EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0069

Απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1991.
Nakajima All Precision Co. Ltd κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Ντάμπινγκ - Οριστικός δασμός - Εισαγωγές εκτυπωτών με πίνακα κουκκίδων καταγωγής Ιαπωνίας.
Υπόθεση C-69/89.

Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-02069

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:186

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-69/89 ( *1 )

Περιεχόμενα

 

Ι — Παρουσίαση της προσφεύγουσας

 

II — Συνοπτική παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών

 

III — Κανονιστικό πλαίσιο

 

IV — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

 

V — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

 

A — Ένσταση περί μη δυνατότητας εφαρμογής στην περίπτωση της προσφεύγουσας του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2423/88

 

1. Πρώτος λόγος: παράβαση ουσιώδους τύπου

 

α) 'Ελλειψη αιτιολογίας του άρθρου 19 του κανονισμού 2423/88

 

β) 'Ελλειψη αιτιολογίας του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση Η, του κανονισμού 2423/88

 

2. Δεύτερος λόγος: παραβίαση της Συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της

 

α) Παράβαση του κώδικα αντιντάμπινγκ της ΓΣΔΕ ( GATT )

 

β) Παραβίαση ορισμένων γενικών αρχών του δικαίου

 

— Δικαίωμα άμυνας

 

— Ασφάλεια του δικαίου

 

— 'Ιση μεταχείριση

 

Β — Ακύρωση του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 3651/88 ως προς την προσφεύγουσα

 

1. Πρώτος λόγος: παράβαση ουσιώδους τύπου

 

α) Παράβαση του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου

 

β) Προσβολή του δικαιώματος άμυνας

 

γ) 'Ελλειψη αιτιολογίας του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του κανονισμού 2423/88 και των αιτιολογικών σκέψεων 21, 22 και 60 του κανονισμού 3651/88

 

2. Δεύτερος λόγος: παραβίαση της Συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της

 

α) Παράβαση του κώδικα αντιντάμπινγκ της ΓΣΔΕ ( GATT )

 

β) Παράβαση του κανονισμού 2176/84 και, επικουρικώς, του κανονισμού 2423/88

 

ί) Προφανή σφάλματα κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών

 

— Σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής

 

— Καθορισμός του ύψους της ζημίας

 

— Μερίδιο της οικείας αγοράς

 

ii) Προφανή σφάλματα εκτιμήσεως

 

— Προσδιορισμός των ομοειδών προϊόντων

 

— Καθορισμός της κοινοτικής παραγωγής

 

— Απόδειξη της ζημίας την οποία υπέστησαν οι κοινοτικές επιχειρήσεις

 

— Επίδραση των εισαγωγών από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας

 

— Καθορισμός του ύψους των δασμών που είναι αναγκαίοι για την εξάλειψη της ζημίας

 

γ) Παραβίαση ορισμένων γενικών αρχών του δικαίου

 

— Ασφάλεια του δικαίου

 

— Ίση μεταχείριση

 

— Καλόπιστη και δίκαιη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου

 

— Αναλογικότητα

 

— Estoppel

 

3. Τρίτος λόγος: κατάχρηση εξουσίας

Ι — Παρουσίαση της προσφεύγουσας

1.

Η προσφεύγουσα εταιρία Nakajima All Precision Co. Ltd (στο εξής: Nakajima), με έδρα το Τόκυο, είναι μια οικογενειακή επιχείρηση, το κεφάλαιο της οποίας ανήκει εξ ολοκλήρου στην οικογένεια Nakajima.

2.

Η Nakajima που ειδικεύεται στην παραγωγής γραφομηχανών και εκτυπωτών κατασκευάζει τέσσερις τύπους εκτυπωτών χαρακτήρων με πίνακα κουκκίδων χαμηλών προδιαγραφών. Οι εν λόγω συσκευές είναι κρουστικοί εκτυπωτές που τυπώνουν κουκκίδες με τη βοήθεια ακίδων που τίθενται σε κίνηση ηλεκτρονικά ( εκτυπωτές SIDM με ακίδες ).

3.

Η Nakajima αναφέρει ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, αφενός, ότι επιδίδεται αποκλειστικά στην παραγωγή και δεν διαθέτει κανενός είδους σύστημα διανομής ενσωματωμένο στην επιχείρηση και, αφετέρου, ότι από πολλών ετών έχει πάψει να πωλεί εκτυπωτές στην ιαπωνική αγορά και διοχετεύει το σύνολο της παραγωγής της στο εξωτερικό. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος των εκτυπωτών SIDM που κατασκευάζει πωλείται ως «Original Equipment Manufacture» (στο εξής: OEM) σε αλλοδαπούς κατασκευαστές [όπως η ιταλική Honeywell (HISI) ή η γερμανική Olympia] καθώς και σε ανεξαρτήτους διανομείς, οι οποίοι στη συνέχεια εμπορεύονται το προϊόν με το δικό τους σήμα, ενώ το εναπομένον μέρος της παραγωγής της που απαρτίζεται από συσκευές πανομοιότυπες με εκείνες που πωλούνται ως OEM διατίθεται στην αγορά, υπό το σήμα « All », επίσης από ανεξαρτήτους διανομείς. Η Nakajima υπογραμμίζει ότι η κοινοτική αγορά απορρόφησε το 41,7 0/0 των πωλήσεων της εκτυπωτών SIDM κατά το 1986.

II — Συνοπτική παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών

4.

Τον Μάρτιο του 1987, η Committee of European Printer Manufacturers (Επιτροπή Ευρωπαίων Κατασκευαστών Εκτυπωτών, στο εξής: Europrint ) υπέβαλε στην Επιτροπή, εν ονόματι των Ευρωπαίων κατασκευαστών κρουστικών εκτυπωτών χαρακτήρων με πίνακα κουκκίδων, καταγγελία με την οποία ζητούσε την κίνηση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ κατά των Ιαπώνων εξαγωγέων του εν λόγω τύπου εκτυπωτών.

5.

Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία αντιντάμπινγκ ( βλ. ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές εκτυπωτών με πίνακα κουκκίδων καταγωγής Ιαπωνίας, ΕΕ 1987, C 111, σ. 2) βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( ΕΕ L 201, σ. 1, στο εξής: παλαιός βασικός κανονισμός ).

6.

Η διαδικασία αυτή κατέληξε στην επιβολή, με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1418/88 της Επιτροπής, της 17ης Μαΐου 1988 ( ΕΕ L 130, σ. 12, στο εξής: προσωρινός κανονισμός), εκδοθέντα βάσει του προπαρατεθέντος κανονισμού 2176/84, προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών κρουστικών εκτυπωτών χαρακτήρων με πίνακα κουκκίδων καταγωγής Ιαπωνίας.

Κατά τον προσωρινό κανονισμό, το ύψος του δασμού για τους εκτυπωτές SIDM της Nakajima ανερχόταν στο 12,3 ο/ο της καθαρής τιμής « ελεύθερο στα σύνορα » πριν από τον εκτελωνισμό.

7.

Στις 11 Ιουλίου 1988, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2423/88 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ L 209, σ. 1, στο εξής: νέος βασικός κανονισμός ). Ο εν λόγω κανονισμός κατάργησε τον παλαιό βασικό κανονισμό. Τέθηκε σε ισχύ από 5ης Αυγούστου 1988, εφαρμόζεται δε, σύμφωνα με το άρθρο 19, δεύτερο εδάφιο, « στις διαδικασίες που έχουν ήδη αρχίσει ».

8.

Ο προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ 12,3 ο/ο, που επιβλήθηκε στη Nakajima με τον προσωρινό κανονισμό,παρατάθηκε για χρονικό διάστημα δύο μηνών κατ' ανώτατο όριο με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2943/88 του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 1988 (ΕΕ L 264, σ. 56), που εκδόθηκε βάσει του νέου βασικού κανονισμού.

9.

Στις 23 Νοεμβρίου 1988, το Συμβούλιο εξέδωσε, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και βάσει του νέου βασικού κανονισμού, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3651/88, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές κρουστικών εκτυπωτών χαρακτήρων με πίνακα κουκκίδων καταγωγής Ιαπωνίας (ΕΕ L 317, σ. 33, στο εξής: οριστικός κανονισμός ή βαλλόμενος κανονισμός ).

Με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ για τη Nakajima ορίστηκε στο 12 ο/ο της καθαρής τιμής «ελεύθερο στα σύνορα» της Κοινότητας πριν από την επιβολή τελωνειακών δασμών.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού, τα ποσά που έχουν καταβληθεί ως εγγύηση με τη μορφή προσωρινού δασμού αντιντάμνπινγκ δυνάμει του προσωρινού κανονισμού εισπράττονται οριστικά μέχρι το ύψος του οριστικού δασμού, εφόσον το ύψος του τελευταίου είναι χαμηλότερο του προσωρινού δασμού.

Σύμφωνα με το άρθρο 3, ο οριστικός κανονισμός άρχισε να ισχύει από τις 25 Νοεμβρίου 1988.

III — Κανονιστικό πλαίσιο

10.

Το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, του παλαιού βασικού κανονισμού ορίζει τα εξής:

« Κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ως κανονική αξία νοείται:

(...)

β)

όταν καμία πώληση του ομοειδούς προϊόντος δεν έχει πραγματοποιηθεί επί συνήθων εμπορικών πράξεων στην εσωτερική αγορά της χώρας εξαγωγής ή καταγωγής ή όταν τέτοιες πωλήσεις δεν επιτρέπουν δίκαιη σύγκριση:

i)

η συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος όταν εξάγεται προς μια τρίτη χώρα, η οποία δύναται να είναι η υψηλότερη τιμή εξαγωγής, αλλά η οποία πρέπει να είναι αντιπροσωπευτική τιμή, ή

ii)

η κατασκευασμένη αξία, που προσδιορίζεται προσθέτοντας το κόστος παραγωγής και ένα λογικό περιθώριο κέρδους. Το κόστος παραγωγής υπολογίζεται με βάση το συνολικό κόστος κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, τόσο πάγιο όσο και μεταβλητό, στη χώρα καταγωγής, των υλικών και της κατασκευής συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πωλήσεως, τα διοικητικά και άλλα γενικά έξοδα. Κατά γενικό κανόνα και υπό τον όρο ότι πραγματοποιείται κανονικό κέρδος κατά τις πωλήσεις προϊόντων της ιδίας γενικής κατηγορίας στην εσωτερική αγορά της χώρας καταγωγής, η προσαύξηση για το κέρδος δεν θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από το κανονικό κέρδος. Σε άλλες περιπτώσεις, αυτή η προσαύξηση καθορίζεται επί οποιασδήποτε λογικής βάσεως χρησιμοποιώντας τις διαθέσιμες πληροφορίες. »

11.

Το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, του νέου βασικού κανονισμού ορίζει ότι

« κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, ως κανονική αξία νοείται:

(...)

β)

όταν καμία πώληση του ομοειδούς προϊόντος δεν έχει πραγματοποιηθεί επί συνήθων εμπορικών πράξεων στην εσωτερική αγορά της χώρας εξαγωγής ή καταγωγής ή όταν τέτοιες πωλήσεις δεν επιτρέπουν δίκαιη σύγκριση:

i)

η συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος όταν εξάγεται προς μια τρίτη χώρα, η οποία δύναται να είναι η υψηλότερη τιμή εξαγωγής, αλλά η οποία πρέπει να είναι αντιπροσωπευτική τιμή, ή

ii)

η κατασκευασμένη αξία, που προσδιορίζεται προσθέτοντας το κόστος παραγωγής και ένα λογικό περιθώριο κέρδους. Το κόστος παραγωγής υπολογίζεται με βάση το συνολικό κόστος κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, τόσο πάγιο όσο και μεταβλητό, στη χώρα καταγωγής, των υλικών και της κατασκευής συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πωλήσεως, τα διοικητικά και τα άλλα γενικά έξοδα. Το ποσό για τα έξοδα πώλησης, τα γενικά και τα διοικητικά έξοδα καθώς και το κέρδος υπολογίζονται με βάση τα έξοδα και το κέρδος το οποίο πραγματοποίησε ο παραγωγός ή ο εξαγωγέας σε επικερδείς πωλήσεις ομοειδών προϊόντων στην εσωτερική αγορά. Αν τέτοιου είδους στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα ή δεν είναι αξιόπιστα ή δεν είναι κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν, ο υπολογισμός γίνεται με βάση τα έξοδα στα οποία έχουν υποβληθεί και το κέρδος που έχουν πραγματοποιήσει άλλοι παραγωγοί ή εξαγωγείς στη χώρα εξαγωγής ή καταγωγής σε επικερδείς πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος. Αν δεν μπορεί να εφαρμοστεί καμία από αυτές τις δύο μεθόδους, τα έξοδα που έχουν προκύψει και το κέρδος που έχει πραγματοποιηθεί υπολογίζονται με βάση τις πωλήσεις που πραγματοποίησε ο εξαγωγέας ή άλλοι παραγωγοί ή εξαγωγείς στον ίδιο επιχειρηματικό κλάδο στη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής ή με οποιαδήποτε άλλη εύλογη βάση ».

IV — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12.

Η προσφυγή της Nakajima πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Μαρτίου 1989.

13.

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Απριλίου 1989, η Nakajima υπέβαλε αίτηση κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησε, κυρίως, την αναστολή εκτελέσεως ως προς αυτήν του προαναφερθέντος κανονισμού 3651/88 και, επικουρικώς, τη λήψη κάθε άλλου αναγκαίου προσωρινού μέτρου μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί της ουσίας.

Η εν λόγω αίτηση απορρίφθηκε με Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου, της 8ης Ιουνίου 1989.

14.

Με Διατάξεις του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου και 4ης Οκτωβρίου 1989 αντίστοιχα, επετράπη στην Επιτροπή και την Europrint να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.

15.

Η Nakajima, προσφεύγουσα, ζητεί από το Δικαστήριο:

να κηρυχθούν ανεφάρμοστα, δυνάμει του άρθρου 184 της Συνθήκης ΕΟΚ, στην περίπτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ που κατέληξε στην έκδοση του κανονισμού 3651/88 του Συμβουλίου και, καθόσον αφορά την προσφεύγουσα, τα άρθρα 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, και 19 του κανονισμού 2423/88·

να ακυρωθούν, ως προς την προσφεύγουσα, δυνάμει των άρθρων 173 και 174 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα άρθρα 1, 2 και 3 του κανονισμού 3651/88·

να καταδικαστεί το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

16.

Το Συμβούλιο, καθού, ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

17.

Η Επιτροπή, παρεμβαίνουσα, ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας λήψεως ασφαλιστικών μέτρων και των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

18.

Η Europrint, παρεμβαίνουσα, υποστηρίζει τα αιτήματα του Συμβουλίου.

19.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

V — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

20.

Η Nakajima προβάλλει, αφενός, δυνάμει του άρθρου 184 της Συνθήκης ΕΟΚ, τη μη δυνατότητα εφαρμογής, ως προς αυτήν, των άρθρων 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, και 19 του νέου βασικού κανονισμού και, αφετέρου, ζητεί, βάσει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση του οριστικού κανονισμού, καθόσον αυτός αφορά την προσφεύγουσα.

Α — Ένσταση περί μη δυνατότητας εφαρμογής στην περίπτωση της προσφεύγουσας τον προαναφερομένου κανονισμού 2423/88

21.

Η Nakajima υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου ( απόφαση της 13ης Ιουνίου 1958, 9/56, Meroni, Rec. 1958, σ. 9), η έλλειψη νομιμότητας του νέου βασικού κανονισμού μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση του οριστικού κανονισμού του οποίου αποτελεί τη βάση.

22.

Προς στήριξη της ενστάσεως της, η Nakajima προβάλλει δύο λόγους συνισταμένους, πρώτον, στην παράβαση ουσιώδους τύπου και, δεύτερον, στην παραβίαση της Συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της.

1. Πρώτος λόγος: παράβαση ουσιώδους τύπου

23.

Η Nakajima υποστηρίζει ότι ο νέος βασικός κανονισμός πάσχει έλλειψη νομιμότητας λόγω ελλείψεως αιτιολογίας. Η Nakajima τονίζει ότι κατά πάγια νομολογία ( παραδείγματος χάρη απόφαση της 7ης Μαΐου 1987, 258/84, Nippon Seiko, Συλλογή 1987, σ. 1923), η απαιτούμενη σύμφωνα με το άρθρο 190 της Συνθήκης ΕΟΚ αιτιολογία πρέπει να παρουσιάζει κατά τρόπο σαφή και μη γεννώντα αμφιβολίες τη συλλογιστική της εκδούσας τη βαλλόμενη πράξη κοινοτικής αρχής, κατά τρόπο που να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των λόγων που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο, ώστε να υπερασπιστούν τα δικαιώματα τους, και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχο του.

24.

Αναφερόμενη στον λόγο αυτό, η Nakajima επικαλείται δύο επιχειρήματα από τα οποία το πρώτο στηρίζεται στην έλλειψη αιτιολογίας του άρθρου 19 του νέου βασικού κανονισμού, ενώ το δεύτερο στηρίζεται στην έλλειψη αιτιολογίας του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του κανονισμού αυτού.

25.

α )

Με το πρώτο της επιχείρημα, η Nakajima υποστηρίζει ότι το άρθρο 19 του νέου βασικού κανονισμού, που προβλέπει την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού στις « διαδικασίες που έχουν ήδη αρχίσει » κατά την ημέρα ενάρξεως της ισχύος του, δεν είναι αιτιολογημένο, καθόσον δεν εκθέτει τους λόγους που δικαιολογούν την αναδρομική εφαρμογή του.

26.

Προς στήριξη της απόψεως της, η Nakajima προβάλλει ότι από τη νομολογία (απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Salumi, Συλλογή 1981, σ. 2735 ) προκύπτει ότι, ενώ οι κανόνες διαδικασίας θεωρείται γενικώς ότι εφαρμόζονται επί όλων των διαφορών που εκκρεμούν κατά το χρονικό σημείο που οι εν λόγω κανόνες τίθενται σε ισχύ, δεν συμβαίνει το ίδιο με τους ουσιαστικούς κανόνες. Εξάλλου, από την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1971, 30/71, Siemers (Rec. 1971, σ. 919), συνάγεται ότι ένας κανονισμός συστατικού και όχι ερμηνευτικού χαρακτήρα δεν είναι δυνατόν να έχει αναδρομική ισχύ.

27.

Εν προκειμένω, ο νέος βασικός κανονισμός που υπάγεται στην κατηγορία αυτή εισάγει νέους κανόνες ουσίας. Συγκεκριμένα, προβλέποντας την εφαρμογή του νέου βασικού κανονισμού επί των εκκρεμών διαδικασιών, το Συμβούλιο επέτρεψε να εφαρμοστεί ο νέος κανόνας του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του κανονισμού 2423/88 στην περίπτωση της Nakajima, που παρουσιάζει την ιδιομορφία ότι δεν πραγματοποιεί καθόλου πωλήσεις ομοειδών εκτυπωτών στην εγχώρια αγορά. Όμως, η εν λόγω διάταξη τροποποιεί ουσιωδώς τους κανόνες υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, καθόσον προβλέπει ότι, σε περίπτωση που δεν πραγματοποιούνται πωλήσεις ομοειδών προϊόντων στην εγχώρια αγορά, τα έξοδα πωλήσεως, τα διοικητικά και τα άλλα γενικά έξοδα (στο εξής: ΠΔΓ), καθώς και τα κέρδη, υπολογίζονται με βάση τα έξοδα στα οποία έχουν υποβληθεί και το κέρδος που έχουν πραγματοποιήσει άλλοι παραγωγοί ή εξαγωγείς στη χώρα εξαγωγής ή καταγωγής σε επικερδείς πωλήσεις ομοειδούς προϊόντος (άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ίί, τέταρτη περίοδος, του νέου βασικού κανονισμού ).

28.

Η Nakajima καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η μη αναδρομικότητα του νέου βασικού κανονισμού πρέπει να αποτελεί τον κανόνα. Κατά συνέπεια, αν οι κοινοτικές αρχές αποφάσιζαν να εφαρμόσουν τον εν λόγω κανονισμό αναδρομικά, θα έπρεπε να αιτιολογήσουν ειδικά την απόφαση αυτή. Όμως, εν προκειμένω, δεν υφίσταται τέτοια αιτιολογία. Εν πάση περιπτώσει, δεν αρκεί να δηλώνεται ότι ο κανονισμός «εφαρμόζεται στις διαδικασίες που έχουν ήδη αρχίσει » για να του προσδοθεί έγκυρα αναδρομική ισχύς.

29.

Με το υπόμνημα της απαντήσεως, η Nakajima αντικρούει το επί του σημείου αυτού επιχείρημα που αναπτύσσει η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της.

30.

Η Nakajima προσάπτει, καταρχάς, στην Επιτροπή ότι, στην προκειμένη περίπτωση, προέτρεξε της θέσεως σε ισχύ του^ νέου βασικού κανονισμού μεταβάλλοντας πρώτα τη μέθοδο υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας και καλύπτοντας στη συνέχεια την πρακτική αυτή με την αναδρομικότητα του νέου βασικού κανονισμού.

31.

Η Nakajima υπογραμμίζει στη συνέχεια τον κίνδυνο που ενέχει το νέο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, που απορρέει από το γεγονός ότι λαμβάνει ως βάση για τον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας τα έξοδα και τα κέρδη τρίτων επιχειρήσεων, χωρίς να συνεκτιμά ενδεχόμενες διαφορές δομής των τελευταίων σε σχέση με την ενδιαφερόμενη επιχείρηση, ενώ, προς αποφυγή του κινδύνου διακρίσεων, είναι βασικό οι εν λόγω επιχειρήσεις που χρησιμεύουν ως σημείο αναφοράς να βρίσκονται σε κατάσταση όσο το δυνατόν πλησιέστερη στην πραγματικότητα.

32.

Τέλος, η Nakajima εκθέτει ότι, τονίζοντας ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ επιβάλλονται με τον οριστικό κανονισμό μόνο για το μέλλον, η Επιτροπή συγχέει τον καθορισμό του ύψους του ντάμπινγκ και την επιβολή των σχετικών δασμών, καθόσον, η διαπίστωση της υπάρξεως και ο καθορισμός του ύψους του ντάμπινγκ προϋποθέτει κατ' ανάγκη εφαρμογή του βασικού κανονισμού σε προγενέστερα πραγματικά περιστατικά, των οποίων η νομική εκτίμηση θα μπορούσε, ενδεχομένως, να αποτελέσει τον λόγο επιβολής, για το μέλλον, δασμών αντιντάμπινγκ. Όμως, η Nakajima, για να μη θεωρηθεί ότι τα προϊόντα της αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, υπολόγισε τις τιμές πωλήσεως των προς εξαγωγή προϊόντων της με βάση τα καθιερούμενα από τον παλαιό βασικό κανονισμό κριτήρια και όχι με βάση τα κριτήρια που καθιερώνουν οι νέες διατάξεις του προπαρατεθέντος κανονισμού 2423/88.

33.

β )

Με το δεύτερο επιχείρημα της, η Nakajima υποστηρίζει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού διαφέρει ουσιωδώς τόσο ως προς την ουσία όσο και ως προς τις εξουσίες της κοινοτικής αρχής από την προϊσχύσασα ρύθμιση. Ειδικότερα, αφενός, το Συμβούλιο προσέθεσε δύο στοιχεία, ήτοι το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, τρίτη περίοδος, κατά την οποία το ποσό για τα έξοδα ΠΔΓ, καθώς και το κέρδος « υπολογίζοντας με βάση τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε και το κέρδος το οποίο πραγματοποίησε ο παραγωγός ή ο εξαγωγέας σε επικερδείς πωλήσεις ομοειδών προϊόντων στην εσωτερική αγορά », και το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, τέταρτη περίοδος, σύμφωνα με την οποία, «αν τέτοιου είδους στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα ή δεν είναι αξιόπιστα ή δεν είναι κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν, ο υπολογισμός γίνεται με βάση τα έξοδα στα οποία έχουν υποβληθεί και το κέρδος που έχουν πραγματοποιήσει άλλοι παραγωγοί ή εξαγωγείς στη χώρα εξαγωγής ή καταγωγής σε επικερδείς πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος ». Αφετέρου, από τη διατύπωση των δύο περιόδων που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι η κοινοτική αρχή δεν έχει πλέον, κατά τον υπολογισμό της κατασκευασμένης αξίας, διακριτική ευχέρεια αλλά εξουσία μάλλον συγγενή προς δεσμία αρμοδιότητα.

34.

Κατά συνέπεια, το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού επιβάλλει νέες υποχρεώσεις στις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν εξαγωγές προς τρίτες χώρες προβλέποντας τη λήψη υπόψη εξόδων και κερδών άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων κατά τον υπολογισμό της κατασκευασμένης αξίας. Δεδομένου, όμως, ότι είναι δυνατόν η δομή των εν λόγω επιχειρήσεων αναφοράς να είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως, υπάρχει κίνδυνος η νέα μέθοδος υπολογισμού να μην είναι εύλογη και να οδηγεί σε διακρίσεις. Η Nakajima επισημαίνει ότι η δομή της είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των άλλων ιαπωνικών επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η παρούσα διαδικασία αντιντάμπινγκ. Ειδικότερα, σε αντίθεση με όλες τις άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις που παράγουν μεγάλη ποικιλία προϊόντων, ενώ μικρό σχετικά μέρος της παραγωγικής τους δραστηριότητας αφιερώνεται στην κατασκευή εκτυπωτών SIDM, και οι οποίες διαθέτουν ίδιο σύστημα διανομής για τη διάθεση της παραγωγής τους στην Ιαπωνία, η Nakajima δεν έχει ευρύ φάσμα προϊόντων και η παραγωγή της επικεντρώνεται στην κατασκευή ηλεκτρονικών γραφομηχανών και εκτυπωτών χαμηλών προδιαγραφών, δεν διαθέτει δε σύστημα εμπορίας των προϊόντων της, δεδομένου ότι αυτά πωλούνται κατά το στάδιο της εξόδου από το εργοστάσιο σε ανεξάρτητες επιχειρήσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, καμία από τις άλλες ιαπωνικές εταιρίες δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Nakajima από άποψη μεγέθους, ποικιλίας προϊόντων και συστήματος πωλήσεων. Κατά συνέπεια, το περιθώριο κέρδους και τα έξοδα της Nakajima δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν δίκαια στην προκειμένη περίπτωση με απλή αναφορά στα δεδομένα των προαναφερθεισών άλλων ιαπωνικών επιχειρήσεων.

35.

Επιπλέον, το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού είναι αυτό καθαυτό αντιφατικό. Πράγματι, η προβλεπόμενη στην τρίτη περίοδο του εν λόγω άρθρου μέθοδος υπολογισμού δεν μπορεί ποτέ να τύχει εφαρμογής, καθόσον, εξ ορισμού, η υπό στοιχείο β διάταξη του εν λόγω άρθρου αφορά μόνο τις περιπτώσεις κατά τις οποίες « καμία πώληση του ομοειδούς προϊόντος δεν έχει πραγματοποιηθεί επί συνήθων εμπορικών πράξεων στην εσωτερική αγορά της χώρας εξαγωγής ή καταγωγής ή όταν τέτοιες πωλήσεις δεν επιτρέπουν δίκαιη σύγκριση ». Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό γιατί η τέταρτη περίοδος της εν λόγω διατάξεως περιλαμβάνει την έκφραση « αν τέτοιου είδους στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα ή δεν είναι αξιόπιστα ή δεν είναι κατάλληλα να χρησιμοποιθούν » αφού, ούτως ή άλλως, αυτό συμβαίνει πάντοτε. Απαντώντας στο επιχείρημα του Συμβουλίου, σύμφωνα με το οποίο στην περίπτωση που περιγράφεται στην τρίτη περίοδο του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, δεν αποκλείεται, υπό ορισμένες περιστάσεις, η διαμόρφωση κανονικής αξίας περιλαμβάνουσας ορισμένες πωλήσεις ομοειδών προϊόντων στην εγχώρια αγορά που δεν πραγματοποιούνται στα πλαίσια συνήθων εμπορικών πράξεων, όπως πωλήσεις με ζημία, η Nakajima υποστηρίζει ότι τέτοιου είδους πωλήσεις δεν εμπίπτουν στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, αλλά στο άρθρο 2, παράγραφος 4, του νέου βασικού κανονισμού.

36.

Εξάλλου, υφίσταται προφανής αντίφαση μεταξύ του κειμένου του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, και της 33ης αιτιολογικής σκέψεως του νέου βασικού κανονισμού, καθόσον από την τελευταία προκύπτει ότι η κοινοτική αρχή μπορεί να στηριχθεί για τον υπολογισμό της κατασκευασμένης αξίας «οποιαδήποτε εύλογη βάση», ενώ το άρθρο 2 του νέου βασικού κανονισμού δεν παρέχει διακριτική ευχέρεια στην εν λόγω αρχή

37.

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων η Nakajima συνάγει ότι ο νέος βασικός κανονισμός θα έπρεπε να αιτιολογεί τη νέα μέθοδο υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας που περιέχεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού. Ειδικότερα, η κοινοτική αρχή θα έπρεπε να εξηγήσει γιατί ήταν αναγκαία η θέσπιση της νέας αυτής ρυθμίσεως, με ποιο τρόπο σκόπευαν τα κοινοτικά όργανα να αποτρέψουν διακρίσεις μεταξύ επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να απορρεύσουν από το γεγονός ότι, κατά τον υπολογισμό της κατασκευασμένης αξίας, λαμβάνονται ως σημείο αναφοράς επιχειρήσεις με εντελώς διαφορετική δομή από αυτήν της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως και για ποιο λόγο, σε αντίθεση προς ό,τι συνέβη στην υπόθεση των ηλεκτρονικών γραφομηχανών (στο εξής: υπόθεση TEC), που οδήγησε στην απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1988, 260/85 και 106/86, TEC (Συλλογή 1988, σ. 5855, στο εξής: απόφαση TEC ), όπου η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τα ίδια έξοδα καθεμιάς από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, έλαβε υπόψη ενιαίο ποσό κερδών μόνο για τις επιχειρήσεις με όμοια δομή και τερμάτισε τη διαδικασία αντιντάμπινγκ ως προς τις εισαγωγές ηλεκτρονικών γραφομηχανών που είχαν κατασκευαστεί από τη Nakajima λόγω της ιδιόμορφης δομής της τελευταίας (βλ. απόφαση 86/34/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 12ης Φεβρουαρίου 1986, EE L 40, σ. 29), τα κοινοτικά όργανα δεν λαμβάνουν πλέον υπόψη τις διαφορές δομής των χρησιμοποιουμένων ως σημείο αναφοράς επιχειρήσεων και της επιχειρήσεως την οποία αφορά η διαδικασία.

Οι αιτιολογικές σκέψεις 4 και 33 του νέου βασικού κανονισμού σιωπούν επί του θέματος και, κατά συνέπεια, ο εν λόγω κανονισμός πάσχει ακυρότητα λόγω ελλείψεως αιτιολογίας.

38.

α )

Το Σνμβονλιο θεωρεί, όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα της Nakajima, ότι εναπόκειται σ' αυτό, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, να κρίνει εάν πρέπει να εφαρμοστεί ένας νέος κανονισμός επί των εκκρεμών υποθέσεων, όχι μόνον ως προς τη διαδικασία αλλά και όσον αφορά τους κανόνες ουσίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 1981, Salumi ( προπαρατεθείσα ), οι κανόνες ουσίας είναι δυνατόν να ρυθμίζουν καταστάσεις δημιουργηθείσες προ της θέσεως τους σε ισχύ, στον βαθμό που προκύπτει σαφώς από το γράμμα των εν λόγω κανόνων ότι πρέπει να τους προσδοθεί αναδρομική ισχύς. Και αν ακόμη υποτεθεί ότι με το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του κανονισμού 2423/88 θεσπίζεται νέος κανόνας ουσίας, πράγμα που αμφισβητείται από το Συμβούλιο, το άρθρο 19 του εν λόγω κανονισμού πληροί την εν λόγω προϋπόθεση, αφού προκύπτει από το γράμμα του ότι ο νέος βασικός κανονισμός εφαρμόζεται στις διαδικασίες που έχουν ήδη αρχίσει.

