EUR-Lex Euroopan unionin oikeus ulottuvillasi

Takaisin EUR-Lexin etusivulle

Tämä asiakirja on ote EUR-Lex-verkkosivustolta

Asiakirja 61989CJ0080

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 28ης Ιουνίου 1990.
Erwin Behn Verpackungsbedarf GmbH κατά Hauptzollamt Itzehoe.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht Hamburg - Γερμανία.
Κύρος αποφάσεως σχετικά με την "εκ των υστέρων" είσπραξη εισαγωγικών δασμών.
Υπόθεση C-80/89.

Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-02659

ECLI-tunnus: ECLI:EU:C:1990:269

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-80/89 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 1983, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης Erwin Behn Verpackungsbedarf GmbH (στο εξής: Behn), εισήγαγε στην Κοινότητα αλεύκαστο χαρτί για σάκους μεγάλης περιεκτικότητας που υπάγονται στη δασμολογική κλάση 48.01 Γ II α του κοινού δασμολογίου (στο εξής: ΚΔ), καταγωγής Ισπανίας και άλλων τρίτων χωρών. Τα εμπορεύματα διασαφήζονταν κάθε μήνα ενόψει της ελεύθερης κυκλοφορίας στο πλαίσιο του συστήματος της γενικής διασαφήσεως του άρθρου 20 της οδηγίας 79/695/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί εναρμονίσεως των διαδικασιών θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 262 ).

2.

Στις τελωνειακές της διασαφήσεις, η Behn βασίστηκε για τον υπολογισμό των εισαγωγικών δασμών που έπρεπε να καταβάλλει, στους συντελεστές που αναφέρονται στο δασμολόγιο χρήσεως που δημοσιεύθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από το ομοσπονδιακό Υπουργείο των Οικονομικών. Οι συντελεστές που αναφέρονταν σ' αυτό ως προς το εν λόγω χαρτί καταγωγής Ισπανίας και άλλων τρίτων χωρών ήταν αντίστοιχα 3 και 7,5 %. Με το διορθωτικό έγγραφο αριθ. 151/83, της 17ης Αυγούστου 1983, το οποίο παρέλαβε το Hauptzollamt (κεντρικό τελωνείο) Itzehoe στις 19 Αυγούστου 1983, το ομοσπονδιακό Υπουργείο των Οικονομικών διόρθωσε το δασμολόγιο χρήσεως τροποποιώντας τους εφαρμοστέους συντελεστές αντίστοιχα σε 3,2 και 8 ο/ο, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 1983. Οι συντελεστές αυτοί ανταποκρίνονταν στην ισχύουσα την εποχή εκείνη κοινοτική ρύθμιση, όπως προέκυπτε ιδίως από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1524/70 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1970, περί συνάψεως συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ισπανίας και περί θεσπίσεως διατάξεων για την εφαρμογή της (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 120) καθώς και από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3000/82 του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1982, περί τροποποιήσεως του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 950/68 περί του κοινού δασμολογίου (ABl. L 318,a 1).

3.

Αφού ο καθορισμός των δασμών πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διασαφήσεις, βάσει των συντελεστών 3 και 7,5 ο/ο αντιστοίχως, το Hauptzollambt Itzehoe εισέπραξε « εκ των υστέρων », με τρεις αποφάσεις της 19ης και 26ης Οκτωβρίου 1983, καθώς και της 2ας Νοεμβρίου 1983, συνολικό ποσό 4866,40 γερμανικών μάρκων ( DM ) με βάση τους συντελεστές 3,2 και 8 ο/ο αντιστοίχως.

4.

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε ένσταση κατά των αποφάσεων αυτών, ισχυριζόμενη ότι για τις γενικές διασαφήσεις είχε λάβει ως βάση τους συντελεστές του δασμολογίου χρήσεως, κατά τους υπολογισμούς της δε είχε λάβει υπόψη μόνο τους συντελεστές αυτούς.

5.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έθεσε την περίπτωση αυτή υπόψη της Επιτροπής, σύμφωνα με τον κανονισμό 1573/80 της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 1980, περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου, περί της εισπράξεως « εκ των υστέρων » εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/020, σ. 243 ). Με απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 1985, η Επιτροπή αποφάσισε ότι οι εν λόγω εισαγωγικοί δασμοί έπρεπε να εισπραχθούν « εκ των υστέρων ».

6.

Με την προσφυγή που άσκησε ενώπιον του Finanzgericht Hamburg ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας), η προσφεύγουσα της κύριας δίκης εξακολουθεί να αμφισβητεί την εκ μέρους του τελωνείου απαιτηθείσα διόρθωση.

