Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0297

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 23ης Απριλίου 1991.
    Rigsadvokaten κατά Nicolai Christian Ryborg.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Højesteret - Δανία.
    Οδηγία 83/182/ΕΟΚ - Προσωρινή εισαγωγή οχήματος ιδιωτικής χρήσεως - Συνήθης κατοικία - Υποχρέωση συννενοήσεως μεταξύ κρατών μελών.
    Υπόθεση C-297/89.

    Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-01943

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:160

    ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-297/89 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    1. Νομικό πλαίσιο

    1.1. Η κοινοτική νομοθεσία

    1.

    Η οδηγία 77/383/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977 ( ΕΕ ειδ. έκδ., 09/001, σ. 49 ), αποτελεί την έκτη οδηγία σχετικά με την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών (στο εξής: η έκτη οδηγία). Η οδηγία αυτή καθορίζει κατά τρόπο ομοιόμορφο τη βάση επιβολής του φόρου προστιθεμένης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ). Σύμφωνα με το άρθρο της 2 στον ΦΠΑ υπόκεινται οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται εξ επαχθούς αιτίας στο εσωτερικό της χώρας υπό υποκειμένου στον φόρο καθώς και οι εισαγωγές αγαθών.

    2.

    Με τον τίτλο Χ της οδηγίας θεσπίζεται κοινός κατάλογος απαλλαγών. Το άρθρο 14 περιλαμβάνει τις απαλλαγές κατά την εισαγωγή. Η πρώτη του παράγραφος προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι:

    « 1.

    Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή ή κατάχρηση:

    α)

    (...)

    β)

    (...)

    γ)

    τις εισαγωγές αγαθών, τα οποία εδηλώθησαν ότι τίθενται υπό τελωνειακό καθεστώς προσωρινής εισαγωγής και απολαύουν, ως εκ τούτου, απαλλαγής εκ των δασμών ή θα ετύγχαναν παρομοίας απαλλαγής εάν εισήγοντο από τρίτη χώρα ».

    3.

    Τα φορολογικά συστήματα που ισχύουν για τις προσωρινές εισαγωγές έχουν αποτελέσει, σε κοινοτικό επίπεδο, το αντικείμενο περιορισμένης εναρμονίσεως. Στις 28 Μαρτίου 1983, το Συμβούλιο εξέδωσε την οδηγία 83/182/ΕΟΚ για τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της Κοινότητας στις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μεταφορικών μέσων (ΕΕ L 105, σ. 59, στο εξής: η οδηγία 83/182 ). Η οδηγία αυτή υποχρεώνει τα κράτη μέλη να χορηγούν, από την 1η Ιανουαρίου 1984, ατέλειες από τους φόρους κύκλου εργασιών, τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως και τους άλλους φόρους καταναλώσεως καθώς και ορισμένους φόρους που αναφέρονται στο παράρτημά της. Το πεδίο εφαρμογής της περιορίζεται στις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μη εμπορικού χαρακτήρα μεταφορικών μέσων που έχουν αποκτηθεί ή αγοραστεί κατά τους γενικούς όρους φορολογίας που ισχύουν στην εσωτερική αγορά ενός κράτους μέλους.

    4.

    Το άρθρο 3 της οδηγίας 83/182 αφορά την προσωρινή εισαγωγή ορισμένων μεταφορικών μέσων για ιδιωτική χρήση:

    « Η ατέλεια από τους φόρους που αναφέρονται στο άρθρο 1 χορηγείται για συνεχές ή όχι χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ανά δωδεκάμηνο κατά την προσωρινή εισαγωγή επιβατικών οχημάτων, τροχόσπιτων, σκαφών αναψυχής, ιδιωτικών αεροπλάνων και ποδηλάτων, υπό τους ακόλουθους όρους:

    α)

    ο ιδιώτης που εισάγει τα αγαθά αυτά πρέπει:

    αα)

    να έχει τη συνήθη κατοικία του σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος της προσωρινής εισαγωγής,

    ββ)

    να χρησιμοποιεί αυτά τα μεταφορικά μέσα για ιδιωτική του χρήση,

    β)

    τα μεταφορικά μέσα δεν επιτρέπεται να μεταβιβάζονται ούτε να εκμισθώνονται μέσα στο κράτος μέλος όπου εισάγονται προσωρινά, αλλά ούτε και να αποτελέσουν αντικείμενο χρησιδανείου προς κάτοικο αυτού του κράτους μέλους. Πάντως, τα επιβατικά οχήματα που ανήκουν σε επιχείρηση ενοικίασης, η καταστατική έδρα της οποίας βρίσκεται στην Κοινότητα, μπορούν να εκμισθωθούν εκ νέου σε μη κάτοικο προκειμένου να επανεξαχθούν, εάν αυτά βρίσκονται στη χώρα εις εκτέλεση συμβάσεως μισθώσεως η οποία έληξε στη χώρα αυτή. Μπορούν, επίσης, να επιστραφούν, από υπάλληλο της επιχείρησης ενοικίασης, στο κράτος μέλος όπου εκμισθώθηκαν αρχικά ακόμη και αν ο υπάλληλος αυτός κατοικεί στο κράτος μέλος στο οποίο έγινε η προσωρινή εισαγωγή. »

    5.

    Το άρθρο 5 της οδηγίας 83/182 προβλέπει ειδικούς κανόνες όσον αφορά τις περιπτώσεις προσωρινής εισαγωγής επιβατικών οχημάτων ιδιωτικής χρήσεως:

    « 1.

    Η ατέλεια από τους φόρους που αναφέρονται στο άρθρο 1 χορηγείται για την προσωρινή εισαγωγή επιβατικών οχημάτων στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    κατά τη χρησιμοποίηση ενός επιβατικού οχήματος, η άδεια κυκλοφορίας του οποίου έχει εκδοθεί στη χώρα της συνήθους κατοικίας του χρήστη, για τη διαδρομή που διανύει τακτικά στο έδαφος ενός άλλου κράτους μέλους για να πάει από την κατοικία του στον τόπο εργασίας της επιχείρησης και να επιστρέψει. Η ατέλεια αυτή δεν υπόκειται σε κανέναν περιορισμό όσον αφορά τη διάρκειά της,

    β)

    κατά τη χρησιμοποίηση από φοιτητή ενός επιβατικού οχήματος, η άδεια κυκλοφορίας του οποίου έχει εκδοθεί στο κράτος μέλος της συνήθους κατοικίας του, στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο ο φοιτητής διαμένει αποκλειστικά και μόνο για τις σπουδές του.

    2.

    Η χορήγηση των ατελειών που προβλέπονται στην παράγραφο 1 υπόκειται μόνο στην τήρηση των όρων που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημεία α, β και γ. »

    6.

    Οι γενικοί κανόνες για τον καθορισμό της συνήθους κατοικίας ενός προσώπου περιλαμβάνονται στο άρθρο 7 και είναι οι εξής:

    « 1.

    Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ως “ συνήθης κατοικία ” νοείται ο τόπος στον οποίο ένα άτομο διαμένει συνήθως, δηλαδή τουλάχιστον 185ημέρες ανά ημερολογιακό έτος λόγω προσωπικών και επαγγελματικών δεσμών ή, στην περίπτωση ατόμου χωρίς επαγγελματικούς δεσμούς, λόγω προσωπικών δεσμών από τους οποίους προκύπτουν στενοί δεσμοί μεταξύ αυτού του ατόμου και του τόπου στον οποίο κατοικεί.

    Εντούτοις, η συνήθης κατοικία ατόμου, του οποίου οι επαγγελματικοί δεσμοί βρίσκονται σε τόπο άλλον από τον τόπο των προσωπικών του δεσμών και το οποίο για τον λόγο αυτό υποχρεώνεται να διαμένει διαδοχικά σε διάφορους τόπους που βρίσκονται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, θεωρείται ότι βρίσκεται στον τόπο των προσωπικών του δεσμών, με την προϋπόθεση ότι επιστρέφει τακτικά στον τόπο αυτό. Ο τελευταίος αυτός όρος δεν απαιτείται όταν το άτομο διαμένει σε ένα κράτος μέλος για την εκτέλεση αποστολής με καθορισμένη διάρκεια. Η φοίτηση σε πανεπιστήμιο ή άλλη σχολή δεν συνεπάγεται τη μεταφορά της συνήθους κατοικίας.

    2.

    Οι ιδιώτες αποδεικνύουν με οποιονδήποτε τρόπο τον τόπο της συνήθους κατοικίας τους, ιδίως με το δελτίο ταυτότητάς τους ή με οποιοδήποτε άλλο έγκυρο έγγραφο.

    3.

    Στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εισαγωγής αμφιβάλλουν για το κόρος της δήλωσης σχετικά με τη συνήθη κατοικία, που γίνεται σύμφωνα με την παράγραφο 2, ή με σκοπό ορισμένους ειδικούς ελέγχους, οι αρχές αυτές μπορούν να ζητούν κάθε συμπληρωματικό πληροφοριακό ή αποδεικτικό στοιχείο. »

    7.

    Το άρθρο 9 της οδηγίας 83/182 περιλαμβάνει ορισμένους ειδικούς κανόνες. Ένας από τους κανόνες αυτούς, ο οποίος περιέχεται στην παράγραφό της 3 αφορά τη Δανία:

    « 3.

