Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989TO0106(01)

    Διάταξη του Πρωτοδικείου (δεύτερο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1994.
    Norsk Hydro A/S κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Αίτηση αναθεωρήσεως - Παραδεκτό.
    Υπόθεση T-106/89 Rév.

    Συλλογή της Νομολογίας 1994 II-00419

    ECLI identifier: ECLI:EU:T:1994:75

    61989B0106(01)

    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 1ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1994. - NORSK HYDRO A/S ΚΑΤΑ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. - ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΩΣ - ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ. - ΥΠΟΘΕΣΗ T-106/89 REV.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1994 σελίδα II-00419


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    Διαδικασία * Αναθεώρηση δικαστικής Διατάξεως τερματίζουσας τη δίκη * Προϋποθέσεις παραδεκτού της αιτήσεως * Νέο πραγματικό περιστατικό * Γεγονός αποφασιστικής σημασίας * Έλλειψη νέου πραγματικού περιστατικού * Απαράδεκτο

    [Οργανισμός (ΕΟΚ) του Δικαστηρίου, άρθρα 41 και 46]

    Περίληψη


    Aπό το άρθρο 41, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού (ΕΟΚ) του Δικαστηρίου, το οποίο, βάσει του άρθρου 46, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού αυτού, εφαρμόζεται στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία, η αίτηση αναθεωρήσεως δεν αποτελεί ένδικο μέσον αλλά έκτακτο ένδικο βοήθημα, το οποίο καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση του κύρους που προσδίδεται στις οριστικές αποφάσεις, λόγω των διαπιστώσεων των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων στηρίχθηκε το δικαστήριο. Η αναθεώρηση προϋποθέτει την ανακάλυψη νέων πραγματικών στοιχείων, προγενεστέρων της εκδόσεως της αποφάσεως, τα οποία ήταν άγνωστα μέχρι τότε τόσο στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση όσο και στον αιτούμενο την αναθεώρηση διάδικο και τα οποία, αν το δικαστήριο είχε δυνηθεί να λάβει υπόψη του, θα ήταν ικανά να το οδηγήσουν σε διαφορετική επίλυση της διαφοράς από αυτήν στην οποία προέβη.

    Ως εκ τούτου, όταν με Διάταξη του Πρωτοδικείου έχει απορριφθεί προσφυγή ακυρώσεως ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της και έχει υποβληθεί αίτηση αναθεωρήσεως κατά της Διατάξεως αυτής, στηριζόμενη στο ότι, κατόπιν της εκ μέρους του Πρωτοδικείου κηρύξεως της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής ως ανυπόστατης, καμία προθεσμία δεν μπορεί να αντιταχθεί, ενόψει του νέου αυτού στοιχείου, σε προσφυγή κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, η αίτηση αναθεωρήσεως είναι απαράδεκτη εφόσον το Δικαστήριο έκρινε κατόπιν αναιρέσεως ότι η εν λόγω απόφαση της Επιτροπής δεν ήταν ανυπόστατη.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση T-106/89 Rev.,

    Norsk Hydro A/S, εταιρία νορβηγικού δικαίου, εγκατεστημένη στο Όσλο, εκπροσωπούμενη από τον Jochen Burrichter, δικηγόρο Duesseldorf, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Aloyse May, 31 Grand-rue,

    αιτούσα,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένης από τον Julian Curall, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της Διατάξεως του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουνίου 1990, Norsk Hydro κατά Επιτροπής (Τ-106/89, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή),

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. L. Cruz Vilaca, Πρόεδρο, C. P. Briet, D. P. M. Barrington, A. Saggio και J. Biancarelli, δικαστές,

    γραμματέας: H. Jung

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Η αιτούσα εταιρία Norsk Hydro A/S είναι μία από τις δεκατέσσερις επιχειρήσεις τις οποίες αφορoύσε η απόφαση 89/190/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, περί μιας διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.685, PVC, ΕΕ L 74, σ. 1, στο εξής: απόφαση της Επιτροπής). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή επέβαλε, μεταξύ άλλων, στην προσφεύγουσα πρόστιμο 750 000 ECU.

    2 Με προσφυγή η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 25 Απριλίου 1989, η Norsk Hydro ζήτησε από το Πρωτοδικείο:

    1) Nα κηρύξει άκυρη την απόφαση της Επιτροπής, λόγω παραβάσεως ουσιωδών τύπων, κατά το μέτρο που την αφορά.

    2) Nα ακυρώσει την απόφαση, κατά το μέτρο που την αφορά.

    3) Eπικουρικώς, να μειώσει ουσιωδώς το επιβληθέν πρόστιμο.

    4) Nα καταδικάσει την Επιτροπή στα έξοδα.

