον οι κανονισμοί αυτοί περιλαμβάνονται στο συστηματικό πλαίσιο του συνόλου του οποίου αποτελούν μέρος ( απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1986, Eridania, 250/84, Συλλογή 1986, σ. 117).

    11

    Όσον αφορά τον καθορισμό των χαρακτηριστικών της αγοράς που δικαιολογούν την καθιέρωση του συστήματος επιπέδων εγγυήσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στις αιτιολογικές σκέψεις του προαναφερθέντος κανονισμού 989/84 αναφέρεται ρητά ότι έχει δημιουργηθεί η κατάσταση που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 516/77 (όπ.π. ), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 988/84 του Συμβουλίου ( όπ.π. ), δηλαδή ότι έχει διαταραχθεί σημαντικά η ισορροπία μεταξύ της παραγωγής και των δυνατοτήτων διαθέσεως. Στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 989/84 διευκρινίζεται επίσης ότι το επίπεδο εγγυήσεως πρέπει να καθοριστεί κατά τρόπον ώστε να ανταποκρίνεται στις δυνατότητες διαθέσεως των οικείων προϊόντων.

    12

    Όσον αφορά την αιτιολόγηση της προτιμήσεως της λύσεως της μειώσεως του ονομαστικού ποσού της ενισχύσεως έναντι της καθιερώσεως συστήματος ποσοστώσεων, πρέπει να τονιστεί ότι το ίδιο το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού 516/77, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 988/84, ορίζει ότι, σε περίπτωση σημαντικής διαταράξεως της ισορροπίας μεταξύ παραγωγής και δυνατοτήτων διαθέσεως, το Συμβούλιο έχει την εξουσία να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα. Το γεγονός ότι το Συμβούλιο διευκρίνισε στο κείμενο του κανονισμού ότι μεταξύ των μέτρων αυτών καταλέγεται ο περιορισμός της χορηγήσεως της ενισχύσεως λόγω παραγωγής σε ορισμένη ποσότητα αποδεικνύει ότι το Συμβούλιο μπορεί να λαμβάνει και επαχθέστατα ακόμη μέτρα για τους παραγωγούς, ενώ παράλληλα έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει και λιγότερο επαχθή μέτρα, εφόσον είναι τα ενδεδειγμένα. Επιπλέον, στην τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 989/84 διευκρινίζεται ότι η μείωση της ενισχύσεως σε συνάρτηση με την υπέρβαση του επιπέδου εγγυήσεως είναι το καταλληλότερο μέτρο για την αντιμετώπιση της καταστάσεως της αγοράς.

    13

    Όσον αφορά την αιτίαση ότι οι προαναφερόμενοι κανονισμοί της Επιτροπής 1925/84 και 2222/85 και σε μικρότερο βαθμό οι προαναφερόμενοι κανονισμοί 2077/86 και 2160/87 δεν προσδιορίζουν την υπέρβαση του επιπέδου εγγυήσεως σε σχέση με τον μέσο όρο των ποσοτήτων που είχαν παραχθεί κατά τη διάρκεια των τριών προηγουμένων περιόδων εμπορίας, είναι αλήθεια ότι οι αιτιολογικές σκέψεις των επίμαχων κανονισμών αναφέρονται μόνο στην περίοδο εμπορίας που αφενός προηγείται της περιόδου για την οποία έπρεπε να καθοριστεί η ενίσχυση και κατά την οποία αφετέρου σημειώθηκε η υπέρβαση του επιπέδου εγγυήσεως. Εντούτοις, πρέπει να θεωρηθεί ότι η παράλειψη αυτή αποτελεί απλώς σφάλμα του συντάκτη, το οποίο δεν καθιστά ανεπαρκή την αιτιολογία των εν λόγω κανονισμών, καθόσον δεν είναι δυνατόν να περιήγαγε τους ενδιαφερομένους σε πλάνη ως προς τον δικαιολογητικό λόγο του μέτρου που έλαβε η κοινοτική αρχή. Όπως εξάλλου τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 55 και στα επόμενα σημεία των προτάσεών του, το σφάλμα αυτό του συντάκτη δεν απαντά σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις των κανονισμών. Εφόσον όμως το κείμενο σε μία γλώσσα εμφανίζεται ασυνεπές προς το γράμμα και το πνεύμα της όλης ρυθμίσεως εντός της οποίας εντάσσεται, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα κείμενα σε όλες τις γλώσσες.

    14

    Όσον αφορά την αιτίαση ότι δεν υπάρχει ένδειξη του τρόπου υπολογισμού της ενισχύσεως, πρέπει να τονιστεί ότι στις αιτιολογικές σκέψεις των τεσσάρων επίμαχων κανονισμών της Επιτροπής αναφέρεται το νόμιμο έρεισμα του υπολογισμού των ενισχύσεων, και συγκεκριμένα αναφέρονται οι σχετικές διατάξεις των κανονισμών 516/77 και 426/86 και του κανονισμού 989/84.

    15

    Η πλάνη περί τα πράγματα στην οποία περιέπεσε η Επιτροπή κατά την έκδοση του κανονισμού 2160/87, καθόσον κακώς έκρινε ότι είχε σημειωθεί υπέρβαση του επιπέδου εγγυήσεως για όλα τα μεταποιημένα προϊόντα με βάση την ντομάτα, δεν συνιστά, ούτε και αυτή, παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης, αφού η πλάνη αυτή δεν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της αιτιολογίας, η οποία κατά τα λοιπά είναι επαρκής.