39.

Η επίκληση της αποφάσεως της 24ης Νοεμβρίου 1971, Siemers, προπαρατεθείσα, δεν είναι λυσιτελής εν προκειμένω, αφού το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν αναγνώρισε την αναδρομικότητα του οικείου κανονισμού στην υπόθεση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν προέβλεψε κάτι τέτοιο.

40.

Άλλωστε, ο δικαιολογητικός λόγος της εφαρμογής του νέου βασικού κανονισμού επί των εκκρεμών υποθέσεων προκύπτει σαφώς από την 32η αιτιολογική του σκέψη.

41.

Το Συμβούλιο προσθέτει ότι είναι ανακριβές ότι η Επιτροπή έσπευσε να εφαρμόσει τον νέο βασικό κανονισμό πριν από τη θέση του σε ισχύ. Στην πραγματικότητα, ήδη από την αρχή της διαδικασίας, η Επιτροπή εφάρμοσε μέθοδο υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας σύμφωνη με τους προβλεπόμενους στον παλαιό βασικό κανονισμό όρους. Επιπλέον, η Nakajima ενημερώθηκε στις αρχές Νοεμβρίου 1987, επομένως σε χρόνο που δεν υφίστατο καν προσχέδιο του νέου βασικού κανονισμού, σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού που θα εφαρμοζόταν και για το ενδεχόμενο να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της κατασκευασμένης αξίας τα έξοδα ΠΓΔ καθώς και τα κέρδη άλλων Ιαπώνων εξαγωγέων.

42.

Τέλος, η διάκριση μεταξύ ντάμπινγκ και δασμών αντιντάμπινγκ στην οποία προβαίνει η Nakajima δεν είναι λυσιτελής. Η Επιτροπή ουδέποτε αρνήθηκε ότι για την επιβολή στο μέλλον δασμών αντιντάμπινγκ πρέπει να εξετάζονται οι πωλήσεις των επιχειρήσεων κατά το παρελθόν. Ωστόσο, το άρθρο 19 του νέου βασικού κανονισμού δεν οδηγεί σε πρόωρη εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, αφού η Επιτροπή είναι δυνατόν να χρειαστεί στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας, μετά την έναρξη ισχύος του νέου βασικού κανονισμού, να λάβει υπόψη, για τον καθορισμό του ντάμπινγκ, τις πωλήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί κατά την καλυπτόμενη από την έρευνα περίοδο που προηγήθηκε της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού.

43.

β)

Απαντώντας στον δεύτερο ισχυρισμό της Nakajima, το Συμβούλιο προβάλλει ότι από τη σύγκριση των δύο εκδοχών του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, στον παλαιό και στον νέο βασικό κανονισμό, προκύπτει ότι το νέο κείμενο της διατάξεως απλώς διευκρινίζει το περιεχόμενο της και ειδικότερα τις έννοιες του « ευλόγου ποσού » ως προς τα έξοδα και του « ευλόγου περιθωρίου κέρδους », έννοιες οι οποίες, όπως έδειξε η πείρα, παρουσιάζουν δυσκολίες κατά την εφαρμογή τους σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Έτσι, απλώς συμπληρώθηκε το προϊσχύον κείμενο με τον καθορισμό διαφόρων μεθόδων υπολογισμού εφαρμοστέων σε κατ' ιδίαν περιπτώσεις. Βασιζόμενη στα διδάγματα της πείρας, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μέθοδος υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας, κατά την οποία λαμβάνονται ως βάση τα έξοδα ΠΔΓ καθώς και το περιθώριο κέρδους άλλων παραγωγών και εξαγωγέων που πραγματοποιούν πωλήσεις ομοειδών προϊόντων στη χώρα καταγωγής, είναι η πλέον κατάλληλη στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος κατασκευαστής δεν έχει πραγματοποιήσει σημαντικό αριθμό πωλήσεων στην εγχώρια αγορά. Επομένως, η εν λόγω μέθοδος εφαρμόστηκε το 1982, το 1985 ( στην υπόθεση TEC ) και το 1986 και απλώς επικυρώθηκε με τον νέο βασικό κανονισμό. Κατά συνέπεια η εν λόγω συγκεκριμενοποίηση της μεθόδου υπολογισμού δεν τροποποίησε ούτε τον κανόνα ούτε την πρακτική, δεν μεταβάλλει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Nakajima και δεν συνεπάγεται κανενός είδους διακρίσεις, καθόσον η κατάσταση της Nakajima υπό τον κανονισμό 3651/88, που επιβάλλει οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ, παραμένει ακριβώς η ίδια με εκείνη που υφίστατο υπό τον κανονισμό 1418/88, που επέβαλλε τους προσωρινούς δασμούς. 'Αλλωστε, η 17η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού διευκρινίζει ότι η κανονική αξία υπολογίστηκε« με βάση τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τον προσωρινό προσδιορισμό της πρακτικής ντάμπινγκ ».

44.

Κατά τα λοιπά, το Συμβούλιο θεωρεί ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού είναι πλήρως αιτιολογημένο. Η αιτιολογία προκύπτει σαφώς από τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 33 του νέου βασικού κανονισμού. Σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η Nakajima, δεν υπάρχει η παραμικρή αντίφαση μεταξύ της 33ης αιτιολογικής σκέψεως του νέου βασικού κανονισμού και του κειμένου του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, δεδομένου ότι οι διάφορες ενδεχόμενες περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω αιτιολογική σκέψη περιγράφονται στη συνέχεια αναλυτικότερα στο εν λόγω άρθρο. Εξάλλου, το ίδιο το άρθρο 2 δεν περιέχει αντιφάσεις, δεδομένου ότι η τρίτη περίοδος του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, δεν αποκλείει, υπό ορισμένες περιστάσεις, την κατασκευή κανονικής αξίας περιλαμβάνουσας ορισμένες πωλήσεις ομοειδών προϊόντων στην εγχώρια αγορά που δεν έχουν πραγματοποιηθεί υπό κανονικές συνθήκες, όπως ορισμένες πωλήσεις επί ζημία.

45.

Η Επιτροπή, η οποία έλαβε θέση μόνο ως προς τον πρώτο ισχυρισμό της Nakajima, παρατηρεί καταρχάς ότι η εφαρμογή του νέου βασικού κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 19, στη διαδικασία που κινήθηκε ως προς τη Nakajima υπό τον παλαιό βασικό κανονισμό, δεν επέφερε καμία αλλαγή στον υπολογισμό της κατασκευασμένης αξίας των προϊόντων για τα οποία πρόκειται. Στην πραγματικότητα, η μέθοδος υπολογισμού που χρησιμοποιείται στον κανονισμό 3651/88 περί επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ είναι πανομοιότυπη με αυτήν του κανονισμού 1418/88, με τον οποίο επιβλήθηκε ο προσωρινός δασμός και ο οποίος βασίζεται στον παλαιό βασικό κανονισμό, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι ο νέος βασικός κανονισμός είχε ως μοναδικό σκοπό να κωδικοποιήσει την προηγούμενη πρακτική των κοινοτικών οργάνων.

46.

Δεύτερον, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι ο νέος βασικός κανονισμός εφαρμόστηκε αναδρομικά. Στην πραγματικότητα, ο οριστικός κανονισμός, που θεσπίστηκε βάσει του νέου βασικού κανονισμού, επέβαλε δασμό αντιντάμπινγκ μόνο στις εισαγωγές εκτυπωτών που πραγματοποιήθηκαν μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του και, επομένως, ισχύει μόνο για το μέλλον. Η Επιτροπή προσθέτει ότι το γεγονός ότι η σχετική με την πρακτική ντάμπινγκ έρευνα που κατέληξε στην έκδοση του οριστικού κανονισμού καλύπτει χρονικό διάστημα (Απρίλιο 1986 μέχρι Μάρτιο 1987) κατά το οποίο ίσχυε ο παλαιός βασικός κανονισμός επίσης δεν συνεπάγεται κανενός είδους αναδρομικότητα. Οι εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την καλυπτόμενη από την έρευνα περίοδο αποτέλεσαν απλώς τη βάση για τον καθορισμό του δασμού αντιντάμπινγκ, αλλά μόνον οι εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ του οριστικού κανονισμού υποβλήθηκαν στον εν λόγω δασμό: επομένως, όλες οι εξαγωγές υποβλήθηκαν στον δασμό που ήταν εφαρμοστέος κατά τη στιγμή πραγματοποιήσεως τους.

47.

Τέλος, ακόμη και στην περίπτωση που το Δικαστήριο θα θεωρούσε ότι ο νέος βασικός κανονισμός έχει αναδρομικά αποτελέσματα, η Επιτροπή τονίζει ότι δεν είναι παρ' όλ' αυτά ανίσχυρος. Κατά τη νομολογία ( απόφαση της 4ης Ιουλίου 1973, 1/73, Westzucker, Rec. 1973, σ. 723 ), οι τροποποιούντες νομοθετικές διατάξεις νόμοι διέπουν, καταρχήν, τα μέλλοντα αποτελέσματα καταστάσεων που δημιουργήθηκαν υπό το καθεστώς του παλαιού νόμου.

2. Δεύτερος λόγος: παραβίαση της Συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της

48.

Στα πλαίσια του λόγου αυτού, η Nakajima προβάλλει δύο επιχειρήματα βασιζόμενα, το μεν πρώτο, στην παράβαση του κώδικα αντιντάμπινγκ της GATT, το δε δεύτερο, στην παραβίαση ορισμένων γενικών αρχών του δικαίου.

49.

α )

Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, η Nakajima υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1972, 21/72 έως 24/72, International Fruit Co., Rec. 1972, σ. 1219 ), οι διατάξεις της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου δεσμεύουν την Κοινότητα. Έτσι, η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του νέου βασικού κανονισμού διευκρινίζει ότι το κοινό καθεστώς για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της ΕΟΚ θεσπίστηκε σύμφωνα με τις υπάρχουσες διεθνείς υποχρεώσεις και ιδίως αυτές που απορρέουν από το άρθρο VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου και από τη συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI (κώδικας αντιντάμπινγκ του 1979). Κατά συνέπεια, η Κοινότητα έχει την υποχρέωση να τηρεί τη Γενική Συμφωνία και τον κώδικα αντιντάμπινγκ της GATT, η ρητή δε αναφορά, στην αιτιολογία του νέου βασικού κανονισμού, στις εν λόγω διεθνείς συμφωνίες έχει ως αποτέλεσμα ότι κάθε παραβίαση των αρχών που απορρέουν από αυτές αποτελεί λόγο ακυρότητας του εν λόγω κανονισμού.

50.

Η Nakajima τονίζει ότι, και αν ακόμη υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, οι ιδιώτες δεν έχουν ατομικό δικαίωμα να επικαλούνται απευθείας ενώπιον των δικαστηρίων τις διατάξεις της Γενικής Συμφωνίας και του κώδικα αντιντάμπινγκ της GATT, έχουν τη δυνατότητα, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ή ενστάσεως περί μη δυνατότητας εφαρμογής, να ζητούν από το Δικαστήριο να ελέγχει τη νομιμότητα ενός κανονισμού σε σχέση με τις εν λόγω διατάξεις.

51.

Η Nakajima αναφέρει στη συνέχεια ότι, αφενός, το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού συνιστά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 4, του κώδικα αντιντάμπινγκ της GATT. Ειδικότερα, η τελευταία αυτή διάταξη, σύμφωνα με την οποία, στην περίπτωση που δεν έχουν πραγματοποιηθεί πωλήσεις ομοειδών προϊόντων στην εγχώρια αγορά, ο υπολογισμός της κανονικής αξίας μπορεί να γίνεται με βάση το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής αυξημένο κατά ορισμένο εύλογο ποσό αντιπροσωπεύον τα έξοδα ΠΔΓ καθώς και τα κέρδη, συνεπάγεται την ύπαρξη ευρείας διακριτικής ευχέρειας κατά τον καθορισμό του ευλόγου ποσού εξόδων και κερδών κατά τον υπολογισμό της κατασκευασμένης αξίας. Αντίθετα, το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού περιορίζει την εν λόγω διακριτική ευχέρεια της κοινοτικής αρχής, καθόσον προβλέπει υπολογισμό των εξόδων και του κέρδους με απλή αναφορά στα δεδομένα άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων με ενδεχομένως ριζικά διαφορετική δομή, χωρίς, ωστόσο, να καθιερώνει το κριτήριο του ευλόγου ποσού εξόδων και κερδών, όπως αυτό προβλέπεται από τον κώδικα αντιντάμπινγκ.

52.

Αφετέρου, το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού αντίκειται στο άρθρο 2, παράγραφος 6, του κώδικα αντιντάμπινγκ της GATT, σύμφωνα με το οποίο η σύγκριση μεταξύ κανονικής αξίας και τιμής εξαγωγής πρέπει να γίνεται στο ίδιο στάδιο της εμπορίας. Υπό τη νέα διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, εφαρμόζονται σε μία επιχείρηση αποτελούμενη απλώς από μία μονάδα παραγωγής, χωρίς ίδιο μηχανισμό πωλήσεων, τα έξοδα στα οποία έχουν υποβληθεί και τα κέρδη τα οποία έχουν πραγματοποιήσει άλλες επιχειρήσεις διαθέτουσες σύστημα διανομής, κατά παράβαση της ανωτέρω διατάξεως του κώδικα, υφίσταται δε σοβαρός κίνδυνος διακρίσεων λόγω της μη υπάρξεως όμοιας δομής των επιχειρήσεων για τις οποίες πρόκειται. Η Nakajima προσθέτει ότι οι προβλεπόμενες από τον νέο βασικό κανονισμό προσαρμογές δεν αρκούν για να εξαλείψουν τα προβλήματα αυτά, καθότι δεν λαμβάνουν υπόψη τα έξοδα που προσιδιάζουν στα διάφορα στάδια της εμπορίας, καθένα από τα οποία προϋποθέτει ιδία δομή.

53.

β)

Στα πλαίσια του δευνέρον επιχειρήματος, η Nakajima προβάλλει την παραβίαση πλειόνων γενικών αρχών του δικαίου.

54.

Καταρχάς, η Nakajima υποστηρίζει ότι εν προκειμένω η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας, ο σεβασμός των οποίων επιβάλλεται σύμφωνα με πάγια νομολογία (βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-La Roche, Rec. 1979, σ. 461 ) στα πλαίσια κάθε διαδικασίας που ενδέχεται να οδηγήσει σε βλαπτική πράξη.

55.

Η Nakajima τονίζει ότι, παρά το γεγονός ότι διατύπωσε, από την αρχή της διαδικασίας, την αντίθεση της προς τη μέθοδο υπολογισμού που εφάρμοσε η Επιτροπή και δικαιολόγησε τη θέση της προβάλλουσα ότι δεν ήταν εύλογο να ληφθούν ως βάση, ειδικά στην περίπτωσή της, τα έξοδα και τα κέρδη άλλων εξαγωγέων με εντελώς διαφορετική δομή από τη δική της, η Επιτροπή ουδέποτε της έδωσε τη δυνατότητα να υποστηρίξει την άποψη της.

56.

Επιπλέον, η Επιτροπή ουδέποτε απάντησε στα επιχειρήματα της Nakajima ούτε δικαιολόγησε την εφαρμογή της νέας μεθόδου υπολογισμού της κατασκευασμένης αξία και ειδικότερα τους λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει το κριτήριο της ομοιότητας μεταξύ της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως και των τρίτων επιχειρήσεων των οποίων τα λογιστικά στοιχεία λαμβάνονται υπόψη.

57.

Αντίθετα, η Επιτροπή προέβη σε παρελκυστικούς χειρισμούς έναντι της Nakajima πείθοντάς την ότι θα είχε οπωσδήποτε τη δυνατότητα να προβάλει την άποψη της κατά την « disclosure conference » ( ενημερωτική σύσκεψη), η οποία ωστόσο πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1988, μετά την υποβολή από την Επιτροπή της προτάσεως για την έκδοση του νέου βασικού κανονισμού. Επιπλέον, η Επιτροπή γνωστοποίησε στη Nakajima τις επιχειρήσεις των οποίων τα λογιστικά στοιχεία ελήφθησαν υπόψη εν προκειμένω, σχεδόν ένα μήνα μετά την ενημερωτική σύσκεψη και πάνω από τέσσερις μήνες μετά την έκδοση του προσωρινού κανονισμού, ο οποίος δεν έκανε καμία απολύτως αναφορά στο ουσιώδες αυτό θέμα. Εξάλλου, πληροφορήθηκε ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε στοιχεία άλλα από εκείνα που περιέχονται στην έκθεση που πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1987 από τους Ernst & Whinney για λογαριασμό της Japan Electronic Industry Development Association και βασίστηκε ιδίως σε στοιχεία συλλεγέντα κατά τη διάρκεια έρευνας στις επιχειρήσεις των ενδιαφερομένων παραγωγών μετά την έναρξη της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση.

58.

Η Nakajima προσάπτει επιπλέον στην Επιτροπή ότι προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς της εφαρμόζοντας πρόωρα τη νέα μέθοδο υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας που προβλέπεται στον κανονισμό 2423/88.

59.

Τέλος, η Nakajima ισχυρίζεται ότι στερήθηκε των μέσων άμυνάς της συνεπεία της ελλείψεως αιτιολογίας των άρθρων 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, και 19 του νέου βασικού κανονισμού.

60.

Κατόπιν, η Nakajima προβάλλει την παραβίαση της αρχής της ασφαλείας του δικαίου, που θα έπρεπε να συνεπάγεται τη μη εφαρμογή ως προς αυτήν των άρθρων 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, και 19 του νέου βασικού κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, ισχυρίζεται ότι, στην υπόθεση TEC, η Επιτροπή και το Συμβούλιο δέχθηκαν την ιδιαιτερότητα της δομής της Nakajima ως οικονομικής μονάδας πραγματοποιούσας πωλήσεις αποκλειστικά στο στάδιο εξόδου από το εργοστάσιο σε ανεξαρτήτους πελάτες, γεγονός που οδήγησε στον τερματισμό της διαδικασίας αντιντάμπινγκ ως προς την προσφεύγουσα. Επίσης, το Δικαστήριο (απόφαση TEC, προπαρατεθείσα) ενστερνίστηκε την εν λόγω έννοια της ενιαίας οικονομικής μονάδας.

Κατά τη Nakajima, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι είχε βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι η μέθοδος υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας που είχε εφαρμοστεί προηγουμένως από τις κοινοτικές αρχές θα εφαρμοζόταν και στην υπό συζήτηση περίπτωση.

61.

Η προσφεύγουσα συνεχίζει ότι, όπως προκύπτει σαφώς από την απόφαση TEC, προπαρατεθείσα, σκέψη 18, ο υπολογισμός του περιθωρίου ντάμπινγκ για συγκεκριμένη επιχείρηση πρέπει να αναφέρεται ειδικά στην εν λόγω επιχείρηση και να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Κατά συνέπεια, η Nakajima μπορεί να διεκδικήσει ως κεκτημένο δικαίωμα της το να της αναγνωριστεί η ιδιαιτερότητά της όσον αφορά την παραγωγή, τις πωλήσεις και την πελατεία, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν, και να εφαρμοστούν στην περίπτωση της οι μέθοδοι υπολογισμού τις οποίες οι κοινοτικές αρχές εφάρμοσαν στα πλαίσια προηγουμένων διαδικασιών.

62.

Επιπλέον, η Nakajima ισχυρίζεται ότι της δημιουργήθηκε η δικαιολογημένη πεποίθηση ότι θα δίδονταν και πάλι οι λύσεις που δόθηκαν υπό τον παλαιό βασικό κανονισμό, καθόσον μάλιστα η δομή της είναι ακριβώς η ίδια όπως και στην υπόθεση TEC και οι λοιποί εμπλεκόμενοι εξαγωγείς είναι ουσιαστικά οι ίδιοι όπως και στην προαναφερθείσα υπόθεση. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι κοινοτικές αρχές δεν είναι δυνατόν να μεταβάλουν, ενόσω εκκρεμεί η διαδικασία και εντελώς απρόβλεπτα, τους βασικούς κανόνες περί ντάμπινγκ, καταργώντας τις εγγυήσεις που παρείχε η παλαιά μέθοδος υπολογισμού της κανονικής αξίας χωρίς να τις αντικαθιστούν από ισοδύναμες εγγυήσεις. Απαντώντας στις παρατηρήσεις της Επιτροπής επί του σημείου αυτού, η προσφεύγουσα προσθέτει ότι οι τιμές πωλήσεως των εκτυπωτών SIDM στους κοινοτικούς εισαγωγείς υπολογίστηκαν βάσει της μεθόδου υπολογισμού που χρησιμοποιήθηκε στην υπόθεση TEC και, δεδομένου ότι οι εμπορικές συναλλαγές της Nakajima λαμβάνουν πάντοτε χώρα τρεις έως έξι μήνες πριν από την παράδοση των εν λόγω προϊόντων, πραγματοποιήθηκαν πριν από την τροποποίηση της μεθόδου υπολογισμού. Άλλωστε, δεν συνάδει προς το συμφέρον της Κοινότητος να εφαρμόζεται μια μέθοδος χωρίς να παρέχονται εγγυήσεις για τον εύλογο χαρακτήρα της και για τη μη πρόκληση διακρίσεων.

63.

Τέλος, η Nakajima υπενθυμίζει ότι παραβιάστηκε η αρχή της μη αναδρομικότητας. Κατά πάγια νομολογία ( αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 1979, 98/78, Räcke, Rec. 1979, σ. 69, και 99/78, Decker, Rec. 1979, σ. 101 ) η αρχή της ασφαλείας του δικαίου αντίκειται στον καθορισμό της ενάρξεως ισχύος μιας κοινοτικής πράξεως σε ημερομηνία προηγούμενη της δημοσιεύσεώς της, το αντίθετο δε ισχύει μόνο κατ' εξαίρεση, οσάκις τούτο επιβάλλεται από τον επιδιωκόμενο σκοπό και προστατεύεται δεόντως η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων. Εν προκειμένω, δεν προκύπτει ούτε από το γράμμα ούτε από τους σκοπούς του νέου βασικού κανονισμού ότι πρέπει να του προσδοθεί αναδρομικό αποτέλεσμα.

64.

Τρίτον, η Nakajima υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του νέου βασικού κανονισμού συνεπάγεται διακρίσεις εις βάρος της και ότι, κατά συνέπεια, παραβιάστηκε εν προκειμένω η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

65.

Η Nakajima προσάπτει καταρχάς στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο ότι δεν της εγγυήθηκαν πως η χρησιμοποιηθείσα μέθοδος υπολογισμού δεν συνεπαγόταν διακρίσεις εις βάρος της.

66.

Στη συνέχεια, αμφισβητεί το ύψος των εξόδων και των κερδών που ελήφθη υπόψη κατά τον υπολογισμό της κατασκευασμένης αξίας, καθόσον βασίζεται σε δεδομένα αφορώντα επιχειρήσεις με διαφορετική δομή από τη δική της, ισχυρίζεται δε ότι το κατώφλιο ζημίας καθορίστηκε βάσει συγκρίσεως σε δύο διαφορετικά στάδια εμπορίας, ενώ ο υπολογισμός έπρεπε να πραγματοποιηθεί με αναφορά σε ομοειδείς επιχειρήσεις και στο íδιο στάδιο εμπορίας, άλλως θα υφίστατο σοβαρή διάκριση εις βάρος της Nakajima, συνεπεία του ότι είναι μια απλή μονάδα παραγωγής.

67.

α )

Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα της Nakajima, το Συμβούλιο αναφέρει, καταρχάς, ότι, μολονότι η GATT και ο κώδικας αντιντάμπινγκ της GATT δεσμεύουν την Κοινότητα δυνάμει των κανόνων του διεθνούς δικαίου, τα εν λόγω κείμενα δεν παρέχουν στους ιδιώτες δικαιώματα τα οποία αυτοί μπορούν να επικαλούνται ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο προσφυγής δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΟΚ. Το Συμβούλιο παραπέμπει σχετικώς στην πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1972, International Fruit, προπαρατεθείσα), σύμφωνα με την οποία ιδίως το άρθρο VI της Γενικής Συμφωνίας δεν ισχύει άμεσα στην Κοινότητα, υποστηρίζει δε ότι το αυτό ισχύει, κατ' αναλογία, και για τις διατάξεις του κώδικα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Nakajima δεν μπορεί να αμφισβητήσει το κύρος του νέου βασικού κανονισμού λόγω παραβάσεως των διατάξεων του κώδικα αντιντάμπινγκ.

68.

Το Συμβούλιο αναφέρει στη συνέχεια ότι, εν πάση περιπτώσει, ο νέος βασικός κανονισμός είναι σύμφωνος με τις διατάξεις του κώδικα αντιντάμπινγκ της GATT και ότι, σύμφωνα με τον τελευταίο, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν σημαντική διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον τρόπο μεταφοράς των εκεί προβλεπομένων διατάξεων στο εσωτερικό τους δίκαιο.

69.

Όσον αφορά, ειδικότερα, την παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 4, του κώδικα αντιντάμπινγκ της GATT, το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι το άρθρο αυτό δεν περιέχει ορισμό της εννοίας του « ευλόγου ποσού » για τα έξοδα και τα κέρδη. Κατά συνέπεια, το περιεχόμενο της εν λόγω εννοίας πρέπει να καθορίζεται σε συνάρτηση προς τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιπτώσεως που εμφανίζεται. Το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού απλώς επαναλαμβάνει τη μέθοδο υπολογισμού που συνήγαγε η Επιτροπή από σημαντικό αριθμό προηγουμένων διαδικασιών αντιντάμπινγκ, είναι δε εύλογο να λαμβάνονται υπόψη, κατά τον υπολογισμό της κατασκευασμένης αξίας, έξοδα και κέρδη άλλων επιχειρήσεων που πωλούν το ίδιο προϊόν στην εγχώρια αγορά, διότι, εάν η επιχείρηση ως προς την οποία διαμορφώνεται η κατασκευασμένη κανονική αξία πραγματοποιούσε πωλήσεις στην εν λόγω αγορά, θα έπρεπε να προσαρμοστεί στις συνθήκες της αγοράς στις οποίες υπόκεινται οι άλλες επιχειρήσεις.

70.

Ως προς την παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 6, του κώδικα αντιντάμπινγκ της GATT, το Συμβούλιο τονίζει ότι οι νέες διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 9, του κανονισμού 2423/88 σκοπό έχουν να καταστήσουν περισσότερο αξιόπιστη τη σύγκριση των τιμών, παρέχοντας ιδίως λεπτομερή οδηγό για τις ενδεικνυόμενες προσαρμογές κατά τη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής. Επιπλέον, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 2, παράγραφος 10, του νέου βασικού κανονισμού μειώσεις, ιδίως αυτές που αφορούν τα έξοδα πωλήσεως, καθιστούν τις τιμές συγκρίσιμες, ακόμη και όταν πρόκειται για επιχειρήσεις με διαφορετική δομή. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν απαιτείται προσαρμογή προς κάλυψη της διαφοράς που προκύπτει από τη σύγκριση σε διαφορετικά στάδια εμπορίας, όπως θα ήθελε η Nakajima. Στην πραγματικότητα, το στάδιο εξόδου από το εργοστάσιο μπορεί να νοηθεί ως καλύπτον πλείονα στάδια εμπορίας, στην περίπτωση δε της Nakajima, όλες οι πωλήσεις προς την Κοινότητα πραγματοποιήθηκαν σε επίπεδο διανομέων, επομένως στο ίδιο επίπεδο όπως και στην ιαπωνική αγορά.

71.

β )

Απαντώντας στο δεύτερο επιχείρημα της Nakajima, το Συμβούλιο αναφέρει καταρχάς ότι η Επιτροπή ουδόλως προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας ούτε εφάρμοσε πρόωρα τον νέο βασικό κανονισμό. Όπως προκύπτει σαφώς από τις αιτιολογικές σκέψεις 36, 38 και 40 του προσωρινού κανονισμού, αφενός, η Επιτροπή εξέθεσε σαφώς τη μέθοδο υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας που χρησιμοποίησε και η Nakajima έλαβε πλήρη γνώση σχετικώς και, αφετέρου, η Επιτροπή παρέλαβε τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν ορισμένοι εξαγωγείς και τις έλαβε υπόψη κατά τη διαμόρφωση της αποφάσεως της. Το γεγονός ότι η Επιτροπή θεώρησε πως δεν έπρεπε να υιοθετήσει ορισμένα από αυτά τα επιχειρήματα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συνιστά προσβολή του δικαιώματος άμυνας.

72.

Περαιτέρω, το Συμβούλιο επικαλείται διάφορες επιστολές, υπομνήματα και συσκέψεις μεταξύ εκπροσώπων της Επιτροπής και της Nakajima, απ' όπου προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε πολλές ευκαιρίες να εκφράσει την άποψή της και να ενημερωθεί για τη θέση της Επιτροπής πριν από την έκδοση του οριστικού κανονισμού.

73.

Ειδικότερα, το Συμβούλιο θεωρεί ότι η Nakajima αβασίμως ισχυρίζεται ότι δεν ενημερώθηκε εγκαίρως για τη μέθοδο υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας που χρησιμοποιήθηκε στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι η Επιτροπή ήδη από τον Νοέμβριο του 1987 ειδοποίησε τη Nakajima περί της μεθόδου που ενδέχετο να χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση της και ότι, επιπλέον, η Nakajima δεν ζήτησε από την Επιτροπή να δικαιολογήσει την υιοθέτηση της εν λόγω μεθόδου ή να της γνωστοποιήσει τα ονόματα των επιχειρήσεων των οποίων τα στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για τη διαμόρφωση της κανονικής αξίας κατά τη διάρκεια των δύο ενημερωτικών συσκέψεων που προηγήθηκαν της θεσπίσεως του προσωρινού κανονισμού και της θεσπίσεως του οριστικού κανονισμού αντιστοίχως. Περαιτέρω, μολονότι η εν λόγω μέθοδος χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ, η Nakajima δεν υπέβαλε στην Επιτροπή αίτηση για την παροχή πληροφοριών υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, του νέου βασικού κανονισμού, το οποίο αναπαράγει το περιεχόμενο του άρθρου 7, παράγραφος 4, του παλαιού βασικού κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο οι αιτήσεις για την παροχή πληροφοριών που υποβάλλονται από τους εξαγωγείς ή εισαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας πρέπει « να παραλαμβάνονται, σε περίπτωση επιβολής προσωρινού δασμού, το αργότερο ένα μήνα μετά τη δημοσίευση της επιβολής αυτού του δασμού ». Στην πραγματικότητα, η Nakajima δεν ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες παρά μόλις στις 2 Σεπτεμβρίου 1988, δηλαδή τρεις μήνες και πλέον μετά τη δημοσίευση του προσωρινού κανονισμού.

74.

Όσον αφορά, τέλος, τη χρησιμοποίηση δεδομένων πέραν των περιεχομένων στην έκθεση Ernst & Winney, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι από το έγγραφο της 28ης Σεπτεμβρίου 1988 που απηύθυνε η Επιτροπή στη Nakajima προκύπτει ότι ουδέποτε τέθηκε ζήτημα να χρησιμοποιήσουν οι κοινοτικές αρχές το σύνολο των δεδομένων της μελέτης Ernst & Winney ή να βασιστούν αποκλειστικά στα πορίσματα της εν λόγω εκθέσεως. Αντίθετα, από το εν λόγω έγγραφο προκύπτει μόνον ότι, για την έρευνά της ως προς τη ζημία, η Επιτροπή σκόπευε να βασιστεί στα στοιχεία της εκθέσεως Ernst & Winney σχετικά με το σύνολο των κοινοτικών εισαγωγών, τη συνολική και επιμέρους κατανάλωση, τις εισαγωγές' από την Ιαπωνία και τη γενική εξέλιξη των μεριδίων της αγοράς και των τιμών. Ωστόσο, ήταν ανέκαθεν σαφές ότι, για τα αφορώντα κάθε κοινοτικό παραγωγό στοιχεία, η Κοινότητα θα βασιζόταν στις απευθείας συλλεγείσες από τους ενδιαφερομένους πληροφορίες, περισσότερο αξιόπιστες από τις περιεχόμενες στη μελέτη Ernst & Winney.

