EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0373

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 21ης Νοεμβρίου 1990.
Caisse d'assurances sociales pour travailleurs indépendants "Integrity" κατά Nadine Rouvroy.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal du travail de Nivelles - Βέλγιο.
Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών - Κοινωνική ασφάλιση - Οδηγία 79/7/ΕΟΚ - Εθνική ρύθμιση απαλλάσσουσα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τις έγγαμες γυναίκες, τις χήρες και τους σπουδαστές από ασφαλιστικές οφειλές.
Υπόθεση C-373/89.

Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-04243

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:414

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-373/89 ( *1 )

Ι — Τα πραγματικά περιστατικά

Α — Το νομοθετικό πλαίσιο

1.

Στο Βασίλειο του Βελγίου, τη νομική βάση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως των ανεξαρτήτων επαγγελματιών αποτελεί το βασιλικό διάταγμα 38 της 27ης Ιουλίου 1967 περί οργανώσεως του ασφαλιστικού καθεστώτος των ανεξαρτήτων επαγγελματιών ( στο εξής: βασιλικό διάταγμα 38 — που δημοσιεύθηκε στον Moniteur belge της 29.7.1967). Το διάταγμα αυτό καθορίζει το πεδίο εφαρμογής των διαφόρων συστημάτων που ισχύουν για τους ανεξάρτητους επαγγελματίες και διασαφηνίζει το περιεχόμενο των υποχρεώσεων των τελευταίων. Δυνάμει του άρθρου 1 του βασιλικού διατάγματος 38 στο ασφαλιστικό καθεστώς εμπίπτουν: 1 ) οι οικογενειακές παροχές' 2) οι παροχές συντάξεως και επιζώντος συζύγου- 3) οι παροχές λόγω ασθενείας ή αναπηρίας. Σύμφωνα με το άρθρο 2, « στο παρόν διάταγμα υπάγονται και πρέπει ως εκ τούτου να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που αυτό επιβάλλει: οι ανεξάρτητοι επαγγελματίες και οι αμισθί επικουρούντες αυτούς ».

2.

Το βασιλικό διάταγμα της 19ης Δεκεμβρίου 1967 (που δημοσιεύθηκε στον Moniteur belge της 28.12.1967), όπως τροποποιήθηκε από το βασιλικό διάταγμα της 20ής Ιουλίου 1981, περί γενικής ρυθμίσεως για την εφαρμογή του βασιλικού διατάγματος 38, προβλέπει, στο άρθρο του 37, παράγραφος 1, τα εξής:

« Εφόσον το εισόδημα τους από την άσκηση επαγγέλματος κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφοι 2 και 3, του βασιλικού διατάγματος 38, το οποίο πρόκειται να ληφθεί ως βάση για τον υπολογισμό των εισφορών όσον αφορά συγκεκριμένο οικονομικό έτος, είναι κατώτερο των 77472 βελγικών φράγκων ( BFR ), οι έγγαμες γυναίκες, οι χήρες και οι σπουδαστές επί των οποίων τυγχάνει εφαρμογής το βασιλικό διάταγμα 38 μπορούν, για το εν λόγω έτος, να ζητήσουν την εξομοίωση τους προς τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο άρθρο 12, παράγραφος 2, του εν λόγω διατάγματος. »

3.

Το άρθρο 12, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος βασιλικού διατάγματος 38 ορίζει:

« Ο υπόχρεος για την καταβολή εισφορών ο οποίος, εκτός της δραστηριότητας λόγω της οποίας υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος διατάγματος, ασκεί συνήθως και κατά κύριο λόγο άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, δεν οφείλει καμιά εισφορά αν το εισόδημα από τη δραστηριότητα του ως ανεξάρτητου επαγγελματία, το οποίο έχει αποκτηθεί κατά το έτος αναφοράς που αναφέρεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, και επανεκτιμηθεί σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, είναι κατώτερο των 32724 BFR.

Όταν το εν λόγω εισόδημα είναι ίσο προς 32724, τουλάχιστον, βελγικά φράγκα, ο υπόχρεος για την καταβολή εισφορών οφείλει, ανάλογα με την περίπτωση:

1)

τις εισφορές της παραγράφου 1, εφόσον το εν λόγω εισόδημα είναι ίσο προς 154000, τουλάχιστον, βελγικά φράγκα (BFR)·

2)

σε αντίθετη περίπτωση, ετήσια εισφορά 3,30% για το σύστημα ασφαλίσεως κατά ασθενείας και αναπηρίας, τομέας ιατρικής περιθάλψεως, και 8,49 °/ο για τα λοιπά συστήματα.

Ο Βασιλεύς καθορίζει το τι πρέπει να νοείται, για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου με την έκφραση συνήθης και κατά κύριο λόγο απασχόληση καθώς και το τι μπορεί να εξομοιωθεί προς αυτή.

