This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61990CJ0018
Judgment of the Court of 31 January 1991. # Office national de l'emploi v Bahia Kziber. # Reference for a preliminary ruling: Cour du travail de Liège - Belgium. # EEC Morocco Cooperation Agreement - Principle of non-discrimination - Social security. # Case C-18/90.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Ιανουαρίου 1991.
Office national de l'emploi κατά Bahia Kziber.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour du travail de Liège - Βέλγιο.
Συμφωνία Συνεργασίας ΕΟΚ-Μαρόκου - Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων - Κοινωνική ασφάλιση.
Υπόθεση C-18/90.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Ιανουαρίου 1991.
Office national de l'emploi κατά Bahia Kziber.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour du travail de Liège - Βέλγιο.
Συμφωνία Συνεργασίας ΕΟΚ-Μαρόκου - Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων - Κοινωνική ασφάλιση.
Υπόθεση C-18/90.
Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-00199
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:36
ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ
στην υπόθεση C-18/90 ( *1 )
Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία
1. |
Η Συμφωνία Συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου (στο εξής: Συμφωνία) υπογράφηκε στις 27 Απριλίου 1976 στο Rabat από το Βασίλειο του Μαρόκου, αφενός, και από τα κράτη μέλη της ΕΟΚ και την Κοινότητα, αφετέρου, συνήφθη δε στο όνομα της Κοινότητας με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2211/78 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1978 (ΕΕειδ. έκδ. 11/010, σ. 130). |
2. |
Η Συμφωνία έχει ως στόχο, όπως ορίζεται στο άρθρο 1, « να προαγάγει την συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σε όλους τους τομείς, για να συμβάλλει στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του Μαρόκου, και να ευνοήσει την ενίσχυση των σχέσεων των δυο μερών. Για τον σκοπό αυτό, θα θεσπιστούν και θα εφαρμοστούν διατάξεις και ενέργειες στον τομέα της οικονομικής, τεχνικής και χρηματοδοτικής συνεργασίας, στον τομέα των εμπορικών συναλλαγών, καθώς και στον κοινωνικό τομέα ». |
3. |
Κατά το άρθρο 40, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο III της Συμφωνίας και αφορά τη συνεργασία στον τομέα του εργατικού δυναμικού, « κάθε κράτος μέλος παρέχει στους εργαζομένους μαροκινής υπηκοότητας, οι οποίοι απασχολούνται στην επικράτεια του καθεστώς που χαρακτηρίζεται από την απουσία κάθε διακρίσεως βασιζομένης στην ιθαγένεια σε σχέση με τους ιδίους του υπηκόους, όσον αφορά τους όρους συνεργασίας και αμοιβής. (...)». |
4. |
Το άρθρο 41 ορίζει στην παράγραφο 1 ότι, « με την επιφύλαξη των διατάξεων των ακολούθων παραγράφων, οι εργαζόμενοι μαροκινής υπηκοότητος και τα μέλη της οικογένειας τους που διαμένουν με αυτούς, απολαύουν στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως καθεστώτος που χαρακτηρίζεται από την απουσία κάθε διακρίσεως βασιζόμενης στην ιθαγένεια, σε σχέση με τους υπηκόους των κρατών μελών, στα οποία απασχολούνται. (...)». |
5. |
Τα άρθρα 44 και 45, που περιλαμβάνονται στον τίτλο IV περί γενικών και τελικών διατάξεων, προβλέπουν τη σύσταση ενός Συμβουλίου Συνεργασίας, το οποίο αποτελείται, αφενός, από μέλη του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και από μέλη της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, αφετέρου, από μέλη της Κυβερνήσεως του Βασιλείου του Μαρόκου. Για την υλοποίηση των στόχων που καθορίζονται στη Συμφωνία και στις προβλεπόμενες από αυτήν περιπτώσεις, το εν λόγω συμβούλιο έχει την εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις. Οι λαμβανόμενες αποφάσεις είναι δεσμευτικές για τα συμβαλλόμενα μέρη, τα οποία υποχρεούνται να λάβουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση τους. |
6. |
Κατά το άρθρο 42, παράγραφος 1, « προ του τέλους του πρώτου έτους μετά την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας αυτής, το Συμβούλιο Συνεργασίας θεσπίζει τις διατάξεις που επιτρέπουν την εξασφάλιση της εφαρμογής των αρχών, οι οποίες καθορίζονται στο άρθρο 41 » (προαναφερθέν). |
7. |
Παρά τις προτάσεις προς λήψη αποφάσεως τις οποίες υπέβαλε η αντιπροσωπεία της Κοινότητας, το Συμβούλιο Συνεργασίας δεν έλαβε καμία απόφαση στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως. |
8. |
Στο Βέλγιο, το βασιλικό διάταγμα της 20ης Δεκεμβρίου 1963 περί απασχολήσεως και ανεργίας (Moniteur belge της 18.1.1964, σ. 506) προβλέπει στο άρθρο 124 τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στους νέους εργαζόμενους μετά το πέρας είτε επαγγελματικής εκπαιδεύσεως είτε μαθητείας. Όσον αφορά τους αλλοδαπούς και απάτριδες εργαζομένους, το άρθρο 125 του εν λόγω βασιλικού διατάγματος ορίζει ότι η ρύθμιση περί επιδομάτων ανεργίας δεν ισχύει στην περίπτωση τους παρά μόνο εντός του πλαισίου διεθνούς συμβάσεως. |
9. |
To Office national de ľ emploi ( εθνικό γραφείο εργασίας, στο εξής: Onem) αρνήθηκε, προβάλλοντας ως αιτιολογία την ιθαγένειά της, τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας στην Bahia Kziber, μαροκινής ιθαγενείας, θυγατέρα μαροκινού υπηκόου, ο οποίος είναι ήδη συνταξιούχος στο Βέλγιο αφού εργάστηκε εκεί ως μισθωτός. |