75.

Δεύτερον, το Συμβούλιο αποκρούει τους ισχυρισμούς της Nakαjima σχετικά με την παραβίαση της αρχής της ασφαλείας του δικαίου.

76.

Επ' αυτού, το Συμβούλιο υπενθυμίζει καταρχάς ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία, οι βασικές ρυθμίσεις περί ντάμπινγκ παρέχουν στα κοινοτικά όργανα κάποια διακριτική ευχέρεια, το γεγονός δε ότι η Επιτροπή κάνει χρήση της ευχερειας αυτής χωρίς να εξηγεί λεπτομερώς και εκ των προτέρων τα κριτήρια που προτίθεται να εφαρμόσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφαλείας του δικαίου (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, 250/85, Brother, Συλλογή 1988, σ. 5683, σκέψη 29) και, αφετέρου, το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του βασικού κανονισμού παρέχει στις κοινοτικές αρχές διακριτική ευχέρεια ως προς τον καθορισμό του ευλόγου ποσού των εξόδων ΠΔΓ που πρέπει να συμπεριληφθεί στην κατασκευασμένη αξία (απόφαση TEC, προπαρατεθείσα, σκέψη 33 ). Υπό τις συνθήκες αυτές, τα κοινοτικά όργανα έχουν κάθε δικαίωμα να εφαρμόσουν τη μέθοδο υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας που θεωρούν πλέον κατάλληλη για την εκάστοτε διαδικασία.

77.

Εξάλλου, παρόμοια μέθοδος υπολογισμού με αυτήν που εφαρμόστηκε εν προκειμένω είχε ήδη εφαρμοστεί σε διάφορες προηγηθείσες διαδικασίες και η Επιτροπή ουδέποτε απέκρυψε τη μέθοδο που σκόπευε να εφαρμόσει στην παρούσα υπόθεση.

78.

Από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι η εν λόγω μέθοδος δεν είναι εύλογη ή συνεπάγεται διακρίσεις, αντίθετα δε η εφαρμογή της επιτρέπει τον καθορισμό μιας κατασκευασμένης κανονικής αξίας που θεωρείται ότι αντικατοπτρίζει όσο γίνεται καλύτερα την τιμή πωλήσεως του προϊόντος όπως αυτή θα διαμορφωνόταν αν το εν λόγω προϊόν επωλείτο στη χώρα καταγωγής του.

79.

Το Συμβούλιο δέχεται ότι η μέθοδος που εφαρμόστηκε από την Επιτροπή στην υπόθεση TEC ήταν διαφορετική, αλλά τα κοινοτικά όργανα είναι ελεύθερα να επιλέγουν τη μέθοδο υπολογισμού που θεωρούν καλύτερη. Η Επιτροπή δε έκρινε, με βάση την κτηθείσα πείρα στον τομέα αυτό, ότι η Nakąjima δεν έπρεπε να θεωρείται πλέον ως ιδιάζουσα περίπτωση αλλά ως επιχείρηση σαν όλες τις άλλες.

80.

Όσον αφορά την κατά την προσφεύγουσα δεσμευτικότητα του νομολογιακού προηγουμένου της αποφάσεως TEC, προπαρατεθείσα, το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι στην εν λόγω υπόθεση, όπου η Nakąjima δεν ήταν διάδικος, το Δικαστήριο αποφάνθηκε αποκλειστικά επί του κανονισμού περί επιβολής οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ ως προς την επιχείρηση TEC. Το Συμβούλιο προσθέτει ότι η διαδικασία κατά της TEC δεν αφορά το σύμφωνο της καταστάσεως της Nakąjima προς τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου και ότι το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε στην εν λόγω απόφαση επί του βασιμου της αποφάσεως 86/34, με την οποία καθορίστηκε το περιθώριο κέρδους της Nakajima, στα πλαίσια της υποθέσεως TEC, σύμφωνα με μέθοδο υπολογισμού διαφορετική από την εφαρμοσθείσα εν προκειμένω. Επιπλέον, το γεγονός ότι στην εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο δέχθηκε την έννοια της « ενιαίας οικονομικής μονάδας » δεν μπορεί να επηρεάσει τη βασιμότητα της θέσεως που έλαβε η' Επιτροπή ως προς τη Nakajima στην παρούσα υπόθεση, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δέχθηκε απλώς ( σκέψη 29 ). ότι ένα δίκτυο αποτελούμενο από επιχειρήσεις διανομής με ξεχωριστή νομική προσωπικότητα μπορούσε να εξομοιωθεί προς σύστημα πωλήσεων ενσωματωμένο νομικά στην επιχείρηση του παραγωγού. Περαιτέρω, από τη σκέψη 16 της εν λόγω αποφάσεως μπορεί να συναχθεί ότι το Δικαστήριο αναγνώρισε τη βασιμότητα μιας μεθόδου υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας ανάλογης προς αυτήν που εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Nakajima εν προκειμένω. Ελλείψει μιας τέτοιας μεθόδου, θα υπήρχε, κατά το Δικαστήριο, κίνδυνος « δυσμενούς διακρίσεως εις βάρος των άλλων κατασκευαστών, στην περίπτωση των οποίων το κέρδος που πραγματοποιούν επί των μοντέλων που πωλούν εντός της Ιαπωνίας χρησιμοποιείται για την κατασκευή της κανονικής αξίας των άλλων μοντέλων ».

81.

Όσον αφορά, ειδικότερα, την προσβολή κεκτημένων δικαιωμάτων, το Συμβούλιο αναφέρει ότι η χρησιμοποίηση ορισμένης μεθόδου υπολογισμού από τα κοινοτικά όργανα στο πλαίσιο μιας διαδικασίας δεν συνιστά κεκτημένο δικαίωμα της Nakajima στο πλαίσιο μεταγενεστέρων διαδικασιών που ενδέχεται να κινηθούν εις βάρος της. Η προσφεύγουσα δεν μπορεί ιδίως να επικαλείται κεκτημένα δικαιώματα απορρέοντα από τον παλαιό βασικό κανονισμό, καθόσον με το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο β, περίπτωση ii, του εν λόγω κανονισμού δόθηκε ήδη η εξουσία στην Επιτροπή να υπολογίζει την κατασκευασμένη αξία σύμφωνα με τους όρους που εφάρμοσε στα πλαίσια του προσωρινού κανονισμού.

82.

Όσον αφορά την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως προκύπτει από τη νομολογία (απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1982, 52/81, Faust, Συλλογή 1982, σ. 3745), οι επιχειρηματίες δεν πρέπει να τρέφουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη διατήρηση της υπάρχουσας καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί με αποφάσεις που λαμβάνουν τα κοινοτικά όργανα στο πλαίσιο της διακριτικής τους εξουσίας. Εξάλλου, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι ο νέος βασικός κανονισμός δεν επέφερε καμία μεταβολή στη μέθοδο υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας που εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Nakajima, αλλ' απλώς επικύρωσε την προηγουμένως εφαρμοζόμενη μέθοδο, παρέχει δε ισοδύναμες εγγυήσεις.

83.

Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας, το Συμβούλιο παραπέμπει στις ανωτέρω παρατηρήσεις του για να αποκρούσει το πρώτο επιχείρημα που προέβαλε η Nakajima στο πλαίσιο του πρώτου λόγου προς υποστήριξη της ενστάσεως περί μη δυνατότητα εφαρμογής του νέου βασικού κανονισμού.

84.

Τέλος, σχετικά με την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, το Συμβούλιο τονίζει, καταρχάς, αναφερόμενο στην έλλειψη εγγυήσεων για την εύλογη και χωρίς διακρίσεις εφαρμογή της μεθόδου υπολογισμού που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό της κατασκευασμένης αξίας, ότι η Nakajima δεν υπέβαλε καμία παρατήρηση ή ερώτημα επί του θέματος οσάκις της δόθηκε η ευκαιρία στο πλαίσιο της διαδικασίας. Επιπλέον, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι από τη 16η σκέψη της αποφάσεως TEC προκύπτει ότι η χρησιμοποιηθείσα μέθοδος υπολογισμού αποτελούσε ακριβώς ένα τρόπο μειώσεως του κινδύνου διακρίσεων.

85.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η εφαρμογή της μεθόδου του οριστικού κανονισμού στην περίπτωση της Nakajima δεν είχε ως αποτέλεσμα δυσμενή διάκριση εις βάρος της ούτε όσον αφορά τη διαμόρφωση της κανονικής αξίας ούτε όσον αφορά τον καθορισμό του κατωφλίου ζημίας.

86.

Όσον αφορά την κατασκευασμένη αξία, η Nakajima κακώς εκτιμά ότι η μέθοδος υπολογισμού στο πλαίσιο της οποίας χρησιμοποιούνται ως σημείο αναφοράς μη ομοειδείς επιχειρήσεις οδηγεί σε υπερτίμηση των εξόδων ΠΔΓ της προσφεύγουσας συνεπεία του ότι διογκώνει τα εν λόγω έξοδα προσθέτοντας τα έξοδα διανομής εταιριών με ποικίλες δραστηριότητες, μεγαλυτέρου μεγέθους, ενώ η προσφεύγουσα δεν υποβάλλεται σε τέτοια έξοδα λόγω του ότι δεν διαθέτει οργάνωση διανομής. Στην πραγματικότητα, αφενός, το μέγεθος και η πλειονότητα δραστηριοτήτων μιας επιχειρήσεως δεν συνεπάγεται μεγαλύτερα έξοδααντίθετα, η πείρα και οι οικονομίες κλίμακας πρέπει να καθιστούν δυνατή τη μείωση και την καλύτερη κατανομή των εξόδων. Αφετέρου, η κατασκευασμένη αξία θεωρείται ότι αντιστοιχεί στις τιμές που θα καταβάλλονταν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων, αν τέτοιες πράξεις είχαν πραγματοποιηθεί στην εγχώρια αγορά, δικαιολογημένα δε η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν αδύνατο να είναι μια επιχείρηση παρούσα στην ιαπωνική αγορά των τελικών ηλεκτρονικών προϊόντων χωρίς να διαθέτει ίδιο σύστημα πωλήσεων.

87.

Όσον αφορά τον υπολογισμό του κατωφλίου ζημίας, το Συμβούλιο εκθέτει ότι ματαίως προσπαθεί η Nakajima να αποδείξει ότι η Επιτροπή καθόρισε την έκταση της μειώσεως της τιμής και το κατώφλιο ζημίας συγκρίνοντας τις τιμές της Nakajima με τις τιμές των κοινοτικών παραγωγών σε διαφορετικά στάδια της εμπορίας. Οπως προκύπτει σαφώς από τις αιτιολογικές σκέψεις 50 και 51 του οριστικού κανονισμού, η Επιτροπή μελέτησε σε βάθος τις τιμές που προσφέρονται στον πρώτο μη συνδεόμενο αγοραστή από τους Ιάπωνες παραγωγούς και από τους κοινοτικούς παραγωγούς και ότι οι μέσες τιμές που ίσχυσαν για τα ομοειδή προϊόντα συγκρίθηκαν στα διάφορα κυκλώματα διανομής (OEM, διανομείςμεταπράτες, τελικοί χρήστες ). Κατά συνέπεια, χάρη στις αναφερόμενες στην 51η αιτιολογική σκέψη προσαρμογές, επιτυγχάνεται σύγκλιση των προσφερομένων στους μεταπράτες τιμών και των προσφερομένων στους διανομείς τιμών (γεγονός που δικαιολογεί μία προσαρμογή ύψους 25 % ). Αν η Nakajima πωλεί τα προϊόντα της σε διανομείς, ενώ άλλοι κοινοτικοί παραγωγοί τα πωλούν απευθείας σε μεταπράτες, η εν λόγω προσαρμογή είναι επαρκής για να καταστεί δυνατή η σύγκριση σε ανάλογα στάδια εμπορίας. Εξάλλου, η Επιτροπή και το Συμβούλιο προέβησαν και σε άλλες προσαρμογές, προκειμένου να λάβουν υπόψη το γεγονός ότι η Nakajima πωλούσε fob Ιαπωνία.

88.

Η Επιτροπή υπέβαλε παρατηρήσεις μόνον σχετικά με τις παραβάσεις του άρθρου 2, παράγραφος 6, του κώδικα αντιντάμπινγκ της ΓΣΔΕ και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

89.

Κατά τη γνώμη της Επιτροπής, η αιτίαση της Nakajima ότι η σύγκριση μεταξύ της κανονικής τιμής και των τιμών εξαγωγής πραγματοποιήθηκε από τα κοινοτικά όργανα σε διαφορετικά στάδια εμπορίας στερείται βάσεως.

Όπως προκύπτει από τη νομολογία, ο βασικός κανονισμός δεν επιβάλλει τον υπολογισμό της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής σύμφωνα με πανομοιότυπες μεθόδους ( αποφάσεις της 7ης Μαΐου 1987, 240/84, «ένσφαιροι τριβείς», Συλλογή 1987, σ. 1809, 255/84, Συλλογή 1987, σ. 1861, 256/84, Συλλογή 1987, σ. 1899, 258/84, προπαρατεθείσα, και 260/84, Συλλογή 1987, σ. 1975). Αντίθετα, πρόκειται για τρεις διαφορετικές ομάδες κανόνων, καθεμιά από τις οποίες πρέπει να τηρείται ξεχωριστά, προκειμένου να καθορίζεται η κανονική αξία, να καθορίζεται η τιμή εξαγωγής και να πραγματοποιείται η σύγκριση μεταξύ των δύο αντιστοίχως ( απόφαση TEC, προπαρατεθείσα, σκέψη 31 ).

90.

Όσον αφορά, ειδικότερα, τους κανόνες που αφορούν τη σύγκριση, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Nakajima ουδέποτε υπέβαλε αίτημα περί προσαρμογής λόγω των διαφορετικών σταδίων εμπορίας ούτε πριν από την επιβολή του προσωρινού δασμού, βάσει του άρθρου 2, παράγραφοι 9 και 10, του παλαιού βασικού κανονισμού, ούτε πριν από την επιβολή του οριστικού δασμού, βάσει του άρθρου 2, παράγραφοι 9 και 10, του νέου βασικού κανονισμού. Επιπλέον, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η Nakajima, τα κοινοτικά όργανα δεν πραγματοποίησαν σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής σε δύο διαφορετικά στάδια. Το στάδιο εξόδου από το εργοστάσιο μπορεί στην πραγματικότητα να αντιστοιχεί σε περισσότερα από ένα στάδια εμπορίας, παραδείγματος χάρη το στάδιο διανομής και το στάδιο λιανικής πωλήσεως, στην περίπτωση δε της Nakajima όλες οι πωλήσεις των προϊόντων της εντός της Κοινότητας πραγματοποιήθηκαν στο στάδιο της διανομής, δηλαδή στο στάδιο στο οποίο υπολογίστηκε η κατασκευασμένη αξία στην ιαπωνική αγορά.

91.

Δεύτερον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν παραβιάστηκε συνεπεία της εφαρμογής στον οριστικό κανονισμό, ως προς τη Nakajima, μεθόδου υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας διαφορετικής από εκείνη που εφαρμόστηκε ως προς την ίδια στο πλαίσιο της διαδικασίας TEC.

Τα κοινοτικά όργανα είναι ελεύθερα να επιλέγουν τη μέθοδο υπολογισμού που θα εφαρμόσουν και μία μεμονωμένη υπόθεση της Επιτροπής, όπως η υπόθεση 86/34, προπαρατεθείσα, δεν δίνει στη Nakajima το δικαίωμα να επικαλείται την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ισχύει μόνον στην περίπτωση που τα κοινοτικά όργανα έχουν παράσχει διαβεβαιώσεις ότι δεν θα προβούν σε καμία αλλαγή μεθόδου χωρίς προειδοποίηση, οι επιχειρήσεις έχουν βασιστεί στις εν λόγω διαβεβαιώσεις και θα προκαλείτο, στην περίπτωση που η αλλαγή μεθόδου δεν θα εξηγγέλλετο εκ των προτέρων, ανεπανόρθωτη ζημία στα πλαίσια εμπορικών συναλλαγών πραγματοποιηθεισών πριν από την τροποποίηση της μεθόδου, που το κοινοτικό συμφέρον για τροποποίηση της μεθόδου δεν υπερτερεί του συμφέροντος των επιχειρήσεων που δίνουν πίστη στις διαβεβαιώσεις αυτές και, τέλος, η νέα ή τροποποιημένη μέθοδος δεν προβλέπεται ρητώς στην εφαρμοστέα κοινοτική νομοθεσία. Όμως, εν προκειμένω, καμία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται.

Β — Ακύρωση του κανονισμού (ΕΟΚ) 3651/88 ως προς την προσφεύγουσα

92.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η Nakajima προβάλλει τρεις λόγους, από τους οποίους ο πρώτος συνίσταται στην παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ο δεύτερος σε παραβίαση της Συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της και ο τρίτος στην κατάχρηση εξουσίας.

1. Πρώτος λόγος: παράβαση ουσιώδους τύπου

93.

Στα πλαίσια του λόγου αυτού, η Nakajima προβάλλει τρία επιχειρήματα βασιζόμενα αντίστοιχα στην παράβαση του εσωτερικού κανονισμού του Συμβουλίου, στην προσβολή των δικαιωμάτων αμύνης και στην έλλειψη αιτιολογίας του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, και των αιτιολογικών σκέψεων 21, 22 και 60 του οριστικού κανονισμού.

94.

α )

Με το πρώτο της επιχείρημα, η Nakajima υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παρέβη τα άρθρα 2 και 8 του εσωτερικού κανονισμού του επειδή δεν τήρησε τις προβλεπόμενες προθεσμίες για την προπαρασκευή της προσωρινής του ημερησίας διατάξεως.

95.

Η Nakajima εκθέτει σχετικώς ότι, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που δημοσιεύθηκαν στον τύπο, απ' όπου συνάγεται ότι η Επιτροπή πρότεινε στο Συμβούλιο την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ επί των εισαγωγών εκτυπωτών SIDM καταγωγής Ιαπωνίας μόλις στις 15 Νοεμβρίου 1988, δηλαδή μόνον πέντε ημέρες πριν από τη θέσπιση του οριστικού κανονισμού, είναι « πολύ απίθανο, αν όχι και αδύνατο », να περιήλθε πρόταση της Επιτροπής στο Συμβούλιο τουλάχιστον 14ημέρες πριν από την έναρξη της συνόδου, όπως επιβάλλει το άρθρο 2 του εσωτερικού κανονισμού, όπως επίσης είναι πολύ απίθανο ότι το κείμενο της προτάσεως σε όλες τις γλώσσες ήταν διαθέσιμο την ημέρα που το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό.

96.

Η Nakajima ζητεί από το Δικαστήριο να υποχρεώσει το Συμβούλιο να προσκομίσει τα προπαρασκευαστικά κείμενα του οριστικού κανονισμού.

97.

β )

Με το δεύτερο επιχείρημα, η Nakajima ισχυρίζεται ότι με τον βαλλόμενο κανονισμό προσβλήθηκαν ποικιλοτρόπως τα δικαιώματα άμυνάς της.

98.

Καταρχάς, η Επιτροπή δεν της γνωστοποίησε τα ονόματα των επιχειρήσεων που χρησιμοποιήθηκαν ως σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό της κατασκευασμένης αξίας της Nakajima ούτε της εξήγησε γιατί άλλαξε μέθοδο υπολογισμού στην παρούσα διαδικασία σε σχέση με την υπόθεση TEC.

99.

Εξάλλου, ο νέος βασικός κανονισμός, σε αντίθεση με τον παλαιό βασικό κανονισμό δεν παρέχει πλέον στην κοινοτική αρχή τη δυνατότητα να διαμορφώνει την κατασκευασμένη αξία αθροίζοντας το κόστος παραγωγής και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους. Εφαρμόζοντας τη νέα μέθοδο υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη στοιχεία κόστους και κέρδους που θα μπορούσαν να μην είναι εύλογα και να συνεπάγονται διακρίσεις. Κατά συνέπεια, εναπόκειται στο εν λόγω κοινοτικό όργανο να αποδείξει ότι η λήψη υπόψη ενός σταθμισμένου μέσου όρου κόστους και κερδών άλλων εξαγωγέων μπορούσε να αποκλείσει οποιαδήποτε διάκριση.

100.

γ )

Με το τρίτο της επιχείρημα, η Nakajima υποστηρίζει ότι ο βαλλόμενος κανονισμός πάσχει πολλαπλώς από έλλειψη αιτιολογίας.

101.

Πρώτον, η 60ή αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη, καθόσον περιορίζεται να αναφέρει ότι οι εισαγωγές φθηνών εκτυπωτών από χώρες πλην της Ιαπωνίας δεν προκάλεσαν καμία ζημία στην κοινοτική αγορά. Όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει προκληθεί ζημία παρά μόνο εάν το ντάμπινγκ είναι η κύρια αιτία της και, ενόψει του άρθρου 4, παράγραφος 1, του παλαιού και του νέου βασικού κανονισμού, η κοινοτική αρχή θα έπρεπε να λάβει υπόψη την προκληθείσα από άλλους παράγοντες ζημία και κατά συνέπεια να εκτιμήσει τη σημασία της οφειλομένης σε εισαγωγές από τρίτες χώρες πλην της Ιαπωνίας ζημίας.

102.

Δεύτερον, τόσο το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού όσο και οι αιτιολογικές σκέψεις 21 και 22 του οριστικού κανονισμού στερούνται αιτιολογίας, καθόσον δεν εξηγούν γιατί εγκαταλείφθηκε η παλαιά μέθοδος υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας και με ποιο τρόπο σκόπευε η κοινοτική αρχή να αποφύγει τις διακρίσεις μεταξύ επιχειρήσεων κατά την εφαρμογή μιας μεθόδου υπολογισμού χρησιμοποιούσας ως βάση τα έξοδα και τα κέρδη άλλων κατασκευαστικών ή εξαγωγικών επιχειρήσεων οι οποίες θα έπρεπε, τουλάχιστον σε γενικές γραμμές, να προσομοιάζουν στην επιχείρηση που αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας.

103.

α)

Το Συμβούλιο αντικρούει το πρώτο επιχείρημα της Nakajima διευκρινίζοντας ότι, σε αντίθεση προς τα προβαλλόμενα από την προσφεύγουσα, το διαβιβαστικό της προτάσεως της Επιτροπής έγγραφο φέρει χρονολογία 23 Οκτωβρίου 1988. Και αν ακόμα, κατά την ημερομηνία αυτή, δεν είχαν διαβιβαστεί στο Συμβούλιο όλες οι μεταφράσεις του κειμένου, το Συμβούλιο τις είχε όλες στη διάθεση του πριν από την έκδοση της αποφάσεως στις 23 Νοεμβρίου 1988. Ο κανονισμός εγκρίθηκε στο τμήμα Α της ημερησίας διατάξεως σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 6, του εσωτερικού κανονισμού, καμία δε αντιπροσωπεία δεν προέβαλε αντιρρήσεις. Επομένως, η έκδοση του οριστικού κανονισμού είναι καθ' όλα νόμιμη.

104.

β)

Απαντώντας στο δεύτερο επιχείρημα της προσφεύγουσας, το Συμβούλιο αναφέρει καταρχάς γενικά ότι η Nakajima δεν στερήθηκε καμίας πληροφορίας. Ωστόσο, το αίτημα της Nakajima να έχει πρόσβαση στα αφορώντα το κόστος και τα κέρδη των ανταγωνιστών της στοιχεία είναι απαράδεκτο και παράλογο, δεδομένου ότι πρόκειται για εμπιστευτικές πληροφορίες και, κατά συνέπεια, μη ανακοινώσιμες. Η απόφαση TEC, προπαρατεθείσα, σκέψη 20, που εκδόθηκε σε σχέση προς τον παλαιό βασικό κανονισμό, κατέστησε σαφές ότι το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος παραγωγός δεν μπορεί να λάβει γνώση του περιθωρίου κέρδους των ανταγωνιστών του δεν μπορεί να αντιταχθεί βασίμως στις κοινοτικές αρχές.

105.

Κατά τα λοιπά, δεν γίνεται αντιληπτό κατά τι ο νέος βασικός κανονισμός δεν υιοθετεί την έννοια του « ευλόγου περιθωρίου κέρδους » όπως αυτή παρέχεται στον παλαιό βασικό κανονισμό. Αντίθετα, ο νέος βασικός κανονισμός, καθορίζοντας με σαφήνεια τη μέθοδο υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας, ενίσχυσε την ασφάλεια του δικαίου των επιχειρήσεων.

106.

γ)

Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα, περί ελλείψεως αιτιολογίας, το Συμβούλιο παρατηρεί καταρχάς ότι από απλή ανάγνωση της 60ής αιτιολογικής σκέψεως του οριστικού κανονισμού προκύπτει σαφώς ότι η μη πρόκληση ζημίας στην κοινοτική αγορά από τους εισαγόμενους από χώρες πλην της Ιαπωνίας εκτυπωτές οφειλόταν στο γεγονός ότι οι εν λόγω εισαγωγές έλαβαν χώρα μετά την περίοδο που καλύπτεται από την έρευνα και σε ένα μόνο κράτος μέλος. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την έκθεση Ernst & Winney, οι εισαγωγές από τρίτες χώρες, λόγω των μικρών ποσοτήτων τους, δεν ήταν δυνατόν να έχουν αποφασιστική συμβολή στην κοινοτική ζημία.

107.

Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού, το Συμβούλιο παραπέμπει στα επιχειρήματα, που προέβαλε σχετικώς προς απόκρουση της αυτής επιχειρηματολογίας που προβλήθηκε στα πλαίσια του πρώτου λόγου που επικαλέστηκε η Nakajima προς υποστήριξη της ενστάσεως μη εφαρμογής του νέου βασικού κανονισμού.

108.

Σχετικά με την έλλειψη αιτιολογίας των αιτιολογικών σκέψεων 21 και 22 του οριστικού κανονισμού, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι, δεδομένου ότι ο εν λόγω κανονισμός εκδόθηκε κατ' εφαρμογήν του νέου βασικού κανονισμού, η αιτιολογία του Συμβουλίου εκφράζεται σαφώς με την ένδειξη ότι πρόκειται για συνήθη διαδικασία της Επιτροπής. Άλλωστε, η νέα ρύθμιση απλώς διευκρίνισε την προηγούμενη πρακτική των κοινοτικών οργάνων και ενίσχυσε την ασφάλεια του δικαίου για τις επιχειρήσεις.

2. Δεύτερος λόγος: παραβίαση της Συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της

109.

Ο λόγος αυτός που προβάλλει η Nakajima στηρίζεται σε τρία επιχειρήματα συνιστάμενα σε παράβαση του κώδικα αντιντάμπινγκ της ΓΣΔΕ, παράβαση του βασικού κανονισμού και παραβίαση των γενικών αρχών του δικαίου.

110.

α )

Με το πρώτο της επιχείρημα, η Nakajima υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του νέου βασικού κανονισμού οδήγησε την κοινοτική αρχή σε παράβαση του κώδικα αντιντάμπινγκ της ΓΣΔΕ, διότι η σύγκριση μεταξύ της κατασκευασμένης κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής δεν πραγματοποιήθηκε στο ίδιο στάδιο εμπορίας και κατά προτίμηση στο στάδιο εξόδου από το εργοστάσιο. Στην προκειμένη περίπτωση, η τιμή εξαγωγής υπολογίστηκε κατά το στάδιο εξόδου από το εργοστάσιο, ενώ η κανονική αξία υπολογίστηκε βάσει της τιμής στον διανομέα ή τον μεταπράτη με τη χρησιμοποίηση κατασκευασμένης αξίας βασιζομένης στα έξοδα ΠΔΓ και στα κέρδη τρίτων επιχειρήσεων που πωλούν σε στάδιο μεταγενέστερο του σταδίου εξόδου από το εργοστάσιο. Η Nakajima αναφέρει στη συνέχεια ότι το γεγονός ότι οι πραγματοποιηθείσες προσαρμογές περιορίζονται μόνο στα έξοδα πωλήσεως που οφείλονται στις προμήθειες και τους μισθούς που καταβάλλονται στο προσωπικό πωλήσεων, ενώ παραμένει αμετάβλητο το σύνολο των άλλων γενικών εξόδων και των εξόδων πωλήσεως καθώς και το τμήμα των κερδών που ενυπάρχουν στις πωλήσεις που πραγματοποιούνται σε μεταγενέστερο στάδιο της εξόδου από το εργοστάσιο, οδηγεί σε σύγκριση μεταξύ μιας τιμής εξαγωγής όντως αντιστοιχούσης στο στάδιο εξόδου από το εργοστάσιο και μιας κανονικής αξίας που είναι πολύ μερικά προσαρμοσμένη για να μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί στο ίδιο στάδιο εμπορίας.

111.

β)

Με το δεύτερο επιχείρημα, περί παραβάσεως του βασικού κανονισμού, η Nakajima παρατηρεί καταρχάς ότι ο βασικός κανονισμός που πρέπει να εφαρμοστεί στην περίπτωση της είναι ο κανονισμός 2176/84, η εφαρμογή του οποίου ωστόσο πάσχει προφανή σφάλματα τα οποία αρκούν από μόνα τους για να εξηγήσουν το γεγονός ότι η Nakajima δεν έτυχε της ιδίας μεταχειρίσεως όπως και στην υπόθεση TEC.

112.

Στη συνέχεια, η Nakajima αναφέρει ότι, και αν ακόμη το Δικαστήριο θεωρούσε ότι θα έπρεπε να εφαρμοστεί στην περίπτωσή της ο κανονισμός 2423/88, και αυτός δεν εφαρμόστηκε ορθά από την κοινοτική αρχή.

113.

Οι αιτιάσεις της Nakajima έχουν δύο σκέλη, καθόσον η παράβαση του βασικού κανονισμού χαρακτηρίζεται, κατά τη Nakajima, πρώτον, από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από την κοινοτική αρχή (i), και δεύτερον, από προφανή σφάλματα εκτιμήσεως της ιδίας αρχής ( ii ).

114.

i )

Όσον αφορά την πρώτη ομάδα αιτιάσεων, η Nakajima φρονεί καταρχάς ότι, όποιος και αν είναι ο εφαρμοστέος βασικός κανονισμός, η κοινοτική αρχή έσφαλε προδήλως κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών καθόσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής. Η Nakajima αμφισβητεί την ορθότητα της συγκρίσεως στην οποία προέβη το Συμβούλιο για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας μεταξύ των προϊόντων OEM και των προϊόντων μη OEM. Υποστηρίζει ότι, εφόσον όλα αυτά τα προϊόντα πωλούνται στο στάδιο εξόδου από το εργοστάσιο, ο συνυπολογισμός εξόδων διανομής στην αξία τους συνιστά ουσιώδες σφάλμα ικανό να στρεβλώσει τη σύγκριση και κατά συνέπεια τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ. Όσον αφορά, ειδικότερα, τις πωλήσεις OEM, ο συνυπολογισμός των εξόδων εμπορίας επιχειρήσεων με ενσωματωμένη οργάνωση διανομής οδηγεί σε υπερτίμηση των εξόδων ΠΔΓ της Nakajima. Όμως, τα εν λόγω έξοδα της προσφεύγουσας, τα οποία ήσαν γνωστά στην κοινοτική αρχή από τις επί τόπου έρευνες της, δεν φθάνουν το 5 %, ενώ το Συμβούλιο τα καθόρισε σε ποσοστό ανώτερο του 15o/ο.