    Το Βασίλειο της Δανίας μπορεί να διατηρήσει τους ισχύοντες στη χώρα αυτή κανόνες σχετικά με τη συνήθη κατοικία, σύμφωνα με τους οποίους κάθε άτομο, συμπεριλαμβανομένων των φοιτητών και της περιπτώσεως του άρθρου 5, παράγραφος 1, σημείο β, της παρούσας οδηγίας, θεωρείται ότι έχει τη συνήθη κατοικία του στη Δανία αν διαμένει στη χώρα αυτή επί ένα έτος ή 365ημέρες σε χρονική περίοδο 24 μηνών.

    Εντούτοις, για να αποφευχθεί κάθε διπλή επιβολή φόρου:

    όταν η εφαρμογή των κανόνων αυτών οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ένα άτομο έχει δύο κατοικίες, η συνήθης κατοικία του ατόμου αυτού βρίσκεται στον τόπο στον οποίο διαμένουν ο/η σύζυγός του και τα τέκνα του,

    σε παρόμοιες περιπτώσεις, το Βασίλειο της Δανίας συνεννοείται με το άλλο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ώστε να καθοριστεί ποιά από τις δύο κατοικίες πρέπει να ληφθεί υπόψη για την επιβολή του φόρου.

    Πριν από την παρέλευση τριών ετών, το Συμβούλιο θα επανεξετάσει με βάση έκθεση της Επιτροπής την παρέκκλιση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο και θα θεσπίσει ενδεχομένως, μετά από πρόταση της Επιτροπής και βάσει του άρθρου 99 της Συνθήκης, τα αναγκαία μέτρα που θα εξασφαλίσουν την κατάργηση της. »

    8.

    Τέλος, το άρθρο 10 προβλέπει ορισμένες τελικές διατάξεις. Η παράγραφος του 2 έχει ως εξής:

    « 2.

    Όταν η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας παρουσιάζει στην πράξη δυσκολίες, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών λαμβάνουν με κοινή συμφωνία τις αναγκαίες αποφάσεις λαμβάνοντας υπόψη τις συμβάσεις και τις κοινοτικές οδηγίες για αμοιβαία συνδρομή. »

    Από την τελευταία παράγραφο του άρθρου αυτού προκύπτει ότι η οδηγία 83/182 απλώς αποτελεί ένα πρώτο στάδιο εναρμονίσεως:

    «4.

    Κάθε δύο χρόνια η Επιτροπή, μετά από διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη, υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας στα κράτη μέλη, ιδίως όσον αφορά την έννοια της “ συνήθους κατοικίας ” και προτείνει τις απαραίτητες κοινοτικές διατάξεις προκειμένου να εγκαθιδρυθεί τελικά ενιαίο σύστημα σε όλα τα κράτη μέλη. »

    9.

    Στις 4 Φεβρουαρίου 1987 η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο πρόταση οδηγίας για την τροποποίηση της οδηγίας 83/182 (ΕΕ C 40, σ. 7). Με την πρόταση αυτή αποσκοπείτο η επέκταση των ατελειών που προβλέπονταν στην οδηγία 83/182 σε σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις, κυρίως όταν οι κάτοικοι κράτους μέλους έχουν προσωπικές ή επαγγελματικές σχέσεις σε άλλα κράτη μέλη και όταν είναι προφανές, ότι δεν υφίσταται πρόθεση απάτης ή φοροδιαφυγής. Η πρόταση αυτή δεν έχει εισέτι υιοθετηθεί από το Συμβούλιο.

    1.2. Η Δανική νομοθεσία

    10.

    Η εισαγωγή και η προσωρινή χρησιμοποίηση ορισμένων μεταφορικών μέσων στη Δανία διέπονται από την υπουργική απόφαση αριθ. 24 της 30ής Ιανουαρίου 1984 ( Lovtidende Α, 1984, σ. 173 ), για τη μεταφορά στο δανικό δίκαιο της οδηγίας 83/182. Σύμφωνα με το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής, πρόσωπα που δεν κατοικούν στο τελωνειακό έδαφος της Δανίας μπορούν να εισάγουν και να χρησιμοποιούν ατελώς ορισμένα μεταφορικά μέσα υπό την προϋπόθεση ότι τα μέσα αυτά δεν ανήκουν σε άτομα που κατοικούν στο έδαφος αυτό, δεν χρησιμοποιούνται απ' αυτά ούτε διατίθενται για μεταφορές για λογαριασμό τρίτων μεταξύ τόπων κείμενων στο εν λόγω έδαφος. Η έννοια της κατοικίας επί του εδάφους αυτού προσδιορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, κατά το οποίο ένα πρόσωπο λογίζεται ως έχον εγκαταστήσει στο έδαφος αυτό την κατοικία του όταν έχει διαμείνει εκεί επί ένα έτος. Ένα πρόσωπο που βρίσκεται κατά διαστήματα στο έδαφος αυτό λογίζεται ότι έχει διαμείνει εκεί επί ένα έτος αν, κατά τη διάρκεια των 24 τελευταίων μηνών ή επί μικρότερο διάστημα, έχει διαμείνει, εκεί επί 365 συνολικώς ημέρες.

    11.

    Σε περίπτωση που η εισαγωγή ενός μεταφορικού μέσου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προαναφερθείσας αποφάσεως αριθ. 24, καταβάλλεται γι' αυτήν ΦΠΑ. Αν ο ΦΠΑ έχει ήδη καταβληθεί για το ίδιο μεταφορικό μέσον σε άλλο κράτος μέλος, καταβάλλεται μόνο η διαφορά μεταξύ του αλλοδαπού και του δανικού ΦΠΑ. Αυτό προκύπτει από την υπουργική απόφαση αριθ. 367 της 29ης Ιουνίου 1988 ( Lovtidende Α, 1988, σ. 254). Παράλληλα με την υποχρέωση καταβολής του ΦΠΑ, η δανική νομοθεσία επιβάλλει την υποχρέωση ταξινομήσεως των αυτοκινήτων που χρησιμοποιούνται ή πρόκειται να χρησιμοποιηθούν στο δανικό εθνικό οδικό δίκτυο, και αυτό εντός προθεσμίας 14ημερών από την εισαγωγή καθώς και την καταβολή για τον λόγο αυτό του φόρου ταξινομήσεως.

    2. Τα πραγματικά περιστατικά και η διαφορά της κύριας δίκης

    12.

    Στις 6 Απριλίου 1973, ο Nicolai Christian Ryborg, Δανός υπήκοος, μετανάστευσε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όπου βρήκε εργασία και στέγη. Κατά τα επόμενα έτη, μετέβαινε τακτικά στη Δανία με αυτοκίνητο καταχωρισμένο στη Γερμανία. Ωστόσο, σύμφωνα με έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης της 6ης Απριλίου 1982, η χρησιμοποίηση του αυτοκινήτου αυτού στη Δανία από το εν λόγω άτομο δεν συνεπαγόταν και υποχρέωση ταξινομήσεως του στο κράτος αυτό. Εξάλλου, σύμφωνα με το έγγραφο αυτό ο ενδιαφερόμενος όφειλε να έλθει εκ νέου σε επαφή με τις αρμόδιες δανικές αρχές σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας ή εργασίας.

    13.

    Τον Οκτώβριο του 1982 ο Ryborg απέκτησε νέο αυτοκίνητο το οποίο ταξινόμησε στη Γερμανία. Κατά την περίοδο μεταξύ της 12ης Νοεμβρίου 1982 και της 17ης Ιανουαρίου 1984, χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητο αυτό για να επισκέπτεται μια φίλη του που κατοικούσε στη Δανία, στην οικία της οποίας συνήθως διανυκτέρευε. Σύμφωνα με τις δανικές αρχές, ο δεσμός αυτός του Ryborg με τη φίλη του ήταν τέτοιας φύσεως ώστε να πρέπει να θεωρηθεί ότι ο Ryborg είχε την οικία της ως συνήθη κατοικία. Στις 17 Ιανουαρίου 1984, οι δανικές αρχές κατέσχον το αυτοκίνητο του για τον λόγο ότι έπρεπε αυτό να έχει ταξινομηθεί στην Δανία.

    14.

    Κατά του Ryborg ασκήθηκε, στις 9 Αυγούστου 1984, ποινική δίωξη και απηγγέλθη κατ' αυτού η κατηγορία ότι είχε εκ προθέσεως προβεί στην παράνομη εισαγωγή, στις 12 Νοεμβρίου 1982, του εν λόγω αυτοκινήτου στη Δανία χωρίς να το έχει δηλώσει στις τελωνειακές αρχές για την καταβολή των σχετικών δασμών και φορολογικών επιβαρύνσεων καθώς και ότι το χρησιμοποιούσε στη Δανία από τις 12 Νοεμβρίου 1982 έως τις 17 Ιανουαρίου 1984 χωρίς να έχει καταβάλει τις οφειλόμενες φορολογικές επιβαρύνσεις. Κατηγορήθηκε επίσης ότι δεν είχε ταξινομήσει το αυτοκίνητό του στη Δανία καθώς επίσης ότι είχε παραλείψει να αγοράσει την υποχρεωτική βινιέττα. Ο Ryborg παρεπέμφθη στο ακροατήριο του Kriminalret του Sønderborg προκειμένου να δικαστεί για τις παραβάσεις αυτές.

    15.

