This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61989CJ0209
Judgment of the Court of 21 March 1991. # Commission of the European Communities v Italian Republic. # Free movement of goods - Charge having equivalent effect to a customs duty - Services rendered simultaneously to several undertakings - Payment of an amount disproportionate to the cost of the service. # Case C-209/89.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1991.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό - Υπηρεσίες παρεχόμενες συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις - Καταβολή αμοιβής δυσανάλογης σε σχέση με το κόστος της υπηρεσίας.
Υπόθεση C-209/89.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1991.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό - Υπηρεσίες παρεχόμενες συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις - Καταβολή αμοιβής δυσανάλογης σε σχέση με το κόστος της υπηρεσίας.
Υπόθεση C-209/89.
Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-01575
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:139
ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ
στην υπόθεση C-209/89 ( *1 )
Ι — Κανονιστικό πλαίσιο και η εξέλιξη της διαδικασίας που προηγήθηκε της προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου
1. |
Στην Ιταλική Δημοκρατία, οι υπουργικές αποφάσεις της 29ης Ιουλίου 1971 ( GURI αριθ. 193 της 31.7.1971) και της 30ής Ιανουαρίου 1979 (GURI αριθ. 35 της 5.2.1979) προβλέπουν τις λεπτομέρειες σχετικά με την καταβολή της ωριαίας αμοιβής που οφείλεται για υπηρεσίες που παρέχει, κατόπιν αιτήσεως των επιχειρηματιών, η τελωνειακή υπηρεσία πέραν του κανονικού ωραρίου εργασίας ή εκτός τελωνείων. |
2. |
Βάσει της σημειώσεως 6 του προσαρτημένου στην προαναφερθείσα υπουργική απόφαση της 29ης Ιουλίου 1971 πίνακα, « όταν διάφορες υπηρεσίες παρέχονται συγχρόνως για λογαριασμό διαφόρων επιχειρήσεων, το προσωπικό δικαιούται μια εφάπαξ αμοιβή ανάλογη προς τη φύση και τη διάρκεια της παρασχεθείσας υπηρεσίας για την οποία προβλέπεται η μεγαλύτερη αμοιβή, ενώ κάθε επιχείρηση υποχρεούται να καταβάλει ξεχωριστά το τέλος που αντιστοιχεί στις υπηρεσίες τις οποίες ζήτησε, ανεξάρτητα από τα καταβαλλόμενα από τις άλλες επιχειρήσεις τέλη ». |
3. |
Σύμφωνα με το άρθρο 9 της προαναφερθείσας υπουργικής αποφάσεως της 30ης Ιανουαρίου 1979, ως « επιχείρηση » νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το όνομα του οποίου αναφέρεται στο έντυπο τελωνειακής διασαφήσεως. Εντούτοις, το άρθρο αυτό διευκρινίζει ότι, όταν η εξαιρετική υπηρεσία που ζητεί ο επιχειρηματίας αφορά εμπορεύματα που έχουν αποσταλεί μαζικά σε κιβώτια για διαφορετικούς παραλήπτες ή εταιρίες εμπορικών μεταφορών, η εν λόγω υπηρεσία θεωρείται ότι παρέχεται σε μία μόνο επιχείρηση. |
4. |
Η Επιτροπή έκρινε ότι από τις προαναφερθείσες εθνικές διατάξεις προέκυπτε ότι, εκτός από την περίπτωση μαζικής αποστολής εμπορευμάτων, η ιταλική τελωνειακή υπηρεσία εισπράττει, για τις υπηρεσίες που παρέχονται συγχρόνως για λογαριασμό διαφόρων επιχειρήσεων, συνολικό τέλος το οποίο υπερβαίνει το κόστος της παρεχομένης υπηρεσίας κατ' αναλογία προς τον αριθμό των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η χρηματική επιβάρυνση που επιβάλλουν οι ιταλικές αρχές με τον τρόπο αυτό στους επιχειρηματίες αποτελεί επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό, η οποία απαγορεύεται στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών βάσει των άρθρων 9 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ, καθόσον η εν λόγω επιβάρυνση, εισπραττόμενη ανεξάρτητα από τον χρόνο που χρειάστηκε στην πραγματικότητα για τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων κάθε επιχειρήσεως, δεν αποτελεί τέλος για όντως παρασχεθείσα από τη διοίκηση υπηρεσία στον εισαγωγέα ή τον εξαγωγέα, ύψους αντιστοίχου προς την εν λόγω υπηρεσία. