Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0241

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 1990.
SARPP - Société d'application et de recherches en pharmacologie et phytotherapie SARL κατά Chambre syndicale des raffineurs et conditionneurs de sucre de France και λοιπών.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal de grande instance de Paris - Γαλλία.
Συνθετικά γλυκαντικά - Επισήμανση - Διαφήμιση.
Υπόθεση C-241/89.

Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-04695

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:459

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-241/89 ( *1 )

Ι — Πραγματική περιστατικά και διαδικασία

1. Νομικό πλούσιο

Ο γαλλικός νόμος 88-14, της 5ης Ιανουαρίου 1988, περί της εννόμου προστασίας των αναγνωρισμένων σωματείων καταναλωτών και περί της πληροφορήσεως των καταναλωτών ( Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας τ%6.1.1988) περιλαμβάνει διατάξεις που αφορούν την επισήμανση ορισμένων συνθετικών γλυκαντικών και τροφίμων που περιέχουν τα προϊόντα αυτά, καθώς και τη διαφήμιση τους.

Προτού τεθεί σε ισχύ ο νόμος αυτός, το άρθρο 49 του νόμου της 30ής Μαρτίου 1902, περί γενικού προϋπολογισμού εσόδων και εξόδων για το οικονομικό έτος 1902, απαγόρευε « τη χρησιμοποίηση της ζαχαρίνης, ή κάθε άλλου τεχνητού γλυκαντικού, που διαθέτει γλυκαντική ικανότητα ανώτερη της ζάχαρης από ζαχαροκάλαμα ή ζαχαρότευτλα, χωρίς να έχει τις θρεπτικές της ιδιότητες, για κάθε χρήση, εκτός των θεραπευτικών, φαρμακευτικών χρήσεων και της παρασκευής προϊόντων που δεν προορίζονται για διατροφή ». Με απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1987, το Cour ď appel του Παρισιού έκρινε τη διάταξη αυτή αντίθετη προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ. Ο νόμος 88-14 κατήργησε το άρθρο 49 του νόμου της 30ής Μαρτίου 1902 και ελευθέρωσε την πώληση των προϊόντων που αφορά η διάταξη αυτή, ρυθμίζοντας την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση τους.

Πράγματι το άρθρο 10 του νόμου 88-14 ορίζει ότι:

« Ι.

Απαγορεύεται κάθε μνεία των φυσικών, χημικών ή θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζάχαρης, ή και της λέξης ζάχαρη:

α)

στην επιγραφή που φέρουν γλυκαντικές ουσίες διαθέτουσες γλυκαντική ικανότητα ανώτερη της ζάχαρης, χωρίς να έχουν τις θρεπτικές της ιδιότητες·

β)

στην επιγραφή που φέρουν τρόφιμα περιέχοντα τέτοιες ουσίες·

γ)

κατά την πώληση, στον τρόπο παρουσιάσεως ή στους τρόπους πληροφορήσεως των καταναλωτών σχετικά με τις πιο πάνω ουσίες ή τρόφιμα.

....

Επιτρέπεται η διατήρηση ονομασιών ή σημάτων παρασκευής γλυκαντικών ουσιών που κυκλοφορούν στο εμπόριο προ της 1ης Δεκεμβρίου 1987 στον ιατρικό και φαρμακευτικό τομέα. »

Οι διατάξεις του νόμου 88-14 συμπληρώθηκαν με το διάταγμα της 11ης Μαρτίου 1988 που τροποποίησε το διάταγμα της 20ής Ιουλίου 1977 περί διαιτητικών προϊόντων {Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας της 18.3.1988). Το διάταγμα αυτό αφορά την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των επιτραπέζιων γλυκαντικών και των τροφίμων που περιέχουν ισχυρά γλυκαντικά. Συγκεκριμένα προβλέπει, στο άρθρο 3, ότι τα επιτραπέζια γλυκαντικά ορίζονται με τον προσδιορισμό « επιτραπέζιο γλυκαντικό » ακολουθούμενο από το όνομα της χρησιμοποιούμενης γλυκαντικής ουσίας και ότι

« ( η επισήμανση τους ) πρέπει να περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενδείξεις:

την ένδειξη: “ να μη χορηγείται στα παιδιά κάτω των τριών ετών ”

μία ένδειξη που να αφορά την ενεργειακή αξία μιας μονάδας καταναλώσεως·

για την ασπαρτάμη την ένδειξη: “περιέχει φαινυλαλανίνη ”.

Η επισήμανση των γλυκαντικών που περιέχουν σακχαρίνη και/ή άλατα σακχαρίνης πρέπει να περιλαμβάνει την ακόλουθη σύσταση: “να χρησιμοποιείται με επιφύλαξη από τις εγκύους ”.

...

Η επισήμανση, η παρουσίαση ή η διαφήμιση των επιτραπέζιων γλυκαντικών... δεν μπορούν να δημιουργούν την εντύπωση ειδικού αποτελέσματος αδυνατίσματος, ανεξάρτητου από δίαιτα στην οποία ελέγχεται ο συνολικός αριθμός των θερμίδων ».

Ανάλογες ενδείξεις προβλέπονται για την επισήμανση των τροφίμων που περιέχουν ισχυρά γλυκαντικά, για τα οποία εξάλλου απαγορεύεται η ένδειξη « με γλυκαντική ουσία: ... ».

2. Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

Η SARPP, Société d'application et de recherches en pharmacologie et phytothérapie (στο εξής: SARPP ), εμπορεύεται στη Γαλλία συνθετικό γλυκαντικό που ονομάζεται « Sucrandel ». Η συσκευασία του προϊόντος αυτού περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενδείξεις: « η γεύση της ζάχαρης χωρίς ζάχαρη »· « γλυκαντική ικανότητα: 1 δισκίο = 1 κομμάτι ζάχαρη »· « αντικαθιστά τη γεύση της ζάχαρης»· «απαλλάσσει από το υπέρβαρος που οφείλεται στη ζάχαρη ».

Θεωρώντας ότι οι ενδείξεις αυτές είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του άρθρου 10 του νόμου 88-14, η Chambre syndicale des raffineurs et conditionneurs de sucre de France (στο εξής: Chambre syndicale) ζήτησε από τον πρόεδρο του tribunal de grande instance της Nantes τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά της SARPP. Με απόφαση της 5ης Ιανουαρίου 1989 ο πρόεδρος διέταξε να αποσυρθούν από την αγορά όλα τα προϊόντα « Sucrandel », η συσκευασία των οποίων δεν ήταν σύμφωνη προς το άρθρο 10 του νόμου 88-14.

Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η SARPP ενήγαγε την Chambre syndicale ενώπιον του tribunal de grande instance του Παρισιού ζητώντας να κριθεί ότι ο νόμος 88-14 και το διάταγμα της 11ης Μαρτίου 1988 είναι αντίθετα προς τις διατάξεις του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ. Η SARPP ανακοίνωσε τη δίκη στις εταιρίες Bayer France, Laboratoire Human Pharm, Pierre Fabre Industrie, Laboratoire Vendôme, Famar France και Searle Expansion, που εισάγουν και/ή εμπορεύονται στη Γαλλία συνθετικά γλυκαντικά.

Οι εταιρίες Pierre Tabre Industrie, Bayer France, Laboratoire Vendôme και Famar France, καθώς και η εταιρία Galec παρενέβησαν υπέρ της SARPP, και η εταιρία Famar France υπογράμμισε ιδίως ότι η γαλλική νομοθεσία την υποχρεώνει να προβλέψει ειδική συσκευασία για τα προϊόντα της που εισάγονται από την Ελλάδα.

Από την πλευρά της η Chambre syndicale υποστηρίζει ότι το άρθρο 10 του νόμου 88-14 και το διάταγμα της 11ης Μαρτίου 1988 αποσκοπούν να προλάβουν τον παρασιτικό ανταγωνισμό των κατασκευαστών συνθετικών γλυκαντικών και να εμποδίσουν κάθε απάτη σχετικά με τη φύση και τις ιδιότητες των προϊόντων αυτών. Κατά συνέπεια, οι ρυθμίσεις αυτές είναι, κατά την άποψη της, σύμφωνες προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Θεωρώντας ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του νόμου 88-14 και του διατάγματος της 11ης Μαρτίου 1988 μπορεί να αποτελούν μέτρο απαγορευόμενο από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, το tribunal de grande instance του Παρισιού διερωτήθηκε αν οι περιορισμοί που επιβάλλει η γαλλική ρύθμιση σχετικά με την επισήμανση και τη διαφήμιση — και ιδίως η απαγόρευση κάθε μνείας των φυσικών, χημικών ή θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζάχαρης ή και της λέξης ζάχαρη στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών και τη σχετική διαφήμιση — δικαιολογούνται από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 36 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Θεωρώντας ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό απαιτεί την ερμηνεία των εν λόγω κοινοτικών διατάξεων, το tribunal de grande instance του Παρισιού, με απόφαση που εξέδωσε στις 5 Ιουλίου 1989, αποφάσισε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου εκδώσει το Δικαστήριο προδικαστική απόφαση επί του ακόλουθου ερωτήματος:

« Συμβιβάζονται με τις διατάξεις του άρθρου 30 της Συνθήκης της Ρώμης το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 της 5ης Ιανουαρίου 1988 και το διάταγμα της 11ης Μαρτίου 1988, στο μέτρο που απαγορεύουν κάθε μνεία των φυσικών, χημικών ή θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζαχάρεως ή και της λέξης ζάχαρη στην επιγραφή που φέρουν τα συνθετικά γλυκαντικά και στη διαφήμιση που τους γίνεται; »

3. Η διαδικασία ενώπιον νου Δικαστηρίου

Η απόφαση του tribunal de grande instance του Παρισιού πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Αυγούστου 1989.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η SARPP, εκπροσωπούμενη από τους Dominique Menard και Florence Marion-Menard, δικηγόρους Nantes, η εταιρία Pierre Fabre Industrie, εκπροσωπούμενη από τον Jean-Yves Dupeux, δικηγόρο Παρισιού, η εταιρία Bayer France, εκπροσωπούμενη από τη Marie-Odile Vaissie, δικηγόρο Παρισιού, η εταιρία Famar France, εκπροσωπούμενη από τον Jean-Baptiste Barennes, δικηγόρο Παρισιού, η εταιρία Galec, εκπροσωπούμενη από τον Gilbert Parleani, δικηγόρο Παρισιού, η Chambre syndicale, εκπροσωπούμενη από τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου Mollet Vieville και τους Robert Collin και Mary-Claude Mitchell, δικηγόρους Παρισιού, η Κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από την Edwige Belliard, και, ως αντικαταστάτη της, τον Marc Giacomini, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Richard Wainwright, νομικό σύμβουλο, και τον Hervé Lehman, γάλλο υπάλληλο που έχει τεθεί στη διάθεση της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην έναρξη της προφορικής διαδικασίας χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

Κατ' εφαρμογήν του άρθρου 95, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο, με απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1990 ανέθεσε την εκδίκαση της υποθέσεως στο έκτο τμήμα.

II — Παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

Η SARPP υποστηρίζει ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι περιορισμοί των δυνατοτήτων διαφημίσεως μπορούν να επηρεάσουν την εμπορία των προϊόντων και αποτελούν μέτρα αντίθετα προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ. Κατά συνέπεια το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 παραβιάζει αναγκαστικά τη διάταξη αυτή.

Η SARPP θεωρεί ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 θα εξέφευγε της απαγορεύσεως που θέτει το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, αν δικαιολογείτο από λόγους προστασίας της δημοσίας υγείας ή αποσκοπούσε στην προστασία του καταναλωτή, με την πρόληψη κάθε συγχύσεως μεταξύ των συνθετικών γλυκαντικών και της ζάχαρης. Ο σκοπός της προστασίας της δημόσιας υγείας επιτυγχάνεται όμως με τις διατάξεις του διατάγματος της 11ης Μαρτίου 1988. Εξάλλου, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14, απαγορεύοντας κάθε μνεία της λέξεως « ζάχαρη » στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών και στη σχετική διαφήμιση και επιβάλλοντας την ονομασία « συνθετικό γλυκαντικό » ή « επιτραπέζιο γλυκαντικό », που είναι όρος εντελώς άγνωστος στον μέσο καταναλωτή, δεν αποσκοπεί να προλάβει τη σύγχυση μεταξύ της ζάχαρης και των συνθετικών γλυκαντικών, αλλά να θέσει στο περιθώριο τα συνθετικά γλυκαντικά και να αποφύγει κάθε ανταγωνισμό μεταξύ των προϊόντων αυτών και της ζάχαρης. Το γεγονός ότι η απόλυτη απαγόρευση κάθε μνείας της λέξεως « ζάχαρη » στην επισήμανση και τη διαφήμιση των συνθετικών γλυκαντικών εμποδίζει τους παραγωγούς να χαρακτηρίζουν τα προϊόντα τους σε αντιπαράθεση με τη ζάχαρη και ότι, υπό το κράτος του νόμου της 30ής Μαρτίου 1902, νομίμως χρησιμοποιείτο η λέξη « ζάχαρη » στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών, αποδεικνύει επίσης ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 δεν αποσκοπεί στην πρόληψη της συγχύσεως μεταξύ της ζάχαρης και των συνθετικών γλυκαντικών. Εξάλλου, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας (216/84, Συλλογή 1988, σ. 793 ), προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται την έννοια της προστασίας του καταναλωτή με σκοπό να απο· φύγει ένα προϊόν τον ανταγωνισμό άλλου προϊόντος.

Η SARPP υπογραμμίζει ακόμα ότι, για να προστατευθεί ο καταναλωτής, η επισήμανση των προϊόντων πρέπει να περιέχει επαρκείς πληροφορίες. Αυτό σημαίνει ότι θα επιτρέπεται στους παραγωγούς συνθετικών γλυκαντικών η χρήση των λέξεων « sucre » ( ζάχαρη ) ή « sucré » ( με γλυκεία γεύση ) στην επισήμανση των προϊόντων τους διότι η γαλλική γλώσσα δεν διαθέτει άλλη λέξη ικανή να χαρακτηρίσει τη γεύση των συνθετικών γλυκαντικών.

Η SARPP προτείνει επομένως να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το tribunal de grande instance του Παρισιού:

« Η επικρινόμενη νομοθεσία είναι αντίθετη προς το άρθρο 30 της Συνθήκης της Ρώμης και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, ούτε λόγω της προστασίας του καταναλωτή ούτε λόγω της προστασίας της δημοσίας υγείας. »

Κατά την άποψη της εταιρίας Pierre Fahre Industrie, από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 1983, De Kikvorsen ( 94/82, Συλλογή 1983, σ. 947 ) και της 12ης Μαρτίου 1987, Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ( 178/84, Συλλογή 1987, σ. 1227) προκύπτει ότι ο περιορισμός που επιβάλλει μία εθνική νομοθεσία στις δυνατότητες διαφημίσεως για ορισμένα προϊόντα μπορεί να περιορίσει τις εισαγωγές των προϊόντων αυτών. Η εταιρία επισημαίνει ότι εκτός της Γαλλικής Δημοκρατίας κανένα κράτος μέλος δεν περιορίζει τη διαφήμιση που αφορά τα συνθετικά γλυκαντικά και δεν ρυθμίζει τις ενδείξεις που μπορούν να αναγράφονται στη συσκευασία τους, εκτός από τις ενδείξεις που αφορούν τις οδηγίες χρήσεως και ενδεχόμενες αντενδείξεις. Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 και το άρθρο 3 του διατάγματος της 11ης Μαρτίου 1988 έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των εισαγωγών συνθετικών

γλυκαντικών στη Γαλλία διότι υποχρεώνουν τους εξαγωγείς που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη να μεταβάλουν τη συσκευασία των προϊόντων τους και να υιοθετήσουν μέσα διαφημίσεως από τα οποία δεν προκύπτουν τα πλεονεκτήματα των προϊόντων τους, πλεονεκτήματα που τονίζονται μόνο αν τα συνθετικά γλυκαντικά συγκριθούν με τη ζάχαρη. Κατά συνέπεια οι προαναφερθείσες εθνικές διατάξεις συνιστούν μέτρο απαγορευό-μενο από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ παρόλον ότι, κατά την άποψη της Pierre Fabre Industrie, εφαρμόζονται αδιακρίτως στα συνθετικά γλυκαντικά που παρασκευάστηκαν στη Γαλλία και σ' αυτά που έχουν εισαχθεί ( βλέπε ιδίως τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 1983, De Kikvorsen, και της 12ης Μαρτίου 1987, Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, που προαναφέρθηκαν ).

Εξάλλου, η απαγόρευση μνείας της λέξεως « sucre » ( ζάχαρη ) και της αναφοράς στα χαρακτηριστικά της στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών και στη σχετική διαφήμιση δεν δικαιολογείται ούτε για λόγους προστασίας του καταναλωτή ούτε για λόγους προστασίας της δημοσίας υγείας.

Η εταιρία Pierre Fabre Industrie υποστηρίζει ότι το ζήτημα αν η γαλλική κανονιστική ρύθμιση δικαιολογείται για λόγους προστασίας του καταναλωτή μπορεί να εξεταστεί υπό το πρίσμα των διατάξεων της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμιση τους ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 33 ). Η απαγόρευση όμως κάθε μνείας της λέξεως « sucre » ( ζάχαρη ) και των χαρακτηριστικών του προϊόντος αυτού στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών και τη σχετική διαφήμιση είναι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 2, 5, παράγραφος 1, και 10 της οδηγίας αυτής διότι εμποδίζει τους κατασκευαστές συνθετικών γλυκαντικών να πληροφορούν τους καταναλωτές σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τη χρήση των προϊόντων αυτών. Θα ήταν αντίθετα δυνατή η επίτευξη του σκοπού της προστασίας των καταναλωτών αν οι κατασκευαστές αυτοί μπορούσαν να συγκρίνουν τις αντίστοιχες ιδιότητες των συνθετικών γλυκαντικών και της ζάχαρης. Εξάλλου, ο σκοπός της προστασίας της δημοσίας υγείας θα εξυπηρετείτο πλήρως με την υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 3 του διατάγματος της 11ης Μαρτίου 1988 να αναφέρονται στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών οι προφυλάξεις κατά τη χρήση και οι αντενδείξεις. Αντίθετα, η απόλυτη απαγόρευση μνείας της λέξεως « sucre » ( ζάχαρη ) είναι τελείως ξένη προς τον σκοπό αυτό.

