EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0377

Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 1991.
Ann Cotter και Norah McDermott κατά Minister for Social Welfare και Attorney General.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Supreme Court - Ιρλανδία.
Ίση μεταχείριση σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως - Αρχή του εθνικού δικαίου που απαγορεύει τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Υπόθεση C-377/89.

Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-01155

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:116

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-377/89 ( *1 )

Ι — Νομικό πλαίσιο

1. Η οδηγία 79/7/ΕΟΚ

Η οδηγία 79/7/ΕΟΚ, της 19ης Δεκεμβρίου 1978 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160 ), περιέχει τις διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70), με σκοπό τη βαθμιαία επίτευξη της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ως προς την κοινωνική ασφάλιση.

Το άρθρο 1 ορίζει ότι η ανωτέρω οδηγία αποσκοπεί στην προοδευτική εφαρμογή, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως και των άλλων στοιχείων κοινωνικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 3, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, η οδηγία εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά της ανεργίας.

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

« Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά:

το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά,

την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,

τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών ».

Προς τούτο το άρθρο 8 της οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς την οδηγία εντός έξι ετών από της κοινοποιήσεως της, δηλαδή πριν από τις 23 Δεκεμβρίου 1984. Το άρθρο 5 ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καταργήσουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Κατά το άρθρο 10, η οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη και στηρίζεται στη Συνθήκη της Ρώμης, και συγκεκριμένα στο άρθρο 235 της Συνθήκης αυτής.

2. Το εθνικό δίκαιο

Το ιρλανδικό δίκαιο περί κοινωνικών ασφαλίσεων στηριζόταν κατά παράδοση στην αρχή ότι η έγγαμη γυναίκα λογίζεται ότι συντηρείται από τον σύζυγο της, εφόσον ζει μαζί του ή η διατροφή της βαρύνει πλήρως ή κυρίως αυτόν ο σύζυγος, αντιθέτως, θεωρείται συντηρούμενο από τη σύζυγο του πρόσωπο μόνο στην περίπτωση κατά την οποία είναι ανίκανος προς βιοπορισμό λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας και η διατροφή του βαρύνει πλήρως ή κυρίως αυτήν. Επιπλέον, καταβάλλονταν ορισμένες προσαυξήσεις των παροχών για τα συντηρούμενα τέκνα που « διέμεναν συνήθως » με τον δικαιούχο. Από την άποψη αυτή πάντως τα τέκνα λογίζονταν ότι « διέμεναν συνήθως » με τον πατέρα τους˙ επομένως ο πατέρας και όχι η μητέρα δικαιούνταν συνήθως τις προσαυξήσεις των παροχών για τα συντηρούμενα τέκνα.

Για να τεθεί σε εφαρμογή η οδηγία 79/7/ΕΟΚ, ψηφίστηκε στις 16 Ιουλίου 1985 από το Oireachtas (το Ιρλανδικό Κοινοβούλιο ) ο Social Welfare ( no 2 ) Act ( δεύτερος νόμος περί κοινωνικής ασφαλίσεως και κοινωνικής προνοίας) του 1985, του οποίου τα διάφορα τμήματα άρχισαν να ισχύουν σταδιακά το 1986. Σκοπός του νόμου αυτού, ο οποίος δεν ίσχυε πριν από τις 23 Δεκεμβρίου 1984, ήταν να εξαιρεθούν οι έγγαμες γυναίκες από την κατηγορία των προσώπων που λογίζονται αυτόματα ως συντηρούμενα και να αντιμετωπίζονται πλέον από άποψη κοινωνικής ασφαλίσεως όπως ακριβώς και οι έγγαμοι άνδρες.

α) Το επίδομα ανεργίας

Μέχρι τις 15 Μαΐου 1986 το επίδομα ανεργίας καταβαλλόταν στις έγγαμες γυναίκες επί 312ημέρες από την ημερομηνία της πρώτης καταβολής του, ενώ το ίδιο επίδομα καταβαλλόταν επί 390ημέρες στην περίπτωση των εγγάμων ανδρών και των αγάμων δικαιούχων και των δύο φύλων. Στις 15 Μαΐου 1986 οι διατάξεις της Social Welfare (no 2) Act 1985 (section 6) (Commencement) Order του 1986 ( 1 ) έθεσαν σε εφαρμογή το άρθρο 6 του Social Welfare (no 2) Act του 1985. To άρθρο 6 του νόμου του 1985 προέβλεπε την καταβολή του επιδόματος ανεργίας στις έγγαμες γυναίκες επί 390ημέρες, είχε δε περιορισμένη αναδρομική ισχύ.

Μέχρι τις 15 Μαΐου 1986 το ποσό του επιδόματος ανεργίας στην περίπτωση των έγγαμων γυναικών ήταν μικρότερο απ' ό,τι στην περίπτωση των εγγάμων ανδρών ή των αγάμων και των δύο φύλων. Στις 15 Μαΐου 1986 άρχισαν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 2 του Social Welfare Act του 1986, οι οποίες προέβλεπαν την καταβολή του ίδιου επιδόματος ανεργίας τόσο στις έγγαμες γυναίκες όσο και στους έγγαμους άνδρες και στους αγάμους και των δύο φύλων.

β) Το επίδομα αρωγής ανέργου

Μέχρι τις 19 Νοεμβρίου 1986 η ιρλανδική νομοθεσία δεν προέβλεπε την καταβολή επιδόματος αρωγής στις άνεργες έγγαμες γυναίκες. Την ημέρα εκείνη η Social Welfare ( no 2 ) Act 1985 (Commencement) Order του 1986 έθεσε σε εφαρμογή τις διατάξεις του άρθρου 23 του Social Welfare (no 2) Act του 1985. To άρθρο αυτό κατάργησε το εδάφιο D του άρθρου 136, παράγραφος 3, του Social Welfare ( Consolidation) Act (νόμου περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων περί κοινωνικής ασφαλίσεως και κοινωνικής πρόνοιας) του 1981, βάσει του οποίου το επίδομα αρωγής ανέργων δεν χορηγούνταν στις έγγαμες γυναίκες.

γ) Προσαύξηση του επιδόματος λόγω συντηρουμένου ενηλίκου

Μέχρι τις 20 Νοεμβρίου 1986 ο έγγαμος άνδρας δικαιούνταν προσαύξηση του επιδόματος ανεργίας ή του επιδόματος αρωγής ανέργου λόγω συντηρουμένου ενηλίκου, αν η σύζυγος του ζούσε μαζί του ή αν ο ίδιος επιβαρυνόταν πλήρως ή κυρίως με τη διατροφή της. Αντίθετα, μέχρι την ημέρα εκείνη η έγγαμη γυναίκα δικαιούνταν προσαύξηση του επιδόματος ανεργίας λόγω συντηρουμένου ενηλίκου μόνο εφόσον ο σύζυγος της ήταν ανίκανος προς βιοπορισμό λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας και επιβαρυνόταν η ίδια πλήρως ή κυρίως με τη διατροφή του. Η κατάσταση άλλαξε με την έκδοση της Social Welfare (no 2) Act 1985 (Commencement) Order του 1986, με την οποία τέθηκαν σε εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 3 του Social Welfare (no 2) Act του 1985. To άρθρο αυτό προέβλεπε ότι ως «συντηρούμενος ενήλικος νοείται ο/η σύζυγος του οποίου η διατροφή βαρύνει πλήρως ή κυρίως την/τον σύζυγο του » ( εξαιρούνταν πάντως οι σύζυγοι που εργάζονταν ως μισθωτοί, οι σύζυγοι που εργάζονταν ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες και οι σύζυγοι που δικαιούνταν ορισμένα επιδόματα ή ορισμένες παροχές βάσει του Κώδικα Κοινωνικών Ασφαλίσεων). Οι διατάξεις του άρθρου 3 του Social Welfare ( no 2 ) Act του 1985 όριζαν ότι η προσαύξηση λόγω συντηρουμένου ενηλίκου καταβάλλεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες αποδεικνύεται ότι ο αιτών, είτε είναι άνδρας είτε γυναίκα, φέρει πράγματι τα οικογενειακά βάρη.

Όσον αφορά την καταβολή επιδόματος αναπηρίας, τα έντυπα που προορίζονταν για τους έγγαμους άνδρες ήσαν διαφορετικά από τα προοριζόμενα για τις έγγαμες γυναίκες. Ο έγγαμος άνδρας λάμβανε αυτόματα τις αυξήσεις για τη σύζυγο του και τα τέκνα του, εφόσον συμπλήρωνε το σχετικό έντυτπο και ανέφερε ότι ζούσε με τη σύζυγο του και τα τέκνα του. Η έγγαμη γυναίκα μπορούσε να προβάλει αξίωση για αυξήσεις των επιδομάτων για τον σύζυγο της και τα τέκνα της, μόνο εφόσον ο σύζυγος της ήταν ανάπηρος και τελούσε σε οικονομική εξάρτηση από την ίδια. Το άρθρο 3 του Social Welfare ( no 2 ) Act του 1985 άρχισε να ισχύει και γι' αυτή την παροχή στις 17 Νοεμβρίου 1986 και καθιέρωσε την ίση μεταχείριση μεταξύ εγγάμων ανδρών και γυναικών.