    3 Με Διάταξη της 19ης Ιουνίου 1990 (Norsk Hydro κατά Επιτροπής, Τ-106/89, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή), το Πρωτοδικείο, κρίνοντας επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, απέρριψε την προσφυγή ως εκπρόθεσμη και, συνεπώς, απαράδεκτη. Η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από την αναίρεση που άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής. Η υπόθεση διαγράφηκε από το πρωτόκολλο του Δικαστηρίου με Διάταξη της 16ης Ιανουαρίου 1991.

    4 Με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1992 (BASF κ.λπ. κατά Επιτροπής), η οποία εκδόθηκε επί των συνεκδικασθεισών υποθέσεων Τ-79/89, Τ-84/89, Τ-85/89, Τ-86/89, Τ-89/89, Τ-91/89, Τ-92/89, Τ-94/89, Τ-96/89, Τ-98/89, Τ-102/89 και Τ-104/89 (Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-315), κατόπιν προσφυγών που άσκησαν δώδεκα από τις δεκατρείς άλλες επιχειρήσεις τις οποίες αφορούσε η απόφαση της Επιτροπής, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε τα εξής:

    "1) Κηρύσσει ανυπόστατη την πράξη που κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, L 74, της 17ης Μαρτίου 1989 (σ. 1) υπό τον τίτλο 'Απόφαση 89/190/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.865, PVC)' .

    2) Απορρίπτει τις προσφυγές ως απαράδεκτες.

    3) Καταδικάζει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα."

    5 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 29 Απριλίου 1992, με αριθμό C-137/92 P, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατ' αυτής της αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

    6 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 26 Μαΐου 1992, η Norsk Hydro ζήτησε την αναθεώρηση της προαναφερθείσας Διατάξεως του Πρωτοδικείου. Στις 12 Ιουνίου 1992 η Επιτροπή κατέθεσε τις γραπτές παρατηρήσεις της επ' αυτής της αιτήσεως αναθεωρήσεως.

    7 Με Διάταξη της 6ης Δεκεμβρίου 1992, το Πρωτοδικείο (δεύτερο τμήμα) ανέστειλε τη διαδικασία, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην προαναφερθείσα υπόθεση C-137/92 P.

    8 Με απόφαση της 15ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά BASF κλ.π. (C-137/92 P, Συλλογή 1994, σ. Ι-0000), το Δικαστήριο έκρινε ότι το Πρωτοδικείο έσφαλε κηρύσσοντας ανυπόστατη την απόφαση της Επιτροπής (βλ. σκέψεις 48 έως 53 της αποφάσεως) και αποφάσισε τα εξής:

    "1) Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου η οποία εκδόθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1992 επί των υποθέσεων Τ-79/89, Τ-84/89, Τ-85/89, Τ-86/89, Τ-89/89, Τ-91/89, Τ-92/89, Τ-94/89, Τ-96/89, Τ-98/89, Τ-102/89 και Τ-104/89.

    2) Ακυρώνει την απόφαση 89/190/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.865, PVC).

    3) Η Επιτροπή φέρει τα δικά της έξοδα καθώς και το σύνολο των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι αναιρεσίβλητες, τόσο κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία, όσο και κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία."

    9 Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 26 Μαΐου 1992, η αιτούσα ζήτησε από το Πρωτοδικείο:

    1) Να κρίνει παραδεκτή την αίτηση αναθεωρήσεως.

    2) Να ακυρώσει τη Διάταξη του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουνίου 1990.

    3) Να κρίνει επί της ουσίας της προσφυγής που άσκησε η αιτούσα στις 24 Απριλίου 1989.

    4) Να κηρύξει ανυπόστατη την πράξη που κοινοποιήθηκε στην αιτούσα και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (L 74, της 17ης Μαρτίου 1989, σ. 1) με τίτλο "Απόφαση 89/190/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.865-PVC)".

    5) Να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

    10 Με το υπόμνημα αντικρούσεώς της, το οποίο πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Ιουνίου 1992, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    1) Να απορρίψει την αίτηση αναθεωρήσεως ως απαράδεκτη.

    2) Επικουρικώς, να κρίνει την αίτηση αβάσιμη.

    3) Εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα της παρούσας αιτήσεως.

    11 Προκειμένου να εκτιμηθεί το παραδεκτό της παρούσας αιτήσεως αναθεωρήσεως πρέπει κατ' αρχάς να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 41, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού (ΕΟΚ) του Δικαστηρίου (στο εξής: Οργανισμός), το οποίο, βάσει του άρθρου 46, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού αυτού, εφαρμόζεται στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία:

    "Η αναθεώρηση της αποφάσεως δύναται να ζητηθεί από το Δικαστήριο εφόσον γίνει γνωστό γεγονός αποφασιστικής σημασίας το οποίο ήταν άγνωστο στο Δικαστήριο και στον διάδικο που ζητεί την αναθεώρηση, προ της εκδόσεως της αποφάσεως.