Κατά συνέπεια, η εταιρία Pierre Fabre Industrie προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το tribunal de grande instance του Παρισιού:

« Η εφαρμογή σε ένα κράτος μέλος μιας νομοθεσίας που απαγορεύει κάθε μνεία της ζάχαρης και των χαρακτηριστικών της στη διαφήμιση, την παρουσίαση και τη συσκευασία των συνθετικών γλυκαντικών, ενώ η προστασία και η πληροφόρηση του καταναλωτή, καθώς και η προστασία της υγείας του μπορούν να εξασφαλιστούν με μέσα που εμποδίζουν λιγότερο την ελευθερία των συναλλαγών, αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 30 της Συνθήκης. »

Η εταιρία Bayer France επισημαίνει ότι ως θυγατρική μιας εταιρίας που διανέμει συνθετικά γλυκαντικά σε πολλά κράτη μέλη που δεν απαγορεύουν τη μνεία της λέξεως « ζάχαρη » στην επισήμανση των γλυκαντικών, διαπίστωσε την ύπαρξη δυσχερειών κατά την εισαγωγή των προϊόντων αυτών στη Γαλλία. Συμφωνεί με την άποψη που υποστηρίζει η SARPP ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις του άρθρου 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 είναι αντίθετες προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Θεωρεί, εξάλλου, ότι οι περιορισμοί που επιβάλλει ο νόμος 88-14 δεν δικαιολογούνται από τη μέριμνα βελτιώσεως της πληροφορήσεως του καταναλωτή, διότι στερούν από τον καταναλωτή μία πληροφορία που είναι σημαντική γι' αυτόν, και αφορά την παρουσία ή έλλειψη ζάχαρης στα προϊόντα που καταναλώνει. Εξάλλου, οι περιορισμοί αυτοί δημιουργούν διακρίσεις στο μέτρο που τα προϊόντα που δεν περιέχουν ούτε ζάχαρη ούτε συνθετικά γλυκαντικά μπορούν να φέρουν τη μνεία « sans sucre » ( χωρίς ζάχαρη ), ενώ τα προϊόντα που περιέχουν συνθετικά γλυκαντικά, αλλά όχι ζάχαρη, δεν μπορούν να φέρουν την ένδειξη αυτή.

Επιπλέον η εταιρία Bayer France θεωρεί ότι η απαγόρευση κάθε μνείας της λέξεως « ζάχαρη » και των χαρακτηριστικών του προϊόντος αυτού στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών και στη σχετική διαφήμιση δεν δικαιολογείται για λόγους προστασίας της δημοσίας υγείας, προστασίας που επιτυγχάνεται με τις διατάξεις του άρθρου 3 του διατάγματος της 11ης Μαρτίου 1988.

Κατά συνέπεια, η εταιρία Bayer France προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα του tribunal de grande instance του Παρισιού:

« Οι περιορισμοί που επιβάλλει ο νόμος της 5ης Ιανουαρίου 1988 αποτελούν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που προβλέπει το άρθρο 30 της Συνθήκης της Ρώμης, μη δικαιολογούμενο από την ανάγκη προστασίας της υγείας ή βελτιώσεως της ενημερώσεως του καταναλωτή. »

Η εταιρία Famar France υπογραμμίζει ότι στα περισσότερα κράτη μέλη οι κατασκευαστές συνθετικών γλυκαντικών χρησιμοποιούν τη λέξη «ζάχαρη» στην επισήμανση των προϊόντων τους, για να καθορίσουν τη γεύση και τη γλυκαντική ικανότητα τους. Η απαγόρευση μνείας της λέξεως « ζάχαρη » ή των χαρακτηριστικών του προϊόντος αυτού στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών, που επιβάλλει το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14, υποχρεώνει τους κατασκευαστές αυτούς να τροποποιήσουν την επισήμανση των προϊόντων που προορίζονται για εμπορία στη Γαλλία και είναι, για τον λόγο αυτό, αντίθετη προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ ( βλέπε τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1980, Fietje, 27/80, Rec. 1980, σ. 3839, και της 10ης Νοεμβρίου 1982, Rau κατά De Smedt, 261/81, Συλλογή 1982, σ. 3961 ). Εξάλλου, η απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 δεν δικαιολογείται από την ανάγκη προστασίας του καταναλωτή. Πράγματι στερεί από τον καταναλωτή μία ένδειξη που του είναι απαραίτητη, διότι, κατά την άποψη της Famar France, η ονομασία « συνθετικά γλυκαντικά » δεν είναι επαρκώς ακριβής και πρέπει να συμπληρωθεί με ενδείξεις που χρησιμοποιούν τις λέξεις « ζάχαρη » και « με γλυκεία γεύση », που αφορούν συγκεκριμένα τη γεύση και τη γλυκαντική ικανότητα των εν λόγω προϊόντων.

Εξάλλου, κατά την άποψη της Famar France, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζει την εμπορία στη Γαλλία των συνθετικών γλυκαντικών υπό το σήμα υπό το οποίο κυκλοφορούν στο εξωτερικό, όταν το σήμα αυτό αναφέρει τη λέξη « ζάχαρη » ( όπως το σήμα « Maxisuc » που χρησιμοποιεί η Famar ), και καθιστά αδύνατη μία ενιαία διαφημιστική στρατηγική σε κοινοτικό επίπεδο. Για τον ίδιο λόγο, η απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 είναι αντίθετη προς το άρθρο 30 ( βλέπε τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1976, Terrapin κατά Terranova, 119/75, Rec. 1976, σ. 1039, και της 14ης Ιουλίου 1988, Smanor, 298/87, Συλλογή 1988, σ. 4489 ). Η Famar France υπογραμμίζει, σχετικά, ότι η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, τελευταίο εδάφιο, του νόμου 88-14 για τα σήματα υπό τα οποία κυκλοφορούσαν στην αγορά τα γλυκαντικά πριν την 1η Δεκεμβρίου 1987, ευνοεί κατ' ουσίαν τους γάλλους κατασκευαστές οι οποίοι, λόγω της στενότητας της εθνικής αγοράς των συνθετικών γλυκαντικών, ήταν στην πράξη οι μόνοι που εμπορεύονταν τα προϊόντα αυτά στη Γαλλία πριν την 1η Δεκεμβρίου 1987.

Επιπλέον, η απαγόρευση μνείας των φυσικών χαρακτηριστικών της ζάχαρης στην παρουσίαση των συνθετικών γλυκαντικών είναι επίσης αντίθετη προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ διότι καθιστά αδύνατη την εμπορία των συνθετικών γλυκαντικών στη Γαλλία υπό τη μορφή τεμαχίων ή σκόνης, υπό την οποία κυκλοφορούν συνήθως στα άλλα κράτη μέλη (βλέπε τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Νοεμβρίου 1982, Rau κατά De Smedt, που προαναφέρθηκε, και της 4ης Δεκεμβρίου 1986, Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, 179/85, Συλλογή 1986, σ. 3879).

Τέλος, η απαγόρευση κάθε μνείας της λέξεως « ζάχαρη » στην επισήμανση των τροφίμων που περιέχουν συνθετικά γλυκαντικά, η οποία επίσης προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14, είναι αντίθετη προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, διότι καθιστά αδύνατη την εμπορία τροφίμων που περιέχουν συγχρόνως ζάχαρη και συνθετικά γλυκαντικά στη Γαλλία (βλέπε αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1988, Zoni, 90/86, Συλλογή 1988, σ. 4285, και της 11ης Ιουλίου 1984, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, 51/83, Συλλογή 1984, σ. 2793 ).

Κατά συνέπεια η εταιρία Famar France προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα του tribunal de grande instance του Παρισιού:

« Το άρθρο 30 της Συνθήκης εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν στα προϊόντα που εισάγονται από άλλο κράτος μέλος, στο οποίο παράγονται και κυκλοφορούν νόμιμα, μία εθνική νομοθεσία που απαγορεύει κάθε μνεία των φυσικών, χημικών ή θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζάχαρης ή της λέξεως ζάχαρη στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών και τη σχετική διαφήμιση. »

Η εταιρία Galec υποστηρίζει ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μία νομοθεσία που περιορίζει τις δυνατότητες διαφημίσεως ή ρυθμίζει την επισήμανση ενός προϊόντος είναι αντίθετη προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ διότι επηρεάζει τις δυνατότητες εμπορίας των εισαγομένων προϊόντων. Υπογραμμίζει εξάλλου ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, αρκεί η ενδεχόμενη περιοριστική ενέργεια επί των εισαγωγών για να στοιχειοθετήσει το ασυμβίβαστο της εθνικής νομοθεσίας σε σχέση με το άρθρο 30.

Η εταιρία Galec θεωρεί ότι το περιοριστικό αποτέλεσμα που ασκεί το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 επί των εισαγωγών συνθετικών γλυκαντικών ενισχύεται από τον χαρακτήρα της γαλλικής νομοθεσίας ως νομοθεσίας που δημιουργεί διακρίσεις. Η διάκριση αυτή συνίσταται στην απαγόρευση προς τους κατασκευαστές συνθετικών γλυκαντικών — προϊόντων που, κατά κύριο λόγο, εισάγονται — να εμφανίζουν τα προϊόντα τους ως ανταγωνιστικά μιας τυπικής εθνικής παραγωγής, δηλαδή της ζάχαρης, ενώ τα συνθετικά γλυκαντικά και η ζάχαρη μπορούν να χρησιμοποιούνται από τους καταναλωτές για τον ίδιο σκοπό. Οι κατασκευαστές συνθετικών γλυκαντικών που τέθηκαν σε κυκλοφορία στη Γαλλία μετά την 1η Δεκεμβρίου 1987 — δηλαδή, κατά την άποψη της εταιρίας Galec, κατά κύριο λόγο οι κατασκευαστές που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη — θίγονται ιδιαίτερα από τη διάκριση αυτή, διότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 τους απαγορεύει τη χρήση σήματος που αναφέρει τη λέξη « ζάχαρη ».

Η εταιρία Galec θεωρεί εξάλλου ότι η απαγόρευση του άρθρου 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 δεν δικαιολογείται ούτε από τη μέριμνα προστασίας του καταναλωτή, ούτε από τη θέληση εξασφαλίσεως της εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών, ούτε από λόγους δημοσίας υγείας.