115.

Δεύτερον, η Nakajima προσάπτει στο Συμβούλιο ότι προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών σε σχέση με τον καθορισμό της ζημίας. Η Nakajima εκθέτει σχετικώς ότι, σύμφωνα με την 45η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού, οι εισαγωγές OEM ιαπωνικών εκτυπωτών στην Κοινότητα που πραγματοποιήθηκαν από τρία μέλη της Europrint, αντιπροσώπευαν, κατά την καλυπτόμενη από την έρευνα περίοδο (Απρίλιος 1986 έως Μάρτιο 1987), 10,68 ο/ο, 28,9 ο/ο και 47,4 % της συνολικής παραγωγής τους, ενώ, κατά τη μελέτη Ernst & Winney, τα αντίστοιχα μεγέθη, για το έτος 1986, ήταν 8,75 ο/ο, 75,68 ο/ο και 259,27 ο/ο. Κατά τη Nakajima, η διαφορά αυτή δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο από τη σημαντική αύξηση κατά το 1987 σε σχέση με το 1986 της παραγωγής τουλάχιστον δύο κοινοτικών παραγωγών που ελήφθησαν υπόψη κατά την παρούσα διαδικασία. Ενόψει της αυξήσεως αυτής της κοινοτικής παραγωγής, η επιχειρηματολογία του Συμβουλίου, περί σημαντικών απωλειών μέρους της αγοράς από τους κοινοτικούς παραγωγούς, αποδεικνύεται εσφαλμένη, το προφανές δε αυτό σφάλμα έχει σοβαρές συνέπειες όσον αφορά την προκληθείσα από τις εισαγωγές OEM ζημία για την κοινοτική παραγωγή.

116.

Τέλος, η Nakajima θεωρεί ότι το Συμβούλιο έσφαλε καθόσον θεώρησε ότι όλες οι εισαγωγές προϊόντων OEM που πραγματοποιήθηκαν από τους κοινοτικούς παραγωγούς αντιστοιχούσαν στη χαμηλότερη ζώνη της αγοράς (προϊόντα χαμηλών προδιαγραφών), ενώ η μελέτη Ernst & Winney αναφέρει ρητά την εισαγωγή από τη Philips και τη Mannesmann-Tally προϊόντων μέσης ποιότητας. Επομένως, οι επιχειρήσεις αυτές είναι μάλλον εισαγωγείς παρά παραγωγοί και, κατά συνέπεια, δεν θα έπρεπε να καταταγούν μεταξύ των κοινοτικών παραγωγών.

117.

ii)

Όσον αφορά τη δεύτερη ομάδα αιτιάσεων περί υπάρξεως προφανών σφαλμάτων εκτιμήσεως της κοινοτικής αρχής, η Nakajima προσάπτει, πρώτον, στο Συμβούλιο ότι θεώρησε ως ομοειδή προϊόντα εκτυπωτές χαμηλών προδιαγραφών και εκτυπωτές υψηλής ποιότητας, ενώ μόνον οι τελευταίοι μπορούσαν να συνδεθούν με ηλεκτρονικό υπολογιστή και, επομένως, απευθύνονταν σε διαφορετική πελατεία. Επιπλέον, για τους εκτυπωτές χαμηλής ποιότητας, ο ανταγωνισμός είναι πολύ έντονος, ενώ για τους εκτυπωτές υψηλής ποιότητας ο ανταγωνισμός είναι πολύ περιορισμένος. Η προβαλλόμενη από την κοινοτική αρχή δυσκολία που παρουσιάζει η διάκριση μεταξύ της ανώτερης και της κατώτερης ζώνης της αγοράς εκτυπωτών δεν της επιτρέπει να θεωρεί ως ομοειδή τα προϊόντα που δεν έχουν τον ίδιο προορισμό.

118.

Στη συνέχεια, η Nakajima διατυπώνει σειρά αιτιάσεων που αφορούν την αξιολόγηση από τα κοινοτικά όργανα της κοινοτικής παραγωγής. Συγκεκριμένα, η Nakajima, στηριζόμενη στη σύγκριση μεταξύ των ποσοστών που αναφέρονται στην 45η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού και των ποσοστών που προκύπτουν από τη μελέτη Ernst & Winney, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μεταξύ 1983 και 1986 τα μέλη της Europrint δεν απώλεσαν μέρος της αγοράς αλλά ότι η παραγωγή τους, αντίθετα, γνώρισε ελαφρά αύξηση.

119.

Στη συνέχεια, η Nakajima αναφέρει ότι τα κοινοτικά όργανα έσφαλαν θεωρούντα το σύνολο των μελών της Europrint ως κοινοτικούς παραγωγούς και εκτιμώντας ότι αυτοί αντιπροσώπευαν το 65 % της κοινοτικής παραγωγής (41η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού ). Στην πραγματικότητα, ο αριθμός αυτός δεν συμφωνεί με τα δεδομένα της εκθέσεως Ernst & Winney και περιλαμβάνει την παραγωγή της Mannesmann-Tally και της Philips οι οποίες, ωστόσο, δεν θα έπρεπε να θεωρηθούν κοινοτικοί κατασκευαστές λόγω του σημαντικού όγκου των εισαγωγών τους.

120.

Επιπλέον, θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, από το 1984 και μετά, η Triumph-Adler και η Logabax δεν παρήγαν πλέον εκτυπωτές, ενώ κατά το 1983 οι εν λόγω επιχειρήσεις κάλυπταν άνω του 25 % της κοινοτικής παραγωγής.

121.

Εξάλλου, το Συμβούλιο έσφαλε δεχόμενο ότι η αγορά των προϊόντων χαμηλής ποιότητας είναι εκείνη που αυξάνει ταχύτερα, ενώ, κατά τη Nakajima, η αύξηση της είναι μικρότερη από αυτήν της αγοράς προϊόντων υψηλής ποιότητας καθώς και της αγοράς στο σύνολό της.

122.

Τρίτον, η Nakajima αμφισβητεί, από πολλές απόψεις, τις διαπιστώσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τη ζημία που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί.

123.

Η Nakajima ισχυρίζεται, καταρχάς, ότι κακώς το Συμβούλιο έλαβε υπόψη, για τον καθορισμό της ζημίας, το έτος 1983 (47η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού ), δεδομένου ότι η έρευνα δεν κάλυπτε τη χρονιά αυτή και ότι κατά το διάστημα αυτό η Nakajima δεν ήταν παρούσα στην κοινοτική αγορά. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις που είχαν διακόψει τη δραστηριότητά τους πριν από την καλυπτόμενη από την έρευνα περίοδο έπρεπε να μη ληφθούν υπόψη κατά τον καθορισμό της ζημίας. Στην πραγματικότητα, κατά το μεταξύ 1984 και 1986 χρονικό διάστημα, οι τέσσερις καταγγέλλουσες επιχειρήσεις μέλη της Europrint δεν έχασαν κανένα μερίδιο της αγοράς επί του συνόλου της παραγωγής των ομοειδών προϊόντων.

124.

Στη συνέχεια, η Nakajima αμφισβητεί το ότι οι τιμές των εκτυπωτών SIDM σημείωσαν πτώση 25 έως 35 ο/ο στο σύνολο της κοινοτικής αγοράς, όπως αναφέρεται στην 49η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού. Ισχυρίζεται ότι η εν λόγω πτώση είναι πολύ μικρότερη απ' ό,τι αναφέρει το Συμβούλιο, την αποδίδει δε κυρίως στη μείωση του κόστους και όχι, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, στην αύξηση του μεριδίου των Ιαπώνων εξαγωγέων στην αγορά. Η Nakajima υπογραμμίζει ότι οι δικές της τιμές αυξήθηκαν μεταξύ 1984 και 1986.

125.

Η Nakajima υποστηρίζει ακόμη ότι η 51η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού, που αφορά την πώληση σε χαμηλότερες τιμές από τις ιαπωνικές εταιρίες, είναι εσφαλμένη, καθόσον από το κείμενό της προκύπτει ότι οι κοινοτικές αρχές συνέκριναν μία τιμή στο στάδιο εξόδου από το εργοστάσιο με μία τιμή στο στάδιο της διανομής και ότι το Συμβούλιο δεν προέβη στις προσαρμογές που ήταν αναγκαίες για να αποφευχθεί η δυσμενής μεταχείριση εις βάρος της Nakajima.

126.

Επίσης, η 53η αιτιολογική σκέψη πάσχει προφανές σφάλμα εκτιμήσεως. Απλουστεύοντας τα προσκομιζόμενα από την Επιτροπή αριθμητικά στοιχεία, η Nakajima καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τιμή εξαγωγής της στο στάδιο εξόδου από το εργοστάσιο ισούται με το ήμισυ της καθαρής τιμής των κοινοτικών παραγωγών. Κατά την προσφεύγουσα, η μόνη εξήγηση του γεγονότος αυτού είναι ότι υπάρχει σφάλμα όσον αφορά το συγκρίσιμο των προϊόντων ή των ληφθέντων υπόψη σταδίων εμπορίας.

127.

Η Nakajima ισχυρίζεται, εξάλλου, ότι έγινε εσφαλμένη εκτίμηση των άλλων κρισίμων οικονομικών παραγόντων στους οποίους αναφέρονται οι αιτιολογικές σκέψεις 54 και 55 του οριστικού κανονισμού. Πράγματι, μεταξύ 1984 και 1986, οι παραγωγοί μέλη της Europrint αύξησαν την παραγωγική τους ικανότητα κατά 92,7 ο/ο και μάλιστα 103,2 ο/ο, εάν δεν ληφθεί υπόψη η Philips, ενώ η κοινοτική αγορά δεν μεγάλωσε, κατά την ίδια περίοδο, παρά μόνο κατά 88 ο/ο. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι εν λόγω παραγωγοί δεν υπέστησαν ζημία καθόσον είχαν αρκετά κεφάλαια για να επενδύσουν, προέβησαν δε και σε επενδύσεις πέραν του κανονικού.

128.

Περαιτέρω, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι τα αναφερόμενα στις αιτιολογικές σκέψεις 63 έως 66 του οριστικού κανονισμού στοιχεία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Κατά τη Nakajima, οι κοινοτικοί παραγωγοί δεν υπέστησαν καμία ζημία, η μείωση δε των κερδών τους είναι αποκλειστικά το αποτέλεσμα κακής διαχειρίσεως.

129.

Τέταρτον, η Nakajima αμφισβητεί το ότι η προβαλλόμενη από την Europrint ζημία προκλήθηκε από τις εισαγωγές ιαπωνικών προϊόντων, υποστηρίζει δε ότι η εν λόγω ζημία είναι το αποτέλεσμα εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες. Αναφερόμενη στην 60ή αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού, η Nakajima προσάπτει, ειδικότερα, στο Συμβούλιο ότι δεν εξέτασε τη ζημία που προκλήθηκε από τις εισαγωγές εκτυπωτών από τρίτες χώρες, θεωρεί δε ότι το Συμβούλιο υπερεκτίμησε τη ζημία που προκλήθηκε από τους Ιάπωνες παραγωγούς.

130.

Τέλος, η Nakajima προσάπτει στο Συμβούλιο ότι, κατά τον καθορισμό του ύψους των αναγκαίων για την εξάλειψη της ζημίας δασμών, απέδωσε, με την 68η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού, τη μείωση της τιμής των εκτυπωτών εντός της κοινοτικής αγοράς σε πρακτικές αντιντάμπινγκ χωρίς να μελετήσει σε βάθος τις πραγματικές αιτίες αυτής της μειώσεως τιμών.

131.

Εξάλλου, η Nakajima επικρίνει την εκτιθέμενη στην 72η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού μέθοδο υπολογισμού του κατωφλίου ζημίας, το οποίο καθορίστηκε κατόπιν συγκρίσεως της μέσης σταθμισμένης τιμής πωλήσεως στον πρώτο αγοραστή και της μέσης αξίας cif των οικείων πωλήσεων. Θεωρεί ότι, εάν η εν λόγω μέθοδος είχε εφαρμοστεί σωστά, το κατώφλιο ζημίας για τη Nakajima θα έπρεπε να ισούται με το μηδέν.

132.

γ)

Με το κρίνο της επιχείρημα, η Nakajima ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο, εκδίδοντας τον οριστικό κανονισμό στηριζόμενο στον νέο βασικό κανονισμό, παρεβίασε ορισμένες γενικές αρχές του δικαίου.

133.

Η Nakajima επισημαίνει, καταρχάς, ότι, κατά τη νομολογία, έχει το δικαίωμα να υποβάλλει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που καθιστούν δυνατόν να εξακριβωθεί αν οι κοινοτικές αρχές διέπραξαν ουσιώδη σφάλματα κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή παρέλειψαν να λάβουν υπόψη ουσιώδη στοιχεία (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 1983, 191/82, Fediol, Συλλογή 1983, σ. 2913 ).

134.

Στη συνέχεια, η Nakajima αναφέρει ότι στην υπόθεση TEC η Επιτροπή, το Συμβούλιο και το Δικαστήριο αναγνώρισαν την ιδιομορφία της. Όμως, η δομή της προσφεύγουσας δεν μετεβλήθη έκτοτε και, κατά συνέπεια, οι κοινοτικές αρχές είχαν την υποχρέωση να λάβουν υπόψη, στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, την ιδιαιτερότητα της Nakajima, διότι άλλως θα υπερέβαιναν τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας.

135.

Ειδικότερα, η κοινοτική αρχή παραβίασε, καταρχάς, την αρχή της ασφαλείας του δικαίου, καθόσον, ήδη από τις 15 Μαρτίου 1988, εφαρμόστηκε ως προς τη Nakajima νέα μέθοδος υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας, η οποία δεν περιεχόταν στον βασικό κανονισμό και η οποία βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση προς την προηγούμενη ερμηνεία που είχαν υιοθετήσει τα κοινοτικά όργανα. 'Ετσι, τα κεκτημένα δικαιώματα της Nakajima, καθώς και οι αρχές της μη αναδρομικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προσβλήθηκαν δεινώς. Η προσφεύγουσα χρησιμοποιεί στο πλαίσιο αυτό την ίδια επιχειρηματολογία με αυτήν που προέβαλε προς στήριξη των ίδιων ισχυρισμών στο πλαίσιο της ενστάσεως περί μη δυνατότητας εφαρμογής του νέου βασικού κανονισμού.

136.

Περαιτέρω, με τον οριστικό κανονισμό παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η Nakajima ισχυρίζεται σχετικώς ότι υφίσταται διάκριση εις βάρος της, πρώτον, κατά την εφαρμογή της μεθόδου υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας, και, δεύτερον, κατά τον καθορισμό του κατωφλίου ζημίας.

137.

Όσον αφορά το πρώτο σημείο, οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας ταυτίζονται με αυτές που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του ιδίου επιχειρήματος που διατυπώθηκε προς στήριξη της ενστάσεως περί μη δυνατότητας εφαρμογής του νέου βασικού κανονισμού.

138.

Όσον αφορά το δεύτερο σημείο, η Nakajima διευκρινίζει ότι το Συμβούλιο της επιφύλαξε δυσμενή μεταχείριση, καθόσον δεν εφάρμοσε στην περίπτωση της τη μέθοδο υπολογισμού του κατωφλίου ζημίας την οποία το ίδιο καθόρισε στην 72η αιτιολογική σκέψη του βαλλομένου κανονισμού. Αν η εν λόγω μέθοδος είχε εφαρμοστεί, το κατώφλιο ζημίας θα ήταν μηδενικό.

139.

Τρίτον, η Nakajima επικαλείται την παραβίαση της αρχής της καλόπιστης και δίκαιης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Διατείνεται ότι η εφαρμογή της νέας μεθόδου υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας δεν είναι προσαρμοσμένη στις περιστάσεις και οδηγεί σε σοβαρές αδικίες. Πράγματι, δεν είναι δίκαιο ούτε σύμφωνο με την καλή πίστη να αποφασίζουν εν προκειμένω οι κοινοτικές αρχές, και μάλιστα χωρίς ειδική αιτιολογία, ότι η Nakajima είναι στο εξής μια επιχείρηση σαν όλες τις άλλες.

140.

Η Nakajima θεωρεί επίσης ότι με τον οριστικό κανονισμό παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας. Με τον κανονισμό αυτό επιβάλλεται στη Nakajima δασμός αντιντάμπινγκ ύψους 12 %, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η δομή της εν λόγω επιχειρήσεως παρουσιάζει θεμελιώδεις διαφορές σε σχέση με τη δομή των Ιαπώνων εξαγωγέων που χρησιμοποιήθηκαν ως σημείο αναφοράς, οι επενεχθείσες δε προσαρμογές δεν αρκούν για να εξαλείψουν τις διακρίσεις και να καταστήσουν εύλογη τη χρησιμοποιηθείσα μέθοδο. Αντίθετα, η χρησιμοποίηση των δικών της εξόδων ΠΔΓ και ενός ευλόγου περιθωρίου κέρδους θα είχαν οδηγήσει, αν όχι στην ανυπαρξία ντάμπινγκ, τουλάχιστον σε ένα αμελητέο περιθώριο ντάμπινγκ και στον αποκλεισμό της Nakajima από τη διαδικασία.

141.

Τέλος, παραβιάστηκε η αρχή του estoppel. Κατά τη Nakajima, η Επιτροπή, λαμβάνοντας στα πλαίσια της υποθέσεως TEC την προπαρατεθείσα απόφαση 86/34, με την οποία τερματίστηκε η διαδικασία ως προς την προσφεύγουσα, της έδωσε στην τελευταία την ψευδή εντύπωση ότι μπορούσε να θεωρήσει ότι τα κοινοτικά μέτρα αντιντάμπινγκ δεν την αφορούσαν. Κατά συνέπεια, οι κοινοτικές αρχές δεν είχαν το δικαίωμα να στραφούν στη συνέχεια κατά της προσφεύγουσας αν αυτή βασίστηκε στα όσα οι κοινοτικές αρχές την ώθησαν να πιστέψει.

142.

α)

Κατά το Συμβούλιο, το πρώτο επιχείρημα απλώς επαναλαμβάνει την άποψη που προέβαλε η Nakajima προς στήριξη της ενστάσεως περί μη δυνατότητας εφαρμογής του νέου βασικού κανονισμού, κατά συνέπεια δε παραπέμπει στις παρατηρήσεις τις οποίες προέβαλε προς απόκρουση της σχετικής επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας.

143.

β)

Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, το Συμβούλιο υπενθυμίζει καταρχάς ότι ήταν σαφές ότι ο νέος βασικός κανονισμός ίσχυε για την προσφεύγουσα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

144.

i )

Όσον αφορά τις αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, το Συμβούλιο υπογραμμίζει, αναφερόμενο στο επιχείρημα της Nakajima που έχει σχέση με τη σύγκριση της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, ότι η προσφεύγουσα συγχέει δύο χωριστές πράξεις που διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ήτοι, αφενός, τον καθορισμό της κατασκευασμένης αξίας που θα πρέπει, για να μην αφίσταται των πραγμάτων, να βασίζεται στη συμπεριφορά των άλλων παραγωγών που είναι παρόντες στην αγορά και ο οποίος απαιτεί να γίνεται διάκριση μεταξύ των πωλήσεων OEM και των λοιπών πωλήσεων, λόγω του ότι η εμπορία υπό ίδιο εμπορικό σήμα συνεπάγεται επιπλέον έξοδα και, αφετέρου, στη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής η οποία πρέπει να πραγματοποιείται, σύμφωνα τόσο με τον παλαιό όσο και με τον νέο βασικό κανονισμό, σε φάση επιτρέπουσα τη σύγκριση, που είναι, κατά προτίμηση, το στάδιο εξόδου από το εργοστάσιο. Το Συμβούλιο προσθέτει ότι κατά την πραγματοποίηση της εν λόγω συγκρίσεως τήρησε αυστηρά τους όρους που επιβάλλει η νομολογία και, ειδικότερα, η σκέψη 30 της προπαρατεθείσας αποφάσεως TEC. Όσον αφορά το αν ελήφθησαν υπόψη, σε σχέση με τις πωλήσεις OEM, τα έξοδα ΠΓΔ επιχειρήσεων με ιδία οργάνωση διανομής, το Συμβούλιο αναφέρει ότι είναι αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα που συνεπάγεται η παρουσία στο ιαπωνικό έδαφος, κατά συνέπεια δε το Συμβούλιο δεν έσφαλε λαμβάνοντας ως σημείο αναφοράς, στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής ευχερείας που αναγνωρίζει το Δικαστήριο στα κοινοτικά όργανα ( προπαρατεθείσα απόφαση TEC, σκέψη 33), τρεις Ιάπωνες κατασκευαστές για τις πωλήσεις OEM (ήτοι την Brother, την TEC και την OKI ) και τέσσερις για τις πωλήσεις μη OEM (ήτοι την Epson, την NEC, τη Seikosha και την Brother ) αντίστοιχα.

145.

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, που έχει σχέση με τον καθορισμό του ύψους της ζημίας, το Συμβούλιο αντιτείνει ότι τα αριθμητικά στοιχεία της μελέτης Ernst & Winney αποτελούν απλές εκτιμήσεις στηριζόμενες σε ιαπωνικές στατιστικές και σε μελέτες της αγοράς, ενώ τα εμφανιζόμενα από το Συμβούλιο ποσοστά προέρχονται από τη μελέτη των λογιστικών στοιχείων των ενδιαφερομένων παραγωγών. Εξάλλου, η Nakąjima χρησιμοποιεί τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν το 1986, ενώ ο οριστικός κανονισμός αναφέρεται στις εισαγωγές κατά την καλυπτόμενη από την έρευνα περίοδο (Απρίλιος 1986 έως Μάρτιος 1987). Το Συμβούλιο προσθέτει ότι τα περιεχόμενα στον οριστικό κανονισμό ποσοστά προέκυψαν κατόπιν συγκρίσεως του όγκου των εισαγωγών καθενός από τους ενδιαφερομένους κοινοτικούς παραγωγούς με τα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν τη συνολική παραγωγή του, όπου περιλαμβάνεται η ιδία παραγωγή καθώς και το υλικό που παρασκευάστηκε στην Ιαπωνία κατά παραγγελία του και φέρει το εμπορικό του σήμα. Επιπλέον, στην 46η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους δεν θα έπρεπε να αποκλειστούν της διαδικασίας οι κοινοτικοί παραγωγοί που εισήγαγαν υλικό από την Ιαπωνία. Τέλος, θα πρέπει να υπομνηστεί ότι τα μέλη της Europrint πραγματοποίησαν τις εν λόγω εισαγωγές για λόγους αυτοάμυνας, προκειμένου να ανακτήσουν τα μερίδια της αγοράς τα οποία απώλεσαν συνεπεία της αναγκαστικής εγκαταλείψεως της ιδίας παραγωγής στον τομέα αυτό, στην οποία οδήγησαν οι πρακτικές ντάμπινγκ των Ιαπώνων εξαγωγέων και, με τον τρόπο αυτό, να διαθέτουν, όπως οι περισσότεροι Ιάπωνες ανταγωνιστές τους, ένα πλήρες φάσμα προϊόντων.

146.

Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, που έχει σχέση με την οριοθέτηση του τμήματος της αγοράς στο οποίο ανήκουν τα εισαχθέντα προϊόντα, το Συμβούλιο φρονεί ότι, εν γένει, δεδομένου ότι οι κατατμήσεις της αγοράς είναι τυχαίες λόγω της ελλείψεως οποιουδήποτε ακριβούς ορισμού, δεν είναι δυνατόν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τη βασιμότητα της θέσεως του Συμβουλίου σχετικά με τον προσδιορισμό των ομοειδών προϊόντων. Το Συμβούλιο προσθέτει ότι, όπως προκύπτει από τη μελέτη Ernst & Winney, κατά την υπό κρίση περίοδο, η Philips και η Mannesmann-Tally είχαν εγκαταλείψει πλήρως την παραγωγή όσον αφορά τα προϊόντα κατώτερης και μέσης ποιότητας. Επομένως, οι εισαγωγές από τις επιχειρήσεις αυτές προϊόντων μέσης ποιότητας δεν μπορούσαν να έχουν καμία επιρροή στην οριοθέτηση της κοινοτικής βιομηχανίας, ενόψει των λόγων που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 46 του οριστικού κανονισμού.

147.

ii )

Όσον αφορά τις αιτιάσεις περί προφανών σφαλμάτων εκτιμήσεως, το Συμβούλιο αναφέρει, καταρχάς, σε σχέση με τον ορισμό των ομοειδών προϊόντων, ότι όλοι οι εκτυπωτές επιτελούν την ίδια λειτουργία και ότι, κατά συνέπεια, δεν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ προϊόντων υψηλής και χαμηλής ποιότητας. Οι κοινοτικές αρχές δικαιολόγησαν την άποψη τους επί του θέματος στις αιτιολογικές σκέψεις 11 έως 17 του προσωρινού κανονισμού και στις αιτιολογικές σκέψεις 6 έως 9 του οριστικού κανονισμού. Θα πρέπει πράγματι να συνεκτιμηθεί η δυσκολία την οποία παρουσιάζει ο χωρισμός των εκτυπωτών σε ομοιογενείς κατηγορίες, εξάλλου δε, η τεχνολογική εξέλιξη του τομέα αυξάνει τις δυνατότητες αλληλοϋποκαταστάσεως των διαφόρων τύπων συσκευών.

148.

Όσον αφορά τον προσδιορισμό της κοινοτικής παραγωγής, το Συμβούλιο διαπιστώνει ότι η Nakajima συγχέει τις έννοιες της παραγωγής και του μεριδίου αγοράς: σε μία ταχέως αυξανόμενη αγορά, είναι δυνατόν ορισμένοι παραγωγοί να σημειώνουν αύξηση της παραγωγής τους ενώ ταυτόχρονα η θέση τους επιδεινώνεται σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους. Αυτό ακριβώς συνέβη στην κοινοτική αγορά εκτυπωτών και η μελέτη Ernst & Winney διαπιστώνει μείωση του μεριδίου αγοράς της Europrint από 20,8 % το 1983 σε 14,8θ/ο το 1986. Το Συμβούλιο εκθέτει στη συνέχεια ότι από την έκθεση Ernst & Winney συνάγεται επίσης ότι η Europrint αντιπροσωπεύει πολύ μεγάλο τμήμα της κοινοτικής παραγωγής ( 65 ο/ο το 1984 και 80 ο/ο το 1986 ). Περαιτέρω, το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι οι εισαγωγές προϊόντων OEM από τους παραγωγούς μέλη της Europrint είχαν τον χαρακτήρα μέτρων αυτοάμυνας, καθόσον ήταν ουσιώδες για τους εν λόγω κοινοτικούς παραγωγούς να είναι παρόντες στο σύνολο των τμημάτων της ευρωπαϊκής αγοράς, και ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 45 και 46 του οριστικού κανονισμού προκύπτει σαφώς για ποιους λόγους δεν ενδείκνυτο να αποκλειστούν η Mannesmann-Tally και η Philips από την ομάδα των κοινοτικών παραγωγών. Κατά τα λοιπά, η συλλογιστική της Nakajima ως προς τον αποκλεισμό των εν λόγω επιχειρήσεων από την ομάδα των παραγωγών που αντιπροσωπεύουν την κοινοτική παραγωγή ξεκινά από σύγχυση των αριθμητικών στοιχείων που αφορούν την παραγωγή και εκείνων που εκφράζουν τις πωλήσεις των ενδιαφερομένων παραγωγών. Το Συμβούλιο εκθέτει ακόμη ότι το ζήτημα της υπάρξεως ζημίας κρίθηκε ενόψει της καταστάσεως των μελών εκείνων μόνον της Europrint που αντιπροσώπευαν την κοινοτική βιομηχανία για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, οπότε δεν γίνεται αντιληπτό κατά ποια έννοια η διακοπή της δραστηριότητας της Triumpf-Adler και Logabax το 1984 θα μπορούσε να επηρεάσει την εκτίμηση της ζημίας. Τέλος, όσον αφορά την εσφαλμένη εκτίμηση ως προς την αύξηση του τμήματος της αγοράς των χαμηλής ποιότητας συσκευών, το Συμβούλιο τονίζει ότι, όπως προκύπτει από τη μελέτη Ernst & Winney, μεταξύ του 1983 και του 1986, το εν λόγω τμήμα αυξήθηκε σε όγκο κατά 216 0/0 έναντι 161 %, που ήταν η αύξηση που σημείωσε το σύνολο της αγοράς, και 139%, που ήταν η αύξηση που σημείωσε το τμήμα της αγοράς των μέσης ποιότητας συσκευών στην Κοινότητα.

149.

Αναφερόμενο στην τρίτη αιτίαση της Nakajima, που έχει σχέση με την απόδειξη της ζημίας που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί, το Συμβούλιο υποστηρίζει, καταρχάς, ότι η Nakajima συγχέει την περίοδο που καλύπτεται από την έρευνα σχετικά με το ντάμπινγκ και την περίοδο που καλύπτεται από την έρευνα σχετικά με τη ζημία. Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για την εκτίμηση της ατομικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων. Αντίθετα, όσον αφορά την ύπαρξη ζημίας, -πρέπει να εξεταστούν οι «πραγματικές ή δυνάμει τάσεις των οικονομικών παραγόντων » ( άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο γ, του βασικού κανονισμού), πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να γίνεται εκτίμηση των τάσεων αυτών κατά τρόπο γενικό και για επαρκώς μακρά χρονική περίοδο. Εν προκειμένω, το ότι περιελήφθη το έτος 1983 στην εν λόγω περίοδο δικαιολογείται από το γεγονός ότι τα αποκλειστικά δικαιώματα κατασκευής συμβατών με τους υπολογιστές IBM συσκευών εξέπνευσαν κατά το 1984 (βλ. αιτιολογική σκέψη 104 του προσωρινού κανονισμού). Εξάλλου, κατά τη νομολογία, η εκτίμηση περί της υπάρξεως ζημίας απαιτεί συνολική θεώρηση (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, 294/86 και 77/87, Technointorg, Συλλογή 1988, σ. 6077, σκέψη 41 ), κατά συνέπεια δε, η διακοπή της δραστηριότητας ορισμένων επιχειρήσεων που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια των ετών για τα οποία ζητήθηκαν πληροφορίες ( 1983 έως 1987 ) μπορούσε να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό των απωλειών μεριδίων αγοράς που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία συνεπεία του ντάμπινγκ. Τέλος, ακόμη και με βάση ra στοιχεία της μελέτης Ernst & Winney, η απώλεια μεριδίων αγοράς για την κοινοτική βιομηχανία στα τμήματα της αγοράς των προϊόντων χαμηλής και υψηλής ποιότητας είναι αναμφισβήτητη.

150.

Το Συμβούλιο απαντά, στη συνέχεια, αναφερόμενο στην αιτίαση της Nakajima περί της μειώσεως των τιμών στην κοινοτική αγορά, ότι τα αριθμητικά στοιχεία που περιέχονται στον οριστικό κανονισμό αφορούν, σύμφωνα με την πρακτική των κοινοτικών οργάνων, που έχει δεχθεί το Δικαστήριο ( προπαρατεθείσα απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, Technointorg), το σύνολο της κοινοτικής αγοράς και δεν επηρεάζονται από το γεγονός ότι οι τιμές της Nakajima αυξήθηκαν κατά την κρίσιμη περίοδο. Επιπλέον, και αν ακόμη θεωρηθεί δεδομένη η εν λόγω άνοδος των τιμών της προσφεύγουσας, δεν αρκεί για να εξουδετερώσει το μειωμένο των τιμών της εν λόγω επιχειρήσεως που ήταν ακόμη 41 ο/ο όταν έγινε η εκτίμηση της Επιτροπής. Τέλος, το γεγονός ότι η Nakajima κατέληξε σε μικρότερη μείωση των τιμών από εκείνη στην οποία κατέληξε το Συμβούλιο εξηγείται από το γεγονός ότι οι υπολογισμοί της καλύπτουν βραχύτερο χρονικό διάστημα.

