Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0209

Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1991.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό - Υπηρεσίες παρεχόμενες συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις - Καταβολή αμοιβής δυσανάλογης σε σχέση με το κόστος της υπηρεσίας.
Υπόθεση C-209/89.

Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-01575

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:139

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-209/89 ( *1 )

Ι — Κανονιστικό πλαίσιο και η εξέλιξη της διαδικασίας που προηγήθηκε της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου

1.

Στην Ιταλική Δημοκρατία, οι υπουργικές αποφάσεις της 29ης Ιουλίου 1971 ( GURI αριθ. 193 της 31.7.1971) και της 30ής Ιανουαρίου 1979 (GURI αριθ. 35 της 5.2.1979) προβλέπουν τις λεπτομέρειες σχετικά με την καταβολή της ωριαίας αμοιβής που οφείλεται για υπηρεσίες που παρέχει, κατόπιν αιτήσεως των επιχειρηματιών, η τελωνειακή υπηρεσία πέραν του κανονικού ωραρίου εργασίας ή εκτός τελωνείων.

2.

Βάσει της σημειώσεως 6 του προσαρτημένου στην προαναφερθείσα υπουργική απόφαση της 29ης Ιουλίου 1971 πίνακα,

« όταν διάφορες υπηρεσίες παρέχονται συγχρόνως για λογαριασμό διαφόρων επιχειρήσεων, το προσωπικό δικαιούται μια εφάπαξ αμοιβή ανάλογη προς τη φύση και τη διάρκεια της παρασχεθείσας υπηρεσίας για την οποία προβλέπεται η μεγαλύτερη αμοιβή, ενώ κάθε επιχείρηση υποχρεούται να καταβάλει ξεχωριστά το τέλος που αντιστοιχεί στις υπηρεσίες τις οποίες ζήτησε, ανεξάρτητα από τα καταβαλλόμενα από τις άλλες επιχειρήσεις τέλη ».

3.

Σύμφωνα με το άρθρο 9 της προαναφερθείσας υπουργικής αποφάσεως της 30ης Ιανουαρίου 1979, ως « επιχείρηση » νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το όνομα του οποίου αναφέρεται στο έντυπο τελωνειακής διασαφήσεως.

Εντούτοις, το άρθρο αυτό διευκρινίζει ότι, όταν η εξαιρετική υπηρεσία που ζητεί ο επιχειρηματίας αφορά εμπορεύματα που έχουν αποσταλεί μαζικά σε κιβώτια για διαφορετικούς παραλήπτες ή εταιρίες εμπορικών μεταφορών, η εν λόγω υπηρεσία θεωρείται ότι παρέχεται σε μία μόνο επιχείρηση.

4.

Η Επιτροπή έκρινε ότι από τις προαναφερθείσες εθνικές διατάξεις προέκυπτε ότι, εκτός από την περίπτωση μαζικής αποστολής εμπορευμάτων, η ιταλική τελωνειακή υπηρεσία εισπράττει, για τις υπηρεσίες που παρέχονται συγχρόνως για λογαριασμό διαφόρων επιχειρήσεων, συνολικό τέλος το οποίο υπερβαίνει το κόστος της παρεχομένης υπηρεσίας κατ' αναλογία προς τον αριθμό των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η χρηματική επιβάρυνση που επιβάλλουν οι ιταλικές αρχές με τον τρόπο αυτό στους επιχειρηματίες αποτελεί επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό, η οποία απαγορεύεται στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών βάσει των άρθρων 9 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ, καθόσον η εν λόγω επιβάρυνση, εισπραττόμενη ανεξάρτητα από τον χρόνο που χρειάστηκε στην πραγματικότητα για τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων κάθε επιχειρήσεως, δεν αποτελεί τέλος για όντως παρασχεθείσα από τη διοίκηση υπηρεσία στον εισαγωγέα ή τον εξαγωγέα, ύψους αντιστοίχου προς την εν λόγω υπηρεσία.

Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κάλεσε την Ιταλική Δημοκρατία, με όχληση της 29ης Ιανουαρίου 1988, σύμφωνα με το άρθρο 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, να υποβάλει εντός προθεσμίας ενός μήνα τις παρατηρήσεις της ως προς την προσαπτόμενη παράβαση.

5.

Με τηλετύπημα της 29ης Μαρτίου 1988, η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας ζήτησε να πραγματοποιηθεί σύσκεψη μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των ιταλικών αρχών για να εξεταστεί ένα σχέδιο υπουργικής αποφάσεως, με την οποία επρόκειτο να θεσπιστεί νέα κανονιστική ρύθμιση, αφορώσα ιδίως το ζήτημα στο οποίο αναφερόταν στην όχληση της Επιτροπής.

6.

Εντούτοις η Επιτροπή έκρινε ότι το σχέδιο υπουργικής αποφάσεως το οποίο εξετάστηκε κατά τη σύσκεψη αυτή, που έγινε στη Ρώμη στις 17 Ιουνίου 1988, δεν αρκούσε για να θέσει τέλος στην προσαπτόμενη στην Ιταλική Δημοκρατία παράβαση, λόγω του ότι οι διατάξεις του σχεδίου αυτού περιόριζαν απλώς την εφαρμογή της εν λόγω ρυθμίσεως, χωρίς όμως να την καταργούν.

7.

Κατά συνέπεια, δυνάμει του άρθρου 169, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, η Επιτροπή διατύπωσε στις 23 Νοεμβρίου 1988 αιτιολογημένη γνώμη, κατά την οποία η Ιταλική Δημοκρατία, απαιτώντας από κάθε επιχείρηση χωριστά την καταβολή δυσανάλογης αμοιβής σε σχέση με το κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών, όταν οι υπηρεσίες παρέχονται συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις κατά τη διεκπεραίωση ενδοκοινοτικών συναλλαγών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 9 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ.

Η Επιτροπή κάλεσε την Ιταλική Δημοκρατία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 169, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προς συμμόρφωση εντός τριάντα ημερών από της εκδόσεως της αιτιολογημένης γνώμης της.

8.

Στην εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη δεν δόθηκε απάντηση.

II — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Ιουλίου 1989, η Επιτροπή προσέφυγε ενώπιον του Δικαστηρίου, κατ' εφαρμογή του άρθρου 169, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, κατά της παραβάσεως εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας των υποχρεώσεων που υπέχει από τα άρθρα 9 επ. και ειδικότερα των άρθρων 12, 13 και 16 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Από την Επιτροπή και την Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας ζητήθηκε να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις. Οι σχετικές απαντήσεις δόθηκαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

3.

Η Επιτροπή, προσφεύγουσα, ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, απαιτώντας από κάθε επιχείρηση χωριστά την καταβολή δυσανάλογης αμοιβής σε σχέση με το κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών, όταν οι υπηρεσίες παρέχονται συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις κατά τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων στο πλαίσιο των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 9 επ. ( και ειδικότερα από τα άρθρα 12, 13 και 16) της Συνθήκης ΕΟΚ·

να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

4.

Η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, καθής, ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη.

III — Ισχυρισμοί καν επιχειρήματα των διαδίκων

1.

α)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει καταρχάς ότι τα άρθρα 9 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ και ειδικότερα τα άρθρα 12, 13 και 16 της εν λόγω Συνθήκης απαγορεύουν στα κράτη μέλη να επιβάλλουν επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 1977, 46/76, Bauhuis, Race. 1977, σ. 5' της 31ης Μαΐου 1979, 132/78, Denkavit, Race. 1979, σ. 1923· της 17ης Μαΐου 1983, 132/82, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1983, σ. 1649 ), τα κράτη μέλη μπορούν να εισπράττουν, για τις πράγματι παρεχόμενες υπηρεσίες επ' ευκαιρία της διελεύσεως των συνόρων στο πλαίσιο των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, ποσό αντίστοιχο προς το κόστος της παρεχομένης υπηρεσίας.