Ο Βασιλεύς δύναται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ο ίδιος καθορίζει, να επεκτείνει την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου στις έγγαμες γυναίκες, τις χήρες και τους σπουδαστές που δεν πληρούν την προϋπόθεση σχετικά με την άσκηση άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας. »

Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του νόμου της 13ης Ιουνίου 1985 ως εξής:

« Ο Βασιλεύς δύναται, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και εντός των ορίων που ο ίδιος καθορίζει, να επεκτείνει την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου σε ορισμένες κατηγορίες υπόχρεων για την καταβολή εισφορών οι οποίοι δεν πληρούν την προϋπόθεση σχετικά με την άσκηση άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας. »

4.

Σύμφωνα με το άρθρο της 2, η οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160) εφαρμόζεται επί του ενεργού πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων και των ανεξαρτήτως εργαζομένων. Το άρθρο 3, παράγραφος 1 της προαναφερθείσας οδηγίας έχει ως εξής:

« Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:

α)

στα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά των ακολούθων κινδύνων:

ασθενείας,

αναπηρίας,

γήρατος,

εργατικού ατυχήματος και επαγγελματικής ασθενείας,

ανεργίας·

β)

στις διατάξεις που αφορούν την κοινωνική πρόνοια, κατά το μέτρο που προορίζονται να συμπληρώσουν ή να υποκαταστήσουν τα συστήματα που αναφέρονται στην περίπτωση α. »

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

« Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά:

το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά,

την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,

τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών. »

Β — Το ιστορικό της οιαφοράς της κύριας όίκης

5.

Ο αποβιώσας Jean Leloup, αρχιτέκτων στο Βέλγιο και υπαγόμενος στο ασφαλιστικό καθεστώς των ανεξαρτήτων επαγγελματιών όπως αυτό έχει διαμορφωθεί, κυρίως, με το βασιλικό διάταγμα 38, ενήχθη από το Caisse ď assurances sociales pour travailleurs indépendants « Integrity » ASBL ( στο εξής: Integrity ) ενώπιον του Tribunal du travail της Nivelles λόγω μη καταβολής ασφαλιστικών εισφορών για ανεξάρτητους επαγγελματίες. Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Leloup, του οποίου το εισόδημα από την επαγγελματική του δραστηριότητα ήταν εξαιρετικά χαμηλό, ζήτησε την επ' αυτού εφαρμογή του άρθρου 37 του προαναφερθέντος βασιλικού διατάγματος της 19ης Δεκεμβρίου 1967. Ο Leloup απεβίωσε το 1988, οι δε κληρονόμοι του συνεχίζουν την εκκρεμούσα δίκη.

Ενώπιον του Tribunal du travail της Nivelles, η Integrity ισχυρίστηκε ότι το άρθρο 37 του βασιλικού διατάγματος της 19ης Δεκεμβρίου 1967 εφαρμόζεται μόνο επί των εγγάμων γυναικών, των χηρών και των σπουδαστών και όχι επί των εγγάμων ανδρών ή των χήρων. Οι κληρονόμοι του Leloup υποστήριξαν ότι στην περίπτωση αυτή το εν λόγω άρθρο 37 είναι αντίθετο προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών.

Γ — Το προδικαστικό ερώτημα

6.

Κρίνοντας ότι η διαφορά έθετε προβλήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, το Tribunal du travail της Nivelles ανέστειλε, με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1989, την ενώπιον του διαδικασία και ζήτησε από το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να αποφανθεί επί του εξής προδικαστικού ερωτήματος:

« Είναι το άρθρο 37 του βασιλικού διατάγματος της 19ης Δεκεμβρίου 1967 περί γενικής ρυθμίσεως για την εφαρμογή του βασιλικού διατάγματος 38 της 27ης Ιουλίου 1967, περί οργανώσεως του ασφ αλιστικού καθεστώτος των ανεξαρτήτων επαγγελματιών σύμφωνο προς την οδηγία (79/7/ΕΟΚ) της 19ης Δεκεμβρίου 1978 περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως; »

7.

Στο αιτιολογικό της αποφάσεως περί παραπομπής, το Tribunal du travail της Nivelles παραθέτει μια ερώτηση προς τον αρμόδιο υπουργό που υπέβαλε, στις 7 Μαρτίου 1989, ο βέλγος γερουσιαστής R. Pataer σύμφωνα με την οποία ο εν λόγω γερουσιαστής θεωρεί αντίθετο προς τις σύγχρονες αντιλήψεις για την απελευθέρωση των ανδρών και των γυναικών το ότι το άρθρο 37 του βασιλικού διατάγματος της 19ης Δεκεμβρίου 1967 δεν μπορεί να εφαρμόζεται επί των εγγάμων ανδρών. Η απάντηση του υπουργού, όπως αυτή παρατίθεται στην απόφαση περί παραπομπής είναι η εξής:

« Με την επιφύλαξη ενδεχόμενης αντίθετης προδικαστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, φρονώ ότι το άρθρο 37 του βασιλικού διατάγματος της 19ης Δεκεμβρίου 1967 περί γενικής ρυθμίσεως για την εφαρμογή του βασιλικού διατάγματος 38 της 27ης Ιουλίου 1967 με το οποίο ρυθμίστηκε το ασφαλιστικό καθεστώς των ανεξαρτήτων επαγγελματιών δεν είναι αντίθετο προς την οδηγία (79/7/ΕΟΚ) της 19ης Δεκεμβρίου 1978 περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως. »

II — Η διαδικασία

8.

