EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61990CC0324

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 6ης Οκτωβρίου 1993.
Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και Pleuger Worthington GmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κρατικές ενισχύσεις - Απόφαση σχετική με τις ενισχύσεις του Δήμου Αμβούργου - Επιστροφή των ενισχύσεων.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-324/90 και C-342/90.

Συλλογή της Νομολογίας 1994 I-01173

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:831

61990C0324

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon της 6ης Οκτωβρίου 1993. - ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΚΑΙ PLEUGER WORTHINGTON GMBH ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΜΒΟΥΡΓΟΥ - ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ. - ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΘΕΙΣΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-324/90 ΚΑΙ C-342/90.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα I-01173


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


++++

Κύριε Πρόεδρε,

Κύριοι δικαστές,

1. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας καθώς και η εταιρία Pleuger Worthington GmbH (στο εξής: Pleuger) ζητούν την ακύρωση μιας αποφάσεως της Επιτροπής της 18ης Ιουλίου 1990 (1) η οποία κήρυξε ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά ένα πρόγραμμα ενισχύσεων που αποσκοπούσε στην πρόληψη της φυγής των επιχειρήσεων στο εξωτερικό και που τέθηκε σε εφαρμογή από τον δήμο του Αμβούργου, χωρίς να έχει προηγουμένως γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή.

2. Συνοψίζω με συντομία τα πραγματικά περιστατικά παραπέμποντας, ως προς τα λοιπά, στην έκθεση ακροατηρίου (2).

3. Η Επιτροπή πληροφορήθηκε κατ' ανεπίσημο τρόπο, κατά τη διάρκεια του έτους 1986, ότι ο δήμος του Αμβούργου χορήγησε μια επιδότηση υπέρ της εταιρίας Montblanc-Simplo GmbH. Ζήτησε λοιπόν συμπληρωματικές πληροφορίες από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Αυτή επιβεβαίωσε, στις 22 Οκτωβρίου 1987, το αληθές της πληροφορίας περί μιας τέτοιας χορηγήσεως, η οποία δικαιολογείται, κατ' αυτήν, από τον κίνδυνο μετακινήσεως της επιχειρήσεως αυτής σε κάποιο κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας με χαμηλό κόστος εργατικών χειρών.

4. Ωστόσο, στις 15 Απριλίου 1988, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραδέχθηκε ότι αυτή η επιδότηση είχε ως αντικείμενο να αντισταθμίσει τον έντονο ανταγωνισμό που υφίστατο το Αμβούργο λόγω των ενισχύσεων που χορηγούνταν από τις όμορες περιοχές της πρώην Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας. Πέραν τούτου, έγιναν γνωστά και τα ονόματα τριών άλλων επιχειρήσεων που είχαν τύχει παρομοίων επιδοτήσεων, χωρίς να αναφερθεί καθόλου αυτό της εταιρίας Pleuger.

5. Βάσει αυτών των δεδομένων, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι

οι εν λόγω ενισχύσεις κατά πάσα πιθανότητα ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ (...)

και ότι

σε ό,τι αφορά ενδεχόμενες αιτιολογήσεις άλλης τάξεως για τη χορήγηση αυτών των ενισχύσεων, (...) στο παρόν στάδιο, (...) οι ενισχύσεις που χορηγούνται από τον δήμο του Αμβούργου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν σε κάποια εξαιρετική διάταξη ,

αποφάσισε στις 3 Μαΐου 1989 (3), να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης.

6. Κατά τη διάρκεια συνομιλιών που έλαβαν χώρα στις 7 Νοεμβρίου 1989 μεταξύ των αντιπροσώπων της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του δήμου του Αμβούργου και της Επιτροπής, η τελευταία πληροφορήθηκε την ύπαρξη τριαντατριών περιπτώσεων ενισχύσεων που χορηγήθηκαν μεταξύ του 1986 και του 1988 από την επιτροπή πιστώσεων του Αμβούργου (Hamburger Kreditkommission), χωρίς ωστόσο να αποκαλυφθεί το όνομα των επιχειρήσεων που ωφελήθηκαν. Η Επιτροπή ζήτησε πληροφορίες σχετικά με καθεμιά από τις χορηγηθείσες πιστώσεις, και ιδίως τα ονόματα των δικαιούχων, τα ποσά που επενδύθηκαν, το ύψος της επιδοτήσεως, τον αριθμό των θέσεων στο Αμβούργο, τον συνολικό κύκλο εργασιών.

7. Στις 8 Δεκεμβρίου 1989, η Επιτροπή δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γνωμοδότηση, με την οποία θεωρούσε ότι

αν και οι εν λόγω ενισχύσεις κατά πάσα πιθανότητα αποτελούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΟΚ, το πρόγραμμα που αποτελεί τη βάση των ενισχύσεων αυτών, τα διατιθέμενα κονδύλια και οι μεμονωμένες περιπτώσεις χορήγησης δεν έχουν κοινοποιηθεί προς την Επιτροπή (4).

Η ίδια αυτή γνωμοδότηση έτασσε στους ενδιαφερομένους, πλην των κρατών μελών, προθεσμία ενός μήνα από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της παρούσας, για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα επικρινόμενα μέτρα (...) .

8. Με επιστολή της 3ης Ιανουαρίου 1990, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έθεσε στη διάθεση της Επιτροπής ορισμένες πληροφορίες. Σε συνέχεια της επιστολής αυτής, η Επιτροπή έλαβε την υπό εξέταση απόφαση, εκτιμώντας ότι οι επιδοτήσεις αυτές αποτελούσαν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, οι οποίες εντάσσονταν στο πλαίσιο ενός περιφερειακού προγράμματος προς καταπολέμηση της τάσεως μετακινήσεως των επιχειρήσεων, οπότε δεν ήταν ανάγκη να εξεταστεί κάθε περίπτωση χορηγήσεως ενισχύσεως ως προς την ουσία της.

9. 'Ετσι, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πρόγραμμα ήταν παράνομο, επειδή δεν κοινοποιήθηκε και επειδή δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 92, παράγραφος 1, χωρίς δυνατότητα εξαιρέσεως δυνάμει του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο α' ή γ'.

10. Επιβάλλεται μια προκαταρκτική παρατήρηση, σχετική με το παράνομο μιας ενισχύσεως λόγω ελλείψεως κοινοποιήσεως, από τη στιγμή που η απόφαση βασίζεται εν μέρει σε αυτό το κεφάλαιο.

11. 'Οπως δικαίως υποστηρίζει η προσφεύγουσα εταιρία, δεν θα υπήρχε ασυμβίβαστο για τον λόγο και μόνο ότι παραβιάστηκε η υποχρέωση κοινοποιήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

12. Συναφώς, αρκεί να παραπέμψω στην απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (5), επισημαίνοντας απλώς ότι η καθής στην παρούσα δίκη δεν προέβαλε ένσταση ελλείψεως κοινοποιήσεως προς υποστήριξη του ισχυρισμού της που απορρέει από το ασυμβίβαστο.

13. Θα εξετάσω τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τις καθών, συγκεντρώνοντάς τους κατά ομάδες με τον ακόλουθο τρόπο:

- αφενός εκείνους που σχετίζονται με τους κανόνες τους εφαρμοστέους επί των ενισχύσεων γενικά και, ειδικότερα, των προγραμμάτων ενισχύσεων,

- αφετέρου εκείνους που αφορούν την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας που διατυπώθηκαν ειδικά από την Pleuger.

14. Στα πλαίσια του πρώτου μέρους, θα αναλύσω τις αιτιάσεις περί της νομικής φύσεως της συγκεκριμένης επιδοτήσεως, περί της υπάρξεως ενός περιφερειακού προγράμματος, περί της παραβάσεως του άρθρου 92, παράγραφος 1, περί ελλείψεως αιτιολογίας, περί της υποχρεώσεως εξαιρέσεως λόγω υπαγωγής στο καθεστώς ενισχύσεων ελάσσονος σημασίας, περί του συμβατού από πλευράς του άρθρου 92, παράγραφος 3, και, τέλος, περί της παραβιάσεως της αρχής της αποφυγής των διακρίσεων.

15. Το δεύτερο μέρος θα αφιερωθεί στην παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 2, και στην υποχρέωση αιτιολογήσεως της καταβολής των ενισχύσεων.

Ι - Κανόνες εφαρμοστέοι επί των ενισχύσεων και του προγράμματος

Α - Επί της νομικής φύσεως της χορηγηθείσας επιδοτήσεως

16. Η Pleuger αμφισβητεί τον νομικό χαρακτηρισμό της επιδοτήσεως, θεωρώντας ότι δεν συνιστά ενίσχυση στο μέτρο που

θα μπορούσε εξίσου να επιτύχει χρηματικές διευκολύνσεις (...) συγκεντρώνοντας τις παραγωγικές της μονάδες στην περιοχή που βρίσκεται γύρω από το Αμβούργο (6).

17. Μια τέτοια άποψη είναι εμφανώς αντίθετη προς τη νομολογία σας περί του ορισμού των ενισχύσεων.

18. Συγεκριμένα, το άρθρο 92

(...) επιτρέπει να εκτιμηθεί (...) αν οποιοδήποτε κρατικό μέτρο συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά, αρκεί το μέτρο αυτό να συνεπάγεται χορήγηση οιασδήποτε μορφής ενισχύσεως (7).