Στη συνέχεια η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, εν προκειμένω, τα ποσά που εισπράττει η ιταλική τελωνειακή υπηρεσία δεν υπολογίζονται σε συνάρτηση προς τον χρόνον που πράγματι χρειάστηκε το προσωπικό για να διενεργήσει τον έλεγχο των εμπορευμάτων κάθε επιχειρήσεως και ότι, επί πλέον, η εν λόγω υπηρεσία ζητεί την καταβολή των σχετικών ποσών από κάθε επιχείρηση, ανεξάρτητα από τον χρόνο που πράγματι αφιέρωσε το προσωπικό για την παρασχεθείσα υπηρεσία και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εισπραττόμενη από τις άλλες επιχειρήσεις αμοιβή γι' αυτή την υπηρεσία. Από αυτά η Επιτροπή συνάγει ότι οι επίδικες ιταλικές διατάξεις θεσπίζουν επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό, απαγορευόμενη από το κοινοτικό δίκαιο.

β)

Στο υπόμνημα απαντήσεως της, η Επιτροπή αποκρούει τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας προς άμυνα της.

Σχετικά με τα στοιχεία που παρέσχε η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας αναφορικά, αφενός, με τα τέλη που καταβάλλουν οι επιχειρηματίες για τις υπηρεσίες των τελωνειακών υπαλλήλων ή/και των στελεχών της Guardia di Finanza και, αφετέρου, με το κόστος με το οποίο επιβαρύνεται το ιταλικό Δημόσιο για να παράσχει την αιτούμενη τελωνειακής φύσεως υπηρεσία, η Επιτροπή συνομολογεί την ακρίβεια των στοιχείων που προσκόμισε η καθής περί των τελωνειακών εξόδων τα οποία καταβάλλουν οι επιχειρηματίες, παρατηρεί όμως ότι δεν έχει στη διάθεση της στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να εξακριβώσει την ακρίβεια των στοιχείων που αφορούν το κόστος με το οποίο επιβαρύνεται το ιταλικό Δημόσιο, ενώ η παρατήρηση της Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας, κατά την οποία οι αποδοχές των στελεχών της Guardia di Finanza είναι αντίστοιχες προς εκείνες των δημοσίων υπαλλήλων, διαψεύδεται από τα αναφερόμενα στο υπόμνημα αντικρούσεως στοιχεία, βάσει των οποίων τα έξοδα, σε περίπτωση παρεμβάσεως των στελεχών της Guardia de Finanza, είναι μικρότερα από τα οφειλόμενα σε περίπτωση διεκπεραιώσεως των σχετικών εργασιών από υπαλλήλους των τελωνείων. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, ενώ στο υπόμνημα αντικρούσεως της Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας τα βαρύνοντα τους επιχειρηματίες ωριαία τέλη καθορίζονται επακριβώς, δεν γίνεται καθόλου λόγος για το μέσο κόστος του ιταλικού Δημοσίου για μία ώρα παροχής εξαιρετικών υπηρεσιών εκ μέρους των δημοσίων υπαλλήλων ή του προσωπικού της Guardia di Finanza.

Απαντώντας στον ισχυρισμό της καθής Ιταλικής Κυβερνήσεως, κατά τον οποίο τα συνολικά ετήσια έσοδα από τα προερχόμενα από καταβολές των επιχειρηματιών τέλη είναι χαμηλότερα από τα συνολικά έξοδα για τη μισθοδοσία των τελωνειακών υπαλλήλων και των στελεχών της Guardia di Finanza, που είναι απαραίτητα για την εξασφάλιση της παροχής των τελωνειακών υπηρεσιών, η Επιτροπή διατείνεται ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι καθαρά υποθετικός, καθόσον η Ιταλική Δημοκρατία δεν προσκόμισε αριθμητικά ή άλλα χρήσιμα στοιχεία προς απόδειξη της ακριβείας της απόψεως της. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, έστω και αν υποτεθεί ότι ο εν λόγω ισχυρισμός ευσταθεί, ουδόλως ασκεί επιρροή στην παρούσα υπόθεση, η οποία αφορά αποκλειστικά το ζήτημα αν τα βαρύνοντα τους επιχειρηματίες τέλη είναι ή όχι ανάλογα προς το κόστος των παρεχομένων υπηρεσιών. Συναφώς πρέπει να γίνει σύγκριση όχι μεταξύ των συνολικών εξόδων μισθοδοσίας του προσωπικού των τελωνείων και των συνολικών εσόδων που προκύπτουν από τα βαρύνοντα τους επιχειρηματίες τέλη, αλλά μεταξύ των τελών που καταβάλλονται στο πλαίσιο των επιδίκων τελωνειακών διατυπώσεων και του κόστους των υπηρεσιών που παρέχονται σ' αυτή την ειδική περίπτωση.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει ακόμα ότι η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας δεν αρνείται ότι τα βαρύνοντα τους επιχειρηματίες τέλη υπερβαίνουν το κόστος των υπηρεσιών που παρέχουν τα τελωνεία, επιχειρεί όμως να δικαιολογήσει ότι αυτή η δυσαναλογία οφείλεται σε οργανωτικές ανάγκες και τεχνικούς λόγους.

Επ' αυτού η Επιτροπή σημειώνει, αφενός, ότι δεν υπάρχει κανόνας που να καθορίζει τα ανώτατα ή τα κατώτατα χρονικά όρια για τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων και, αφετέρου, ότι, για τον υπολογισμό των τελών, βάσει του σημείου 8 της προαναφερθείσας υπουργικής αποφάσεως της 29ης Ιουλίου 1971, δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό των ωρών τα χρονικά διαστήματα κάτω των δέκα πέντε λεπτών, ενώ θεωρείται ως πλήρης ώρα κάθε διάστημα άνω των δέκα πέντε λεπτών. Κατά την Επιτροπή, από αυτό προκύπτει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία οι τελωνειακές εργασίες που πραγματοποιούνται σε διάστημα μιας ώρας είναι συνεχόμενες, είναι δυνατό στην πράξη να απαιτούνται για τρεις εργασίες όχι περισσότερο από είκοσι λεπτά για κάθε μία, να ζητείται όμως η καταβολή των αντιστοιχούντων τελών από τρεις διαφορετικές επιχειρήσεις, ενώ αν οι σχετικές εργασίες εκτελούνται συγχρόνως, όπως εν προκειμένω, οι υπηρεσίες που παρέχονται συγχρόνως για λογαριασμό διαφόρων επιχειρήσεων, με ανάλογη χρέωση τελών, είναι σαφώς περισσότερες και μπορούν να φθάσουν μέχρι και τις δώδεκα τελωνειακές εργασίες των πέντε λεπτών η κάθε μία.

Εξάλλου η Επιτροπή αμφισβητεί, ως μη ανταποκρινόμενο στα πράγματα, τον ισχυρισμό της Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι εισπράττεται κατά κανόνα ένα μόνο τέλος όταν πολλές τελωνειακές εργασίες πραγματοποιούνται σε διάστημα μιας ώρας.

Τέλος, η Επιτροπή θεωρεί εντελώς εσφαλμένη την άποψη της καθής ότι οι τελωνειακές εργασίες που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής έχουν μηδαμινή οικονομική σημασία, διότι αφορούν μόνο μικρές ποσότητες με τη μορφή μεμονωμένων κιβωτίων που αναμένουν τη φόρτωση τους. Οι σχετικές τελωνειακές υπηρεσίες αφορούν εργασίες που γίνονται τις ίδιες ώρες στις υπηρεσίες των τελωνείων, οι οποίες βρίσκονται κατά κύριο λόγο κοντά στις βιομηχανικές περιοχές των μεγάλων πόλεων. Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως είναι εύλογο και οικονομικώς ενδεικνυόμενο να ανατίθεται στον ίδιο τελωνειακό ή στην ίδια ομάδα υπαλλήλων ή στελεχών της Guardia di Finanza η διενέργεια των σχετικών με τις διάφορες εργασίες τελωνειακών ελέγχων.