7.

Το Finanzgericht Hamburg έχει αμφιβολίες ως προς το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής. Διερωτάται, ιδίως, μήπως η Επιτροπή υπερβάλλει ως προς το καθήκον της επιμελείας του φορολογουμένου, εφόσον δεν μπορεί να αναμένεται από αυτόν να είναι καλύτερα ενημερωμένος για τους εφαρμοστέους στην Κοινότητα συντελεστές απ' ό,τι το Hauptzollamt, αυτό δε ακόμη περισσότερο που εν προκειμένω οι συντελεστές των δασμών δεν είναι εύκολο να καθοριστούν με βάση την Επίσημη Εφημερίδα, ακόμη και για έναν ειδικό. Στην περίπτωση κατά την οποία η απόφαση της Επιτροπής είναι έγκυρη, το Finanzgericht διερωτάται μήπως η πράξη εισπράξεως δεν αποκλείεται, δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 1, του κανονισμού 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της « εκ των υστέρων » εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 254 ), για την περίοδο πριν από τη διόρθωση του εν λόγω δασμολογίου χρήσεως, εφόσον το γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως έχει τον χαρακτήρα γενικής διοικητικής οδηγίας που προέρχεται από ανώτερη διοικητική αρχή. Κατά το γράμμα της διατάξεως αυτής,

« α)

καμία ενέργεια εισπράξεως δεν δύναται να αναλαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές όταν το ποσό των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, που “εκ των υστέρων” διαπιστώθηκε ότι είναι κατώτερο του νομίμως οφειλομένου, υπολογίστηκε:

είτε βάσει πληροφοριών που δόθηκαν από αυτές τις ίδιες τις αρμόδιες αρχές και οι οποίες δεσμεύουν αυτές,

... »

8.

Κατόπιν αυτού, το Finanzgericht Hamburg, με Διάταξη της 6ης Ιανουαρίου 1989, η οποία πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 13 Μαρτίου 1989, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

« 1)

Είναι άκυρη η απόφαση της Επιτροπής, της 4ης Νοεμβρίου 1985 — COM(85) 1709 τελικό — σχετικά με την “ εκ των υστέρων ” είσπραξη εισαγωγικών δασμών επί εμπορευμάτων, τα οποία η προσφεύγουσα εισήγαγε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 1983; Αφορά η εν λόγω ακυρότητα μόνο τον καθορισμό φόρων και δασμών μέχρι τις 19 Αυγούστου 1983 ή, επίσης, και τις εισαγωγές μέχρι του Σεπτεμβρίου 1983 συμπεριλαμβανομένου;

2)

Στην περίπτωση που η απόφαση της Επιτροπής της, 4ης Νοεμβρίου 1985 είναι έγκυρη:

πώς πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, όπως τελευταία έχει τροποποιηθεί και ισχύει:

α)

εμπίπτουν στις πληροφορίες των αρμοδίων αρχών επίσης οι γενικού χαρακτήρα διοικητικές οδηγίες υπουργείων που δεν ασχολούνται άμεσα με την είσπραξη δασμών και φόρων;

β)

σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 2 α):

είναι δεσμευτικές οι διοικητικές οδηγίες σχετικά με το ύψος των δασμολογικών συντελεστών για τις αρχές που ασχολούνται με την είσπραξη των δασμών, καθόσον οι αρχές αυτές έχουν θέσει ως βάση τους εν λόγω δασμολογικούς συντελεστές για την είσπραξη των δασμών και φόρων; »

9.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον νομικό της σύμβουλο J. Sack, επικουρούμενο από την R. Kubicki, υπάλληλο του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας τεθείσα στη διάθεση της Επιτροπής στο πλαίσιο των ανταλλαγών με εθνικούς υπαλλήλους.

10.

Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων και να αναθέσει την υπόθεση στο τρίτο τμήμα σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας.

II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

I. Επί του κύρους της επίμαχης αποφάσεως

11.

Η Επιτροπή παρατηρεί, εκ προοιμίου, ότι η ανακρίβεια του γερμανικού δασμολογίου χρήσεως, που ίσχυε την εποχή εκείνη, είχε προκληθεί από μια υποδιαίρεση της δασμολογικής κλάσεως 48.01 Γ II του ΚΔ, η οποία είχε πραγματοποιηθεί από το έτος 1983. Για τον τύπο του χαρτιού kraft που εισήγαγε η Behn είχε δοθεί από απροσεξία ο μειωμένος συντελεστής, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι εφαρμοστέος μόνο στα χαρτιά και τα χαρτόνια kraft μη κατονομαζόμενα, εκτός των χαρτιών για σάκους μεγάλης περιεκτικότητας.