10. |
Κατ' αυτής της απορριπτικής αποφάσεως η ενδιαφερόμενη άσκησε προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων επιλύσεως εργατικών διαφορών. Ενώ ενώπιον του Tribunal du travail (πρωτοβάθμιο δικαστήριο) επικαλέστηκε τη γενική βελγομαροκινή σύμβαση περί κοινωνικής ασφαλίσεως, ενώπιον του Cour du travail ( εφετείο ) επικαλέστηκε τις διατάξεις του άρθρου 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας. |
11. |
Εκτιμώντας ότι η διαφορά προϋποθέτει ερμηνεία της Συμφωνίας, το Cour du travail της Λιέγης, με απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 1990, ανέστειλε τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο εκδώσει προδικαστική απόφαση επί του ακολούθου ερωτήματος: « Μπορεί ένα κράτος μέλος να αρνηθεί, λόγω της ιθαγενείας τους, τη χορήγηση κοινωνικού πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 στα συντηρούμενα τέκνα εργαζομένου που είναι υπήκοος τρίτου κράτους (του Μαρόκου), με το οποίο η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα έχει συνάψει συμφωνία συνεργασίας περιέχουσα ρήτρα ίσης μεταχειρίσεως, από άποψη κοινωνικής ασφαλίσεως, υπέρ των διακινουμένων εργαζομένων της χώρας αυτής, οι οποίοι απασχολούνται εντός της Κοινότητας, καθώς και στα μέλη της οικογενείας τους που συγκατοικούν μαζί τους; » |
12. |
Στις σκέψεις της αποφάσεως περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος, το Cour du travail της Λιέγης εκθέτει ότι η Συμφωνία αποτελεί μέρος της κοινοτικής έννομης τάξης και ότι η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 41, παράγραφος 1, ρήτρα περί απαγορεύσεως των διακρίσεων μπορεί από την ίδια τη φύση της να έχει άμεσο αποτέλεσμα. Η ενδιαφερόμενη δεν μπορεί να επικαλείται την ιδιότητα του εργαζομένου που απασχολείται στο έδαφος ενός των χωρών της Κοινότητας, υπό την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας. Επίσης, το Δικαστήριο δέχτηκε με την απόφαση της 20ής Ιουνίου 1985, Deák ( 94/84, Συλλογή 1985, σ. 1881 ) ότι το βελγικό επίδομα αναμονής δεν αποτελεί παράγωγο δικαίωμα το οποίο ο ενδιαφερόμενος μπορεί να επικαλείται υπό την ιδιότητα του ως κατιόντος διακινουμένου εργαζόμενου. Χαρακτήρισε εντούτοις αυτό το επίδομα αναμονής ως κοινωνικό πλεονέκτημα υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος, με το οποίο θεσπίζεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τα κοινωνικά πλεονεκτήματα, μεταξύ ημεδαπών εργαζομένων και εργαζομένων υπηκόων των κρατών μελών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33 ). Το ζήτημα του οποίου έχει επιληφθεί το Cour du travail αναφέρεται στο αν η διάταξη αυτή αφορά αποκλειστικά τα συντηρούμενα τέκνα των εργαζομένων υπηκόων κράτους μέλους ή αν ισχύει επίσης για τα τέκνα των εργαζομένων υπηκόων τρίτου κράτους με το οποίο η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα έχει συνάψει συμφωνία συνεργασίας, βάσει ρήτρας περί απαγορεύσεως των διακρίσεων όπως εκείνη η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας. |
13. |
Η Διάταξη του Cour du travail της Λιέγης πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Ιανουαρίου 1990. |
14. |
Σύμφωνα προς το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν την 1η Απριλίου 1990 η Επιτροπή, εκπροσωπούμένη από τον νομικό της σύμβουλο Jean-Claude Séché, στις 3 Απριλίου 1990 η Bahia Kziber, προσφεύγουσα της κυρίας δίκης, εκπροσωπούμένη από την Michèle Baiwir και τον René Jamar, συνδικαλιστικούς εκπροσώπους, στις 6 και στις 9 Απριλίου 1990 το Onem, καθού της κυρίας δίκης, εκπροσωπούμενο από τον C. Derwael, δικηγόρο Βρυξελλών, στις 17 Απριλίου 1990 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Ernst Roder και Joachim Karl, υπαλλήλους του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομίας, και στις 18 Απριλίου 1990 η Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον Philippe Pouzoulet, υποδιευθυντή της Διευθύνσεως Νομικών Υποθέσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών, και τον Claude Chavance, attaché principal της κεντρικής διοικήσεως στη Διεύθυνση Νομικών Υποθέσεων του ίδιου υπουργείου. |
15. |
Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. |
II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο
1. |