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κάλεσε την Ιταλική Δημοκρατία, με όχληση της 29ης Ιανουαρίου 1988, σύμφωνα με το άρθρο 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, να υποβάλει εντός προθεσμίας ενός μήνα τις παρατηρήσεις της ως προς την προσαπτόμενη παράβαση. |
5. |
Με τηλετύπημα της 29ης Μαρτίου 1988, η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας ζήτησε να πραγματοποιηθεί σύσκεψη μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των ιταλικών αρχών για να εξεταστεί ένα σχέδιο υπουργικής αποφάσεως, με την οποία επρόκειτο να θεσπιστεί νέα κανονιστική ρύθμιση, αφορώσα ιδίως το ζήτημα στο οποίο αναφερόταν στην όχληση της Επιτροπής. |
6. |
Εντούτοις η Επιτροπή έκρινε ότι το σχέδιο υπουργικής αποφάσεως το οποίο εξετάστηκε κατά τη σύσκεψη αυτή, που έγινε στη Ρώμη στις 17 Ιουνίου 1988, δεν αρκούσε για να θέσει τέλος στην προσαπτόμενη στην Ιταλική Δημοκρατία παράβαση, λόγω του ότι οι διατάξεις του σχεδίου αυτού περιόριζαν απλώς την εφαρμογή της εν λόγω ρυθμίσεως, χωρίς όμως να την καταργούν. |
7. |
Κατά συνέπεια, δυνάμει του άρθρου 169, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, η Επιτροπή διατύπωσε στις 23 Νοεμβρίου 1988 αιτιολογημένη γνώμη, κατά την οποία η Ιταλική Δημοκρατία, απαιτώντας από κάθε επιχείρηση χωριστά την καταβολή δυσανάλογης αμοιβής σε σχέση με το κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών, όταν οι υπηρεσίες παρέχονται συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις κατά τη διεκπεραίωση ενδοκοινοτικών συναλλαγών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 9 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ. Η Επιτροπή κάλεσε την Ιταλική Δημοκρατία, κατ' εφαρμογή του άρθρου 169, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προς συμμόρφωση εντός τριάντα ημερών από της εκδόσεως της αιτιολογημένης γνώμης της. |
8. |
Στην εν λόγω αιτιολογημένη γνώμη δεν δόθηκε απάντηση. |
II — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων
1. |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Ιουλίου 1989, η Επιτροπή προσέφυγε ενώπιον του Δικαστηρίου, κατ' εφαρμογή του άρθρου 169, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, κατά της παραβάσεως εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας των υποχρεώσεων που υπέχει από τα άρθρα 9 επ. και ειδικότερα των άρθρων 12, 13 και 16 της Συνθήκης ΕΟΚ. |
2. |
Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Από την Επιτροπή και την Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας ζητήθηκε να απαντήσουν γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις. Οι σχετικές απαντήσεις δόθηκαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας. |
3. |
Η Επιτροπή, προσφεύγουσα, ζητεί από το Δικαστήριο:
|
4. |
Η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, καθής, ζητεί από το Δικαστήριο:
|
III — Ισχυρισμοί καν επιχειρήματα των διαδίκων