12.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το κύρος της αποφάσεως της της 4ης Νοεμβρίου 1985 εξαρτάται μόνο από το εάν η προσφεύγουσα της κύριας δίκης μπορούσε ή όχι να αναγνωρίσει τις εσφαλμένες ενδείξεις στο γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως. Στις παρατηρήσεις της αναφέρεται στην υπόθεση 161/88 ( Binder/HZA Bad Reichenhall, απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1989), στις οποίες είχε ισχυρισθεί, κατ' ουσίαν, ότι το γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως είχε καθαρά ενδεικτική αξία. Επομένως, δεν μπορούσε να αντιταχθεί στην Επίσημη Εφημερίοα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία περιέχει την εφαρμοστέα κοινοτική ρύθμιση, χωρίς να τεθεί υπό αμφισβήτηση η απευθείας εφαρμογή του κοινού δασμολογίου και η ενιαία του εφαρμογή και χωρίς να αναγνωριστεί η υπεροχή ενός εθνικού δασμολογίου χρήσεως έναντι των ισχυόντων κοινοτικών τελωνειακών κανόνων. Ενόψει της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Κοινότητας στον τομέα της δασμολογικής νομοθεσίας, θα ήταν αντιφατικό ένα κράτος μέλος να μπορεί να θεσπίζει, αντί ενός κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ένα κανόνα περί διασαφήσεως που θα μπορούσε, μέσω της αρχής της προστασίας της αιτιολογημένης εμπιστοσύνης, να υπερισχύει της απευθείας εφαρμοστέας κοινοτικής νομοθεσίας.

13.

Πράγματι, αυτή η ευχέρεια θα έδινε τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να παρακάμπτουν τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και να επιτυγχάνουν με τις πράξεις διασαφήσεως αυτό που δεν μπορούν να επιτύχουν με τις τυπικές πράξεις. Αυτό, επίσης, δεν συμβιβάζεται με την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1982, HZA Krefeld κατά Maizena ( 5/82, Συλλογή 1982, σ. 4601 ), κατά την οποία η εμπιστοσύνη σε πρακτική που δεν είναι σύμφωνη προς την κοινοτική ρύθμιση δεν μπορεί να θεμελιώσει νομική κατάσταση προστατευόμενη από το κοινοτικό δίκαιο.

14.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται, εξάλλου, ότι ένας προϊστάμενος επιχειρήσεως που θέλει να έχει όλες τις εγγυήσεις όσον αφορά την εφαρμοστέα κοινοτική νομοθεσία πρέπει να αποδεχθεί την αύξηση των γενικών του εξόδων, οφειλόμενη στη συνδρομή στην Επίσημη Εφημερίδα ή στην αναζήτηση πληροφοριών από την υπηρεσία των επισήμων δημοσιεύσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ότι τα εν λόγω επιπλέον έξοδα τον φέρουν σε μειονεκτική θέση ενόψει του ανταγωνισμού. Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, είναι επομένως φυσικό ότι αυτός που αποφεύγει τα έξοδα αυτά και συνεχίζει να υπολογίζει τους δασμούς βασιζόμενος στο γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως πρέπει επίσης να φέρει τον κίνδυνο μιας « εκ των υστέρων» εισπράξεως των δασμών, οσάκις το δασμολόγιο χρήσεως δεν αντιστοιχεί στην τελωνειακή νομοθεσία της Κοινότητας. Επομένως, δεν μπορεί να τεθεί θέμα προστασίας της αιτιολογημένης εμπιστοσύνης οσάκις ένας επιχειρηματίας αμέλησε να ενημερωθεί για τις κοινοτικές διατάξεις στον τελωνειακό τομέα.

15.

Κατά την Επιτροπή, οι προαναφερθείσες σκέψεις επιβάλλονται, κυρίως, οσάκις οι τελωνειακές διασαφήσεις γίνονται, όπως στην περίπτωση που αποτελεί τη βάση της υποθέσεως στην κύρια δίκη, στο πλαίσιο του συστήματος της γενικής διασαφήσεως. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, το οποίο καθιστά δυνατή στον εισαγωγέα την απλοποιημένη διασάφηση και λογιστική εγγραφή των εμπορευμάτων που εισήχθησαν κατά τη διάρκεια δεδομένης περιόδου, αργότερα δε τη γενική διασάφηση, δεν υφίσταται ουσιαστικά καμία παρέμβαση εκ μέρους των τελωνειακών αρχών. Συνεπώς, οι γενικές διασαφήσεις πρέπει πάντοτε να αποτελούν το αντικείμενο αδείας, προϋποθέτουν δε επαρκή πείρα και γνώση των πραγμάτων καθώς και ιδιαίτερη αξιοπιστία του εισαγωγέα. Η ανεξαρτησία που του έχει παραχωρηθεί συνοδεύεται, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, από ένα επηυξημένο καθήκον επαγρυπνήσεως και έρευνας κατά τον χρόνο που πραγματοποιείται η διαδικασία, το οποίο απαιτεί τη μελέτη των ισχυουσών τελωνειακών διατάξεων στο πρωτότυπο τους. Επομένως, η Behn θα μπορούσε να έχει διαπιστώσει το λάθος του γερμανικού δασμολογίου χρήσεως με τη βοήθεια της Επίσημης Εφημε-ρίοας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

