Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0037

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουνίου 1990.
    Michel Weiser κατά Caisse nationale des barreaux français.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunal d'instance de Paris - Γαλλία.
    Μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.
    Υπόθεση C-37/89.

    Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-02395

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:254

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-37/89 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστικά και διαδικασία της κύριας δίκης

    1.

    Ο προσφεύγων της κύριας δίκης ήταν εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο Παρισιού από τις 5 Δεκεμβρίου 1967 έως τις 30 Ιουνίου 1984 και υπαγόταν στο Caisse nationale des barreaux français ( Εθνικό ταμείο δικηγορικών συλλόγων της Γαλλίας — στο εξής: Caisse), το οποίο διαχειρίζεται το συνταξιοδοτικό σύστημα των μελών των δικηγορικών συλλόγων. Το σύστημα αυτό προβλέπει, αφενός, την απόκτηση δικαιώματος επί βασικής συντάξεως, το ύψος της οποίας είναι συνάρτηση του αριθμού των ετών ασκήσεως του επαγγέλματος, και, αφετέρου, την εξίσου υποχρεωτική απόκτηση δικαιώματος επί συμπληρωματικής συντάξεως γήρατος και επιζώντων, το ύψος της οποίας είναι συνάρτηση ορισμένου αριθμού μορίων αποκτηθέντων εντός της ιδίας περιόδου. Από την πρώτ Ιουλίου 1984, ο M. Weiser είναι υπάλληλος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    2.

    Με επιστολή της 25ης Σεπτεμβρίου 1985, ο Μ. Weiser ζήτησε από το Caisse, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού ( ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής ( ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 108) (στο εξής: κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως ), τη μεταφορά, στις Κοινότητες, των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων για την περίοδο κατά την οποία είχε καταβάλει εισφορές. Η διάταξη αυτή του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως έχει ως εξής:

    « Ο υπάλληλος που εισέρχεται στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή σε επιχείρηση, έχει την ευχέρεια, κατά το χρόνο της μονιμοποιήσεώς του να καταβάλει στις Κοινότητες:

    είτε το στατιστικό ισοδύναμο των δικαιωμάτων επί της συντάξεως αρχαιότητας που είχε αποκτήσει στη διοίκηση, τον εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή την επιχείρηση, όπου υπαγόταν,

    είτε το κατ' αποκοπή ποσό της εξαγοράς που του οφείλεται από το ταμείο συντάξεων αυτής της διοικήσεως, του οργανισμού ή της επιχειρήσεως κατά το χρόνο της αποχωρήσεως του.

    Σε παρόμοια περίπτωση, το όργανο, στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος, καθορίζει, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό μοναμοποιήσεως, τον αριθμό των συνταξίμων ετών που συνυπολογίζει σύμφωνα με το καθεστώς που το διέπει, δυνάμει του χρόνου προϋπηρεσίας βάσει του ποσού του στατιστικού ισοδυνάμου ή του κατ' αποκοπή ποσού της εξαγοράς. »

    3.

    Το Caisse απέρριψε το αίτημα αυτό με έγγραφο της 8ης Οκτωβρίου 1985. Η αίτηση θεραπείας, την οποία ο Weiser υπέβαλε στις 6 Φεβρουαρίου 1986 κατά της αρνήσεως αυτής ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου του Caisse, επίσης απορρίφθηκε με απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1986. Ο Μ. Weiser άσκησε τότε, στις 5 Δεκεμβρίου 1986, προσφυγή ενώπιον του Tribunal des affaires de sécurité sociale του Παρισιού και ζήτησε από το εν λόγω δικαστήριο να ακυρώσει τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Caisse και του διοικητικού του συμβουλίου και να αποφανθεί ότι το Caisse υποχρεούται να καταβάλει στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες το στατιστικό ισοδύναμο των δικαιωμάτων επί της συντάξεως αρχαιότητας που είχε αποκτήσει ο προσφεύγων στο πλαίσιο τόσο της βασικής όσο και της συμπληρωματικής συντάξεως, για την περίοδο από 5 Δεκεμβρίου 1967 έως 30 Ιουνίου 1984, ή, επικουρικώς, το κατ' αποκοπή ποσό της εξαγοράς που του όφειλε το Caisse στις 30 Ιουνίου 1984.

    4.

    Με απόφαση της 14ης Μαρτίου 1988, το Tribunal des affaires de sécurité sociale έκρινε ότι ήταν αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Tribunal d'instance του Παρισιού. Ενώπιον του τελευταίου αυτού δικαστηρίου, το Caisse υποστήριξε ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως δεν έχει άμεση εφαρμογή στον Μ. Weiser, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ του γαλλικού Δημοσίου και των Κοινοτήτων. Εξάλλου, κατά το Caisse, η διάταξη αυτή δεν προβλέπει τίποτα όσον αφορά τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απορρέουν από μη μισθωτές δραστηριότητες.

    5.