151.

Σε σχέση με τις' συγκρίσεις των τιμών ( αιτιολογικές σκέψεις 51 και 53 του οριστικού κανονισμού ), το Συμβούλιο εξηγεί ότι η τιμή της Nakajima fob'Ιαπωνία προσαυξήθηκε κατά 12 ο/ο ώστε να συμπεριλάβει τους τελωνειακούς δασμούς και τα έξοδα μεταφοράς και ασφαλίσεως. Η Επιτροπή αύξησε κατόπιν το προκύψαν ποσό κατά 25 ο/ο για να λάβει την τιμή στον κοινοτικό διανομέα του προϊόντος OEM. Αυτή η τιμή συγκρίθηκε με τις τιμές των κοινοτικών παραγωγών. Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί δυσμενούς μεταχειρίσεως της Nakajima, το Συμβούλιο παραπέμπει στην προηγούμενη επιχειρηματολογία του περί της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και του κώδικα αντιντάμπινγκ της ΓΣΔΕ (GATT).

152.

Ως προς τις αιτιολογικές σκέψεις 54 και 55 του βαλλομένου κανονισμού, το Συμβούλιο παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τους Ernst & Winney, η κοινοτική αγορά αυξήθηκε κατά 1610/0 μεταξύ 1983 και 1986. Αντίθετα, η Nakajima δεν λαμβάνει υπόψη, στη συλλογιστική της, ένα σημαντικό στοιχείο, που είναι η απώλεια μεριδίων αγοράς την οποία υπέστη η κοινοτική βιομηχανία. Κατά τα λοιπά, το Συμβούλιο εμμένει στις πληροφορίες που περιέχονται στις δύο προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις, υπενθυμίζοντας ότι δεν μπορεί να προσκομίσει επιπλέον στοιχεία, δεδομένου ότι πρόκειται για εμπιστευτικές πληροφορίες.

153.

Τέλος, όσον αφορά τις αιτιολογικές σκέψεις 63 έως 66 του οριστικού κανονισμού, το Συμβούλιο επιβεβαιώνει την απώλεια μεριδίων αγοράς που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία, η ακρίβεια δε της εν λόγω πληροφορίας προκύπτει από αριθμητικά στοιχεία που συνελέγησαν και ελέγχθηκαν σοβαρά. Εξάλλου, η Nakajima δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με τη διάπραξη λαθών κατά τη διαχείριση των κοινοτικών παραγωγών.

154.

Το Συμβούλιο παρατηρεί, όσον αφορά τις αιτιάσεις που έχουν σχέση με την 60ή αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού, ότι από τη διατύπωση της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως προκύπτει ότι οι κοινοτικές αρχές έλαβαν πράγματι υπόψη τις επιπτώσεις των εισαγωγών από τρίτες χώρες. Περαιτέρω, η Nakajima προσπαθεί να δημιουργήσει σύγχυση μεταξύ των καταγόμένων από τρίτες χώρες προϊόντων και των προϊόντων καταγωγής Ιαπωνίας που διέρχονται από τρίτες χώρες. Όμως, δεδομένου ότι το κριτήριο είναι η καταγωγή του προϊόντος, είναι προφανές ότι όλες οι εισαγωγές καταγωγής Ιαπωνίας, ανεξαρτήτως προελεύσεως, ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Άλλωστε, αντίθετα προς τα γενόμενα δεκτά από τη νομολογία ( απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, 277/85 και 300/85, Canon, Συλλογή 1988, σ. 5731, σκέψη 55), η Nakajima δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο αποδεικνύον ενδεχόμενη πρακτική ντάμπινγκ κατά την καλυπτόμενη από την έρευνα περίοδο συνδεόμενη προς εισαγωγές από τρίτες χώρες πλην της Ιαπωνίας, εξάλλου δε, το Δικαστήριο δέχθηκε ( προπαρατεθείσα απόφαση Canon, σκέψη 62) ότι η ευθύνη για τη ζημία που προκαλείται από το ντάμπινγκ μπορεί να αποδοθεί σε ορισμένο εισαγωγέα, έστω και αν οι απώλειες που οφείλονται στο ντάμπινγκ αποτελούν μέρος μόνο μιας ευρύτερης ζημίας δυναμένης να αποδοθεί σε άλλους παράγοντες.

155.

Αναφερόμενο στην τελευταία ομάδα αιτιάσεων της Nakajima, το Συμβούλιο τονίζει, σε σχέση με την 68η αιτιολογική σκέψη του βαλλομένου κανονισμού, ότι κατέδειξε τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ της διεισδύσεως των ιαπωνικών προϊόντων και των μειώσεων των τιμών, ιδίως στην αγορά των εκτυπωτών χαμηλής και ανώτερης ποιότητας.

156.

Το Συμβούλιο ισχυρίζεται επίσης ότι η Nakajima παρανόησε την 72η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, προκειμένου να καθοριστεί το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ, ήταν ανάγκη να εκφραστεί το κατώφλιο ζημίας ως ποσοστό της αξίας cif. Προς τούτο έπρεπε να γίνειμετατροπή σύμφωνα με τη μέθοδο που εκτίθεται στην 72η αιτιολογική σκέψη. Η μετατροπή αυτή, που εφαρμόστηκε χωρίς διακρίσεις, οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ήταν αναγκαία ορισμένη αύξηση της τιμής στα σύνορα της Κοινότητας προκειμένου να εξαλειφθεί η προκαλούμενη από τη Nakajima ζημία.

157.

γ)

Σχετικά με το τρίτο επιχείρημα της Nakajima, το Συμβούλιο προβαίνει σε ορισμένες επισημάνσεις γενικού χαρακτήρα. Τονίζει, καταρχάς, ότι ανακριβώς υποστηρίζεται ότι οι κοινοτικές αρχές και το Δικαστήριο αναγνώρισαν στην υπόθεση TEC ότι η Nakajima δεν μετήρχετο πρακτικές ντάμπινγκ, ενώ προκύπτει σαφώς από την απόφαση 86/34, που παρατέθηκε ανωτέρω, ότι οι πρακτικές της Nakajima όντως συνιστούσαν ντάμπινγκ και ότι η απόφαση να μην της επιβληθεί δασμός αντιντάμπινγκ οφειλόταν στα χαρακτηριστικά της αγοράς και στο πολύ περιορισμένο περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε. Επιπλέον, το Δικαστήριο ουδέποτε αποφάνθηκε στην εν λόγω υπόθεση για το αν η Nakajima βρισκόταν σε ιδιάζουσα κατάσταση σε σχέση με τους άλλους παραγωγούς. Άλλωστε, η επίκληση εκ μέρους της Nakajima της υποθέσεως TEC δεν έχει καμία αποφασιστική σημασία, δεδομένου ότι κάθε διαδικασία αντιντάμπινγκ αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση και αυτό που αποφασίζεται σε ορισμένη υπόθεση δεν μπορεί να συνεπάγεται κεκτημένα δικαιώματα για το μέλλον. Εξάλλου, η Nakajima δεν αγνοεί ότι οι κοινοτικές αρχές διαθέτουν διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιλογή των μέσων που είναι αναγκαία yta την υλοποίηση της πολιτικής τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Nakajima δεν μπορεί να επικαλείται ούτε την αρχή της ασφαλείας του δικαίου (κεκτημένα δικαιώματα, μη αναδρομικότητα και δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ), ούτε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, ούτε την αρχή της καλόπιστης και δίκαιης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, ούτε την αρχή της αναλογικότητας, ούτε, τέλος, την αρχή του estoppel.

158.

Προς αντίκρουση των επιχειρημάτων που ανέπτυξε σχετικώς η Nakajima, το Συμβούλιο παραπέμπει στις απαντήσεις που διατύπωσε αποκρούοντας τους ταυτόσημους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της ενστάσεως περί μη δυνατότητας εφαρμογής του νέου βασικού κανονισμού.

159.

Ειδικότερα, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της καλόπιστης και δίκαιης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, υπενθυμίζει ότι η χρησιμοποιηθείσα εν προκειμένω μέθοδος δεν ήταν ανάρμοστη υπό τις δεδομένες περιστάσεις ούτε πρόξενος αδικιών, όπως υποστηρίζει η Nakajima.

160.

Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, το Συμβούλιο ομολογεί πως δεν αντιλαμβάνεται την εν λόγω αιτίαση, καθόσον ο επιβληθείς στη Nakajima δασμός αντιντάμπινγκ δεν ξεπερνούσε το 12 ο/ο, ενώ σε άλλους εξαγωγείς επιβλήθηκε δασμός ανερχόμενος μέχρι και 36,9 ο/ο. Περαιτέρω, το Συμβούλιο απέδειξε ήδη ότι οι πραγματοποιηθείσες προσαρμογές υπολογίστηκαν ορθά και ότι η εφαρμογή ενός σταθμισμένου συστήματος εξόδων και κερδών ουδόλως παραβιάζει τις κοινοτικές διατάξεις.

161.

Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβιάσεως της αρχής του estoppel, το Συμβούλιο επικαλείται και πάλι τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία οι συναλλασσόμενοι δεν μπορούν δικαιολογημένα να βασίζονται στο ότι το αρχικώς επιλεγέν μέτρο θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται, καθόσον αυτό μπορεί να τροποποιείται από τα κοινοτικά όργανα στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων τους ( προπαρατεθείσα απόφαση Koyo Seiko, σκέψη 20 ).

162.

Η Επιτροπή υπέβαλε παρατηρήσεις επί δύο μόνο συγκεκριμένων ισχυρισμών που προβλήθηκαν από τη Nakajima στο πλαίσιο του δευτέρου επιχειρήματος προς υποστήριξη του δευτέρου λόγου.

163.

Όσον αφορά την απόκρουση της αιτιάσεως της Nakajima που συνίσταται στο ότι η σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής που έγινε από τα κοινοτικά όργανα σε δύο διαφορετικά στάδια εμπορίας, αρκεί η παραπομπή στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Επιτροπή στο πλαίσιο του πρώτου επιχειρήματος που προβλήθηκε προς στήριξη του δευτέρου λόγου περί μη δυνατότητας εφαρμογής του νέου βασικού κανονισμού.

164.

Δεύτερον, η Επιτροπή προβάλλει ότι η περιγραφόμενη στην 72η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού μέθοδος είναι καθ' όλα ορθή και καλώς εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Nakajima. Η Επιτροπή εξηγεί ότι οι περιγραφόμενες στην αιτιολογική σκέψη 72 πράξεις αποσκοπούν στον καθορισμό του καταλλήλου ποσοστού δασμού αντιντάμπινγκ ώστε να εξαλειφθεί η ζημία. Το κατώφλιο ζημίας εκφράζει την αύξηση που θα έπρεπε να σημειώσουν οι τιμές των ιαπωνικών προϊόντων εντός της Κοινότητας ώστε να καλυφθεί η διαφορά τους σε σχέση με τις υψηλότερες τιμές των κοινοτικών προϊόντων. Όμως, το εν λόγω κατώφλιο ζημίας, που υπολογίστηκε στο πλαίσιο της έρευνας, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως είχε για να εκφράσει το ποσοστό του δασμού, καθότι ελήφθη κατόπιν συγκρίσεως όχι με την τιμή ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα (τιμή cif), αλλά με την τιμή στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή εντός της Κοινότητας, η οποία είναι κατ' ανάγκην ανώτερη της τιμής cif, δεδομένου ότι συμπεριλαμβάνει τους τελωνειακούς δασμούς και τα έξοδα εκτελωνισμού. Αντίθετα, οι δασμοί αντιντάμπινγκ επιβάλλονται επί των καθαρών τιμών ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα προ του εκτελωνισμού, ήτοι επί της δασμολογικής αξίας (cif) των εισαγομένων προϊόντων. Κατά συνέπεια, για να καθοριστεί το ποσοστό του δασμού αντιντάμπινγκ, το κατώφλιο ζημίας έπρεπε να μετατραπεί αριθμητικά σε ποσοστό της τιμής των προϊόντων κάθε εξαγωγέα στο στάδιο cif.

165.

Η Επιτροπή προσθέτει ότι η Nakąjima είχε ενημερωθεί για τα διάφορα στοιχεία του εν λόγω υπολογισμού τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1988.

166.

Η Europrint υπέβαλε παρατηρήσεις επί διαφόρων σημείων που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του δευτέρου επιχειρήματος, προς στήριξη του δευτέρου λόγου της Nakajima.

167.

Γενικώς, η Europrint γενικώς τονίζει την ευρεία διακριτική ευχέρεια που έχουν η Επιτροπή και το Συμβούλιο κατά την εκτίμηση περίπλόκων οικονομικών δεδομένων (απόφαση της 12ης Ιουλίου 1979, 166/78, Ιταλία κατά Συμβουλίου, Rec. 1979, σ. 2575).

168.

Εξάλλου, η Nakąjima δεν απέδειξε ότι οι κοινοτικές αρχές άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια κατά μη ικανοποιητικό τρόπο.

169.

Η Europrint υποστηρίζει στη συνέχεια ότι, σε αντίθεση προς τα όσα αναφέρει η Nakąjima, όλοι οι εκτυπωτές SIDM έχουν τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά και αποτελούν, κατά συνέπεια, ομοειδή προϊόντα. Ελλείψει αντικειμενικών κριτηρίων, είναι αδύνατον να γίνει διαφοροποίηση μεταξύ των εκτυπωτών χαμηλής ποιότητας και των εκτυπωτών υψηλής ποιότητας. Για μια τέτοια διαφοροποίηση, θα έπρεπε στην πραγματικότητα να ληφθούν ως βάση τα χαρακτηριστικά του ιδίου του εμπορεύματος και όχι, όπως φαίνεται να θεωρεί η προσφεύγουσα, τα χαρακτηριστικά της οικείας αγοράς. Υπό τις συνθήκες αυτές, αντίθετα προς τα υποστηριζόμενα από τη Nakąjima, η έκταση της ζημίας δεν μπορεί να υπολογιστεί με βάση ορισμένα τμήματα της αγοράς εκτυπωτών.

170.

Κατά τη Europrint, τα μέλη της αντιπροσωπεύουν περίπου το 65 ο/ο της κοινοτικής παραγωγής εκτυπωτών SIDM, οπότε η καταγγελία να είναι καθ' όλα παραδεκτή.

171.

Επιπλέον, η Mannesmann-Tally και η Philips πρέπει να περιληφθούν στην κοινοτική παραγωγή μολονότι εισήγαν εκτυπωτές καταγωγής Ιαπωνίας. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω εισαγωγές, που αποτελούσαν αποκλειστικά μέτρο αυτοάμυνας των κοινοτικών παραγωγών, δικαιολογούνταν από την ανάγκη των κοινοτικών επιχειρήσεων να είναι παρούσες στην αγορά μολονότι χρειάστηκε να διακόψουν, λόγω του χαμηλού επιπέδου των τιμών των Ιαπώνων εξαγωγέων, την παραγωγή ορισμένων τύπων εκτυπωτών, ιδίως αυτών της χαμηλής ποιότητας, κατηγορία στην οποία οι Ιάπωνες επικέντρωσαν αρχικά τη στρατηγική ντάμπινγκ.

172.

Περαιτέρω, οι διαφορές των εκτιμήσεων της Nakąjima σε σχέση με τα δεδομένα στα οποία βασίστηκαν τα κοινοτικά όργανα όσον αφορά τον όγκο των εισαγωγών εκτυπωτών σε σύγκριση με την εγχώρια παραγωγή οφείλονται στο γεγονός ότι πρόκειται για εμπιστευτικά στοιχεία των οποίων η προσφεύγουσα δεν ήταν δυνατόν να λάβει γνώση.

173.

Όσον αφορά τις αιτιάσεις της Nakąjima σχετικά με τη ζημία που υπέστη η κοινοτική παραγωγή, η Europrint επισημαίνει ότι, αφενός, τα στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή και το Συμβούλιο για να καθορίσουν τη ζημία στηρίζονται σε εμπιστευτικές πληροφορίες των καταγγελλουσών επιχειρήσεων και ότι, αφετέρου, η Nakajima δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η κοινοτική βιομηχανία δεν υπέστη ζημία.

174.

Η Europrint υπογραμμίζει, ειδικότερα, ότι η εκτίμηση των μεριδίων αγοράς των Ιαπώνων εξαγωγέων και αυτών της κοινοτικής βιομηχανίας ορθώς κάλυψε το σύνολο των εισαγωγών και το σύνολο της διανομής όλων των εκτυπωτών στην κοινοτική αγορά. Είναι όντως αδιάφορο σε ποιο τμήμα της αγοράς οι κοινοτικοί παραγωγοί απώλεσαν μερίδια επί της αγοράς. Η εξέλιξη των μεριδίων αγοράς των Ιαπώνων παραγωγών, συμπεριλαμβανομένης της Nakajima, σε σχέση με τα μερίδια αγοράς της βιομηχανίας που υπέστη τη ζημία κατά την περίοδο αναφοράς, είναι το μόνο αποφασιστικό στοιχείο. Κατά την περίοδο αυτή, τα μερίδια επί της αγοράς των Ιαπώνων εξαγωγέων ανήλθαν από 49 σε 73 ο/ο, ενώ το μερίδιο αγοράς των κοινοτικών κατασκευαστών στην αγορά των εκτυπωτών SIDM κατήλθε από 33 σε 18 0/0.

175.

Όσον αφορά τη μείωση των τιμών των εκτυπωτών, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να στηρίζει την άποψη της κατά την οποία η μείωση αυτή δεν οφειλόταν παρά στη σημαντική μείωση του κόστους. Κατά την άποψη της Europrint, διαπιστώνεται ότι το κόστος παραγωγής στην Ιαπωνία δεν είναι χαμηλότερο απ' ό,τι στην Κοινότητα και ότι η μείωση τιμών ήταν εντονότερη στα τμήματα εκείνα της αγοράς όπου οι Ιάπωνες εξαγωγείς σημείωναν τη μεγαλύτερη πρόοδο.

176.

Όσον αφορά τον καθορισμό των περιθωρίων μειώσεως των τιμών, η Europrint διαπιστώνει ότι η Επιτροπή συνέκρινε τις τιμές ορισμένων τόπων εκτυπωτών που ήταν αντιπροσωπευτικοί και μπορούσαν να συγκριθούν στο ίδιο στάδιο εμπορίας. Από τη σύγκριση των τιμών πωλήσεως των ιαπωνικών και των κοινοτικών εκτυπωτών προέκυψαν περιθώρια μειώσεως τιμών που έφθαναν μέχρι το 43 ο/ο. Η Europrint προσθέτει ότι για τη σύγκριση αυτή, σε αντίθεση προς ό,τι συμβαίνει κατά την εκτίμηση των περιθωρίων ντάμπινγκ, οι τιμές στο στάδιο εξόδου από το εργοστάσιο καθώς και τα περιθώρια των διανομέων που πωλούν χονδρικώς δεν ασκούν καμία επιρροή.

177.

Η Europrint αναφέρει επίσης ότι η απόφαση των κοινοτικών παραγωγών να αυξήσουν την παραγωγή τους ήταν ορθή από εμπορικής απόψεως, δεδομένου ότι στη συγκεκριμένη στιγμή δεν αναμενόταν ότι άνω των δεκαπέντε Ιαπώνων εξαγωγέων, συμπεριλαμβανομένης της Nakajima, θα αύξαναν συγχρόνως τις εξαγωγές τους μεταξύ 1983 και 1986 σε ποσοστό 290 ο/ο. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για υπέρ το δέον επενδύσεις, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα.

178.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα παραλείπει να αναφερθεί στον σημαντικότερο συντελεστή της ζημίας, ήτοι τη μείωση του σταθμισμένου κέρδους από 9 περίπου σε 1 %.

179.

Η Europrint υποστηρίζει επίσης ότι η ζημία της κοινοτικής βιομηχανίας δεν είναι δυνατόν να προκλήθηκε από εισαγωγές από τρίτες χώρες πλην της Ιαπωνίας, δεδομένου ότι οι εισαγωγές αυτές ήταν περιορισμένες κατά την περίοδο μεταξύ 1984 και 1986, σε σύγκριση με τον όγκο των εισαγωγών προϊόντων καταγωγής Ιαπωνίας. Εξάλλου, δεν υφίσταται καμία απόδειξη υπάρξεως πρακτικής ντάμπινγκ. Οι εισαγωγές προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών πλην της Ιαπωνίας αυξήθηκαν μόνο μετά το πέρας της περιόδου αναφοράς, οπότε οι Ιάπωνες παραγωγοί εκτυπωτών άρχισαν να εισάγουν τα εν λόγω προϊόντα από άλλες τρίτες χώρες προκειμένου να αποφύγουν την εφαρμογή των ρυθμίσεων κατά του ντάμπινγκ. Καθόσον αφορά, αντίθετα, την παρούσα διαδικασία, ο αυξημένος όγκος εισαγωγών από την Ιαπωνία, συνδυαζόμενος με περιθώριο ντάμπινγκ που φθάνει μέχρι 80 %, καθώς και η προσφορά σε χαμηλές τιμές που αποτελεί συνέπεια της εν λόγω πρακτικής, αποτελούν τη μοναδική αιτία της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία.

180.

Τέλος, η Europrint αποκρούει την άποψη της Nakajima, σύμφωνα με την οποία οι χαμηλές τιμές διαπιστώθηκαν μόνο για τα έτη 1983 και 1986 και, επομένως, για χρόνο προγενέστερο της περιόδου αναφοράς και δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ κατά την εν λόγω περίοδο. Η άποψη αυτή δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η ζημία της κοινοτικής βιομηχανίας καθορίζεται για περίοδο μακρύτερη εκείνης στην οποία εκτείνεται η πρακτική του ντάμπινγκ. Αν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιθωρίων ντάμπινγκ, μπορεί να υποτεθεί ότι η εμφανισθείσα κατά τον προ της περιόδου αναφοράς χρόνο ζημία οφείλεται επίσης σε πρακτικές ντάμπινγκ. Η Nakajima δεν απέδειξε ότι οι μειώσεις τιμών και οι απώλειες μεριδίων αγοράς μεταξύ 1983 και 1986 οφείλονται αποκλειστικά σε παράγοντες άλλους από την εξαγωγή ιαπωνικών εκτυπωτών σε τιμές ντάμπινγκ.

181.

Όσον αφορά την 72η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού, η Europrint διευκρινίζει ότι το κατώφλιο ζημίας πρέπει να υπολογίζεται βάσει της τιμής cif, προκειμένου να προσδιορίζεται η προσαύξηση της τιμής που είναι αναγκαία για την εξάλειψη της ζημίας. Στο πλαίσιο αυτό είναι αδιάφορο αν πρόκειται για πώληση σε χονδρέμπορο, σε εξαρτημένο ή ανεξάρτητο έμπορο.

182.

Η Europrint υπογραμμίζει, τέλος, ότι η Nakajima παραβλέπει το γεγονός ότι η ληφθείσα στην προκειμένη περίπτωση απόφαση, η οποία, κατ' εξαίρεση, καθορίζει, βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 3, δεύτερη περίοδος, του νέου βασικού κανονισμούς τους δασμούς αντιντάμπινγκ σε επίπεδο κατώτερο των περιθωρίων ντάμπινγκ, συνιστά ευμενή μεταχείριση της προσφεύγουσας.

183.

Η Europrint καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι προβαλλόμενες από τη Nakajima αιτιάσεις δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις των κοινοτικών αρχών στην παρούσα διαδικασία και, κατά μείζονα λόγο, δεν μπορούν να αποτελέσουν απόδειξη καταχρήσεως εξουσίας.

3. Τρίτος λόγος: κατάχρηση εξουσίας

184.

Η Nakajima προσάπτει στην κοινοτική αρχή ότι ενήργησε έναντι αυτής κατά κατάχρηση εξουσίας. Συγκεκριμένα, με τον βαλλόμενο κανονισμό, ο οποίος επέβαλε στην προσφεύγουσα οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 12 ο/ο, δεν επιδιώκονται έναντι της προσφεύγουσας οι σκοποί για τους οποίους έχει παρασχεθεί εξουσία στα κοινοτικά όργανα. Κατά τη Nakajima, καθ' όλη τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας, τα εν λόγω όργανα επέδειξαν σοβαρή έλλειψη επιμελείας ισοδυναμούσα με εκτροπή από τον επιδιωκόμενο από τις οικείες διατάξεις σκοπό, πράγμα που συνιστά, σύμφωνα με τη νομολογία, κατάχρηση εξουσίας ( βλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 1965, 3/64 και 4/64, Chambre syndicale de la sidérurgie française κ.λπ., Rec. 1965, σ. 567).

185.

Ειδικότερα, η Nakajima προσάπτει στην Επιτροπή ότι ουδέποτε προσπάθησε να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια επιδιώκοντας να αναλύσει καλόπιστα και δίκαια την ανάγκη επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ στην προσφεύγουσα. Επιπλέον, συνιστά κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της κοινοτικής αρχής το να ισχυρίζεται ότι η νέα μέθοδος υπολογισμού που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό της κατασκευασμένης αξίας αποτελούσε συνήθη πρακτική της, την ανακρίβεια δε του ισχυρισμού αυτού απέδειξε η προσφεύγουσα. Περαιτέρω, αποτελεί σφάλμα ή βαριά αμέλεια της κοινοτικής αρχής ότι έσυρε τεχνηέντως την προσφεύγουσα σε μια διαδικασία που δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει, παρά πάσα λογική και σε αντίθεση προς την προηγούμενη πρακτική, στην επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ εις βάρος της. Η Nakajima αναφέρει στη συνέχεια ότι η κοινοτική αρχή θέλησε προφανώς να αποφύγει να βρεθεί στην κατάσταση στην οποία βρέθηκε στο πλαίσιο της υποθέσεως TEC. Η Nakąjima προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι δήλωσε, με το από 13 Φεβρουαρίου 1989 έγγραφο της, δηλαδή μετά τη θέσπιση του οριστικού κανονισμού από το Συμβούλιο, ότι η μέθοδος υπολογισμού την οποία εφάρμοσε βασίστηκε όχι πλέον στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού, αλλά στο άρθρο 2, παράγραφος 4, του ιδίου κανονισμού το οποίο αναφερόταν σε μια κατάσταση πραγμάτων που δεν είχε σχέση με την προσφεύγουσα. Πρόκειται για την περίπτωση όπου « η τιμή στην οποία όντως πωλείται ένα προϊόν για κατανάλωση στη χώρα καταγωγής είναι κατώτερη από το κόστος παραγωγής », ενώ η κοινοτική αρχή γνώριζε καλά ότι αυτά δεν είχαν σχέση με τη Nakąjima. Τέλος, η κοινοτική αρχή δεν απέδειξε πως η προσφεύγουσα έφθασε το κατώφλιο ζημίας της 71ης αιτιολογικής σκέψεως του οριστικού κανονισμού και δεν εφάρμοσε στην περίπτωση της την προβλεπόμενη στην 72η αιτιολογική σκέψη του ιδίου κανονισμού μέθοδο.

186.

Η Nakajima καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κοινοτική αρχή, ενεργούσα κακόπιστα, έλαβε την απόφαση να της επιβάλει δασμούς αντιντάμπινγκ ενώ είχε πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι τέτοιοι δασμοί δεν δικαιολογούνταν και, επιπλέον, προσπάθησε να συγκαλύψει την αλλαγή πολιτικής σε σχέση με τις προηγηθείσες διαδικασίες με την έκδοση, ενόσω διαρκούσε η διαδικασία, ενός νέου βασικού κανονισμού.

187.

Το Ινμβούλιο επισημαίνει ότι η Nakąjima δεν κατόρθωσε να προσκομίσει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τη νομολογία για να αποδειχθεί η ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας-κατά την εν λόγω νομολογία, είναι απαραίτητο να επικαλείται η προσφεύγουσα κατάχρηση εξουσίας εις βάρος της κατά τρόπο επαρκώς λεπτομερή, δηλαδή να αποδεικνύει, βάσει αντικειμενικών, λυσιτελών και συγκλινουσών ενδείξεων τις περιστάσεις και τους λόγους που τεκμαίρουν κατά πειστικό τρόπο ότι υφίσταται κατάχρηση εξουσίας ( βλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 1958, 8/57, Groupement des hauts fourneaux et Aciéries belges, Rec. 1958, σ. 223, και απόφαση της 5ης Μαΐου 1966, 18/65 και 35/65, Gutmann, Rec. 1966, σ. 149). Στην πραγματικότητα, η προσφεύγουσα επιδίδεται σε γνήσια δίκη προθέσεων και προβάλλει ισχυρισμούς στερούμενους οποιασδήποτε σοβαρής βάσεως.

188.

Το Συμβούλιο τονίζει ότι εν προκειμένω ο ισχύων βασικός κανονισμός εφαρμόστηκε ορθά και ότι οι επιβληθέντες δασμοί δεν είχαν ως σκοπό να ζημιώσουν εμπορικώς την προσφεύγουσα. Αντίθετα, η ενέργεια της Επιτροπής περιορίστηκε στην επιδίωξη του σκοπού των διατάξεων αντιντάμπινγκ, που συνίσταται στην καταστολή αθέμιτων εμπορικών πρακτικών επιχειρήσεων που αναπτύσσουν δράση στο πεδίο των εμπορικών συναλλαγών με την ΕΟΚ.

189.

Το Συμβούλιο συνεχίζει ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι το γεγονός ότι η κοινοτική αρχή δεν δέχθηκε τα επιχειρήματα της Nakąjima που θεωρούσε αβάσιμα συνιστά κατάχρηση εξουσίας. Το Συμβούλιο απέδειξε ήδη ότι δεν υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και ότι η εφαρμογή μιας μεθόδου υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας διαφορετικής από εκείνη που χρησιμοποιήθηκε σε προηγούμενη διαδικασία ήταν καθ' όλα νόμιμη.

190.

Εν πάση περιπτώσει, και αν ακόμα υποτεθεί, όπως ισχυρίζεται η Nakajima, ότι η κοινοτική αρχή εφάρμοσε πράγματι κατά μη εύλογο και συνεπαγόμενο διακρίσεις τρόπο τον οικείο κανόνα δικαίου, η εν λόγω εφαρμογή δεν μπορεί παρά ταύτα να θεωρηθεί ότι συνιστά κατάχρηση εξουσίας, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι αποβλέπει σε σκοπό άλλον από εκείνον που προβλέπει η εφαρμοστέα ρύθμιση. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ισχυρισμός ότι ο επιδιωκόμενος παράνομος σκοπός ήταν προφανώς να αποφευχθούν προσφυγές από άλλους εξαγωγείς αποτελεί απλή υπόθεση και στερείται παντελούς βάσεως.