Η Επιτροπή προσθέτει ότι το άρθρο 2 του σχεδίου υπουργικής αποφάσεως, που πρόκειται να θεσπίσει νέα κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τα τέλη για τις υπηρεσίες τις οποίες παρέχει το προσωπικό των τελωνείων πέραν του κανονικού ωραρίου ή/και εκτός των εγκαταστάσεων των τελωνείων, προβλέπει μείωση τιμών κατά 30% για τις τελωνειακές διασαφήσεις εμπορευμάτων που προσκομίζονται στο τελωνείο εκτός των εγκαταστάσεων των τελωνειακών υπηρεσιών, τον ίδιο χρόνο και στον ίδιο τόπο. Η μείωση αυτή ισχύει και για κάθε διασάφηση που επισυνάπτεται στην πρώτη. Εάν όμως το πρόβλημα ήταν ασήμαντο, όπως ισχυρίζεται η καθής, δεν θα ήταν ασφαλώς απαραίτητο να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο σχεδίου αφορώντος τη νέα ιταλική κανονιστική ρύθμιση περί τελωνειακών υπηρεσιών.

Εξάλλου, έστω και αν θεωρηθεί ως ευσταθούσα η άποψη της Ιταλικής Κυβερνήσεως, κατά την οποία οι εν λόγω εργασίες αφορούν μικρό όγκο εμπορευμάτων, η παράβαση της Συνθήκης δεν αίρεται καθότι η νομολογία του Δικαστηρίου δέχεται την ύπαρξη παραβάσεως, όποια και αν είναι η έκταση των επίμαχων εργασιών.

2.

α)

Η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας διατείνεται καταρχάς ότι, εξαιρουμένων των σπανίων περιπτώσεων παροχής νυκτερινής υπηρεσίας και επεμβάσεως των αξιωματικών ή υπαξιωματικών της Guardia di Finanza, οι επιχειρηματίες υποχρεούνται να καταβάλουν για μία ώρα υπηρεσίας, σε περίπτωση εργασιών που πραγματοποιούνται κατόπιν αιτήσεως τους πέραν του κανονικού ωραρίου,

όταν οι υπηρεσίες παρέχονται από υπαλλήλους των τελωνείων, 5200 λίρες Ιταλίας (LIT) για τις εργασίες εντός των τελωνείων και 10200 LIT σε περίπτωση μεταβάσεως των υπαλλήλων στους χώρους των επιχειρήσεων,

όταν οι υπηρεσίες παρέχονται από την Guardia di Finanza 2400 LIT για τις εργασίες εντός των τελωνείων και 4600 LIT σε περίπτωση μεταβάσεως των στελεχών της στους χώρους των επιχειρήσεων.

Η καθής Ιταλική Κυβέρνηση υποστηρίζει στη συνέχεια ότι, όσον αφορά το κόστος του Δημοσίου για την παροχή των σχετικών υπηρεσιών, οι υπάλληλοι των τελωνείων λαμβάνουν, για κάθε ώρα υπερωριακής απασχολήσεως, μέση ακαθάριστη αμοιβή ύψους 15000 LIT, ποσό στο οποίο πρέπει να προστεθεί για τις υπηρεσίες των τελωνείων που βρίσκονται σε απομακρυσμένες τοποθεσίες, δηλαδή όλα τα τελωνεία των συνόρων και των αεροδρομίων, καθώς και πολλές θέσεις εργασίας σε βιομηχανικές και περιφερειακές ζώνες, αμοιβή αποστολής 1600 LIT ανά ώρα υπηρεσίας, σε κάθε δε περίπτωση τα χορηγούμενα ως κίνητρο επιδόματα που χορηγούνται όταν η εργασία παρουσιάζει δυσχέρειες ή προϋποθέτει ιδιάζουσα ευθύνη, όπως το επίδομα επικίνδυνης εργασίας ή το επίδομα ταμείου. Σε περίπτωση που οι υπηρεσίες παρέχονται εκτός των εγκαταστάσεων των τελωνείων, πρέπει να προστεθούν ακόμη τα έξοδα φαγητού ύψους 30000 LIT ανά γεύμα, όταν οι υπηρεσίες παρέχονται ορισμένες ώρες. Η καθής υποστηρίζει ακόμη ότι οι αποδοχές των στελεχών της Guardia di Finanza είναι αντίστοιχες των δημοσίων υπαλλήλων, οπότε, λαμβανομένου υπόψη του χαμηλού ύψους των τελών που καταβάλλουν οι επιχειρηματίες, η σχέση του κόστους προς τα έξοδα αποβαίνει ακόμα δυσμενέστερη για τη διοίκηση.

Από τη σύγκριση των στοιχείων αυτών η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας συνάγει ότι τα συνολικά ετήσια έσοδα του ιταλικού Δημοσίου είναι χαμηλότερα από τα ποσά που ξοδεύει για να παρέχει τελωνειακές υπηρεσίες και ότι, επομένως, η αιτίαση της Επιτροπής είναι αβάσιμη.

Η Επιτροπή περιορίζει την εξέταση της σε μία όλως ειδική περίπτωση, απομονώνοντας την από το γενικό πλαίσιο του συστήματος που αφορά το ύψος των τελών τα οποία επιβάλλει η ιταλική τελωνειακή υπηρεσία. Τα κριτήρια που αποτελούν τη βάση του συστήματος αυτού αποκλείουν τη δυνατότητα να επιδιώκεται με την επιβολή των τελών ο, τιδήποτε άλλο εκτός από την καταβολή απλώς του αντιτίμου των παρεχόμενων υπηρεσιών, αλλά και το ενδεχόμενο τα σχετικά έσοδα να υπερβαίνουν τα πραγματικά έξοδα των τελωνείων.

Εξάλλου, η ιδιάζουσα κατάσταση που αφορά η προσφυγή δικαιολογείται, αντικειμενικά, αφενός, από ανάγκες σχετικές με την οργάνωση της υπηρεσίας και, αφετέρου, από τεχνικούς λόγους αναγόμενους στη λειτουργικότητα του συστήματος καλύψεως των εξόδων από τα καταβαλλόμενα από τους επιχειρηματίες τέλη.

Επί του πρώτου σημείου, η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας υποστηρίζει ότι τα τέλη που καταβάλλουν οι επιχειρηματίες καθορίζονται βάσει εργατοωρών που δεν μπορούν να διαιρεθούν περαιτέρω σε κλάσματα, εξ αιτίας του γεγονότος ότι στην Ιταλία οι τελωνειακοί υπάλληλοι πληρώνονται, όπως όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, με βάση ακέραιες ώρες εργασίας, για χρονικά δε διαστήματα μικρότερα της ώρας αμοίβονται ως να εργάστηκαν ολόκληρη ώρα.

Επί του δευτέρου σημείου, η καθής υπογραμμίζει ότι, σε περίπτωση εκτελέσεως πολλών εργασιών κατά τη διάρκεια μιας ώρας, εισπράττεται συνήθως ένα ενιαίο τέλος. Το σύνολο σχεδόν των εργασιών που εκτελούνται πέραν του κανονικού ωραρίου ή εκτός των εγκαταστάσεων των τελωνείων για φορτία εμπορευμάτων που ανήκουν σε διαφόρους ιδιοκτήτες αφορά εμπορεύματα που υποβάλλονται στη σχετική διαδικασία συγχρόνως, λόγω του ότι αποστέλλονται στον προορισμό τους βάσει ενιαίας συμβάσεως μεταφοράς ( η λεγομένη « μαζική » αποστολή ). Στην περίπτωση αυτή, η ιταλική νομοθεσία θεωρεί τον μεταφορέα που φροντίζει για τη « μαζική » μεταφορά των εμπορευμάτων ως μία και μόνη επιχείρηση και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 9 της προαναφερθείσας υπουργικής αποφάσεως της 30ής Ιανουαρίου 1979, το τέλος εισπράττεται μία μόνο φορά.

Απομένουν έτσι οι περιπτώσεις στις οποίες αναφέρονται οι επικρίσεις της Επιτροπής, που αφορούν μόνο ειδικές εργασίες ορισμένων επιχειρήσεων σχετικά με πολλά μικρά κιβώτια αποστελλόμενα μαζικά ή αναμένοντα τη φόρτωση τους, για τις οποίες δεν είναι δυνατό να λεχθεί ότι υπάρχουν λόγοι επείγοντος που δικαιολογούν την απασχόληση των τελωνειακών υπηρεσιών πέραν του κανονικού ωραρίου ή εκτός των εγκαταστάσεων του τελωνείου. Σ' αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις, τόσο από οικονομική όσο και από πρακτική άποψη, δεν είναι δυνατό να λαμβάνονται υπόψη τόσο μηδαμινά κλάσματα της εργατοώρας τα οποία δεν δικαιολογούν ούτε τον χρόνο που χρειάζεται για τον υπολογισμό τους, ούτε τη διαδικασία καταβολής των αντιστοίχων τελών, δεδομένου ότι τα εισπραττόμενα ποσά απορροφώνται από τα διοικητικά έξοδα που συνδέονται με την καταβολή των τελών. Η άλλη λύση, που συνίσταται στην υποχρέωση ενός μόνο επιχειρηματία να καταβάλει το ελάχιστο ωριαίο τέλος, είναι επίσης μη εφαρμόσιμη.