19. Και στην απόφαση Denkavit (8), βλέπει κανείς να χαρακτηρίζονται ως ενισχύσεις

οι αποφάσεις των κρατών μελών με τις οποίες τα κράτη αυτά, ενόψει της επιδιώξεως οικονομικών και κοινωνικών στόχων, θέτουν με μονομερείς και κυριαρχικές αποφάσεις στη διάθεση των επιχειρήσεων ή άλλων υποκειμένων δικαίου πόρους ή τους παρέχουν πλεονεκτήματα που εξυπηρετούν την πραγματοποίηση των οικονομικών και κοινωνικών στόχων τους οποίους επιδιώκουν (9).

20. Χορηγώντας επιδοτήσεις σε ορισμένες επιχειρήσεις, όποιοι κι αν είναι τελικά οι λόγοι που επικαλείται προς υποστήριξη μιας τέτοιας χορηγήσεως, ο δήμος του Αμβούργου κατέβαλε ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1.

21. Προτείνω, κατά συνέπεια, την απόρριψη αυτού του ισχυρισμού.

Β - Επί της υπάρξεως περιφερειακού προγράμματος

22. 'Ερχομαι τώρα στην εξέταση του ουσιώδους ζητήματος εάν η Επιτροπή είχε την ευχέρεια να συναγάγει, από τα στοιχεία τα οποία διέθετε και τα οποία τής είχαν υποβληθεί από το προσφεύγον κράτος, την ύπαρξη ενός προγράμματος ενισχύσεως.

23. Τόσο στα έγγραφά της όσο και κατά την προφορική διαδικασία, η Γερμανική Κυβέρνηση απέκρουσε την υπόθεση υπάρξεως ενός προγράμματος, στην οποία είχε βασιστεί η απόφαση της Επιτροπής, τονίζοντας τις περιστάσεις χορηγήσεως των υπό εξέταση επιδοτήσεων. Εάν ορισμένες είχαν όντως ως αντικείμενο την πρόληψη της φυγής των επιχειρήσεων, άλλες, αντιθέτως, δικαιολογούνταν από κίνητρα εξαιρετικά ποικίλα: επιτακτικές πολεοδομικές ανάγκες, προστασία των υδροφόρων οριζόντων ή στερέωση του εδάφους (10), κίνητρα δηλαδή που δεν θα μπορούσαν να συναρτηθούν με σκέψη που χρησίμευσε ως βάση για την απόφαση της Επιτροπής, ήτοι την παροχή κινήτρων στις επιχειρήσεις να διατηρήσουν τη δραστηριότητά τους μέσα στην πόλη του Αμβούργου.

24. Δεν θα ήταν άσκοπο, ως προς αυτό το σημείο, να υπενθυμίσω εξαρχής ότι

(...) η νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως πρέπει να εκτιμηθεί βάσει των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε αυτήν την απόφαση (11).

25. Η διαδικασία τώρα του άρθρου 93, παράγραφος 2, η οποία κινήθηκε κατά των ενισχύσεων που χορήγησε ο δήμος του Αμβούργου, αφορούσε, κατά τους όρους της προαναφερθείσας επιστολής της 3ης Μαΐου 1989, ένα πρόγραμμα, στο μέτρο που σ' αυτή σημειωνόταν:

Το πρόγραμμα στο οποίο βασίζονταν οι ενισχύσεις, ο προϋπολογισμός του και οι διάφορες περιπτώσεις χορηγήσεως δεν είχαν γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή (12).

26. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υποστηρίζει ωστόσο ότι η δημοσίευση της ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Δεκεμβρίου 1989 (13) δεν αφορούσε πλέον το πρόγραμμα , οπότε μπορούσε θεμιτά να υποθέσει ότι η Επιτροπή είχε συγκατατεθεί να μην κινήσει τη διαδικασία παρά μόνο κατά των ατομικών ενισχύσεων.

27. Αν το γαλλικό κείμενο αυτής της ανακοινώσεως αναφέρεται στο πρόγραμμα στο οποίο βασίζονταν οι τελευταίες , δηλαδή οι ενισχύσεις, το γερμανικό κείμενο έχει ως εξής:

Es handelt sich hierbei hoechstwahrscheinlich um Beihilfen im Sinne von Artikel 92 Absatz 1 EWG-Vertrag, fuer die weder die zugrundeliegende Regelung noch der Haushaltstitel oder einzelne Anwendungsfaelle der Kommission gemeldet worden sind (14).

28. Παρά τη χρήση του όρου Regelung (ρύθμιση), οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι η λέξη αυτή, τοποθετημένη στο πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε η υπόθεση και σύμφωνα με τη σκέψη επί της οποίας βασίστηκε η Επιτροπή αφότου κινήθηκε η διαδικασία του άρθρου 93, παράγραφος 2, σήμαινε αναμφίβολα ότι η διαδικασία αυτή είχε κινηθεί κατά του προγράμματος, οι δε ενισχύσεις για τις οποίες πρόκειται δεν εξετάστηκαν παρά μόνον ως εντεύθεν συνέπεια.

29. Εξάλλου, η ανάγνωση της ανακοινώσεως - η οποία, πρέπει να υπεθυμίσω, προοριζόταν για τα ενδιαφερόμενα μέρη που δεν ήταν κράτη μέλη - αναδεικνύει καθαρά ότι η Επιτροπή είχε υπόψη της ένα πρόγραμμα ενισχύσεων. Ο σκοπός της ανακοινώσεως δεν είναι ότι λαμβάνεται υπόψη μία ή περισσότερες ατομικές ενισχύσεις, αλλά ένα σύνολο ενισχύσεων που ανταποκρίνεται σε κοινά κριτήρια, στην προκειμένη περίπτωση γεωγραφικής φύσεως.

30. Ωστόσο, καθώς και η Επιτροπή και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διίσταντο ως προς το περιεχόμενο των απόψεων που ανταλλάχθηκαν κατά τις συνομιλίες της 7ης Νοεμβρίου 1989, είναι σκόπιμο να διερευνηθεί ο ρόλος καθενός από τα δύο μέρη στην εξέλιξη της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 2.

31. Υπενθυμίζω συναφώς ότι, σ' αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή δεν διαθέτει μέσα διερευνήσεως ανάλογα με αυτά που διαθέτει σε ζητήματα ανταγωνισμού. Περιορίζεται εδώ στη διακρίβωση του συμβιβαστού των ενισχύσεων με βάση τις πληροφορίες που περιέρχονται σ' αυτήν.

32. Κατόπιν των συνομιλιών, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μετέδωσε ορισμένες πληροφορίες με την πρόληψη της φυγής των επιχειρήσεων ως μοναδικό λόγο χορηγήσεως των επιδοτήσεων (15). Η επιχειρηματολογία που συνίσταται στον ισχυρισμό ότι δεν επρόκειτο στη συγκεκριμένη περίπτωση παρά μόνο για ένα γενικό ή απλουστευτικό τίτλο δεν φαίνεται πειστική, στο μέτρο που, ακριβώς, αυτές οι πληροφορίες υποβλήθηκαν στην Επιτροπή για να της επιτρέψουν να διακριβώσει αν οι υπό εξέταση επιδοτήσεις συμβιβάζονταν με τη Συνθήκη.

33. Επομένως, το προσφεύγον κράτος δεν μπορεί, μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, να επικαλεστεί νέους λόγους που να δικαιολογούν τη χορήγηση επιδοτήσεων, ενώ, κατά τη διοικητική διαδικασία, παρέλειψε να τους επικαλεστεί ενώπιον της Επιτροπής η οποία του είχε ζητήσει να της παράσχει όλες τις πληροφορίες που ήταν αναγκαίες για τη διακρίβωση της υπάρξεως και/ή του συμβιβαστού του εν λόγω προγράμματος.

34. Ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή όφειλε να οχλήσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπενθυμίζοντάς της την υποχρέωση να μεταδώσει τις πληροφορίες που θα επέτρεπαν να διαπιστωθεί η ανυπαρξία ενός προγράμματος θα αποτελούσε παραγνώριση όχι μόνο των ρόλων της Επιτροπής και των κρατών μελών αντίστοιχα ως προς αυτό το ζήτημα, αλλά εξίσου και της νομολογίας σας.

35. 'Οσον αφορά το πρώτο σημείο, αρκεί να υπενθυμίσω ότι η Επιτροπή δεν διαθέτει ανακριτική εξουσία.

36. 'Οσο για τη νομολογία σας, παραθέτοντας μόνο την απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (16), από αυτήν συνάγεται ότι

η Επιτροπή, όταν διαπιστώνει ότι μία ενίσχυση θεσπίζεται ή τροποποιείται χωρίς να έχει κοινοποιηθεί, έχει την εξουσία, αφού παράσχει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του σχετικώς, να το υποχρεώσει (...) να παράσχει στην Επιτροπή, εντός της προθεσμίας που αυτή του τάσσει, όλα τα έγγραφα, τις πληροφορίες και τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για να εξετάσει αν η ενίσχυση συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά (17).