F. Α. Schockweiler

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 7ης Μαΐου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-69/89,

Nakajima AH Precision Co. Ltd, εταιρία ιαπωνικού δικαίου, με έδρα το Τόκυο, εκπροσωπούμενη από τον C-Ε. Gudin, δικηγόρο Παρισιού, διατηρούντα γραφείο και στις Βρυξέλλες, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον R. Faltz, 6, rue Heine,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένου από τον H.-J. Lambers, διευθυντή της Νομικής Υπηρεσίας, και τον Ε. Η. Stein, νομικό σύμβουλο, επικουρούμενους από τους J. Voillemot και Α. Michel, δικηγόρους Παρισιού, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον J. Käser, επικεφαλής της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad-Adenauer, Kirchberg,

καθού,

υποστηριζόμενου από

1) την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον E. de March και Eric White, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενους από τον R. Wagner, γερμανό δημόσιο υπάλληλο, αποσπασμένο στη Νομική Υπηρεσία της Επιτροπής στο πλαίσιο του προγράμματος ανταλλαγών με υπαλλήλους εθνικών υπηρεσιών, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον G. Berardis, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

2) την Committee of European Printer Manufacturers (Europrint), εδρεύουσα στην Κολωνία ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ), εκπροσωπούμενη από τον D. Ehle, δικηγόρο Κολωνίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο το δικηγορικό γραφείο Arendt et Harles, 4, avenue Marie-Thérèse,

παρεμβαίνουσες,

που έχει ως αντικείμενο:

αφενός, να κηρυχθούν ανεφάρμοστα ως προς την προσφεύγουσα, δυνάμει του άρθρου 184 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα άρθρα 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, και 19 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2423/88 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 1988, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (EEL 209,σ. 1),και,

αφετέρου, να ακυρωθεί, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3651/88 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1988, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές κρουστικών εκτυπωτών χαρακτήρων με πίνακα κουκκίδων καταγωγής Ιαπωνίας (EE L 317, σ. 33), καθόσον ο εν λόγω κανονισμός αφορά την προσφεύγουσα,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, Τ. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias και M Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler, F. Grévisse, M. Zuleeg και P. J. C. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. Ο. Lenz

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις προφορικές αναπτύξεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 5ης Ιουλίου 1990,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Δεκεμβρίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 7 Μαρτίου 1989, η Nakajima All Precision Co. Ltd (στο εξής: Nakajima), εδρεύουσα στο Τόκυο, άσκησε προσφυγή που έχει ως αντικείμενο:

αφενός, να κηρυχθούν ανεφάρμοστα, ως προς την προσφεύγουσα, δυνάμει του άρθρου 184 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα άρθρα 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, και 19 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2423/88 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 1988, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ( ΕΕ L 209, σ. 1 ), και,

αφετέρου, να ακυρωθεί, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3651/88 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1988, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές κρουστικών εκτυπωτών χαρακτήρων με πίνακα κουκκίδων καταγωγής Ιαπωνίας (EE L 317, σ. 33), καθόσον ο εν λόγω κανονισμός αφορά την προσφεύγουσα.

2

Η Nakajima, η οποία παράγει μόνο γραφομηχανές και εκτυπωτές, κατασκευάζει τέσσερις τύπους κρουστικών εκτυπωτών χαρακτήρων με πίνακα κουκκίδων χαμηλών προδιαγραφών. Κατά τους ισχυρισμούς της, την προσφεύγουσα χαρακτηρίζει, αφενός, το ότι αποκλειστική δραστηριότητά της είναι ότι παράγει αλλά δεν διαθέτει κανενός είδους σύστημα διανομής και πωλήσεων η Nakajima δηλώνει, συγκεκριμένα, ότι έχει περιορισμένο αριθμό πελατών και ότι δεν προβαίνει στην παραγωγή παρά μόνο κατόπιν λήψεως παραγγελιών, με αποτέλεσμα τα έξοδα παραγωγής της να είναι πολύ μειωμένα. Αφετέρου, η προσφεύγουσα, επί σειρά ετών, δεν έχει πραγματοποιήσει πωλήσεις εκτυπωτών στην ιαπωνική αγορά και διαθέτει τα προϊόντα της αποκλειστικά στο εξωτερικό. 'Ετσι, το μεγαλύτερο μέρος των εκτυπωτών της πωλείται ως Original Equipment Manufacture (στο εξής: OEM) σε αλλοδαπούς κατασκευαστές ή σε ανεξάρτητους διανομείς που εμπορεύονται τα προϊόντα με το δικό τους εμπορικό σήμα, ενώ το εναπομένον τμήμα της παραγωγής της διατίθεται στην αγορά με το σήμα « ΑΠ », επίσης από ανεξάρτητους διανομείς. Η Nakajima υπογραμμίζει ότι οι πωλήσεις εκτυπωτών της στην αγορά της ΕΟΚ αντιπροσωπεύουν το 41,7 ο/ο του συνόλου των πωλήσεων εκτυπωτών που πραγματοποίησε το 1986.

3

Το 1987, η Committee of European Printer Manufacturers ( στο εξής: Europrint ) κατέθεσε ενώπιον της Επιτροπής, επ' ονόματι των κατασκευαστών της ευρωπαϊκής βιομηχανίας κρουστικών εκτυπωτών χαρακτήρων με πίνακα κουκκίδων, καταγγελία με την οποία ζήτησε να κινηθεί η διαδικασία αντιντάμπινγκ κατά των Ιαπώνων εξαγωγέων του εν λόγω τύπου εκτυπωτών, στους οποίους περιλαμβανόταν και η Nakajima.

4

Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία αντιντάμπινγκ βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ L 201, σ. 1, στο εξής: παλαιός βασικός κανονισμός ). Η διαδικασία αυτή οδήγησε στην έκδοση, με βάση τον παλαιό κανονισμό, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1418/88 της Επιτροπής, της 17ης Μαΐου 1988, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές κρουστικών εκτυπωτών χαρακτήρων με πίνακα κουκκίδων καταγωγής Ιαπωνίας ( ΕΕ L 130, σ. 12, στο εξής: προσωρινός κανονισμός ). Με τον κανονισμό αυτό, επιβλήθηκε στη Nakajima προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ 12,3 ο/ο.

5

Στις 11 Ιουλίου 1988, το Συμβούλιο εξέδωσε τον προαναφερθέντα κανονισμό 2423/88 (oro εξής: νέος βασικός κανονισμός), ο οποίος κατάργησε τον παλαιό βασικό κανονισμό. Ο νέος αυτός βασικός κανονισμός τέθηκε σε ισχύ από 5ης Αυγούστου 1988 και εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο του 19, δεύτερο εδάφιο, « στις διαδικασίες που έχουν ήδη αρχίσει ».

6

Βάσει του νέου αυτού βασικού κανονισμού, το Συμβούλιο εξέδωσε, στις 23 Σεπτεμβρίου 1988, τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 2943/88, για την παράταση του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές κρουστικών εκτυπωτών χαρακτήρων με πίνακα κουκκίδων καταγωγής Ιαπωνίας (ΕΕ L 264, σ. 56) με τον κανονισμό αυτό παρατάθηκε η ισχύς του προσωρινού δασμού για χρονικό διάστημα δύο μηνών κατ' ανώτατο όριο.

7

Στις 23 Νοεμβρίου 1988, το Συμβούλιο, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και βάσει του νέου βασικού κανονισμού, εξέδωσε τον προαναφερθέντα κανονισμό 3651/88 ( στο εξής: οριστικός κανονισμός ). Δυνάμει του κανονισμού αυτού, που τέθηκε σε ισχύ από τις 25 Νοεμβρίου 1988, το ύψος του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ για τη Nakajima ορίστηκε σε 12 %, ενώ τα ποσά που είχαν καταβληθεί ως εγγύηση με τη μορφή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ δυνάμει του προσωρινού κανονισμού εισπράχθηκαν οριστικά με βάση το ποσοστό του οριστικού δασμού.

8

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Απριλίου 1981, η Nakajima υπέβαλε αίτηση κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησε, κυρίως, την αναστολή εκτελέσεως ως προς αυτήν του οριστικού κανονισμού και, επικουρικώς, κάθε άλλο προσωρινό μέτρο που θα ήταν αναγκαίο μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί της ουσίας της υποθέσεως. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με Διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Ιουνίου 1989.

9

Με Διατάξεις της 17ης Μαΐου και 4ης Οκτωβρίου 1989, το Δικαστήριο επέτρεψε την παρέμβαση, αντιστοίχως, της Επιτροπής και της Europrint υπέρ του Συμβουλίου.

10

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία, καθώς και οι λόγοι ακυρώσεως και οι ισχυρισμοί των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον τούτο απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Ι — Επί του ισχυρισμού περί μη δυνατότητας εφαρμογής του νέου βασικού κανονισμού

11

Προς στήριξη του ισχυρισμού που συνίσταται στη μη δυνατότητα εφαρμογής, ως προς την προσφεύγουσα, των άρθρων 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, και 19 του νέου βασικού κανονισμού, η Nakajima επικαλείται τρεις λόγους, ήτοι, παράβαση ουσιώδους τύπου, παραβίαση της συμφωνίας περί εφαρμογής του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (στο εξής: κώδικας αντιντάμπινγκ) που εγκρίθηκε, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος, με την απόφαση 80/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 1979, περί συνάψεως των πολυμερών συμφωνιών που προέκυψαν από τις εμπορικές διαπραγματεύσεις 1973 έως 1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/019, σ. 3), και, τέλος, παραβίαση ορισμένων γενικών αρχών του δικαίου.

1. Επί του ισχυρισμού περί ανισχυρου τον νέου βασικού κανονισμού λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου

12

Προς στήριξη του εν λόγω ισχυρισμού, η Nakajima προβάλλει, πρώτον, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού στερείται νομιμότητας λόγω ελλείψεως αιτιολογίας.

13

Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η διάταξη αυτή καθιερώνει νέα μέθοδο υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, η οποία έχει θεμελιώδεις διαφορές σε σχέση με τη μέθοδο που εφαρμοζόταν υπό τον παλαιό βασικό κανονισμό, όσον αφορά την περίπτωση κατά την οποία δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία πώληση ομοειδούς προϊόντος επί συνήθων εμπορικών πράξεων στην εσωτερική αγορά της χώρας εξαγωγής ή καταγωγής. Η μέθοδος όμως αυτή, σύμφωνα με την οποία, για τον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα και τα κέρδη άλλων παραγωγών ή εξαγωγέων στη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής από επικερδείς πωλήσεις ομοειδούς προϊόντος, υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσει σε παράλογα αποτελέσματα και διακρίσεις σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη, όπου η δομή των επιχειρήσεων αναφοράς δεν έχει καμία ομοιότητα με αυτήν της επιχειρήσεως την οποία αφορά ο υπολογισμός. Η Nakajima τονίζει, ειδικότερα, ότι δεν διαθέτει κανενός είδους δίκτυο εμπορίας των προϊόντων της και ότι το σύνολο της παραγωγής της πωλείται στο στάδιο « έξοδος από το εργοστάσιο » σε ανεξαρτήτους διανομείς, ενώ όλες οι επιχειρήσεις αναφοράς διαθέτουν ίδιο δίκτυο που εξασφαλίζει τη διανομή των προϊόντων τους στην Ιαπωνία. Η Nakajima συνάγει ότι, στον εν λόγω νέο βασικό κανονισμό, το Συμβούλιο όφειλε να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους επελέγη αυτή η νέα μέθοδος υπολογισμού και να εξηγήσει πώς η εφαρμογή της εν λόγω μεθόδου δεν συνεπάγεται διακρίσεις εις βάρος επιχειρήσεων σαν την προσφεύγουσα.

14

Επ' αυτού πρέπει να σημειωθεί, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. ιδίως την απόφαση της 14ης Μαρτίου 1990, C-156/87, Gestetner Holdings, Συλλογή 1990, σ. I-781, σκέψη 69 ), από την αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 190 της Συνθήκης πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου ώστε να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματα τους και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχο του.

15

Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, όπως αυτό έχει στον παλαιό και τον νέο βασικό κανονισμό, καθορίζονται οι μέθοδοι υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής τιμής του προϊόντος στην περίπτωση που δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία πώληση ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων στην εσωτερική αγορά της χώρας εξαγωγής ή καταγωγής ή όταν τέτοιες πωλήσεις δεν επιτρέπουν δίκαιη σύγκριση. Η κατασκευασμένη κανονική τιμή υπολογίζεται με πρόσθεση του κόστους παραγωγής και ενός ευλόγου περιθωρίου κέρδους.

16

Κατά τον παλαιό βασικό κανονισμό, στο κόστος παραγωγής προσετίθετο ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πωλήσεως, τα διοικητικά έξοδα και άλλα γενικά έξοδα ( στο εξής: έξοδα ΠΓΔ ). Το κέρδος δεν έπρεπε να είναι μεγαλύτερο από το κανονικό κέρδος στην περίπτωση που οι πωλήσεις προϊόντων της ιδίας κατηγορίας στην εσωτερική αγορά της χώρας καταγωγής απέδιδαν κατά κανόνα κέρδη· στις άλλες περιπτώσεις η διάταξη προέβλεπε καθορισμό του κέρδους « επί οποιασδήποτε λογικής βάσεως χρησιμοποιώντας τις διαθέσιμες πληροφορίες ».

17

Ενώ υιοθετεί τον ίδιο τρόπο υπολογισμού του κόστους παραγωγής με τον παλαιό βασικό κανονισμό, ο νέος βασικός κανονισμός προβλέπει ότι τα έξοδα και το κέρδος υπολογίζονται με βάση τα έξοδα και το κέρδος που πραγματοποίησε ο παραγωγός ή ο εξαγωγέας σε επικερδείς πωλήσεις ομοειδών προϊόντων στην εγχώρια αγορά ( άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, τρίτη περίοδος ) και ότι, αν τέτοιου είδους στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα, δεν είναι αξιόπιστα ή δεν είναι κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν, ο υπολογισμός γίνεται με βάση τα έξοδα στα οποία έχουν υποβληθεί και το κέρδος που έχουν πραγματοποιήσει άλλοι παραγωγοί ή εξαγωγείς στη χώρα εξαγωγής ή καταγωγής σε επικερδείς πωλήσεις παρομοίου προϊόντος ( άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, τέταρτη περίοδος). Ο νέος βασικός κανονισμός προσθέτει ότι, αν δεν μπορεί να εφαρμοστεί καμία από αυτές τις δύο μεθόδους, τα έξοδα και τα κέρδη υπολογίζονται με αναφορά στα έξοδα που έχουν προκύψει και το κέρδος που πραγματοποίησε ο εξαγωγέας ή άλλοι παραγωγοί ή εξαγωγείς στον ίδιο επιχειρηματικό κλάδο στη χώρα καταγωγής ή εξαγωγής ή με οποιαδήποτε άλλη εύλογη βάση.

18

Από τη σύγκριση των δύο εκδοχών του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, όπως εμφανίζονται στον παλαιό και τον νέο βασικό κανονισμό προκύπτει ότι η μέθοδος υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, που προβλέπεται στον δεύτερο, δεν διαφέρει ουσιωδώς από την προϊσχύσασα μέθοδο, η οποία παρείχε πλήρη διακριτική ευχέρεια στην κοινοτική αρχή, προβλέπουσα τον προσδιορισμό των εξόδων και του κέρδους επί « λογικής » βάσεως. Στην πραγματικότητα, η νέα διατύπωση της βαλλομενης διατάξεως στον νέο βασικό κανονισμό απλώς εξειδικεύει το περιεχόμενο του προϊσχύσαντος κειμένου απαριθμούσα διάφορες μεθόδους υπολογισμού που αποσκοπούν στον προσδιορισμό του « εύλογου ποσού » των εξόδων και του « λογικού περιθωρίου κέρδους » στις κατ' ιδίαν περιπτώσεις.

19

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από την τέταρτη και την τριακοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη του νέου βασικού κανονισμού, σύμφωνα με τις οποίες, με τη νέα διατύπωση του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, απλώς διατυπώνεται ακριβέστερα η προϊσχύσασα διάταξη του παλαιού βασικού κανονισμού. Επιπλέον, το Συμβούλιο παρατήρησε, χωρίς να αντικρουστεί, ότι η μέθοδος υπολογισμού που επικρίνεται εν προκειμένω από τη Nakajima είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τις κοινοτικές αρχές στον παλαιό βασικό κανονισμό. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του παλαιού βασικού κανονισμού ότι απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί ως « λογικό περιθώριο κέρδους » το κέρδος που πραγματοποιεί συνήθως εταιρία άλλη από αυτήν που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνας αντιντάμπινγκ ( απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, 301/85, Sharp, Συλλογή 1988, σ. 5813, σκέψη 8 ).

20

Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας που αντλείται από την έλλειψη ειδικής αναφοράς στο ενδεχόμενο διακρίσεων που θα μπορούσαν να προκληθούν, κατά τη Nakajima, από την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού, αρκεί να σημειωθεί ότι το άρθρο 190 της Συνθήκης δεν επιβάλλει στις κοινοτικές αρχές την υποχρέωση να αιτιολογούν ειδικά κάθε διάταξη που είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει σε διακρίσεις, καθόσον η παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως συνιστά αυτοτελή λόγο ακυρώσεως των εν λόγω διατάξεων.

21

Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού, που αφορά την έλλειψη αιτιολογίας του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού, πρέπει να απορριφθεί.

22

Δεύτερον, η Nakajima ισχυρίζεται ότι το άρθρο 19 του νέου βασικού κανονισμού, κατά το οποίο ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται « στις διαδικασίες που έχουν ήδη αρχίσει » κατά την ημέρα της θέσεως του σε ισχύ, στερείται αιτιολογίας, καθόσον δεν προσδιορίζει τους λόγους που θα δικαιολογούσαν την αναδρομική εφαρμογή του κανονισμού. Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού, καθόσον επιφέρει θεμελιώδη αλλαγή στη μέθοδο υπολογισμού της κατασκευασμένης αξίας, περιέχει νέους ουσιαστικούς κανόνες που δεν μπορούν να εφαρμόζονται αναδρομικά χωρίς να είναι ειδικώς αιτιολογημένοι.

23

Επ' αυτού αρκεί να σημειωθεί ότι, όπως έχει διαπιστώσει το Δικαστήριο αναφερόμενο στο πρώτο σκέλος του παρόντος ισχυρισμού της Nakajima, το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού αποτελεί απλή διευκρίνιση κωδικοποιούσα την προηγούμενη πρακτική των κοινοτικών οργάνων. Επομένως, αφού η νέα διατύπωση της εν λόγω διατάξεως δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως ουσιώδης τροποποίηση της προϊσχύσασας διάταξης, η εφαρμογή της στις « διαδικασίες που έχουν ήδη αρχίσει » δεν απαιτούσε ειδική αιτιολόγηση.

24

Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού, που αφορά την έλλειψη αιτιολογίας του άρθρου 19 του νέου βασικού κανονισμού, δεν είναι περισσότερο βάσιμο από το πρώτο.

25

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο ισχυρισμός περί ελλείψεως νομιμότητας του νέου βασικού κανονισμού λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου είναι απορριπτέος.

2. Επί του ισχυρισμού περί του ανισχυρου του νέον βασικού κανονισμού λόγω παραβιάσεως του κώδικα αντιντάμπινγκ

26

Η Nakajima υποστηρίζει ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω, λόγω του ότι προσκρούει σε ορισμένες διατάξεις του κώδικα αντιντάμπινγκ. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ειδικότερα ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 2, παράγραφοι 4 και 6, του κώδικα αντιντάμπινγκ.

27

Το Συμβούλιο θεωρεί ότι ο κώδικας αντιντάμπινγκ, όπως και η Γενική Συμφωνία, δεν παρέχει στους ιδιώτες δικαιώματα που μπορούν να επικαλεστούν ενώπιον του Δικαστηρίου και ότι οι διατάξεις του κώδικα αυτού δεν εφαρμόζονται άμεσα εντός της Κοινότητος. Κατά συνέπεια, η Nakajima δεν μπορεί να αμφισβητήσει το κύρος του νέου βασικού κανονισμού επικαλούμενη παραβίαση των διατάξεων του κώδικα αντιντάμπινγκ.

28

Πρέπει, ωστόσο, να αναγνωρισθεί ότι, εν προκειμένω, η Nakajima δεν επικαλείται το άμεσο αποτέλεσμα των εν λόγω διατάξεων. Στην πραγματικότητα, με τον ισχυρισμό αυτόν, η προσφεύγουσα αμφισβητεί, παρεμπιπτόντως, σύμφωνα με το άρθρο 184 της Συνθήκης, το κύρος του νέου βασικού κανονισμού, επικαλούμενη μια από τις βάσεις ελέγχου της νομιμότητας που περιέχονται στο άρθρο 173 της Συνθήκης, ήτοι παραβίαση της Συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της.

29

Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι, με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1972, 21/72 έως 24/72, International Fruit Company ( Rec. 1972, σ. 1219, σκέψη 18 ) το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι διατάξεις της Γενικής Συμφωνίας δεσμεύουν την Κοινότητα. Το ίδιο πρέπει να ισχύσει και για τον κώδικα αντιντάμπινγκ, με τον οποίο τέθηκε σε εφαρμογή το άρθρο VI της Γενικής Συμφωνίας και στις αιτιολογικές σκέψεις του οποίου διευκρινίζεται ότι η θέσπιση του αποσκοπεί στο « να ερμηνευθούν (... ) οι διατάξεις (... ) της Γενικής Συμφωνίας » και να « θεσπιστούν κανόνες για την εφαρμογή τους, προς τον σκοπό διασφαλίσεως μεγαλύτερης ομοιομορφίας και σταθερότητας κατά τη λειτουργία τους ».

30

Κατά τη δεύτερη και τρίτη αιτιολογική σκέψη του νέου βασικού κανονισμού, αυτός θεσπίστηκε σύμφωνα με τις υφιστάμενες διεθνείς υποχρεώσεις, και ιδίως αυτές που απορρέουν από το άρθρο VI της Γενικής Συμφωνίας και του κώδικα αντιντάμπινγκ.

31

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο νέος βασικός κανονισμός, το κύρος του οποίου αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, εκδόθηκε προς εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων της Κοινότητας, στην οποία, συνεπώς, εναπόκειται, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, να εξασφαλίζει τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις της Γενικής Συμφωνίας και τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί για την εφαρμογή της ( βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 1982, 104/81, Kupferberg, Συλλογή 1982, σ. 3641, σκέψη 11· απόφαση της 16ης Μαρτίου 1983, 266/81, SIOT, Συλλογή 1983, σ. 731, σκέψη 28 ).

32

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει η Nakajima, το Συμβούλιο υπερέβη τα όρια του. νομικού αυτού πλαισίου και αν, με τη βαλλόμενη διάταξη, παρέβη το άρθρο 2, παράγραφοι 4 και 6, του κώδικα αντιντάμπινγκ.

33

Η Nakajima υποστηρίζει σχετικώς, πρώτον, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού αντίκειται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, του κώδικα αντιντάμπινγκ, καθότι, προβλέποντας για τον καθορισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας τη λήψη υπόψη των εξόδων και του κέρδους παραγωγών ή εξαγωγέων που έχουν ενδεχομένως θεμελιώδεις διαφορές σε σχέση με την επιχείρηση την οποία αφορά η διαδικασία, περιορίζει τη διακριτική ευχέρεια των κοινοτικών αρχών και οδηγεί στη συνεκτίμηση λογιστικών δεδομένων που δεν αποτελούν λογική βάση κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4, του κώδικα αντιντάμπινγκ.

34

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 4, του κώδικα αντιντάμπινγκ,

« όταν καμία πώληση ομοειδών προϊόντων δεν λαμβάνει χώρα κατά τη διενέργεια κανονικών εμπορικών πράξεων στην εσωτερική αγορά της χώρας εξαγωγής ή όταν, εκ του γεγονότος της ιδιαίτερης καταστάσεως της αγοράς, τέτοιες πωλήσεις δεν επιτρέπουν πραγματική σύγκριση, το περιθώριο του ντάμπινγκ θα καθορίζεται διά συγκρίσεως προς μια συγκρίσιμη τιμή του ομοειδούς προϊόντος, όταν εκείνο εξάγεται με προορισμό μια τρίτη χώρα. Η τιμή αυτή μπορεί να είναι υψηλότερη της εξαγωγής αλλά πρέπει να είναι τιμή αντιπροσωπευτική. Άλλως, το περιθώριο ντάμπινγκ θα καθορίζεται διά συγκρίσεως προς το κόστος παραγωγής στη χώρα παραγωγής προσηυξημένο κατά ένα λογικό ποσό αντιπροσωπεύον τα έξοδα ΠΓΔ και τα κέρδη. Κατά γενικό κανόνα, η προσαύξηση για κέρδος δεν θα υπερβαίνει το κανονικώς πραγματοποιημένο κέρδος κατά τις πωλήσεις προϊόντων της αυτής γενικής κατηγορίας στην εσωτερική αγορά της χώρας καταγωγής ».

35

Ωστόσο, όπως προκύπτει σαφώς από το κείμενο του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού, όλες οι εκεί απαριθμούμενες μέθοδοι υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο που να εξασφαλίζει ένα λογικό αποτέλεσμα, όπως, άλλωστε, ρητώς αναφέρεται στις δύο πρώτες και στην τελευταία περίοδο της εν λόγω διατάξεως.

36

Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, δεν πρέπει να εφαρμόζεται η πρώτη μέθοδος υπολογισμού που καθιερώνεται από τον νέο βασικό κανονισμό, αλλά η δεύτερη μέθοδος, της οποίας η νομιμότητα αμφισβητείται εν προκειμένω, οσάκις τα αφορώντα τα έξοδα και το κέρδος του παραγωγού από επικερδείς πωλήσεις ομοειδών προϊόντων στην εσωτερική αγορά δεδομένα « δεν είναι διαθέσιμα ή δεν είναι αξιόπιστα ή δεν είναι κατάλληλα να χρησιμοποιηθούν », πράγμα το οποίο κατ' ουσίαν σημαίνει ότι η λήψη υπόψη τέτοιων λογιστικών δεδομένων δεν θα ήταν λογική· άλλωστε, η λέξη αυτή περιέχεται στο γερμανικό κείμενο της εν λόγω διατάξεως. Η αναζήτηση λογικού υπολογισμού χαρακτηρίζει και την εφαρμογή της τρίτης μεθόδου της εν λόγω διατάξεως, η οποία χρησιμοποιείται μόνον « αν δεν μπορεί να εφαρμοστεί καμία από τις δύο ( προηγούμενες ) μεθόδους ». Τέλος, πέραν και της τρίτης αυτής μεθόδου, οι κοινοτικές αρχές μπορούν πάντοτε, σύμφωνα με την τελευταία περίοδο της εν λόγω διατάξεως, να καθορίζουν τα έξοδα και το κέρδος « με οποιαδήποτε άλλη λογική βάση ». Η χρησιμοποίηση της λέξεως « άλλη » επιβεβαιώνει ότι, σε κάθε περίπτωση, ο υπολογισμός της κατασκευασμένης αξίας πρέπει απαραιτήτως να είναι λογικός.

37

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού είναι σύμφωνο με το άρθρο 2, παράγραφος 4, του κώδικα αντιντάμπινγκ, καθόσον, χωρίς να αγνοεί το πνεύμα της τελευταίας αυτής διατάξεως, απλώς συγκεκριμενοποιεί, για τις διάφορες καταστάσεις που ενδέχεται να παρουσιαστούν στην πράξη, τις εύλογες μεθόδους υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας.

38

Δεύτερον, η Nakajima ισχυρίζεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 2, παράγραφος 6, του κώδικα αντιντάμπινγκ, υπό την έννοια ότι η λήψη υπόψη, σε σχέση με μια απλή οικονομική μονάδα παραγωγής, των εξόδων στα οποία έχουν υποβληθεί και των κερδών που έχουν πραγματοποιήσει άλλες επιχειρήσεις που διαθέτουν ίδιο δίκτυο διανομής συνιστά παράβαση της υποχρεώσεως πραγματοποιήσεως της συγκρίσεως μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής στο ίδιο στάδιο εμπορικής δραστηριότητας.

39

Για να εκτιμηθεί η βασιμότητα του επιχειρήματος αυτού, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 6, του κώδικα αντιντάμπινγκ

« για να είναι εύλογη η σύγκριση της τιμής εξαγωγής και της εσωτερικής τιμής στη χώρα εξαγωγής ( ή στη χώρα καταγωγής ) ή, εάν συντρέχει περίπτωση, της τιμής που καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου VI, παράγραφος 1, περίπτωση β, της Γενικής Συμφωνίας, αυτή θα αναφέρεται σε τιμές που επιτυγχάνονται στο ίδιο εμπορικό στάδιο, το οποίο κανονικά θα είναι το στάδιο της εξόδου από το εργοστάσιο, και σε πωλήσεις που πραγματοποιούνται σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν πλησιέστερες. Θα λαμβάνονται δεόντως υπόψη, σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με τις ιδιομορφίες της κάθε περιπτώσεως, διαφορές στους όρους πωλήσεως, διαφορές φορολογήσεως' και λοιπές διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών (... ) ».

40

Το επιχείρημα της Nakajima περί ασυμβιβάστου του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού προς το άρθρο 2, παράγραφος 6, του κώδικα αντιντάμπινγκ στερείται κάθε λυσιτέλειας, δεδομένου ότι οι δύο διατάξεις τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα αποβλέπουν σε θεμελιωδώς διαφορετικούς σκοπούς.

41

Ειδικότερα, το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού σκοπό έχει να καθορίσει την κατασκευασμένη κανονική αξία του εκάστοτε προϊόντος, ενώ το άρθρο 2, παράγραφος 6, του κώδικα αντιντάμπινγκ καθορίζει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να γίνεται η σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής. 'Ομως, η σύγκριση αυτή διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφοι 9 και 10, του νέου βασικού κανονισμού, ως προς τις οποίες, ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε ακυρότητα λόγω αντιθέσεως προς το άρθρο 2, παράγραφος 6, του κώδικα αντιντάμπινγκ.

42

Επομένως, ο ισχυρισμός περί ελλείψεως νομιμότητας του νέου βασικού κανονισμού λόγω παραβάσεως του κώδικα αντιντάμπινγκ πρέπει επίσης να απορριφθεί.

3. Επί τον ισχυρισμού περί ελλείψεως νομιμότητας του νέον βασικού κανονισμού λόγω παραβιάσεως ορισμένων γενικών αρχών του δικαίου

43

Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, η προσφεύγουσα προσάπτει, καταρχάς, στην Επιτροπή ότι προσέβαλε, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας αντιντάμπινγκ, ποικιλοτρόπως το δικαίωμα άμυνας. Υποστηρίζει, επίσης, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, παραβιάστηκε η αρχή της ασφαλείας του δικαίου, καθόσον εφαρμόστηκε η δεύτερη μέθοδος υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού, ενώ, σε προηγούμενη υπόθεση, οι κοινοτικές αρχές είχαν αναγνωρίσει την ιδιομορφία της δομής της και, για τον λόγο αυτόν, είχαν κλείσει την εναντίον της διαδικασία αντιντάμπινγκ. Η Nakajima ισχυρίζεται, τέλος, ότι παραβιάστηκε η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον η εφαρμογή της μεθόδου υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας που χρησιμοποιήθηκε στην προκειμένη περίπτωση συνεπαγόταν διάκριση εις βάρος της λόγω της λήψεως υπόψη λογιστικών δεδομένων προερχομένων από επιχειρήσεις με διαφορετική δομή.

44

Αρκεί να επισημανθεί ότι, με τον ισχυρισμό αυτό, η προσφεύγουσα επικρίνει, στην πραγματικότητα, τον τρόπο με τον οποίο οι κοινοτικές αρχές εφάρμοσαν το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού, στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ που κατέληξε στη θέσπιση του προσωρινού και του οριστικού κανονισμού αντιντάμπινγκ. Όμως, με την επίκληση τέτοιου είδους επιχειρημάτων δεν μπορεί να τίθεται υπό αμφισβήτηση η ισχύς κανονισμού στο πλαίσιο του άρθρου 184 της Συνθήκης.

45

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ισχυρισμός περί ελλείψεως νομιμότητας του νέου βασικού κανονισμού, λόγω παραβάσεως ορισμένων γενικών αρχών του δικαίου, πρέπει να απορριφθεί.

46

Δεδομένου ότι κανένας από τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν, προκειμένου να κριθεί ανεφάρμοστος ο νέος βασικός κανονισμός, δεν μπόρεσε να γίνει δεκτός, οι εν λόγω ισχυρισμοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

II — Επί του αιτήματος ακυρώσεως του οριστικού κανονισμού

47

Προς στήριξη του αιτήματος με το οποίο ζητείται η ακύρωση του οριστικού κανονισμού, η Nakajima προβάλλει δέκα λόγους που συνίστανται, αντιστοίχως, στην παράβαση ουσιώδους τύπου, εσφαλμένο καθορισμό των ομοειδών προϊόντων που ελήφθησαν υπόψη, παραβιάσεις κατά τον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, σφάλματα κατά τη σύγκριση της κατασκευασμένης κανονικής αξίας με την τιμή εξαγωγής, σφάλματα κατά την εκτίμηση της κοινοτικής παραγωγής εκτυπωτών, εσφαλμένη εκτίμηση της ζημίας που υφίσταται η κοινοτική βιομηχανία, εσφαλμένη εκτίμηση του συμφέροντος της Κοινότητας για εξάλειψη των επιβλαβών συνεπειών των πρακτικών ντάμπινγκ, σφάλματα κατά τον καθορισμό του ποσού του δασμού αντιντάμπινγκ, παραβίαση ορισμένων γενικών αρχών του δικαίου και κατάχρηση εξουσίας.