    Ενώπιον του Kriminalret ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι είχε ως κατοικία του την οικία της Δανέζας φίλης του. Ωστόσο ανέφερε ότι, από το Φθινόπωρο του 1981, διανυκτέρευε συχνά στην οικία της και ότι, από τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1982, περνούσε όλες σχεδόν τις νύχτες της εβδομάδος καθώς και ορισμένα Σαββατοκύριακα στην οικία της, ενώ είχαν και οι δύο περάσει άλλα Σαββατοκύριακα στο διαμέρισμά του στο Flensburg, καθώς επίσης είχαν κάνει μαζί διακοπές. Μια φορά κάθε τρεις εβδομάδες, όταν είχε νυχτερινή εργασία στο Flensburg, διανυκτέρευε στο διαμέρισμά του στην πόλη αυτή.

    16.

    Στις 6 Σεπτεμβρίου 1984 το Kriminalret έκρινε, βάσει των ανωτέρω στοιχείων, ότι ο Ryborg, ενόψει της δανικής φορολογικής νομοθεσίας, κατοικούσε στη Δανία από τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1982 και ότι ήταν ένοχος όλων των κατ' αυτού κατηγοριών εκτός αυτής κατά την οποία η παράνομη εισαγωγή είχε γίνει εκ προθέσεως. Ο Ryborg καταδικάστηκε σε πρόστιμο 30000 δανικών κορωνών ( DKR ) και υποχρεώθηκε να καταβάλει ποσό 31324 DKR ως ΦΠΑ.

    17.

    Κατά της αποφάσεως αυτής η εισαγγελική αρχή άσκησε έφεση ενώπιον του Vestre Landsret το οποίο, με απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1984, έκρινε ότι ο Ryborg ήταν ένοχος όλων των αναφερόμενων στο κατηγορητήριο αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένης και της εκ προθέσεως παράνομης εισαγωγής, και αύξησε το πρόστιμο στις 66000 DKR. Σχετικά με την εκ προθέσεως εισαγωγή το Landsret έκρινε ότι ο Ryborg είχε παραδεχθεί ότι από τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1982 περνούσε όλες τις νύχτες της εβδομάδας στην οικία της φίλης του στη Δανία και ότι είχε ενημερωθεί, με το έγγραφο του Υπουγείου Δικαιοσύνης της 6ης Απριλίου 1982, αναφορικά με τα περιεχόμενα των κανόνων σχετικά με την υποχρέωση ταξινομήσεως.

    18.

    Κατά της αποφάσεως της 24ης Οκτωβρίου 1984, ο Ryborg άσκησε αναίρεση ενώπιον του Højesteret ζητώντας την απαλλαγή του από τις κατηγορίες, ενώ η εισαγγελική αρχή ζήτησε την επικύρωση της ανωτέρω αποφάσεως με μείωση του προστίμου στις 47000 DKR καθώς και μείωση του οφειλομένου ΦΠΑ στις 12054 DKR προκειμένου να ληφθεί υπόψη, και στις δύο περιπτώσεις, ο ΦΠΑ που είχε καταβληθεί για το αυτοκίνητο αυτό στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

    19.

    Το αυτοκίνητο αυτό βρίσκεται από τις 17 Ιανουαρίου 1984, ημερομηνία της κατασχέσεως του, αποθηκευμένο στην αστυνομία, διότι ο Ryborg αρνήθηκε να παράσχει εγγύηση για τις οφειλόμενες επιβαρύνσεις. Ύστερα από την ημερομηνία εκείνη, δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να επισκέπτεται καθημερινώς τη φίλη του και συναντώνταν μόνο τα Σαββατοκύριακα. Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι ο Ryborg απέκτησε, στις 13 Μαρτίου 1989, τη γερμανική ιθαγένεια.

    3. Τα προδικαοτικά ερωτήματα

    20.

    Ενώπιον του Højesteret, ο Ryborg δικαιολόγησε το αίτημά του απαλλαγής ισχυριζόμένος ότι είναι αντίθετη προς την Συνθήκη ΕΟΚ και την οδηγία 83/182η απαίτηση ταξινομήσεως του αυτοκινήτου του καθώς και καταβολής των σχετικών φόρων. Αντιθέτως, η εισαγγελική αρχή φρονεί ότι ορθώς η διοίκηση απαιτεί την εν λόγω ταξινόμηση και καταβολή, εφόσον ο Ryborg πρέπει να θεωρηθεί ως έχων τη συνήθη, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας αυτής, κατοικία του στη Δανία.

    21.

    Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε επίσης ότι οι δανικές αρχές είχαν αξιώσει την ταξινόμηση του αυτοκινήτου του και την καταβολή συμπληρωματικών φορολογικών επιβαρύνσεων χωρίς να έχουν προηγουμένως συζητήσει ή διαπραγματευθεί με τις γερμανικές αρχές και ότι η παράλειψη αυτή αντιβαίνει στο άρθρο 10 της οδηγίας 83/182. Αντιθέτως, η εισαγγελική αρχή θεωρεί ότι το άρθρο αυτό δεν επιβάλλει στις εθνικές αρχές να συνεννοούνται όσον αφορά συγκεκριμένες περιπτώσεις κάι ότι το εν λόγω άρθρο δεν απονέμει δικαιώματα που οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    22.

    Κατόπιν αυτής της διαστάσεως γνωμών ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Højesteret αποφάσισε, με Διάταξη της 22ας Αυγούστου 1989, να υποβάλει στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    « 1)

    Πρώτη εναλλακτική διατύπωση

    Βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει, ενόψει του άρθρου 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 83/182/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της Κοινότητας στις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μεταφορικών μέσων, να καθοριστεί αν ο υπήκοος της χώρας Β έχει τη συνήθη κατοικία του στη χώρα Α ή στη χώρα Β, λαμβανομένου υπόψη ότι:

    α)

    δήλωσε στις αρχές και των δύο κρατών ότι μετοίκησε στη χώρα Α,

    β)

    στη συνέχεια, εργαζόταν και κατοικούσε συνήθως στη χώρα Α,

    γ)

    κατόπιν, χωρίς να δηλώσει ότι μετοίκησε στη χώρα Β και διατηρώντας ταυτόχρονα την κατοικία του και την εργασία του στη χώρα Α, διανυκτέρευε στην οικία φίλης του στη χώρα Β όλες τις ημέρες της εβδομάδας, επί ένα και πλέον έτος, με εξαίρεση μία νύχτα κάθε τρεις εβδομάδες όπου διανυκτέρευε στην κατοικία του στη χώρα Α λόγω νυκτερινής απασχολήσεως ομοίως, διανυκτέρευε με τη φίλη του αυτή ορισμένα Σαββατοκύριακα στην κατοικία της στη χώρα Β ή στη δική του κατοικία στη χώρα Α και περνούσε επίσης μαζί της τις διακοπές του;

    Δεύτερη εναλλακτική διατύπωση

    Βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει, ενόψει του άρθρου 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 83/182/ΕΟΚ, της 28ης Μαρτίου 1983, για τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της Κοινότητας στις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μεταφορικών μέσων, να καθορισθεί αν ο υπήκοος της χώρας Β έχει τη συνήθη κατοικία του στη χώρα Α ή στη χώρα Β, λαμβανομένου υπόψη ότι:

    α)

    δήλωσε στις αρχές και των δύο κρατών ότι μετοίκησε στη χώρα Α,

    β)

    στη συνέχεια, είχε την εργασία του και τη συνήθη κατοικία του στη χώρα Α,

    γ)

    κατόπιν, χωρίς να δηλώσει ότι μετοίκησε στη χώρα Β και διατηρώντας ταυτόχρονα την κατοικία του και την εργασία του στη χώρα Α, διανυκτέρευε στην οικία φίλης του στη χώρα Β όλες τις ημέρες της εβδομάδας επί ένα και πλέον έτος;

    2)

    Απαγορεύει η περιεχόμενη στο άρθρο 10 της οδηγίας 82/182/ΕΟΚ του Συμβουλίου επιταγή συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών για την πρακτική εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας στο κράτος μέλος Β να επιβάλει, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με το κράτος μέλος Α, σε έναν από τους υπηκόους του που έχει ταξινομήσει το αυτοκίνητο του και καταβάλει τους σχετικούς φόρους στο κράτος μέλος Α, να ταξινομήσει το ίδιο αυτό αυτοκίνητο και να καταβάλει προσθέτους δασμούς στο κράτος μέλος Β, όταν το κράτος μέλος Β θεωρεί ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει ήδη τη συνήθη κατοικία του στο κράτος μέλος Β;

    3)

    Παρέχει το άρθρο 10 της οδηγίας στους ιδιώτες δικαιώματα τα οποία μπορούν να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων; »

    23.

    Το Højesteret παρατηρεί ότι έκρινε αναγκαίο να υποβάλει το πρώτο ερώτημα υπό εναλλακτική διατύπωση- η πρώτη διατύπωση ερείδεται επί των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων στηρίχθηκε το Kriminalret του Sønderborg, ενώ η δεύτερη βασίζεται στα γεγονότα στα οποία ρητώς αναφέρεται η απόφαση του Landsret. Το Højesteret προσθέτει ότι πρόκειται να αποφανθεί στην κύρια δίκη με βάση τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η τελευταία αυτή απόφαση, πλην όμως εξακολουθεί να διατηρεί κάποιες αμφιβολίες ως προς το αν το Landsret αρκέστηκε στο να λάβει θέση επί ενός μέρους των δηλώσεων του Ryborg ενώπιον του Kriminalret ή αν στηρίχθηκε στις άλλες δηλώσεις του κατηγορουμένου σχετικά με τις σχέσεις του με τη φίλη του στη Δανία.

    4. Η ενώπιον νου Δικαστηρίου διβόικασία

    24.

    Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Σεπτεμβρίου 1989.

    25.

    Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις:

    στις 8 Ιανουαρίου 1990, ο κατηγορούμενος της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενος από τον G. Lett, δικηγόρο Κοπεγχάγης,

    στις 9 Ιανουρίου 1990, η Δανική Κυβέρνηση εκπροσωπούμενη από τον J. Molde, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών,

    στις 21 Δεκεμβρίου 1989, η Βρετανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Ε. Collins, Treasury Solicitor, και D. Anderson, barrister,

    στις 2 Ιανουαρίου 1990, η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Belliard, υποδιευθύντρια της Διευθύνσεως Νομικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Μ. Giacomini, Γραμματέα Εξωτερικών Υποθέσεων στο ίδιο Υπουργείο,

    στις 21 Δεκεμβρίου 1989, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. F. Buhl, νομικό της σύμβουλο.

    26.

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετ' ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    27.

    Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο ανέθεσε, με απόφαση της 22ας Μαΐου 1990, την υπόθεση στο έκτο του τμήμα.

    II — Περίληψη των παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

    1. Επί της διαχρονικής εφαρμογής της οδηγίας 83/182

    28.

    Ο Ryborg παρατηρεί ότι τα περιστατικά που απετέλεσαν την αιτία της διαφοράς της κύριας δίκης συνέβησαν κατά την περίοδο μεταξύ της 12ης Νοεμβρίου 1982 και της 17ης Ιανουαρίου 1984, ενώ η οδηγία 83/182 έπρεπε να έχει τεθεί σε ισχύ το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 1984. Ωστόσο, η μερική αυτή χρονική διαφορά δεν συνεπάγεται, κατά τη γνώμη του, ότι η επίμαχη περίοδος δεν μπορεί να εξεταστεί υπό το φως της οδηγίας, δοθέντος ότι η εισαγγελική αρχή κατέστησε γνωστό κατά τη διαδικασία της κύριας δίκης ότι η εθνική νομοθεσία ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της οδηγίας όσον αφορά την κατοικία ήδη από την 1η Ιανουαρίου 1984.

    2. Επί της εννοίας της συνήθους κατοικίας

    29.

    Ο Ryborg παρατηρεί ότι οι κανόνες σχετικά με τη συνήθη κατοικία που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/182, δίδουν έμφαση στον τόπο των προσωπικών δεσμών όπου ο σχετικός ιδιώτης διαμένει συνήθως. Η εν λόγω οδηγία δεν καθορίζει το τι πρέπει να νοείται με τους δεσμούς αυτούς. Ωστόσο, απαντώντας σε ερώτηση ευρωβουλευτή, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι ότι οι προσωπικοί δεσμοί ενός μη συνδεομένου διά γάμου ζεύγους καθορίζονται βάσει των ιδίων κριτηρίων με αυτά που εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό των προσωπικών δεσμών άλλων ατόμων, δηλαδή: κοινή στέγη, συχνότης επισκέψεων, επιμερισμός δαπανών κ.λπ. (ΕΕ 1987, C 351, σ. 16). Ο Ryborg θεωρεί ότι η εφαρμογή εν προκειμένω των κριτηρίων αυτών δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι η σχέση του με τη Δανέζα φίλη του μπορεί ή όχι να εξομοιωθεί προς συζυγική σχέση. Δεν υφίσταται κανένα στοιχείο σχετικά με κοινή στέγη ή ενδεχόμενο επιμερισμό δαπανών. Αντιθέτως είναι δεδομένο ότι αυτός διατηρούσε, κατά την επίμαχη περίοδο, την εργασία και το διαμέρισμά του στο Flensburg ενώ, δεν συναντούσε, μετά την κατάσχεση του αυτοκινήτου του, τη φίλη του παρά μόνο τα Σαββατοκύριακα.

    30.

    Εξάλλου ο Ryborg επισημαίνει ότι η υποστηριζόμενη από τις δανικές αρχές άποψη είναι παράδοξη. Αν είχε πράγματι ταξινομήσει το αυτοκίνητό του στη Δανία και καταβάλει τις οφειλόμενες εκεί φορολογικές επιβαρύνσεις, θα είχε προφανώς ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τους. Αυτό ωστόσο δεν θα τον διασφάλιζε έναντι των γερμανικών αρχών οι οποίες, με τη σειρά τους, θα μπορούσαν να κατάσχουν το αυτοκίνητό του. Στην παράδοξη αυτή αλληλουχία τίθεται επίσης το πρόβλημα σχετικά με το εντός ποιας προθεσμίας όφειλε ο Ryborg να έχει ταξινομήσει το αυτοκίνητό του στη Δανία. Πράγματι, οι δανικές αρχές θεώρησαν απλώς ότι ο Ryborg είχε αλλάξει κατοικία λόγω της συχνότητας των επισκέψεων του στη Δανία χωρίς ωστόσο να διευκρινίσουν από ποιο χρονικό σημείο και μετά όφειλε να έχει ταξινομήσει το αυτοκίνητό του. Θα μπορούσε εξάλλου να ανακύψει πρόβλημα σχετικά με το τι θα συνέβαινε αν οι σχέσεις με τη φίλη του άρχιζαν να μη πηγαίνουν και τόσο καλά με αποτέλεσμα οι επισκέψεις του να περιορίζονται τα Σαββατοκύριακα.

    31.

    Η παράδοξη και ασαφής αυτή στάση των δανικών αρχών έχει κατά τον Ryborg ως συνέπεια να μην αποτελεί το αυτοκίνητο το κατάλληλο μεταφορικό μέσο για πρόσωπα που έχουν δεσμούς σε δύο κράτη με κοινά σύνορα. Αυτό είναι ασυμβίβαστο με τον σκοπό της οδηγίας 83/182η οποία αποβλέπει στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων εντός της Κοινότητας. Η σημασία του σκοπού αυτού έχει επίσης υπογραμισθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις αποφάσεις του σχετικά με πραγματικές καταστάσεις προγενέστερες της θέσεως σε ισχύ της οδηγίας (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1985, υπόθεση 249/84, Profant, Συλλογή 1985, σ. 3250 και απόφαση της 6ης Ιουλίου 1988, υπόθεση 127/86, Ledoux, Συλλογή 1988, σ. 3741).

    32.

    Κατά την Δανική Κυβέρνηση το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/182 δεν αναφέρεται ρητώς σε πρόσωπα που διασχίζουν καθημερινώς τα σύνορα για να μεταβαίνουν στην εργασία τους και να επιστρέφουν από αυτήν. Επιβάλλεται ωστόσο η αναφορά στην εν λόγω διάταξη, διότι αυτή περιέχει τους γενικούς κανόνες για τον καθορισμό της έννοιας της συνήθους κατοικίας. Οι κανόνες αυτοί δίδουν αποφασιστική σημασία στον τόπο όπου ένας ιδιώτης έχει τους προσωπικούς του δεσμούς. Η δήλωση του Συμβουλίου και της Επιτροπής κατά την ψήφιση της οδηγίας 83/182, σχετικά με το άρθρο της 7, παράγραφος 1, αποτελεί τη διακήρυξη βασικής αρχής που πρέπει να εφαρμόζεται για τον καθορισμό των προσωπικών αυτών δεσμών σε καταστάσεις όπως η προκείμενη. Η βασική αυτή αρχή ερείδεται στους οικογενειακούς ή κοινωνικούς δεσμούς του ενδιαφερομένου. Συναφώς, έχει σημασία το πού το εν λόγω άτομο περνά τον ελεύθερο χρόνο του. Ο ελεύθερος αυτός χρόνος δεν περιλαμβάνει μόνο τις περιόδους διακοπών αλλά και τις νύχτες της εβδομάδας.

    33.

    Στην αλληλουχία αυτή πρέπει κυρίως να δοθεί σημασία στις συζυγικές σχέσεις ή σε σχέσεις εξομοιώσιμες προς γάμο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, έχει κυρίως σημασία να καθοριστεί από πότε υφίσταται η σχέση, πώς οι ενδιαφερόμενοι έχουν οργανώσει τη ζωή τους από πρακτική και οικονομική άποψη καθώς και ποιο μέρος του ελεύθερου χρόνου τους περνούν μαζί. Εκτός από τους προσωπικούς αυτούς δεσμούς, πρέπει να εξετάζονται και οι σχέσεις που έχει ο ενδιαφερόμενος με άλλα μέλη της οικογενείας του καθώς και οι κοινωνικές σχέσεις του στον τόπο των ψυχαγωγικών του ενασχολήσεων.

    34.

    Κατά την Βρετανική Κυβέρνηση η εφαρμογή του άρθρου 7 της οδηγίας 83/182 αποτελεί κατ' ουσίαν πραγματικό ζήτημα η εκτίμηση του οποίου εμπίπτει στα εθνικά δικαστήρια. Ωστόσο, κατά τη γνώμη της, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τους θεμελιώδεις σκοπούς της εναρμονίσεως σχετικά με τον ΦΠΑ όπως, κυρίως, η προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των εμπορευμάτων και η πρόληψη των περιπτώσεων διπλής φορολογήσεως. Καίτοι το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει τη σημασία των στόχων αυτών σε υποθέσεις σχετικές με περιπτώσεις προσωρινής εισαγωγής προγενέστερες της θέσεως σε ισχύ της οδηγίας 83/182, δεν πρέπει, εν προκειμένω, να γίνει παρέκκλιση από την αρχή που έχει καθιερωθεί στις υποθέσεις αυτές, Ωστόσο, τα όρια που το κοινοτικό δίκαιο θέτει στην εκτίμηση των εθνικών δικαστηρίων δεν πρέπει να αφορούν την απλή διαπίστωση γεγονότων. Επομένως, το Δικαστήριο δεν πρέπει να καθορίσει συγκεκριμένο κριτήριο αναφορικά με τον αριθμό των νυκτών ανά εβδομάδα για τον καθορισμό της κατοικίας ή των προσωπικών δεσμών ενός προσώπου.