β)

Στο υπόμνημα ανταπαντήσεως της, η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας υποστηρίζει ακόμη ότι υπάρχει πρόδηλη αντίφαση μεταξύ των ισχυρισμών που προβάλλονται στο υπόμνημα απαντήσεως της Επιτροπής, κατά τους οποίους στο υπόμνημα αντικρούσεως περιέχονται μεν στοιχεία περί του κόστους για την τελωνειακή υπηρεσία της παροχής των υπηρεσιών της, δεν γίνεται όμως καμία αναφορά στο κόστος για το ιταλικό Δημόσιο μιας ώρας έκτακτης υπηρεσίας εκ μέρους των δημοσίων υπαλλήλων ή των στελεχών της Guardia di Finanza. Είναι προφανές ότι, προς καθορισμό της παρεχομένης σε κάθε επιχειρηματία υπηρεσίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα που βαρύνουν την τελωνειακή υπηρεσία για τη μισθοδοσία του προσωπικού της, ώστε να καθίσταται δυνατή η απασχόληση του προς όφελος του κοινού πέραν των εργασίμων ωρών.

Όσον αφορά την ύπαρξη αναλογίας μεταξύ του οφειλομένου τέλους για την παρεχόμενη υπηρεσία και του κόστους αυτής, τούτο εξαρτάται κατ' ανάγκη από τη σύγκριση μεταξύ του τέλους που καταβάλλει ο επιχειρηματίας και των αποδοχών τις οποίες καταβάλλει το κράτος στο προσωπικό των τελωνείων. Όμως, στη συνήθη περίπτωση υπηρεσίας παρεχομένης από το τελωνείο, από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο υπόμνημα αντικρούσεως προκύπτει ότι ο αιτών επιχειρηματίας πρέπει να καταβάλλει 5200 LIT αν η διάρκεια της οικείας εργασίας είναι ίση ή μικρότερη της ώρας, ενώ το αντίστοιχο έξοδο του κράτους ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 15000 LIT. Υπό τις συνθήκες αυτές, για κάθε παροχή υπηρεσιών για την οποία απαιτείται εργασία διαρκείας κάτω της μιας ώρας, ο επιχειρηματίας στον οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες καταβάλλει τέλος που αντιστοιχεί στο κόστος απασχολήσεως υπαλλήλου για 20 περίπου λεπτά εργασίας.

Η Ιταλική Δημοκρατία δέχεται ότι είναι δυνατό η παροχή μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας, εάν ληφθεί υπόψη μεμωνομένα, να απαιτεί χρόνο λιγότερο από 20 λεπτά. Σε μια τέτοια περίπτωση και εφόσον για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας απαιτείται η εργασία ενός μόνο τελωνειακού, μπορεί πράγματι να συμβεί το ενδεχόμενο ο επιχειρηματίας να υποχρεούται να καταβάλει ποσό μεγαλύτερο από εκείνο που θα κατέβαλε στη θεωρητική περίπτωση κατά την οποία ο υπολογισμός των τελών γινόταν με βάση την κατάτμηση του ωριαίου τέλους για την παροχή εκτάκτων υπηρεσιών ανάλογα με τα λεπτά της ώρας που διήρκεσε η εργασία, εντούτοις, κατά την άποψη της καθής Ιταλικής Κυβέρνησες, ακόμα και σ' αυτές τις περιπτώσεις εξακολουθεί να υπάρχει αναλογία μεταξύ του οφειλομένου τέλους και του κόστους της υπηρεσίας, δεδομένου ότι η αρχή της αναλογικότητας προϋποθέτει την ύπαρξη εύλογης σχέσης μεταξύ της τιμής και του κόστους της υπηρεσίας και όχι ακριβούς μαθηματικής ισότητας μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Συναφώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένοι εγγενείς παράγοντες σχετικοί με τον καθορισμό και την εφαρμογή του πίνακα των ισχυόντων τελών, ο οποίος εξ ορισμού πρέπει να καταρτίζεται βάσει μέσων μεγεθών, στο πλαίσιο ευλόγως καθοριζομένων ορίων. Η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας θεωρεί ότι, λαμβάνοντας ως κριτήριο για τον καθορισμό του πίνακα των τελών τον χρόνο που απαιτείται για την παροχή της υπηρεσίας, είναι λογικός ο καθορισμός ενός κατωτάτου τέλους, κυρίως αν το εν λόγω τέλος είναι, όπως εν προκειμένω, ανάλογο προς το κόστος υπηρεσίας διάρκειας μικρότερης της μισής ώρας.

IV — Απαντήσεις στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου

1.

α)

Στο αίτημα του Δικαστηρίου προς την Επιτροπή να προσδιορίσει, παραθέτοντας συγκεκριμένα παραδείγματα, το ποσό το οποίο οφείλει κάθε επιχείρηση δυνάμει της επίμαχης ιταλικής νομοθεσίας, η απάντηση της ήταν ότι, σύμφωνα με τον προσαρτημένο στην υπουργική απόφαση της 29ης Ιουλίου 1971 πίνακα, όπως αναμορφώθηκε με το άρθρο 6 του ιταλικού νόμου 302, της 13ης Ιουλίου 1984, κάθε ενδιαφερόμενη επιχείρηση οφείλει, στην περίπτωση κατά την οποία μία υπηρεσία παρέχεται συγχρόνως σε πέντε επιχειρήσεις, διαρκείας 15 λεπτών ανά επιχείρηση,

όταν η υπηρεσία παρέχεται από τελωνειακό υπάλληλο, 5200 LIT για τις εργασίες πέραν του κανονικού ωραρίου και 10200 LIT για τις εργασίες εκτός των εγκαταστάσεων τελωνείων·

όταν η υπηρεσία παρέχεται από την Guardia di Finanza, 2400 LIT για τις εργασίες πέραν του κανονικού ωραρίου και 4600 LIT για τις εργασίες εκτός των εγκαταστάσεων τελωνείων.

Τα ίδια ποσά οφείλει κάθε επιχείρηση σε περίπτωση υπηρεσίας παρεχομένης συγχρόνως σε δύο επιχειρήσεις, διαρκείας 25 λεπτών ανά επιχείρηση.

Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, στην περίπτωση υπηρεσίας παρεχομένης συγχρόνως σε διάφορες επιχειρήσεις, πρόκειται για υπηρεσία η οποία δεν παρέχεται διαδοχικά σε κάθε επιχείρηση, αλλά τον ίδιο χρόνο σε όλες τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, κάθε επιχείρηση βαρύνεται με τέλη αντιστοιχούντα προς την ολική διάρκεια της υπηρεσίας. Έτσι, στα δύο προαναφερθέντα παραδείγματα, σύμφωνα με τη σημείωση 8 του προσαρτημένου στην υπουργική απόφαση της 29ης Ιουλίου 1971 πίνακα, κατά την οποία τα υπερβαίνοντα τα 15 λεπτά χρονικά διαστήματα υπολογίζονται ως ολόκληρες ώρες, κάθε επιχείρηση βαρύνεται με το τέλος που αντιστοιχεί σε μία ώρα.

Τέλος η Επιτροπή ανέφερε ότι, στην πράξη, δεν υπάρχει υπηρεσία διάρκειας μικρότερης των 15 λεπτών για την οποία χρεώνεται τέλος μιας ώρας, δεδομένου ότι ο κανόνας κατά τον οποίο τα μικρότερα των 15 λεπτών της ώρας χρονικά διαστήματα δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των τελών ισχύει μόνο για τις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών διαρκείας άνω της μιας ώρας.