16.

Επομένως, η Επιτροπή προτείνει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα να δοθεί ως απάντηση ότι από την εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων δεν προέκυψαν στοιχεία αντιτιθέμενα στο κύρος της αποφάσεως που ελήφθη από την Επιτροπή στις 4 Νοεμβρίου 1985 — COM( 85 ) 1709 τελικό — σχετικά με την « εκ των υστέρων » είσπραξη εισαγωγικών δασμών.

2. Επί της ερμηνε/aç τον άρθρον 5, παράγραφος Ι, τον κανονισμού 1697/79

17.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1697/79 ουδόλως αφορά τις διασαφήσεις που απευθύνονται στο κοινό, αλλά αφορά μόνο τις ατομικές πληροφορίες που αρμόζουν για μια συγκεκριμένη περίπτωση και στην οποία αγνωρίζεται, δυνάμει νομίμων διατάξεων, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας για ορισμένη περίοδο ή ακόμη λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών. Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, η διάταξη αυτή μπορεί να γίνει ορθώς αντιληπτή μόνο αν επανατοποθετηθεί στο ιστορικό της πλαίσιο. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1 έχει προστεθεί στον κανονισμό 1697/79 διότι η γερμανική αντιπροσωπεία είχε επιμείνει κατά την επεξεργασία του να περιληφθεί σ' αυτόν το γερμανικό σύστημα των « υποχρεωτικών δασμολογικών πληροφοριών ». Η ανακοίνωση αυτών των πληροφοριών θα δημιουργούσε, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μια υποχρέωση δεσμεύουσα τη διοίκηση η οποία, εντούτοις, θα περιοριζόταν στη συγκεκριμένη νομική σχέση μεταξύ του αιτούντος και της οικείας τελωνειακής αρχής.

18.

Κατά την Επιτροπή, στη γερμανική διοίκηση επετράπη να διατηρήσει το εν λόγω σύστημα υποχρεωτικών δασμολογικών πληροφοριών, ακόμη και μετά την εισαγωγή του κοινού δασμολογίου (βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Νοεμβρίου 1971, Sie-rņers, 30/71, Sig. 1971, σ. 919). Όσον αφορά την κατάσταση στα άλλα κράτη μέλη, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η δυνατότητα που παρέχεται στους εισαγωγείς, προκειμένου να στηρίξουν τους εμπορικούς τους υπολογισμούς σε μια σίγουρη βάση και να επιτύχουν εκ μέρους των εθνικών τελωνειακών αρχών σαφήνεια ως προς την τελωνειακή επιβάρυνση που τους αρμόζει, ποικίλλει εξαιρετικά από τη μια χώρα στην άλλη.

19.

Επομένως, μέχρι να εισαχθεί ένα κοινοτικό σύστημα που να αντιστοιχεί στο γερμανικό σύστημα των υποχρεωτικών δασμολογικών πληροφοριών, το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1697/79 εφαρμόζεται, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, μόνο στις υποχρεωτικές πληροφορίες που παρέχονται κατά το γερμανικό δίκαιο. Εντούτοις, το γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως, ως γενική διοικητική οδηγία, δεν πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθεί ως τοιαύτη πληροφορία και το προαναφερθέν άρθρο 5, παράγραφος 1, δεν αντιτίθεται, συνεπώς, σε μια « εκ των υστέρων » είσπραξη των δασμών.

20.

Επομένως, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα ως απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1697/79 του Συμβουλίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται στις γενικές διοικητικές οδηγίες ούτε στις αναδημοσιεύσεις νομικών κειμένων του κοινοτικού δικαίου από τις εθνικές αρχές, που έχουν δηλωτικό χαρακτήρα.