37. Κατά την έναρξη της διαδικασίας, τώρα, η Επιτροπή, εξετάζοντας, όπως ρητά δηλώνει, το πρόγραμμα στο οποίο βασίζονταν αυτές οι ενισχύσεις (18), επισήμανε ότι η Γερμανική Κυβέρνηση δεν παρέσχε πληροφορίες σχετικά με τις νομικές διατάξεις βάσει των οποίων καταβλήθηκαν αυτές οι ενισχύσεις, δηλαδή ποιος νόμος ήταν εφαρμοστέος στην περίπτωση αυτή, την ημερομηνία δημοσιεύσεώς του, τους σκοπούς του και τη διάρκεια ισχύος του, τις προϋποθέσεις χορηγήσεως, τον τρόπο ορισμού των δικαιούχων, τον προϋπολογισμό, κ.λπ. (19), και την κάλεσε να κάνει γνωστή τη θέση της μέσα σε προθεσμία ενός μήνα.

38. Με την από 3 Ιανουαρίου 1990 επιστολή της, περίπου επτά μήνες μετά την εκπνοή της προθεσμίας που της είχε ταχθεί, η Γερμανική Κυβέρνηση έθεσε στη διάθεση της Επιτροπής ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τις επιχειρήσεις που έτυχαν επιδοτήσεως συγκεντρωμένες όλες υπό τον γενικό τίτλο πρόληψη της φυγής των επιχειρήσεων . Στις πληροφορίες αυτές δεν περιείχετο καμία αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη προγράμματος ή έστω κάποιο στοιχείο δυνάμενο να επιτρέψει τέτοια αμφισβήτηση.

39. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή μπορούσε, όπως και το Δικαστήριό σας είχε κρίνει στην απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, που ήδη παρέθεσα,

(...) να τερματίσει τη διαδικασία και να εκδώσει απόφαση διαπιστώνουσα ότι, βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της, η ενίσχυση συμβιβάζεται ή δεν συμβιβάζεται προς την κοινή αγορά (20).

40. Αυτός εξάλλου ήταν ο λόγος για τον οποίο, στην απόφαση Βέλγιο κατά Επιτροπής (21), το Δικαστήριό σας αρνήθηκε, προκειμένου να εκτιμήσει τη νομιμότητα μιας αποφάσεως της Επιτροπής, να λάβει υπόψη του ένα σχέδιο αναδιαρθρώσεως που είχε περιέλθει σε γνώση του χωρίς να του έχει υποβληθεί στο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας.

41. Ας εξετάσω από δω και πέρα αν το συμπέρασμα της Επιτροπής για την ύπαρξη προγράμματος ενισχύσεων ήταν θεμελιωμένο, με βάση τα στοιχεία τα οποία διέθετε.

42. Το Δικαστήριό σας έχει ήδη καταλήξει σε έναν ορισμό, έστω και έμμεσο, της έννοιας του προγράμματος ενισχύσεων, στην απόφασή του Γερμανία κατά Επιτροπής (22). Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή, η Επιτροπή ισχυριζόταν ότι οι περιφερειακές ενισχύσεις ήταν θεμελιωδώς ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

43. Το Δικαστήριό σας ωστόσο έκρινε

(...) ότι τα προγράμματα ενισχύσεων μπορούν είτε να αφορούν έναν ολόκληρο οικονομικό τομέα, είτε να έχουν περιφερειακό σκοπό και να αποβλέπουν, έτσι, στην παρακίνηση των επιχειρήσεων να επενδύουν σε ορισμένη περιοχή (23).

44. Είναι αλήθεια ότι η απόφαση αυτή ελήφθη υπό τελείως διαφορετικές περιστάσεις, στο μέτρο που υπήρχε προγραμματικός νόμος υπέρ των περιφερειακών ενισχύσεων, οπότε η συζήτηση ουδόλως αφορούσε τον ορισμό του προγράμματος, η ύπαρξη του οποίου δεν ετίθετο υπό αμφισβήτηση, αλλά αφορούσε το αν αυτό συμβιβαζόταν με τους κανόνες της Συνθήκης.

45. Εδώ, στο επίκεντρο της συζητήσεως βρίσκεται ο ορισμός αυτής της έννοιας η συζήτηση αυτή πρέπει να μας οδηγήσει να πάρουμε θέση επί των κριτηρίων του περιφερειακού προγράμματος και να εντοπίσουμε το περιεχόμενό του.

46. 'Ενα τέτοιο πρόγραμμα χαρακτηρίζεται, κατά τη γνώμη μου, από τον σκοπό και μόνο τον οποίο αποδίδουν μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές στις ενισχύσεις που χορηγούνται.

47. Συναφώς, είναι αδιάφορο αν πρόκειται για την ίδια αρχή σε αντίθετη περίπτωση, η εκτίμηση περί του περιφερειακού χαρακτήρα του προγράμματος θα διέφερε ανάλογα με το αν διάφορες επιδοτήσεις προέρχονται από μία ή περισσότερες αποκεντρωμένες αρχές.

48. Ομοίως, το κριτήριο της δημοσιότητας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο αυτής της έννοιας. Η διαφάνεια δεν υφίσταται παρά μόνον όταν οι ενισχύσεις έχουν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή. Συνεπώς, αναπόφευκτα ελλείπει όταν η δημόσια αρχή αποφάσισε να μην προβεί σε οποιαδήποτε γνωστοποίηση. Η τελευταία λοιπόν δύσκολα μπορεί να αγνοεί ότι οι ενισχύσεις είναι ασυμβίβαστες με τους κανόνες της Συνθήκης.

49. Ο προσδιορισμός των προσώπων που είναι επιλέξιμα για την καταβολή επιδοτήσεως δεν μπορεί επίσης να συμπεριληφθεί στα κριτήρια της έννοιας του περιφερειακού προγράμματος το οποίο, σε αντίθεση με τις τομεακές ενισχύσεις, μπορεί να αφορά, όπως είπα, επιχειρήσεις που έχουν διαφορετικές δραστηριότητες.

50. Αντί των οργανικών ή τυπικών αυτών κριτηρίων, φαίνεται προτιμότερη η προσφυγή σ' ένα κριτήριο λειτουργικό, λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό και μόνον του προγράμματος.

51. Στην προκειμένη περίπτωση, αρκεί να υπενθυμίσω ότι πρέπει να θεωρήσουμε ότι οι διάφορες περιπτώσεις χορηγήσεως αποσκοπούν στην πρόληψη της φυγής των επιχειρήσεων (24).

52. Ωστόσο, αν το Δικαστήριό σας εκτιμά ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός και μόνο δεν αρκεί, per se, για να ορίσει ένα πρόγραμμα ως περιφερειακό, τα στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση μπορούν κάλλιστα να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή του.

53. Πράγματι, η τελευταία επισήμανε ότι

(...) οι 33 γνωστές περιπτώσεις ενισχύσεων χορηγήθηκαν από την ίδια υπηρεσία που ιδρύθηκε ειδικά γι' αυτόν τον σκοπό (Hamburger Kreditkommission), για τον ίδιο βασικό λόγο (παρεμπόδιση της αποχωρήσεως των επιχειρήσεων), καθώς και από το ίδιο κονδύλι του προϋπολογισμού (25).

54. Από τη στιγμή που θα καταλήξουμε στην ύπαρξη προγράμματος, από την απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, που παρατέθηκε προηγουμένως, συνάγουμε ότι

στην περίπτωση ενός προγράμματος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιοριστεί στη μελέτη των χαρακτηριστικών του εν λόγω προγράμματος, προκειμένου να εκτιμήσει αν αυτό, λόγω των υψηλών ποσών ή ποσοστών των ενισχύσεων, των χαρακτηριστικών των υποστηριζόμενων επενδύσεων ή άλλων λεπτομερειών που το εν λόγω πρόγραμμα προβλέπει, εξασφαλίζει αισθητό όφελος στους δικαιούχους σε σχέση προς τους ανταγωνιστές τους και μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στο μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο (26).

55. Σε μια τέτοια περίπτωση, επαφίεται στην Επιτροπή να αξιολογήσει τις επιπτώσεις του προγράμματος και μόνον όσον αφορά τον επηρεασμό των ανταλλαγών μεταξύ κρατών μελών και την αλλοίωση του ανταγωνισμού σε συνάρτηση με τις παραμέτρους περί των οποίων γίνεται λόγος στην απόφαση αυτή. Αντιστρόφως, δεν θα ήταν δυνατό να απαιτήσουμε επιπλέον από την Επιτροπή να προχωρήσει σε ανάλυση της καθεμιάς από τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν, χωρίς αυτό να καταλήξει σε ευνοϊκή μεταχείριση των κρατών που δεν θα είχαν προηγουμένως γνωστοποιήσει το πρόγραμμά τους.