1. |
|
2. |
|
IV — Απαντήσεις στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου
1. |
|
2. |
Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η Επιτροπή ανέφερε στο υπόμνημα απαντήσεως της ότι, για τον υπολογισμό των οφειλομένων από τους επιχειρηματίες τελών, βάσει της ιταλικής ρυθμίσεως δεν προσμετρώνται τα κλάσματα της ώρας κάτω των 15 λεπτών, ζητήθηκε από την Κνβέρνηοη της Ιταλικής Δημοκρατίας να απαντήσει στην ερώτηση αν, στην περίπτωση κατά την οποία παρέχονται υπηρεσίες συγχρόνως σε διάφορες επιχειρήσεις και κάθε μεμονωμένη υπηρεσία διαρκεί μόνο 5 ή 10 λεπτά, κάθε επιχειρηματίας οφείλει παρ' όλ' αυτά να καταβάλει το ωριαίο τέλος ή αν, αντίθετα, δεν επιβαρύνεται με τέλη. Η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας απάντησε ότι τα μικρότερα των 15 λεπτών κλάσματα της ώρας δεν υπολογίζονται για τον καθορισμό των τελών που οφείλει εκείνος ο οποίος ζήτησε την εκτέλεση των σχετικών τελωνειακών εργασιών εφόσον προστίθενται σε ολόκληρη ώρα. Αντίθετα, όταν η εργασία απαιτεί χρόνο λιγότερο από μία ώρα, ο επιχειρηματίας οφείλει να καταβάλει τέλος αντιστοιχούν σε μία ολόκληρη ώρα, βάσει της αρχής κατά την οποία το ωριαίο τέλος δεν μπορεί να κατατμηθεί. Εξάλλου, η Κυβέρνηση της Ιταλικής Δημοκρατίας υπενθύμισε ότι το βαρύνον τον επιχειρηματία που ζητεί τη διεξαγωγή τελωνειακών εργασιών τέλος είναι σαφώς μικρότερο του πραγματικού κόστους για μία ώρα υπηρεσίας του προσωπικού των τελωνείων: αυτό το ωριαίο τέλος αντιστοιχεί στο κόστος 20 περίπου λεπτών εργασίας του προσωπικού των τελωνείων. Επομένως, δεδομένου ότι ακόμα και τελωνειακή εργασία διαρκείας κάτω των 15 λεπτών της ώρας συνεπάγεται έξοδα, την κάλυψη των οποίων το κράτος δικαιούται να ζητήσει από τους ενδιαφερόμενους, και ότι είναι εύλογο ότι τα τέλη δεν πρέπει να υπολογίζονται ανά λεπτό, με το ισχύον στην Ιταλία σύστημα επιτυγχάνεται εύλογη αντιστοιχία μεταξύ του κόστους της υπηρεσίας και των εισπραττομένων τελών. |
F. Α. Schockweiler
εισηγητής δικαστής
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.
της 21ης Μαρτίου 1990 ( *1 )
Στην υπόθεση C-209/89,
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Sergio Fabro, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Guido Berardis, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,
προσφεύγουσα,
κατά
Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Pier Giorgio Ferri, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adélaïde,
καθής,
που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, απαιτώντας από κάθε επιχείρηση χωριστά την καταβολή δυσανάλογης αμοιβής σε σχέση με το κόστος των παρεχομένων υπηρεσιών, όταν οι υπηρεσίες παρέχονται συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις κατά τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων στο πλαίσιο των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 9 επ. της Συνθήκης ΕΟΚ, και ειδικότερα από τα άρθρα 12, 13 και 16 της Συνθήκης,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, G. C. Rodríguez Iglesias και Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliét, F. A. Schockweiler και Ρ. J. G. Kapteyn, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Darmon
γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 7ης Νοεμβρίου 1990,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιανουαρίου 1991,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Ιουλίου 1989, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, απαιτώντας από κάθε επιχείρηση χωριστά την καταβολή δυσανάλογης αμοιβής σε σχέση με το κόστος των παρεχομένων υπηρεσιών, όταν οι υπηρεσίες παρέχονται συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις κατά την διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων στο πλαίσιο των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 9,12,13 και 16 της Συνθήκης ΕΟΚ. |
2 |
Οι ιταλικές υπουργικές αποφάσεις της 29ης Ιουλίου 1971 (GURI αριθ. 193 της 31.7.1971 ) και της 30ής Ιανουαρίου 1979 ( GURI αριθ. 35 της 5.2.1979 ) καθορίζουν τα τέλη με τα οποία επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις σε περίπτωση που οι τελωνειακές διατυπώσεις διεκπεραιώνονται εκτός τελωνείων ή πέραν του κανονικού ωραρίου εργασίας. Η ρύθμιση αυτή προβλέπει ότι, όταν οι υπηρεσίες παρέχονται συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις, « το προσωπικό δικαιούται μία εφάπαξ αμοιβή ανάλογη προς τη φύση και τη διάρκεια της παρασχεθείσας υπηρεσίας για την οποία προβλέπεται η μεγαλύτερη αμοιβή, ενώ κάθε επιχείρηση υποχρεούται να καταβάλει ξεχωριστά το τέλος που αντιστοιχεί στις υπηρεσίες τις οποίες ζήτησε, ανεξάρτητα από τα καταβαλλόμενα από τις άλλες επιχειρήσεις τέλη ». Εντούτοις, η προαναφερθείσα απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1979 ορίζει ότι, όταν η ζητούμενη υπηρεσία αφορά μαζική αποστολή εμπορευμάτων που ανήκουν σε περισσότερες επιχειρήσεις, η υπηρεσία αυτή θεωρείται ότι παρέχεται σε μία μόνο επιχείρηση. Τέλος δεν αμφισβητείται ότι, για τον υπολογισμό των τελών που οφείλουν οι επιχειρήσεις, η Ιταλική Δημοκρατία επιτρέπει τη χρέωση κάθε κλάσματος της ώρας υπηρεσίας ως ολόκληρης ώρας. |
3 |
Κατά την Επιτροπή, από την επίδικη ρύθμιση προκύπτει ότι, στην περίπτωση παροχής υπηρεσιών συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις και με εξαίρεση τη μαζική αποστολή εμπορευμάτων, η Ιταλική Δημοκρατία απαιτεί την καταβολή δυσανάλογης αμοιβής σε σχέση με το κόστος των παρεχομένων υπηρεσιών, καθόσον εισπράττει τέλη τόσες φορές όσες είναι και οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και ότι η σχετική αμοιβή δεν υπολογίζεται σε συνάρτηση με τον χρόνο που πράγματι αφιέρωσε το προσωπικό για τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων. Εκτιμώντας ότι το τέλος που επιβάλλεται κατά τον τρόπο αυτό στους επιχειρηματίες αποτελεί επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό, απαγορευόμενη από τα άρθρα 9 επ. της Συνθήκης, η Επιτροπή κίνησε κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας τη διαδικασία του άρθρου 169 της Συνθήκης. |
4 |
Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. |
5 |
Η Ιταλική Κυβέρνηση αμφισβητεί την ανάλυση της Επιτροπής, διατεινόμενη καταρχάς ότι τα συνολικά ετήσια έσοδα που εισπράττει για την παροχή εκτάκτων υπηρεσιών στους επιχειρηματίες δεν αρκούν για να καλύψουν τα έξοδα στα οποία προβαίνει για να εξασφαλίσει την παροχή των υπηρεσιών αυτών. Υπογραμμίζει στη συνέχεια ότι οι αποδοχές του προσωπικού των τελωνείων, όπως και εκείνες όλων των δημοσίων υπαλλήλων στην Ιταλία, καθορίζονται με βάση ακέραιο αριθμό ωρών εργασίας και ότι η κατάτμηση του τέλους σε συνάρτηση προς τον χρόνο που απαιτείται για εργασία εκτελούμενη προς όφελος περισσοτέρων επιχειρήσεων θα είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή μηδαμινών τελών, τα οποία θα απορροφούνταν σε τελική ανάλυση από τα διοικητικά έξοδα που θα προκαλούσε αυτός ο υπολογισμός. Εξάλλου, δεν είναι εφαρμόσιμη η λύση της καταβολής του σχετικού τέλους από μία μόνο επιχείρηση. Ισχυρίζεται τέλος ότι το ωριαίο τέλος που απαιτείται από την τελωνειακή υπηρεσία αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τρίτο του κόστους της παροχής της έκτακτης υπηρεσίας για μία ώρα, οπότε το βαρύνον τους επιχειρηματίες τέλος ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με εφάπαξ τέλος για 20 λεπτά εργασίας. Λαμβανομένης υπόψη της μέσης διάρκειας μιας τελωνειακής εργασίας, με αυτή τη μέθοδο υπολογισμού τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. |
6 |
Το Δικαστήριο διαπιστώνει προκαταρκτικά ότι η προσαπτόμενη στην Ιταλική Κυβέρνηση παράβαση έχει πράγματι αμελητέες πρακτικές συνέπειες, πράγμα το οποίο δεν απέκλεισε ούτε και η ίδια η Επιτροπή κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 1988, 415/85, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 1988, σ. 3097, σκέψη 9, και 416/85, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1988, σ. 3127, σκέψη 9), η άσκηση προσφυγής περί αναγνωρίσεως παραβάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, τη σκοπιμότητα της οποίας σταθμίζει μόνον η Επιτροπή, έχει αντικειμενικό χαρακτήρα. Επομένως, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να εξετάσει αν η προσαπτόμενη παράβαση υφίσταται ή όχι. |
7 |
Προς εκτίμηση του βάσιμου της προσφυγής που άσκησε η Επιτροπή πρέπει να υπομνη-σθεί καταρχάς, όπως επανειλημμένα έχει δεχθεί το Δικαστήριο ( βλ., παραδείγματος χάρη, την απόφαση της 14ης Μαρτίου 1990, C-137/89, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1990, σ. I-847 ), ότι η δικαιολογία για την απαγόρευση των επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμούς συνίσταται στο γεγονός ότι οι έστω και μικρές χρηματικές επιβαρύνσεις, που επιβάλλονται λόγω της διελεύσεως των συνόρων, συνιστούν εμπόδιο στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων καθόσον αυξάνουν τεχνητά την τιμή των εισαγομένων ή εξαγομένων εμπορευμάτων σε σχέση με τα εγχώρια. Επομένως, κάθε χρηματική επιβάρυνση ασχέτως της ονομασίας της ή του τρόπου επιβολής της, η οποία επιβάλλεται μονομερώς επί των εμπορευμάτων λόγω της διελεύσεως των συνόρων, συνιστά επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς εισαγωγικούς δασμούς, υπό την έννοια των άρθρων 9,12,13 και 16 της Συνθήκης. |
8 |
Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι η προβλεπόμενη από την ιταλική νομοθεσία επιβάρυνση βαρύνει τα εμπορεύματα λόγω της διελεύσεως των συνόρων και ότι προστίθεται στα μεταφορικά έξοδα, αυξάνοντας έτσι την τιμή των μεταφερομένων εμπορευμάτων. |
9 |
Εντούτοις, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μια τέτοια επιβάρυνση δεν αποτελεί επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος προς δασμό αν αποτελεί την αμοιβή μιας πράγματι παρασχεθείσας στον επιχειρηματία υπηρεσίας, ύψους αναλόγου προς την εν λόγω υπηρεσία ( βλ., παραδείγματος χάρη, την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 1977, 47/76, Bauhuis, Race. 1977, σ. 5· απόφαση της 31ης Μαΐου 1979, 132/78, Denkavit, Race. 1978, σ. 1923· απόφαση της 17ης Μαΐου 1983, 132/82, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1983, σ. 1649 ). |