δ) Οι προσαυξήσεις για τα συντηρούμενα τέκνα

Μέχρι τις 20 Νοεμβρίου 1986 το επίδομα ανεργίας προσαυξανόταν για το τέκνο ή τα τέκνα τα οποία πληρούσαν ορισμένες προϋποθέσεις και « διέμεναν συνήθως » με τον δικαιούχο. Εντούτοις, το άρθρο 5 της Social Welfare (Normal Residence) Regulations (κανονιστικής αποφάσεως περί της συνήθους διαμονής σε σχέση με τις κοινωνικές ασφαλίσεις) του 1974 ( 2 ) όριζε ότι το τέκνο το οποίο διέμενε με περισσότερα από ένα από τα ακόλουθα πρόσωπα: τον πατέρα του, τον πατριό του, τη μητέρα του, τη μητριά του, θεωρούνταν ότι « διαμένει συνήθως με το πρώτο κατά σειρά από τα ανωτέρω πρόσωπα», εκτός αν η μητέρα ή η μητριά του τέκνου βαρυνόταν πλήρως ή κυρίως με τη διατροφή του τέκνου και ο πατέρας ή ο πατριός του ήταν ανίκανος προς βιοπορισμό λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας, οπότε το τέκνο θεωρούνταν ότι διαμένει συνήθως με τη μητέρα ή τη μητριά του, ανάλογα με την περίπτωση, και όχι με κανένα άλλο πρόσωπο.

Στις 20 Νοεμβρίου 1986 η Social Welfare ( no 2) Act 1985 (Commencement) Order του 1986 έθεσε σε εφαρμογή τις διατάξεις του άρθρου 4 του Social Welfare (no 2) Act του 1985 σε σχέση με το επίδομα ανεργίας. Το άρθρο 4 ορίζει ότι οποιαδήποτε προσαύξηση του επιδόματος για τέκνο που διαμένει συνήθως με τον δικαιούχο και τον/τη σύζυγο του δικαιούχου καταβάλλεται κατά το ήμισυ του κανονικώς οφειλομένου ποσού, εφόσον ο/η σύζυγος του δικαιούχου δεν αποτελεί συντηρούμενο ενήλικο. Στις 20 Νοεμβρίου 1986 επίσης άρχισε να ισχύει η Social Welfare ( Normal Residence ) Regulations του 1986 ( 3 ), η οποία κατάργησε τη Social Welfare (Normal Residence) Regulations του 1974, όπως είχε τροποποιηθεί. To άρθρο 6 της κανονιστικής αποφάσεως του 1986 ορίζει ότι το τέκνο θεωρείται ως συνήθως διαμένον με τους γονείς του, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις. Το άρθρο 7 της κανονιστικής αποφάσεως ορίζει ότι στις περιπτώσεις στις οποίες το τέκνο διαμένει με έναν μόνο γονέα θεωρείται ότι διαμένει συνήθως με τον γονέα αυτό και όχι με κανένα άλλο πρόσωπο, υπό την προϋπόθεση ότι ο γονέας αυτός, εφόσον αποτελεί μέλος ενός νοικοκυριού, προβεί στην ανωτέρω επιλογή.

Το άρθρο 4 του Social Welfare ( no 2 ) Act του 1985, σε συνδυασμό με την Social Welfare (Normal Residence) Regulations του 1986, έχει ως αποτέλεσμα ότι ο αιτών επίδομα ανεργίας, ανεξάρτητα από το αν είναι άνδρας ή γυναίκα, ο οποίος έχει τέκνο ή τέκνα για τα οποία συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, λαμβάνει ως προσαύξηση του επιδόματος ανεργίας το ήμισυ του κανονικώς οφειλομένου ποσού, εκτός αν ο σύζυγος του αιτούντος είναι συντηρούμενος ενήλικος, οπότε καταβάλλεται το πλήρες ποσό της προσαυξήσεως.

Στις 17 Νοεμβρίου 1986 άρχισαν να ισχύουν και ορισμένες παρόμοιες διατάξεις σε σχέση με την καταβολή προσαυξήσεως του επιδόματος αναπηρίας λόγω υπάρξεως τέκνου ή τέκνων για τα οποία συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις.

ε) Διατήρηση των δικαιωμάτων

Στις 12 Δεκεμβρίου 1986 ο Minister for Social Welfare (Υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας) εξέδωσε τη Social Welfare (Preservation of Rights) (no 2) Regulations (δεύτερη κανονιστική απόφαση περί διατηρήσεως των δικαιωμάτων στον τομέα των κοινωνικών ασφαλίσεων ) του 1986 ( 4 ), η οποία άρχισε να ισχύει σε σχέση με το επίδομα ανεργίας στις 20 Νοεμβρίου 1986 και σε σχέση με το επίδομα αναπηρίας στις 17 Νοεμβρίου 1986. Η κανονιστική αυτή απόφαση ίσχυε για όσους λάμβαναν ή δικαιούνταν να λάβουν προσαύξηση του επιδόματος λόγω συντηρουμένου ενηλίκου πριν αρχίσουν να ισχύουν οι διατάξεις του Social Welfare ( no 2 ) Act του 1985 και των κανονιστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν κατ' εκτέλεση του. Για όσους έπαυσαν να δικαιούνται προσαύξηση λόγω συντηρουμένου ενηλίκου για τον λόγο ότι ο συντηρούμενος ενήλικος δικαιούνταν ή λάμβανε σύνταξη, παροχή ή οποιοδήποτε επίδομα βάσει των τμημάτων 2 ή 3 του Social Welfare Consolidation Act του 1981, η Social Welfare ( Preservation of Rights) Regulations του 1986 προέβλεπε ότι το επίδομα ή η παροχή που λάμβαναν θα προσαυξανόταν κατά 20 ιρλανδικές λίρες ( IRL ) εβδομαδιαίως.

Για όσους έπαυσαν να δικαιούνται προσαύξηση λόγω συντηρουμένου ενηλίκου για τον λόγο ότι ο ενήλικος αυτός εργαζόταν ως μισθωτός ή ως ανεξάρτητος επαγγελματίας και διέθετε εβδομαδιαίο εισόδημα άνω των 50 IRL, η Social Welfare ( Preservation of Rights ) Regulations του 1986 προέβλεψε προσαύξηση των επιδομάτων ή παροχών που λάμβαναν κατά 10 IRL εβδομαδιαίως, καθώς και ένα ποσό ίσο προς τη διαφορά μεταξύ της προσαυξήσεως που θα καταβαλλόταν στον ενδιαφερόμενο βάσει του Social Welfare ( no 2 ) Act του 1985 για τα συντηρούμενα τέκνα του και της προσαυξήσεως που θα καταβαλλόταν για τα τέκνα αυτά, αν δεν είχε εκδοθεί ο ανωτέρω νόμος.

Η καταβολή των προσαυξήσεων βάσει της Social Welfare (Preservation of Rights) Regulations του 1986 θα ήταν μεταβατική και μόνο. Το άρθρο 7 προέβλεπε ότι η καταβολή των προσαυξήσεων των παροχών βάσει της κανονιστικής αυτής αποφάσεως θα διαρκούσε καθ' όλη την περίοδο κατά την οποία θα υφίστατο αδιαλείπτως το δικαίωμα επί των εν λόγω παροχών ή μέχρι τη λήξη ενός έτους από την κρίσιμη ημέρα ενάρξεως της ισχύος [η οποία ορίστηκε ως η ημέρα κατά την οποία άρχισε να ισχύει η Social Welfare ( Preservation of Rights ) ( no 2 ) Regulations του 1986 σε σχέση με τη συγκεκριμένη παροχή ή το συγκεκριμένο επίδομα]. Η ισχύς όμως της Social Welfare ( Preservation of Rights ) ( no 2 ) Regulations του 1986 παρατάθηκε με τη Social Welfare (Preservation of Rights) (no 2) (Amendment) Regulations του 1987 ( 5 ). To άρθρο 3 της τελευταίας αυτής κανονιστικής αποφάσεως όρισε ότι οι προσαυξήσεις που προβλέπονταν από την κανονιστική απόφαση του 1986 θα καταβάλλονταν καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία θα υφίστατο αδιαλείπτως το σχετικό δικαίωμα ή, στην περίπτωση του επιδόματος ανεργίας, μέχρι τις 7 Απριλίου 1988 ή, στην περίπτωση του επιδόματος αναπηρίας, μέχρι τις 4 Απριλίου 1988. Η ισχύς αυτής της ρυθμίσεως παρατάθηκε ακόμη μία φορά με τη Social Welfare ( Preservation of Rights) (Amendment) Regulations του 1988 ( 6 ), η οποία όρισε ότι οι προσαυξήσεις που προβλέπονταν από την κανονιστική απόφαση του 1986 θα καταβάλλονταν καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία θα υφίστατο αδιαλείπτως το σχετικό δικαίωμα ή, στην περίπτωση του επιδόματος ανεργίας, μέχρι τις 21 Ιουλίου 1988 ή, στην περίπτωση του επιδόματος αναπηρίας, μέχρι τις 25 Ιουλίου 1988. Η κανονιστική απόφαση του 1988 προέβλεπε επίσης ότι η καταβολή των προσαυξήσεων θα συνεχιζόταν και μετά τις 21 Ιουλίου 1988 στην περίπτωση του επιδόματος ανεργίας και μετά τις 25 Ιουλίου 1988 στην περίπτωση του επιδόματος αναπηρίας˙ η εν λόγω προσαύξηση θα ήταν μικρότερη και θα καταβαλλόταν καθ' όλη την περίοδο κατά την οποία θα υφίστατο αδιαλείπτως το σχετικό δικαίωμα ή, στην περίπτωση του επιδόματος ανεργίας, μέχρι τις 5 Ιανουαρίου 1989 ή, στην περίπτωση του επιδόματος αναπηρίας, μέχρι τις 2 Ιουλίου 1989. Οι προσαυξήσεις που άρχισαν να καταβάλλονται βάσει των διατάξεων της Social Welfare ( Preservation of Rights) (no 2) Regulations του 1986 εξακολουθούν να καταβάλλονται, αλλά το καταβαλλόμενο ποσό είναι κάπως χαμηλότερο από ό,τι προέβλεπε αρχικά η κανονιστική αυτή απόφαση.

II — Περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

1. Περιοτατικά

Η πρώτη εφεσείουσα, η Ann Cotter, είναι έγγαμη και διατέλεσε σε σχέση ασφαλιστέας εξαρτημένης εργασίας επί 9 περίπου έτη. Όταν απολύθηκε τον Ιανουάριο 1984, υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως επιδόματος ανεργίας, το οποίο άρχισε να της καταβάλλεται την 17η Ιανουαρίου 1984 ή περίπου την ημερομηνία αυτή. Το επίδομα αυτό περιελάμβανε ένα βασικό επίδομα ανεργίας, ύψους 32,75 IRL εβδομαδιαίως, και ένα αναλογικό προς τις αποδοχές επίδομα, το οποίο στην περίπτωση της ανερχόταν σε 13,54 IRL εβδομαδιαίως. Με απόφαση που ελήφθη βάσει του Social Welfare ( Consolidation ) Act του 1981, η καταβολή και των δύο επιδομάτων έπαυσε στις 17 Ιανουαρίου 1985, με το αιτιολογικό ότι η έγγαμη γυναίκα δικαιούται να λαμβάνει επίδομα ανεργίας μόνο επί χρονικό διάστημα 312ημερών από την ημερομηνία ενάρξεως της καταβολής και ότι η καταβολή του αναλογικού προς τις αποδοχές επιδόματος παύει αυτοδικαίως με την παύση της καταβολής του επιδόματος ανεργίας. Αν στη θέση της Cotter βρισκόταν έγγαμος ή άγαμος άνδρας ή άγαμη γυναίκα, η καταβολή του επιδόματος ανεργίας και του αναλογικού προς τις αποδοχές επιδόματος θα συνεχιζόταν επί 78 ακόμη ημέρες, το δε ύψος των επιδομάτων θα ήταν μεγαλύτερο από το χαμηλό ποσό που ισχύει ειδικά για τις έγγαμες γυναίκες.

Η Cotter παρέμεινε άνεργη από τις 17 Ιανουαρίου μέχρι τις 20 Ιουνίου 1985. Στις 21 Ιανουαρίου 1985 ζήτησε να της χορηγηθεί επίδομα αρωγής ανέργου, αλλά η αίτηση της αυτή απορρίφθηκε˙ η προσφυγή της κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως απορρίφθηκε επίσης, με το αιτιολογικό ότι η συντήρηση της βάρυνε τον σύζυγο της. Τελικά κατά το διάστημα από τις 17 Ιανουαρίου μέχρι τον Ιούνιο 1985 στην Cotter δεν χορηγήθηκε ούτε επίδομα ανεργίας ούτε επίδομα αρωγής ανέργου. Τον Ιούνιο 1985η Cotter ανεύρε εργασία, εξακολούθησε δε να εργάζεται μέχρι τις 17 Ιανουαρίου 1986, ημερομηνία της απολύσεως της. Στις 21 Ιανουαρίου 1986 η Cotter ζήτησε να της χορηγηθεί επίδομα ανεργίας, αλλά η αίτηση της απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν διαθέσιμη στην αγορά εργασίας, η δε προσφυγή της κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε για τους ίδιους λόγους. Στις 3 Απριλίου 1986 η Cotter υπέβαλε νέα αίτηση επιδόματος ανεργίας, η οποία έγινε δεκτή από τις 7 Απριλίου 1986. Από τις 7 Απριλίου μέχρι τις 14 Μαΐου 1986 το ύψος του επιδόματος ανεργίας που καταβαλλόταν στην Cotter ήταν χαμηλότερο από το ύψος του επιδόματος ανεργίας που καταβαλλόταν στους εγγάμους που βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση, στη δε Cotter δεν χορηγήθηκε καμία προσαύξηση του επιδόματος ανεργίας λόγω συντηρουμένου ενηλίκου ή λόγω συντηρουμένων τέκνων, όπως θα είχε αυτομάτως χορηγηθεί στον έγγαμο άνδρα που θα βρισκόταν στην ίδια κατάσταση. Κατά την περίοδο από 15 Μαΐου μέχρι 20 Νοεμβρίου 1986 στην Cotter χορηγήθηκε το ίδιο επίδομα ανεργίας που χορηγούνταν στους εγγάμους που βρίσκονταν στην ίδια με αυτή κατάσταση, αλλά δεν της χορηγήθηκε καμία προσαύξηση του επιδόματος ανεργίας λόγω συντηρουμένου ενηλίκου ή λόγω συντηρουμένων τέκνων, όπως θα είχε αυτομάτως χορηγηθεί στον έγγαμο άνδρα που θα βρισκόταν στην ίδια κατάσταση.

Από τις 20 Νοεμβρίου 1986 και μετά η Cotter λάμβανε το ίδιο επίδομα ανεργίας όπως και οι έγγαμοι άνδρες που βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση, καθώς και προσαύξηση του επιδόματος αυτού λόγω των δύο συντηρούμενων από αυτή τέκνων της, προσαύξηση ίση με το μισό της προσαυξήσεως που θα καταβαλλόταν κανονικά εβδομαδιαίως για δύο συντηρούμενα τέκνα. Στην Cotter πάντως δεν καταβλήθηκε κανένα από τα ποσά τα οποία προέβλεπαν οι μεταβατικές διατάξεις που είχαν θεσπιστεί τον Νοέμβριο 1986 για τους εγγάμους άνδρες που τελούσαν στην ίδια κατάσταση.

Η δεύτερη από τις εφεσείουσες, η Norah McDermott, είναι έγγαμη και τελούσε σε σχέση ασφαλιστέας εξαρτημένης εργασίας από τον Σεπτέμβριο περίπου του 1982 μέχρι τις 4 Νοεμβρίου 1983. Όταν κατέστη άνεργη, υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως επιδόματος ανεργίας. Το βασικό επίδομα ανεργίας, ανερχόμενο σε 30,90 IRL εβδομαδιαίως, άρχισε να της καταβάλλεται περίπου από τις 3 Ιανουαρίου 1984. Η καταβολή αυτού του επιδόματος έπαυσε στις 5 Ιανουαρίου 1985. Από υπάλληλο της υπηρεσίας ευρέσεως εργασίας της περιοχής της της ανακοινώθηκε ότι το δικαίωμα της επί του επιδόματος ανεργίας είχε εκλείψει από την ημερομηνία εκείνη για τον λόγο ότι η άγαμη γυναίκα δικαιούται επίδομα ανεργίας μόνο επί χρονικό διάστημα 312ημερών. Από τις 5 Ιανουαρίου μέχρι τις 12 Μαρτίου 1985 στη McDermott δεν χορηγήθηκε κανένα επίδομα και καμία παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως. Στις 12 Μαρτίου 1985 η McDermott απέκτησε δικαίωμα επί του επιδόματος αναπηρίας, το οποίο και της χορηγήθηκε μέχρι τις 12 Μαρτίου 1986 βάσει του χαμηλότερου συντελεστή που ίσχυε τότε για τις έγγαμες γυναίκες. Στη McDermott δεν χορηγήθηκε καμία προσαύξηση του επιδόματος ανεργίας λόγω συντηρουμένου ενηλίκου ή λόγω συντηρουμένων τέκνων, προσαύξηση που θα είχε καταβληθεί αυτόματα στον έγγαμο που θα βρισκόταν στην ίδια με αυτή κατάσταση.

Η McDermott έπαυσε να λαμβάνει επίδομα ανεργίας στις 14 Μαρτίου 1986, μετά από διάστημα 312ημερών από την ημέρα της πρώτης καταβολής, από τις 14 Μαρτίου δε μέχρι τις 24 Ιουλίου 1986 δεν της χορηγήθηκε κανένα επίδομα και καμία παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως, μολονότι εξακολουθούσε να είναι ανίκανη προς εργασία. Στη συνέχεια η McDermott κρίθηκε ικανή προς εργασία και από τις 25 Ιουλίου μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου 1986 δεν έλαβε κανένα επίδομα και καμία παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως, μολονότι ήταν διαθέσιμη προς εργασία. Τον Σεπτέμβριο 1986 άρχισε να παρακολουθεί έναν κύκλο μαθημάτων επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, ο οποίος συνεχίστηκε μέχρι τις 19 Δεκεμβρίου 1986. Η McDermott άρχισε να εργάζεται με πλήρες ωράριο στις 12 Ιανουαρίου 1987.

Στις 4 Φεβρουαρίου 1985 οι δύο εφεσείουσες ζήτησαν από το High Court να εκδώσει conditional orders of certiorari και να ακυρώσει τις αποφάσεις που είχαν εκδοθεί από τον Υπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας ή εξ ονόματος του και με τις οποίες είχε παύσει η καταβολή του επιδόματος ανεργίας με την πάροδο των 312ημερών, ισχυριζόμενες ότι οι αποφάσεις αυτές συνιστούσαν παραβίαση και προσβολή των δικαιωμάτων των εφεσειουσών που απορρέουν από το άρθρο 4 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου˙ στη δε περίπτωση της Cotter, προβαλλόταν επίσης ο ισχυρισμός ότι το γεγονός ότι της καταβλήθηκε επίδομα ανεργίας χαμηλότερο από το επίδομα που θα καταβαλλόταν στον έγγαμο ή άγαμο άνδρα αντέβαινε προς την οδηγία.

Οι εφεσίβλητοι κατέθεσαν και στις δύο περιπτώσεις ένορκη δήλωση με την οποία ανέφεραν ότι το άρθρο 4 της επίμαχης εν προκειμένω οδηγίας δεν επέβαλλε στην Ιρλανδία σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση ως προς τον τρόπο συμμορφώσεως της προς την οδηγία, αλλά της άφηνε ευρεία διακριτική ευχέρεια. Η οδηγία δεν παράγει, επομένως, άμεσα αποτελέσματα και οι εφεσείουσες δεν μπορούν συνεπώς να την επικαλεστούν ενώπιον των ιρλανδικών δικαστηρίων.