Η απόφαση περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Δεκεμβρίου 1989.

9.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις:

η Nadine Rouvroy, χήρα Jean Leloup, και τα τέκνα τους Olivier, Eric και Mathieu, εκπροσωπούμενοι από τον Franklin Huisman, δικηγόρο Βρυξελλών,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ρ. Mainil, Υφυπουργό Μεσαίων Τάξεων, και

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Marie Wolfcarius, μέλος της νομικής της υπηρεσίας.

10.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετ' ακρόαση του γενικού εισαγγελέα αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς πορηγού-μενη διεξαγωγή αποδείξεων.

11.

Το Δικαστήριο, με απόφαση της 4ης Ιουλίου 1990 ανέθεσε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού του διαδικασίας, την υπόθεση στο δεύτερο τμήμα του.

III — Περίληψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

12.

Η Nadine Rouvroy και τα τέκνα της, κληρονόμοι του Leloup, ισχυρίζονται ότι τον πυρήνα του προδικαστικού ερωτήματος αποτελεί η έκφραση « έγγαμη γυναίκα » του άρθρου 37, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος της 19ης Δεκεμβρίου 1967. Κατά την προπαρασκευαστική φάση του βασιλικού διατάγματος 38 και στα τροποποιητικά κείμενα δεν περιλαμβάνεται καμιά επεξήγηση ή αιτιολογία όσον αφορά τη διάκριση που γίνεται στο άρθρο 37 υπέρ των εγγάμων μόνο γυναικών. Ούτε άλλωστε οι νομικοί κύκλοι δικαιολογούν τη διάκριση αυτή, αρκούμενοι στη διαπίστωση της και ζητούντες τροποποίηση του προαναφερθέντος άρθρου 37, παράγραφος 1. Το Tribunal du travail της Nivelles, με απόφαση του της 24ης Ιουνίου 1987, έχει δεχθεί ότι:

«Τα δικαστήρια πρέπει επίσης να αρνούνται την εφαρμογή του προαναφερθέντος άρθρου 37 κατά το μέτρο που το άρθρο αυτό εισάγει διάκριση μεταξύ εγγάμων ανδρών και γυναικών και αυτό αντίθετα προς τις αρχές που θέτει η οδηγία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 19ης Δεκεμβρίου 1978. »

Η απόφαση αυτή μεταρρυθμίστηκε από το Cour de travail των Βρυξελλών αλλά για λόγους διαφορετικούς από αυτούς που περιλαμβάνονται στο προαναφερθέν χωρίον.

13.

Οι κληρονόμοι του Leloup υποθέτουν ότι το άρθρο 37, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος της 19ης Δεκεμβρίου 1967 ερείδεται στην παραδοσιακή αντίληψη ότι, σε ένα νοικοκυριό, ο άνδρας ασκεί την κύρια επαγγελματική δραστηριότητα, ενώ η σύζυγος του, αν εργάζεται ( ακόμα κι αν ασκεί κύρια επαγγελματική δραστηριότητα), εξακολουθεί να θεωρείται ως έχουσα παρεπόμενη δραστηριότητα, κυρίως σε περίπτωση που το εξ αυτής εισόδημα δεν είναι σημαντικό.

Εξάλλου, απαντώντας στην ερώτηση του γερουσιαστή Pataer, ο Υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας παραδέχεται σιωπηρώς ότι η σχετική βελγική νομοθεσία δεν είναι υπεράνω πάσης κριτικής. Οι κληρονόμοι του Leloup προσθέτουν ότι το άρθρο 37 του διατάγματος της 19ης Δεκεμβρίου 1967 εισάγει αναμφισβήτητα διάκριση βασιζόμενη στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε αναφορά με την κατάσταση των δύο συζύγων και, επομένως, είναι αντίθετη προς την αρχή της ισότητας που προβλέπει το άρθρο 4 της οδηγίας 79/7.

14.

Τέλος, οι κληρονόμοι του Leloup προτείνουν στο Δικαστήριο να δώσει στο υποβληθέν από το Tribunal du travail της Nivelles ( τμήμα Wavre ) προδικαστικό ερώτημα την εξής απάντηση:

« Το άρθρο 37 του βασιλικού διατάγματος της 19ης Δεκεμβρίου 1967 περί γενικής ρυθμίσεως για την εφαρμογή του βασιλικού διατάγματος 38, της 27ης Ιουλίου 1967, περί οργανώσεως του ασφαλιστικού καθεστώτος των ανεξαρτήτων επαγγελματιών είναι αντίθετο προς την οδηγία (79/7/ΕΟΚ) της 19ης Δεκεμβρίου 1978 περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως. »

15.

Η Βελγική Κυβέρνηση φρονεί, καταρχάς, ότι ουδεμία υφίσταται διάκριση όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του ασφαλιστικού καθεστώτος των ανεξαρτήτων επαγγελματιών καθώς και την υποχρέωση καταβολής των σχετικών εισφορών.