56. Υπενθυμίζω, όντως, ότι, όταν ένα κράτος μέλος γνωστοποιεί ένα πρόγραμμα, καμία ατομική ενίσχυση δεν μπορεί να χορηγηθεί εφ' όσον χρόνο η Επιτροπή δεν έχει εξετάσει αν το πρόγραμμα συμβιβάζεται με τους κανόνες της Συνθήκης. Πρόκειται εδώ για απλή εφαρμογή του κανόνα του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

57. Σε ένα πλαίσιο οπωσδήποτε διαφορετικό από την περίπτωσή μας - επρόκειτο εκεί για ατομικές ενισχύσεις -, με το οποίο όμως μπορούμε να την παραλληλίσουμε, το Δικαστήριό σας έκρινε, με την απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (27), ότι στην περίπτωση χορηγήσεως ενισχύσεων που δεν έχουν γνωστοποιηθεί,

(...) αν η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει, με την απόφασή της, τις πραγματικές επιπτώσεις των ήδη χορηγηθεισών ενισχύσεων, αυτό θα είχε ως συνέπεια να ευνοηθούν τα κράτη μέλη που χορηγούν ενισχύσεις κατά παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως που επιβάλλεται από το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, εις βάρος των κρατών μελών που κοινοποιούν τις ενισχύσεις κατά το στάδιο του σχεδιασμού τους (28).

58. Η απόφαση αυτή αναδεικνύει με εύγλωττο τρόπο τις περιστάσεις στις οποίες η Επιτροπή πρέπει να προχωρήσει στην εξέταση του συμβιβαστού μιας ενισχύσεως ή ενός προγράμματος που δεν έχουν προηγουμένως γνωστοποιηθεί. 'Οπως δεν χρειάζεται να λάβει υπόψη της τα πραγματικά αποτελέσματα μιας ενισχύσεως, έτσι και στην περίπτωση ενός προγράμματος οφείλει απλώς να εξετάσει τα κύρια χαρακτηριστικά του, χωρίς να μπορεί να δώσει κάποιο έπαθλο για τη μη γνωστοποίηση σε όποιο κράτος παραλείψει να το γνωστοποιήσει.

59. Η Pleuger ισχυρίζεται ωστόσο ότι μια άλλη απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (29), σχετική με τα δάνεια που ενέκρινε το Βιομηχανικό Ταμείο Εκσυγχρονισμού σε ορισμένες επιχειρήσεις, έρχεται σε αντίθεση με μία τέτοια ανάλυση.

60. Εγώ, αντιθέτως, δεν βλέπω καμία αντίθεση, από τη στιγμή που, σε αυτή την τελευταία απόφαση, η Επιτροπή επέτρεψε, καταρχήν, την καθιέρωση ενός τέτοιου καθεστώτος δανεισμού, αλλά είχε απαιτήσει να της γνωστοποιούνται προηγουμένως σημαντικές ατομικές περιπτώσεις , στις οποίες η χορήγηση ενισχύσεων θα ήταν τέτοιας φύσεως που να μπορεί να επηρεάσει τις συνθήκες των ενδοκοινοτικών ανταλλαγών σε βαθμό αντιστρατευόμενο το κοινό συμφέρον (30).

61. Κατά συνέπεια, αυτός ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

Γ - Επί της παραβάσεως του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης

62. Το άρθρο 92, παράγραφος 1, υποστηρίζεται ότι δεν είναι εφαρμοστέο, καθότι οι επίδικες ενισχύσεις δεν είναι, κατά τις προσφεύγουσες, τέτοιες που να μπορούν να επιφέρουν νόθευση του ανταγωνισμού και να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, οπότε θα έπρεπε να θεωρηθούν ως συμβιβαστές με την κοινή αγορά. Η ανάλυση του συμβιβαστού ωστόσο θα περιοριστεί στο πρόγραμμα και μόνο, όπως έδειξα προηγουμένως, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που έθεσε η απόφαση του Δικαστηρίου σας στην προπαρατεθείσα υπόθεση Γερμανία κατά Επιτροπής.

63. Μια τέτοια εξέταση θα είναι οπωσδήποτε λιγότερο ακριβής απ' ό,τι εάν επρόκειτο για ένα τομεακό πρόγραμμα ενισχύσεων, και ακόμη λιγότερο από την περίπτωση κάποιας ατομικής ενισχύσεως. Πρέπει εξάλλου να σημειώσω, συναφώς, ότι οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων των κρατών μελών, σε μία απόφασή τους της 20ής Οκτωβρίου 1971 (31), παρατήρησαν ότι

η απουσία ειδικού καθορισμού του τομέα τον οποίο αφορούν τα γενικά καθεστώτα ενισχύσεων με περιφερειακούς στόχους καθιστά δυσκολότερη την εκτίμηση αυτών των καθεστώτων ενισχύσεων (...) (32).

64. Η Επιτροπή διαπίστωσε, στην υπό εξέταση απόφαση, ότι το μέσο ύψος της ενισχύσεως που χορηγήθηκε εξασφάλιζε στις επιχειρήσεις που τη δικαιούνταν ένα αξιοσημείωτο πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους που δεν τυγχάνουν ενισχύσεως .

65. Το ύψος της ενισχύσεως ήταν τέτοιο που να βαρύνει στην απόφαση των επιχειρήσεων που τη δικαιούνταν περί της γεωγραφικής τους εγκαταστάσεως, καθώς ο δήμος του Αμβούργου αναλάμβανε να καλύψει έξοδα που κανονικά έπρεπε να βαρύνουν αυτές. Ο προϋπολογισμός που επέτρεπε τη χορήγηση αυτών των ενισχύσεων, κατά την περίοδο 1986-1988 ανήλθε στο όχι ευκαταφρόνητο ποσό των 27,3 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (DM).

66. 'Οπως υπογραμμίσατε με την απόφασή σας Philip Morris (33),

(...) η ενίσχυση θα είχε μειώσει το κόστος αναμόρφωσης των εγκαταστάσεων παραγωγής, και με αυτό και μόνο θα παρείχε στην προσφεύγουσα ένα πλεονέκτημα κατά τον ανταγωνισμό της με κατασκευαστές οι οποίοι πραγματοποίησαν ή είχαν σκοπό να πραγματοποιήσουν με δικά τους έξοδα μια ανάλογη αύξηση της ικανότητας απόδοσης των εγκαταστάσεών τους (34).

67. Σε μια απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής (35), σχετικά με ενισχύσεις ύψους 5,5 % καθαρού ισοδυνάμου επιδοτήσεως, που είχε χορηγήσει η Γαλλική Κυβέρνηση, το Δικαστήριο έκρινε ότι

(...) οι σχεδιαζόμενες ενισχύσεις επιτρέπουν στις ωφελούμενες επιχειρήσεις να μειώσουν το κόστος των επενδύσεών τους ενισχύοντας έτσι τη θέση τους έναντι άλλων ανταγωνιστριών επιχειρήσεων εντός της Κοινότητας (36).

68. Η προϋπόθεση αυτή μπορεί ομοίως να πληρούται όταν οι ενισχύσεις επιτρέπουν σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε ένα κράτος μέλος να διατηρήσουν την παραγωγή τους, επηρεάζοντας έτσι τις δυνατότητες που προσφέρονται στις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη να εξάγουν τα προϊόντα τους προς αυτό το κράτος. Πράγματι, από την προαναφερθείσα απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 1988 (37), προκύπτει ότι

(...) μία ενίσχυση σε επιχείρηση μπορεί να είναι σε θέση να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, ακόμη κι αν η επιχείρηση αυτή βρίσκεται σε σχέση ανταγωνισμού με προϊόντα προελεύσεως άλλων κρατών μελών, χωρίς να συμμετέχει η ίδια στις εξαγωγές. Αυτή η κατάσταση μπορεί να παρουσιαστεί επίσης όταν δεν υφίσταται πλεονάζουσα ικανότητα παραγωγής στον οικείο τομέα (38).

69. Ως προς το ζήτημα του αν επηρεάστηκαν οι ανταλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, ας υπενθυμίσω ότι

όταν μια κρατική ενίσχυση οικονομικού χαρακτήρα ενισχύσει τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, οι τελευταίες πρέπει να θεωρούνται ότι επηρεάζονται από την ενίσχυση (39).

70. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ισχύ αυτής της αρχής με την απόφαση Βέλγιο κατά Επιτροπής (40), υπογραμμίζοντας ότι

(...) η σχετικά μικρή σημασία μιας ενισχύσεως ή το μεσαίο μέγεθος της δικαιούχου επιχειρήσεως δεν αποκλείουν a priori το ενδεχόμενο να επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (41).

71. Στο πλαίσιο ενός προγράμματος, η Επιτροπή πρέπει απλώς να αξιολογήσει εάν αυτό

μπορεί να ευνοήσει κυρίως τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο (42).

72. Λόγω της ασάφειας των κριτηρίων χορηγήσεως, κάθε επιχείρηση που συμμετείχε σε τέτοιες ανταλλαγές ενομιμοποιείτο να δεχθεί ενίσχυση.

73. Φθάνω επομένως στο συμπέρασμα ότι και αυτός επίσης ο ισχυρισμός είναι απορριπτέος.

Δ - Επί της ανεπάρκειας αιτιολογίας

74. Ως προς τον ισχυρισμό περί ανεπαρκούς αιτιολογίας, αρκεί, για την απόρριψή του, η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, στην επίδικη απόφαση, απαρίθμησε δια μακρών τα σχετικά κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα τα οποία

να επιτρέπουν στο Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας και να παρέχουν στον ενδιαφερόμενο τα στοιχεία που του είναι αναγκαία, προκειμένου να κρίνει αν η απόφαση είναι βάσιμη ή όχι (43).