Το γεγονός ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 επιτρέπει στους κατασκευαστές συνθετικών γλυκαντικών που έχουν τεθεί σε κυκλοφορία πριν την 1η Δεκεμβρίου 1987 με σήμα που αναφέρει τη λέξη « ζάχαρη », να διατηρήσουν το σήμα αυτό και, κατά συνέπεια, να αναφέρουν τη λέξη « ζάχαρη » στην επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των προϊόντων τους, αποδεικνύει ότι η διάταξη αυτή δεν αποσκοπεί ούτε στην προστασία του καταναλωτή, με την πρόβλεψη κάθε σύγχυσης μεταξύ της ζάχαρης και των συνθετικών γλυκαντικών, ούτε στην εξασφάλιση της εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών. Πράγματι, αν αυτός ήταν ο σκοπός της γαλλικής νομοθεσίας, αυτή δεν θα επέτρεπε καμία εξαίρεση από την απαγόρευση που θεσπίζει ( βλέπε ιδίως την απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαρτίου 1989, Schumacher, 215/87, Rec. 1989, σ. 617). Εξάλλου, μία διάκριση μεταξύ των παραγωγών συνθετικών γλυκαντικών δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την επιταγή εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών ( βλέπε, παραδείγματος χάρη, την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1985, Miro, 182/84, Συλλογή 1985, σ. 3731 ). Επιπλέον, το γεγονός ότι η εθνική νομοθεσία καταλήγει, κατά την άποψη της εταιρίας Galec, στο να αποκρύπτει από τον καταναλωτή την ύπαρξη καταστάσεως ανταγωνισμού μεταξύ της ζάχαρης και των συνθετικών γλυκαντικών δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς προστασίας του καταναλωτή και σεβασμού της εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών. Εξάλλου, αν υποτεθεί ότι η εθνική νομοθεσία εμπνέεται από τους σκοπούς αυτούς, η απαγόρευση κάθε μνείας της λέξεως « ζάχαρη » και των χαρακτηριστικών του προϊόντος αυτού στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών είναι δυσανάλογη σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, διότι δυσχεραίνει για τον καταναλωτή την κατανόηση της επισημάνσεως, δεδομένου ότι η γαλλική γλώσσα δεν διαθέτει άλλες λέξεις, πλην των λέξεων « ζάχαρη » ή « με γλυκεία γεύση », για να καθορίσει τη γεύση των γλυκαντικών (βλέπε τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1980, Fietje, και της 10ης Νοεμβρίου 1982, Rau κατά De Smedt).

Τέλος, εξαιρέσει της υποχρεώσεως που επιβάλλει το άρθρο 3, παράγραφος 1, του διατάγματος της 11ης Μαρτίου 1988, να αναφέρεται, ενδεχομένως, ότι το συνθετικό γλυκαντικό περιέχει φαινυλαλανίνη, η. γαλλική νομοθεσία δεν δικαιολογείται για λόγους προστασίας της δημοσίας υγείας. Έχει πράγματι αποδειχθεί ότι, εκτός από την περίπτωση που περιέχουν φαινυλαλανίνη, τα συνθετικά γλυκαντικά δεν συνιστούν πραγματικό και σημαντικό κίνδυνο για την υγεία των καταναλωτών.

Η εταιρία Galec προτείνει επομένως να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα του tribunal de grande instance του Παρισιού:

« Είναι αντίθετη προς το άρθρο 30 της Συνθήκης της Ρώμης και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται λόγω προστασίας του καταναλωτή, ή σεβασμού της εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών, η εθνική νομοθεσία που περιλαμβάνει περιορισμούς της διαφημίσεως, προωθήσεως και επισημάνσεως των γλυκαντικών προϊόντων που έχουν γλυκαντική ικανότητα ανώτερη αυτής της ζάχαρης, εφόσον η ρύθμιση αυτή, η οποία δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ των κατασκευαστών διά της ρυθμίσεως των σημάτων, δεν εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλα τα προϊόντα που είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους, και εφόσον απαγορεύει να παρουσιάζονται τα εν λόγω προϊόντα ως ανταγωνιστικά της φυσικής ζάχαρης ενώ μπορούν να την υποκαταστήσουν, και, λόγω της ελλείψεως πραγματικού κινδύνου για την υγεία του καταναλωτή, η νομοθεσία αυτή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω της ανάγκης προστασίας της δημοσίας υγείας που αναφέρεται στο άρθρο 36 της Συνθήκης, με μόνη εξαίρεση την υποχρέωση αναφοράς στις συσκευασίες ότι το προϊόν « περιέχει φαινυλαλανίνη. »

Από την πλευρά της, η Chambre syndicale θεωρεί ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 και το διάταγμα της 11ης Μαρτίου 1988 δεν αποτελούν μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την εισαγωγή και, εξάλλου, δικαιολογούνται πλήρως από την ανάγκη εξασφαλίσεως της εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών και προστασίας του καταναλωτή.

Η Chambre syndicale υπογραμμίζει καταρχάς ότι η γαλλική νομοθεσία εφαρμόζεται χωρίς διάκριση στα συνθετικά γλυκαντικά που εισάγονται και σ' αυτά που παρασκευάζονται στη Γαλλία, δεδομένου ότι ο αριθμός των τελευταίων είναι σημαντικός, κατά την άποψη της Chambre syndicale. Εξάλλου δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο που να δημιουργεί διακρίσεις εις βάρος των συνθετικών γλυκαντικών σε σχέση με τη ζάχαρη. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη ομοιότητας ή ανταγωνισμού μεταξύ των δύο αυτών προϊόντων, υπό την έννοια που δίνει το Δικαστήριο στις έννοιες αυτές στο πλαίσιο του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ. Κατά την άποψη της Chambre syndicale, αν η ζάχαρη και τα συνθετικά γλυκαντικά ήταν παρόμοια ή ανταγωνιστικά προϊόντα, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι τα συνθετικά γλυκαντικά μπορούν να φέρουν την ονομασία« ζάχαρη », πράγμα που είναι απαράδεκτο, λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως κοινής οργανώσεως αγοράς για τη ζάχαρη.

Στη συνέχεια η Chambre syndicale υποστηρίζει ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η εθνική ρύθμιση περί της επισημάνσεως των προϊόντων ή της διαφημίσεως τους είναι αντίθετη προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ όταν μπορεί να καταστήσει την εμπορία των εν λόγω προϊόντων δαπανηρότερη ή δυσκολότερη. Στην προκειμένη περίπτωση, το άρθρο 10 του νόμου 88-14 και το διάταγμα της 11ης Μαρτίου 1988 επιβάλλουν ορισμένες υποχρεώσεις, όσον αφορά την επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών, δεν προκαλούν όμως, κατά την άποψη της Chambre syndicale, καμία αύξηση του κόστους για τους κατασκευαστές. Στην πραγματικότητα η υποχρέωση επιθέσεως στα προϊόντα που κυκλοφορούν στη Γαλλία ετικέτας συντεταγμένης στα γαλλικά, που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 14 της προαναφερθείσας οδηγίας 79/112, καθώς και η υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις ρυθμίσεις των διαφόρων κρατών μελών στον τομέα της επισημάνσεως των συνθετικών γλυκαντικών, ρυθμίσεις που προβλέπουν όλες διαφορετικές απαιτήσεις, υποχρεώνουν τους κατασκευαστές συνθετικών γλυκαντικών να προβλέψουν σε κάθε περίπτωση διαφορετική συσκευασία για τα προϊόντα τους, ανάλογα με το κράτος μέλος προορισμού. Επομένως η υποχρέωση αυτή και το κόστος που συνεπάγεται δεν οφείλονται στην επικρινόμενη γαλλική ρύθμιση.

Εξάλλου, η ρύθμιση αυτί] δεν καθιστά δυσκολότερη την εμπορία των συνθετικών γλυκαντικών στη Γαλλία. Πράγματι, κατά την άποψη της Chambre syndicale, ο γάλλος καταναλωτής γνωρίζει την ύπαρξη των συνθετικών γλυκαντικών και τη χρήση για την οποία προορίζονται, όπως αποδεικνύουν η σημαντική αύξηση των πωλήσεων και ο συντελεστής διεισδύσεως των προϊόντων αυτών στη γαλλική αγορά μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου 88-14. Το ύψος αυτού του συντελεστή διεισδύσεως, ο οποίος είναι ίσος με αυτόν της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας η οποία δεν θέσπισε ρύθμιση δυνάμενη να συγκριθεί με το άρθρο 10 του νόμου 88-14, αποδεικνύει ότι η γαλλική νομοθεσία δεν επηρεάζει τις πωλήσεις των προϊόντων αυτών στη Γαλλία.

Εν πάση περιπτώσει, η γαλλική νομοθεσία δικαιολογείται για λόγους εξασφαλίσεως της εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών. Πράγματι, κατά την άποψη της Chambre syndicale, κάθε αναφορά στη λέξη « ζάχαρη » στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών και στη σχετική διαφήμιση θα είχε ως αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται ή να δυσφημείται η ζάχαρη, διότι, κατόπιν επανειλημμένων διαφημιστικών εκστρατειών, οι κατασκευαστές συνθετικών γλυκαντικών κατόρθωσαν να πείσουν τους καταναλωτές για τον υποτιθέμενο βλαβερό χαρακτήρα της ζάχαρης.

Επιπλέον, η γαλλική νομοθεσία δικαιολογείται για λόγους προστασίας του καταναλωτή. Κατά την άποψη της Chambre syndicale, αν υποτεθεί ότι ο καταναλωτής αγνοεί τη φύση των συνθετικών γλυκαντικών, κάθε αναφορά της λέξεως « ζάχαρη » ή των χαρακτηριστικών του προϊόντος αυτού στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών μπορεί να προκαλέσει πλάνη όσον αφορά την παρουσία ζάχαρης στα προϊόντα αυτά και τις ιδιότητες των συνθετικών γλυκαντικών ή των τροφίμων που περιέχουν τα γλυκαντικά αυτά. Ως προς το σημείο αυτό, η γαλλική νομοθεσία, η οποία εμπνέεται από την παράγραφο 3 της προτάσεως της Επιτροπής, της 18ης Απριλίου 1986, για την τροποποίηση της προτάσεως κανονισμού ( ΕΟΚ ) του Συμβουλίου σχετικά με την ονομασία του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων κατά τη διάθεση τους στο εμπόριο ( ΕΕ C 234, σ. 2 ), είναι σύμφωνη προς το άρθρο 2 της προαναφερθείσας οδηγίας 79/112, και προς την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 1983, De Kikvorsch.