β)

Η Επιτροπή απάντησε καταφατικά στην ερώτηση αν κίνησε την παρούσα διαδικασία κατόπιν καταγγελίας ενός επιχειρηματία.

Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν τη βάση για την καταγγελία αυτή, η Επιτροπή ανέφερε ότι οι εταιρίες που υπέβαλαν τη σχετική καταγγελία δήλωσαν ότι

«η τελωνειακή υπηρεσία του Torino ζήτησε την καταβολή περαιτέρω τελών για υπηρεσίες οι οποίες ισχυριζόταν ότι παρασχέθηκαν πέραν του κανονικού ωραρίου εργασίας και εκτός των χώρων του τελωνείου, βάσει ερμηνείας της σημειώσεως 6, δεύτερο μέρος, του προσαρτημένου στην υπουργική απόφαση της 29ης Ιουλίου 1971 πίνακα, που προβλέπει αυξημένα τέλη για τις τελωνειακές διατυπώσεις σε περίπτωση μαζικής αποστολής εμπορευμάτων. Τα εν λόγω τέλη δεν υπολογίζονται σε συνάρτηση με την πραγματική διάρκεια του ελέγχου των εμπορευμάτων κάθε επιχειρήσεως. Κάθε μία από αυτές υποχρεούται να καταβάλει τα τέλη που αντιστοιχούν στα δικά της εμπορεύματα, ως εάν η υπηρεσία παρασχέθηκε προς το δικό της συμφέρον αποκλειστικά. Για κάθε ώρα ή κλάσμα της ώρας υπηρεσίας χρεώνονται τέλη σε κάθε επιχείρηση, ανεξάρτητα από την πραγματική διάρκεια της παρασχεθείσας υπηρεσίας και των όσων εισέπραξε το ίδιο το προσωπικό των τελωνείων ».

γ)

Λαμβάνοντας υπόψη την άποψη της Κυβερνήσεως της Ιταλικής Δημοκρατίας, κατά την οποία ο όρος « κόστος της παρεχόμενης υπηρεσίας » αφορά το σύνολο των εξόδων με τα οποία βαρύνεται το κράτος για να παράσχει τις εν λόγω έκτακτες υπηρεσίες, το Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να εξηγήσει τι ακριβώς καλύπτει ο όρος « κόστος της παρεχόμενης υπηρεσίας » και να εκθέσει την ακολουθούμενη επ' αυτού πρακτική των κρατών μελών. Η Επιτροπή απάντησε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου ( βλ., ως πλέον πρόσφατη, την απόφαση της 2ας Μαΐου 1990, C-11/89, Bakker, Συλλογή 1990, σ. I-1735, σκέψη 11 ), ο χαρακτηρισμός ενός τέλους ως επιβαρύνσεως ισοδυνάμου προς δασμό αποτελέσματος αποκλείεται μόνο όταν το ύψος του εν λόγω τέλους, που καταβάλλεται έναντι πράγματι παρασχεθείσας υπηρεσίας, δεν υπερβαίνει το πραγματικό κόστος εργασιών για τις οποίες εισπράττεται. Συναφώς, πρέπει να υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ του κόστους των εκτάκτων υπηρεσιών που παρέχει η τελωνειακή υπηρεσία και των τελών τα οποία βαρύνουν τους επιχειρηματίες. Τέτοια άμεση σχέση θα υφίστατο αν τα τέλη υπολογίζονταν σε συνάρτηση με τη διάρκεια της παρεχομένης υπηρεσίας, τον αριθμό των ατόμων που απασχολούνται για την κάθε εργασία, τα έξοδα μετακινήσεως (σε περιπτώσεις στις οποίες οι εργασίες πραγματοποιούνται εκτός των εγκαταστάσεων των τελωνείων), τα γενικά έξοδα λειτουργίας των τελωνειακών υπηρεσιών (θέρμανση, φωτισμός, καθαριότητα, ειδικές αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους υπαλλήλους των τελωνείων), τα επί πλέον διοικητικά έξοδα τα οποία προκαλούνται λόγω της απουσίας, κατά το κανονικό ωράριο εργασίας, των ατόμων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους εκτός των εγκαταστάσεων των τελωνείων, καθώς με άλλους ανάλογους παράγοντες.

Κατά την άποψη της Επιτροπής, βάσει της νομολογίας αυτής δεν αποκλείεται εφάπαξ υπολογισμός του κόστους σύμφωνα με πίνακα ωριαίων τελών, ανάλογα με το αν πρόκειται για εργασία κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας, κατά τη διάρκεια εργασίμων ημερών ή αργιών, ο οποίος προβλέπει ενδεχομένως την καταβολή ενός κατωτάτου τέλους για τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Εξάλλου, προς καθορισμό του ωριαίου τέλους που οφείλεται για υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται στους επιχειρηματίες πέραν του κανονικού ωραρίου υπηρεσίας, η Ιταλική Δημοκρατία μπορεί κάλλιστα να λαμβάνει ως βάση τις αμοιβές που καταβάλλονται στους τελωνειακούς υπαλλήλους και στα στελέχη της Guardia di Finanza για εργασία πέραν του κανονικού ωραρίου. προς το αποκλειστικό συμφέρον της υπηρεσίας.

Όσον αφορά την πολιτική που ακολουθούν στον τομέα αυτό τα κράτη μέλη, η Επιτροπή ανέφερε ότι έστειλε τηλετύπημα σε όλα τα κράτη μέλη, με το οποίο τα κάλεσε να γνωστοποιήσουν το ταχύτερο δυνατόν στην Επιτροπή τα κριτήρια βάσει των οποίων υπολογίζονται τα τέλη για υπηρεσίες που παρέχουν συγχρόνως τα τελωνεία σε περισσότερες επιχειρήσεις. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1990 έξι κράτη απάντησαν σ' αυτό το τηλετύπημα.

Στο Βέλγιο, οι άδειες για την παροχή εκτάκτων τελωνειακών υπηρεσιών χορηγούνται ατομικά, εκείνος δε στον οποίο παρασχέθηκαν τέτοιες υπηρεσίες υποχρεούται να καταβάλει στο σύνολο του το αντίτιμο των παροχών που ζήτησε. Επομένως, το εισπραττόμενο από το τελωνείο τέλος είναι ανεξάρτητο από τα ποσά που κατέβαλαν άλλα άτομα ή επιχειρήσεις στις οποίες παρασχέθηκαν υπηρεσίες στον ίδιο χώρο. Τα σχετικά τέλη βαρύνουν ατομικά τον κάθε ενδιαφερόμενο για πρακτικούς λόγους, ιδίως προς αποφυγή λογιστικών δυσχερειών. Εξάλλου, κάθε κλάσμα της ώρας παροχής έκτακτης υπηρεσίας υπολογίζεται ως ολόκληρη ώρα, ενώ για διάφορες έκτακτες υπηρεσίες παρεχόμενες σε διάφορα άτομα ή επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της ίδιας ώρας κάθε άτομο ή επιχείρηση βαρύνεται με το σύνολο του τέλους που του αναλογεί. Τέλος, για κάθε ώρα και για κάθε απασχολούμενο υπάλληλο οφείλεται τέλος 250 έως 350 βελγικών φράγκων κατά μέσον όρο, ανάλογα με τον βαθμό του υπαλλήλου, το ποσό δε αυτό αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό μέρος του πραγματικού κόστους για τη μισθοδοσία των τελωνειακών υπαλλήλων.

Όσον αφορά τις έκτακτες τελωνειακές υπηρεσίες, στο Λουξεμβούργο ισχύει ότι και στο Βέλγιο. Το τέλος των 250 έως 350 φράγκων Λουξεμβούργου δεν καλύπτει το σύνολο των εξόδων με τα οποία επιβαρύνεται το κράτος για την παροχή της έκτακτης υπηρεσίας, αλλά έχει καθοριστεί κατ' αποκοπή. Σε σπανιότατες περιπτώσεις είναι δυνατό να εισπράττονται τέλη συγχρόνως από διάφορα άτομα ή επιχειρήσεις στις οποίες παρασχέθηκαν τελωνειακές υπηρεσίες.