2. Η απόφαθ7] ανψ νπόΟεοη 286/85

Στις ανωτέρω δίκες το High Court ζήτησε από το Δικαστήριο να εκδώσει προδικαστική απόφαση επί των εξής ερωτημάτων:

α)

Παράγουν οι διατάξεις της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ, και ειδικότερα το άρθρο 4, άμεσα αποτελέσματα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας από τις 23 Δεκεμβρίου 1984;

β)

Δικαιούνται από τις 23 Δεκεμβρίου 1984 οι έγγαμες γυναίκες που υπόκεινται στην εθνική νομοθεσία τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως υπό τις ίδιες συνθήκες με τους άνδρες, εφόσον δεν έχει ληφθεί κανένα μέτρο για τη μεταφορά του άρθρου 4 της οδηγίας στην εθνική νομοθεσία;

Με την απόφαση της 24ης Μαρτίου 1987, 286/85, McDermott και Cotter κατά Minister for Social Welfare και Attorney General ( Συλλογή 1987, σ. 1453 ) το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί των ανωτέρω ερωτημάτων, δέχθηκε τα εξής:

« 1)

Σε περίπτωση που δεν έχουν εκδοθεί εκτελεστικά μέτρα της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, μπορεί, από τις 23 Δεκεμβρίου 1984, να γίνεται επίκληση του άρθρου 4, παράγραφος 1, που απαγορεύει κάθε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, για να ματαιώνεται η εφαρμογή κάθε διατάξεως εθνικού δικαίου που δεν είναι σύμφωνη προς το εν λόγω άρθρο.

2)

Ελλείψει εκτελεστικών μέτρων του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, οι γυναίκες δικαιούνται να υπάγονται στο ίδιο καθεστώς με τους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, καθεστώς που, ενόσω δεν έχουν εκδοθεί εκτελεστικά μέτρα της οδηγίας αυτής, εξακολουθεί να παραμένει το μόνο ισχύον σύστημα αναφοράς. »

3. Η περαιτέρω όιαόικασία ενώπιον νων εθνικών οικαοτηρίων

Κατόπιν της εκδόσεως της ανωτέρω αποφάσεως και κατόπιν της υποβολής νέων αιτημάτων ενώπιον του High Court, με τα οποία οι εφεσείουσες ζήτησαν να αναγνωριστεί το δικαίωμα τους επί διαφόρων ποσών που θα είχαν καταβληθεί στον έγγαμο άνδρα που θα βρισκόταν στην κατάσταση τους κατά διάφορα χρονικά διαστήματα μετά τις 23 Δεκεμβρίου 1984, επικουρικώς δε αποζημίωση για την προσβολή του δικαιώματος τους να τύχουν ίσης μεταχειρίσεως κατ' εφαρμογήν των διατάξεων της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ, το High Court δέχθηκε τα αιτήματα τους εν μέρει μόνο και απέρριψε συγκεκριμένα τα αιτήματα τους σε σχέση με τις προσαυξήσεις των επιδομάτων λόγω συντηρουμένου ενηλίκου και συντηρουμένων τέκνων και σε σχέση με τις λεγόμενες « μεταβατικές » καταβολές. Κατόπιν της ασκήσεως εφέσεως ενώπιον του Supreme Court οι εφεσίβλητοι αντέτειναν ότι, αν γίνουν δεκτά τα αιτήματα των εφεσειουσών, θα υπάρξει παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία αποτελεί κατά την ιραλνδική νομοθεσία λόγο περιορισμού ή αρνήσεως της παροχής έννομης προστασίας υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

4. Τα ερωτήματα που νποβάΑΑονται aro Αικαατήριο

Με απόφαση της 27ης Ιουλίου 1989 το Supreme Court ανέστειλε τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο εκδώσει προδικαστική απόφαση, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, επί των εξής ερωτημάτων:

« 1)

Πρέπει η απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 24ης Μαρτίου 1987 στην υπόθεση 286/85, Norah McDermott και Ann Cotter κατά Minister of Social Welfare και Attorney General ( Συλλογή 1987, σ. 1453 ), με την οποία το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απάντησε στο δεύτερο ερώτημα που του υποβλήθηκε από το High Court, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1978 ως εξής:

“ Ελλείψει εκτελεστικών μέτρων του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, οι γυναίκες δικαιούνται να υπάγονται στο ίδιο καθεστώς με τους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, καθεστώς που, ενόσω δεν έχουν εκδοθεί εκτελεστικά μέτρα της οδηγίας αυτής, εξακολουθεί να παραμένει το μόνο ισχύον σύστημα αναφοράς ”,

να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι έγγαμες γυναίκες δικαιούνται προσαυξήσεις των επιδομάτων κοινωνικής ασφαλίσεως για

α)

τον σύζυγο ως συντηρούμενο πρόσωπο και

β)

τα τέκνα ως συντηρούμενα πρόσωπα,

έστω και αν αποδεικνύεται ότι στην πραγματικότητα δεν υφίσταται καμία τέτοια εξάρτηση ή ακόμα ότι το αποτέλεσμα θα ήταν να καταβάλλονται δύο φορές τέτοιες προσαυξήσεις για τα συντηρούμενα πρόσωπα;

2)

Σε περίπτωση που μια γυναίκα ζητεί αποζημίωση για δυσμενή διάκριση που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω μη εφαρμογής επ' αυτής των κανόνων που ισχύουν για τους άνδρες που τελούν στην ίδια κατάσταση, πρέπει η οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να μην εφαρμόζουν τους κανόνες της εθνικής νομοθεσίας που προβλέπουν τη μείωση ή τη μη επιδίκαση αποζημιώσεως στις περιπτώσεις στις οποίες η επιδίκαση αποζημιώσεως θα αντέβαινε προς την αρχή της απαγορεύσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού; »

5. Η οιαοικαοία ενώπιον του Αικαοτηρίου

Η Διάταξη του Supreme Court περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 19 Δεκεμβρίου 1989. Έγγραφες παρατηρήσεις κατά το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ κατέθεσαν οι Cotter και McDermott, εκπροσωπούμενες από τη Mary Robinson, Senior Counsel, και τον Gerard Durcan, Barrister at law, η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Louis J. Dockery, Chief State Solicitor, επικουρούμενο από τους David M. Byrne, Senior Counsel, και Aindrias O'Caoimh, Barrister at law, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Karen Banks, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

III — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

1.

Οι εφεαείονοες υποστηρίζουν, ισχυριζόμενες ότι η οδηγία 79/7/ΕΟΚ, και συγκεκριμένα το άρθρο 4, έχει απευθείας εφαρμογή, ότι έχουν δικαίωμα να λάβουν αυτομάτως τις προσαυξήσεις του επιδόματος ανεργίας ή του επιδόματος αναπηρίας λόγω συντηρουμένων ενηλίκων οι οποίες χορηγούνταν κατά το ιρλανδικό δίκαιο και κατά τη διάρκεια των κρίσιμων περιόδων στους έγγαμους άνδρες που βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση με αυτές. Οι εφεσείουσες επικαλούνται συγκεκριμένα τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1987, 286/85, McDermott και Cotter όπ.π., της 24ης Ιουνίου 1987, 384/85, Borne Clarke κατά Chief Adjudication Officer (Συλλογή 1987, σ. 2877 ), και της 8ης Μαρτίου 1988, 80/87, Dik και λοιποί κατά College van Burgemeester en Wethouders Arnhem (Συλλογή 1988, σ. 1612).

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι, εφόσον το Δικαστήριο δεν περιόρισε τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεως που εξέδωσε στην προαναφερθείσα υπόθεση 286/85, τα εθνικά δικαστήρια δεν έχουν την εξουσία, ενόψει της γενικής αρχής της ασφάλειας του δικαίου, να επιφέρουν τους περιορισμούς αυτούς (βλ. τις αποφάσεις της 8ης Απριλίου 1976, 43/75, Defrenne κατά Sabena, ECR 1976, σ. 455, και της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 309/85, Barra κατά Βελγίου και Δήμου Λιέγης, Συλλογή 1988, σ. 371).

Οι εφεσείουσες υποστηρίζουν επίσης ότι η αρχή της απαγορεύσεως του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία αναγνωρίζεται στο κοινοτικό δίκαιο (αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, 33/76, Rewę κατά Landwirtschaftskammer Saarland, ECR 1976, σ. 1989, της 16ης Δεκεμβρίου 1976, 45/76, Comet BV, ECR 1976, σ. 2043, της 9ης Νοεμβρίου 1983, 199/82, San Giorgio, Συλλογή 1983, σ. 3595, και της 29ης Ιουνίου 1988, 240/87, Deville κατά Administration des impôts, Συλλογή 1988, σ. 3513 ), δεν ασκεί καμία επιρροή στην προκειμένη υπόθεση, στην οποία ζητείται η ίση μεταχείριση με τους έγγαμους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση και δεν τίθεται θέμα αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον η άρνηση χορηγήσεως στις εφεσείουσες των προσαυξήσεων λόγω συντηρουμένων ενηλίκων και τέκνων, μολονότι οι αυξήσεις αυτές θα καταβάλλονταν στους εγγάμους που θα τελούσαν στην ίδια κατάσταση, θα ισοδυναμούσε με στέρηση της δυνατότητας ασκήσεως του δικαιώματος τους για ίση μεταχείριση κατά το κοινοτικό δίκαιο.

Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται επιπλέον ότι η δήθεν αδικία έναντι των Ιρλανδών φορολογουμένων δεν αποτελεί αρχή του εθνικού δικαίου βάσει της οποίας να μπορεί να ματαιωθεί η άσκηση του δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο. Στην πραγματικότητα η αυτόματη καταβολή στους έγγαμους άνδρες των αυξήσεων για συντηρούμενα μέλη της οικογένειας χωρίς να έχει αποδειχθεί πράγματι η ύπαρξη οικογενειακών βαρών προβλεπόταν στον ιρλανδικό Κώδικα Κοινωνικών Ασφαλίσεων επί 30 και πλέον έτη μέχρι την επέλευση των τροποποιήσεων του Νοεμβρίου 1986. Αν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι η καταβολή των προσαυξήσεων λόγω συντηρουμένων μελών της οικογένειας στις έγγαμες γυναίκες, όπως είναι οι εφεσείουσες, είναι άδικη στις περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχουν πραγματικά οικογενειακά βάρη, οι ίδιες αυτές καταβολές προς τους εγγάμους ήταν επίσης άδικες καθ' όλη τη διάρκεια της ανωτέρω περιόδου και εξακολούθησαν να είναι άδικες μετά τις 23 Δεκεμβρίου 1984, όταν δηλαδή άρχισε να ισχύει η δεσμευτική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

Οποιαδήποτε τυχόν « αδικία » και οποιοσδήποτε τυχόν « αδικαιολόγητος πλουτισμός » οφείλεται στην παράλειψη της Ιρλανδικής Κυβερνήσεως να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση της να εξασφαλίσει την ίση μεταχείριση στον τομέα αυτό πριν από τον Νοέμβριο 1986. Έστω και αν μπορούσε να θεωρηθεί άδικη η χορήγηση προσαυξήσεων στους έγγαμους άνδρες για συντηρούμενα μέλη της οικογένειας χωρίς να υπάρχουν πράγματι οικογενειακά βάρη, ο μόνος τρόπος πλέον εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως είναι η χορήγηση των ίδιων προσαυξήσεων στις έγγαμες γυναίκες για το διάστημα από τις 23 Δεκεμβρίου 1984 μέχρι τον Νοέμβριο 1986. Μολονότι η καταβολή των προσαυξήσεων αυτών για συντηρούμενα πρόσωπα, χωρίς να αποδεικνύεται η ύπαρξη πραγματικών οικογενειακών βαρών, ενδέχεται να είναι εσφαλμένη, πρόκειται τουλάχιστον για ίση μεταχείριση, έστω και αν δεν πρόκειται για περίπτωση στην οποία « δύο αρνήσεις κάνουν μία κατάφαση ».

Επιπλέον οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι, κατά την εξέταση του τι είναι « δίκαιο » στην προκειμένη περίπτωση ή του ζητήματος αν οι αξιώσεις τους για τις προσαυξήσεις των επιδομάτων τους λόγω συντηρουμένων προσώπων κατά τη διάρκεια των κρίσιμων περιόδων προσκρούουν στην αρχή της απαγορεύσεως του αδικαιολόγητου πλουτισμού που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το Oireachtas (το Ιρλανδικό Κοινοβούλιο) θέσπισε την αναγκαία νομοθεσία για την επίτευξη της ίσης μεταχειρίσεως ήδη τον Ιούλιο του 1985, αλλά οι διατάξεις της νομοθεσίας αυτής σε σχέση με τα οικογενειακά βάρη δεν άρχισαν να ισχύουν παρά μόνο 16 μήνες αργότερα — δηλαδή τον Νοέμβριο 1986. Η παράλειψη θεσπίσεως αρχικά της αναγκαίας νομοθεσίας από το Κοινοβούλιο και στη συνέχεια η παράλειψη θέσεως σε εφαρμογή των τροποποιητικών διατάξεων αποτελούσε σαφή επιλογή του λαού της Ιρλανδίας — μέσω των εκλεγμένων αντιπροσώπων του, του Κοινοβουλίου και της Κυβερνήσεως — υπέρ της συνεχίσεως της καταβολής των αυτόματων προσαυξήσεων για συντηρούμενα μέλη της οικογένειας, παρά τη μη ύπαρξη πραγματικών οικογενειακών βαρών, η επιλογή δε αυτή πραγματοποιήθηκε παρά τις δεσμευτικές διατάξεις της οδηγίας. Υπό τις συνθήκες αυτές οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι ο λαός της Ιρλανδίας δεν μπορεί να επικαλεστεί την ύπαρξη δήθεν αδικίας, εφόσον η αδικία αυτή απορρέει άμεσα από τη νομοθετική και κυβερνητική πολιτική που εφαρμόστηκε εξ ονόματος του. Επομένως, τα ιρλανδικά δικαστήρια δεν μπορούν να εφαρμόσουν καμιά αρχή του εθνικού δικαίου προς ματαίωση της ασκήσεως του δικαιώματος των εφεσειουσών προς ίση μεταχείριση σε σχέση με τις προσαυξήσεις για συντηρούμενα τέκνα κατά τις κρίσιμες περιόδους.

Οι εφεσείουσες θεωρούν ότι βάσει των ανωτέρω πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση και στα δύο ερωτήματα.

2.

Η Ιρλανδική Κνβέρνηοη ισχυρίζεται ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου έχει την έννοια ότι ο όρος « προστατευόμενα πρόσωπα » καλύπτει όλα τα πρόσωπα που συντηρούνται πράγματι από πρόσωπα που υπόκεινται στα νομικά συστήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α, της οδηγίας και στις διατάξεις περί κοινωνικής πρόνοιας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο β, της οδηγίας· Ό όρος αυτός δεν σημαίνει ότι οι έγγαμες δικαιούνται προσαυξήσεις των επιδομάτων κοινωνικής ασφαλίσεως για. τους συζύγους τους ή τα τέκνα τους όταν δεν υπάρχουν πραγματικά οικογενειακά βάρη ή όταν οι αυξήσεις αυτές έχουν καταβληθεί στους άνδρες για τη συντήρηση της συζύγου ή των τέκνων, οπότε θα υπήρχε διπλή καταβολή των προσαυξήσεων αυτών σε σχέση με τα συντηρούμενα πρόσωπα.

Η αξίωση των εφεσειουσών λόγω συντηρουμένων ενηλίκων θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητο πλουτισμό και αδικίες στις περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα οικογενειακά βάρη ή στις περιπτώσεις στις οποίες η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών θα οδηγούσε σε διπλή καταβολή. Η αναγνώριση δικαιώματος αναδρομικής καταβολής στην προκειμένη υπόθεση θα ήταν άδικη και θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητο πλουτισμό των εφεσειουσών, καθόσον θα σήμαινε τη γενικευμένη εφαρμογή της αρχής ότι οι γυναίκες στους συζύγους των οποίων είχε ήδη καταβληθεί προσαύξηση του επιδόματος λόγω συντηρουμένων τέκνων θα είχαν πλέον το δικαίωμα να ζητήσουν την αναδρομική καταβολή της προσαυξήσεως για τα ίδια τέκνα κατά τη διάρκεια των κρίσιμων περιόδων.

Η Ιρλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται συνεπώς ότι το νομικό σύστημα της αποτελούσε μια εύλογη προσπάθεια ρυθμίσεως του ζητήματος του προσδιορισμού του δικαιούχου των προσαυξήσεων των επιδομάτων λόγω «τέκνων που συγκεντρώνουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις», με σκοπό να προληφθεί η ανώμαλη κατάσταση που θα δημιουργούνταν, αν το δικαίωμα επί της προσαυξήσεως της παροχής για τα «τέκνα που συγκεντρώνουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις » ανήκε σε δύο πρόσωπα.

Η Ιρλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται επιπλέον ότι, ενόψει του γεγονότος ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο το 85 % περίπου των εγγάμων γυναικών συντηρούνταν στην πραγματικότητα πλήρως από τους συζύγους τους και ενόψει του γεγονότος ότι οι επίμαχες παροχές αποτελούν οικογενειακές παροχές, οι εφεσείουσες, αξιώνοντας ως έγγαμες γυναίκες ίση μεταχείριση προς τους έγγαμους άνδρες σε σχέση με την καταβολή ορισμένων προσαυξήσεων των επιδομάτων τους, προτείνουν την ίδια αντιμετώπιση διαφορετικών καταστάσεων. Η λύση που προτείνουν οι εφεσείουσες θα οδηγούσε σε διακρίσεις, καθόσον θα σήμαινε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εγγάμων γυναικών ( των οποίων η συντήρηση βαρύνει τους συζύγους τους) θα είχαν την ίδια μεταχείριση με τους έγγαμους άνδρες που βαρύνονταν με τη συντήρηση των συζύγων τους κατά τον κρίσιμο χρόνο. Η Ιρλανδική Κυβέρνηση επικαλείται σχετικά τις αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 1963, 13/63, Ιταλία κατά Επιτροπής (ECR 1963, σ. 165 ), και της 13ης Δεκεμβρίου 1984, 106/83, Sermide ( Συλλογή 1984, σ. 4209 ).

Η Ιρλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι στο εθνικό δίκαιο (περιλαμβανομένου και του εθνικού δικονομικού δικαίου ) εναπόκειται να προσδιορίσει αν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις μπορεί να καταβληθεί αναδρομικά αποζημίωση, όπως ζητούν οι εφεσείουσες στην προκειμένη υπόθεση. Κατά την Ιρλανδική Κυβέρνηση, τούτο δεν προσκρούει στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση 286/85, όπ.π. Η Ιρλανδική Κυβέρνηση επικαλείται μεταξύ άλλων τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Μαρτίου 1980, 61/79, Denkavit ( ECR 1980, σ. 1205), και της 27ης Φεβρουαρίου 1980, 68/79, Just κατά Υπουργού Φορολογίας της Δανίας ( ECR 1980, σ. 501 ), για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι η απόδοση των φόρων και των τελών που έχουν εισπραχθεί κατά παράβαση της Συνθήκης μπορεί να απαιτείται υπό την προϋπόθεση μόνο ότι τηρούνται οι ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπουν οι εφαρμοστέοι εθνικοί νόμοι. Αν και οι προϋποθέσεις αυτές δεν πρέπει να είναι αυστηρότερες από όσες ισχύουν για τις παρόμοιες απαιτήσεις που προβάλλονται σε σχέση με τους εθνικούς φόρους, η Ιρλανδική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο εθνικοί νόμοι που εφαρμόζονται στην προκειμένη υπόθεση δεν δημιουργούν τέτοιες διακρίσεις και επιπλέον δεν καθιστούν αδύνατη ή ουσιαστικά-αδύνατη την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το κοινοτικό δίκαιο.