Μ. Zuleeg

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Alkuun

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 28ης Ιουνίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-80/89,

η οποία έχει ως αντικείμενο αίτηση του Finanzgericht Hamburg (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Erwin Benn Verpackungsbedarf GmbH, εταιρίας γερμανικού δικαίου με έδρα το Norderstedt, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας,

και

Hauptzollamt Itzehoe,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής — COM( 85 ) 1709 τελικό — της 4ης Νοεμβρίου 1985, καθώς και ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της « εκ των υστέρων » εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο, για εμπορεύματα που διασαφηνίστηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 254 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( τρίτο τμήμα ),

συγκείμενο από τους Μ. Zuleeg, πρόεδρο τμήματος, J. C Moitinho de Almeida και F. Grévisse, δικαστές

γενικός εισαγγελέας: Μ. Darmon

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε:

η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον Jörn Sack, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενο από τη Renate Kubicki, υπάλληλο του Υπουργείου Δικαιοσύνης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, τεθείσα στη διάθεση της νομικής υπηρεσίας της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 7ης Φεβρουαρίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 6ης Ιανουαρίου 1989, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Μαρτίου 1989, το Finanzgericht Hamburg υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα, αφενός, ως προς το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής — COM( 85 ) 1709 τελικό — της 4ης Νοεμβρίου 1985 ( στο εξής: απόφαση της Επιτροπής ) και, αφετέρου, ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της « εκ των υστέρων » εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο, για εμπορεύματα που διασαφηνίστηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007; σ. 254, στο εξής: κανονισμός του Συμβουλίου ).

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία η εταιρία Erwin Behn Verpackungsbedarf GmbH (στο εξής: Behn) ζητεί την ακύρωση τριών αποφάσεων περί της « εκ των υστέρων » εισπράξεως δασμών, οι οποίες εκδόθηκαν από το Hauptzollamt Itzehoe (στο εξής: Hauptzollamt ).

3

Οι εν λόγω εκ των υστέρων εισπράξεις αφορούσαν την εισαγωγή στην Κοινότητα, μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 1983, αλεύκαστου χαρτιού για σάκους μεγάλης περιεκτικότητας, υπαγομένου στη δασμολογική κλάση 48.01 Γ II α του κοινού δασμολογίου (στο εξής: ΚΔ), προερχομένου από το Βασίλειο της Ισπανίας, που την εποχή εκείνη δεν είχε ακόμη προσχωρήσει στην Κοινότητα και από άλλες τρίτες χώρες. Τα εμπορεύματα διασαφηνίζονταν μηνιαίως προκειμένου να τεθούν σε ελεύθερη κυκλοφορία σύμφωνα με το σύστημα της γενικής διασαφήσεως του άρθρου 20 της οδηγίας 79/695/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί εναρμονίσεως των διαδικασιών θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 02/007, σ. 262 ).

4

Το Hauptzollamt υπολόγισε τους εισαγωγικούς δασμούς του εν λόγω χαρτιού καταγωγής Ισπανίας και άλλων τρίτων χωρών με τους συντελεστές 3 και 7,5 ο/ο αντιστοίχως, σύμφωνα με τις πραγματοποιηθείσες από την Behn διασαφήσεις, η οποία για την εξεύρεση του ποσού των εισαγωγικών δασμών βασίστηκε στους συντελεστές που αναφέρονται στο δασμολόγιο χρήσεως που έχει δημοσιευθεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από το ομοσπονδιακό Υπουργείο των Οικονομικών.

5

Οι εφαρμοστέοι συντελεστές κατά την εισαγωγή του αλεύκαστου χαρτιού για σάκους μεγάλης περιεκτικότητας ήταν, κατά την ισχύουσα την εποχή εκείνη κοινοτική ρύθμιση 3,2 ο/ο για την εισαγωγή των εν λόγω προϊόντων καταγωγής Ισπανίας, δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 1524/70 του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1970, περί συνάψεως συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής- Κοινότητας και της Ισπανίας και περί-θεσπίσεως διατάξεων για την εφαρμογή της ( ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 120 ) και 8 ο/ο για την εισαγωγή των εν λόγω προϊόντων -καταγωγής άλλων τρίτων χωρών δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 3000/82'του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1982, περί τροποποιήσεως του κανονισμού 950/68 περί του κοινού δασμολογίου ( ΕΕ L 318, σ. 1 ). Με το διορθωτικό έγγραφο αριθ. 151/83, της 17ης Αυγούστου 1983, το οποίο περιήλθε στο Hauptzollamt στις 19 Αυγούστου 1983, το ομοσπονδιακό Υπουργείο των Οικονομικών διόρθωσε το δασμολόγιο χρήσεως ορίζοντας τους εφαρμοστέους συντελεστές σε 3,2 και 8 % αντιστοίχως, με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 1983.