16.

Στη συνέχεια, η Βελγική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι γίνεται μια διάκριση όσον αφορά τον υπολογισμό των εισφορών. Αφενός, υφίστανται τα πρόσωπα που ασκούν συνήθως και κατά κύριο λόγο ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα. Τα πρόσωπα αυτά οφείλουν να καταβάλλουν τουλάχιστον τις κατώτατες εισφορές έστω και αν δεν έχουν πραγματοποιήσει κέρδη. Αφετέρου, υφίστανται τα πρόσωπα που ασκούν συνήθως και κατά κύριο λόγο, παράλληλα με την επαγγελματική δραστηριότητα του ανεξάρτητου επαγγελματία, και άλλη επαγγελματική δραστηριότητα. Τα τελευταία αυτά πρόσωπα δεν οφείλουν εισφορές ή οφείλουν μόνο μειωμένες εισφορές όταν το εισόδημα που απέκτησαν ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες δεν υπερβαίνει ένα ορισμένο ποσό.

Η διάκριση αυτή δεν στηρίζεται στο φύλο και, κατά συνέπεια, δεν είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του άρθρου 4 της οδηγίας 79/7.

Ωστόσο, ο βέλγος νομοθέτης έχει διαπιστώσει ότι ορισμένες κατηγορίες προσώπων ναι μεν έχουν μια κύρια δραστηριότητα κατά πλήρη απασχόληση πλην όμως η δραστηριότητα αυτή δεν θεωρείται ως « επαγγελματική » κατά την έννοια του εργατικού δικαίου. Αυτό συμβαίνει όσον αφορά τις γυναίκες που ασχολούνται με τη μόρφωση των τέκνων τους και το νοικοκυριό τους και τους σπουδαστές. Όταν τα πρόσωπα αυτά ασκούν, παράλληλα με την κύρια δραστηριότητα τους, επαγγελματική δραστηριότητα ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες και αυτό για την ισοσκέλιση του οικογενειακού προϋπολογισμού ή για την αντιμετώπιση του κόστους των σπουδών, η επαγγελματική αυτή δραστηριότητα είναι, κατ' ανάγκη, χρονικώς περιορισμένη.

Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 12, παράγραφος 2, του βασιλικού διατάγματος 38 τέθηκε σε εφαρμογή με το εν λόγω άρθρο 37. Όπως προκύπτει από τον τρόπο γενέσεως του, ο λόγος υπάρξεως του τελευταίου αυτού άρθρου είναι αποκλειστικά το περιορισμένο εισόδημα που προκύπτει, όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες προσώπων, από μια, κατ' ανάγκη περιορισμένη, ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα.

17.

Η Βελγική Κυβέρνηση φρονεί ακόμη ότι τα πρόσωπα που ελήφθησαν υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 37 δεν επελέγησαν με βάση το « φύλο » τους αλλά σύμφωνα με κοινωνικοοικονομικά κριτήρια. Έτσι, το άρθρο αυτό δεν αφορά μόνο τις γυναίκες, εφόσον καλύπτει και τους ( άρρενες ) σπουδαστές. Το εν λόγω άρθρο δεν εφαρμόζεται επί όλων των γυναικών αλλά μόνο επί των εγγάμων και των χηρών. Όσον αφορά την κατηγορία των σπουδαστών, υφίσταται όριο ηλικίας ( 25 έτη ), το δε εν λόγω άρθρο εφαρμόζεται τόσο επί αρρένων όσο και επί θηλέων σπουδαστών.

18.

Επιπλέον, η Βελγική Κυβέρνηση παρατηρεί, ότι η εφαρμογή του επίμαχου άρθρου 37 δεν είναι ούτε αυτόματη ούτε υποχρεωτική. Είναι προαιρετική και πρέπει να ζητείται. Η υποβολή ενός τέτοιου αιτήματος εξαρτάται, στην πραγματικότητα, από την κατάσταση του ενδιαφερομένου από άποψη παροχών. Πράγματι, οι ανεξάρτητοι επαγγελματίες δικαιούνται παροχών μόνο όταν καταβάλλουν τις εισφορές που αναφέρονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος 38 (εισφορές οφειλόμενες από πρόσωπα που ασκούν κατά κύριο λόγο δραστηριότητες ανεξάρτητου επαγγελματία). Οι δικαιούχοι του άρθρου 37 μπορούν να αξιώνουν, παρ' όλ' αυτά, παροχές εφόσον νομίμως καλύπτονται από την ασφάλιση του συζύγου (έγγαμες γυναίκες ή χήρες) ή των γονέων (σπουδαστές): τα πρόσωπα αυτά απολαύουν εκ πλαγίου δικαιωμάτων. Η δυνατότητα αυτή δεν υφίστατο πριν από το 1985 για τα άτομα που αποκλείονταν από την εφαρμογή του άρθρου 37 ( π.χ. οι έγγαμοι άνδρες ). Έκτοτε, ο βέλγος νομοθέτης εισήγαγε τη σύνταξη επιζώντος συζύγου και τη σύνταξη οικοκυράς οπότε, θεωρητικώς, αυτό το υπέρ του άρθρου 37 επιχείρημα δεν πρέπει να υφίσταται πλέον.