Αν οι αξιώσεις των εφεσειουσών γίνονταν δεκτές στις περιπτώσεις στις οποίες οι σύζυγοι λαμβάνουν παροχές και επιδόματα για τις συντηρούμενες συζύγους τους, θα δημιουργούνταν μια ανώμαλη κατάσταση την οποία τόσο ο σύζυγος όσο και η σύζυγος θα λάμβαναν συγχρόνως επιδόματα και παροχές για τον συντηρούμενο σύζυγο και θα καταβάλλονταν δύο φορές τα ίδια ποσά χωρίς να αποδεικνύεται η ύπαρξη πραγματικών οικογενειακών βαρών.

Τέλος, η Ιρλανδική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι, αν οι αξιώσεις των εφεσειουσών γίνουν πλήρως δεκτές και εφαρμοστούν γενικά και αναδρομικά από τις 22 Δεκεμβρίου 1984 σε όλες τις γυναίκες που θα μπορούσαν να υποβάλουν σχετική αίτηση, το Δημόσιο θα επιβαρυνόταν με 200 περίπου εκατομμύρια IRL.

3.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα διάφορα επιχειρήματα που μπορούν, κατά το πρώτο ερώτημα του Supreme Court, να προβάλλουν οι εφεσίβλητοι είναι αβάσιμα. Φαίνεται να πρόκειται για επιχειρήματα που καταλήγουν στην επίκληση της θεωρίας του « αδικαιολόγητου πλουτισμού » ( βλέπε δεύτερο ερώτημα ), ενώ η έννοια αυτή δεν έχει καμία θέση εντός της οδηγίας. Επομένως, οποιοδήποτε επιχείρημα των εφεσίβλητων που θα στηριζόταν στον αδικαιολόγητο πλουτισμό θα αντέβαινε αναπόφευκτα στις διατάξεις της οδηγίας και κατά συνέπεια θα ήταν απαράδεκτο. 'Οπως έχει κρίνει επανειλημμένα το Δικαστήριο, η εφαρμογή των διατάξεων του εθνικού δικαίου με σκοπό τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου θα έθιγε την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου αυτού και είναι συνεπώς ανεπίτρεπτη ( βλ. την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1980, 149/79, Επιτροπή κατά Βελγίου, ECR 1980, σ. 3881, σκέψη 19). Η εφαρμογή επομένως της αρχής της απαγορεύσεως του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία απαντά στο ιρλανδικό δίκαιο, έχει σκοπό να ματαιώσει την παραγωγή των αποτελεσμάτων που θα έπρεπε, κατά το Δικαστήριο, να έχει η οδηγία.

Κατά την Επιτροπή, η προβολή του ισχυρισμού περί του αδικαιολογήτου πλουτισμού ως μέσου άμυνας σε άλλες υποθέσεις κοινοτικού δικαίου αφορούσε περιπτώσεις στις οποίες οι αχρεωστήτως εισπραχθέντες φόροι είχαν μετα-κυλιστεί σε' άλλους επιχειρηματίες ή στους καταναλωτές. Σε μια σειρά υποθέσεων που άρχισε με την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1980, 68/79, Just κατά Υπουργού Φορολογίας της Δανίας ( ECR 1980, σ. 501 ), και φθάνει μέχρι την απόφαση της 24ης Μαρτίου 1988, 104/86, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας (Συλλογή 1988, σ. 1813), το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η μη απόδοση των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες ο ενδιαφερόμενος βρίσκεται στην οικονομική κατάσταση στην οποία έπρεπε να βρίσκεται κατά το κοινοτικό δίκαιο. Οι γυναίκες όμως που ανήκουν στην κατηγορία των εφεσειουσών δεν είχαν ποτέ τη δυνατότητα να μετακυλίσουν σε άλλον την αδικία που υφίσταντο λόγω της παραλείψεως της Ιρλανδίας να θεσπίσει την ίση μεταχείριση που δικαιούνταν δυνάμει της οδηγίας 79/7. Οι γυναίκες αυτές στερήθηκαν απλώς τα συγκεκριμένα χρήματα. Υπό τις συνθήκες αυτές, για να υπάρξει συμμόρφωση προς το κοινοτικό δίκαιο, δεν μπορεί παρά να καταβληθούν τουλάχιστον τα ποσά που είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας, δηλαδή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών στους τομείς των κοινωνικών ασφαλίσεων τους οποίους καλύπτει η οδηγία. Δεδομένου ότι η ίση μεταχείριση αποτελεί τον κατ' εξοχήν σκοπό της οδηγίας, οποιαδήποτε απόκλιση σημαίνει ματαίωση της επιτεύξεως του σκοπού της.

Το γεγονός ότι το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας μπορεί να δημιουργήσει δαπάνες και προβλήματα ( π.χ. περιπτώσεις διπλής καταβολής ) στα διοικητικά όργανα του κράτους μέλους που δεν τήρησε την υποχρέωση του να θεσπίσει εγκαίρως την αναγκαία νομοθεσία δεν σημαίνει ότι το κράτος μέλος αυτό μπορεί να μεταβάλει το αποτέλεσμα του άρθρου 4, παράγραφος 1. Το κράτος μέλος το οποίο, μετά την πάροδο της εξαιρετικά μακράς περιόδου των έξι ετών, εντός της οποίας έπρεπε να μεταφέρει την οδηγία 79/7/ΕΟΚ στο εθνικό δίκαιο, δεν έχει ακόμη θεσπίσει την αναγκαία νομοθεσία, πρέπει να υποστεί τις συνέπειες του άμεσου αυτού αποτελέσματος και δεν μπορεί να αποφύγει τις συνέπειες αυτές επικαλούμενο διοικητικές δυσχέρειες ή τεχνικά προβλήματα, τα οποία θα μπορούσε να αποφύγει, αν είχε θεσπίσει εγκαίρως την αναγκαία νομοθεσία.

Κατόπιν των ανωτέρω παρατηρήσεων, η Επιτροπή προτείνει τις εξής απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα:

« Ελλείψει εκτελεστικών μέτρων του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, οι γυναίκες δικαιούνται από τις 23 Δεκεμβρίου 1984 να ζητήσουν την εφαρμογή των ίδιων κανόνων που ισχύουν και για με τους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση των ενδιαφερομένων και από το αν η εφαρμογή του κανόνα αυτού ενέχει τον κίνδυνο διπλής καταβολής, όταν οι παροχές χορηγούνται και στους δύο συζύγους.

Δεν επιτρέπεται η ματαίωση του άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 4, παράγραφος 1, με την εφαρμογή κανόνων του εθνικού δικαίου, όπως είναι ο κανόνας που αφορά τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. »

Τ. F. O'Higgins

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

( 1 ) Statutory Instrument 173 tou 1986.

( 2 ) Statutory Instrument 211 tou 1974.

( 3 ) Statutory Instrument 367 tou 1986.

( 4 ) Statutory Instrument 422 του 1986.

( 5 ) Statutory Instrument 351 tou 1987.

( 6 ) Statutory Instrument 63 tou 1988.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 13ης Μαρτίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-377/89,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Supreme Court της Ιρλανδίας προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου αυτού μεταξύ

Ann Cotter,

Noran McDermott

και

Minister for Social Welfare, Attorney General,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, Τ. F. O'Higgins, G. C. Rodríguez Iglesias και M. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliét, F. A. Schockweiler και Ρ. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Ann Cotter και η Norah McDermott, εκπροσωπούμενες από τη Mary Robinson, Senior Councel, και τον Gerard Durcan, Barrister-at-law, ενεργούντες κατ' εντολή του δικηγορικού γραφείου Gallagher Shatter,

η Ιρλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Louis J. Dockery, Chief State Solicitor, επικουρούμενο από τον David Byrne, Senior Counsel, και τον Aindrias O'Caoimh, Barrister-at-law,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Karen Banks, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας της,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τους συνηγόρους των ενδιαφερομένων, που αγόρευσαν κατά τη συνεδρίαση της 18ης Οκτωβρίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Νοεμβρίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 27ης Ιουλίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Δεκεμβρίου 1989, το Supreme Court της Ιρλανδίας υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης, δύο προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 4 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160, στο εξής: οδηγία).

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν κατά την εκδίκαση διαφοράς στο πλαίσιο της οποίας οι Cotter και McDermott (στο εξής: εφεσείουσες) ζητούν να αναγνωριστεί ότι μετά τις 23 Δεκεμβρίου 1984, ημέρα λήξεως της προθεσμίας εντός της οποίας έπρεπε να έχει μεταφερθεί η οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, δικαιούνταν διάφορες παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως οι οποίες χορηγούνταν στους έγγαμους άνδρες που βρίσκονταν στην ίδια με αυτές κατάσταση.

3

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει τα εξής:

« Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά:

το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά,

την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,

τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών. »

4

Δεν αμφισβητείται ότι οι διατάξεις του Social Welfare ( Consolidation ) Act ( νόμου περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων περί κοινωνικής ασφαλίσεως και κοινωνικής πρόνοιας) του 1981 (στο εξής: νόμος του 1981 ) χορηγούσαν αυτόματα στους έγγαμους άνδρες προσαυξήσεις των επιδομάτων κοινωνικής ασφαλίσεως για τη σύζυγο και τα τέκνα τους, χωρίς να χρειάζεται να αποδείξουν ότι βαρύνονταν πράγματι με τη συντήρηση τους, ενώ οι έγγαμες γυναίκες έπρεπε να πληρούν ορισμένες πρόσθετες προϋποθέσεις. Επιπλέον, οι ίδιες διατάξεις προέβλεπαν τη χορήγηση στις έγγαμες γυναίκες μικρότερου επιδόματος ανεργίας και για βραχύτερη περίοδο απ' ό,τι προβλεπόταν στην περίπτωση τωγ, εγγάμων ανδρών.