10 |
Επ' αυτού, το Δικαστήριο έχει ήδη δεχθεί ότι είναι σύμφωνες προς τους κανόνες της Συνθήκης οι επιβαρύνσεις λόγω της διεκπεραιώσεως τελωνειακών διατυπώσεων, υπό την προϋπόθεση ότι το ύψος τους δεν υπερβαίνει το πραγματικό κόστος των υπηρεσιών για τις οποίες οι εν λόγω επιβαρύνσεις εισπράττονται (απόφαση της 12ης Ιουλίου 1977, 89/76, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Race. 1977, σ. 1355, σκέψη 16 ). Με την απόφαση της 2ας Μαΐου 1990, C-111/89, Bakker ( Συλλογή 1990, σ. I-1735, σκέψη 12 ), το Δικαστήριο δέχτηκε ότι αυτή η προϋπόθεση πληρούται μόνον όταν υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ του ύψους του τέλους και του κόστους του συγκεκριμένου ελέγχου, επ' ευκαιρία του οποίου εισπράττεται το εν λόγω τέλος. Το Δικαστήριο προσέθεσε (απόφαση της 2ας Μαΐου 1990, Bakker, προαναφερθείσα, σκέψη 13) ότι η σχέση αυτή υφίσταται όταν το τέλος υπολογίζεται σε συνάρτηση προς τη διάρκεια του ελέγχου, τον αριθμό των απασχολουμένων για τον σκοπό αυτό ατόμων, τα έξοδα για την αγορά υλικού, τα γενικά έξοδα ή, ενδεχομένως, άλλους συναφείς παράγοντες. |
11 |
Επί πλέον, με την απόφαση της 2ας Μαΐου 1990, Bakker, προαναφερθείσα, σκέψη 13, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι τα στοιχεία που παρέσχε όσον αφορά τους παράγοντες που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του τέλους δεν αποκλείουν την κατ' αποκοπή εκτίμηση του κόστους του ελέγχου, για παράδειγμα με τον καθορισμό σταθερού ωριαίου τέλους. |
12 |
Όσον αφορά την επίδικη ιταλική νομοθεσία, πρέπει να σημειωθεί εξ αρχής ότι, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι στην προκειμένη περίπτωση παρέχεται κάποια υπηρεσία στις επιχειρήσεις και ότι, αφετέρου, λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσης νομολογίας, δεν βάλλεται η αρχή της δυνατότητας του κατ' αποκοπή υπολογισμού των τελών. |
13 |
Εντούτοις, όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού των τελών που χρησιμοποιούν οι ιταλικές υπηρεσίες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η εν λόγω ρύθμιση, η οποία συνίσταται στην επιβάρυνση κάθε επιχειρήσεως ατομικά με το σύνολο του κατ' αποκοπήν καθοριζομένου τέλους που αντιστοιχεί σε μία ώρα παροχής υπηρεσιών, στην περίπτωση κατά την οποία οι υπηρεσίες παρέχονται συγχρόνως σε διάφορες επιχειρήσεις, ακόμα και όταν η διαδικασία ελέγχου διαρκεί σαφώς λιγότερο χρόνο, είναι δυνατό σε ορισμένες περιπτώσεις να καταλήγει στην επιβολή τελών που υπερβαίνουν το πραγματικό κόστος της σχετικής υπηρεσίας, όπως νοείται η έννοια αυτή στην προαναφερθείσα νομολογία του Δικαστηρίου. Πράγματι, η ισχύουσα στην Ιταλία μέθοδος υπολογισμού μπορεί, παραδείγματος χάρη, να έχει ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση πέντε επιχειρηματιών με πέντε τέλη που αντιστοιχεί το καθένα σε μία ώρα, για συνολική διάρκεια υπηρεσίας ίση προς 30 λεπτά. |
14 |
Επομένως, από τα στοιχεία που προσκόμισε η ίδια η Ιταλική Κυβέρνηση περί του ωριαίου τέλους και του κόστους των τελωνειακών ελέγχων προκύπτει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η συνολική αμοιβή που χρεώνεται στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις μπορεί να υπερβαίνει, μερικές φορές μάλιστα αρκετά, τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνεται, κατά την Ιταλική Κυβέρνηση, ο κρατικός προϋπολογισμός για την παροχή των σχετικών υπηρεσιών. |