    35.

    Στη συνέχεια η Βρετανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι το πρόβλημα που θέτει το Højesteret με το πρώτο του ερώτημα πρέπει να εξεταστεί υπό άλλο πρίσμα' πράγματι, πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν οι γερμανικές αρχές θα μπορούσαν να κατάσχουν το αυτοκίνητο του Ryborg σε περίπτωση που θα το είχε καταχωρίσει στη Δανία. Η απάντηση στο υποθετικό αυτό ερώτημα είναι αρνητική.

    36.

    Τέλος, η Βρετανική Κυβέρνηση προτείνει διάφορα κριτήρια για τον καθορισμό της κατοικίας κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας 83/182. Καίτοι αυτές καθαυτές οι διατυπώσεις σχετικά με τη δήλωση αναχωρήσεως από μια χώρα και αφίξεως σε άλλη δεν αποτελούν, κατ' ανάγκη, αποδεικτικά στοιχεία, παρέχουν ωστόσο τις πρώτες χρήσιμες ενδείξεις. Περαιτέρω είναι σαφές ότι, σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου 7, η φυσική παρουσία είναι όντως σημαντική για τον καθορισμό των προσωπικών δεσμών ενός ατόμου. Συναφώς, η Βρετανική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι η ιδιοκτησία ενός ακινήτου σε κράτος μέλος δεν μπορεί να συνιστά προσωπικό δεσμό όταν δεν υφίσταται μόνιμη κατά το μάλλον ή ήττον διαμονή στο ακίνητο αυτό. Τέλος, η Βρετανική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι ο γενικός κανόνας που προβλέπει το άρθρο 3 της οδηγίας 83/182, κατά τον οποίο ένας ιδιώτης δεν μπορεί να εισαγάγει ατελώς το αυτοκίνητότου στο κράτος μέλος της συνήθους του κατοικίας, πρέπει, χάριν της ασφάλειας του δικαίου, να αποτελεί, παρά την εξαίρεση που έχει δεχθεί το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση του της 6ης Ιουλίου 1988, τον γενικό κανόνα. Οι μεγάλες διαφορές που υφίστανται όσον αφορά τη φορολογία των αυτοκινήτων εντός της Κοινότητας καθώς και οι σχετικές δυνατότητες απάτης καθιστούν αναγκαία την ύπαρξη ενός τέτοιου κανόνα.

    37.

    Η Γαλλική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι το γεγονός ότι ο. Ryborg περνούσε όλες σχεδόν τις νύχτες της εβδομάδας καθώς και μεγάλο μέρος του χρόνου αναπαύσεως και διακοπών του στην οικία φίλης του στη Δανία θα έπρεπε να αρκεί για να θεωρηθεί αυτός ως κάτοικος Δανίας κατά την έννοια της οδηγίας 83/182. Πράγματι, κατά το ημερολογιακό έτος 1983, διέμεινε περισσότερες από 185ημέρες στη Δανία έχοντας εκεί προσωπικούς δεσμούς. Το γεγονός ότι ο Ryborg διαθέτει στέγη στο Flensburg δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά το κύριο στοιχείο του καθορισμού της διαμονής του που πρέπει να είναι ο τόπος των συνήθων και σταθερών προσωπικών του δεσμών.

    38.

    Η Επιτροπή επισημαίνει καταρχάς ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 83/182 δίδει, όσον αφορά τη Δανία, ειδικό ορισμό της έννοιας της συνήθους κατοικίας. Με τον ορισμό αυτό γίνεται αναφορά στον σύζυγο και τα τέκνα του ενδιαφερομένου, ενώ το άρθρο 7 της ίδιας οδηγίας στηρίζεται στους προσωπικούς του δεσμούς. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι με τον όρο σύζυγος πρέπει να νοείται αποκλειστικά το πρόσωπο με το οποίο ο ενδιαφερόμενος συνδέεται διά γάμου ( απόφαση της 17ης Απριλίου 1986, υπόθεση 59/85, Reed, Συλλογή 1986, σ. 1283).

    39.

    Λόγω του ότι τα επίμαχα γεγονότα συνέβησαν κυρίως πριν από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της οδηγίας 83/182, η Επιτροπή φρονεί ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με υποθέσεις προσωρινής εισαγωγής προγενέστερες της ημερομηνίας αυτής εξακολουθεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, δυνάμει των διατάξεων της Συνθήκης και κυρίως του άρθρου της 5, έχει ήδη διασφαλισθεί σε ικανοποιητικό βαθμό η ελεύθερη κυκλοφορία των ιδιοκτητών αυτοκινήτων. Επίσης η εν λόγω νομολογία επιβάλλει στα κράτη μέλη το καθήκον να αποφεύγουν τις διπλές φορολογήσεις (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1984, υπόθεση 134/83, Abbink, Συλλογή 1984, σ. 4097). Η οδηγία 83/182 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως της νομολογίας αυτής, εφόσον σκοπός της είναι ακριβώς η παγίωση των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου που ήδη διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των κατοίκων της Κοινότητας που χρησιμοποιούν το αυτοκίνητό τους.

    40.

    Έτσι με την προαναφερθείσα απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1984 καθιερώθηκε η απαίτηση της υπάρξεως στις νομοθεσίες αντικειμενικών και ελέγξιμων στοιχείων ώστε να αποφεύγονται οι φορολογικές απάτες. Η απαίτηση αυτή ισχύει και όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας της συνήθους κατοικίας. Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο ορισμός που έχει δώσει το Δικαστήριο στην έννοια αυτή στο πλαίσιο μιας υποθέσεως κοινωνικής ασφαλίσεως ( απόφαση της 12ης Ιουλίου 1973, υπόθεση 13/73, Angenieux, Smi. 1973, σ. 935), ικανοποιεί την απαίτηση αυτή. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, με τον όρο κατοικία πρέπει να νοείται ο τόπος όπου ο ενδιαφερόμενος έχει εγκαταστήσει το μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του.

    41.

    Ο καθορισμός της εννοίας της συνήθους κατοικίας πρέπει όχι μόνο να ικανοποιεί αυτή την απαίτηση της αντικειμενικότητας αλλά και την απαίτηση ομοιόμορφης αποδοχής εντός ολόκληρης της Κοινότητας. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 14ης Ιουλίου 1988, υπόθεση 284/87, Schäflein, Συλλογή 1988, σ. 4475), προκύπτει ότι λόγω της τελευταίας αυτής απαιτήσεως, η συνήθης κατοικία δεν μπορεί να καθορίζεται ανάλογα με τον αριθμό απλώς των νυχτών που ένας ιδιώτης έχει περάσει κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου σε χώρα άλλη εκτός αυτής όπου έχει επί αρκετά έτη την εργασία και την κατοικία του. Πρέπει επίσης να υφίστανται εκεί και άλλα στοιχεία από τα οποία να διαπιστώνεται κάποιος ιδιαίτερος δεσμός μεταξύ του Ryborg και του τόπου στη Δανία όπου διανυκτέρευε τακτικά. Τα άλλα αυτά στοιχεία πρέπει να εκτιμώνται κατά τρόπο συγκεκριμένο σε κάθε ατομική περίπτωση και να παρουσιάζουν κάποια σταθερότητα, συνέχεια, πρόθεση και διαφάνεια. Συναφώς, θα μπορούσε να ληφθεί ως ένδειξη το γεγονός της αναλήψεως οικονομικών υποχρεώσεων, όπως η καταβολή ενοικίου ή η αγορά αγαθών και τρεχουσών υπηρεσιών (τρόφιμα, θέρμανση, τηλέφωνο κ.λπ.).

    3. Επί της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών αρχών

    42.

    Ο Ryborg φρονεί ότι το άρθρο 10 της οδηγίας 83/182 πρέπει να έχει άμεσο αποτέλεσμα, άλλως οι ιδιώτες στερούνται προστασίας έναντι της αυθαιρεσίας, όσον αφορά δημοσιονομικής φύσεως θέματα των εθνικών αρχών. Αυτό ισχύει ιδίως ενόψει της κατάφωρης ελλείψεως συνεργασίας σε μια περίπτωση, όπως η προκείμενη, κατά την οποία υπάρχει κίνδυνος ανταγωνισμού μεταξύ των φορολογικών αρχών δύο κρατών μελών όσον αφορά τις υποχρεώσεις σχετικά με την ταξινόμηση και τη φορολόγηση αυτοκινήτου.

    43.

    Αντιθέτως, η Δανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι μια διάταξη οδηγίας μπορεί να έχει άμεσο αποτέλεσμα μόνο όταν είναι απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής. Το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 83/182 δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές. Αφήνει στα κράτη μέλη σημαντική εξουσία εκτιμήσεως. Επιπλέον, ο διαδικαστικής φύσεως χαρακτήρας του αντιτίθεται στη γένεση ατομικών δικαιωμάτων. Εξάλλου, η Δανική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, εφαρμόζεται μόνο αν υφίστανται δυσκολίες στην πρακτική εφαρμογή της οδηγίας. Όμως, τέτοιες δυσκολίες δεν παρατηρούνται εν προκειμένω.

    44.