5

Η κατάσταση αυτή μεταβλήθηκε με την έκδοση της Social Welfare ( no 2 ) Act 1985 ( Commencement ) Order του 1986 ( Statutory Instrument 173 του 1986 ), η οποία έθεσε σε εφαρμογή από τις 20 Νοεμβρίου 1986 τις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 του Social Welfare (no 2) Act του 1985 (στο εξής: εθνικός εκτελεστικός νόμος). Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν ότι η προσαύξηση λόγω συντηρουμένου ενηλίκου χορηγείται, ανεξάρτητα από το φύλο του αιτούντος, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύεται πράγματι η ύπαρξη οικογενειακών βαρών και καθιερώνουν ισότητα στη μεταχείριση των δύο φύλων σε σχέση με τις προσαυξήσεις για συντηρούμενα τέκνα.

6

Η Social Welfare ( Preservation of Rights ) ( no 2 ) Regulations του 1986 ( Statutory Instrument 422 του 1986) προέβλεψε ως μεταβατικό μέτρο τη χορήγηση αντισταθμιστικών επιδομάτων σε όσους δεν βαρύνονταν πραγματικά με τη συντήρηση της συζύγου τους και επομένως είχαν χάσει το δικαίωμα τους επί της προσαυξήσεως του επιδόματος λόγω συντηρουμένου ενηλίκου κατόπιν της ενάρξεως της ισχύος των διατάξεων του εθνικού εκτελεστικού νόμου. Δεν αμφισβητείται ότι οι διατάξεις αυτές, των οποίων η εφαρμογή παρατάθηκε επανειλημμένα, αφορούν αποκλειστικά τους έγγαμους άνδρες στους οποίους προηγουμένως χορηγούνταν αυτόματα προσαυξήσεις, ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες δεν έφεραν στην πραγματικότητα τα οικογενειακά βάρη.

7

Στις 4 Φεβρουαρίου 1985 οι εφεσείουσες ζήτησαν από το High Court να ακυρώσει τις αποφάσεις που είχαν εκδοθεί από τον Minister for Social Welfare ( Υπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας) ή εξ ονόματος του, κατ' εκτέλεση του νόμου του 1981, και με τις οποίες η καταβολή του επιδόματος ανεργίας προς τις εφεσείουσες έπαυσε μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος 312ημερών, στην περίπτωση δε της Cotter έπαυσε αυτοδικαίως και η καταβολή του αναλογικού προς τις αποδοχές της επιδόματος. Οι εφεσείουσες ισχυρίστηκαν ότι, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, δικαιούνταν από τις 23 Δεκεμβρίου 1984 το ίδιο επίδομα ανεργίας όπως οι έγγαμοι άνδρες και για το ίδιο χρονικό διάστημα και ότι επιπλέον η Cotter δικαιούνταν επί το ίδιο αυτό διάστημα το αναλογικό προς τις αποδοχές της επίδομα.

8

To High Court ζήτησε από το Δικαστήριο να εκδώσει προδικαστική απόφαση επί των εξής ερωτημάτων:

α)

Παράγουν οι διατάξεις της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ, και ειδικότερα το άρθρο 4, άμεσα αποτελέσματα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας από τις 23 Δεκεμβρίου 1984;

β)

Δικαιούνται από τις 23 Δεκεμβρίου 1984 οι έγγαμες γυναίκες που υπόκεινται στην εθνική νομοθεσία τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως υπό τις ίδιες συνθήκες με τους άνδρες, εφόσον δεν έχει ληφθεί κανένα μέτρο για τη μεταφορά του άρθρου 4 της οδηγίας στην εθνική νομοθεσία;

9

Με την απόφαση της 24ης Μαρτίου 1987, 286/85 ( Συλλογή 1987, σ. 1453 ), το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί της ανωτέρω αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, δέχθηκε τα εξής:

« 1)

Σε περίπτωση που δεν έχουν εκδοθεί εκτελεστικά μέτρα της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, μπορεί, από τις 23 Δεκεμβρίου 1984, να γίνεται επίκληση του άρθρου 4, παράγραφος 1, που απαγορεύει κάθε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, για να ματαιώνεται η εφαρμογή κάθε διατάξεως εθνικού δικαίου που δεν είναι σύμφωνη προς το εν λόγω άρθρο.

2)

Ελλείψει εκτελεστικών μέτρων του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, οι γυναίκες δικαιούνται να υπάγονται στο ίδιο καθεστώς με τους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, καθεστώς που, ενόσω δεν έχουν εκδοθεί εκτελεστικά μέτρα της οδηγίας αυτής, εξακολουθεί να παραμένει το μόνο ισχύον σύστημα αναφοράς. »

10

Πριν εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου, οι εφεσείουσες προέβαλαν νέες αξιώσεις ^ ενώπιον του High Court και ζήτησαν να αναγνωριστεί, μεταξύ άλλων, ότι δικαιούνταν τις ίδιες προσαυξήσεις των επιδομάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που χορηγούνταν μέχρι την έναρξη της ισχύος του εθνικού εκτελεστικού νόμου στους έγγαμους άνδρες που βρίσκονταν στην ίδια με αυτές κατάσταση, καθώς και τα μεταβατικά αντισταθμιστικά επιδόματα που χορηγούνταν στους έγγαμους άνδρες μετά την ημερομηνία αυτή.

11

To High Court εξέτασε τα νέα αυτά αιτήματα από κοινού με την προσφυγή που είχε ασκηθεί στις 4 Φεβρουαρίου 1985. To High Court δέχθηκε εν μέρει μόνο τις προσφυγές, απέρριψε δε, μεταξύ άλλων, τα αιτήματα για τις προσαυξήσεις λόγω συντηρουμένου ενηλίκου και τέκνου, καθώς και το αίτημα καταβολής των μεταβατικών αντισταθμιστικών επιδομάτων. To High Court έκρινε δηλαδή ότι θα ήταν άδικο να καταβληθούν τα ποσά αυτά στις προσφεύγουσες, μολονότι οι σύζυγοί τους δεν τις βάρυναν οικονομικά. Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως ενώπιον του Supreme Court, o εφεσίβλητος υποστήριξε ότι, αν γίνονταν δεκτές οι αξιώσεις των εφεσειουσών, αυτό θα σήμαινε παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία κατά το ιρλανδικό δίκαιο αποτελεί λόγο για τη μη καταβολή αποζημιώσεως ή για τη μείωση της σε ορισμένες περιπτώσεις.

12

To Supreme Court, κρίνοντας ότι είναι αβέβαιο αν η αρχή αυτή του εθνικού δικαίου συμβιβάζεται με το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

« 1)

Πρέπει η απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 24ης Μαρτίου 1987 στην υπόθεση 286/85, Norah McDermott και Ann Cotter κατά Minister of Social Welfare και Attorney General ( Συλλογή 1987, σ. 1453 ), με την οποία το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων απάντησε στο δεύτερο ερώτημα που του υποβλήθηκε από το High Court, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας του Συμβουλίου 79/7/ΕΟΚ της 19ης Δεκεμβρίου 1978 ως εξής:

“ Ελλείψει εκτελεστικών μέτρων του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, οι γυναίκες δικαιούνται να υπάγονται στο ίδιο καθεστώς με τους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, καθεστώς που, ενόσω δεν έχουν εκδοθεί εκτελεστικά μέτρα της οδηγίας αυτής, εξακολουθεί να παραμένει το μόνο ισχύον σύστημα αναφοράς ”,

να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι έγγαμες γυναίκες δικαιούνται προσαυξήσεις των επιδομάτων κοινωνικής ασφαλίσεως για

α)

τον σύζυγο ως συντηρούμενο πρόσωπο και

β)

τα τέκνα ως συντηρούμενα πρόσωπα,

έστω και αν αποδεικνύεται ότι στην πραγματικότητα δεν υφίσταται καμία τέτοια εξάρτηση ή ακόμα ότι το αποτέλεσμα θα ήταν να καταβάλλονται δύο φορές τέτοιες προσαυξήσεις για τα συντηρούμενα πρόσωπα;

2)

Σε περίπτωση που μια γυναίκα ζητεί αποζημίωση για δυσμενή διάκριση που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω μη εφαρμογής επ' αυτής των κανόνων που ισχύουν για τους άνδρες που τελούν στην ίδια κατάσταση, πρέπει η οδηγία του Συμβουλίου 79/7/ΕΟΚ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να μην εφαρμόζουν τους κανόνες της εθνικής νομοθεσίας που προβλέπουν τη μείωση ή τη μη επιδίκαση αποζημιώσεως στις περιπτώσεις στις οποίες η επιδίκαση αποζημιώσεως θα αντέβαινε προς την αρχή της απαγορεύσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού; »

13

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του πρώτου ερωτήματος

14

Με το πρώτο ερώτημα το Supreme Court ερωτά αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι, εφόσον μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στα εθνικά δίκαια χορηγούνταν αυτοδικαίως στους έγγαμους άνδρες προσαυξήσεις των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως για συντηρούμενη σύζυγο και συντηρούμενα τέκνα χωρίς οι άνδρες αυτοί να χρειάζεται να αποδείξουν ότι βαρύνονταν πράγματι με τη συντήρηση τους, οι χωρίς πραγματικά οικογενειακά βάρη έγγαμες γυναίκες δικαιούνται τις ίδιες προσαυξήσεις, ακόμη και αν σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρξει διπλή καταβολή των προσαυξήσεων αυτών.

15

Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση η Ιρλανδική Κυβέρνηση υποστήριξε καταρχάς ότι στο πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας εμπίπτουν μόνο οι περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει οικονομική , εξάρτηση του προσώπου για το οποίο χορηγείται η προσαύξηση.