19.

Τέλος, η Βελγική Κυβέρνηση προσθέτει ότι τόσο η κατάργηση του άρθρου 37 του βασιλικού διατάγματος της 19ης Δεκεμβρίου 1967 όσο και η επέκταση του στους έγγραμους άνδρες θα είχαν ως συνέπεια την εισαγωγή έμμεσης διακρίσεως, πράγμα αντίθετο προς το άρθρο 4 της οδηγίας 79/7. Η κατάργηση του θα επέβαλλε σε πολύ περισσότερες γυναίκες απ' ό,τι σε άνδρες την υποχρέωση καταβολής εισφορών, εφόσον, όπως εμφαίνεται από τις στατιστικές, υφίστανται σήμερα περισσότερες έγγαμες γυναίκες, απ' ό,τι έγγαμοι άνδρες, οι οποίες, παράλληλα με τα οικιακά, ασκούν περιορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες για την ισοσκέλιση του οικογενειακού τους προϋπολογισμού. Σε περίπτωση που αποφασιζόταν η επέκταση της εφαρμογής του άρθρου 37 στους έγγαμους άνδρες, θα έπρεπε να αποφεύγεται όπως, στο πλαίσιο ενός και του αυτού νοικοκυριού, επικαλούνται το εν λόγω άρθρο και οι δύο σύζυγοι εφόσον σε μια τέτοια κατάσταση ουδείς εξ αυτών θα διασφάλιζε δικαίωμα για παροχές. Εξάλλου, όσον αφορά, ειδικότερα, τις συνταξιοδοτικές παροχές, το ύψος τους είναι συχνότατα χαμηλότερο όταν την εφαρμογή του άρθρου 37 ζητεί ο σύζυγος, ενώ το αντίθετο συμβαίνει όταν τη ζητεί η σύζυγος. Η κατάσταση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι το ύψος της συντάξεως αποτελεί συνάρτηση του αριθμού των ετών μιας σταδιοδρομίας και στο γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εγγάμων γυναικών που είναι ανεξάρτητοι επαγγελματίες δεν ασκούν στην πραγματικότητα επαγγελματική δραστηριότητα παρά για μια μικρή περίοδο της « δυνητικής » τους επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Από την άποψη του άρθρου 37, μια φαινομενικώς ίση μεταχείριση εγγάμων ανδρών και γυναικών θα συνεπαγόταν, όσον αφορά ενδεχόμενο δικαίωμα για παροχές, περισσότερα μειονεκτήματα για τις γυναίκες απ' ό,τι για τους άνδρες.

20.

Περαίνοντας, η Βελγική Κυβέρνηση προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει στο υποβληθέν από το Tribunal du travail της Nivelles προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

« Το άρθρο 37 του βασιλικού διατάγματος της 19ης Δεκεμβρίου 1967 περί γενικής ρυθμίσεως για την εφαρμογή του βασιλικού διατάγματος 38, της 27ης Ιουλίου 1967, περί οργανώσεως του ασφαλιστικού καθεστώτος των ανεξαρτήτων επαγγελματιών είναι σύμφωνο προς την οδηγία 79/7/ΕΟΚ της 19ης Δεκεμβρίου 1978 περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως. »

21.

Η Επινροπή υπενθυμίζει τη νομολογία του Δικαστηρίου (και κυρίως τις αποφάσεις του της 24ης Μαρτίου 1987, Cotter, 286/85, Συλλογή 1987, σ. 1453 της 24ης Ιουνίου 1987, Borrie Clarke, 384/85, Συλλογή 1987, σ. 2865 της 24ης Ιουνίου 1986, Drake, 150/85, Συλλογή 1986, σ. 1995 της 8ης Μαρτίου 1988, Dik, 80/87, Συλλογή 1988, σ. 1601 της 13ης Δεκεμβρίου 1989, Ruzius-Wilbrink, 102/88, Συλλογή 1989, σ. 4311) κατά την οποία η οδηγία 79/7 ισχύει από τις 23 Δεκεμβρίου 1984. Το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής εφαρμόζεται απευθείας και αποτελεί τη συγκεκριμένη έκφραση του σκοπού της οδηγίας που είναι η εφαρμογή στην πράξη της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Ελλείψει μέτρων εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας και μέχρις ότου μια εθνική κυβέρνηση λάβει τα αναγκαία εκτελεστικά μέτρα, το υφιστάμενο δυσμενείς διακρίσεις φύλο δικαιούται να υπάγεται στο ίδιο καθεστώς με το προνομιούχο φύλο που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, καθεστώς που εξακολουθεί να αποτελεί, ελλείψει εφαρμογής της οδηγίας, το μόνο έγκυρο σύστημα αναφοράς.

22.