Κατά την Bahia Kziber, το άρθρο 41, παράγραφος 1, που θεσπίζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, είναι αρκετά σαφές και συγκεκριμένο ώστε να μπορεί να έχει απευθείας εφαρμογή, παρά το γεγονός ότι το Συμβούλιο Συνεργασίας δεν έλαβε αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 42. Για την εξακρίβωση του αν η ενδιαφερόμενη έχει την ιδιότητα του εργαζομένου, η διάταξη αυτή δεν πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικά. Πράγματι, δεν πρέπει να θεωρείται ως εργαζόμενος αποκλειστικά ο άνεργος ο οποίος λαμβάνει επίδομα ανεργίας μετά ορισμένη περίοδο εργασίας, αλλά και εκείνος ο οποίος έχει εγγραφεί στους καταλόγους των ανέργων ως αναζητών εργασία και λαμβάνει, δυνάμει της βελγικής κανονιστικής ρυθμίσεως, επίδομα ανεργίας. Έστω και αν το Δικαστήριο δεν δεχθεί αυτή την εξομοίωση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ενδιαφερόμενη μπορεί να επικαλείται τον κανόνα της απαγορεύσεως των διακρίσεων ως μέλος της οικογενείας εργαζομένου. Πράγματι, με την απόφαση της 20ής Ιουνίου 1985, Deák (όπ.π. ), το Δικαστήριο χαρακτήρισε το επίδομα αναμονής ως κοινωνικό πλεονέκτημα υπό την έννοια του προαναφερθέντος κανονισμού 1612/68. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εργαζόμενος ο οποίος είναι υπήκοος κράτους μέλους μπορεί, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 1612/68, που προβλέπει την ίση μεταχείριση στον τομέα των κοινωνικών πλεονεκτημάτων, να ζητήσει τη χορήγηση του επιδόματος αναμονής στο τέκνο του, έστω και αν αυτό δεν έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους. Το άρθρο 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας περιλαμβάνει εγγύηση περί απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ Μαροκινών εργαζομένων και εργαζομένων των κρατών μελών « στον τομέα » της κοινωνικής ασφαλίσεως. Η διατύπωση αυτή φαίνεται ότι είναι ευρύτερη από την απαγόρευση των διακρίσεων όσον αφορά τα ίδια δικαιώματα του ενδιαφερομένου εργαζομένου σε σχέση με τις παροχές της κοινωνικής ασφαλίσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, δυνάμει του άρθρου 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας, οι Μαροκινοί εργαζόμενοι μπορούν να επικαλούνται το άρθρο 7 του προαναφερθέντος κανονισμού 1612/68, το οποίο απαγορεύει, κατά το Δικαστήριο, τις ρήτρες περί ιθαγενείας που θίγουν τα τέκνα των εργαζομένων υπηκόων των κρατών μελών, ακόμα και αν το τέκνο δεν έχει την ιθαγένεια κράτους μέλους, τουλάχιστον όσον αφορά τα σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση δικαιώματα και όχι « τα κοινωνικά πλεονεκτήματα », με την πλέον ευρεία έννοια. Επομένως η Bahia Kziber προτείνει να δοθεί η εξής απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα: « Δυνάμει του άρθρου 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Συνεργασίας, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαιτούν από τους Μαροκινούς υπηκόους τις προϋποθέσεις ιθαγενείας που θέτει η εθνική ρύθμιση για τη χορήγηση παροχών ασφαλίσεως ανεργίας. Επικουρικά: δυνάμει του άρθρου 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Συνεργασίας, οι Μαροκινοί εργαζόμενοι μπορούν να επικαλούνται, όσον αφορά τα τέκνα τους, την εφαρμογή του άρθρου 7 του κανονισμού 1612/68 με σκοπό τη χορήγηση παροχών ασφαλίσεως ανεργίας. » |
2. |
To Onem υπενθυμίζει ότι, με την απόφαση της 20ής Ιουνίου 1985, Deák ( όπ.π. ), το Δικαστήριο χαρακτήρισε το βελγικό επίδομα αναμονής ως ίδιο δικαίωμα των νεαρών ανέργων και όχι ως παρεπόμενο δικαίωμα βάσει της ιδιότητάς τους ως μέλους της οικογενείας εργαζομένου. Η αναγνώριση από το Δικαστήριο της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, που θεσπίζεται στο άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68, όσον αφορά τη χορήγηση επιδόματος αναμονής στα τέκνα εργαζομένων υπηκόων κράτους μέλους, εξηγείται από τους στόχους της Συνθήκης ΕΟΚ, στους οποίους περιλαμβάνεται, στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας, η φροντίδα εξασφαλίσεως των καλύτερων δυνατών κοινωνικών συνθηκών στους εργαζομένους υπηκόους των κρατών μελών. Δεν υπάρχει λόγος να επεκταθεί η εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, στους εργαζομένους υπηκόους τρίτου κράτους, έστω και αν το κράτος αυτό έχει συνάψει με την Κοινότητα συμφωνία συνεργασίας. Εξάλλου, η εν λόγω Συμφωνία έχει προδήλως πολύ πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής και δεν παρέχει στα τέκνα των Μαροκινών εργαζομένων ίδιο δικαίωμα προς λήψη του επιδόματος αναμονής. Επιπλέον, αφού το Συμβούλιο Συνεργασίας δεν έλαβε αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 42 της Συμφωνίας, η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 41, παράγραφος 1, της ίδιας Συμφωνίας αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής. 'Εστω και αν υποτεθεί — πράγμα αδύνατο — ότι το άρθρο 41, παράγραφος 1, έχει εφαρμογή, η ενδιαφερόμενη δεν έχει την ιδιότητα του εργαζομένου της οποίας γίνεται μνεία στη διάταξη αυτή. |
3. |
Η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας θεωρεί ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Cour du travail της Λιέγης. Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 δεν θεσπίζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα των κοινωνικών πλεονεκτημάτων παρά μόνο υπέρ των εργαζομένων υπηκόων κράτους μέλους. Σε αντίθεση με την υπόθεση την οποία αφορά η προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Ιουνίου 1985, Deák, η προσφεύγουσα της υποθέσεως της κυρίας δίκης δεν έχει την ιδιότητα του κατιόντος κοινοτικού διακινουμένου εργαζομένου. Το άρθρο 41, παράγραφος 1, δεν εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, διότι η ενδιαφερόμενη δεν έχει την ιδιότητα του εργαζομένου. Επίσης, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαιώματα ως μέλος της οικογενείας εργαζομένου, δεδομένου ότι ο πατέρας της είναι συνταξιούχος. Τα άρθρα 40, παράγραφος 1, και 41, παράγραφος 1, προβλέπουν την ίση μεταχείριση μόνο υπέρ των Μαροκινών εργαζομένων που απασχολούνται στο έδαφος κράτους μέλους. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πατέρας της ενδιαφερόμενης δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαιώματα δυνάμει της Συμφωνίας. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο πατέρας της ενδιαφερομένης μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας, δεν έχει δικαίωμα να τύχει ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τη χορήγηση κοινωνικού πλεονεκτήματος υπό την έννοια του άθρου 7, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 1612/68. Ο κανονισμός αυτός εκδόθηκε βάσει των άρθρων 48 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ, έχει δε ως στόχο την εξασφάλιση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας στους κοινοτικούς εργαζόμενους, στόχος ο οποίος είναι διαφορετικός από εκείνον της Συμφωνίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, μπορεί να μην εξεταστεί το ζήτημα που αφορά τον χαρακτηρισμό του επιδόματος αναμονής ως κοινωνικού πλεονεκτήματος. |
4. |
Η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας υπογραμμίζει εξαρχής ότι, λόγω της ιθαγενείας της και της ιθαγενείας του πατέρα της, η προσφεύγουσα της κυρίας δίκης δεν μπορεί να επικαλείται, δυνάμει του κοινοτικού δικαίου, ούτε ίδιο ούτε παρεπόμενο δικαίωμα σχετικά με τη χορήγηση παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως. Η Συμφωνία, το μόνο νομοθετικό κείμενο στο οποίο η προσφεύγουσα της κυρίας δίκης μπορεί να βασιστεί, θεσπίζει στο άρθρο 40 μια αμοιβαία αρχή περί απαγορεύσεως των διακρίσεων, η οποία επαναλαμβάνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, υπέρ των εργαζομένων μαροκινής ιθαγενείας· εντούτοις, η εφαρμογή της εναπόκειται, βάσει του άρθρου 42, στο Συμβούλιο Συνεργασίας. Το Δικαστήριο υπογράμμισε σαφώς με την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, Demirel (12/86, Συλλογή 1987, σ. 3719), ότι, για να μπορεί να εφαρμόζεται απευθείας διάταξη συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ Κοινότητας και τρίτων χωρών, η διάταξη αυτή πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος, καθώς και του αντικειμένου και της φύσεως της συμφωνίας, να περιλαμβάνει σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση, που δεν εξαρτάται, ως προς την εφαρμογή και τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξεως. Στην παρούσα υπόθεση όμως, για να εφαρμοστεί η τιθέμενη στο άρθρο 41 γενική αρχή, είναι απαραίτητη η ενέργεια του Συμβουλίου Συνεργασίας, παρά δε τις προτάσεις που υπέβαλε η κοινοτική αντιπροσωπεία το Συμβούλιο Συνεργασίας δεν έλαβε καμία σχετική απόφαση. Επιπλέον, η Γαλλική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι οι παροχές ανεργίας περί των οποίων πρόκειται στην υπόθεση της κυρίας δίκης δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των παροχών οι οποίες απαριθμούνται στο άρθρο 41 της Συμφωνίας. Ασφαλώς το Δικαστήριο χαρακτήρισε το επίδομα ανεργίας ως κοινωνικό πλεονέκτημα υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, αυτός ο χαρακτηρισμός όμως ισχύει μόνο για τους δικαιούχους που αφορά αυτός ο κανονισμός, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται οι εργαζόμενοι υπήκοοι τρίτων χωρών. 'Ενας τέτοιος χαρακτηρισμός υπό την έννοια του άρθρου 41 της Συμφωνίας δεν μπορεί να ισχύσει για τους Μαροκινούς εργαζομένους παρά μόνο δυνάμει ρητής πράξεως του Συμβουλίου Συνεργασίας. Επομένως, η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας θεωρεί ότι στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί απάντηση ότι « οι διατάξεις του άρθρου 41 της Συμφωνίας Συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου, υπογραφείσας στο Rabat στις 27 Απριλίου 1976, που συνήφθη στο όνομα της Κοινότητας με κανονισμό του Συμβουλίου της 26ης Σεπτεμβρίου 1978, δεν συνιστούν διατάξεις κοινοτικού δικαίου απευθείας εφαρμοζόμενες στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών. Συνεπώς, το τέκνο Μαροκινού υπηκόου, που εργάζεται ή είναι συνταξιούχος σε κράτος μέλος, δεν μπορεί να επικαλείται βάσει του κοινοτικού δικαίου το δικαίωμα χορηγήσεως επιδόματος ανεργίας. Εν πάση περιπτώσει, εναπόκειται στο Συμβούλιο Συνεργασίας, δυνάμει της αρμοδιότητας που του παρέχεται με το άρθρο 42 της προαναφερθείσας Συμφωνίας, να καθορίσει εάν η χορήγηση τέτοιου επιδόματος στα τέκνα Μαροκινών εργαζομένων που κατοικούν σε κράτος μέλος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 41 της εν λόγω Συμφωνίας ». |
5. |
Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 20ής Ιουνίου 1985, Deák ( όπ.π. ), χαρακτήρισε το βελγικό επίδομα αναμονής ως κοινωνικό πλεονέκτημα υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 1612/68, το οποίο δικαιούται να λάβει ο υπήκοος κράτους μέλους διακινούμενος εργαζόμενος ανεξάρτητα από την ιθαγένεια του τέκνου του. Όσον αφορά το ζήτημα του αμέσου αποτελέσματος μιας διατάξεως περιλαμβανομένης σε συμφωνία συναφθείσα μεταξύ Κοινότητας και τρίτου κράτους, η Επιτροπή υπενθυμίζει τα κριτήρια που έχει δεχθεί η νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως δε, ως πλέον πρόσφατη, την προαναφερθείσα απόφαση Demirel της 30ής Σεπτεμβρίου 1987. Στόχος της Συμφωνίας είναι να προαγάγει τη γενική συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών για να συμβάλει στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του Μαρόκου και να ευνοήσει την ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ των μερών. Το άρθρο 51, παράγραφος 1, το οποίο ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν όλα τα γενικά ή ειδικά μέτρα για την εξασφάλιση της εκτελέσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συμφωνία, απλώς υπογραμμίζει τον δεσμευτικό χαρακτήρα της, χωρίς να αναφέρεται στη δυνατότητα αναγνωρίσεως αμέσου αποτελέσματος σε ορισμένες από τις διατάξεις της. Αντίθετα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 40 της Συμφωνίας, που απαγορεύει κάθε διάκριση όσον αφορά τους όρους εργασίας και αμοιβής, έχει τέτοιο άμεσο αποτέλεσμα. Πρόκειται για έννοιες επαρκώς συγκεκριμένες, για τη δε εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων δεν απαιτείται καμία μεταγενέστερη πράξη. Εντούτοις, στην έννοια των όρων εργασίας και αμοιβής δεν περιλαμβάνεται το επίδομα αναμονής, περί του οποίου πρόκειται στην υπόθεση της κυρίας δίκης. Το άρθρο 40 δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπον ώστε να καλύπτει και τα κοινωνικά πλεονεκτήματα υπό την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, ο οποίος ισχύει μόνο για τους κοινοτικούς υπηκόους. 'Εστω και αν η Συμφωνία αναφέρει τα κοινωνικά πλεονεκτήματα, η έννοια αυτή δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο με εκείνο που αναγνωρίστηκε στο πλαίσιο του κανονισμού 1612/68, σε σχέση με τους ιδιαιτέρους στόχους της Συνθήκης ΕΟΚ στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας. Τέλος, το άρθρο 40 αφορά αποκλειστικά τους εργαζομένους και όχι τα μέλη της οικογενείας τους. Εντούτοις, το επίδομα αναμονής αποτελεί παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως υπό την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας, το οποίο, εξάλλου, σε αντίθεση με το άρθρο 40, αναφέρει ρητά τα μέλη της οικογενείας. Ωστόσο, οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι έχουν άμεσο αποτέλεσμα. Δυνάμει του άρθρου 42, η εφαρμογή των αναφερομένων στο άρθρο 41 αρχών εξαρτάται από την παρέμβαση του Συμβουλίου Συνεργασίας. 'Ομως, η αντιπροσωπεία της Κοινότητας στο πλαίσιο του Συμβουλίου Συνεργασίας δεν μπόρεσε να επιτύχει τη σύμφωνη γνώμη του Μαρόκου ώστε να ληφθούν αποφάσεις περί εφαρμογής της Συμφωνίας. Επομένως, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί στο υποβληθέν ερώτημα η απάντηση ότι « οι διατάξεις του άρθρου 41 της Συμφωνίας Συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου, υπογραφείσας στο Rabat στις 27 Απριλίου 1976, η οποία συνήφθη στο όνομα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2211/78 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1978, δεν συνιστούν κανόνες κοινοτικού δικαίου απευθείας εφαρμοστέους στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών ». |
F. A. Schockweiler
εισηγητής δικαστής
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.
της 31ης Ιανουαρίου 1991 ( *1 )
Στην υπόθεση C-18/90,
η οποία έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour du travail της Λιέγης ( Βέλγιο ) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Office national de l'emploi ( Onem )
και
Bahia Kziber,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της Συμφωνίας Συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, G. C. Rodríguez Iglesias και Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliet, F. A. Schockweiler και Ρ. J. G. Kapteyn, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven
γραμματέας: J. A. Pompe, βοηθός γραμματέας
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
— |
το Onem, εκπροσωπούμενο από τον C. Derwael, δικηγόρο Βρυξελλών, |
— |
η Bahia Kziber, εκπροσωπούμενη από τη Michèle Baiwir και τον René Jamar, συνδικαλιστικούς εκπροσώπους, |
— |
η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τους Ernst Roder και Joachim Karl, υπαλλήλους του ομοσπονδιακού Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, |
— |
η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Philippe Pouzoulet, υποδιευθυντή στη Διεύθυνση Νομικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Claude Chavance, attaché principal στο ίδιο υπουργείο, |
— |
η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Jean Séché, νομικό σύμβουλο, |
αφού έλαβε υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Onem, της Kziber, της Γαλλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Νοεμβρίου 1990,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Δεκεμβρίου 1990,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 1990, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Ιανουαρίου 1990, το Cour du travail της Λιέγης (Βέλγιο) υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία της Συμφωνίας Συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου, που υπεγράφη στο Rabat στις 27 Απριλίου 1976, συναφθείσα στο όνομα της Κοινότητας με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2211/78 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1978 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 11/010, σ. 130, στο εξής: Συμφωνία ). |