1. Επί του ισχυρισμού περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου

48

Η Nakajima υποστηρίζει, καταρχάς, ότι το Συμβούλιο παρέβη τα άρθρα 2 και 8 του εσωτερικού κανονισμού του (JO 1979, L 268, σ. 1 ), καθόσον, αφενός, η πρόταση της Επιτροπής για έκδοση του οριστικού κανονισμού διαβιβάστηκε στο Συμβούλιο χωρίς να τηρηθεί η προθεσμία που προβλέπεται για την κατάρτιση της προσωρινής ημερησίας διατάξεως της συνόδου και, αφετέρου, δεν ήταν διαθέσιμες κατά την ημέρα εκδόσεως του κανονισμού οι μεταφράσεις του εγγράφου σε όλες τις κοινοτικές γλώσσες.

49

Πρέπει να επισημανθεί σχετικώς ότι σκοπός του εσωτερικού κανονισμού ενός κοινοτικού οργάνου είναι η οργάνωση της εσωτερικής λειτουργίας των υπηρεσιών του προς εξασφάλιση της χρηστής διοικήσεως. Συνεπώς, οι κανόνες τους οποίους καθιερώνει, ιδίως σχετικά με την οργάνωση διασκέψεων και τη λήψη αποφάσεων, έχουν κυρίως ως σκοπό να εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη διεξαγωγή των συζητήσεων, με πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων όλων των μελών του οργάνου.

50

Κατά συνέπεια, φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν μπορούν να επικαλούνται παραβίαση των εν λόγω κανόνων που δεν αποσκοπούν στην προστασία των ιδιωτών.

51

Επομένως, το επιχείρημα της Nakajima που στηρίζεται στην παράβαση, εκ μέρους του Συμβουλίου, του εσωτερικού κανονισμού του πρέπει να απορριφθεί.

52

Η Nakajima προβάλλει, στη συνέχεια, έλλειψη αιτιολογίας του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού, καθώς και της 21ης και 22ης αιτιολογικής σκέψεως του οριστικού κανονισμού, καθόσον οι εν λόγω διατάξεις δεν εξηγούν γιατί εγκαταλείφθηκε η παλαιά μέθοδος υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας και με ποιο τρόπο σκόπευαν οι κοινοτικές αρχές να αποφύγουν το ενδεχόμενο διακρίσεων μεταξύ επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από την εφαρμογή, στην περίπτωση της προσφεύγουσας, μεθόδου υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας βασιζόμενης στα έξοδα και τα κέρδη άλλων παραγωγών με ουσιωδώς διαφορετική δομή από την ίδια.

53

Το επιχείρημα αυτό στερείται βάσεως. Συγκεκριμένα, όσον αφορά μεν το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού, ο προβαλλόμενος από τη Nakajima ισχυρισμός απορρίφθηκε ήδη με τις σκέψεις 14 έως 21 της παρούσας αποφάσεως. Όσον αφορά δε την 21η και 22η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού, από τη διατύπωση τους προκύπτει ότι το Συμβούλιο αναφέρθηκε ρητώς στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού, το οποίο καθιερώνει την εφαρμοσθείσα εν προκειμένω μέθοδο υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, και ότι πρόκειται για τη μέθοδο που ακολουθείται συνήθως από την Επιτροπή σε τέτοιες περιπτώσεις. Πρέπει να προστεθεί ότι, όπως επισήμανε το Δικαστήριο με τις σκέψεις 18 και 19 της παρούσας αποφάσεως, το εν λόγω άρθρο απλώς συγκεκριμενοποιεί την προηγούμενη πρακτική των κοινοτικών οργάνων και, κατά συνέπεια, αυξάνει την ασφάλεια του δικαίου για τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορά. Τέλος, το Συμβούλιο αναφέρθηκε, στις αιτιολογικές σκέψεις που επικαλείται η προσφεύγουσα, στο ζήτημα των διακρίσεων που προβάλλει η Nakajima, επισημαίνοντας ότι το γεγονός ότι ορισμένος εξαγωγέας δεν πωλεί το οικείο προϊόν και, κατά συνέπεια, δεν έχει δίκτυο πωλήσεων στην εγχώρια αγορά, δεν πρέπει να μεταβάλει τη βάση υπολογισμού των εξόδων και του κέρδους κατά τη διαμόρφωση της κατασκευασμένης κανονικής αξίας του εξαγωγέα αυτού. Επομένως, από την αιτιολογία του Συμβουλίου προκύπτει σαφώς η συλλογιστική του εν λόγω κοινοτικού οργάνου, γεγονός που επιτρέπει στο Δικαστήριο να ασκήσει χωρίς περιορισμούς τον έλεγχο του.

54

Τέλος, η Nakajima διατείνεται ότι η 60ή αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού στερείται επαρκούς αιτιολογίας, καθόσον, παρά την ύπαρξη εισαγωγών εκτυπωτών σε χαμηλές τιμές από τρίτες χώρες εκτός από την Ιαπωνία, το Συμβούλιο παρέλειψε να εκτιμήσει το μέγεθος της ζημίας που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί από τις εισαγωγές αυτές.

55

Και το επιχείρημα αυτό είναι απορριπτέο. Στην πραγματικότητα, με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, το Συμβούλιο κατέστησε σαφές ότι η μη πρόκληση ζημίας στην κοινοτική αγορά από τις εισαγωγές εκτυπωτών από άλλες τρίτες χώρες οφειλόταν στο γεγονός ότι οι εισαγωγές αυτές κατέστησαν υπολογίσιμες μόνο μετά το τέλος της περιόδου την οποία κάλυπτε η έρευνα που διεξήχθη στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως και ότι οι επιπτώσεις τους περιορίζονταν σε ένα μόνο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, η 60ή αιτιολογική σκέψη πρέπει να θεωρηθεί επαρκώς αιτιολογημένη.

56

Επομένως, ο ισχυρισμός περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου πρέπει να απορριφθεί.

2. Επί του ισχυρισμού περί εσφαλμένου καθορισμού των ομοειόών προϊόντων που λήφθηκαν υπόψη

57

Η Nakajima προσάπτει στο Συμβούλιο ότι υπέπεσε σε προφανές σφάλμα, θεώρησαν ως ομοειδή προϊόντα εκτυπωτές χαμηλών και υψηλών προδιαγραφών. Κατά την προσφεύγουσα, οι δύο κατηγορίες εκτυπωτών διαφοροποιούνται ανάλογα με τον προορισμό των συσκευών, την πελατεία στην οποία απευθύνονται και τη δομή της αγοράς.

58

Ο ισχυρισμός αυτός στερείται βάσεως. Στο υπόμνημα αντικρούσεως του, το Συμβούλιο εκθέτει ότι δεν υπάρχουν γενικώς παραδεκτά κριτήρια για την κατάταξη των εκτυπωτών σε ομοιογενείς κατηγορίες, γεγονός που, άλλωστε, η Nakajima αναγνώρισε με το υπόμνημα απαντήσεως της. Κατά συνέπεια, όλοι οι κρουστικοί εκτυπωτές χαρακτήρων με πίνακα κουκκίδων, που έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα και προορίζονται για την ίδια χρήση, μπορούσαν εγκύρως να θεωρηθούν ως ομοειδή προϊόντα.

3. Επί του ισχυρισμού περί παραβάσεων κατά τον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας

59

Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι κακώς το Συμβούλιο εφάρμοσε στην περίπτωση της τη δεύτερη μέθοδο υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, τέταρτη περίοδος, του νέου βασικού κανονισμού. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού αυτού, η Nakajima προβάλλει ότι η εφαρμογή της εν λόγω μεθόδου στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι εύλογη και, κατά συνέπεια, βρίσκεται σε αντίθεση τόσο προς τον βασικό κανονισμό όσο και προς τον κώδικα αντιντάμπινγκ. Ειδικότερα, η Nakajima θεωρεί ότι η δομή της επιχειρήσεως της παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία δεν ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο κατά τον υπολογισμό της κατασκευασμένης αξίας των εκτυπωτών τους οποίους αφορά η παρούσα υπόθεση, καθόσον, για τον καθορισμό των εξόδων και του κέρδους της Nakajima, το Συμβούλιο βασίστηκε σε λογιστικά δεδομένα επιχειρήσεων με ουσιωδώς διαφορετική δομή από την ίδια.

60

Προκειμένου να εξεταστεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού, πρέπει, καταρχάς, να αναγνωριστεί ότι το Συμβούλιο ορθώς υπολόγισε την κανονική αξία σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού, καθότι, αφενός, ως γνωστόν, η προσφεύγουσα δεν πωλεί εκτυπωτές στην ιαπωνική αγορά, γεγονός που αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο α, του νέου βασικού κανονισμού, και, αφετέρου, οι κοινοτικές αρχές έχουν την ευχέρεια να επιλέγουν μεταξύ της λύσεως που προβλέπεται στην περίπτωση i και αυτής που προβλέπεται στην περίπτωση ii του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, του νέου βασικού κανονισμού, όταν δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία πώληση ομοειδούς προϊόντος στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων στην εσωτερική αγορά της χώρας εξαγωγής ή καταγωγής.

61

Εξάλλου, από τη διατύπωση του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού προκύπτει ότι οι εκεί προβλεπόμενες τρεις μέθοδοι υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας πρέπει να εξετάζονται με τη σειρά που εμφανίζονται στην εν λόγω διάταξη. Μόνον όταν καμία από τις μεθόδους αυτές δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί, μπορεί να γίνει επίκληση της γενικής διατάξεως του άρθρου 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, in fine, κατά την οποία τα έξοδα και το κέρδος καθορίζονται « επί οποιασδήποτε άλλης λογικής βάσεως ».

62

Πρέπει να σημειωθεί, καταρχάς, ότι ορθώς το Συμβούλιο δεν εφάρμοσε στην προκειμένη περίπτωση την πρώτη μέθοδο υπολογισμού, που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν πωλεί στην ιαπωνική αγορά προϊόντα ομοειδή προς αυτά που αφορά η παρούσα υπόθεση.

63

Όσον αφορά, εξάλλου, την εφαρμογή της δεύτερης μεθόδου υπολογισμού στην περίπτωση της Nakajima, πρέπει να σημειωθεί, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του παλαιού βασικού κανονισμού, κατά το οποίο στην κατασκευασμένη κανονική αξία πρέπει να περιλαμβάνεται και ένα λογικό ποσό για τα έξοδα ΠΔΓ, παρέχει στα κοινοτικά όργανα διακριτική εξουσία ως προς τον υπολογισμό του ποσού αυτού ( βλ. ιδίως απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, 260/85 και 106/86, TEC, Συλλογή 1988, σ. 5855, σκέψη 33 ). Ο ίδιος κανόνας ισχύει και για το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού, η διατύπωση του οποίου είναι ταυτόσημη, λειτουργεί δε κατά τον ίδιο τρόπο σε σχέση με τη λήψη υπόψη από τα κοινοτικά όργανα του κέρδους για την κατασκευή της κανονικής αξίας.

64

Περαιτέρω, πρέπει να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, σύμφωνα με την οικονομία του ως άνω κανονισμού 2176/84, « σκοπός της κατασκευής της κανονικής αξίας είναι ο καθορισμός της τιμής πωλήσεως ενός προϊόντος, ως εάν το προϊόν αυτό επωλείτο εντός της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής του » και ότι, « κατά συνέπεια, εκείνα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι ακριβώς τα έξοδα που αφορούν τις πωλήσεις στην εσωτερική αγορά» (αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1988, 250/85, Brother, Συλλογή 1988, σ. 5683' 277/85 και 300/85, Canon, Συλλογή 1988, σ. 5731, σκέψη 26, TEC, προαναφερθείσα, σκέψη 24' και 273/85 και 107/86, Silver Seiko, Συλλογή 1988, σ. 5927, σκέψη 16 ). Δεδομένου ότι οι αρχές αυτές παρέμειναν αμετάβλητες υπό τον νέο βασικό κανονισμό, το ανωτέρω συμπέρασμα ισχύει και για τον κανονισμό αυτό.

65

Συνεπώς, η κανονική αξία ενός προϊόντος πρέπει να κατασκευάζεται σε κάθε περίπτωση ως εάν το εν λόγω προϊόν προοριζόταν για εμπορία στην εγχώρια αγορά, ανεξάρτητα από το αν ο παραγωγός διαθέτει ή είναι σε θέση να διαθέτει δίκτυο διανομής. Έτσι, οι επιχειρήσεις που διαθέτουν την παραγωγή τους αποκλειστικά σε εξαγωγές και αυτές που πωλούν ένα προϊόν, έστω απλώς ομοειδές, στην εγχώρια αγορά πρέπει να τυγχάνουν της ιδίας μεταχειρίσεως. Στην πραγματικότητα, αν ο παραγωγός ως προς τον οποίο διαμορφώνεται ορισμένη κανονική αξία πωλούσε τα προϊόντα του στην εσωτερική αγορά, θα έπρεπε κατ' ανάγκη να προσαρμοστεί στις συνθήκες στις οποίες υπόκεινται οι λοιπές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην εν λόγω αγορά. Επομένως, θα γινόταν διάκριση μεταξύ επιχειρήσεων αν, για έναν παραγωγό που είναι παρών στην εγχώρια αγορά, η κανονική αξία υπολογιζόταν με βάση το σύνολο των εξόδων και των κερδών που περιλαμβάνονται στην τιμή του οικείου προϊόντος, ενώ για έναν εξαγωγέα OEM η κανονική αξία κατασκευαζόταν χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα λογιστικά αυτά στοιχεία.

66

Όσον αφορά, τέλος, τον ισχυρισμό των κοινοτικών αρχών, ότι είναι αδύνατο να είναι κάποια επιχείρηση παρούσα στην ιαπωνική αγορά των τελικών ηλεκτρονικών προϊόντων χωρίς να διαθέτει ίδιο δίκτυο πωλήσεων, γεγονός που, στην προκειμένη περίπτωση, οδήγησε στη λήψη υπόψη των εξόδων και των κερδών ομοειδών επιχειρήσεων που διαθέτουν τέτοιο δίκτυο για την κατασκευή της κανονικής αξίας των εκτυπωτών της προσφεύγουσας, πρέπει να τονισθεί ότι η Nakajima απέδειξε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ευσταθούσε.

67

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι είναι σύμφωνο προς την οικονομία τόσο του κώδικα αντιντάμπινγκ όσο και του νέου βασικού κανονισμού να υπολογίζεται η κατασκευασμένη κανονική αξία των προϊόντων μιας επιχειρήσεως που διαθέτει την παραγωγή της αποκλειστικά σε εξαγωγές και δεν επιδίδεται η ίδια στην εμπορία των προϊόντων της, με βάση τα έξοδα και τα κέρδη άλλων, ομοειδών επιχειρήσεων, οι οποίες πωλούν τα προϊόντα τους στην εγχώρια αγορά.

68

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ισχυρισμός περί παραβάσεων κατά τον υπολογισμό της κατασκευασμένης αξίας των εκτυπωτών της Nakajima πρέπει να απορριφθεί.

4. Επί τον ισχυρισμού περί σφαλμάτων κατά τη σύγκριση της κατασκευασμένης κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής

69

Κατά τη Nakajima, η εφαρμογή, εν προκειμένω, του νέου βασικού κανονισμού οδήγησε σε παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 6, του κώδικα αντιντάμπινγκ, καθόσον το Συμβούλιο δεν συνέκρινε την κανονική αξία και την τιμή εξαγωγής στο αυτό στάδιο εμπορίας. Ειδικότερα, η Nakajima προβάλλει ότι το Συμβούλιο προσδιόρισε την τιμή εξαγωγής κατά το στάδιο « έξοδος από το εργοστάσιο », ενώ κατασκεύασε την κανονική αξία βάσει της τιμής διανομέως ή μεταπράτη, λαμβάνοντας υπόψη τα έξοδα και τα κέρδη τρίτων επιχειρήσεων, οι πωλήσεις των οποίων πραγματοποιούνται σε στάδιο μεταγενέστερο της εξόδου από το εργοστάσιο. Η Nakajima αναφέρει, περαιτέρω, ότι η αφαίρεση μόνο των εξόδων πωλήσεως που αντιστοιχούν στις προμήθειες και τους μισθούς του προσωπικού πωλήσεων, και όχι και όλων των άλλων γενικών εξόδων και εξόδων πωλήσεως καθώς και του ποσοστού κέρδους που αποκομίζεται απαρεγκλίτως στην περίπτωση πωλήσεων που πραγματοποιούνται πέραν του σταδίου εξόδου από το εργοστάσιο, συνιστά εξαιρετικά περιορισμένη διορθωτική επέμβαση και, κατά συνέπεια, δεν ανταποκρίνεται στον κανόνα που επιβάλλει σύγκριση στο αυτό στάδιο εμπορίας.

70

Πρέπει να επισημανθεί σχετικώς ότι, αναφερόμενο στην περίπτωση κατασκευαστικής επιχειρήσεως που δεν πωλεί στην ιαπωνική αγορά το προϊόν το οποίο αφορά η διαδικασία αντιντάμπινγκ, το Δικαστήριο έκρινε ότι, για να είναι ορθή η σύγκριση κανονικής αξίας και τιμής εξαγωγής στο στάδιο της εξόδου από το εργοστάσιο, τα δύο αυτά μεγέθη πρέπει να συγκρίνονται στη φάση της πρώτης πωλήσεως προς ανεξάρτητο αγοραστή ( βλ. ιδίως απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, TEC, προαναφερθείσα, σκέψη 30). Η άποψη αυτή, που διατυπώθηκε από το Δικαστήριο σε σχέση με τον παλαιό βασικό κανονισμό, ισχύει και για την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 6, του κώδικα αντιντάμπινγκ, που είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 2, παράγραφος 9, του παλαιού βασικού κανονισμού, επί του οποίου αποφάνθηκε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση, της 5ης Οκτωβρίου 1988, TEC.

71

Στην υπό κρίση υπόθεση, αφενός, η κανονική αξία των εκτυπωτών της Nakajima κατασκευάστηκε βάσει των εξόδων και των κερδών άλλων επιχειρήσεων που πωλούν ομοειδή προϊόντα στην ιαπωνική αγορά. Αφετέρου, δεδομένου ότι όλοι οι εκτυπωτές της Nakajima πωλήθηκαν σε ανεξαρτήτους διανομείς, η τιμή εξαγωγής υπολογίστηκε στη φάση της εξόδου από τις εν λόγω επιχειρήσεις.

72

Κατά συνέπεια, τόσο η κατασκευασμένη κανονική αξία όσο και η τιμή εξαγωγής καθορίστηκαν, στην προκειμένη περίπτωση, στο στάδιο διαθέσεως από τον διανομέα, όπως, άλλωστε, προκύπτει σαφώς και από την αιτιολογική σκέψη 34 του οριστικού κανονισμού. Επομένως, δεν είναι ακριβές ότι οι κοινοτικές αρχές συνέκριναν την. κανονική αξία και την τιμή εξαγωγής σε δύο διαφορετικά στάδια της εμπορίας.

73

Κατά τα λοιπά, είναι γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν ζήτησε, σε καμία φάση της διοικητικής διαδικασίας, την εφαρμογή διορθωτικών επεμβάσεων που θα αντιστάθμιζαν τη λήψη υπόψη διαφορετικών φάσεων της εμπορίας κατά τη σύγκριση της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, ούτε, κατά συνέπεια, απέδειξε ότι ένα τέτοιο αίτημα μπορούσε να δικαιολογηθεί, όπως απαιτεί το άρθρο 2, παράγραφος 9, στοιχείο β, του νέου βασικού κανονισμού. Εξάλλου, κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, η Nakajima δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έπρεπε, στην προκειμένη περίπτωση, να επιφέρει περισσότερες διορθώσεις στους υπολογισμούς του από εκείνες που επέφερε με δική του πρωτοβουλία.

74

Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού αυτού στερείται βάσεως.

75

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι το Συμβούλιο προδήλως έσφαλε κατά την εκτίμηση της σημασίας των πραγματικών δεδομένων διακρίνοντας μεταξύ των προϊόντων που πωλούνταν ως OEM και εκείνων που πωλούνται ως μη OEM. Εφόσον όλα τα προϊόντα της Nakajima πωλούνται στο στάδιο « έξοδος από το εργοστάσιο », η πρόσθεση στο κόστος τους των εξόδων διανομής συνιστά ουσιώδες σφάλμα, ικανό να στρεβλώσει τη σύγκριση και, κατά συνέπεια, τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ. Όσον αφορά, ειδικότερα, τις πωλήσεις OEM, η λήψη υπόψη των εξόδων εμπορίας επιχειρήσεων που διαθέτουν ίδιο σύστημα εμπορίας οδηγεί σε διόγκωση των εξόδων ΠΔΓ της προσφεύγουσας. Κατά τη Nakajima, τα εν λόγω έξοδα δεν φθάνουν το 5 %, ενώ το Συμβούλιο εκτιμά ότι υπερβαίνουν το 15 %.

76

Επ' αυτού πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως επισήμανε το Συμβούλιο κατά την έγγραφη διαδικασία, η κανονική αξία πρέπει να διαμορφώνεται βάσει της συμπεριφοράς των άλλων παραγωγών που είναι παρόντες στην αγορά, διακρίνοντας μεταξύ των πωλήσεων OEM και των πωλήσεων μη OEM, δεδομένου ότι η εμπορία υπό ίδιο εμπορικό σήμα συνεπάγεται σαφώς μεγαλύτερα έξοδα απ' ό,τι η πώληση εκτυπωτών ως OEM. Όσον αφορά δε τη λήψη υπόψη, σε σχέση με τις πωλήσεις OEM, των εξόδων ΠΔΓ των επιχειρήσεων που διαθέτουν ίδιο σύστημα εμπορίας, το Συμβούλιο ορθώς έκρινε, στο πλαίσιο της διακριτικής ευχερείας που του αναγνωρίζεται προκειμένου για την εκτίμηση περίπλόκων οικονομικών καταστάσεων ( βλ., παραδείγματος χάρη, απόφαση της 7ης Μαΐου 1987, 258/84, Nippon Seiko, Συλλογή 1987, σ. 1923, σκέψη 21 ), ότι ήταν απαραίτητο να λάβει υπόψη τα έξοδα που συνεπάγεται η παρουσία στην ιαπωνική αγορά.

77

Επομένως, και το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού είναι αβάσιμο.

78

Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός περί σφαλμάτων κατά τη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής πρέπει να απορριφθεί.

5. Επί του ισχυρισμού περί εσφαλμένου υπολογισμού της κοινοτικής παραγωγής εκτυπωτών

79

Με τον ισχυρισμό αυτόν, η Nakajima προσάπτει στο Συμβούλιο ότι κακώς ανέφερε στον οριστικό κανονισμό ότι οι τέσσερις κοινοτικοί παραγωγοί μέλη της Europrint εκπροσωπούν 65 ο/ο της κοινοτικής παραγωγής κρουστικών εκτυπωτών χαρακτήρων με πίνακα κουκκίδων καταγωγής Ιαπωνίας. Κατά την προσφεύγουσα, από τη μελέτη που πραγματοποίησε η εταιρία Ernst & Whinney (στο εξής: Ε & W) κατ' εντολή της Committee of Japanese Printers, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας αντιντά-μπινγκ, προκύπτει ότι δύο μέλη της Europrint, η Mannesmann-Tally και η Philips, εισήγαγαν σημαντικό αριθμό ιαπωνικών εκτυπωτών στην Κοινότητα, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να θεωρούνται κοινοτικοί παραγωγοί. Επιπλέον, σε αντίθεση προς τα εκτιθέμενα στην 45η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού, η μελέτη Ε & W δείχνει ότι δεν ανήκουν όλοι οι εισαχθέντες από τη Mannesmann-Tally και τη Philips εκτυπωτές στην κατηγορία των εκτυπωτών χαμηλής ποιότητας, αλλά ανήκουν εν μέρει και στην κατηγορία μέσης ποιότητας. Περαιτέρω, το Συμβούλιο εσφαλμένα θεώρησε ότι η αγορά των χαμηλής ποιότητας εκτυπωτών αναπτύσσεται ταχύτερα από κάθε άλλη, ενώ, κατά τη μελέτη Ε & W, αυτή παρουσιάζει μικρότερη ανάπτυξη απ' ό,τι η αγορά των υψηλής ποιότητας εκτυπωτών καθώς και η αγορά εκτυπωτών στο σύνολό της.

80

Πρέπει να επισημανθεί, καταρχάς, ότι, κατά τη νομολογία, που υπενθυμίζεται ιδίως στην απόφαση της 14ης Μαρτίου 1990, Gestetner (προαναφερθείσα, σκέψη 43 ), εναπόκειται στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο, στα πλαίσια της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν, να εξετάζουν αν πρέπει-να αποκλείσουν από τον κλάδο παραγωγής της Κοινότητας τους παραγωγούς που είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ. Αυτή η εξουσία εκτιμήσεως πρέπει να ασκείται κατά περίπτωση, σε συνάρτηση με όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά.

81

Πρέπει να σημειωθεί, περαιτέρω, ότι, εν προκειμένω, η Nakajima δεν απέδειξε ότι οι κοινοτικές αρχές υπέπεσαν σε προφανές σφάλμα κατά την άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως. Όπως προκύπτει, ειδικότερα, από τους ισχυρισμούς των κοινοτικών οργάνων, που δεν αμφισβητήθηκαν σοβαρά από την προσφεύγουσα, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που εισήγαγαν ιαπωνικούς εκτυπωτές πρέπει να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό της κοινοτικής παραγωγής, καθότι οι εισαγωγές αυτές αποτελούσαν, όπως προκύπτει, άλλωστε, σαφώς από τις αιτιολογικές σκέψεις του προσωρινού και του οριστικού κανονισμού, μέτρα αυτοάμυνας που σκοπό είχαν να πληρώσουν τα κενά στο φάσμα των προϊόντων των οικείων επιχειρήσεων, που δημιουργήθηκαν όταν οι εν λόγω επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να σταματήσουν την παραγωγή ορισμένων κατηγοριών προϊόντων συνεπεία των πρακτικών ντάμπινγκ των Ιαπώνων εξαγωγέων.

82

Υπό τις συνθήκες αυτές, οι κοινοτικοί παραγωγοί που εισήγαγαν ιαπωνικούς εκτυπωτές δεν είχαν την πρόθεση να ζημιωθούν προκαλώντας με τις εισαγωγές αυτές τη μείωση της χρησιμοποιήσεως του παραγωγικού δυναμικού τους, τη μείωση των τιμών τους ή την εγκατάλειψη των σχεδίων τους για αύξηση της ιδίας παραγωγής ή για παραγωγή νέων προϊόντων. Κατά συνέπεια, οι πραγματοποιηθείσες από κοινοτικούς παραγωγούς εισαγωγές δεν συνέβαλαν στη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία και, κατά συνέπεια, δεν υπήρχε κανένας λόγος να αποκλεισθούν οι εν λόγω επιχειρήσεις από τον κύκλο των κοινοτικών παραγωγών.

83

Όσον αφορά τα επιχειρήματα που έχουν σχέση με τον καθορισμό του τμήματος της αγοράς στο οποίο αντιστοιχούν τα εισαγόμενα προϊόντα, καθώς και με το μέγεθος και την αύξηση του μεγέθους των διαφόρων τμημάτων, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως συνάγεται από τη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως, οι κατατμήσεις της αγοράς είναι περιστασιακές λόγω της παντελούς ελλείψεως σαφούς προς τούτο ορισμού, οπότε οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να κλονίσουν τη βασιμότητα της θέσεως των κοινοτικών οργάνων επί του θέματος.

84

Επομένως, ο αναφερόμενος σε εσφαλμένο υπολογισμό της κοινοτικής παραγωγής εκτυπωτών ισχυρισμός στερείται βάσεως.

6. Επί των ισχυρισμών περί εσφαλμένης εκτιμήσεως της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία και του συμφέροντος της Κοινότητας προς τερματισμόν της ζημίας αυτής

85

Προς υποστήριξη του ισχυρισμού περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγματικών δεδομένων και προφανών σφαλμάτων εκτιμήσεως κατά την αποτίμησητης ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία, η προσφεύγουσα αναφέρει, καταρχάς, ότι το Συμβούλιο κακώς έλαβε υπόψη για τον προσδιορισμό της εκτάσεως της εν λόγω ζημίας και το έτος 1983, ενώ η έρευνα που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας δεν αφορούσε το έτος αυτό.

86

Υπενθυμίζεται σχετικώς ότι, όπως τονίστηκε στη σκέψη 76, τα κοινοτικά όργανα έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εκτίμηση περίπλοκων οικονομικών καταστάσεων. Ο καθορισμός της περιόδου που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την αποτίμηση της ζημίας στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ αποτελεί μια τέτοια περίπτωση (βλ. ιδίως την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 1989, C-121/86, Ανώνυμος Εταιρία Επιχειρήσεων Μεταλλευτικών, Βιομηχανικών και Ναυτιλιακών κ.λπ., Συλλογή 1989 σ. 3919, σκέψη 20).

87

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έγινε υπέρβαση των ορίων της διακριτικής αυτής ευχέρειας. Το Συμβούλιο προέβαλε με πειστικό τρόπο, ότι, αφενός, η ζημία την οποία υπέστη η κοινοτική βιομηχανία έπρεπε να προσδιοριστεί με αναφορά σε μακρύτερη χρονική περίοδο από αυτήν που κάλυπτε η έρευνα περί υπάρξεως πρακτικών ντάμπινγκ. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο γ, του νέου βασικού κανονισμού, η εξέταση της ζημίας προϋποθέτει τη μελέτη των « πραγματικών ή δυνάμει τάσεων των οικονομικών παραγόντων των σχετικών με αυτήν », η οποία, κατά συνέπεια, πρέπει να καλύπτει αρκετά μακρά χρονική περίοδο. Εξάλλου, η λήψη υπόψη των δεδομένων του έτους 1983 εδικαιολογείτο από το γεγονός ότι τα αποκλειστικά δικαιώματα που είχε η Seiko Epson για την κατασκευή εκτυπωτών συμβατών με τους υπολογιστές IBM για προσωπική χρήση έληξαν το 1984, όπως άλλωστε προκύπτει σαφώς και από την 104η αιτιολογική σκέψη του προσωρινού κανονισμού. 'Ετσι, το έτος 1983 είναι χαρακτηριστικό της καταστάσεως που επικρατούσε πριν από το άνοιγμα ενός σημαντικού τμήματος της αγοράς εκτυπωτών, το οποίο προκλήθηκε από την εκπνοή των αποκλειστικών δικαιωμάτων της Seiko Epson. Επομένως, οι κοινοτικές αρχές δεν υπέπεσαν σε κανένα σφάλμα εκτιμήσεως επιλέγοντας το έτος αυτό ως σημείο εκκινήσεως για την εκτίμηση της μεταγενέστερης εξελίξεως της εν λόγω αγοράς.

88

Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα αυτό της Nakajima πρέπει να απορριφθεί.

89

Η Nakajima αμφισβητεί, στη συνέχεια, την ακρίβεια των αριθμητικών στοιχείων σχετικά με την εξέλιξη των μεριδίων της αγοράς που περιέχονται στην 47η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού και φρονεί ότι, στην πραγματικότητα, τα μέλη της Europrint δεν έχασαν καθόλου από το μερίδιό τους στην αγορά αλλά, αντιθέτως, η παραγωγή τους σημείωσε ελαφρά άνοδο. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που έπαυσαν τις εργασίες τους πριν από την καλυπτόμενη από την έρευνα περίοδο θα έπρεπε να μη ληφθούν υπόψη κατά την αποτίμηση της ζημίας.