Η Επιτροπή φρονεί ότι το άρθρο 37 του βασιλικού διατάγματος της 19ης Δεκεμβρίου 1967 αποτελεί περίπτωση άμεσης διακρίσεως σε βάρος των ανδρών και ότι η δυσμενής αυτή διάκριση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7, κατά το μέτρο που το άρθρο της 2 αφορά ρητώς τους ανεξάρτητους επαγγελματίες, το άρθρο της 3, παράγραφος 1, αφορά τα συστήματα προστασίας κατά ασθενείας, αναπηρίας και γήρατος, και το άρθρο της 4, παράγραφος 1, απαγορεύει, όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής εισφορών καθώς και τον υπολογισμό των εισφορών, κάθε διάκριση που βασίζεται στο φύλο.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 37 του βασιλικού διατάγματος της 19ης Δεκεμβρίου 1967 πρέπει να θεωρηθεί ως αντίθετο προς την οδηγία 79/7 και κυρίως προς το άρθρο της 4, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, κατά το μέτρο που, σε μερικούς από τους αναφερόμενους στην οδηγία τομείς, το εν λόγω άρθρο αποκλείει τους έγγαμους άνδρες και τους χήρους από την ευνοϊκή μεταχείριση που επιφυλάσσει στις έγγαμες γυναίκες και τις χήρες μολονότι και αυτοί πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις.

Εξ αυτού η Επιτροπή συνάγει ότι οι έγγαμοι άνδρες ή χήροι, οι οποίοι ασκούν, κατά κύρια απασχόληση, ανεξάρτητο επάγγελμα αλλά των οποίων το εξ αυτού εισόδημα δεν υπερβαίνει το εκ του νόμου καθοριζόμενο ποσό, πρέπει, εφόσον υποβάλουν τη σχετική αίτηση, να μπορούν να εξομοιώνονται προς τα πρόσωπα που ασκούν, κατά τρόπο συμπληρωματικό,παρόμοιο επάγγελμα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις έγγαμες γυναίκες ή χήρες. Υπό όμοιες περιστάσεις, πρέπει στους άνδρες που ασκούν ανεξάρτητο επάγγελμα να αναγνωρίζεται το προνομιακό σύστημα υπολογισμού ασφαλιστικών εισφορών που επιφυλάσσεται σήμερα στις γυναίκες που ασκούν ανεξάρτητο επάγγελμα, δεδομένου ότι το σύστημα αυτό αποτελεί, ελλείψει μέτρων εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, το μόνο έγκυρο σύστημα αναφοράς. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η οδηγία δεν κάνει καμιά αντιδιαστολή μεταξύ « θετικής » ή « αρνητικής » διακρίσεως και ότι, κατά συνέπεια, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να δικαιολογήσει μια εισάγουσα διακρίσεις διάταξη με το επιχείρημα ότι η διάκριση αυτή είναι « θετική » υπέρ των γυναικών.

23.

Η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

« Μια εθνική νομοθεσία η οποία επιφυλάσσει στις έγγαμες γυναίκες ή χήρες το ευεργέτημα της απαλλαγής από την καταβολή εισφορών ή της μειώσεως του σχετικού ποσού όσον αφορά τα νόμιμα συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά ενός ή περισσοτέρων από τους κινδύνους που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ της 19ης Δεκεμβρίου 1978, χωρίς να παρέχει την ίδια απαλλαγή από καταβολή εισφορών στους έγγαμους άνδρες ή χήρους μολονότι και αυτοί πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις, δεν είναι σύμφωνη προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. »

G. F. Mancini

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 21ης Νοεμβρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-373/89,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal du travail της Nivelles προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Caisse d'assurances sociales pour travailleurs indépendants « Integrity», ASBL,

και

Nadine Rouvroy, χήρας Jean Leloup, και των τέκνων τους Olivier, Eric και Mathieu,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. F. O'Higgins, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini και F. Α. Schockweiler, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Nadine Rouvroy, χήρα Jean Leloup, και τα τέκνα τους Olivier, Eric και Mathieu, εκπροσωπούμενοι από τον Franklin Huisman, δικηγόρο Βρυξελλών,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ρ. Mainil, Υφυπουργό Μεσαίων Τάξεων,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τη Marie Wolfcarius, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 4ης Οκτωβρίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 25ης Οκτωβρίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με παρεμπίπτουσα απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Δεκεμβρίου 1989, το Tribunal du travail της Nivelles ( Βέλγιο ), τμήμα Wavre, υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160 ).

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Caisse d'assurances sociales pour travailleurs indépendants «Integrity», ASBL (στο εξής: Integrity), και της Nadine Rouvroy, χήρας του αρχιτέκτονα Jean Leloup, και των τέκνων τους Olivier, Eric και Mathieu, σχετικά με την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών για ανεξαρτήτους επαγγελματίες που απαιτούνταν για τα οικονομικά έτη 1985 και 1986.