16

Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας προκύπτει ότι αυτό εφαρμόζεται ιδίως όσον αφορά τον « υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου ». Επιβάλλεται να τονιστεί ότι η διάταξη αυτή καλύπτει, σύμφωνα με το γράμμα της, και τις ενδεχόμενες προσαυξήσεις λόγω συζύγου που δεν είναι συντηρούμενο πρόσωπο. Όσο για τα άλλα πρόσωπα, και συγκεκριμένα τα τέκνα, η οδηγία δεν επιβάλλει ως προϋπόθεση της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, σε σχέση με την καταβολή των ανωτέρω προσαυξήσεων, το να έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν πράγματι συντηρούμενα πρόσωπα.

17

Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη, μολονότι είναι ελεύθερα να ορίσουν τις προϋποθέσεις κτήσεως του δικαιώματος επί των προσαυξήσεων των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, είναι υποχρεωμένα να εξασφαλίσουν την -πλήρη τήρηση της αρχής της ισότητας μεταχειρίσεως κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας.

18

Στη συνέχεια πρέπει να υπομνηστεί ότι με την προαναφερθείσα απόφαση της 24ης Μαρτίου 1987 το Δικαστήριο δέχτηκε ότι, ελλείψει εκτελεστικών μέτρων του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, οι γυναίκες δικαιούνται να υπάγονται στο ίδιο καθεστώς με τους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, καθεστώς που, ενόσω δεν έχουν εκδοθεί εκτελεστικά μέτρα της οδηγίας αυτής, εξακολουθεί να παραμένει το μόνο έγκυρο σύστημα αναφοράς.

19

Το κρίσιμο εν προκειμένω σύστημα αναφοράς είναι το καθεστώς στο οποίο υπάγονταν οι έγγαμοι άνδρες στους οποίους χορηγήθηκαν επιδόματα ανεργίας ή άλλα επιδόματα κατά την επίμαχη περίοδο και οι οποίοι δεν βαρύνονταν πράγματι με τη συντήρηση της συζύγου τους. Αυτό σημαίνει ότι, αν στους έγγαμους άνδρες χορηγούνταν αυτοδικαίως μετά τις 23 Δεκεμβρίου 1984 προσαυξήσεις των επιδομάτων για τα λεγόμενα « συντηρούμενα » πρόσωπα, χωρίς να χρειάζεται να αποδειχθεί ότι οι άνδρες αυτοί βαρύνονταν πράγματι με τη συντήρηση των ανωτέρω προσώπων, οι έγγαμες γυναίκες που βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση δικαιούνταν επίσης τις προσαυξήσεις αυτές, χωρίς να μπορεί να επιβληθεί καμία πρόσθετη προϋπόθεση που να αφορά ειδικά και μόνο τις έγγαμες γυναίκες.

20

Κατά την Ιρλανδική Κυβέρνηση, η αναγνώριση του δικαιώματος αυτού στις έγγαμες γυναίκες θα μπορούσε υπό ορισμένες περιστάσεις να οδηγήσει σε διπλή καταβολή των ίδιων προσαυξήσεων στις ίδιες οικογένειες, και συγκεκριμένα αν οι δύο σύζυγοι ελάμβαναν κατά την επίμαχη περίοδο παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως. Η Ιρλανδική Κυβέρνηση θεωρεί ότι οι καταβολές αυτές θα ήταν προφανώς παράλογες και θα συνιστούσαν παραβίαση της απαγορεύσεως του αδικαιολόγητου πλουτισμού, την οποία προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

21

Αν επιτρεπόταν η επίκληση της απαγορεύσεως αυτής, τότε οι εθνικές αρχές θα είχαν τη δυνατότητα να στηριχθούν στις παράνομες ενέργειες τους για να εμποδίσουν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας να αναπτύξει πλήρως τα αποτελέσματα του.

22

Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι, εφόσον μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στα εθνικά δίκαια· χορηγούνταν αυτοδικαίως στους έγγαμους άνδρες προσαυξήσεις των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως για συντηρούμενη σύζυγο και συντηρούμενα τέκνα χωρίς οι άνδρες αυτοί να χρειάζεται να αποδείξουν ότι βαρύνονταν πράγματι με τη συντήρηση τους, οι χωρίς πραγματικά οικογενειακά βάρη έγγαμες γυναίκες δικαιούνται τις ίδιες προσαυξήσεις, ακόμη και αν σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρξει διπλή καταβολή των προσαυξήσεων αυτών.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

23

Από τη διατύπωση του δευτέρου ερωτήματος του Supreme Court καθίσταται σαφές ότι το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας έχει την έννοια ότι, εφόσον ένα κράτος μέλος συμπεριέλαβε στη νομοθεσία με την οποία επρόκειτο να εφαρμοστεί το ανωτέρω άρθρο και την οποία θέσπισε μετά τη λήξη της προβλεπόμενης από την οδηγία προθεσμίας μια μεταβατική διάταξη που προβλέπει την καταβολή αντισταθμιστικών επιδομάτων στους έγγαμους άνδρες που έχασαν το δικαίωμα επί προσαυξήσεως των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως για συντηρούμενη σύζυγο, επειδή δεν μπορούσε να αποδειχθεί η ύπαρξη του σχετικού οικογενειακού βάρους, οι έγγαμες γυναίκες που βρίσκονται στην ίδια οικογενειακή κατάσταση δικαιούνται τα ίδια επιδόματα, ακόμη και αν τούτο αντίκειται στην απαγόρευση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, την οποία προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

24

Πρέπει να τονιστεί ότι η οδηγία δεν προβλέπει καμία παρέκκλιση από την οριζόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, με την οποία να μπορούν να παραταθούν τα αποτελέσματα προγενεστέρων εθνικών διατάξεων τα οποία συνιστούν διακρίσεις. Επομένως, το κράτος μέλος δεν μπορεί να διατηρήσει μετά τις 23 Δεκεμβρίου 1984 ανισότητες μεταχειρίσεως που οφείλονται στο γεγονός ότι οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη γένεση του δικαιώματος επί των αντισταθμιστικών επιδομάτων υφίσταντο πριν από αυτή την ημερομηνία. Το γεγονός ότι οι ανισότητες αυτές απορρέουν από μεταβατικές διατάξεις δεν δικαιολογεί καμία διαφορετική εκτίμηση ( βλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 1988, 80/87, Dik, Συλλογή 1988, σ. 1601 ).

25

Επιπλέον, πρέπει να καταστεί σαφές ότι τα εθνικά εκτελεστικά μέτρα που θεσπίζονται μετά τη λήξη της προθεσμίας πρέπει να διασφαλίζουν πλήρως, από την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας που τάχθηκε στα κράτη μέλη για τη συμμόρφωση τους, τα δικαιώματα που γεννώνται υπέρ των ιδιωτών στα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1 ( βλ. προαναφερθείσα απόφαση της 8ης Μαρτίου 1988 ).

26

Όπως τονίστηκε ήδη με την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, αν επιτρεπόταν στις εθνικές αρχές να επικαλούνται την απαγόρευση του αδικαιολόγητου πλουτισμού την οποία προβλέπει το εθνικό δίκαιο, τότε οι εθνικές αρχές θα είχαν τη δυνατότητα να στηριχθούν στις παράνομες ενέργειες τους για να εμποδίσουν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας να αναπτύξει πλήρως τα αποτελέσματα του.

27

Στο δεύτερο συνεπώς ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 έχει την έννοια ότι, εφόσον ένα κράτος μέλος συμπεριέλαβε στη νομοθεσία με την οποία επρόκειτο να εφαρμοστεί το ανωτέρω άρθρο και την οποία θέσπισε μετά τη λήξη της προβλεπομένης από την οδηγία προθεσμίας μια μεταβατική διάταξη που προβλέπει την καταβολή αντισταθμιστικών επιδομάτων στους έγγαμους άνδρες που έχασαν το δικαίωμα επί προσαυξήσεως των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως για συντηρούμενη σύζυγο, επειδή δεν μπορούσε να αποδειχθεί η ύπαρξη του σχετικού οικογενειακού βάρους, οι έγγαμες γυναίκες που βρίσκονται στην ίδια οικογενειακή κατάσταση δικαιούνται τα ίδια επιδόματα, ακόμη και αν τούτο αντίκειται στην απαγόρευση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, την οποία προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

Επί των δικαστικών εξόδων

28

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ιρλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 27ης Ιουλίου 1989 το Supreme Court της Ιρλανδίας, αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, έχει την έννοια ότι, εφόσον μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στα εθνικά δίκαια χορηγούνταν αυτοδικαίως στους έγγαμους άνδρες προσαυξήσεις των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως για συντηρούμενη σύζυγο και συντηρούμενα τέκνα χωρίς οι άνδρες αυτοί να χρειάζεται να αποδείξουν ότι βαρύνονταν πράγματι με τη συντήρηση τους, οι χωρίς πραγματικά οικογενειακά βάρη έγγαμες γυναίκες δικαιούνται τις ίδιες προσαυξήσεις, ακόμη και αν σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρξει διπλή καταβολή των προσαυξήσεων αυτών.

 

2)

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, έχει την έννοια ότι, εφόσον ένα κράτος μέλος συμπεριέλαβε στη νομοθεσία με την οποία επρόκειτο να εφαρμοστεί το ανωτέρω άρθρο και την οποία θέσπισε μετά τη λήξη της προβλεπόμενης από την οδηγία προθεσμίας μια μεταβατική διάταξη που προβλέπει την καταβολή αντισταθμιστικών επιδομάτων στους έγγαμους άνδρες που έχασαν το δικαίωμα επί προσαυξήσεως των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως για συντηρούμενη σύζυγο, επειδή δεν μπορούσε να αποδειχθεί η ύπαρξη του σχετικού οικογενειακού βάρους, οι έγγαμες γυναίκες που βρίσκονται στην ίδια οικογενειακή κατάσταση δικαιούνται τα ίδια επιδόματα, ακόμη και αν τούτο αντίκειται στην απαγόρευση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, την οποία προβλέπει το εθνικό δίκαιο.

 

Due

O'Higgins

Rodríguez Iglesias

Diez de Velasco

Slynn

Κακούρης

Joliét

Schockweiler

Kapteyn

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Μαρτίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Top