6

Με τρεις αποφάσεις, της 19ης και 26ης Οκτωβρίου και της 2ας Νοεμβρίου 1983, το Hauptzollamt ζήτησε από την Behn την καταβολή του ποσού.που αντιστοιχούσε στη διαφορά, μεταξύ του οφειλομένου ποσού δρνάμει των-δασμών με συντελεστή. 3,2 και 8 ο/ο και του αρχικώς καταβληθέντος ποσού, δηλαδή συνολικό ποσό 4866,40 γερμανικών μάρκων ( DM ), βάσει του άρθρου 2 του προαναφερθέντος κανονισμού 1697/79.

7

Εν συνεχεία της ενστάσεως που άσκησε η Behn κατά των αποφάσεων αυτών, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απευθύνθηκε, στις 3 Ιουλίου 1985, στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1573/80 της Επιτροπής, της 20ής Ιουνίου 1980, περί καθορισμού των διατάξεων εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 1697/79 του Συμβουλίου ( ΕΕ ειδ. έκδ. 11/020, σ. 243 ). Με απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 1985, η Επιτροπή αποφάσισε ότι, επειδή το υπολογισθέν ποσό των εισαγωγικών δασμών ήταν ανεπαρκές, οι εν λόγω δασμοί έπρεπε να εισπραχθούν « εκ των υστέρων ».

8

Εν συνεχεία, η Behn άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Hamburg ισχυριζόμενη ότι οι γενικές διασαφήσεις βασίζονταν στους συντελεστές του δασμολογίου χρήσεως και ότι κατά τους υπολογισμούς της έλαβε υπόψη της μόνο τους συντελεστές αυτούς.

9

Επειδή έχει αμφιβολίες, τόσο ως προς κόρος της αποφάσεως της Επιτροπής όσο και ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1697/79 του Συμβουλίου, το Finanzgericht Hamburg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Είναι άκυρη η απόφαση της Επιτροπής, της 4ης Νοεμβρίου 1985 — COM( 85 ) 1709 τελικό — σχετικά με την “ εκ των υστέρων ” είσπραξη εισαγωγικών δασμών. επί εμπορευμάτων, τα οποία η προσφεύγουσα εισήγαγε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 1983; Αφορά η εν λόγω ακυρότητα μόνο τον καθορισμό φόρων και δασμών μέχρι τις 19 Αυγούστου 1983 ή και τις εισαγωγές μέχρι του Σεπτεμβρίου 1983 συμπεριλαμβανομένου;

2)

Στην περίπτωση που η απόφαση της Επιτροπής της 4ης Νοεμβρίου 1985 είναι έγκυρη:

πώς πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, όπως τελευταία έχει τροποποιηθεί και ισχύει:

α)

εμπίπτουν στις πληροφορίες των αρμοδίων αρχών επίσης οι γενικού χαρακτήρα διοικητικές οδηγίες υπουργείων που δεν ασχολούνται άμεσα με την είσπραξη δασμών και φόρων;

β)

σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 2 α):

είναι δεσμευτικές οι διοικητικές οδηγίες σχετικά με το ύψος των δασμολογικών συντελεστών για τις αρχές που ασχολούνται [ πραγματεύονται ] με την είσπραξη των δασμών, καθόσον οι αρχές αυτές έχουν θέσει ως βάση τους εν λόγω δασμολογικούς συντελεστές για την είσπραξη των δασμών και φόρων; »

10

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Eni του κύρους της αποφάσεως της Επιτροπής

11

Από το σκεπτικό της Διατάξεως περί παραπομπής προκύπτει ότι οι αμφιβολίες του Finanzgericht Hamburg ως προς το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής, με την οποία διατάχθηκε η « εκ των υστέρων » είσπραξη, αφορούν μόνο το ερώτημα αν το εν λόγω θεσμικό όργανο ορθώς έκρινε ότι το λάθος που διέπραξε το τελωνείο μπορούσε λογικά να ανακαλυφθεί από τον φορολογούμενο κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού του Συμβουλίου. Διερωτάται, ιδίως, κατά πόσον είναι υπερβολική η απαιτούμενη από τον φορολογούμενο προσοχή, καθόσον δεν μπορεί να αναμένεται από αυτόν να είναι καλύτερα πληροφορημένος για τους εφαρμοστέους συντελεστές απ' ό,τι το Hauptzollamt. Το Finanzgericht ισχυρίζεται σχετικά ότι το Hauptzollamt δεν διαθέτει την Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ακολουθεί ομοίως τα στοιχεία του δασμολογίου χρήσεως του Ομοσπονδιακού Υπουργείου των Οικονομικών.