90

Το επιχείρημα αυτό στερείται βάσεως. Πρέπει να επισημανθεί ότι τα αριθμητικά στοιχεία που παρατίθενται στην 47η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού συμφωνούν απολύτως με τα περιεχόμενα στη μελέτη Ε & W, την οποία επικαλείται η Nakajima. Η εν λόγω μελέτη όμως διαπιστώνει ουσιώδεις απώλειες μεριδίων της αγοράς για τους κοινοτικούς κατασκευαστές εκτυπωτών μεταξύ 1983 και 1986, που συνδυάζονται με σημαντική αύξηση των μεριδίων αγοράς των Ιαπώνων εξαγωγέων. Εξάλλου, από τα αριθμητικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα προκύπτει ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί έχασαν μερίδια της αγοράς, τούτο δε χωρίς να ληφθούν υπόψη τα στοιχεία που αφορούσαν τις δύο επιχειρήσεις Triumph-Adler και Logabax που είχαν παύσει τις εργασίες τους πριν από την καλυπτόμενη από την έρευνα περίοδο.

91

Η Nakajima υποστηρίζει επίσης ότι οι εκτιμήσεις του Συμβουλίου σχετικά με την εξέλιξη των τιμών είναι εσφαλμένες, καθόσον η μείωση των τιμών των εκτυπωτών στην κοινοτική αγορά, που δεν είναι τόσο σημαντική όσο δείχνει ο οριστικός κανονισμός, οφείλεται στη μεγάλη μείωση του κόστους παραγωγής και στην αύξηση των μεριδίων της αγοράς των Ιαπώνων εξαγωγέων. Η Nakajima υποστηρίζει επίσης ότι οι τιμές των εκτυπωτών της αυξήθηκαν μεταξύ του 1984 και του 1986. Επιπλέον, το Συμβούλιο υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως όσον αφορά τη μείωση των τιμών στην οποία αναφέρονται οι αιτιολογικές σκέψεις 51 και 53 του οριστικού κανονισμού, καθόσον συνέκρινε ορισμένη τιμή στο στάδιο « έξοδος από το εργοστάσιο » με τιμή στο στάδιο διανομής.

92

Επ' αυτού πρέπει να τονιστεί, καταρχάς, ότι το γεγονός ότι οι υπολογισμοί της Nakajima κατέληξαν σε μικρότερη μείωση της τιμής απ' ό,τι οι υπολογισμοί του Συμβουλίου εξηγείται από το ότι στους πρώτους δεν συμπεριλαμβάνεται το έτος 1983. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ο ισχυρισμός της Nakajima, σύμφωνα με την οποία οι μειώσεις τιμών στην κοινοτική αγορά οφείλονται όχι στην αύξηση των μεριδίων αγοράς των Ιαπώνων εξαγωγέων αλλά σε σημαντική μείωση των εξόδων παραγωγής, παραμένει απλός ισχυρισμός. Περαιτέρω, και αν ακόμη θεωρηθεί ως αληθές ότι, μεταξύ 1984 και 1986, οι τιμές της Nakajima αυξήθηκαν οι τιμές της προσφεύγουσας, όπως ορθά παρατήρησε το Συμβούλιο, εξακολουθούσαν να είναι χαμηλότερες κατά 41 %. Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα περί άνισης μεταχειρίσεως κατά τη σύγκριση των τιμών, πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους στους οποίους στηρίζεται η συλλογιστική που εκτίθεται στις σκέψεις 70 έως 74 της παρούσας αποφάσεως.

93

Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός περί σφαλμάτων κατά την εκτίμηση της εξελίξεως των τιμών είναι απορριπτέος.

94

Η Nakajima προβάλλει επίσης την ύπαρξη σφαλμάτων κατά την εκτίμηση των λοιπών σημαντικών οικονομικών παραγόντων που αναφέρονται στην 54η και 55η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού. Εκθέτει ότι μεταξύ 1984 και 1986 οι κοινοτικοί παραγωγοί αύξησαν το δυναμικό τους και δεν υπέστησαν ζημία, καθότι είχαν επαρκείς πόρους για να προβούν σε επενδύσεις, και μάλιστα προέβησαν σε επενδύσεις πέραν των αναγκαίων.

95

Αρκεί να σημειωθεί επ' αυτού ότι η προσφεύγουσα ούτε ανέφερε την πηγή των αριθμητικών δεδομένων που επικαλείται προς στήριξη του ισχυρισμού της ούτε δικαιολόγησε σοβαρά εν λόγω δεδομένα.

96

Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ισχυρισμός περί προφανούς σφάλματος κατά την εκτίμηση των οικονομικών δεδομένων είναι απορριπτέος.

97

Τέλος, η Nakajima αμφισβητεί το γεγονός ότι η προβαλλόμενη από την Europrint ζημία προκλήθηκε από τις εισαγωγές ιαπωνικών κρουστικών εκτυπωτών χαρακτήρων με πίνακα κουκκίδων, υποστηρίζει δε ότι η εν λόγω ζημία είναι το αποτέλεσμα εισαγωγών εκτυπωτών από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας. Αναφερόμενη στην 60ή αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού, η Nakajima προσάπτει ιδίως στο Συμβούλιο ότι δεν εξέτασε το θέμα της ζημίας που προκλήθηκε από τις εισαγωγές εκτυπωτών από τρίτες χώρες, ενώ θεωρεί ότι το Συμβούλιο απέδωσε περισσότερη από τη δέουσα βαρύτητα στην προκληθείσα από τους Ιάπωνες παραγωγούς ζημία.

98

Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Το Συμβούλιο εξέθεσε με πειστικό τρόπο ότι οι εισαγωγές εκτυπωτών από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας δεν προκάλεσαν ζημία στην κοινοτική αγορά, δεδομένου ότι έγιναν αισθητές σε ένα μόνο κράτος μέλος και έλαβαν σημαντικές διαστάσεις μόνο μετά το πέρας της περιόδου που καλύπτει η έρευνα στην οποία αναφέρεται η παρούσα δίκη.

99

Περαιτέρω, η Nakajima δεν προσκόμισε καμία απόδειξη πρακτικής ντάμπινγκ για τη ληφθείσα υπόψη περίοδο κατά τις εισαγωγές εκτυπωτών από τρίτες χώρες εκτός της Ιαπωνίας, κατά συνέπεια δε, δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι οι παράγοντες τους οποίους επικαλέστηκε συνέβαλαν στην πρόκληση της διαπιστωθείσας ζημίας.

100

Προς στήριξη του ισχυρισμού περί εσφαλμένης εκτιμήσεως όσον αφορά το συμφέρον της Κοινότητας για τερματισμό της ζημίας που προκαλούν οι πρακτικές ντάμπινγκ, η Nakajima διατείνεται ότι, σε αντίθεση προς τα υποστηριζόμενα από το Συμβούλιο στις αιτιολογικές σκέψεις 63 έως 66 του οριστικού κανονισμού, η μείωση της αποδοτικότητας που υπέστησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί οφείλεται όχι στις πρακτικές ντάμπινγκ των Ιαπώνων εξαγωγέων αλλά στα σφάλματα των ιδίων κατά τη διαχείριση.

101

Αρκεί να σημειωθεί σχετικά ότι, όπως έχει ήδη διαπιστώσει το Δικαστήριο στη σκέψη 90 της παρούσας αποφάσεως, το Συμβούλιο δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής του ευχέρειας, καταλήγοντας εν προκειμένω στο συμπέρασμα ότι η κοινοτική βιομηχανία απώλεσε μερίδια της αγοράς συνεπεία των πρακτικών ντάμπινγκ των Ιαπώνων εξαγωγέων. Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα ουδόλως θεμελίωσε τον ισχυρισμό της περί σφαλμάτων διαχειρίσεως των κοινοτικών παραγωγών.

102

Από το σύνολο των προηγηθεισών σκέψεων προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί περί σφαλμάτων όσον αφορά τη ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία και το συμφέρον της Κοινότητας για τερματισμό της στερούνται βάσεως και, επομένως, πρέπει να απορριφθούν.

7. Eπί τον ισχυρισμού περί οφαλμάτων κατά τον καθοριομό τον ποσού τον οασμού αντιντάμπινγκ

103

Καταρχάς, η Nakajima προσάπτει στο Συμβούλιο ότι, προκειμένου να καθορίσει το ύψος των αναγκαίων για την εξάλειψη της ζημίας δασμών, απέδωσε, όπως προκύπτει από την 68η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού, τη μείωση των τιμών των εκτυπωτών στην κοινοτική αγορά σε πρακτικές ντάμπινγκ και δεν μελέτησε σε βάθος τις πραγματικές αιτίες της μειώσεως αυτής των τιμών. Εξάλλου, η Nakajima επικρίνει τη μέθοδο υπολογισμού του κατωφλίου ζημίας του κάθε εξαγωγέα, που περιγράφεται στην 72η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού, κατά την οποία το εν λόγω κατώφλιο ζημίας καθορίζεται κατόπιν συγκρίσεως της μέσης σταθμισμένης τιμής πωλήσεως στον πρώτο αγοραστή και της μέσης αξίας cif των οικείων πωλήσεων. Εκτιμά δε, ότι, αν η εν λόγω μέθοδος είχε εφαρμοστεί σωστά, το κατώφλιο ζημίας για τη Nakajima θα έπρεπε να ήταν μηδενικό.

104

Το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού αυτού πρέπει να απορριφθεί εν όψει των σκέψεων που αναπτύχθηκαν κατά την εξέταση του ισχυρισμού της Nakajima περί σφαλμάτων κατά την εκτίμηση της ζημίας που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία. Εξάλλου, οι αιτιολογικές σκέψεις του προσωρινού και του οριστικού κανονισμού δίνουν μια σαφή και εμπεριστατωμένη εξήγηση ως προς τη σχέση που υφίσταται εν προκειμένω μεταξύ της αυξήσεως των μεριδίων αγοράς των ιαπωνικών προϊόντων και των μειώσεων των τιμών των εκτυπωτών.

105

Όσον αφορά το κατώφλιο ζημίας, η Επιτροπή ανέφερε, χωρίς να αντικρουστεί, ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας είναι αποτέλεσμα μη κατανοήσεως της μεθόδου υπολογισμού που εκτίθεται στην 72η αιτιολογική σκέψη του οριστικού κανονισμού. Ειδικότερα, το κατώφλιο ζημίας εκφράζει την αύξηση που πρέπει να σημειώσουν οι τιμές των ιαπωνικών προϊόντων στην Κοινότητα προκειμένου να καλυφθεί το ποσό κατά το οποίο αυτές υπολείπονται των τιμών των κοινοτικών προϊόντων. Όμως, το εν λόγω κατώφλιο ζημίας, που υπολογίστηκε στο πλαίσιο της έρευνας, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως έχει για να εκφράσει το ύψος του δασμού, διότι ελήφθη με αναφορά όχι στην τιμή « ελεύθερο στα σύνορα » της Κοινότητας ( στο εξής: τιμή cif), αλλά στην τιμή πωλήσεως στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή στην Κοινότητα, η οποία είναι κατ' ανάγκη ανώτερη της τιμής cif, λόγω του ότι συμπεριλαμβάνει τους τελωνειακούς δασμούς και τα έξοδα εκτελωνισμού. Αντίθετα, οι δασμοί αντιντά-μπινγκ επιβάλλονται επί των καθαρών τιμών « ελεύθερο στα σύνορα » της Κοινότητας προ του εκτελωνισμού, ήτοι επί της αξίας cif των εισαγομένων προϊόντων. Κατά συνέπεια, για τον καθορισμό του ύψους τού δασμού αντιντάμπινγκ, το κατώφλιο ζημίας πρέπει να μετατρέπεται σε ποσοστό της τιμής cif κάθε εξαγωγέα.

106

Επομένως, ο ισχυρισμός περί εσφαλμένου υπολογισμού του ποσού του δασμού αντι-ντάμπινγκ είναι αβάσιμος.

8. Επί τον ισχυρισμού περί παραβιάσεως πλειόνων γενικών αρχών του δικαίου

107

Στο πρώτο σκέλος του εν λόγω ισχυρισμού, η Nakajima υποστηρίζει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, οι κοινοτικές αρχές προσέβαλαν ποικιλοτρόπως τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, διατείνεται ότι οι εν λόγω αρχές δεν της γνωστοποίησαν εγκαίρως ότι επρόκειτο να μην εφαρμόσουν στην περίπτωση της τη μέθοδο υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας που είχαν εφαρμόσει σε προηγούμενη διαδικασία αντιντάμπινγκ, που αφορούσε ηλεκτρονικές γραφομηχανές και κατέληξε στην προπαρατεθείσα απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, TEC. Αν είχε εφαρμοστεί η εν λόγω διαδικασία, η ιδιαιτερότητα της δομής της Nakajima θα είχε ληφθεί υπόψη, γεγονός που θα είχε οδηγήσει στον τερματισμό της διαδικασίας αντιντάμπινγκ ως προς την προσφεύγουσα ( βλ. απόφαση 86/34/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 12ης Φεβρουαρίου 1986, για την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ηλεκτρονικών γραφομηχανών που κατασκευάζονται από τη Nakajima All Precision Co. Ltd, καταγωγής Ιαπωνίας, EE L 40, σ. 29 ). Εξάλλου, η Nakajima προσάπτει στις κοινοτικές αρχές ότι δεν της κοινοποίησαν εγκαίρως τα ονόματα των επιχειρήσεων των οποίων τα λογιστικά στοιχεία ελήφθησαν υπόψη για τη διαμόρφωση της κατασκευασμένης κανονικής αξίας στην παρούσα διαδικασία. Περαιτέρω, διατείνεται ότι δεν της παρασχέθηκε η δυνατότητα να εκθέσει κατά τον δέοντα τρόπο την άποψη της σχετικά με την ιδιαιτερότητα της δομής της και ότι η Επιτροπή μετήλθε παρελκυστικές μεθόδους, ιδίως δίνοντας στην προσφεύγουσα την εντύπωση ότι θα μπορούσε ακόμη να προβάλει τα επιχειρήματά της κατά την « disclosure conference » ( ενημερωτική σύσκεψη ), η οποία θα επραγματοποιείτο μετά την υποβολή της προτάσεως της Επιτροπής για τον νέο βασικό κανονισμό. Τέλος, όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους της ζημίας, η Επιτροπή χρησιμοποίησε στοιχεία άλλα από τα περιεχόμενα στη μελέτη Ε & W, στηρίχθηκε δε κυρίως σε στοιχεία που συνέλεξε στο πλαίσιο έρευνας που διεξήγαγε στις επιχειρήσεις των ενδιαφερομένων παραγωγών.

108

Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν υπάρχει προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, εφόσον παρέχεται η δυνατότητα στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, να καταστήσει γνωστή την άποψη της για το υποστατό και τη λυσιτέλεια των προβαλλομένων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, ενδεχομένως δε και για τα έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή (βλ. παραδείγματος χάρη, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, 85/76, Hoffmann-La Roche, ECR 1979, σ. 461, σκέψη 11 ).

109

Όμως, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά των συσκέψεων που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της Nakajima και των κοινοτικών οργάνων, καθώς και από την αλληλογραφία που αντηλλάγη μεταξύ των μερών, η προσφεύγουσα μετέσχε σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας και, κατά συνέπεια, ήταν σε θέση να καταστήσει γνωστές τις απόψεις της.

110

Επιπλέον, η Nakajima είχε στη διάθεση της όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να προετοιμάσει, έγκαιρα και αποτελεσματικά, την άμυνα της. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα αναγνώρισε κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση ότι, το αργότερο μέχρι τις 15 Μαρτίου 1988, είχε ενημερωθεί για τη μέθοδο υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας. Εξάλλου, στις αιτιολογικές σκέψεις 36, 38 και 40 του προσωρινού κανονισμού, η Επιτροπή εξέθετε όλες τις λεπτομέρειες σχετικά με τον υπολογισμό αυτόν. Τέλος, στο από 21 Ιουνίου 1988 έγγραφό της, η Nakajima ανέπτυξε ήδη όλα τα επιχειρήματα τα οποία κατόπιν επανέλαβε στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

111

Πρέπει να προστεθεί ότι η εφαρμοσθείσα στην περίπτωση της προσφεύγουσας μέθοδος υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας προβλέπεται ρητά στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο β, περίπτωση ii, του νέου βασικού κανονισμού, του οποίου η δημοσίευση έγινε τρεις μήνες και πλέον πριν από την έκδοση του οριστικού κανονισμού, γεγονός που σημαίνει ότι η Nakajima μπορούσε να καταστήσει εγκαίρως γνωστή την άποψη της επί του θέματος.

112

Περαιτέρω, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η Nakajima δεν μπορεί να προσάψει στις κοινοτικές αρχές ότι δεν της παρέσχαν όλες τις πληροφορίες που ζήτησε, εκτός, βεβαίως, εκείνων που ήταν εμπιστευτικές. Πρέπει σχετικώς να επισημανθεί ότι, αφενός, η προσφεύγουσα ζήτησε πληροφορίες περί της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό των εξόδων και του κέρδους μόλις στις 2 Σεπτεμβρίου 1988, ήτοι εκτός της προθεσμίας ενός μήνα από της επιβολής του προσωρινού δασμού που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο γ, i, γγ, του νέου βασικού κανονισμού. Αφετέρου, οι λεπτομέρειες ως προς το κόστος και τα κέρδη των ανταγωνιστών της Nakajima πρέπει να θεωρηθούν εμπιστευτικές, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νέου βασικού κανονισμού και, επομένως, δεν μπορούσαν να κοινοποιηθούν στην προσφεύγουσα (βλ. ιδίως την προπαρατεθείσα απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, TEC, σκέψη 20 ).

113

Κατά τα λοιπά, το ενδεχόμενο εφαρμογής μιας διαφορετικής μεθόδου υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, που εφαρμοζόταν ισχύοντος του προηγουμένου κανονιστικού πλαισίου, δεν ασκεί επιρροή στην παρούσα υπόθεση, καθότι οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες δεν μπορούν να επικαλούνται δικαίωμα εφαρμογής στην περίπτωση τους κανόνων που τροποποιήθηκαν με αποφάσεις ληφθείσες από τα κοινοτικά όργανα στο πλαίσιο της ασκήσεως της διακριτικής τους ευχέρειας (βλ. παραδείγματος χάρη, απόφαση της 7ης Μαΐου 1987, 256/84, Koyo Seiko, Συλλογή 1987, σ. 1899, σκέψη 20).

114

Όσον αφορά, τέλος, τη χρησιμοποίηση λογιστικών στοιχείων άλλων από τα περιεχόμενα στη μελέτη Ε & W, από το έγγραφο της 28ης Σεπτεμβρίου 1988, που απηύθυνε η Επιτροπή στη Nakajima, προκύπτει ότι ουδέποτε τέθηκε θέμα να στηριχθούν οι κοινοτικές αρχές αποκλειστικά στα στοιχεία της εν λόγω μελέτης. Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι ο φάκελος που καταρτίστηκε από την Επιτροπή, στον οποίο η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, στοιχείο α, του νέου βασικού κανονισμού, περιείχε μη εμπιστευτικές περιληπτικές εκθέσεις περί των δεδομένων των διαφόρων κοινοτικών παραγωγών. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η διαπίστωση της ζημίας.

115

Υπό τις συνθήκες αυτές, το πρώτο σκέλος του εν λόγω ισχυρισμού στερείται βάσεως.

116

Προς στήριξη του δευτέρου σκέλους του ισχυρισμού αυτού, η Nakajima προβάλλει ότι εν προκειμένω παραβιάστηκε η αρχή της ασφαλείας του δικαίου, επειδή, κατά τη διαδικασία αντιντάμπινγκ επί της οποίας το Δικαστήριο εξέδωσε την πραπαρατεθείσα απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, TEC, η Επιτροπή και το Συμβούλιο έλαβαν υπόψη την ιδιαιτερότητα της δομής της προσφεύγουσας και τερμάτισαν για τον λόγο αυτό τη διαδικασία ως προς τη Nakajima. Εφόσον η δομή της Nakajima δεν μετεβλήθη έκτοτε, μπορεί να συναχθεί ότι αποτελεί κεκτημένο δικαίωμα της προσφεύγουσας να αναγνωριστεί ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της και να προσδοκά δικαιολογημένα ότι δεν θα ανατραπούν οι λύσεις που δόθηκαν υπό το καθεστώς του παλαιού βασικού κανονισμού. Περαιτέρω, παραβιάστηκε η αρχή της μη αναδρομικής ισχύος των κανόνων δικαίου συνεπεία της εφαρμογής, από 15ης Μαρτίου 1988, μιας νέας μεθόδου υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας που δεν προβλεπόταν στον ισχύοντα κατά τον κρίσιμο χρόνο βασικό κανονισμό και η οποία ήταν πλήρως αντίθετη προς την μέχρι τότε ερμηνεία από τα κοινοτικά όργανα.

117

Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Καταρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, το Δικαστήριο, με την προπαρα-τεθείσα απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, TEC, όπου η Nakajima δεν ήταν διάδικος, αποφάνθηκε αποκλειστικά επί του κανονισμού (ΕΟΚ) 1698/85 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1985, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ηλεκτρονικών γραφομηχανών καταγωγής Ιαπωνίας ( ΕΕ L 163, σ. 1 ), αφήνοντας ρητώς ανοικτό το ζήτημα της βασιμότητας του τερματισμού της διαδικασίας ως προς τη Nakajima.

118

Εν πάση περιπτώσει, η διαδικασία που ακολουθήθηκε στα πλαίσια της υποθέσεως αυτής σε σχέση με τη Nakajima δεν αποτελεί προηγούμενο που δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα, καθότι η νομολογία θεωρεί ότι ο βασικός κανονισμός περί ντάμπινγκ παρέχει στις κοινοτικές αρχές ορισμένη διακριτική ευχέρεια, ιδίως όσον αφορά την εκτίμηση του ποσού των εξόδων που θα συμπεριληφθεί στην κατασκευασμένη κανονική αξία (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, TEC, σκέψη 33) και ότι το γεγονός ότι η κοινοτική αρχή κάνει χρήση της διακριτικής αυτής ευχέρειας, χωρίς να εξηγεί λεπτομερώς και εκ των προτέρων τα κριτήρια τα οποία σκοπεύει να εφαρμόσει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφαλείας του δικαίου ( βλ. προπαρατεθείσα απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, Brother, σκέψη 29).

119

Όσον αφορά, εξάλλου, την προβαλλόμενη προσβολή κεκτημένων δικαιωμάτων, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι κοινοτικές αρχές έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια, οι συναλλασσόμενοι δεν μπορούν να επικαλούνται βασίμως κεκτημένο δικαίωμα διατηρήσεως ενός πλεονεκτήματος απορρέοντος από την εφαρμοστέα κοινοτική ρύθμιση και του οποίου επωφελήθηκαν σε δεδομένη στιγμή (βλ. ιδίως απόφαση της 21ης Μαΐου 1987, 133 έως 136/85, Rau, Συλλογή 1987, σ. 2289, σκέψη 18 ). Υπό τις συνθήκες αυτές, η μέθοδος υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας που χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο προηγουμένης διαδικασίας αντιντάμπινγκ δεν συνεπάγεται κεκτημένο δικαίωμα της Nakajima για εφαρμογή της ιδίας μεθόδου στην προκειμένη περίπτωση.

120

Επίσης, κατά πάγια νομολογία, που υπενθυμίζεται στη σκέψη 113 της παρούσας αποφάσεως, οι συναλλασσόμενοι δεν μπορούν να προσδοκούν βασίμως τη διατήρηση της υφισταμένης καταστάσεως η οποία είναι δυνατόν να τροποποιηθεί με αποφάσεις λαμβανόμενες από τα κοινοτικά όργανα στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής τους ευχέρειας.

121

Τέλος, από τις σκέψεις 23 και 24 της παρούσας αποφάσεως συνάγεται ότι ο ισχυρισμός περί παραβιάσεως της αρχής της μη αναδρομικότητος στερείται βάσεως.

122

Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του προβληθέντος από τη Nakajima ισχυρισμού πρέπει να απορριφθεί.

123

Τρίτον, η Nakajima ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δίότι η μέθοδος υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας που εφαρμόστηκε εν προκειμένω συνεπάγεται διάκριση εις βάρος της προσφεύγουσας, καθόσον χρησιμοποιεί λογιστικά στοιχεία αφορώντα επιχειρήσεις με διαφορετική δομή από τη δική της, και διότι η σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής πραγματοποιήθηκε σε δύο διαφορετικά στάδια της εμπορίας.

124

Το εν λόγω επιχείρημα είναι αλυσιτελές. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 60 έως 67 της παρούσας αποφάσεως, η εφαρμοσθείσα εν προκειμένω μέθοδος υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας δεν συνεπάγεται διάκριση καθότι, σύμφωνα με τη νομολογία, τοποθετεί τη Nakajima στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν εάν είχε πραγματοποιήσει πωλήσεις εκτυπωτών στην Ιαπωνία, οι δε κοινοτικές αρχές ορθώς έκριναν ότι είναι αδύνατον να είναι μία επιχείρηση παρούσα στην ιαπωνική αγορά ηλεκτρονικών προϊόντων χωρίς να διαθέτει ιδία οργάνωση πωλήσεων. Εξάλλου, όπως ήδη δέχθηκε έκρινε το Δικαστήριο στις σκέψεις 70 έως 72 της παρούσας αποφάσεως, η σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής δεν πραγματοποιήθηκε, στην προκειμένη περίπτωση, σε δύο διαφορετικά στάδια εμπορίας.

125

Υπό τις συνθήκες αυτές ουδόλως παραβιάστηκε εν προκειμένω η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

126

Τέταρτον, η Nakajima θεωρεί ότι ο οριστικός κανονισμός αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι επιβλήθηκε δασμός αντιντάμπινγκ ύψους 12 ο/ο στην προσφεύγουσα χωρίς να ληφθεί υπόψη η ιδιαιτερότητα της δομής της, ενώ αν είχαν ληφθεί υπόψη τα δικά της έξοδα και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους θα είχε προκύψει τουλάχιστον αμελητέο περιθώριο ντάμπινγκ με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της Nakajima από την παρούσα διαδικασία.

127

Όμως, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό για τους λόγους που εκτίθενται εκτενέστερα στις σκέψεις 60 έως 67 της παρούσας αποφάσεως.

128

Πέμπτον, η Nakajima επικαλείται παραβίαση της αρχής της καλόπιστης και επιεικούς εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, ισχυριζόμενη ότι η εφαρμογή στην περίπτωση της μιας νέας μεθόδου υπολογισμού της κατασκευασμένης κανονικής αξίας δεν ενδείκνυται υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις και συνεπάγεται σοβαρές αδικίες.

129

Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό, το οποίο βασίζεται σε εσφαλμένες υποθέσεις, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 60 έως 67 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί.

130

Τέλος, η Nakajima επικαλείται παραβίαση της αρχής του estoppel, ισχυριζόμενη ότι οδηγήθηκε στη συναγωγή εσφαλμένων εντυπώσεων από τη μεταχείριση της οποίας έτυχε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αντιντάμπινγκ που αφορούσε τις ηλεκτρονικές γραφομηχανές.

131

Το επιχείρημα αυτό, το οποίο αποτελεί παραλλαγή του ισχυρισμού περί παραβιάσεως της αρχής της ασφαλείας του δικαίου, είναι επίσης απορριπτέο ενόψει των λόγων που αναπτύσσονται διεξοδικότερα στις σκέψεις 117 έως 121 της παρούσας αποφάσεως.

132

Δεδομένου ότι κανένα από τα επιχειρήματα που επικαλέστηκε η Nakajima δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ο ισχυρισμός περί παραβιάσεως ορισμένων γενικών αρχών του δικαίου πρέπει να απορριφθεί.

9. Επι τον ισχυρισμού περί καταχρήσεως εξουσίας

133

Με τον ισχυρισμό αυτό, η Nakajima προσάπτει στις κοινοτικές αρχές ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αντιντάμπινγκ, δεν επέδειξαν τη δέουσα προσοχή και σχολαστικότητα, πράγμα που αντιβαίνει στον επιδιωκόμενο από την εφαρμοστέα ρύθμιση σκοπό. Η προσφεύγουσα προσάπτει, ειδικότερα, στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε καλόπιστα και με πνεύμα επιεικείας κατά πόσο ήταν αναγκαία η επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ στην περίπτωση της και ότι έθεσε σε κίνηση μία διαδικασία, από λάθος ή βαριά αμέλεια, για να της επιβάλει, σε αντίθεση προς την προηγούμενη πρακτική, δασμό αντιντάμπινγκ. Έτσι, οι κοινοτικές αρχές έβλαψαν ηθελημένα την προσφεύγουσα και προσπάθησαν να αποφύγουν να βρεθούν στη θέση στην οποία βρέθηκαν στην υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 5ης Οκτωβρίου 1988, TEC.

134

Πάντως, οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας στερούνται παντελώς βάσεως. Αρκεί να επισημανθεί σχετικώς ότι η Nakajima δεν κατόρθωσε να προσκομίσει τα στοιχεία τα οποία απαιτούνται, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( βλ. ιδίως απόφαση της 11ης Ιουλίου 1990, C-303/88, Sermes, Συλλογή 1990, σ. I-3027, σκέψη 33), για τη θεμελίωση της καταχρήσεως εξουσίας, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, στηριζόμενη σε αντικειμενικές, λυσιτελείς, και πειστικές ενδείξεις, τις περιστάσεις και τους λόγους που θα επέτρεπαν να συναχθεί ότι το επίδικο μέτρο ελήφθη προς επίτευξη σκοπών άλλων από εκείνους για τους οποίους είχε προβλεφθεί.

135

Πράγματι, η Nakajima, προβάλλουσα την κατάχρηση εξουσίας, περιορίστηκε στην προβολή ισχυρισμών χωρίς να αποδείξει τη βασιμότητα τους. Πρέπει να προστεθεί ότι το γεγονός ότι οι κοινοτικές αρχές δεν έκαναν δεκτά τα επιχειρήματα της Nakajima, τα οποία θεώρησαν αβάσιμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά κατάχρηση εξουσίας.

136

Άλλωστε, όπως προκύπτει από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση, οι κοινοτικές διατάξεις εφαρμόστηκαν εν προκειμένω ορθά και σύμφωνα με τον σκοπό τους. Στις αιτιολογικές σκέψεις τόσο του προσωρινού όσο και του οριστικού κανονισμού, τα κοινοτικά όργανα εξέθεσαν τους λόγους οι οποίοι τα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι εν προκειμένω τα συμφέροντα της Κοινότητας απαιτούσαν λήψη, δυνάμει της βασικής ρυθμίσεως, μέτρων ικανών να προστατεύσουν τους κοινοτικούς παραγωγούς κατά των εισαγωγών προϊόντων τα οποία αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

137

Επομένως, ο ισχυρισμός περί καταχρήσεως εξουσίας πρέπει να απορριφθεί.

138

Δεδομένου ότι κανένας από τους ισχυρισμούς της Nakajima δεν μπόρεσε να γίνει δεκτός, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

139

Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων που αφορούν τη διαδικασία για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, καθώς και εκείνων της παρεμβάσεως της Επιτροπής. Δεδομένου ότι η παρεμβάσα Europrint δεν υπέβαλε αίτημα σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων της διαδικασίας για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων καθώς και εκείνων της παρεμβάσεως της Επιτροπής.

 

3)

Η παρεμβάσα Europrint θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

 

Due

Mancini

O'Higgins

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

Diez de Velasco

Κακούρης

Schockweiler

Grévisse

Zuleeg

Kapteyn

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Μαΐου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώασα διαδικασίας: η γαλλική.

Top