Ε - Επί του δικαιώματος εξαιρέσεως δυνάμει των διατάξεων που αφορούν καθεστώτα ενισχύσεων δευτερεύουσας σημασίας

75. Κατά το προσφεύγον κράτος, ορισμένες από τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κατευθύνσεων της Επιτροπής ως προς το ζήτημα των καθεστώτων ενισχύσεων δευτερεύουσας σημασίας, η τελευταία από τις οποίες δημοσιεύθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1990 (44), οπότε θα έπρεπε να τύχουν εξαιρέσεως.

76. Πέρα από το γεγονός ότι η γνωστοποίηση είναι προϋπόθεση για την αναγνώριση ενός τέτοιου καθεστώτος, στο έγγραφο αυτό ρητά αναφέρεται:

Καταρχήν η Επιτροπή δεν πρόκειται να προβάλει αντιρρήσεις σχετικά με καθεστώτα ενισχύσεων δευτερεύουσας σημασίας που κοινοποιούνται δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΟΚ (45)

και που ανταποκρίνονται σε ορισμένα κριτήρια.

77. 'Ετσι, πέρα από την απαίτηση προηγούμενης γνωστοποιήσεως, το σύνολο των ενισχύσεων του καθεστώτος αυτού πρέπει να είναι σύμφωνο με τα κριτήρια (μέγεθος της επιχειρήσεως, ύψος, κ.λπ.). Ομοίως, η εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής υφίσταται.

78. Αυτός εξάλλου ήταν ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριό σας, σε μια απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής (46), που εκδόθηκε επί υποθέσεως στην οποία το προαναφερθέν κράτος μέλος είχε αυξήσει το ανώτατο όριο ενισχύσεως που γίνεται δεκτό από την Επιτροπή, με σκοπό να ευνοηθούν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες, δυνάμει κατευθύνσεων της Επιτροπής, απολαύουν ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως, έκρινε ότι

(...) εν πάση περιπτώσει τα συμφέροντα που προσιδιάζουν στην κατηγορία αυτή επιχειρήσεων επιτρέπουν στην Επιτροπή να επιδείξει μεγαλύτερη ελαστικότητα κατά την εκτίμηση του συμβιβαστού των ενισχύσεων προς τη Συνθήκη, πλην όμως δεν την υποχρεώνουν να εγκρίνει συστηματικά όλα τα συστήματα ενισχύσεων που ωφελούν τέτοιες επιχειρήσεις (47).

79. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

ΣΤ - Σχετικά με το αν το πρόγραμμα συμβιβάζεται με το άρθρο 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης

80. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας καταλήγει στο ότι το πρόγραμμα συμβιβάζεται με την παράγραφο 3 του άρθρου 92 και ειδικότερα με το στοιχείο γ', στο μέτρο που ουδόλως υποστηρίζει ότι το ομόσπονδο κράτος του Αμβούργου είχε ένα ασυνήθιστα χαμηλό επίπεδο ζωής ή ότι μαστιζόταν από οξεία υποαπασχόληση. 'Οσο για την Pleuger, αυτή επικαλείται παράβαση του άρθρου 92, παράγραφος 3, χωρίς να γίνεται περισσότερο σαφής (48).

81. Από την προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου σας, Γερμανία κατά Επιτροπής, προκύπτει ότι

(...) όταν ένα πρόγραμμα περιφερειακών ενισχύσεων πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, επιβάλλεται να εξακριβώνεται κατά πόσον μπορεί να εφαρμοστεί σ' αυτό μια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχεία α' και γ', της Συνθήκης. Από αυτή την άποψη, η χρησιμοποίηση των όρων 'ασυνήθως' και 'σοβαρή' στην εξαίρεση που προβλέπει το στοιχείο α' δείχνει ότι αυτή αφορά μόνο περιοχές όπου η οικονομική κατάσταση είναι εξαιρετικά δυσμενής σε σχέση προς το σύνολο της Κοινότητας. Αντιθέτως, η εξαίρεση που προβλέπει το στοιχείο γ' έχει ευρύτερο περιεχόμενο, καθόσον επιτρέπει την ανάπτυξη ορισμένων περιοχών, χωρίς να περιορίζεται από τις οικονομικές προϋποθέσεις του στοιχείου α', υπό τον όρο ότι οι ενισχύσεις που προβλέπονται εκεί 'δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον' . Η διάταξη αυτή παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να εγκρίνει ενισχύσεις που αποβλέπουν στην προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως των περιοχών ενός κράτους μέλους, οι οποίες μειονεκτούν σε σχέση προς τον εθνικό μέσο όρο (49).

82. 'Οπως είχα πει στις προτάσεις μου σε εκείνη την υπόθεση (50), η μέθοδος της Επιτροπής, η οποία συνίσταται στη σύγκριση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος ανά κάτοικο (στο εξής: ΑΕΠ ανά κάτοικο) και του επιπέδου απασχολήσεως στις περιοχές για τις οποίες πρόκειται με τον κοινοτικό μέσο όρο, ακολούθως δε στην ιεράρχηση των ενδεχόμενων αναγκών για περιφερειακές ενισχύσεις ανάλογα με τις ανισότητες που υφίστανται μεταξύ των διαφόρων περιοχών της χώρας με τη βοήθεια οικονομικών δεικτών, και με ειδική μέριμνα ώστε το εγχείρημα να τοποθετείται σε μία κοινοτική προοπτική, μου φαίνεται σύμφωνη με τον επιδιωκόμενο στόχο.

83. Αυτή είναι ακριβώς η μέθοδος που ακολουθήθηκε εν προκειμένω.

84. Προκειμένου περί της συγκεκριμένης εφαρμογής της, η Επιτροπή διαπίστωσε, σύμφωνα με τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για την εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχείο α' (51), ότι στον δήμο του Αμβούργου δεν μπορούσε να αναγνωριστεί καθεστώς παρεκκλίσεως δυνάμει αυτής της διατάξεως, στο μέτρο που το ΑΕΠ ανά κάτοικο, εκφρασμένο υπό τη μορφή του επιπέδου αγοραστικής δυνάμεως (στο εξής: ΕΑΔ), δεν ήταν κατώτερο από το 75 % του μέσου κοινοτικού. Το ΑΕΠ/ΕΑΔ, πράγματι, βρισκόταν στο ύψος του 187,7, όπου ο κοινοτικός μέσος όρος είναι, εννοείται, το 100.

85. Η μέθοδος τώρα που χρησιμοποίησε η Επιτροπή μάς επιτρέπει να καθορίσουμε, με βάση αυτά τα κριτήρια, τις περιοχές που είναι επιλέξιμες δυνάμει αυτής της διατάξεως, πράγμα που αποκλείει την περιοχή του Αμβούργου η οποία δεν παρουσιάζει ούτε οξύ πρόβλημα υποαπασχολήσεως ούτε επίπεδο ζωής ασυνήθιστα χαμηλό σε σχέση με το μέσο κοινοτικό. Από τη στιγμή που πρόκειται για αντικειμενικά κριτήρια, δεν θα έπρεπε να επιβαρύνουμε ασκόπως το έργο της Επιτροπής, απαιτώντας από αυτήν μια υπενθύμιση αυτής της αξιολογήσεως όταν, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, αναφέρεται ρητά στην ανακοίνωσή της στην Επίσημη Εφημερίδα, η οποία άλλωστε έχει τροποποιηθεί λόγω της εξελίξεως των κοινωνικοοικονομικών δεδομένων.

86. 'Οσον αφορά την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 92, παράγραφος 3, στοιχείο γ', η μέθοδος που χρησιμοποιεί η Επιτροπή (52) συνίσταται στην εξέταση, βάσει διαφόρων παραμέτρων, της κοινωνικοοικονομικής καταστάσεως μιας περιοχής τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό πλαίσιο, με σκοπό τη σύγκριση των επιπέδων μιας δεδομένης περιοχής με τον εθνικό μέσον όρο.

87. Από την πρώτη φάση της αναλύσεως προκύπτει ότι τόσο το ΑΕΠ ανά κάτοικο στη διάρκεια της περιόδου 1983-1987 (162,9) όσο και το ποσοστό ανεργίας (126,5) δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη χορήγηση ενισχύσεων από τον δήμο του Αμβούργου (εθνικός μέσος όρος: 100).

88. Στη δεύτερη φάση της αξιολογήσεως, η Επιτροπή εξέτασε την εξέλιξη του ποσοστού ανεργίας και του ΑΕΠ και ολοκλήρωσε την ανάλυσή της λαμβάνοντας υπόψη και άλλους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. Από τη μελέτη αυτή προκύπτει ότι, αν το ποσοστό ανεργίας επιδεινώθηκε σαφώς κατά το 1988, υπερβαίνοντας κατά δύο μονάδες την τιμή αναφοράς (143), από την άλλη μεριά το ΑΕΠ ανά κάτοικο δεν έπαψε να αυξάνει κατά τη διάρκεια της περιόδου 1983-1987, για να φτάσει το ύψος του 165 (εθνικός μέσος όρος: 100), πράγμα που μαρτυρεί την οικονομική ευημερία του Αμβούργου.