Εξάλλου, μόνον η απόλυτη απαγόρευση κάθε αναφοράς στη λέξη « ζάχαρη » και στα χαρακτηριστικά του προϊόντος αυτού στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών και τη σχετική διαφήμιση επιτρέπει την εξασφάλιση της εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών και της αποτελεσματικής προστασίας του καταναλωτή. Μία τέτοια απαγόρευση είναι επομένως ανάλογη προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

Κατά συνέπεια, η Chambre syndicale προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα του tribunal de grande instance του Παρισιού:

« Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 της 5ης Ιανουαρίου 1988 και το διάταγμα της 11ης Μαρτίου 1988 συμβιβάζονται με τις διατάξεις του άρθρου 30 της Συνθήκης της Ρώμης στο μέτρο που απαγορεύουν κάθε μνεία των φυσικών, χημικών ή θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζάχαρης ή την αναγραφή της λέξης ζάχαρη στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών και τη σχετική διαφήμιση. »

Η Γαλλική Κυβέρνηοη υποστηρίζει καταρχάς ότι οι διατάξεις του διατάγματος της 11ης Μαρτίου 1988 είναι σύμφωνες προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ όπως αυτό ερμηνεύτηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση της 26ης Ιουνίου 1980, Gilli και Andres ( 788/79, Rec. 1980, σ. 2071 ). Πράγματι, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται αδιακρίτως στα εισαγόμενα συνθετικά γλυκαντικά και σ' αυτά που παρασκευάζονται στη Γαλλία και αποσκοπούν στην προστασία της υγείας των καταναλωτών και, απαγορεύοντας την ένδειξη « με γλυκεία γεύση λόγω προσθήκης ... », στην εξασφάλιση της εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών.

Εξάλλου, θεσπίζοντας το άρθρο 10 του νόμου 88-14, ο γάλλος νομοθέτης αποσκοπούσε στην απελευθέρωση του εμπορίου των συνθετικών γλυκαντικών, εμποδίζοντας συγχρόνως κάθε σύγχυση ή αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των προϊόντων αυτών και της ζάχαρης. Πράγματι, τα χαρακτηριστικά των συνθετικών γλυκαντικών είναι πολύ διαφορετικά και, κατά την άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως, δεν είναι γνωστά στον καταναλωτή. Κατά συνέπεια, η προστασία του καταναλωτή και η ανάγκη εξασφαλίσεως θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των προϊόντων αυτών και της ζάχαρης δικαιολογούν την απαγόρευση, στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών, κάθε αναφοράς ικανής να ευνοήσει την εξομοίωση τους προς τη ζάχαρη ή να δυσφημίσει τη ζάχαρη ( βλέπε την απόφαση της 17ης Μαρτίου 1983, De Kikvorsen, που προαναφέρθηκε, και, κατ' αναλογία, την απόφαση της 2ας Μαρτίου 1982, Industrie Diensten Groep κατά Beele, 6/81, Συλλογή 1982, σ. 707). Ως προς το σημείο αυτό, η γαλλική ρύθμιση, που επιτρέπει τη χρησιμοποίηση αναφορών που δίνουν αξία στις ιδιαίτερες ιδιότητες των συνθετικών γλυκαντικών, είναι, κατά την άποψη της Γαλλικής Κυβερνήσεως, σύμφωνη προς την προσέγγιση που ακολουθείται στην προαναφερθείσα οδηγία 79/112. Δεν θα αποκλειόταν όμως μια προσαρμογή της ρυθμίσεως αυτής αν προέκυπτε ότι, λόγω της εξελίξεως της αγοράς, ορισμένες αναφορές στη ζάχαρη δεν είναι πλέον σε θέση να εξαπατήσουν τους καταναλωτές και να βλάψουν την εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών.

Η Γαλλική Κυβέρνηση προτείνει επομένως να δοθεί στο ερώτημα του tribunal de grande instance του Παρισιού η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 και το διάταγμα της 11ης Μαρτίου 1988 συμβιβάζονται με το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Η Επιτροπή παρατηρεί καταρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει ως προς το αν μία εθνική διάταξη συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, όταν επιλαμβάνεται της διαφοράς βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ. Στην προκειμένη περίπτωση, το ερώτημα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο συνίσταται στο να ερευνηθεί αν η απαγόρευση χρησιμοποιήσεως, στην επισήμανση και τη διαφήμιση των συνθετικών γλυκαντικών που έχουν γλυκαντική ικανότητα ανώτερη της ζάχαρης χωρίς να έχουν τις θρεπτικές της ιδιότητες, κάθε αναφοράς των φυσικών, χημικών ή θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζάχαρης ή της λέξεως « ζάχαρη » συμβιβάζεται με τις εφαρμοζόμενες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι εφαρμοζόμενες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου είναι αυτές της προαναφερθείσας οδηγίας 79/112. Πράγματι, τα συνθετικά γλυκαντικά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας διότι πρόκειται για τρόφιμα που προορίζονται να προσφερθούν προς πώληση στον καταναλωτή υπό κανονικές συνθήκες, τόσο όταν πωλούνται συσκευασμένα σε ακατέργαστη μορφή, όσο και όταν περιέχονται στη σύνθεση άλλων τροφίμων. Η Επιτροπή εξάλλου θεωρεί ότι οι διατάξεις της οδηγίας 79/112 που μπορούν να εφαρμοστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή τα άρθρα 2, 3, 5 και 15, είναι ακριβείς και δεν περιέχουν αιρέσεις, και κατά συνέπεια τυγχάνουν αμέσου εφαρμογής στο εσωτερικό δίκαιο.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, η απαγόρευση να χρησιμοποιούνται, στην επισήμανση και τη διαφήμιση των συνθετικών γλυκαντικών, ενδείξεις που αναφέρουν ότι τα προϊόντα αυτά έχουν χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά της ζάχαρης, ενώ δεν διαθέτουν τα χαρακτηριστικά αυτά (παραδείγματος χάρη τις θρεπτικές ιδιότητες της ζάχαρης), είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του άρθρου 2 της οδηγίας 79/112.

Αντίθετα, η απαγόρευση χρησιμοποιήσεως ενδείξεων που αναφέρουν τα χαρακτηριστικά της ζάχαρης που διαθέτουν και τα συνθετικά γλυκαντικά και η απαγόρευση αναφοράς της λέξεως « ζάχαρη » στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών και τη σχετική διαφήμιση, αποτελούν μη εναρμονισμένες διατάξεις, κατά την έννοια του άρθρου 15, της οδηγίας 79/112, και επομένως δεν μπορούν να δικαιολογηθούν παρά μόνον από τη συνδρομή ενός από τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 της διατάξεως αυτής. Η Επιτροπή υποστηρίζει σχετικά ότι η ανάγκη καταστολής του αθεμίτου ανταγωνισμού νομιμοποιεί την απαγόρευση κάθε αναφοράς που δυσφημεί ή υποβαθμίζει τη ζάχαρη. Αντίθετα, στο μέτρο που το γνωστό λεξιλόγιο του καταναλωτή δεν περιέχει όρο συνώνυμο της λέξεως « ζάχαρη », η απόλυτη απαγόρευση κάθε αναφοράς στη λέξη αυτή ή στα χαρακτηριστικά της ζάχαρης, τα οποία διαθέτουν και τα συνθετικά γλυκαντικά, θα κατέληγε σε κακή πληροφόρηση του καταναλωτή. Δεν είναι, κατά συνέπεια, δυνατόν να δικαιολογηθεί από κανέναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 79/112, κατά μείζονα λόγο διότι δεν επιβάλλεται στα συνθετικά γλυκαντικά που έχουν γλυκαντική ικανότητα το πολύ ίση με αυτή της ζάχαρης.

Στην περίπτωση που η οδηγία 79/112 δεν εφαρμόζεται στα συνθετικά γλυκαντικά, θα έπρεπε, κατά την άποψη της Επιτροπής, να εξεταστεί η περίπτωση υπό το πρίσμα του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει σχετικά ότι η απαγόρευση αναφοράς της λέξεως « ζάχαρη » ή των χαρακτηριστικών του προϊόντος αυτού στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών και τη σχετική διαφήμιση, που επιβάλλει ένα κράτος μέλος, υποχρεώνει τους κατασκευαστές να τροποποιήσουν την επισήμανση των προϊόντων τους, στο μέτρο που τέτοιες ενδείξεις μπορούν να αναγράφονται πάνω στα συνθετικά γλυκαντικά που κυκλοφορούν σε άλλα κράτη μέλη. Μπορεί επίσης να υποχρεώσει τους κατασκευαστές να τροποποιήσουν τη διαφήμιση των προϊόντων τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εν λόγω απαγόρευση αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την εισαγωγή (βλέπε την απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1980, Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, 152/78, Rec. 1980, σ. 2299 ).