12

Η Επιτροπή ισχυρίστηκε ως προς το θέμα αυτό ότι το γερμανικό δασμολόγιο χρήσεως είχε μια καθαρά ενδεικτική αξία και δεν μπορούσε, επομένως, να αντιταχθεί στην Επίσημη Εφημερίόα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία περιέχει την εφρμοστέα κοινοτική ρύθμιση χωρίς να τεθεί υπό αμφισβήτηση η απευθείας και ενιαία εφαρμογή του ΚΔ και να αναγνωρισθεί η υπεροχή ενός εθνικού δασμολογίου χρήσεως έναντι των ισχυόντων τελωνειακών κοινοτικών κανόνων. Ο επιχειρηματίας που στηρίζεται σ' αυτό το δηλωτικού χαρακτήρα κείμενο πρέπει, συνεπώς, να φέρει τον κίνδυνο ενδεχόμενης αντίφασης μεταξύ του κειμένου αυτού και της εφαρμοστέας κοινοτικής ρυθμίσεως.

13

Καταρχάς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 1989, Binder κατά Hauptzollamt Bad Reichenhall ( 161/88, Συλλογή 1989, σ. 2415 ), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι εφαρμοστέες κοινοτικές δασμολογικές διατάξεις αποτελούν, από την ημερομηνία της δημοσιεύσεως τους στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το μόνο θετικό στον τομέα αυτό δίκαιο, του οποίου η άγνοια δεν δικαιολογείται. Ένα δασμολόγιο χρήσεως όπως το γερμανικό, το οποίο καταρτίζεται από τις εθνικές αρχές, αποτελεί, επομένως, όπως προκύπτει από τον πίνακα των περιεχομένων του, εγχειρίδιο για τις πράξεις εκτελωνισμού.

14

Απ' αυτό προκύπτει ότι ένας επαγγελματίας επιχειρηματίας, του οποίου η δραστηριότητα συνίσταται, κατ' ουσίαν, σε πράξεις εισαγωγής και εξαγωγής και ο οποίος έχει ήδη ορισμένη πείρα στον τομέα αυτόν, πρέπει να βεβαιώνεται, διαβάζοντας τα σχετικά τεύχη της Επίσημης Εφημερίδας, για το εφαρμοστέο κοινοτικό δίκαιο στις πράξεις που πραγματοποιεί. Συνεπώς, αυτός ο επιχειρηματίας δεν μπορεί να βασίζεται για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δασμολογικού συντελεστή στους συντελεστές που αναφέρονται σ' ένα εθνικό δασμολόγιο χρήσεως.

15

Ένα σφάλμα ως προς τον συντελεστή, όπως διαπράχθηκε εν προκειμένω στην υπόθεση της κύριας δίκης, θα μπορούσε να έχει ανακαλυφθεί από έναν προσεκτικό επιχειρηματία από την ανάγνωση της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην οποία έχουν δημοσιευθεί αμφότεροι οι κανονισμοί 1524/70 και 3000/82 του Συμβουλίου. Πράγματι, ο μειωμένος συντελεστής, εφαρμοστέος στους δασμούς επί των προϊόντων καταγωγής Ισπανίας ( 60 ο/ο ) ίσχυε από το 1973, το δε εισαχθέν εμπόρευμα αναφερόταν ρητώς στο κατά το έτος 1983 ισχύον ΚΔ. Απ' αυτό προκύπτει ότι ήταν δυνατό να αναμένεται ότι ένας εισαγωγέας ήταν σε θέση να ανακαλύψει τη διαφορά μεταξύ του ΚΔ και του γερμανικού δασμολογίου χρήσεως.

16

Πράγματι, πρέπει να αναγνωριστεί, ότι η εταιρία Benn είναι ένας. επαγγελματίας επιχειρηματίας, που έχείίειδικευθεί σε είδη συσκευασίας και nou για τον λόγο αυτό, εισάγει κανονικά χαρτί. Επιπλέον, ως προς τις τελωνειακές της διασαφήσεις, εφαρμόζεται το σύστημα της γενικής διασαφήσεως, το οποίο παρέχεται μόνο στους ικανούς και έμπειρους εισαγωγείς.

17

Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα του Finanzgericht Hamburg, ότι δεν μπορεί να απαιτηθεί από έναν επιχειρηματία όπως η εταιρία Behn να είναι καλύτερα πληροφορημένος απ' ό,τι η αρμόδια εθνική αρχή, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

18

Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι το σφάλμα που διέπραξε το τελωνείο μπορούσε λογικώς να ανακαλυφθεί, κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού του Συμβουλίου, από την εταιρία Behn.