89. Το προσφεύγον κράτος αμφισβητεί ωστόσο τη βάση υπολογισμού του ποσοστού ανεργίας. Κατά τη διοικητική διαδικασία, όμως, η Επιτροπή το πληροφόρησε, με επιστολή της 6ης Ιανουαρίου 1988 (53), ότι

σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Επιτροπής, ο γερμανικός μέσος όρος των περιφερειακών ποσοστών ανεργίας για το 1986 είναι 10,0 % και με αφετηρία αυτόν τον αριθμό εκτιμούμε την κατάσταση της απασχολήσεως στο Αμβούργο. Αν οι υπολογισμοί της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης καταλήγουν σε διαφορετικό αριθμό, η Επιτροπή την παρακαλεί να της τον γνωστοποιήσει .

Το αίτημα αυτό δεν βρήκε καμία ανταπόκριση.

90. Αυτή η αξιολόγηση ολοκληρώθηκε με μία πιο λεπτομερή κοινωνικοοικονομική ανάλυση της ζώνης οικονομικών δραστηριοτήτων του Αμβούργου, η οποία εμφανίζει ένα ΑΕΠ ανώτερο από το εθνικό και ένα ποσοστό ανεργίας κατώτερο από το μέσο (54).

91. 'Οσο για τη δικαιολόγηση της παρεκκλίσεως λόγω μιας υποτιθέμενης επιδεινώσεως των κοινωνικών συνθηκών στον χώρο των ναυπηγείων, η Επιτροπή παρατήρησε ότι, από το 1988, το επίπεδο απασχολήσεως σε αυτόν τον τομέα είχε βελτιωθεί μετά από μια περίοδο υφέσεως και μεταξύ 1984 και 1986 ανερχόταν σε χίλιες εκατό θέσεις εργασίας.

92. Στο μέτρο που η Επιτροπή δεν υπερέβη τη διακριτική εξουσία που το Δικαστήριό σας της αναγνωρίζει (55) και που αιτιολόγησε κατά τρόπο ικανοποιητικό την απόφασή της, πρέπει να θεωρήσουμε ότι

(...) δεν μπόρεσε να βρει κανέναν λόγο που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω ενίσχυση - εδώ το πρόγραμμα ενισχύσεων - συγκεντρώνει τους τεχνικούς όρους για να υπαχθεί σε κάποια από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 92, παράγραφος 3, της Συνθήκης (56).

93. Συνεπώς, και αυτός ο ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί.

Ζ - Επί της παραβιάσεως της αρχής περί αποφυγής των διακρίσεων

94. Προκειμένου περί της καταγγελίας για παραβίαση της αρχής περί αποφυγής των διακρίσεων, ας ξεχωρίσουμε καταρχάς το επιχείρημα ότι οι επίδικες ενισχύσεις δικαιολογούνται από τον έντονο ανταγωνισμό που υφίστατο το Αμβούργο λόγω της γειτνιάσεώς του με τις όμορες περιοχές της πρώην Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας.

95. 'Οπως υπενθύμισε η Επιτροπή στην υπό εξέταση απόφαση, αυτές οι τελευταίες ενισχύσεις ενέπιπταν στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του άρθρου 92, παράγραφος 2, στοιχείο γ' η νομική αυτή βάση μάς στερεί το δικαίωμα να θεωρήσουμε ότι το Αμβούργο βρίσκεται εκτός της Zonenrandgebiet .

96. Το να του αναγνωρίσουμε ένα δικαίωμα εξαιρέσεως γι' αυτόν τον λόγο θα είχε ως συνέπεια, αφενός μεν την εκμηδένιση των πλεονεκτημάτων που θα αντλούσε μια επιχείρηση από το γεγονός ότι ήταν εγκατεστημένη σε μία μειονεκτούσα ζώνη, οπότε οποιαδήποτε περιφερειακή πολιτική υπέρ αυτής θα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, αφετέρου δε μια πίεση που θα ευνοούσε ένα είδος πλειοδοσίας των ενισχύσεων, μέσω της οποίας οι περιοχές που γειτνιάζουν με το Αμβούργο θα προσπαθούσαν να αντισταθμίσουν τη διαφορά. 'Ετσι, θα διατρέχαμε τον κίνδυνο να δούμε σε όλα τα κράτη της Κοινότητας, και ιδιαίτερα στα κράτη με υψηλό προϋπολογισμό, να αναπτύσσεται μια τάση πολλαπλασιασμού των επιδοτήσεων, η οποία θα είναι δύσκολο να ελεγχθεί και η οποία θα θέσει σε δοκιμασία την προσπάθεια αναβαθμίσεως των μειονεκτουσών περιοχών της Κοινότητας.

97. 'Οσο για το δεύτερο επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή κατηγορείται ότι επέτρεψε τη χορήγηση ενισχύσεων από το Βασίλειο της Δανίας, στη Νότια Γιουτλάνδη, περιοχή που βρίσκεται κοντά στην Zonenrandgebiet , χωρίς η απόφασή της αυτή (57) να θεμελιώνεται και να δικαιολογείται από κοινωνικοοικονομική άποψη, αρκεί να παρατηρήσω ότι, ακόμα και αν θεωρήσουμε μια τέτοια αντικανονική ενέργεια πλήρως αποδεδειγμένη, αυτό δεν θα αρκούσε για να καταστήσει έγκυρη μια άλλη ενίσχυση η οποία χορηγείται σε αντίθεση με τους κανόνες της Συνθήκης.

98. Κυρίως από την απόφαση Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (58) προκύπτει ότι

πράγματι, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης (...) πρέπει να συνδυάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, σύμφωνα με την οποία κανείς δεν μπορεί να επικαλείται υπέρ αυτού παρανομία που διαπράχθηκε προς όφελος τρίτου (...) (59).

99. Η αρχή της νομιμότητας επιβάλλει, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, να δεχθούμε ότι μόνο αντικειμενικά στοιχεία οικονομικής και κοινωνικής φύσεως (60) μπορούν να θεμελιώσουν μια απόφαση περί του συμβιβαστού. Δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά ελήφθησαν υπόψη και αναλύθηκαν ορθώς από την Επιτροπή στην επίδικη απόφασή της, η αρχή της νομιμότητας τηρήθηκε, οπότε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

ΙΙ - Κανόνες σχετικοί με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας

100. Από τη στιγμή που η ύπαρξη και το ασυμβίβαστο του προγράμματος έχουν διαπιστωθεί, πρέπει να αναλύσω τους ισχυρισμούς που επικαλείται ειδικά η Pleuger, τους σχετικούς με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας.

Α - Επί της παραβάσεως του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης

101. Υποστηρίζεται ότι η Επιτροπή αγνόησε το άρθρο 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, στο μέτρο που δεν κάλεσε ονομαστικά τη δικαιούχο της ενισχύσεως επιχείρηση να υποβάλει τις παρατηρήσεις της πριν υιοθετήσει την επίδικη απόφαση.

102. Παραθέτουμε εδώ ένα απόσπασμα από την απόφαση Intermills κατά Επιτροπής (61):

(...) το άρθρο 93, παράγραφος 2, δεν απαιτεί ατομική όχληση των κατ' ιδίαν ατόμων για υποβολή παρατηρήσεων. Μοναδικός του στόχος είναι να υποχρεώσει την Επιτροπή να φροντίσει για την ενημέρωση όλων των προσώπων που μπορούν να ενδιαφέρονται και να τους παράσχει την ευκαιρία να προβάλουν τα επιχειρήματά τους. Υπό τις περιστάσεις αυτές η δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα κρίνεται ως πρόσφορο μέσο γνωστοποιήσεως προς όλους τους ενδιαφερομένους της ενάρξεως μιας διαδικασίας (62).

103. Λόγω του ειδικού χαρακτήρα των περιφερειακών ενισχύσεων, οι οποίες αφορούν τομείς δραστηριότητας και δικαιούχους οι οποίοι είναι ετερογενείς, μια γνωμοδότηση περί αυτών στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναπόφευκτα δεν είναι τόσο σαφής όσο θα ήταν αν αφορούσε τομεακές ενισχύσεις.

104. Κατά τα λοιπά, με το να αναφέρει ότι οι επίδικες ενισχύσεις είχαν χορηγηθεί σε επιχειρήσεις της ζώνης του Αμβούργου, από τον δήμο του Αμβούργου, ουσιαστικά υπό μορφή επιδοτήσεως στην επένδυση, η δημοσίευση της ανακοινώσεως της Επιτροπής στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Δεκεμβρίου 1989 έδινε κάθε δυνατότητα στην Pleuger, καθώς και στις άλλες ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις - οι οποίες ας υπενθυμίσω ότι τη στιγμή εκείνη δεν ήταν όλες γνωστές στην Επιτροπή - να λάβουν γνώση και να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

105. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί.

Β - Επί της ανάγκης αιτιολογήσεως της επιστροφής των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν

106. Η προσφεύγουσα επιχείρηση εκτιμά ότι η υπό κρίση απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη (63) όπως οφείλει σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου σας και ιδίως σύμφωνα με δύο αποφάσεις που εκδόθηκαν στις 21 Μαρτίου 1991 (64), οπότε υπόκειται σε ακύρωση.