Η ισχύουσα κανονιστική ρύθμιση στην Ισπανία προβλέπει τη δυνατότητα των τελωνειακών υπηρεσιών να παρέχουν άδεια προς διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων πέραν του κανονικού ωραρίου, έναντι καταβολής σχετικού ποσού. Δυνάμει της ρυθμίσεως αυτής, το ύψος των τελών που βαρύνουν εκείνους οι οποίοι ζητούν την παροχή εκτάκτων υπηρεσιών πρέπει να καθιστά δυνατή την κάλυψη του κόστους των παρεχομένων υπηρεσιών. Εντούτοις, η αρχή αυτή δεν έχει ακόμα εφαρμοστεί στην πράξη, μέχρι στιγμής δε δεν υφίσταται πίνακας τελών αυτού του είδους, ούτε είναι καθορισμένη η μέθοδος υπολογισμού του κόστους της υπηρεσίας.

Κατά τη γαλλική νομοθεσία, το Δημόσιο δικαιούται να ζητήσει όλα τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνεται για τις υπηρεσίες που παρέχει. Εντούτοις, η τωρινή κατάσταση είναι ότι, για τα έξοδα λειτουργίας των υπηρεσιών του πέραν του κανονικού ωραρίου εργασίας ή εκτός του συνήθους χώρου εργασίας, δεν επιβάλλονται επί πλέον τέλη. Αντίθετα, η ρύθμιση προβλέπει, ως αμοιβή για την παρεχόμενη υπηρεσία, την καταβολή ενός ποσού το οποίο στη συνέχεια δίδεται στο σύνολο του στους υπαλλήλους που μετέσχαν στις οικείες εργασίες. Το εν λόγω ποσό είναι 31 γαλλικά φράγκα (FF) από Δευτέρα έως Σάββατο μεταξύ 6 π.μ. και 9 μ.μ., 40,25 FF τις Κυριακές και αργίες μεταξύ 6 π.μ. και 9 μ.μ. και 49,45 FF όλ ς τις ημέρες μεταξύ 9 μ.μ. και 6 π.μ.

Στην Ιρλανδία, η επιβολή τελών για την παροχή εκτάκτων τελωνειακών υπηρεσιών αποσκοπεί στην κάλυψη του κόστους της συμμετοχής των τελωνειακών υπαλλήλων στις σχετικές εργασίες και, επομένως, υπολογίζονται βάσει του κόστους που συνεπάγεται η αμοιβή των υπαλλήλων αυτών. Για τις εργασίες που εκτελούνται στους λιμένες και τα αεροδρόμια, τα τέλη υπολογίζονται βάσει των μέσων ωριαίων αποδοχών για έκτακτη εργασία, οι οποίες καταβάλλονται στους μετέχοντες στις σχετικές εργασίες υπαλλήλους, ανάλογα με τον βαθμό τους και τον χρόνο που χρειάζεται για τις εργασίες αυτές. Σήμερα, τα τέλη είναι 11,5 λίρες Ιρλανδίας (IRL) ανά ώρα και ανά υπάλληλο. Αντίθετα, στα τελωνειακά γραφεία των χερσαίων συνόρων επιβάλλεται τέλος κατ' αποκοπήν 5 IRL ανά φορτίο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι θεωρείται ότι η διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων για μια αποστολή εμπορευμάτων απαιτεί, κατά μέσον όρο, περίπου μισή ώρα.

Η δανική ρύθμιση όσον αφορά τα τέλη για τις έκτακτες τελωνειακές υπηρεσίες αποσκοπεί στο να παρέχεται η δυνατότητα στους επιχειρηματίες να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις τους ανεξάρτητα από το ημερήσιο ωράριο εργασίας φροντίζοντας όμως συγχρόνως να αποφεύγεται η επιβάρυνση του Δημοσίου λόγω του υψηλότερου κόστους με το οποίο θα επιβαρυνόταν η τελωνειακή υπηρεσία αν η διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων, εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας, καθίστατο συνήθης πρακτική. Συνεπώς, η παροχή υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο για τις ακόλουθες εργασίες:

α)

για την κατάθεση συνοπτικών δηλώσεων και τελωνειακών διασαφήσεων κατά την άφιξη των εμπορευμάτων, για κάθε δε αποστολή καταβάλλεται αντίστοιχα τέλος 60 και 86 κορωνών Δανίας ( DKR ), ανάλογα με το αν πρόκειται για συνοπτική δήλωση ή για τελωνειακή διασάφηση·

β)

για τις εξαγωγές εμπορευμάτων με φορτηγό αυτοκίνητο ή πλοίο, έναντι καταβολής τέλους 60 DKR για κάθε φορτηγό ή κάθε πλοίο·

γ)

για τις αεροπορικές εξαγωγές εμπορευμάτων, έναντι καταβολής τέλους 60 DKR καταβαλλόμενο από κάθε εξαγωγέα·

δ)

για τη μεταφορά επιβατών με πλοίο ή αεροσκάφος έναντι καταβολής τέλους 86 DKR για κάθε πλοίο ή αεροσκάφος.

Τα τέλη έχουν καθοριστεί κατόπιν υπολογισμού του απαιτουμένου χρόνου για τη διεκπεραίωση των διαφόρων τελωνειακών διατυπώσεων, μεταβάλλονται δε σε συνάρτηση με τις αποδοχές των υπαλλήλων.

2.

Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η Επιτροπή ανέφερε στο υπόμνημα απαντήσεως της ότι, για τον υπολογισμό των οφειλομένων από τους επιχειρηματίες τελών, βάσει της ιταλικής ρυθμίσεως δεν προσμετρώνται τα κλάσματα της ώρας κάτω των 15 λεπτών, ζητήθηκε από την Κνβέρνηοη της Ιταλικής Δημοκρατίας να απαντήσει στην ερώτηση αν, στην περίπτωση κατά την οποία παρέχονται υπηρεσίες συγχρόνως σε διάφορες επιχειρήσεις και κάθε μεμονωμένη υπηρεσία διαρκεί μόνο 5 ή 10 λεπτά, κάθε επιχειρηματίας οφείλει παρ' όλ' αυτά να καταβάλει το ωριαίο τέλος ή αν, αντίθετα, δεν επιβαρύνεται με τέλη.

Η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας απάντησε ότι τα μικρότερα των 15 λεπτών κλάσματα της ώρας δεν υπολογίζονται για τον καθορισμό των τελών που οφείλει εκείνος ο οποίος ζήτησε την εκτέλεση των σχετικών τελωνειακών εργασιών εφόσον προστίθενται σε ολόκληρη ώρα. Αντίθετα, όταν η εργασία απαιτεί χρόνο λιγότερο από μία ώρα, ο επιχειρηματίας οφείλει να καταβάλει τέλος αντιστοιχούν σε μία ολόκληρη ώρα, βάσει της αρχής κατά την οποία το ωριαίο τέλος δεν μπορεί να κατατμηθεί.

Εξάλλου, η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας υπενθύμισε ότι το βαρύνον τον επιχειρηματία που ζητεί τη διεξαγωγή τελωνειακών εργασιών τέλος είναι σαφώς μικρότερο του πραγματικού κόστους για μία ώρα υπηρεσίας του προσωπικού των τελωνείων: αυτό το ωριαίο τέλος αντιστοιχεί στο κόστος 20 περίπου λεπτών εργασίας του προσωπικού των τελωνείων. Επομένως, δεδομένου ότι ακόμα και τελωνειακή εργασία διαρκείας κάτω των 15 λεπτών της ώρας συνεπάγεται έξοδα, την κάλυψη των οποίων το κράτος δικαιούται να ζητήσει από τους ενδιαφερόμενους, και ότι είναι εύλογο ότι τα τέλη δεν πρέπει να υπολογίζονται ανά λεπτό, με το ισχύον στην Ιταλία σύστημα επιτυγχάνεται εύλογη αντιστοιχία μεταξύ του κόστους της υπηρεσίας και των εισπραττομένων τελών.