15 |
Πράγματι, έστω και αν θεωρηθεί ότι ευσταθεί ο ισχυρισμός της Ιταλικής Κυβερνήσεως ότι το εισπραττόμενο ωριαίο τέλος αντιπροσωπεύει, κατά μέσον όρο, το ένα τρίτο του κόστους των παρεχομένων υπηρεσιών, τα καταβαλλόμενα από τους επιχειρηματίες τέλη υπερβαίνουν το κόστος των σχετικών τελωνειακών ελέγχων σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η υπηρεσία παρέχεται συγχρόνως σε περισσότερες από τρεις επιχειρήσεις, όπως παρατηρεί και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 14 των προτάσεων του. |
16 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η επίδικη ιταλική ρύθμιση οδηγεί στην επιβολή δυσανάλογης αμοιβής σε σχέση με την παρεχόμενη στους επιχειρηματίες υπηρεσία, καθόσον έχει ως αποτέλεσμα την είσπραξη τόσων τελών όσες είναι και οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, τα δε τέλη με τα οποία επιβαρύνονται οι επιχειρήσεις αυτές υπερβαίνουν στην περίπτωση αυτή το πραγματικό κόστος των σχετικών εργασιών. |
17 |
Όσον αφορά το επιχείρημα της Ιταλικής Κυβερνήσεως κατά το οποίο, αφενός, δεν είναι πρακτικά δυνατή η κατάτμηση τόυ οφειλομένου τέλους κατ' αναλογία προς τον χρόνο που απαιτείται για την παροχή υπηρεσίας σε περισσότερες επιχειρήσεις και, αφετέρου, δεν είναι δυνατό να ζητείται η καταβολή του σχετικού τέλους από μία μόνο επιχείρηση, αρκεί να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλούνται δυσχέρειες πρακτικής φύσεως για να δικαιολογήσουν τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που υπέχουν από το κοινοτικό δίκαιο. |
18 |
Η Ιταλική Κυβέρνηση προβάλλει ακόμα προς άμυνα της τον ισχυρισμό ότι, εν πάση περιπτώσει, οι επίδικες υπηρεσίες έχουν πολύ μικρή σημασία. Πρόκειται για ειδικές και συγκεκριμένες περιπτώσεις οι οποίες αφορούν πολλά μικρά ξεχωριστά κιβώτια που αποστέλλονται μαζικά ή αναμένουν τη φόρτωση τους, για τις οποίες δεν μπορεί να γίνει επίκληση λόγων επείγοντος βάσει των οποίων να μπορεί να ζητηθεί η παρέμβαση των τελωνείων πέραν του κανονικού ωραρίου εργασίας ή εκτός των τελωνειακών χώρων. |
19 |
Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει δεκτός. Πράγματι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι εργασίες τις οποίες αφορά η παρούσα προσφυγή είναι περιορισμένης σημασίας, πρέπει να σημειωθεί, όπως ορθά ανέφερε η Επιτροπή, ότι η παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη από τη Συνθήκη υφίσταται ανεξάρτητα από τη συχνότητα και την έκταση των επικρινομένων καταστάσεων. |
20 |
Από την προεκτιθέμενη ανάπτυξη προκύπτει ότι πρέπει να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, απαιτώντας από κάθε επιχείρηση χωριστά την καταβολή δυσανάλογης αμοιβής σε σχέση με το κόστος των παρεχομένων υπηρεσιών, όταν οι υπηρεσίες παρέχονται συγχρόνως σε περισσότερες επιχειρήσεις κατά τη διεκπεραίωση των τελωνειακών διατυπώσεων στο πλαίσιο των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 9, 12,13 και 16 της Συνθήκης ΕΟΚ. |
Επί των δικαστικών εξόδων
21 |
Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. |
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ αποφαίνεται: |
|
|
Due Mancini Rodríguez Iglesias Diez Velasco Slynn Κακούρης Joliét Schockweiler Kapteyn Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Μαρτίου 1991. Ο Γραμματέας J.-G. Giraud Ο Πρόεδρος Ο. Due |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.