107. Ο ισχυρισμός αυτός που προβλήθηκε κατά το στάδιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως, αποτελεί αναμφισβήτητα νέο ισχυρισμό. Δεν θα έπρεπε ωστόσο να κηρυχθεί απαράδεκτο καθότι το άρθρο 42, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας όντως επιτρέπει την επίκληση ενός τέτοιου ισχυρισμού, από τη στιγμή που θεμελιώνεται σε πραγματικά ή νομικά στοιχεία που προέκυψαν στην πορεία της διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, οι δύο αυτές αποφάσεις εκδόθηκαν μετά την άσκηση της προσφυγής.

108. Πριν αποφανθώ στις ενδεχόμενες επιπτώσεις αυτών των δύο αποφάσεων ως προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως της επιστροφής των ενισχύσεων που δεν συμβιβάζονται με τους κανόνες της Συνθήκης, θα ήταν σκόπιμο να υπενθυμίσω τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου.

109. Με την απόφαση Επιτροπή κατά Γαλλίας (65), αναγνωρίσατε στην Επιτροπή την εξουσία να απαιτεί την επιστροφή ενισχύσεων που καταβάλλονται κατά παραβίαση της Συνθήκης, παρόλο που το άρθρο 93, παράγραφος 2, αφορά απλώς την κατάργηση και την τροποποίηση. Αυτή η άποψη βασιζόταν στην πρακτική αποτελεσματικότητα της διατάξεως αυτής.

110. Με την απόφαση Tubemeuse (66), το Δικαστήριο απέριψε το επιχείρημα της Βελγικής Κυβερνήσεως που αμφισβητούσε την αναλογικότητα του μέτρου της επιστροφής των ενισχύσεων, με το σκεπτικό ότι

(...) η κατάργηση μιας παράνομης ενίσχυσης μέσω της αναζητήσεώς της αποτελεί λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παρανόμου χαρακτήρα της (67).

111. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου θα μπορούσε κανείς να συναγάγει ότι, οσάκις η απόφαση περί του ασυμβιβάστου μιας ενισχύσεως ήταν αιτιολογημένη, κανείς πρόσθετος τύπος δεν απαιτείτο για την επιστροφή των ενισχύσεων που δόθηκαν κατά παράβαση των κανόνων της Συνθήκης. Αυτή τη θέση εξάλλου υποστηρίζει ο γενικός εισαγγελέας του Δικαστηρίου Van Gerven με τις προτάσεις του στις δύο υποθέσεις που παρέθεσα (68).

112. Ωστόσο, οι θέσεις του Δικαστηρίου στις δύο αυτές αποφάσεις δεν ήταν ταυτόσημες και γι' αυτό θα πρέπει να γίνει διάκριση.

113. Συγκεκριμένα, στην απόφαση Ιταλία-Alfa Romeo κατά Επιτροπής (69), οι αντιρρήσεις της Ιταλικής Δημοκρατίας εντοπίζονταν στην έλλειψη αιτιολογίας όσον αφορά τον προσδιορισμό της επιχειρήσεως που όφειλε να επιστρέψει τις ενισχύσεις και στην υποχρέωση της Επιτροπής να αποδείξει ότι, εάν αυτές δεν επεστρέφοντο, η ισορροπία της αγοράς θα απειλείτο. Ως προς την πρώτη αιτίαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση της Επιτροπής ήταν απολύτως αιτιολογημένη ως προς τον προσδιορισμό του δικαιούχου της ενισχύσεως και, σε ό,τι αφορά τη δεύτερη, το Δικαστήριο υπενθύμισε τη νομολογία του σύμφωνα με την οποία

η κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως μέσω της ανακτήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της (70).

114. Στην απόφαση Ιταλία-ENI-Lanerossi κατά Επιτροπής (71), ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως αφορούσε την ανεπάρκεια αιτιολογίας της επιστροφής, την οποία η Επιτροπή είχε δικαιολογήσει με βάση τη σοβαρότητα και την έκταση της παραβάσεως .

115. Το Δικαστήριο, αρχικώς, υπενθύμισε τη νομολογία του στο ζήτημα της αιτιολογίας των βλαπτικών πράξεων, σύμφωνα με την οποία

(...) η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να παρέχει τα αναγκαία στοιχεία, ώστε ο μεν ενδιαφερόμενος να γνωρίζει αν η απόφαση είναι ή όχι βάσιμη, το δε Δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του (...) (72).

116. Κατόπιν τούτου, κατέληξε ότι

(...) η επιστροφή ολοκλήρου του ποσού των ενισχύσεων υπαγορεύθηκε από τη 'βαρύτητα και το μέγεθος της παράβασης' . Καίτοι η δικαιολογία, θεωρούμενη καθαυτή, παρίσταται λακωνική και κατά τούτο επιλήψιμη, πρέπει να σημειωθεί ότι περιέχεται σε μια απόφαση η οποία διευκρινίζει εμπεριστατωμένα τις συνέπειες των επιδίκων ενισχύσεων σ' έναν τομέα όπου σοβεί η κρίση (...) (73).

117. Πρέπει άραγε να συμπεράνω από τα παραπάνω ότι η τελευταία αυτή απόφαση τροποποιεί τη νομολογία του Δικαστηρίου σας;

118. Δεν έχω κανένα λόγο να σκεφθώ κάτι τέτοιο. Πραγματικά, οσάκις η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η χορήγηση μιας ενισχύσεως είναι παράνομη, αυτό αρκεί για να αιτιολογήσει την απαίτηση επιστροφής της.

119. Θα ήταν υπερβολικό, όταν χορηγήθηκαν ενισχύσεις κατά παραβίαση της Συνθήκης - καθότι χωρίς προηγούμενη γνωστοποίηση - να υποχρεούται η Επιτροπή να αιτιολογήσει διαφορετικά την απόφασή της, πέρα από την απλή διαπίστωση ότι η χορήγηση της ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη. Μια τέτοια απαίτηση θα έθετε αναμφισβήτητα σε προνομιακή θέση τα κράτη εκείνα τα οποία, κατά παράβαση του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, δεν θα γνωστοποιούσαν προηγουμένως τις ενισχύσεις που καταβάλλουν. Καθώς η διάταξη αυτή απαγορεύει στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να καταβάλει τις συγκεκριμένες ενισχύσεις μέχρι την τελική απόφαση της Επιτροπής, καμία επιπλέον αιτιολόγηση δεν επιβάλλεται για το ζήτημα της επιστροφής των ενισχύσεων όταν η Επιτροπή τις κρίνει ασυμβίβαστες εφόσον, καθ' υπόθεση, αυτές δεν έχουν ακόμα καταβληθεί.

120. Εφόσον η απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνει και αιτιολογεί το ασυμβίβαστο του προγράμματος ενισχύσεων, μου φαίνεται σύμφωνη με τις επιταγές του άρθρου 190 της Συνθήκης.

121. Αν ωστόσο το Δικαστήριό σας εκτιμούσε ότι μια τέτοια λύση δεν διασφαλίζει επαρκώς τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων, θα έπρεπε να παρατηρήσω ότι, κατά την έναρξη της διαδικασίας, η Επιτροπή πληροφόρησε τη Γερμανική Κυβέρνηση ότι οποιαδήποτε ενίσχυση καταβλήθηκε πριν από τη λήξη της διαδικασίας θα μπορούσε να γεννήσει αξίωση προς επιστροφή εξάλλου, η πιθανότητα αυτή επισημάνθηκε εκ νέου με την ανακοίνωση της Επιτροπής στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

122. Πέραν τούτου, η απόφαση περί επιστροφής είναι απολύτως αιτιολογημένη υπό το φως της αποφάσεως περί του ασυμβιβάστου, με την οποία γίνεται φανερό ότι υπάρχει κίνδυνος η χορήγηση των ενισχύσεων να αποτελέσει πλήγμα για μια αρμονική περιφερειακή πολιτική, λόγω των επιπτώσεών τους και του σημαντικού ύψους τους.

123. Προτείνω επομένως να απορριφθούν οι προσφυγές και τα έξοδα να βαρύνουν, στην υπόθεση C-324/90, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, και στην υπόθεση C-342/90, την εταιρία Pleuger Worthington GmbH.

(*) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

(1) - Απόφαση 91/389/ΕΟΚ της Επιτροπής σχετική με ενισχύσεις του δήμου του Αμβούργου (ΕΕ L 215, σ. 1).

(2) - 'Εκθεση ακροατηρίου: Ι. Πραγματικά περιστατικά.

(3) - Επιστολή της 3ης Μαΐου 1989, SG(89) D/5660. Παράρτημα 7 του υπομνήματος αντικρούσεως στην υπόθεση C-324/90.

(4) - Ανακοίνωση C-11/89 ( EE C 309, σ. 3).

(5) - Απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C-301/87 (Συλλογή σ. Ι-307, σημεία 9 έως 24).

(6) - Σημείο 43 της προσφυγής.

(7) - Απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1985, 290/83, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή 1985, σ. 439, σκέψη 13).

(8) - Απόφαση της 27ης Μαρτίου 1980, 61/79 (Rec. 1980, σ. 1205).

(9) - Σημείο 31.

(10) - Προσφυγή της Γερμανικής Κυβερνήσεως, σ. 4 και 18 έως 43.