Εντούτοις, η απαγόρευση αναφοράς της λέξεως « ζάχαρη » και των χαρακτηριστικών του προϊόντος αυτού στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών και τη διαφήμιση τους αποτελεί, κατά την άποψη της Επιτροπής, μέτρο που εφαρμόζεται αδιακρίτως στα εθνικά προϊόντα και στα εισαγόμενα προϊόντα. Μπορεί επομένως ενδεχομένως να δικαιολογείται από επιτακτικές ανάγκες, όπως η ανάγκη προστασίας του καταναλωτή κατά κάθε απάτης και εξασφαλίσεως της εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών. Δεδομένου ότι οι ανάγκες αυτές μπορούν να συγκριθούν με τις ανάγκες που αναφέρονται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 79/112, οι διακρίσεις που γίνονται στο πλαίσιο της εξετάσεως της συμφωνίας του εν λόγω μέτρου με την οδηγία 79/112 θα έπρεπε να γίνονται και όταν εξετάζεται το μέτρο αυτό υπό το πρίσμα του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Η Επιτροπή προτείνει επομένως να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το tribunal de grande instance του Παρισιού:

« 1)

Η απαγόρευση της μνείας ενδείξεων που αναφέρονται στα φυσικά, χημικά ή θρεπτικά χαρακτηριστικά που δεν έχουν τα συνθετικά γλυκαντικά ή ενδείξεων που υποβαθμίζουν ένα άλλο προϊόν στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών και τη σχετική διαφήμιση συμβιβάζεται με την οδηγία 79/112/ΕΟΚ και με το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2)

Η απαγόρευση αναφοράς της λέξεως « ζάχαρη » ή των χαρακτηριστικών του προϊόντος αυτού στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών και στη σχετική διαφήμιση είναι, πλην των περιπτώσεων που αναφέρονται στο σημείο 1 της απαντήσεως, ασυμβίβαστη προς την οδηγία 79/112/ΕΟΚ και το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ. »

T. F. O'Higgins

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ ( έκτο τμήμα)

της 12ης Δεκεμβρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-241/89,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του tribunal de grande instance του Παρισιού προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

SARPP, Société d'application et de recherche en pharmacologie et phytothérapie SARL, αφενός,

και

Chambre syndicale des raffineurs et conditionneurs de sucre de France,

Groupement d'achat Edouard Leclerc SA,

Bayer France SA,

Laboratoire Human Pharm,

Pierre Fahre Industrie SA,

Laboratoires Vendôme SA,

Famar France,

Searle Expansion SA, αφετέρου,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ,

TO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα ),

συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, Τ. F. O'Higgins, Μ. Diez de Velasco, Κ. Ν. Κακούρη, P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η SARPP, εκπροσωπούμενη από τους D. Menard και F. Marion-Menard, δικηγόρους του δικηγορικού συλλόγου της Nantes,

η Pierre Fabre Industrie, εκπροσωπούμενη από τον J.-Y. Dupeux, δικηγόρο Παρισιού,

η Bayer France, εκπροσωπούμενη από τον Μ.-Ο. Vaissie, δικηγόρο Παρισιού,

η Famar France, εκπροσωπούμενη από τον J.-B. Barennes, δικηγόρο Παρισιού,

το Groupement d'achat Edouard Ledere, εκπροσωπούμενο από τον G. Parleani, δικηγόρο Παρισιού,

η Chambre syndicale des raffineurs et conditionneurs de sucre de France, εκπροσωπούμενη από τον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου Mollet Vieville και τους R. Collin και M.-C. Mitchell, δικηγόρους Παρισιού,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Belliard, υποδιευθύντρια νομικών υποθέσεων, και επικουρικά από τον M. Giacomini, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους R. Wainwright, νομικό σύμβουλο, και Η. Lehman, γάλλο υπάλληλο που έχει τεθεί στη διάθεση της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής.

την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Famar France, εκπροσωπούμενης από τον δικηγόρο C. Momege, του Groupement ď achat Edouard Leclerc, της Chambre syndicale des raffïneurs et conditionneurs de sucre de France, της Γαλλικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά τη συνεδρίαση της 27ης Ιουνίου 1990,

αφού άκουσε τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα που αναπτύχθηκαν κατά τη συνεδρίαση της 2ας Οκτωβρίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με απόφαση της 5ης Ιουλίου 1989, που περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Αυγούστου 1989, το tribunal de grande instance του Παρισιού υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 30 της Συνθήκης, ζητώντας να κριθεί αν η γαλλική ρύθμιση σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των συνθετικών γλυκαντικών, καθώς και τη σχετική διαφήμιση συμβιβάζεται με τη διάταξη αυτή.

2

Η σχετική ρύθμιση περιέχεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14, της 5ης Ιανουαρίου 1988, περί της νομικής προστασίας των αναγνωρισμένων σωματείων καταναλωτών και περί της πληροφορήσεως των καταναλωτών. Δυνάμει της διατάξεως αυτής απαγορεύεται κάθε μνεία των φυσικών, χημικών ή θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζαχάρεως ή και της λέξης ζάχαρη στην επισήμανση γλυκαντικών ουσιών που διαθέτουν γλυκαντική ικανότητα ανώτερη αυτής της ζαχάρεως, χωρίς να έχουν τις θρεπτικές της ιδιότητες, στην επισήμανση των τροφίμων που περιέχουν τέτοιες ουσίες, καθώς και κατά την πώληση, στον τρόπο παρουσιάσεως ή στους τρόπους πληροφορήσεως των καταναλωτών σχετικά με τις ανωτέρω ουσίες ή τρόφιμα. Επιτρέπεται εντούτοις η διατήρηση ονομασιών και σημάτων παρασκευής γλυκαντικών ουσιών που κυκλοφορούν στο εμπόριο προ της 1ης Δεκεμβρίου 1987 στον ιατρικό και φαρμακευτικό τομέα. Οι διατάξεις αυτές συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις του διατάγματος της 11ης Μαρτίου 1988 που τροποποιεί το διάταγμα της 20ής Ιουλίου 1987 περί των διαιτητικών προϊόντων.

3

To ερώτημα που υπέβαλε το tribunal de grande instance του Παρισιού ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της SARPP, Société d'application et de recherches en pharmacologie et phytothérapie ( στο εξής: SARPP ), και της Chambre syndicale des raffineurs et conditionneurs de sucre de France ( στο εξής: Chambre syndicale ) και πολλών εταιριών που εισάγουν ή εμπορεύονται συνθετικά γλυκαντικά στη Γαλλία.

4

Με απόφαση της 5ης Ιανουαρίου 1989, ο πρόεδρος του tribunal de grande instance της Nantes διέταξε, κατόπιν αιτήσεως της Chambre syndicale, να αποσυρθούν από την αγορά τα προϊόντα που εμπορευόταν η SARPP με το σήμα « Sucrandel », η συσκευασία των οποίων δεν ήταν σύμφωνη προς το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14. Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η SARPP ενήγαγε τη Chambre syndicale ενώπιον του tribunal de grande instance του Παρισιού, ζητώντας να κριθεί ότι ο νόμος αυτός και το διάταγμα της 11ης Μαρτίου 1988 είναι αντίθετα προς το άρθρο 30 της Συνθήκης.

5

Θεωρώντας ότι η γαλλική νομοθεσία — και, ιδίως, η απαγόρευση κάθε μνείας των φυσικών, χημικών και θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζαχάρεως, ή και της λέξεως ζάχαρη, στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών και τη σχετική διαφήμιση — είναι δυνατόν να αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικό περιορισμό κατά την εισαγωγή, απαγορευόμενο από το άρθρο 30, το tribunal de grande instance του Παρισιού διερωτάται αν η νομοθεσία αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους προστασίας του καταναλωτή ή της δημοσίας υγείας.

6

Υπό τις συνθήκες αυτές το tribunal de grande instance του Παρισιού αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο εκδώσει προδικαστική απόφαση επί του ακολούθου ερωτήματος:

« Συμβιβάζονται με τις διατάξεις του άρθρου 30 της Συνθήκης της Ρώμης το άρθρο 10, παράγραφος 1, του νόμου 88-14 της 5ης Ιανουαρίου 1988 και το διάταγμα της 11ης Μαρτίου 1988, στο μέτρο που απαγορεύουν κάθε μνεία των φυσικών, χημικών ή θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζαχάρεως ή και της λέξης ζάχαρη στην επιγραφή που φέρουν τα συνθετικά γλυκαντικά και στη διαφήμιση που τους γίνεται; »

7

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

8

Προκαταρκτικά πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Δικαστήριο ναι μεν δεν μπορεί, στο πλαίσιο του άρθρου 177 της Συνθήκης, να κρίνει αν μία εθνική ρύθμιση συμβιβάζεται με τη Συνθήκη, πλην όμως είναι αρμόδιο να παρέχει στο εθνικό δικαστήριο κάθε στοιχείο ερμηνείας σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο που μπορεί να του επιτρέψει να εκτιμήσει αν η ρύθμιση αυτή συμβιβάζεται με τη Συνθήκη, για να κρίνει την υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. Εξάλλου, το Δικαστήριο μπορεί, προς τούτο, να υποχρεωθεί να λάβει υπόψη κανόνες κοινοτικού δικαίου, στους οποίους δεν αναφέρθηκε το εθνικό δικαστήριο διατυπώνοντας το ερώτημα του.

9

Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, με το υποβληθέν ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν το κοινοτικό δίκαιο είναι αντίθετο στην εφαρμογή, επί των εθνικών και εισαγομένων προϊόντων, εθνικής ρυθμίσεως που απαγορεύει κάθε αναφορά της λέξεως ζάχαρη και των φυσικών, χημικών ή θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζαχάρεως στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών που προορίζονται για τους καταναλωτές, και στη σχετική διαφήμιση.

Οι εφαρμοζόμενες κοινοτικές διατάξεις

10

Πρέπει να παρατηρηθεί ότι στις 18 Δεκεμβρίου 1978 το Συμβούλιο εξέδωσε την οδηγία 79/112/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμιση τους ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/024, σ. 33 ).

11

Όπως προκύπτει από το προοίμιο της, η οδηγία αυτή αποσκοπεί, με την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση, να ευνοήσει την ελεύθερη κυκλοφορία των τροφίμων. Προς τούτο, η οδηγία θεσπίζει ορισμένους κοινούς κανόνες, γενικού και οριζοντίου χαρακτήρα, εφαρμοζόμενους στο σύνολο των τροφίμων που διατίθενται στο εμπόριο.