2 |
Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Bahia Kziber, μαροκινής ιθαγενείας, και του βελγικού Office national de l'emploi ( εθνικό γραφείο εργασίας ) σχετικά με άρνηση χορηγήσεως επιδόματος ανεργίας. |
3 |
Από τη δικογραφία της υποθέσεως της κύριας δίκης προκύπτει ότι η Kziber συγκατοικεί με τον πατέρα της, Μαροκινό υπήκοο, ο οποίος είναι συνταξιούχος στο Βέλγιο αφού εργάστηκε εκεί ως μισθωτός. |
4 |
Το βελγικό βασιλικό διάταγμα της 20ής Δεκεμβρίου 1963 περί απασχολήσεως και ανεργίας ( Moniteur belge της 18.1.1964, σ. 506) προβλέπει, στο άρθρο 124, τη χορήγηση παροχών ανεργίας υπέρ των νέων εργαζομένων μετά το πέρας είτε επαγγελματικών σπουδών είτε μαθητείας. Όσον αφορά τους αλλοδαπούς και τους απάτριδες εργαζομένους, το άρθρο 125 του προαναφερθέντος βασιλικού διατάγματος ορίζει ότι απολαύουν των παροχών ανεργίας μόνο στο πλαίσιο διεθνούς συμβάσεως. |
5 |
Το Office national de l'emploi αρνήθηκε τη χορήγηση παροχών ανεργίας στην Kziber λόγω της ιθαγενείας της. Κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως η ενδιαφερόμενη άσκησε προσφυγή ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων επιλύσεως εργατικών διαφορών. |
6 |
Το Cour du travail της Λιέγης, δικάζον κατ' έφεση, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο εκδώσει προδικαστική απόφαση επί του εξής ερωτήματος: « Μπορεί ένα κράτος μέλος να αρνηθεί, λόγω της ιθαγενείας τους, τη χορήγηση κοινωνικού πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 στα συντηρούμενα τέκνα εργαζομένου που είναι υπήκοος τρίτου κράτους ( του Μαρόκου ), με το οποίο η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα έχει συνάψει συμφωνία συνεργασίας περιέχουσα ρήτρα ίσης μεταχειρίσεως, από άποψη κοινωνικής ασφαλίσεως, υπέρ των διακινουμένων εργαζομένων της χώρας αυτής, οι οποίοι απασχολούνται εντός της Κοινότητας, καθώς και στα μέλη της οικογενείας τους που συγκατοικούν μαζί τους; » |
7 |
Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. |
8 |
Προς διευκρίνιση του αντικειμένου του ερωτήματος που υπέβαλε το Cour du travail της Λιέγης, πρέπει να υπομνησθούν ο στόχος και οι κρίσιμες διατάξεις της Συμφωνίας. |
9 |
Στόχος της Συμφωνίας είναι, όπως ορίζεται στο άρθρο 1, να προαγάγει τη συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σε όλους τους τομείς, για να συμβάλει στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του Μαρόκου, και να ευνοήσει την ενίσχυση των σχέσεων των δύο μερών. Η συνεργασία αυτή αφορά, δυνάμει του τίτλου Ι, τον οικονομικό, τον τεχνικό και τον χρηματοδοτικό τομέα, δυνάμει του τίτλου II, τον τομέα των εμπορικών ανταλλαγών και, δυνάμει του τίτλου III, τον τομέα του εργατικού δυναμικού. |
10 |
Το άρθρο 40, που περιλαμβάνεται στο τίτλο III περί της συνεργασίας στον τομέα του εργατικού δυναμικού, ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος παρέχει στους εργαζομένους μαροκινής ιθαγένειας, οι οποίοι απασχολούνται στο έδαφος του, καθεστώς που χαρακτηρίζεται από την απουσία κάθε διακρίσεως βασιζόμενης στην ιθαγένεια σε σχέση με τους ιδίους του υπηκόους, όσον αφορά τους όρους εργασίας και αμοιβής. |
11 |
Το άρθρο 41, που υπάγεται στον ίδιο τίτλο III, ορίζει στην παράγραφο 1 ότι, με την επιφύλαξη των διατάξεων των ακολούθων παραγράφων, οι εργαζόμενοι μαροκινής ιθαγενείας και τα μέλη της οικογενείας τους, που συγκατοικούν με αυτούς, απολαύουν στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως καθεστώτος που χαρακτηρίζεται από την απουσία κάθε διακρίσεως βασιζομενης στην ιθαγένεια, σε σχέση με τους υπηκόους των κρατών μελών, στα οποία απασχολούνται. Δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, οι Μαροκινοί εργαζόμενοι δικαιούνται του συνυπολογισμού των περιόδων ασφαλίσεως, απασχολήσεως ή κατοικίας, που συμπληρώνονται στα διάφορα κράτη μέλη, όσον αφορά ορισμένες παροχές δυνάμει της παραγράφου 3 απολαύουν των οικογενειακών παροχών για τα μέλη της οικογενείας τους που κατοικούν εντός της Κοινότητος, βάσει δε της παραγράφου 4 μπορούν να μεταφέρουν ελεύθερα στο Μαρόκο τις συντάξεις τους. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 41 θεσπίζεται η αρχή της αμοιβαιότητας υπέρ των εργαζομένων υπηκόων των κρατών μελών όσον αφορά το καθεστώς που προβλέπεται στις παραγράφους 1,3 και 4 του άρθρου αυτού. |
12 |
Το άρθρο 42 της Συμφωνίας αναθέτει στο Συμβούλιο Συνεργασίας το έργο της θεσπίσεως διατάξεων που καθιστούν δυνατή την εξασφάλιση της εφαρμογής των καθοριζόμενων στο άρθρο 41 αρχών. |
13 |
Εξεταζόμενο σε σχέση με αυτές τις διατάξεις της Συμφωνίας, το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να θεωρηθεί ότι αναφέρεται στην ουσία στο αν το άρθρο 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας εμποδίζει ένα κράτος μέλος να αρνηθεί τη χορήγηση επιδόματος αναμονής, το οποίο προβλέπεται από τη νομοθεσία του υπέρ των νέων που αναζητούν εργασία, σε μέλος της οικογενείας εργαζομένου μαροκινής ιθαγενείας με το οποίο συγκατοικεί, με την αιτιολογία ότι ο αναζητών εργασία έχει μαροκινή ιθαγένεια. |