19

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι στο εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι από την εξέταση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να μπορεί να επηρεάσει το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής της 4ης Νοεμβρίου 1985, COM( 85 ) 1709 τελικό, που απευθύνθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Επί της ερμηνείας του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού του Συμβουλίου

20

Με το δεύτερο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού αφορά ένα εθνικό δασμολόγιο χρήσεως το οποίο, δημοσιευθέν από το οικείο υπουργείο κράτους μέλους, συγκεντρώνει κανόνες εθνικού και κοινοτικού δικαίου, μεταξύ των οποίων, ιδίως, κανόνες του κοινού δασμολογίου.

21

Πρέπει να υπομνηστεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού του Συμβουλίου έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό της δυνατότητας της « εκ των υστέρων » εισπράξεως όταν το λάθος προέρχεται είτε από « πληροφορίες » που δόθηκαν από αυτή την ίδια την αρμόδια αρχή, είτε από « διατάξεις γενικού χαρακτήρα που μεταγενεστέρως ακυρώθηκαν με δικαστική απόφαση ».

22

Πρέπει να αναγνωριστεί σχετικά ότι; με τη διάκριση που κατ' αυτόν τον τρόπο έγινε μεταξύ των «πληροφοριών» της πρώτης περιπτώσεως του άρθρου 5, παράγραφος 1, και των « διατάξεων γενικού χαρακτήρα » τής δευτέρας περιπτώσεως της ιδίας διατάξεως, ο κοινοτικός νομοθέτης σαφώς επισήμανε ότι'η έννοια των « πληροφοριών » δεν περιείχε στοιχεία περιλαμβανόμενα σε κείμενο γενικού χαρακτήρα και απευθυνόμενα σε αόριστο αριθμό προσώπων, αλλά αποκλειστικώς τα στοιχεία που παρασχέθηκαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες σε ορισμένο επιχειρηματία με την ευκαιρία συγκεκριμένης περιπτώσεως.

23

Η ερμηνεία αυτή της έννοιας των « πληροφοριών » επιβεβαιώνεται από τον σκοπό του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού του Συμβουλίου. Πράγματι, όπως το αναφέρει η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού, η διάταξη αυτή αποβλέπει στη διασφάλιση της « ασφάλειας του δικαίου που οι φορολογούμενοι δικαιούνται να προσδοκούν από πράξεις της διοικήσεως που συνεπάγονται χρηματικές συνέπειες ».

24

Όμως, την εν λόγω αρχή της ασφάλειας του δικαίου μπορεί να επικαλεστεί ο φορολογούμενος ο οποίος αναφέρεται στις συγκεκριμένες πληροφορίες που έλαβε από τις υπηρεσίες που έχει συμβουλευθεί για να ρυθμίσει συγκεκριμένη περίπτωση, αλλ' όχι ο φορολογούμενος ο οποίος λαμβάνει υπόψη μια διοικητική δήλωση γενικού χαρακτήρα η οποία, όπως το δασμολόγιο χρήσεως για το οποίο πρόκειται εν προκειμένω στην υπόθεση της κύριας δίκης, έχει μόνο καθαρά ενδεικτική αξία.

25

Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της « εκ των υστέρων » εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο, για εμπορεύματα που διασαφήστηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αφορά ένα εθνικό δασμολόγιο χρήσεως που συγκεντρώνει κανόνες εθνικού και κοινοτικού δικαίου, μεταξύ των οποίων, ιδίως, αυτούς του κοινού δασμολογίου.

Επί των δικαστικών εξόδων

26

Τα εξόδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 6ης Ιανουαρίου 1989, το Finanzgericht Hamburg, αποφαίνεται:

 

1)

Από την εξέταση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να μπορεί να επηρεάσει το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής, της 4ης Νοεμβρίου 1985, doc. COM( 85 ) 1709 τελικό, που απευθύνθηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

 

2)

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1697/79 του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1979, περί της « εκ των υστέρων » εισπράξεως εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών που δεν κατέστησαν απαιτητοί από τον φορολογούμενο, για εμπορεύματα που διασαφήστηκαν σε τελωνειακό καθεστώς συνεπαγόμενο την υποχρέωση καταβολής τέτοιων δασμών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αφορά ένα εθνικό δασμολόγιο χρήσεως που συγκεντρώνει κανόνες εθνικού και κοινοτικού δικαίου, μεταξύ των οποίων, ιδίως, αυτούς του κοινού δασμολογίου.

 

Zuleeg

Moitinho de Almeida

Grévisse

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Ιουνίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος

M. Zuleeg


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Alkuun