3

Δυνάμει του άρθρου 1 του βελγικού βασιλικού διατάγματος 38 της 27ης Ιουλίου 1967, περί οργανώσεως του ασφαλιστικού καθεστώτος των ανεξαρτήτων επαγγελματιών (που δημοσιεύθηκε στον Moniteur belge της 29.7.1967, σ. 1001 ), στο καθεστώς αυτό εμπίπτουν οι οικογενειακές παροχές, οι παροχές συντάξεως και επιζώντος συζύγου καθώς και οι παροχές λόγω ασθενείας ή αναπηρίας. Στο καθεστώς αυτό υπάγονται οι ανεξάρτητοι επαγγελματίες και οι αμισθί επικουρούντες αυτούς.

4

Το βασιλικό διάταγμα της 19ης Δεκεμβρίου 1967 (που δημοσιεύθηκε στον Moniteur belge της 28.12.1967, σ. 1496), όπως τροποποιήθηκε από το βασιλικό διάταγμα της 20ής Ιουλίου 1981 ( που δημοσιεύθηκε στον Moniteur belge της 20.7.1981, σ. 1218 ), περί γενικής ρυθμίσεως για την εφαρμογή του προαναφερθέντος βασιλικού διατάγματος 38, προβλέπει, στο άρθρο του 37, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ότι:

« Εφόσον το εισόδημα τους από την άσκηση επαγγέλματος κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφοι 2 και 3, του βασιλικού διατάγματος 38, το οποίο πρόκειται να ληφθεί ως βάση για τον υπολογισμό των εισφορών όσον αφορά συγκεκριμένο οικονομικό έτος, είναι κατώτερο των 77472 BFR, οι έγγαμες γυναίκες, οι χήρες και οι σπουδαστές επί των οποίων τυγχάνει εφαρμογής το βασιλικό διάταγμα 38 μπορούν, για το εν λόγω έτος, να ζητήσουν την εξομοίωση τους προς τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο άρθρο 12, παράγραφος 2, του εν λόγω διατάγματος. »

5

Δυνάμει του άρθρου 12, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος βασιλικού διατάγματος 38, ο υπόχρεος για την καταβολή εισφορών, ο οποίος, εκτός της δραστηριότητας λόγω της οποίας υπάγεται στο ασφαλιστικό καθεστώς των ανεξαρτήτων επαγγελματιών, ασκεί συνήθως και κατά κύριο επάγγελμα άλλη επαγγελματική δραστηριότητα, δεν οφείλίΐ εισφορά βάσει του βασιλικού διατάγματος 38 αν το εισόδημα από τη δραστηριότητα του ως ανεξαρτήτου επαγγελματία δεν φθάνει ορισμένο ποσό. Η απαλλαγή αυτή από εισφορές δεν στερεί τον δικαιούχο από τις παροχές που προβλέπονται από το ασφαλιστικό καθεστώς των ανεξαρτήτων επαγγελματιών.

6

Κατά τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του Tribunal du travail της Nivelles, o Leloup, του οποίου το εισόδημα ήταν εξαιρετικά χαμηλό, ζήτησε την επ' αυτού εφαρμογή του άρθρου 37 του βασιλικού διατάγματος της 19ης Δεκεμβρίου 1967. Η Integrity αντε-τάχθη στο αίτημα αυτό ισχυριζόμενη ότι το προαναφερθέν άρθρο 37 εφαρμόζεται μόνο επί των εγγάμων γυναικών, των χηρών και των σπουδαστών, αποκλειομένων των εγγάμων ανδρών και των χήρων. Οι κληρονόμοι του Leloup, οι οποίοι συνεχίζουν τη δίκη, υποστηρίζουν ότι το εν λόγω άρθρο 37 είναι αντίθετο προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως.

7

Το Tribunal du travail της Nivelles, τμήμα Wavre, αποφάσισε την αναστολή της ενώπιον του διαδικασίας και την υποβολή προς το Δικαστήριο του εξής προδικαστικού ερωτήματος:

« Είναι το άρθρο 37 του βασιλικού διατάγματος της 19ης Δεκεμβρίου 1967 περί γενικής ρυθμίσεως για την εφαρμογή του βασιλικού διατάγματος 38 της 27ης Ιουλίου 1967, περί οργανώσεως του ασφαλιστικού καθεστώτος των ανεξαρτήτων επαγγελματιών σύμφωνο προς την οδηγία ( 79/7/ΕΟΚ ) της 19ης Δεκεμβρίου 1978 περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως; »

8

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

9

Εν πρώτοις, πρέπει να παρατηρηθεί ότι καίτοι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης, να αποφαίνεται επί του συμβιβαστού μιας εθνικής ρυθμίσεως με το κοινοτικό δίκαιο, είναι, αντιθέτως, αρμόδιο να παρέχει στα εθνικά δικαστήρια όλα τα στοιχεία ερμηνείας που σχετίζονται με το εν λόγω δίκαιο και τους επιτρέπουν να εκτιμούν το συμβιβαστό αυτό προκειμένου να εκδίδουν αποφάσεις στις υποθέσεις που υποβάλλονται στην κρίση τους ( βλ. την εσχάτως εκδοθείσα απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 1990, Nespoli, C-196/89, Συλλογή 1990, σ. I-3647).