14 |
Για να δοθεί λυσιτελής απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει καταρχάς να εξακριβωθεί αν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και, στη συνέχεια, αν αυτή η διάταξη καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία μέλος της οικογενείας μαροκινού διακινουμένου εργαζόμενου ζητεί τη χορήγηση παροχής όπως αυτή περί της οποίας πρόκειται στην υπόθεση της κύριας δίκης. |
Επί του αμέσου αποτελέσματος του άρθρου 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας
15 |
Κατά πάγια νομολογία ( βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, Demirel, σκέψη 14, 12/86, Συλλογή 1987, σ. 3719 ), διάταξη συμφωνίας που έχει συναφθεί από την Κοινότητα με τρίτες χώρες πρέπει να θεωρείται ότι εφαρμόζεται απευθείας, όταν, ενόψει του γράμματός της, καθώς και του αντικειμένου και της φύσεως της συμφωνίας, συνεπάγεται σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση που δεν εξαρτάται, ως προς την εφαρμογή ή τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξης. |
16 |
Για να καθοριστεί αν η διάταξη του άρθρου 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας πληροί τις προϋποθέσεις αυτές, πρέπει να εξετασθεί καταρχάς η διατύπωση της. |
17 |
Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στο άρθρο 41, παράγραφος 1, θεσπίζεται, με σαφή και συγκεκριμένη διατύπωση και χωρίς εξάρτηση από όρους, η απαγόρευση επιβολής διακρίσεων λόγω ιθαγενείας σε βάρος των Μαροκινών εργαζομένων και των μελών της οικογενείας τους που κατοικούν μαζί τους στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως. |
18 |
Το γεγονός ότι το άρθρο 41, παράγραφος 1, ορίζει ότι η απαγόρευση αυτή ισχύει μόνο με την επιφύλαξη των διατάξεων των επομένων παραγράφων σημαίνει ότι, όσον αφορά τον συνυπολογισμό των περιόδων, τη χορήγηση οικογενειακών παροχών και τη μεταφορά στο Μαρόκο των συντάξεων, η απαγόρευση αυτή ισχύει μόνο εντός των ορίων των προϋποθέσεων που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου 4L Όσον αφορά όμως οποιοδήποτε άλλο ζήτημα που ανακύπτει στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, η επιφύλαξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά λιγότερο απόλυτη την απαγόρευση των διακρίσεων. |
19 |
Ομοίως, το γεγονός ότι το άρθρο 42, παράγραφος 1, προβλέπει ότι το Συμβούλιο Συνεργασίας θα θέσει σε εφαρμογή τις αρχές που θεσπίζονται στο άρθρο 41 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμποδίζει την απευθείας εφαρμογή μιας διατάξεως, η εκτέλεση ή τα αποτελέσματα της οποίας δεν εξαρτώνται από την έκδοση καμιάς μεταγενέστερης πράξης. Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 12 των προτάσεών του, αντικείμενο της αρμοδιότητας την οποία παρέχει το άρθρο 42, παράγραφος 1, στο Συμβούλιο Συνεργασίας είναι να διευκολύνεται η τήρηση της απαγορεύσεως των διακρίσεων και, ενδεχομένως, να λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή της θεσπιζόμενης στην παράγραφο 2 του άρθρου 41 αρχής του συνυπολογισμού, πλην όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξαρτά από προσθέτους όρους την έχουσα απευθείας εφαρμογή αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. |
20 |
Εξάλλου, η διαπίστωση ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων που θεσπίζεται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, μπορεί να διέπει άμεσα την κατάσταση ενός Μαροκινού εργαζομένου και των μελών της οικογενείας του τα οποία κατοικούν μαζί του στα κράτη μέλη της Κοινότητας δεν επηρεάζεται από την εξέταση του αντικειμένου και της φύσεως της Συμφωνίας της οποίας αποτελεί μέρος η εν λόγω διάταξη. |
21 |
Πράγματι, όπως προαναφέρθηκε η Συμφωνία έχει ως στόχο να προαγάγει τη συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ιδίως στον τομέα του εργατικού δυναμικού. Το γεγονός ότι η Συμφωνία αποσκοπεί κυρίως στην προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως του Μαρόκου και ότι απλώς καθορίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ των μερών, χωρίς να αναφέρεται σε σύνδεση του Μαρόκου με τις Κοινότητες ή σε μελλοντική ένταξη του, δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να εμποδίζει την απευθείας εφαρμογή ορισμένων από τις διατάξεις της. |
22 |
Η διαπίστωση αυτή ισχύει ειδικότερα για τα άρθρα 40 και 41, που περιλαμβάνονται στον τίτλο III περί της συνεργασίας στον τομέα του εργατικού δυναμικού, τα οποία ουδόλως έχουν καθαρά προγραμματικό χαρακτήρα, θεσπίζουν δε, στον τομέα των όρων εργασίας και αμοιβής και στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, μία αρχή που είναι ικανή να διέπει τη νομική κατάσταση των ιδιωτών. |
23 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι από το άρθρο 41, παράγραφος 1, καθώς και από το αντικείμενο και τη φύση της Συμφωνίας στην οποία εντάσσεται το άρθρο αυτό προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη μπορεί να έχει απευθείας εφαρμογή. |