F. Α. Schockweiler

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 21ης Μαρτίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-209/89,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Sergio Fabro, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Guido Berardis, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Pier Giorgio Ferri, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adélaïde,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, απαιτώντας από κάθε επιχείρηση χωριστά την καταβολή δυσανάλογης αμοιβής σε σχέση με το κόστος των παρεχομένων υπηρεσιών, όταν οι υπηρεσίες παρέχονται συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις κατά τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων στο πλαίσιο των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 9 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ, και ειδικότερα από τα άρθρα 12, 13 και 16 της Συνθήκης,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, G. C. Rodríguez Iglesias και Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliét, F. A. Schockweiler και Ρ. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Νοεμβρίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιανουαρίου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Ιουλίου 1989, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, απαιτώντας από κάθε επιχείρηση χωριστά την καταβολή δυσανάλογης αμοιβής σε σχέση με το κόστος των παρεχομένων υπηρεσιών, όταν οι υπηρεσίες παρέχονται συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις κατά την διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων στο πλαίσιο των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 9,12,13 και 16 της Συνθήκης ΕΟΚ.

2

Οι ιταλικές υπουργικές αποφάσεις της 29ης Ιουλίου 1971 (GURI αριθ. 193 της 31.7.1971 ) και της 30ής Ιανουαρίου 1979 ( GURI αριθ. 35 της 5.2.1979 ) καθορίζουν τα τέλη με τα οποία επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις σε περίπτωση που οι τελωνειακές διατυπώσεις διεκπεραιώνονται εκτός τελωνείων ή πέραν του κανονικού ωραρίου εργασίας. Η ρύθμιση αυτή προβλέπει ότι, όταν οι υπηρεσίες παρέχονται συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις, « το προσωπικό δικαιούται μία εφάπαξ αμοιβή ανάλογη προς τη φύση και τη διάρκεια της παρασχεθείσας υπηρεσίας για την οποία προβλέπεται η μεγαλύτερη αμοιβή, ενώ κάθε επιχείρηση υποχρεούται να καταβάλει ξεχωριστά το τέλος που αντιστοιχεί στις υπηρεσίες τις οποίες ζήτησε, ανεξάρτητα από τα καταβαλλόμενα από τις άλλες επιχειρήσεις τέλη ». Εντούτοις, η προαναφερθείσα απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1979 ορίζει ότι, όταν η ζητούμενη υπηρεσία αφορά μαζική αποστολή εμπορευμάτων που ανήκουν σε περισσότερες επιχειρήσεις, η υπηρεσία αυτή θεωρείται ότι παρέχεται σε μία μόνο επιχείρηση. Τέλος δεν αμφισβητείται ότι, για τον υπολογισμό των τελών που οφείλουν οι επιχειρήσεις, η Ιταλική Δημοκρατία επιτρέπει τη χρέωση κάθε κλάσματος της ώρας υπηρεσίας ως ολόκληρης ώρας.

3

Κατά την Επιτροπή, από την επίδικη ρύθμιση προκύπτει ότι, στην περίπτωση παροχής υπηρεσιών συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις και με εξαίρεση τη μαζική αποστολή εμπορευμάτων, η Ιταλική Δημοκρατία απαιτεί την καταβολή δυσανάλογης αμοιβής σε σχέση με το κόστος των παρεχομένων υπηρεσιών, καθόσον εισπράττει τέλη τόσες φορές όσες είναι και οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και ότι η σχετική αμοιβή δεν υπολογίζεται σε συνάρτηση με τον χρόνο που πράγματι αφιέρωσε το προσωπικό για τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων. Εκτιμώντας ότι το τέλος που επιβάλλεται κατά τον τρόπο αυτό στους επιχειρηματίες αποτελεί επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό, απαγορευόμενη από τα άρθρα 9 επ. της Συνθήκης, η Επιτροπή κίνησε κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας τη διαδικασία του άρθρου 169 της Συνθήκης.

4

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

5

Η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβητεί την ανάλυση της Επιτροπής, διατεινόμενη καταρχάς ότι τα συνολικά ετήσια έσοδα που εισπράττει για την παροχή εκτάκτων υπηρεσιών στους επιχειρηματίες δεν αρκούν για να καλύψουν τα έξοδα στα οποία προβαίνει για να εξασφαλίσει την παροχή των υπηρεσιών αυτών. Υπογραμμίζει στη συνέχεια ότι οι αποδοχές του προσωπικού των τελωνείων, όπως και εκείνες όλων των δημοσίων υπαλλήλων στην Ιταλία, καθορίζονται με βάση ακέραιο αριθμό ωρών εργασίας και ότι η κατάτμηση του τέλους σε συνάρτηση προς τον χρόνο που απαιτείται για εργασία εκτελούμενη προς όφελος περισσοτέρων επιχειρήσεων θα είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή μηδαμινών τελών, τα οποία θα απορροφούνταν σε τελική ανάλυση από τα διοικητικά έξοδα που θα προκαλούσε αυτός ο υπολογισμός. Εξάλλου, δεν είναι εφαρμόσιμη η λύση της καταβολής του σχετικού τέλους από μία μόνο επιχείρηση. Ισχυρίζεται τέλος ότι το ωριαίο τέλος που απαιτείται από την τελωνειακή υπηρεσία αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τρίτο του κόστους της παροχής της έκτακτης υπηρεσίας για μία ώρα, οπότε το βαρύνον τους επιχειρηματίες τέλος ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με εφάπαξ τέλος για 20 λεπτά εργασίας. Λαμβανομένης υπόψη της μέσης διάρκειας μιας τελωνειακής εργασίας, με αυτή τη μέθοδο υπολογισμού τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.

6

Το Δικαστήριο διαπιστώνει προκαταρκτικά ότι η προσαπτόμενη στην Ιταλική Κυβέρνηση παράβαση έχει πράγματι αμελητέες πρακτικές συνέπειες, πράγμα το οποίο δεν απέκλεισε ούτε και η ίδια η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 1988, 415/85, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 1988, σ. 3097, σκέψη 9, και 416/85, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1988, σ. 3127, σκέψη 9), η άσκηση προσφυγής περί αναγνωρίσεως παραβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, τη σκοπιμότητα της οποίας σταθμίζει μόνον η Επιτροπή, έχει αντικειμενικό χαρακτήρα. Επομένως, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εξετάσει αν η προσαπτόμενη παράβαση υφίσταται ή όχι.

7

Προς εκτίμηση του βάσιμου της προσφυγής που άσκησε η Επιτροπή πρέπει να υπομνη-σθεί καταρχάς, όπως επανειλημμένα έχει δεχθεί το Δικαστήριο ( βλ., παραδείγματος χάρη, την απόφαση της 14ης Μαρτίου 1990, C-137/89, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1990, σ. I-847 ), ότι η δικαιολογία για την απαγόρευση των επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς συνίσταται στο γεγονός ότι οι έστω και μικρές χρηματικές επιβαρύνσεις, που επιβάλλονται λόγω της διελεύσεως των συνόρων, συνιστούν εμπόδιο στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων καθόσον αυξάνουν τεχνητά την τιμή των εισαγομένων ή εξαγομένων εμπορευμάτων σε σχέση με τα εγχώρια. Επομένως, κάθε χρηματική επιβάρυνση ασχέτως της ονομασίας της ή του τρόπου επιβολής της, η οποία επιβάλλεται μονομερώς επί των εμπορευμάτων λόγω της διελεύσεως των συνόρων, συνιστά επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικούς δασμούς, υπό την έννοια των άρθρων 9,12,13 και 16 της Συνθήκης.

8

Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι η προβλεπόμενη από την ιταλική νομοθεσία επιβάρυνση βαρύνει τα εμπορεύματα λόγω της διελεύσεως των συνόρων και ότι προστίθεται στα μεταφορικά έξοδα, αυξάνοντας έτσι την τιμή των μεταφερομένων εμπορευμάτων.

9

Εντούτοις, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μια τέτοια επιβάρυνση δεν αποτελεί επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό αν αποτελεί την αμοιβή μιας πράγματι παρασχεθείσας στον επιχειρηματία υπηρεσίας, ύψους αναλόγου προς την εν λόγω υπηρεσία ( βλ., παραδείγματος χάρη, την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 1977, 47/76, Bauhuis, Race. 1977, σ. 5· απόφαση της 31ης Μαΐου 1979, 132/78, Denkavit, Race. 1978, σ. 1923· απόφαση της 17ης Μαΐου 1983, 132/82, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1983, σ. 1649 ).