    Η Βρετανική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 83/182 σκοπεί απλώς στην καθιέρωση μιας διαδικασίας διοικητικής συνεργασίας σχετικά με τη γνωστοποίηση και ανταλλαγή στοιχείων από το ένα κράτος στο άλλο προς διευκόλυνση του έργου του κράτους μέλους που διεξάγει σε μια έρευνα. Θα ήταν ενδεχομένως δυνατό να δοθεί ευρύτερη ερμηνεία στη διάταξη αυτή αν υποστηριζόταν ότι η λέξη «δυσκολίες» αναφέρεται σε όλα τα προβλήματα που τίθενται από την οδηγία, συμπεριλαμβανομένων και των προβλημάτων ερμηνείας. Ωστόσο, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, η υποχρέωση συνεργασίας έχει σχέση μόνο με περιπτώσεις όπου εμπλέκονται δύο κράτη μέλη. Δεν αφορά μια κατάσταση, όπως η προκείμενη, κατά την οποία μόνο οι αρχές ενός κράτους μέλους ενδιαφέρονται για την ερμηνεία της οδηγίας και όπου η ερμηνεία αυτή αφορά, από πλευράς πραγματικών περιστατικών, μια καθαρά εσωτερικής φύσεως υπόθεση. Η μη τήρηση της υποχρεώσεως συνεννοήσεως πριν από την έκδοση μιας αποφάσεως δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι η απόφαση αυτή στερείται νομιμότητας.

    45.

    Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 83/182 στερείται αμέσου αποτελέσματος διότι περιέχει αιρέσεις και αφήνει στα κράτη μέλη τη μέριμνα να κρίνουν αν η εφαρμογή της οδηγίας τους δημιουργεί δυσκολίες. Αν ένα κράτος μέλος μπορεί να επιλύσει ένα πρόβλημα διά της απλής αναγνώσεως της οδηγίας, δεν επιβάλλεται καμιά υποχρέωση συνεννοήσεως. Οι δανικές αρχές θα υποχρεούνταν να έρθουν σε επαφή με τη γερμανική διοίκηση μόνο αν δεν μπορούσαν οι ίδιες να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που συνδέονται με την εφαρμογή της οδηγίας ή αν οι γερμανικές αρχές είχαν εκδηλώσει, εξ ιδίας πρωτοβουλίας, την πρόθεση τους να αμφισβητήσουν τη δανική ερμηνεία.

    46.

    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 83/182 επιβάλλει στα κράτη μέλη την ανεπιφύλακτη υποχρέωση συνεργασίας ώστε να αποφεύγεται η διπλή είσπραξη φόρων και λοιπών σχετικών επιβαρύνσεων που πλήττουν τα αυτοκίνητα στις περιπτώσεις όπου και τα δύο κράτη μέλη αξιώνουν την ταξινόμηση του ιδίου αυτοκινήτου. Η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας, στην οποία το άρθρο 189 της Συνθήκης ΕΟΚ αναγνωρίζει δεσμευτική ισχύ, θα διακυβευόταν αν οι πολίτες εμποδίζονταν να επικαλούνται ενώπιον των δικαστηρίων τη συγκεκριμένη αυτή υποχρέωση συνεννοήσεως.

    P. J. G. Kapteyn

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( έκτο τμήμα )

    της 23ης Απριλίου 1991 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-297/89,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Højesteret προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στα πλαίσια της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Rigsadvokaten

    και

    Nicolai Christian Ryborg,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 10 της οδηγίας 83/182/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της Κοινότητας στις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μεταφορικών μέσων (ΕΕ L 105, σ. 59),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, Τ. F. O'Higgins, Μ. Diez de Velasco, Κ. Ν. Κακούρη και Ρ. J. G. Kapteyn, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

    γραμματέας: Η. Α. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    ο Ν. C. Ryborg, εκπροσωπούμενος από τον G. Lett, δικηγόρο Κοπεγχάγης,

    η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Molde, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών,

    η Βρετανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Ε. Collins, Treasury Solicitor, και D. Anderson, barrister,

    η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Ε. Belliard, υποδιευθύντρια της Διευθύνσεως Νομικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον Μ. Giacomini, Γραμματέα Εξωτερικών Υποθέσεων στο ίδιο Υπουργείο,

    η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον J. F. Buhl, νομικό της σύμβουλο,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τις παρατηρήσεις που ανέπτυξαν ο Ryborg, εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο G. Lett καθώς και τον Ε. Johansson, δικηγόρο Kiel, η Δανική Κυβέρνηση, η Βρετανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή κατά τη συνεδρίαση της 3ης Οκτωβρίου 1990,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 1990,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με Διάταξη της 22ας Αυγούστου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Σεπτεμβρίου 1989, το Højesteret υπέβαλε στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 7 και 10 της οδηγίας 83/182/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της Κοινότητας στις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μεταφορικών μέσων ( ΕΕ L 105, σ. 59 ).

    2

    Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά του Ryborg επειδή αυτός εισήγαγε στη Δανία, στις 12 Νοεμβρίου 1982, επιβατηγό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως, που είχε αγοραστεί και ταξινομηθεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και επειδή το χρησιμοποιούσε στη Δανία χωρίς να έχει καταβάλει φόρους και χωρίς να έχει ταξινομηθεί σ' αυτό το κράτος μέλος.

    3

    Στις 6 Απριλίου 1973, ο Ryborg, Δανός υπήκοος, εγκαταστάθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όπου βρήκε εργασία και στέγη. Κατά τα επόμενα έτη, μετέβαινε τακτικά στη Δανία με αυτοκίνητο ταξινομημένο στη Γερμανία. Μετά το Φθινόπωρο του 1981, διέμεινε αρκετές φορές, όπως ο ίδιος δήλωσε, στην οικία Δανέζας φίλης του, κατοίκου Δανίας. Στη συνέχεια, από τον Ιούλιο-Αύγουστο 1982, περνούσε στη χώρα αυτή όλες σχεδόν τις νύχτες και τα περισσότερα Σαββατοκύριακα.

    4

    Τον Οκτώβριο του 1982, ο Ryborg αγόρασε νέο αυτοκίνητο το οποίο ταξινομήθηκε στη Γερμανία. Κατά την περίοδο μεταξύ 12ης Νοεμβρίου 1982 και 17ης Ιανουαρίου 1984, χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητο αυτό για να επισκέπτεται τη φίλη του. Στις 17 Ιανουαρίου 1984, οι δανικές αρχές κατέσχον το εν λόγω αυτοκίνητο επειδή δεν είχε ταξινομηθεί στη Δανία.

    5

    Έχοντας καταδικαστεί σε πρόστιμο καθώς και στην καταβολή του οφειλομένου για τον ΦΠΑ ποσού, με απόφαση του Kriminalret de Sønderborg της 6ης Σεπτεμβρίου 1984, και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, με απόφαση του Vestre Landsret της 28ης Οκτωβρίου 1984, ο Ryborg άσκησε αναίρεση ενώπιον του Højesteret ζητώντας την απαλλαγή του.

    6

    Το Højesteret αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τρία προδικαστικά ερωτήματα, από τα οποία το πρώτο είναι διατυπωμένο κατά τρόπο εναλλακτικό και συγκεκριμένα ως εξής:

    « 1)

    Πρώτη εναλλακτική διατύπωση

    Βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει, ενόψει, του άρθρου 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 83/182/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της Κοινότητας στις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μεταφορικών μέσων, να καθοριστεί αν ο υπήκοος της χώρας Β έχει τη συνήθη κατοικία του στη χώρα Α ή στη χώρα Β, λαμβανομένου υπόψη ότι:

    α)

    δήλωσε στις αρχές και των δύο κρατών ότι μετοίκησε στη χώρα Α,

    β)

    στη συνέχεια, εργαζόταν και κατοικούσε συνήθως στη χώρα Α,

    γ)

    κατόπιν, χωρίς να δηλώσει ότι μετοίκησε στη χώρα Β και διατηρώντας ταυτόχρονα την κατοικία του και την εργασία του στη χώρα Α, διανυκτέρευε στην οικία φίλης του στη χώρα Β όλες τις ημέρες της εβδομάδας, επί ένα και πλέον έτος, με εξαίρεση μία νύχτα κάθε τρεις εβδομάδες όπου διανυκτέρευε στην κατοικία του στη χώρα Α λόγω νυκτερινής απασχολήσεως ομοίως, διανυκτέρευε με τη φίλη του αυτή ορισμένα Σαββατοκύριακα στην κατοικία της στη χώρα Β ή στη δική του κατοικία στη χώρα Α και περνούσε επίσης μαζί της τις διακοπές του;

    Δεύτερη εναλλακτική διατύπωοη

    Βάσει ποιων κριτηρίων πρέπει, ενόψει του άρθρου 7, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 83/182/ΕΟΚ, της 28ης Μαρτίου 1983, για τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της Κοινότητας στις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μεταφορικών μέσων, να καθορισθεί αν ο υπήκοος της χώρας Β έχει τη συνήθη κατοικία του στη χώρα Α ή στη χώρα Β, λαμβανομένου υπόψη ότι:

    α)

    δήλωσε στις αρχές και των δύο κρατών ότι μετοίκησε στη χώρα Α,

    β)

    στη συνέχεια, είχε την εργασία του και τη συνήθη κατοικία του στη χώρα Α,

    γ)

    κατόπιν, χωρίς να δηλώσει ότι μετοίκησε στη χώρα Β και διατηρώντας ταυτόχρονα την κατοικία του και την εργασία του στη χώρα Α, διανυκτέρευε στην οικία φίλης του στη χώρα Β όλες τις ημέρες της εβδομάδας επί ένα και πλέον έτος;

    2)

    Απαγορεύει η περιεχόμενη στο άρθρο 10 της οδηγίας 82/182/ΕΟΚ του Συμβουλίου επιταγή συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών για την πρακτική εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας στο κράτος μέλος Β να επιβάλει, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με το.κράτος μέλος Α, σε έναν από τους υπηκόους του που έχει ταξινομήσει το αυτοκίνητό του και καταβάλει τους σχετικούς φόρους στο κράτος μέλος Α, να ταξινομήσει το ίδιο αυτό αυτοκίνητο και να καταβάλει προσθέτους δασμούς στο κράτος μέλος Β όταν το κράτος μέλος Β θεωρεί ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει ήδη τη συνήθη κατοικία του στο κράτος μέλος Β;

    3)

    Παρέχει το άρθρο 10 της οδηγίας στους ιδιώτες δικαιώματα τα οποία μπορούν να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων; »

    Το Højesteret αναφέρει ότι έκρινε αναγκαίο να υποβάλει το πρώτο ερώτημα υπό εναλλακτική διατύπωση προκειμένου να επαναλάβει κατά γράμμα τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το Kriminalret του Sønderborg και το Vestre Landsret στήριξαν αντίστοιχα τις αποφάσεις τους.