12

To άρθρο 2 της οδηγίας αναφέρει την αρχή στην οποία πρέπει να στηρίζεται κάθε ρύθμιση σχετικά με την επισήμανση και τη διαφήμιση. Βάσει της παραγράφου 1, στοιχείο α, της διατάξεως αυτής, η επισήμανση των τροφίμων που προορίζονται να παραδοθούν ως έχουν στον τελικό καταναλωτή δεν πρέπει να είναι φύσεως τέτοιας, ώστε να οδηγεί σε πλάνη τον αγοραστή ιδίως « ως προς τα χαρακτηριστικά του τροφίμου » ή « με την απόδοση στο τρόφιμο αποτελεσμάτων ή ιδιοτήτων που δεν έχει » ή « με τον υπαινιγμό ότι το τρόφιμο έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ενώ στην πραγματικότητα όλα τα παρόμοια τρόφιμα έχουν αυτά τα ίδια χαρακτηριστικά ». Εξάλλου, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β, η επισήμανση δεν μπορεί να αποδίδει θεραπευτικές ιδιότητες στα τρόφιμα. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, οι απαγορεύσεις αυτές εφαρμόζονται επίσης στην παρουσίαση των τροφίμων και στη διαφήμιση τους.

13

Για να εξασφαλιστεί η πληροφόρηση και η προστασία των καταναλωτών, το άρθρο 3 της προαναφερθείσας οδηγίας αναφέρει τον κατάλογο των μόνων υποχρεωτικών ενδείξεων που περιλαμβάνει η επισήμανση των τροφίμων. Στα άρθρα 4 έως 14 διευκρινίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι ενδείξεις αυτές πρέπει να αναφέρονται στην επισήμανση και, εξάλλου, προβλέπεται ορισμένος αριθμός αποκλίσεων από τις διατάξεις του άρθρου 3.

14

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαγορεύσουν το εμπόριο τροφίμων τα οποία ανταποκρίνονται στους κανόνες που προβλέπονται στην οδηγία αυτή, με την εφαρμογή μη εναρμονισμένων εθνικών διατάξεων που ρυθμίζουν την επισήμανση και παρουσίαση ορισμένων τροφίμων ή των τροφίμων γενικά. Εντούτοις, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 2, η απαγόρευση αυτή δεν εφαρμόζεται στις εθνικές ρυθμίσεις που δεν εναρμονίστηκαν για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη αυτή. Στους λόγους αυτούς περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η προστασία της δημοσίας υγείας και η πάταξη του αθεμίτου ανταγωνισμού.

15

Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι διατάξεις της οδηγίας περί επισημάνσεως διαφέρουν σε ένα βασικό σημείο από τις διατάξεις περί διαφημίσεως. Πράγματι, όπως προκύπτει από την ένατη αιτιολογική σκέψη, εξαιτίας του γενικού και οριζοντίου χαρακτήρα της, η οδηγία επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν κανόνες που προστίθενται στους κανόνες της οδηγίας. Όσον αφορά την επισήμανση, τα όρια της αρμοδιότητας που ανατίθεται με τον τρόπο αυτό στα κράτη μέλη τίθενται από την ίδια την οδηγία, διότι αυτή απαριθμεί περιοριστικά, στο άρθρο 15, παράγραφος 2, τους λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν την εφαρμογή εθνικών διατάξεων που δεν εναρμονίστηκαν και απαγορεύουν το εμπόριο τροφίμων τα οποία ανταποκρίνονται στους κανόνες της οδηγίας. Η διάταξη αυτή όμως δεν εφαρμόζεται στη διαφήμιση. Κατά συνέπεια, το ερώτημα αν στον τομέα αυτό το κοινοτικό δίκαιο εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως που προστίθεται στους κανόνες που προβλέπει η οδηγία πρέπει να εξεταστεί ιδίως υπό το πρίσμα των διατάξεων της Συνθήκης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και, ειδικότερα, των άρθρων 30 και 36.

16

Η διαφορά αυτή έχει μία σημαντική συνέπεια. Πράγματι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 1987, Mathot, σκέψη 11 (98/86, Συλλογή 1987, σ. 809 ), η οδηγία 79/112 δημιούργησε υποχρεώσεις ως προς την επισήμανση των τροφίμων που διατίθενται στο εμπόριο εντός ολόκληρης της Κοινότητας, χωρίς να μπορεί να γίνει διάκριση αναλόγως της καταγωγής των προϊόντων αυτών, υπό μόνη την επιφύλαξη της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 3. Κατά συνέπεια, αν οι διατάξεις της οδηγίας εμποδίζουν την εφαρμογή εθνικής ρυθμίσεως σχετικής με την επισήμανση των τροφίμων, η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να εφαρμόζεται ούτε στα εισαγόμενα ούτε στα εγχώρια τρόφιμα. Αντίθετα, όταν η εθνική ρύθμιση περί διαφημίσεως είναι αντίθετη προς τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης, η εφαρμογή της ρυθμίσεως αυτής απαγορεύεται μόνον όσον αφορά τα εισαγόμενα και όχι τα εγχώρια προϊόντα.

17

Λαμβανομένης υπόψη της διαφοράς αυτής, φαίνεται αναγκαίο να εξεταστούν χωριστά τα σημεία της εν λόγω εθνικής ρυθμίσεως που αφορούν αφενός την επισήμανση και αφετέρου τη διαφήμιση.

Επί των σημείων της εν λόγω ρυθμίσεως που αφορούν την επισήμανση

18

Όσον αφορά τα σημεία της εθνικής ρυθμίσεως που αφορούν την επισήμανση, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι η απαγόρευση κάθε μνείας της λέξεως ζάχαρη ή φυσικών, χημικών ή θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζαχάρεως στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών υπερβαίνει τις απαιτήσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/112 προκειμένου να προφυλάσσεται ο καταναλωτής από πλάνη ως προς τα χαρακτηριστικά, τα αποτελέσματα και τις ιδιότητες των τροφίμων αυτών. Πράγματι, για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αρκεί να απαγορευθεί κάθε ένδειξη που αναφέρει, υπαινίσσεται ή αφήνει να εννοηθεί ότι τα συνθετικά γλυκαντικά διαθέτουν ιδιότητες ανάλογες με αυτές της ζαχάρεως, ενώ δεν τις διαθέτουν. Αντίθετα, η μέριμνα να μην πλανηθεί ο καταναλωτής δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη γενική απαγόρευση κάθε ενδείξεως που αναφέρει τη λέξη ζάχαρη ή κάθε αναφοράς των χαρακτηριστικών του προϊόντος αυτού, χαρακτηριστικών που διαθέτουν και τα συνθετικά γλυκαντικά, όπως η γλυκαντική τους ικανότητα.

19

Η εν λόγω εθνική απαγόρευση πρέπει να θεωρηθεί ως διάταξη « μη εναρμονισμένη » κατά την έννοια του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας. Η διάταξη αυτή απαγορεύει το εμπόριο συνθετικών γλυκαντικών, των οποίων η επισήμανση είναι σύμφωνη προς τους κανόνες που προβλέπει η οδηγία, διότι τα τρόφιμα αυτά δεν μπορούν να τεθούν σε κυκλοφορία όταν η επισήμανση τους περιλαμβάνει εκτός των άλλων οποιαδήποτε αναφορά της λέξεως ζάχαρη ή των χαρακτηριστικών του προϊόντος αυτού. Κατά συνέπεια, η απαγόρευση κάθε ενδείξεως που να αναφέρει τη λέξη ζάχαρη ή τα φυσικά, χημικά ή θρεπτικά χαρακτηριστικά της ζαχάρεως που διαθέτουν και τα συνθετικά γλυκαντικά, στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών, δεν μπορεί να εφαρμοστεί στα τρόφιμα αυτά, είτε είναι εισαγόμενα είτε εγχώρια, παρά μόνον αν δικαιολογείται από έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας.

20

Η Chambre syndicale υποστήριξε σχετικά ότι η απαγόρευση αυτή αποσκοπεί να εμποδίσει κάθε αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ ζαχάρεως και συνθετικών γλυκαντικών. Κατά την άποψη της Chambre syndicale, κατόπιν των επανειλημμένων εκστρατειών δυσφημίσεως, με αντικείμενο τη ζάχαρη, εκ μέρους των κατασκευαστών συνθετικών γλυκαντικών, κάθε αναφορά της λέξεως ζάχαρη ή των χαρακτηριστικών του προϊόντος αυτού στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών αποτελεί πράξη αθεμίτου ανταγωνισμού.

21

Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, κάθε μνεία της λέξεως ζάχαρη ή των χαρακτηριστικών του προϊόντος αυτού στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών δεν έχει αναγκαστικά ως αποτέλεσμα τη δυσφήμιση της ζαχάρεως. Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν το σήμα των συνθετικών γλυκαντικών περιέχει τη ρίζα « suc ». Κατά συνέπεια, αν η εν λόγω απαγόρευση αποσκοπεί στην καταστολή του αθεμίτου ανταγωνισμού, είναι προφανώς δυσανάλογη σε σχέση με τον σκοπό αυτό, ο οποίος μπορεί να επιτευχθεί είτε με τη βοήθεια των γενικών διατάξεων περί πατάξεως του αθεμίτου ανταγωνισμού είτε με την απαγόρευση, στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών, μόνο των αναφορών που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τη δυσφήμιση της ζαχάρεως.