    16

    Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι επίδικοι κανονισμοί περιέχουν τις ενδείξεις που δίνουν τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τον λόγο υπάρξεως της ρυθμίσεως αυτής, στο δε Δικαστήριο να ασκεί τον έλεγχό του, και συνεπώς οι κανονισμοί αυτοί πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ ως προς την αιτιολόγηση.

    17

    Όσον αφορά την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η SITPA παρατηρεί ότι το σύστημα επιπέδου εγγυήσεως που καθιέρωσε το Συμβούλιο και οι μειώσεις της ενισχύσεως που αποφασίστηκαν από την Επιτροπή εφαρμόζονται ομοιόμορφα εντός του συνόλου της Κοινότητας, με συνέπεια να υφίστανται οι Γάλλοι μεταποιητές, που δεν έχουν καμία ευθύνη για τις υπερβάσεις, την ίδια δυσμενή μεταχείριση με τις ιταλικές και ελληνικές επιχειρήσεις, οι απάτες των οποίων προκάλεσαν τις υπερβάσεις του επιπέδου εγγυήσεως.

    18

    Εν προκειμένω επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτίαση αυτή στηρίζεται καταρχάς στο γεγονός ότι τα κοινοτικά όργανα έπρεπε να έχουν λάβει μέτρα κατά των απατών που

    τελέστηκαν στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Από την απόφαση όμως της 17ης Μαΐου 1990, Sonito ( C-87/89, Συλλογή 1990, σ. I-1981 ) προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν διέθετε ακριβή και αναμφισβήτητα στοιχεία σχετικά με την τέλεση απατών στην Ιταλία και στην Ελλάδα και κατά συνέπεια δεν μπορούσε κατά νόμο να αμφισβητήσει την ορθότητα των στοιχείων που είχαν παράσχει τα κράτη αυτά.,

    19

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο είχε την εξουσία να εκδώσει, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και χωρίς να παραβιάσει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, κανονισμό περί καθιερώσεως ενός συστήματος επιπέδων εγγυήσεως για όλη την κοινοτική αγορά των μεταποιημένων προϊόντων με βάση τα οπωροκηπευτικά. Η Επιτροπή εξάλλου ήταν υποχρεωμένη, δυνάμει του κανονισμού του Συμβουλίου, να προβαίνει ετησίως στις μειώσεις της ενισχύσεως τις οποίες έκρινε επιβεβλημένες λόγω των υπερβάσεων του επιπέδου εγγυήσεως που διαπίστωνε.

    20

    Καθόσον η ανωτέρω αιτίαση έχει επίσης την έννοια μομφής κατά του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τον λόγο ότι επέβαλαν κυρώσεις στους Γάλλους μεταποιητές, μολονότι η υπέρβαση της παραγωγής δεν οφειλόταν σε αύξηση της παραγωγής στη Γαλλία, πρέπει να τονιστεί ότι, στο πλαίσιο κοινής οργανώσεως των αγορών που δεν προβλέπει σύστημα εθνικών ποσοστώσεων, όλοι οι παραγωγοί της Κοινότητας, ανεξάρτητα από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένοι, υφίστανται αλληλεγγύως και ισομερώς τις συνέπειες των αποφάσεων που καλούνται να λάβουν τα κοινοτικά όργανα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο να εμφανιστεί στην αγορά διατάραξη της ισορροπίας μεταξύ παραγωγής και δυνατοτήτων διαθέσεως.

    21

    Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κατά την έκδοση των επιδίκων κανονισμών το Συμβούλιο και η Επιτροπή δεν παραβίασαν την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

    22

    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι από την εξέταση του κανονισμού 989/84 του Συμβουλίου και των κανονισμών της Επιτροπής 1925/84, 2222/85, 2077/86 και 2160/87 δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος των κανονισμών αυτών.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    23

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κυρίας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( δεύτερο τμήμα ),

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 26ης Δεκεμβρίου 1989 το Tribunal administratif της Dijon, αποφαίνεται:

     

    Από την εξέταση του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 989/84 του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 1984, περί καθορισμού επιπέδου εγγυήσεως για ορισμένα μεταποιημένα προϊόντα με βάση τα οπωροκηπευτικά, και των κανονισμών της Επιτροπής ( ΕΟΚ ) 1925/84, της 5ης Ιουλίου 1984, (ΕΟΚ) 2222/85, της 31ης Ιουλίου 1985, (ΕΟΚ) 2077/86, της 30ής Ιουνίου 1986, και ( ΕΟΚ ) 2160/87, της 22ας Ιουλίου 1987, με τους οποίους καθορίστηκε η κατωτάτη τιμή που έπρεπε να καταβληθεί στους παραγωγούς ντομάτας και το ποσό της ενισχύσεως λόγω παραγωγής μεταποιημένων προϊόντων με βάση την ντομάτα για τις περιόδους εμπορίας 1984/1985,1985/1986,1986/1987 και 1987/1988 αντίστοιχα, δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να επηρεάσουν το κύρος των ανωτέρω κανονισμών.

     

    O'Higgins

    Mancini

    Schockweiler

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Ιανουαρίου 1991.

    Ο Γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο Πρόεδρος του δευτέρου τμήματος

    Τ. F. O'Higgins


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top