    Η διαδικασία της αναθεωρήσεως άρχεται δια της αποφάσεως του Δικαστηρίου που διαπιστώνει ρητώς την ύπαρξη του γεγονότος, αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν την έναρξη της διαδικασίας αναθεωρήσεως και κηρύσσει γι' αυτόν τον λόγο παραδεκτή την αίτηση."

    12 Οι διατάξεις αυτές συμπληρώνονται από τις διατάξεις των άρθρων 125 έως 128 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Κατά το άρθρο 126, παράγραφος 1, στοιχείο δ', η αίτηση αναθεωρήσεως πρέπει να "καθορίζει τα μέσα που αποδεικνύουν την ύπαρξη γεγονότων τα οποία δικαιολογούν την αναθεώρηση". Κατά το άρθρο 127, παράγραφος 2, "χωρίς να προδικάσει την ουσία, το Πρωτοδικείο, αφού λάβει υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων και ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, αποφαίνεται επί του παραδεκτού της αιτήσεως".

    13 Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του Οργανισμού και του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο πρέπει να εξετάσει το παραδεκτό της αιτήσεως αναθεωρήσεως της Διατάξεως της 19ης Ιουνίου 1990, την οποία υπέβαλε η Norsk Hydro.

    14 Κατά πάγια νομολογία, η αίτηση αναθεωρήσεως δεν αποτελεί ένδικο μέσον αλλά έκτακτο ένδικο βοήθημα, το οποίο καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση του κύρους που προσδίδεται στις οριστικές αποφάσεις, λόγω των διαπιστώσεων των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων στηρίχθηκε το δικαστήριο. Η αναθεώρηση προϋποθέτει την ανακάλυψη νέων πραγματικών στοιχείων, προγενεστέρων της εκδόσεως της αποφάσεως, τα οποία ήταν άγνωστα μέχρι τότε τόσο στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση όσο και στον αιτούμενο την αναθεώρηση διάδικο και τα οποία, αν το δικαστήριο είχε δυνηθεί να λάβει υπόψη του, θα ήταν ικανά να το οδηγήσουν σε διαφορετική επίλυση της διαφοράς από αυτήν στην οποία προέβη (βλ. τη Διάταξη του Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992, Gill κατά Επιτροπής, C-185/90 P-Rev., Συλλογή 1992, σ. Ι-993, και τη Διάταξη του Πρωτοδικείου της 26ης Μαρτίου 1992, BASF κατά Επιτροπής, Τ-4/89 Rev., Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-1591).

    15 Η αιτούσα υποστηρίζει ότι, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο με την προαναφερθείσα απόφαση BASF κλ.π. κατά Επιτροπής, η απόφαση της Επιτροπής είναι ανυπόστατη και, συνεπώς, μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως, ανεξαρτήτως προθεσμίας. Εξάλλου, η προαναφερθείσα Διάταξη της 19ης Ιουνίου 1990, με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή της αιτούσας ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της, δεν έλαβε υπόψη της τις παρατυπίες στη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, οι οποίες, αφενός, αποτελούσαν γεγονός "αποφασιστικής σημασίας", υπό την έννοια του άρθρου 41, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος Οργανισμού Διαδικασίας και, αφετέρου, ήταν άγνωστες τόσο στο Πρωτοδικείο όσο και στην προσφεύγουσα, κατά την έκδοση της Διατάξεως της 19ης Ιουνίου 1990.

    16 Από την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά BASF κ.λπ. προκύπτει ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν ήταν ανυπόστατη κατά την έκδοσή της, στις 21 Δεκεμβρίου 1988.

    17 Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η αιτούσα δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς το ανυπόστατο αυτής της αποφάσεως της Επιτροπής προκειμένου να ισχυριστεί, αφενός, ότι το ανυπόστατο αυτό αποτελεί νέο γεγονός αποφασιστικής σημασίας για το διατακτικό της Διατάξεως της οποίας ζητείται η αναθεώρηση και, αφετέρου, ότι το εν λόγω ανυπόστατο μπορεί να καταστήσει δυνατή την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής, ανεξαρτήτως προθεσμίας.

    18 Συνεπώς, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η αιτούσα δεν απέδειξε την ύπαρξη γεγονότος ικανού να δικαιολογήσει την αναθεώρηση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουνίου 1990. Συνεπώς, η αίτηση αναθεωρήσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    19 Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του αιτούντος διαδίκου. Εφόσον η αιτούσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

    διατάσσει:

    1) Απορρίπτει την αίτηση αναθεωρήσεως ως απαράδεκτη.

    2) Η αιτούσα καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

    Λουξεμβούργο, 1η Ιουλίου 1994.

    Top