22

Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι ο γάλλος νομοθέτης προέβλεψε μία εξαίρεση από την εν λόγω απαγόρευση, ορίζοντας ότι επιτρέπεται η διατήρηση οποιωνδήποτε ονομασιών ή σημάτων παρασκευής συνθετικών γλυκαντικών που κυκλοφορούν στο εμπόριο προ της 1ης Δεκεμβρίου 1987 στον ιατρικό και φαρμακευτικό τομέα. Από αυτό προκύπτει ότι ο γάλλος νομοθέτης δεν θεωρεί ότι η απαγόρευση κάθε μνείας της λέξεως ζάχαρη στην επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών είναι απαραίτητη για να εμποδιστεί κάθε αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των προϊόντων αυτών, εφόσον ορισμένα συνθετικά γλυκαντικά μπορούν να κυκλοφορούν με σήμα που αναφέρει τη λέξη αυτή, ενώ το γεγονός ότι τα γλυκαντικά αυτά κυκλοφορούσαν προηγουμένως στο εμπόριο στον ιατρικό και φαρμακευτικό τομέα δεν αποτελεί εγγύηση κατά του αθεμίτου ανταγωνισμού.

23

Εξάλλου, δεν χωρεί απόκλιση λόγω προστασίας της δημοσίας υγείας από ένα εθνικό μέτρο όπως αυτό της προκειμένης περιπτώσεως.

24

Πράγματι, η εν λόγω απαγόρευση δεν αποσκοπεί να ενημερώσει τους αγοραστές για τους ενδεχομένους κινδύνους που παρουσιάζει η κατανάλωση συνθετικών γλυκαντικών για την υγεία των ανθρώπων.

25

Κατά συνέπεια, στο εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι διατάξεις της οδηγίας 79/112, και ειδικότερα τα άρθρα 2 και 15 της οδηγίας, έχουν την έννοια ότι εμποδίζουν την εφαρμογή, επί των εγχωρίων και των εισαγομένων προϊόντων, μιας εθνικής ρυθμίσεως που απαγορεύει κατά την επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών να γίνεται οποιαδήποτε μνεία της λέξεως ζάχαρη ή των φυσικών, χημικών ή θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζαχάρεως, τα οποία διαθέτουν και τα συνθετικά γλυκαντικά.

Επί των σημείων της εν λόγω ρυθμίσεως που αφορούν τη διαφήμιση

26

Όσον αφορά τα σημεία της εθνικής ρυθμίσεως που αφορούν τη διαφήμιση, πρέπει να επισημανθεί αφενός ότι η ρύθμιση αυτή είναι πανομοιότυπη με τη ρύθμιση που αφορά την επισήμανση και αφετέρου ότι οι διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/112 που εφαρμόζονται στη διαφήμιση είναι επίσης πανομοιότυπες με αυτές που διέπουν την επισήμανση. Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των όσων αναφέρθηκαν προηγουμένως (σκέψεις 18 και 19), πρέπει να θεωρηθεί ότι η απαγόρευση κάθε μνείας της λέξεως ζάχαρη ή των φυσικών, χημικών ή θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζαχάρεως, τα οποία διαθέτουν και τα συνθετικά γλυκαντικά, στη διαφήμιση που αφορά τα τρόφιμα αυτά, αποτελεί ρύθμιση « μη εναρμονισμένη » από την προαναφερθείσα οδηγία.

27

Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν και σε ποιο μέτρο το άρθρο 30 της Συνθήκης εμποδίζει την εφαρμογή της απαγορεύσεως αυτής.

28

Πρέπει σχετικά να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( βλ., καταρχάς, την απόφαση της 11ης Ιουλίου 1974, Dassonville, 8/74, Rec. 1974, σ. 837 ), η απαγόρευση μέτρων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς κατά την εισαγωγή, που επιβάλλει το άρθρο 30 της Συνθήκης, αφορά κάθε εμπορική ρύθμιση των κρατών μελών που μπορεί να εμποδίσει άμεσα ή έμμεσα, πραγματικά ή δυνητικά, το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

29

Μία νομοθεσία, όπως η εν προκειμένω, που περιορίζει ή απαγορεύει ορισμένες μορφές διαφημίσεως, καίτοι δεν επηρεάζει αμέσως τις εισαγωγές, είναι ικανή να περιορίσει τον όγκο τους διότι επηρεάζει τις δυνατότητες εμπορίας των εισαγομένων προϊόντων (βλέπε την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1982, Oosthoek' s Uitgeversmaatschappij, σκέψη 15, 286/81, Συλλογή 1982, σ. 4575). Πράγματι, το γεγονός ότι ένας συγκεκριμένος επιχειρηματίας αναγκάζεται είτε να τροποποιήσει τη μορφή ή το περιεχόμενο μιας διαφημιστικής εκστρατείας αναλόγως των συγκεκριμένων κρατών μελών, είτε να εγκαταλείψει ένα διαφημιστικό σύστημα που θεωρεί ιδιαιτέρως αποτελεσματικό δεν αποκλείεται να μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στις εισαγωγές, ακόμα και αν η νομοθεσία αυτή εφαρμόζεται αδιακρίτως στα εγχώρια και στα εισαγόμενα προϊόντα.

30

Εξάλλου, το εμπόδιο αυτό στο ενδοκοινοτικό εμπόριο οφείλεται στη διαφορά μεταξύ των εθνικών ρυθμίσεων. Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, μολονότι η γαλλική νομοθεσία απαγορεύει κάθε αναφορά της λέξεως ζάχαρη ή των φυσικών, χημικών ή θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζαχάρεως στη διαφήμιση των συνθετικών γλυκαντικών, αντίθετα όμως οι αναφορές αυτές επιτρέπονται σε άλλα κράτη μέλη.

31

Ως προς το σημείο αυτό, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( βλ., ιδίως, τις αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 1979, Rewę, 120/78, Rec. 1979, σ. 649, της 10ης Νοεμβρίου 1982, Rau, 261/81, Συλλογή 1982, σ. 3961, και της 12ης Μαρτίου 1987, Επιτροπή κατά Γερμανίας, 178/84, Συλλογή 1987, σ. 1227 ) προκύπτει ότι, ελλείψει κοινής ρυθμίσεως της εμπορίας των εν λόγω προϊόντων, τα προκύπτοντα από τις διαφορές των εθνικών ρυθμίσεων εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητος πρέπει να γίνονται δεκτά εφόσον η εθνική ρύθμιση, εφαρμοζόμενη αδιακρίτως στα εγχώρια και στα εισαγόμενα προϊόντα, μπορεί να δικαιολογείται ως αναγκαία για την ικανοποίηση λόγων γενικού συμφέροντος που απαριθμούνται στο άρθρο 36 της Συνθήκης, όπως η προστασία της υγείας των ανθρώπων, ή επιτακτικών απαιτήσεων που συντείνουν, μεταξύ άλλων, στην προστασία των καταναλωτών. Επιπλέον, μια τέτοια ρύθμιση πρέπει να είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Αν ένα κράτος μέλος μπορεί να επιλέξει μεταξύ διαφόρων μέτρων, με τα οποία είναι δυνατόν να επιτευχθεί ο ίδιος σκοπός, οφείλει να επιλέξει το μέτρο που δημιουργεί τα λιγότερα εμπόδια στην ελευθερία των συναλλαγών.

32

Οι λόγοι που προβάλλονται για να δικαιολογήσουν τα σημεία της εν λόγω εθνικής ρυθμίσεως που αφορούν τη διαφήμιση είναι πανομοιότυποι με αυτούς που προβάλλονται για να δικαιολογήσουν τα σημεία της ρυθμίσεως αυτής που αφορούν την επισήμανση, δηλαδή η πάταξη του αθεμίτου ανταγωνισμού και η προστασία της υγείας των ανθρώπων. Για τους λόγους που αναφέρθηκαν ήδη ( ανωτέρω, σκέψεις 20 έως 24 ), τα προβαλλόμενα αυτά επιχειρήματα δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

33

Κατά συνέπεια, στο εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ έχουν την έννοια ότι εμποδίζουν την εφαρμογή, επί των εισαγομένων προϊόντων, μιας εθνικής ρυθμίσεως που απαγορεύει, κατά τη διαφήμιση των συνθετικών γλυκαντικών, να γίνεται οποιαδήποτε μνεία της λέξης ζάχαρη ή των φυσικών, χημικών ή θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζαχάρεως, τα οποία διαθέτουν και τα συνθετικά γλυκαντικά.

Επί των δικαστικών εξόδων

34

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( έκτο τμήμα ),

κρίνοντας, με απόφαση της 5ης Ιουλίου 1989, επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το tribunal de grande instance του Παρισιού, αποφασίζει:

 

1)

Οι διατάξεις της οδηγίας 79/112/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1978, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την επισήμανση και την παρουσίαση των τροφίμων που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή καθώς επίσης και τη διαφήμιση τους, και ειδικότερα τα άρθρα 2 και 15 αυτής, έχουν την έννοια ότι εμποδίζουν την εφαρμογή, επί των εγχωρίων και των εισαγομένων προϊόντων, μιας εθνικής ρυθμίσεως που απαγορεύει, κατά την επισήμανση των συνθετικών γλυκαντικών, να γίνεται οποιαδήποτε μνεία της λέξεως ζάχαρη ή των φυσικών, χημικών ή θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζαχάρεως, τα οποία διαθέτουν και τα συνθετικά γλυκαντικά.

 

2)

Τα άρθρα 30 και 36 της Συνθήκης ΕΟΚ έχουν την έννοια ότι εμποδίζουν την εφαρμογή, επί των εισαγομένων προϊόντων, μιας εθνικής ρυθμίσεως που απαγορεύει, κατά τη διαφήμιση των συνθετικών γλυκαντικών, να γίνεται οποιαδήποτε μνεία της λέξεως ζάχαρη ή των φυσικών, χημικών ή θρεπτικών χαρακτηριστικών της ζαχάρεως, τα οποία διαθέτουν και τα συνθετικά γλυκαντικά.

 

Mancini

O'Higgins

Diez de Velasco

Κακούρης

Kapteyn

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Δεκεμβρίου 1990.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος του έκτου τμήματος

G.F. Mancini


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top