Επί του περιεχομένου του άρθρου 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας
24 |
Προς καθορισμό του περιεχομένου της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που θεσπίζεται με το άρθρο 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας, πρέπει να αποσαφηνιστεί καταρχάς η έννοια της κοινωνικής ασφαλίσεως στην οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή και, στη συνέχεια, η έννοια του εργαζομένου, όπως χρησιμοποιείται στη διάταξη αυτή, κατόπιν δε να εξακριβωθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες τα μέλη της οικογενείας του Μαροκινού εργαζομένου μπορούν να τύχουν των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως. |
25 |
Η έννοια της κοινωνικής ασφαλίσεως του άρθρου 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας πρέπει να θεωρηθεί ότι στοιχεί στην ταυτόσημη έννοια της κοινωνικής ασφαλίσεως του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς εργαζομένους και στις οικογένειες τους που διακινούνται εντός της Κοινότητος ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73 ). Το αναφερόμενο στο καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής άρθρο 4 του κανονισμού αυτού μνημονεύει, στην παράγραφο 1, μεταξύ των κλάδων της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις παροχές ανεργίας των οποίων ειδική μορφή συνιστά το επίδομα αναμονής, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης. |
26 |
Το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τον προαναφερθέντα κανονισμό 1408/71, η παράγραφος 2 του άρθρου 41 της Συμφωνίας δεν αναφέρει τις παροχές ανεργίας μεταξύ των συστημάτων στα οποία εφαρμόζεται ο συνυπολογισμός των περιόδων ασφαλίσεως έχει σημασία μόνο όσον αφορά τα σχετικά με τον συνυπολογισμό ζητήματα, ελλείψει δε σαφώς εκδηλωμένης προθέσεως των συμβαλλομένων μερών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μόνο του ικανό στοιχείο ώστε να γίνει δεκτό ότι τα μέρη θέλησαν να αποκλείσουν από την έννοια της κοινωνικής ασφαλίσεως, όπως χρησιμοποιείται στη Συμφωνία, τις παροχές ανεργίας, οι οποίες θεωρούνται ως παραδοσιακός κλάδος της κοινωνικής ασφαλίσεως. |
27 |
Όσον αφορά την έννοια του εργαζομένου, όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι καλύπτει συγχρόνως τους εν ενεργεία εργαζομένους και εκείνους οι οποίοι έχουν αποχωρήσει από την αγορά εργασίας μετά τη συμπλήρωση της απαιτουμένης ηλικίας για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος ή λόγω επελεύσεως ενός των κινδύνων που δικαιολογούν τη χορήγηση παροχών δυνάμει άλλων κλάδων της κοινωνικής ασφαλίσεως. Πράγματι, στις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 41 γίνεται ρητή αναφορά, σχετικά με τον συνυπολογισμό και τη δυνατότητα μεταφοράς των παροχών στο Μαρόκο, σε συστήματα όπως εκείνα των συντάξεων γήρατος ή αναπηρίας, τις οποίες δικαιούνται συνταξιούχοι εργαζόμενοι. |
28 |
Τέλος, όσον αφορά το περιεχόμενο των δικαιωμάτων του μέλους της οικογενείας του Μαροκινού εργαζομένου το οποίο κατοικεί μαζί του, η θεσπιζόμενη στο άρθρο 41, παράγραφος 1, αρχή της εξαλείψεως κάθε διακρίσεως με βάση την ιθαγένεια στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως σημαίνει ότι ο ενδιαφερόμενος ο οποίος πληροί όλες τις προβλεπόμενες από εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις για τη χορήγηση παροχών ασθενείας που προβλέπονται υπέρ των νέων οι οποίοι αναζητούν εργασία, δεν μπορεί να στερηθεί τις παροχές αυτές λόγω της ιθαγενείας του. |
29 |
Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι στο Cour du travail της Λιέγης πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας εμποδίζει ένα κράτος μέλος να αρνηθεί τη χορήγηση επιδόματος αναμονής, που προβλέπεται από τη νομοθεσία του υπέρ των νέων που αναζητούν εργασία, σε μέλος της οικογενείας εργαζομένου μαροκινής ιθαγενείας το οποίο κατοικεί μαζί του, για τον λόγο ότι ο αναζητών εργασία έχει μαροκινή ιθαγένεια. |
Επί των δικαστικών εξόδων
30 |
Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. |
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Cour du travail της Λιέγης, με απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 1990, αποφαίνεται: |
Το άρθρο 41, παράγραφος 1, της Συμφωνίας Συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου, που υπεγράφη στις 27 Απριλίου 1976 στο Rabat και συνήφθη στο όνομα της Κοινότητας με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2211/78 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1978, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εμποδίζει ένα κράτος μέλος να αρνηθεί τη χορήγηση επιδόματος αναμονής που προβλέπεται από τη νομοθεσία του υπέρ των νέων που αναζητούν εργασία σε μέλος της οικογενείας εργαζομένου μαροκινής ιθαγενείας το οποίο συγκατοικεί μαζί του, για τον λόγο ότι ο αναζητών εργασία έχει μαροκινή ιθαγένεια. |
Due Mancini Rodríguez Iglesias Diez de Velasco Slynn Κακούρης Joliét Schockweiler Kapteyn Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 31 Ιανουαρίου 1991. Ο Γραμματέας J.-G. Giraud Ο Πρόεδρος Ο. Due |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.