    7

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    8

    Επιβάλλεται καταρχήν να διευκρινιστεί ότι τα γεγονότα που αποτελούν την αιτία της διαφοράς της κύριας δίκης συνέβησαν μεταξύ της 12ης Νοεμβρίου 1982 και της 17ης Ιανουρίου 1984, ενώ η οδηγία 83/182, που αποτελεί το αντικείμενο των προδικαστικών, ερωτημάτων, έπρεπε να είχε μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 1984, μεταφορά η οποία συντελέστηκε μόλις στις 30 Ιανουαρίου 1984, με την υπουργική απόφαση αριθ. 24, που άρχισε να ισχύει από την 1η Φεβρουαρίου 1984 ( Lovtidende Α, 1984, σ. 173 ).

    9

    Πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 177 της Συνθήκης, που στηρίζεται στη συνεργασία και τη σαφή κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ εθνικών δικαστηρίων και Δικαστηρίου, δεν επιτρέπει στο τελευταίο να εκφέρει κρίσεις για το σκεπτικό της Διατάξεως περί παραπομπής και την αλυσιτέλεια των ερωτημάτων της. Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση, στο πλαίσιο αυτό της συνεργασίας μεταξύ εθνικών δικαστηρίων και Δικαστηρίου, ότι η Διάταξη περί παραπομπής περιγράφει λεπτομερώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και ότι το Højesteret ρητώς αναφέρεται με τα προδικαστικά του ερωτήματα στις διατάξεις της οδηγίας 83/182.

    10

    Κατά συνέπεια, πρέπει να δοθεί απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα, ενώ εξυπακούεται ότι το αιτούν δικαστήριο θα εκτιμήσει τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά βάσει της εθνικής νομοθεσίας υπό το φως των διατάξεων της οδηγίας 83/182.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    11

    Με το πρώτο του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ' ουσίαν να πληροφορηθεί ποια κριτήρια πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 83/182, για τον καθορισμό της συνήθους κατοικίας ενός προσώπου το οποίο βρίσκεται σε μια πραγματική κατάσταση όπως αυτή του κατηγορουμένου στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    12

    Για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό,πρέπει καταρχάς να παρατηρηθεί ότι η οδηγία 83/182 περιλαμβάνει, όσον αφορά την προσωρινή εισαγωγή ορισμένων μεταφορικών μέσων καθώς και όσον αφορά τον ΦΠΑ, κοινοτικούς φορολογικούς κανόνες, όπως αυτοί που προβλέπονται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 14 της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση ( ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: η έκτη οδηγία ).

    13

    Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της οδηγίας 83/182 πρέπει να ερμηνευθούν υπό το φως των θεμελιωδών σκοπών που επιδιώκονται από την προσπάθεια εναρμονίσεως όσον αφορά τον ΦΠΑ, όπως, ιδίως, η προώθηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων και των εμπορευμάτων και η πρόληψη των περιπτώσεων διπλής φορολογήσεως ( αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 1985, 249/84, Profant, Συλλογή 1985, σ. 3237, σκέψη 25 και της 6ης Ιουλίου 1988, 127/86, Ledoux, Συλλογή 1988, σ. 3741, σκέψη 11).

    14

    Ειδικότερα, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 83/182, η ελεύθερη κυκλοφορία των κατοίκων της Κοινότητας εντός των διαφόρων κρατών μελών δυσχεραίνεται από τα φορολογικά καθεστώτα που ισχύουν για τις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μεταφορικών μέσων ιδιωτικής ή επαγγελματικής χρήσεως, ότι η κατάργηση των εμποδίων που απορρέουν από τα φορολογικά αυτά καθεστώτα είναι ιδιαιτέρως αναγκαία για την εγκαθίδρυση μιας οικονομικής αγοράς που να έχει χαρακτηριστικά ανάλογα με τα χαρακτηριστικά μιας εσωτερικής αγοράς και ότι, για τον σκοπό αυτό, η ιδιότητα του κατοίκου ενός κράτους μέλους πρέπει να μπορεί να καθορίζεται με βεβαιότητα.

    15

    Αναφορικά με την έννοια της συνήθους κατοικίας, πρέπει να σημειωθεί ότι τα άρθρα 3, 4 και 5 της οδηγίας 83/182 εξαρτούν τη χορήγηση από τα κράτη μέλη της φορολογικής ατέλειας του άρθρου 1, σε περίπτωση προσωρινής εισαγωγής επιβατικού οχήματος, από την προϋπόθεση ότι ο εισάγων μεταφορικό μέσο ιδιώτης έχει τη συνήθη κατοικία του σε κράτος μέλος διαφορετικό απ' αυτό της προσωρινής εισαγωγής.

    16

    Εξ αυτού έπεται ότι ο τόπος της συνήθους κατοικίας, που καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 7, παράγραφος 1, και 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 83/182, επιτρέπει να προσδιορίζεται το κράτος μέλος όπου το οικείο όχημα βρίσκεται υπό καθεστώς προσωρινής εισαγωγής καθώς και το κράτος μέλος που δικαιούται να το υποβάλει στο φορολογικό του καθεστώς.

    17

    Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας, με την έκφραση « συνήθης κατοικία » νοείται ο τόπος στον οποίο ένα πρόσωπο διαμένει συνήθως, δηλαδή τουλάχιστον 185ημέρες ανά ημερολογιακό έτος λόγω προσωπικών και επαγγελματικών δεσμών ή, στην περίπτωση ατόμου χωρίς επαγγελματικούς δεσμούς, λόγω προσωπικών δεσμών από τους οποίους απορρέουν δεσμοί μεταξύ αυτού του ατόμου και του τόπου στον οποίο κατοικεί.

    18

    Το δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής αναφέρεται σε άτομο του οποίου οι επαγγελματικοί δεσμοί βρίσκονται σε τόπο διαφορετικό από αυτόν των προσωπικών του δεσμών και το οποίο για τον λόγο αυτό υποχρεούται να διαμένει εναλλάξ σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, θεωρείται ότι η συνήθης κατοικία βρίσκεται στον τόπο των προσωπικών δεσμών του ενδιαφερομένου, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός επιστρέφει τακτικά στον εν λόγω τόπο. Ο τόπος αυτό ορίζεται βάσει των κριτηρίων του πρώτου εδαφίου του άρθρου 7, παράγραφος 1.

    19

    Επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι τα κριτήρια που έχουν κατ' αυτόν τον τρόπο οριστεί από τις προαναφερθείσες διατάξεις αφορούν τόσο τον δεσμό, επαγγελματικό και προσωπικό, ενός προσώπου με έναν τόπο όσο και τη διάρκεια του δεσμού αυτού, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να εξετάζονται σωρευτικώς. Όντως, ως συνήθης κατοικία πρέπει να θεωρείται, κατά πάγια όσον αφορά άλλους τομείς του κοινοτικού δικαίου νομολογία, ο τόπος τον οποίον ο ενδιαφερόμενος έχει καταστήσει μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του (βλ. τις αποφάσεις της 12ης Απριλίου 1973, 13/73, Angenieux, Smi. 1973, σ. 935 της 14ης Ιουλίου 1988, 284/87, Schäflein κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 4475 και της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-216/89, Reibold, Συλλογή 1990, σ. I-4163).

    20

    Από τις προηγούμενες σκέψεις προκύπτει ότι πρέπει, υπό το φως των κριτηρίων των προαναφερθεισών διατάξεων, να λαμβάνονται υπόψη όλα τα ασκούντα επιρροή πραγματικά περιστατικά, προκειμένου να καθορίζεται η συνήθης κατοικία ως το μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του ατόμου.

    21

    Περαιτέρω, πρέπει να υπομνηστεί ότι, ναι μεν στο Δικαστήριο εναπόκειται να καθορίζει τα κριτήρια που πρέπει να καθοδηγούν τα εθνικά δικαστήρια στην εφαρμογή των κανόνων του κοινοτικού δικαίου και στα εθνικά δικαστήρια να προβαίνουν στις πραγματικές κρίσεις που συνεπάγεται η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών στη συγκεκριμένη κατάσταση που αποτελεί την αιτία της διαφοράς της κύριας δίκης, έργον του Δικαστηρίου είναι, στο πλαίσιο της αποστολής που του έχει ανατεθεί με το άρθρο 177 της Συνθήκης, να διευκρινίζει στα εθνικά δικαστήρια τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα μνημονευόμενα στο προδικαστικό ερώτημα πραγματικά περιστατικά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών ( βλ. την προαναφερθείσα απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990, Reibold, σκέψη 18).