10

Δυνάμει του άρθρου της 2, η προαναφερθείσα οδηγία 79/7/ΕΟΚ εφαρμόζεται, κυρίως, επι των ανεξαρτήτων επαγγελματιών. Στο άρθρο της 3 απαριθμούνται τα νομικά συστήματα και οι διατάξεις όπου πρέπει να εφαρμόζεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής:

« Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά:

το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους πρόσβασης στα συστήματα αυτά,

την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,

τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών. »

11

Επομένως, με το προδικαστικό ερώτημα ερωτάται κατ' ουσίαν αν το ζήτημα αν, ιδίως, το άρθρο 4 της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιφυλάσσουν μόνο στις έγγαμες γυναίκες, τις χήρες και τους σπουδαστές τη δυνατότητα εξομοιώσεως προς τα πρόσωπα που δεν οφείλουν ασφαλιστική εισφορά όταν το εισόδημα τους από την άσκηση δραστηριοτήτων ανεξαρτήτου επαγγελματία είναι χαμηλό, ενώ ασκούν συνήθως και κατά κύριο επάγγελμα άλλη επαγγελματική δραστηριότητα.

12

Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία ( βλ. την εσχάτως εκδοθείσα απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1989, Ruzius-Wilbrink, C-102/88, Συλλογή 1989, σ. 4311), το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ, ως έχει το καθεστώς αυτό καθαυτό και λαμβανομένου υπόψη του σκοπού και του περιεχομένου της εν λόγω οδηγίας, είναι αρκετά σαφές ώστε οι πολίτες να μπορούν να το επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και να ζητούν από τα εν λόγω δικαστήρια να μην εφαρμόζουν κάθε εθνική διάταξη η οποία δεν συμβιβάζεται προς το άρθρο αυτό. Συναφώς, είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι η διάταξη αυτή επιβάλλει στα κράτη μέλη την κατάργηση όλων των διατάξεων που είναι αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

13

Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει, με την προαναφερθείσα απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 1989, ότι, σε περίπτωση άμεσης διακρίσεως, τα πρόσωπα της υφισταμένης δυσμενή μεταχείριση κατηγορίας έχουν δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως και υπαγωγής στο ίδιο καθεστώς με τα ευρισκόμενα στην ίδια κατάσταση πρόσωπα της υφιστάμενης ευνοϊκή μεταχείριση κατηγορίας, καθεστώς που εξακολουθεί να αποτελεί, εφόσον η οδηγία δεν έχει προσηκόντως εκτελεστεί, το μόνο έγκυρο σύστημα αναφοράς.

14

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την εσώτερη λογική της οδηγίας, το άρθρο 4, το οποίο καθορίζει την έκταση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, δεν εφαρμόζεται παρά εντός του προσωπικού και ουσιαστικού πεδίου εφαρμογής της οδηγίας (απόφαση της 27ης Ιουνίου 1989, J. G. Achterberg-te Riele, 48/88, 106/88 και 107/88, Συλλογή 1989, σ. 1963 ). Συναφώς, ο γενικός εισαγγελέας ορθώς παρατήρησε, στις προτάσεις του, ότι, ακόμα και σε περίπτωση που αδιαίρετες ασφαλιστικές εισφορές αντιστοιχούν σε ασφαλιστικές παροχές εν μέρει μόνο εμπίπτουσες στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ, παρ' όλ' αυτά, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως εφαρμόζεται ως προς το σύνολο των εισφορών αυτών. Το αντίθετο συμβαίνει όταν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των εισφορών ανάλογα με τις ατομικές παροχές.

15

Ενόψει του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν από το Tribunal du travail της Nivelles, τμήμα Wavre, προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι είναι αντίθετη προς το άρθρο αυτό μια εθνική νομοθεσία που επιφυλάσσει στις έγγαμες γυναίκες, τις χήρες και τους σπουδαστές τη δυνατότητα εξομοιώσεως τους προς πρόσωπα που δεν οφείλουν ασφαλιστική εισφορά ενώ δεν παρέχει την ίδια δυνατότητα απαλλαγής από εισφορές στους έγγαμους άνδρες ή τους χήρους που πληρούν, εξάλλου, τις ίδιες προϋποθέσεις.

Επί των δικαστικών εξόδων

16

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Tribunal du travail της Nivelles, τμήμα Wavre, με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1989, αποφαίνεται:

 

To άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι είναι αντίθετη προς το άρθρο αυτό μια εθνική νομοθεσία που επιφυλάσσει στις έγγαμες γυναίκες, τις χήρες και τους σπουδαστές τη δυνατότητα εξομοιώσεως τους προς πρόσωπα που δεν οφείλουν ασφαλιστική εισφορά ενώ δεν παρέχει την ίδια δυνατότητα απαλλαγής από εισφορές στους έγγαμους άνδρες ή τους χήρους που πληρούν, εξάλλου, τις ίδιες προϋποθέσεις.

 

O'Higgins

Mancini

Schockweiler

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Νοεμβρίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος

Τ. F. O'Higgins


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top