(11) - Απόφαση της 10ης Ιουλίου 1986, 234/84, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1986, σ. 2263).

(12) - Τρίτη παράγραφος του παραρτήματος 7 του υπομνήματος αντικρούσεως στην υπόθεση C-324/90.

(13) - ΕΕ C 309, σ. 3.

(14) - Σημείο 2.

(15) - Παράρτημα 2 του υπομνήματος αντικρούσεως της Επιτροπής στην υπόθεση C-324/90.

(16) - Απόφαση C-301/87, όπ.π.

(17) - Σκέψη 19.

(18) - Επιστολή της 3ης Μαΐου 1989, όπ.π.

(19) - Τέταρτη παράγραφος, η υπογράμμιση δική μου.

(20) - Σημείο 22. Βλ., ομοίως, σε αυτή την κατεύθυνση, την απόφαση της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. Ι-959, σκέψη 18).

(21) - Απόφαση 234/84, όπ.π.

(22) - Απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1987, 248/84 (Συλλογή 1987, σ. 4013).

(23) - Σημείο 18.

(24) - Πέραν τούτου, το γεγονός ότι όλες οι συμβάσεις περιέχουν μία ρήτρα σύμφωνα με την οποία το ποσό της επιδοτήσεως έπρεπε να αποδοθεί, σε περίπτωση μεταφοράς της έδρας ή των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως ή μειώσεως του προσωπικού σε ποσοστό άνω του 20 % για λόγους μη συγκυριακούς, είναι υπέρ της απόψεως της Επιτροπής. Πράγματι, ένας τέτοιος όρος αποδεικνύει ότι η ενίσχυση εγκρίνεται για λόγους που έχουν σχέση με κάθε ατομική περίπτωση και όχι χάριν ενός υπέρτερου γενικού συμφέροντος.

(25) - Απόφαση 91/389/ΕΟΚ, όπ.π., σ. 5.

(26) - Σκέψη 18.

(27) - Απόφαση C-301/87, όπ.π.

(28) - Σημείο 33.

(29) - Απόφαση της 13ης Ιουλίου 1988, 102/87 (Συλλογή 1988, σ. 4067).

(30) - Σημείο 6.

(31) - Πρώτη απόφαση των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, που συνήλθαν στα πλαίσια του Συμβουλίου, σχετικά με τα καθεστώτα ενισχύσεων με περιφερειακούς στόχους.

(32) - Σημείο 6.

(33) - Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, 730/79 (Rec. 1980, σ. 2671).

(34) - Σημείο 11.

(35) - Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1987, 259/85 (Συλλογή 1987, σ. 4393).

(36) - Σημείο 24.

(37) - Βλ. επίσης την απόφαση της 21ης Μαρτίου 1991, C-303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. Ι-1433, σκέψη 27.

(38) - Σημείο 19.

(39) - Απόφαση 730/79, όπ.π., σκέψη 11.

(40) - Απόφαση C-142/87, όπ.π.

(41) - Σημείο 43.

(42) - Προαναφερθείσα απόφαση 284/84, σκέψη 18.

(43) - Απόφαση της 13ης Μαρτίου 1985, 296/82 και 318/82, Leeuwarder Papierwarenfabriek κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 809).

(44) - Κοινοποίηση καθεστώτων ενισχύσεων δευτερεύουσας σημασίας (ΕΕ C 40, σ. 2).

(45) - Δεύτερη παράγραφος η υπογράμμιση δική μου.

(46) - Απόφαση της 28ης Απριλίου 1993, C-364/90 (Rec. 1993, σ. Ι-2097)

(47) - Σκέψη 24.

(48) - Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι μια περιοχή θεωρείται μειονεκτούσα, είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι, όπως γράφει ο J. Biancarelli, η αναγνώριση του γεγονότος ότι η περί ης πρόκειται περιοχή μειονεκτεί δεν συνεπάγεται κανένα δικαίωμα ενισχύσεως. Απαιτείται, επιπλέον, η τελευταία να έχει έναν διαρθρωτικό χαρακτήρα, πράγμα που ισοδυναμεί με καταδίκη των ενισχύσεων σωτηρίας (Actualite juridique, Droit administratif, 20 Ιουνίου 1993, αριθ. 6, σ. 412 επ., ιδίως σ. 425).

(49) - Σκέψη 19.

(50) - Σημείο 10, τέταρτη παράγραφος, in fine.

(51) - Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μέθοδο εφαρμογής του άρθρου 92, παράγραφος 3, στοιχεία α' και γ' στις περιφερειακές ενισχύσεις (ΕΕ 1988, C 212, σ. 2).

(52) - 'Οπ.π., υποσημείωση 51.

(53) - Παράρτημα 9 του υπομνήματος υπερασπίσεως στην υπόθεση C-324/90.

(54) - Επίδικη απόφαση, σ. 7.

(55) - Απόφαση 730/79, όπ. π., σκέψη 24.

(56) - 'Οπ. π., σημείο 18.

(57) - Απόφαση 87/573/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 15ης Ιουλίου 1987, σχετικά με τον νέο καθορισμό των ορίων των ζωνών ενίσχυσης στη Δανία από την 1η Ιανουαρίου 1987 (ΕΕ L 347, σ. 64).

(58) - Απόφαση της 4ης Ιουλίου 1985, 134/84 (Συλλογή 1985, σ. 2225). Βλ. επίσης, ως προς αυτό το σημείο, την απόφαση της 2ας Μαΐου 1985, 246/83, De Angelis κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 1253, σκέψη 17).

(59) - Σκέψη 14.

(60) - Απόφαση 730/79, όπ.π., σκέψη 24.

(61) - Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1984, 323/82 (Συλλογή 1984, σ. 3809).

(62) - Σκέψη 17.

(63) - Η υπό εξέταση απόφαση, σε ό,τι αφορά την απόδοση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παράνομα, αιτιολογείται επί λέξει ως εξής: (...) Οι επίδικες ενισχύσεις που χορήγησε ο δήμος του Αμβούργου, στον βαθμό που έχουν ήδη καταβληθεί, πρέπει να επιστραφούν από τις δικαιούχους επιχειρήσεις, ως μη δικαιολογούμενες. Αυτή η υποχρέωση επιστροφής είναι η λογική συνέπεια του παρανόμου και του ασυμβιβάστου των ενισχύσεων, λόγω δε του ιδιαιτέρως θεμελιώδους χαρακτήρα της υποχρεώσεως προς γνωστοποίηση των νέων ενισχύσεων που προβλέπεται στο άρθρο 93, παράγραφος 3, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι, όποια επιχείρηση τυγχάνει κρατικών ενισχύσεων, πρέπει να γνωρίζει ότι παρόμοιες ενισύσεις πρέπει προηγουμένως να γνωστοποιούνται στην Επιτροπή και ότι, ελλείψει γνωστοποιήσεως, μπορεί να απαιτηθεί η επιστροφή των ενισχύσεων (...) (IV, σημείο 14, δεύτερη παράγραφος).

(64) - Αποφάσεις Ιταλία-ΕNI-Lanerossi κατά Επιτροπής, C-303/88 (Συλλογή σ. 1433) και Ιταλία-Alfa Romeo κατά Επιτροπής, C-305/89 (Συλλογή σ. Ι-1603).

(65) - Απόφαση της 12ης Ιουλίου 1973, 70/72 (Rec. 1973, σ. 813).

(66) - Απόφαση της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 1990, σ. Ι-959).

(67) - Σημείο 66.

(68) - Στην πρότασή του για την υπόθεση ENI-Lanerossi, ο γενικός εισαγγελέας Van Gerven διατύπωσε την άποψή του ως εξής: (...) η Επιτροπή παρατηρεί ότι από το κείμενο του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης - η διάταξη αυτή προβλέπει την κατάργηση (ή την τροποποίηση) της ενισχύσεως - προκύπτει σαφώς ότι η εντολή της επιστροφής δεν απαιτείται να αιτιολογείται ειδικώς. Από την απόφαση στην υπόθεση 70/72 συνάγεται εξάλλου το συμπέρασμα ότι η αιτιολογία την οποία η Επιτροπή οφείλει να παραθέσει στην απόφασή της είναι αυτή που αφορά το ασυμβίβαστο της ενισχύσεως προς τη Συνθήκη από τη στιγμή που αιτιολογείται η κρίση αυτή, η Επιτροπή μπορεί, άνευ ετέρου, να απαιτήσει την επιστροφή. Κατά τη γνώμη μου, η άποψη αυτή είναι ορθή (σημείο 23, παράγραφος 2) και στην υπόθεση Alfa Romeo, σημείωνε: στην απόφαση που εξέδωσε στις 21 Μαρτίου 1990, επί της υποθέσεως C-142/87, το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι η επιστροφή της ενισχύσεως αποτελεί τη λογική συνέπεια της αναγνωρίσεώς της ως ασυμβίβαστης με την κοινή αγορά (...). Από αυτό συνάγουμε ότι μια τέτοια λογική συνέπεια δεν απαιτεί ειδική αιτιολογία (σημείο 21).

(69) - Απόφαση C-305/88, όπ.π.

(70) - Σκέψη 41.

(71) - Απόφαση C-303/88, όπ.π.

(72) - Σκέψη 52.

(73) - Σκέψη 54.

Top