10

Επ' αυτού, το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι είναι σύμφωνες προς τους κανόνες της Συνθήκης οι επιβαρύνσεις λόγω της διεκπεραιώσεως τελωνειακών διατυπώσεων, υπό την προϋπόθεση ότι το ύψος τους δεν υπερβαίνει το πραγματικό κόστος των υπηρεσιών για τις οποίες οι εν λόγω επιβαρύνσεις εισπράττονται (απόφαση της 12ης Ιουλίου 1977, 89/76, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Race. 1977, σ. 1355, σκέψη 16 ). Με την απόφαση της 2ας Μαΐου 1990, C-111/89, Bakker ( Συλλογή 1990, σ. I-1735, σκέψη 12 ), το Δικαστήριο δέχτηκε ότι αυτή η προϋπόθεση πληρούται μόνον όταν υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ του ύψους του τέλους και του κόστους του συγκεκριμένου ελέγχου, επ' ευκαιρία του οποίου εισπράττεται το εν λόγω τέλος. Το Δικαστήριο προσέθεσε (απόφαση της 2ας Μαΐου 1990, Bakker, προαναφερθείσα, σκέψη 13) ότι η σχέση αυτή υφίσταται όταν το τέλος υπολογίζεται σε συνάρτηση προς τη διάρκεια του ελέγχου, τον αριθμό των απασχολουμένων για τον σκοπό αυτό ατόμων, τα έξοδα για την αγορά υλικού, τα γενικά έξοδα ή, ενδεχομένως, άλλους συναφείς παράγοντες.

11

Επί πλέον, με την απόφαση της 2ας Μαΐου 1990, Bakker, προαναφερθείσα, σκέψη 13, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι τα στοιχεία που παρέσχε όσον αφορά τους παράγοντες που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του τέλους δεν αποκλείουν την κατ' αποκοπή εκτίμηση του κόστους του ελέγχου, για παράδειγμα με τον καθορισμό σταθερού ωριαίου τέλους.

12

Όσον αφορά την επίδικη ιταλική νομοθεσία, πρέπει να σημειωθεί εξ αρχής ότι, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι στην προκειμένη περίπτωση παρέχεται κάποια υπηρεσία στις επιχειρήσεις και ότι, αφετέρου, λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσης νομολογίας, δεν βάλλεται η αρχή της δυνατότητας του κατ' αποκοπή υπολογισμού των τελών.

13

Εντούτοις, όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού των τελών που χρησιμοποιούν οι ιταλικές υπηρεσίες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω ρύθμιση, η οποία συνίσταται στην επιβάρυνση κάθε επιχειρήσεως ατομικά με το σύνολο του κατ' αποκοπήν καθοριζομένου τέλους που αντιστοιχεί σε μία ώρα παροχής υπηρεσιών, στην περίπτωση κατά την οποία οι υπηρεσίες παρέχονται συγχρόνως σε διάφορες επιχειρήσεις, ακόμα και όταν η διαδικασία ελέγχου διαρκεί σαφώς λιγότερο χρόνο, είναι δυνατό σε ορισμένες περιπτώσεις να καταλήγει στην επιβολή τελών που υπερβαίνουν το πραγματικό κόστος της σχετικής υπηρεσίας, όπως νοείται η έννοια αυτή στην προαναφερθείσα νομολογία του Δικαστηρίου. Πράγματι, η ισχύουσα στην Ιταλία μέθοδος υπολογισμού μπορεί, παραδείγματος χάρη, να έχει ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση πέντε επιχειρηματιών με πέντε τέλη που αντιστοιχεί το καθένα σε μία ώρα, για συνολική διάρκεια υπηρεσίας ίση προς 30 λεπτά.

14

Επομένως, από τα στοιχεία που προσκόμισε η ίδια η Ιταλική Κυβέρνηση περί του ωριαίου τέλους και του κόστους των τελωνειακών ελέγχων προκύπτει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η συνολική αμοιβή που χρεώνεται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις μπορεί να υπερβαίνει, μερικές φορές μάλιστα αρκετά, τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνεται, κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, ο κρατικός προϋπολογισμός για την παροχή των σχετικών υπηρεσιών.

15

Πράγματι, έστω και αν θεωρηθεί ότι ευσταθεί ο ισχυρισμός της Ιταλικής Κυβερνήσεως ότι το εισπραττόμενο ωριαίο τέλος αντιπροσωπεύει, κατά μέσον όρο, το ένα τρίτο του κόστους των παρεχομένων υπηρεσιών, τα καταβαλλόμενα από τους επιχειρηματίες τέλη υπερβαίνουν το κόστος των σχετικών τελωνειακών ελέγχων σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η υπηρεσία παρέχεται συγχρόνως σε περισσότερες από τρεις επιχειρήσεις, όπως παρατηρεί και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 14 των προτάσεων του.

16

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η επίδικη ιταλική ρύθμιση οδηγεί στην επιβολή δυσανάλογης αμοιβής σε σχέση με την παρεχόμενη στους επιχειρηματίες υπηρεσία, καθόσον έχει ως αποτέλεσμα την είσπραξη τόσων τελών όσες είναι και οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, τα δε τέλη με τα οποία επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις αυτές υπερβαίνουν στην περίπτωση αυτή το πραγματικό κόστος των σχετικών εργασιών.

17

Όσον αφορά το επιχείρημα της Ιταλικής Κυβερνήσεως κατά το οποίο, αφενός, δεν είναι πρακτικά δυνατή η κατάτμηση τόυ οφειλομένου τέλους κατ' αναλογία προς τον χρόνο που απαιτείται για την παροχή υπηρεσίας σε περισσότερες επιχειρήσεις και, αφετέρου, δεν είναι δυνατό να ζητείται η καταβολή του σχετικού τέλους από μία μόνο επιχείρηση, αρκεί να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται δυσχέρειες πρακτικής φύσεως για να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχουν από το κοινοτικό δίκαιο.

18

Η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ακόμα προς άμυνα της τον ισχυρισμό ότι, εν πάση περιπτώσει, οι επίδικες υπηρεσίες έχουν πολύ μικρή σημασία. Πρόκειται για ειδικές και συγκεκριμένες περιπτώσεις οι οποίες αφορούν πολλά μικρά ξεχωριστά κιβώτια που αποστέλλονται μαζικά ή αναμένουν τη φόρτωση τους, για τις οποίες δεν μπορεί να γίνει επίκληση λόγων επείγοντος βάσει των οποίων να μπορεί να ζητηθεί η παρέμβαση των τελωνείων πέραν του κανονικού ωραρίου εργασίας ή εκτός των τελωνειακών χώρων.

19

Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Πράγματι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι εργασίες τις οποίες αφορά η παρούσα προσφυγή είναι περιορισμένης σημασίας, πρέπει να σημειωθεί, όπως ορθά ανέφερε η Επιτροπή, ότι η παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη από τη Συνθήκη υφίσταται ανεξάρτητα από τη συχνότητα και την έκταση των επικρινομένων καταστάσεων.

20

Από την προεκτιθέμενη ανάπτυξη προκύπτει ότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, απαιτώντας από κάθε επιχείρηση χωριστά την καταβολή δυσανάλογης αμοιβής σε σχέση με το κόστος των παρεχομένων υπηρεσιών, όταν οι υπηρεσίες παρέχονται συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις κατά τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων στο πλαίσιο των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 9, 12,13 και 16 της Συνθήκης ΕΟΚ.

Επί των δικαστικών εξόδων

21

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφαίνεται:

 

1)

Η Ιταλική Δημοκρατία, απαιτώντας από κάθε επιχείρηση χωριστά την καταβολή δυσανάλογης αμοιβής σε σχέση με το κόστος των παρεχομένων υπηρεσιών, όταν οι υπηρεσίες παρέχονται συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις κατά τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων στο πλαίσιο των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 9, 12, 13 και 16 της Συνθήκης ΕΟΚ.

 

2)

Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 

Due

Mancini

Rodríguez Iglesias

Diez Velasco

Slynn

Κακούρης

Joliét

Schockweiler

Kapteyn

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Μαρτίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top