    22

    Όπως προκύπτει από το κείμενο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, πρόκειται, όσον αφορά την περίπτωση που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης, για υπήκοο του κράτους μέλους Β, ο οποίος επί σειράν ετών είχε ως τόπο εργασίας και συνήθους κατοικίας το κράτος μέλος Α, ενώ το ζήτημα της συνήθους κατοικίας του ανέκυψε μόνο λόγω του γεγονότος ότι, ύστερα από μια ορισμένη ημερομηνία και για διάστημα άνω του ενός έτους, ο εν λόγω υπήκοος περνούσε όλες σχεδόν τις νύχτες και τα Σαββατοκύριακα στην οικία μιας φίλης του στο κράτος Β.

    23

    Από το προδικαστικό ερώτημα προκύπτει επίσης ότι το πρόσωπο αυτό εξακολουθεί να διατηρεί επαγγελματικούς δεσμούς με το κράτος Α όπου και έχει την κατοικία του.

    24

    Υπό τέτοιες περιστάσεις, το γεγονός και μόνο ότι ένα πρόσωπο περνά τις νύχτες και τα Σαββατοκύριακα για διάστημα μεγαλύτερο του έτους στην οικία φίλης του στο κράτος Β δεν αρκεί για να συναχθεί ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει μεταφέρει το μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του στο κράτος αυτό.

    25

    Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική αν το πρόσωπο αυτό εγκαθίστατο στο κράτος μέλος Β εκδηλώνοντας την πρόθεση του να συμβιώσει εκεί με τη φίλη του και να μην επιστρέψει στο κράτος μέλος Α (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1985, Profant, σκέψη 27 ).

    26

    Εξάλλου, από την απόφαση περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος και τις υποβληθείσες κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση παρατηρήσεις προκύπτει ότι οι δανικές αρχές θεώρησαν ότι ο Ryborg είχε μεταφέρει τη συνήθη κατοικία του στη Δανία αφότου διαπίστωσαν, για πρώτη φορά, ότι είχε διαβεί τα σύνορα με νέο αυτοκίνητο.

    27

    Συναφώς πρέπει να υπομνηστεί ότι ο όρος κατοικία, κατά την έννοια της οδηγίας 83/182, χρησιμεύει για τον καθορισμό της υπάρξεως προσωρινής εισαγωγής μεταφορικού μέσου. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να ανατραπεί η λογική αυτού του τρόπου εξετάσεως διά της εξαρτήσεως του τόπου της συνήθους κατοικίας από την εισαγωγή. Επομένως, το γεγονός ότι ένα πρόσωπο που μετέβαινε σε άλλο κράτος μέλος άρχισε, ύστερα από ορισμένη ημερομηνία, να κάνει το ταξίδι αυτό με νέο αυτοκίνητο, ουδεμία ασκεί επιρροή για τον καθορισμό του τόπου της συνήθους κατοικίας του.

    28

    Κατά συνέπεια, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η συνήθης κατοικία, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/182, αντιστοιχεί στο μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του ατόμου και ότι ο τόπος αυτός πρέπει να καθορίζεται βάσει όλων των κριτηρίων που περιλαμβάνονται στη διάταξη αυτή καθώς και όλων των ασκούντων επιρροή πραγματικών περιστατικών.

    29

    Εν προκειμένω, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το γεγονός και μόνον ότι ο υπήκοος του κράτους μέλους Β, ο οποίος μετοίκησε στο κράτος μέλος Α, όπου βρήκε εργασία και στέγη, αλλά, μετά ορισμένη ημερομηνία και για μεγαλύτερο του έτους διάστημα, περνούσε όλες σχεδόν τις νύχτες και τα Σαββατοκύριακα στην οικία φίλης του στο κράτος μέλος Β, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα την εργασία και την κατοικία του στο κράτος μέλος Α, δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι το εν λόγω άτομο μετέφερε τη συνήθη του κατοικία στο κράτος μέλος Β.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    30

    Με το δεύτερο ερώτημα του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 83/182 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση προηγουμένης συνεννοήσεως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.

    31

    Σχετικά με το ζήτημα αυτό,πρέπει καταρχάς να παρατηρηθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο της 10, παράγραφοι 1 και 3, η συγκεκριμένη εφαρμογή της οδηγίας 83/182 πραγματοποιείται από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των διατάξεων του εθνικού τους δικαίου, διατάξεων με τις οποίες τίθεται σε εφαρμογή η οδηγία και οι οποίες ενδέχεται να θεσπιστούν αργότερα για τον διεπόμενο από την εν λόγω οδηγία τομέα.

    32

    Στη συνέχεια πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την τελευταία της αιτιολογική σκέψη, η οδηγία 83/182 δεν συνιστά παρά ένα πρώτο στάδιο εναρμονίσεως όσον αφορά την προσωρινή εισαγωγή ορισμένων μεταφορικών μέσων και ότι είναι δυνατό, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 4, της ίδιας οδηγίας, για τη θέσπιση ενός ομοιόμορφου σε όλα τα κράτη μέλη συστήματος, να καταστούν αναγκαία και άλλα μέτρα.

    33

    Κατά συνέπεια, το άρθρο 10, παράγραφος 2, πρέπει να αναλυθεί εντός αυτού του γενικού και εξελικτικού πλαισίου. Πράγματι, η διάταξη αυτή αφορά, όπως και οι λοιπές παράγραφοι του ίδιου άρθρου, τη γενική λειτουργία της οδηγίας 83/182.

    34

    Συνεπώς, το άρθρο 10, παράγραφος 2, υποχρεώνει τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να λαμβάνουν κατόπιν κοινής συμφωνίας τις αναγκαίες αποφάσεις όταν η εφαρμογή στην πράξη της οδηγίας προκαλεί δυσχέρειες, δεδομένου ότι με τις αποφάσεις αυτές καθίσταται δυνατή η αντιμετώπιση των μελλοντικών δυσχερειών που θα παρουσιάζουν ατομικές και συγκεκριμένες περιπτώσεις.

    35

    Επομένως, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 83/182 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να συνεννοούνται σε κάθε ατομική περίπτωση κατά την οποία η εφαρμογή της οδηγίας αυτής προκαλεί δυσχέρειες.

    Επί του τρίτου ερωτήματος

    36

    Με το τρίτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν μπορούν και οι ιδιώτες να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 83/182.

    37

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. κυρίως την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, 31/87, Beentjes, Συλλογή 1988, σ. 4635, σκέψη 40), οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται έναντι του κράτους μόνο τις διατάξεις οδηγίας που όπως προκύπτει είναι, από απόψεως περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς ακριβείς.

    38

    Επιβάλλεται, πάντως, η διαπίστωση ότι η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 10 τηςοδηγίας 83/182 περιέχει αίρεση, κατά το μέτρο που επιβάλλει στα κράτη υποχρέωση συνεννοήσεως μόνον εφόσον η εφαρμογή της οδηγίας προκαλεί δυσχέρειες, αφήνοντας έτσι στα κράτη ένα ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως.

    39

    Επομένως, στο τρίτο ερώτημα του Højesteret πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι ιδιώτες δεν μπορούν να επικαλούνται το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 83/182 ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    40

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Βασίλειο της Δανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα ),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Højesteret Κοπεγχάγης, με Διάταξη της 22ας Αυγούστου 1989, αποφαίνεται:

     

    1)

    Η συνήθης κατοικία, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 83/182/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για τις φορολογικές ατέλειες που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της Κοινότητας στις προσωρινές εισαγωγές ορισμένων μεταφορικών μέσων, αντιστοιχεί στο μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του ατόμου και ότι ο τόπος αυτός πρέπει να καθορίζεται βάσει όλων των κριτηρίων που περιλαμβάνονται στη διάταξη αυτή καθώς και όλων των ασκούντων επιρροή πραγματικών περιστατικών. Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το γεγονός και μόνον ότι ο υπήκοος του κράτους μέλους Β, ο οποίος μετοίκησε στο κράτος μέλος Α, όπου βρήκε εργασία και στέγη, αλλά, μετά ορισμένη ημερομηνία και για μεγαλύτερο του έτους διάστημα, περνούσε όλες σχεδόν τις νύχτες και τα Σαββατοκύριακα στην οικία φίλης του στο κράτος μέλος Β, διατηρώντας όμως ταυτόχρονα την εργασία και την κατοικία του στο κράτος μέλος Α, δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι το εν λόγω άτομο μετέφερε τη συνήθη του κατοικία στο κράτος μέλος Β.

     

    2)

    Το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 83/182/ΕΟΚ δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να συνεννοούνται σε κάθε ατομική περίπτωση κατά την οποία η εφαρμογή της οδηγίας αυτής προκαλεί δυσκολίες.

     

    3)

    Οι ιδιώτες δεν μπορούν να επικαλούνται το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 83/182/ΕΟΚ ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

     

    Mancini

    O'Higgins

    Diez de Velasco

    Κακούρης

    Kapteyn

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Απριλίου 1991.

    Ο Γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο Πρόεδρος του έκτου τμήματος

    G. F. Mancini


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.

    Top