    Στο πλαίσιο της διαφοράς αυτής, ο προσφεύγων απάντησε ότι, κατά το άρθρο 189, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, οι κανονισμοί, όπως ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είναι δεσμευτικοί ως προς όλα τα μέρη τους και ισχύουν άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Πρόσθεσε ότι η απαρίθμηση των περιπτώσεων στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως δεν είναι περιοριστική, διότι άλλως θα επρόκειτο για δυσμενή διάκριση σε βάρος των μη μισθωτών επαγγελμάτων αντίθετη προς την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

    6.

    Το Tribunal d'instance του Παρισιού, προκειμένου να μπορέσει να κρίνει επί της διαφοράς, ιδίως ως προς το ποιες επαγγελματικές κατηγορίες μπορούν να ζητήσουν την εφαρμογή, υπέρ αυτών, της εν λόγω κοινοτικής διατάξεως, υπέβαλε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    « Γάλλος δικηγόρος, που αποχωρεί από το επάγγελμα για να γίνει υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δικαιούται να ζητήσει την εφαρμογή υπέρ αυτού των διατάξεων του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων; »

    7.

    Η Διάταξη παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Φεβρουαρίου 1989.

    Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΟΚ, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο προσφεύγων της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενος από τον Jean Rooy, δικηγόρο Παρισιού, το εναγόμενο της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενο από τον Robert Collin, δικηγόρο Παρισιού, καθώς και από τον F. Herbert, δικηγόρο Βρυξελλών, η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τους Edwige Belliard και Claude Chavance, και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Sean van Raepenbusch.

    Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

    1.

    Ο προοφείψων της κύριας οίκης παρατηρεί ότι το ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου αποτελεί ερώτημα τόσο ως προς το κύρος όσο και ως προς την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι στο ερώτημα αυτό μπορεί να δοθεί απάντηση ευνοούσα το έγκυρο της διατάξεως, δεδομένου ότι, αν το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδικη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικως και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρη ως αντιβαίνουσα στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η εν λόγω διάταξη δεν θα καθίστατο ανίσχυρη στο σύνολο της, αλλά μόνο στο μέτρο που δεν καλύπτει και τους υπαλλήλους οι οποίοι προηγουμένως ασκούσαν μη μισθωτή δραστηριότητα, ούτως ώστε να μπορούν οι πρώην δικηγόροι που έχουν γίνει κοινοτικοί υπάλληλοι να ζητούν την εφαρμογή της διατάξεως αυτής προς όφελος τους.

    Ο Μ. Weiser υποστηρίζει ότι, προκειμένου να προσδοθεί πρακτική αποτελεσματικότητα στην επίδικη διάταξη, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως των σκοπών που αναφέρει ο κοινοτικός νομοθέτης στο άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, σύμφωνα με το οποίο η πρόσληψη πρέπει να εξασφαλίζει στο όργανο τη συνεργασία υπαλλήλων που κατέχουν τα πιο υψηλά προσόντα ικανότητας. Πράγματι, οι διάφορες διαδικασίες προσλήψεως στα κοινοτικά όργανα απευθύνονται, κατά κανόνα, σε άτομα τα οποία έχουν ήδη σημαντική, κατά το μάλλον ή ήττον, επαγγελματική πείρα. Ο σκοπός, όμως, της ανωτέρω διατάξεως μπορεί να επιτευχθεί μόνον αν οι υπάλληλοι δεν υφίστανται δυσμενείς συνέπειες τόσο από πλευράς σταδιοδρομίας όσο και από πλευράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

    Ο Μ. Weiser υποστηρίζει επίσης ότι ο συνδυασμός του άρθρου 32, παράγραφος 2, και του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως έχει ως αποτέλεσμα να αναγνωρίζεται στον κοινοτικό υπάλληλο μια ορισμένη ισοτιμία όσον αφορά το επαγγελματικό παρελθόν του, πράγμα το οποίο επιβεβαιώθηκε κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβητήσεως από το Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1981, Επιτροπή κατά Βελγίου ( 137/80, Συλλογή 1981, σ. 2393).

    Κατά τον Μ. Weiser, λαμβανομένου υπόψη αυτού του ερείσματος της επίδικης διατάξεως, τίποτα δεν δικαιολογεί τον περιορισμό της εφαρμογής της μόνο σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων, ήτοι εκείνων οι οποίοι υπήρξαν προηγουμένως δημόσιοι ή διεθνείς υπάλληλοι ή μισθωτοί σε επιχείρηση, και την εξαίρεση άλλων, δηλαδή εκείνων που ασκούσαν προηγουμένως ανεξάρτητη δραστηριότητα, όταν εν πάση περιπτώσει οι υπάλληλοι αυτοί έχουν αποκτήσει, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, συνταξιοδοτικά δικαιώματα υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν και για τους μισθωτούς.

    Αντιθέτως, ο Μ. Weiser θεωρεί πρόδηλο ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, αναφερόμενο στον « ( υπάλληλο ) που εισέρχεται στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή σε επιχείρηση », όχι μόνο δεν προβαίνει σε περιοριστική απαρίθμηση των περιπτώσεων, αλλά, επιδιώκει να καλύψει κάθε πρόσωπο το οποίο, πριν από την είσοδο του στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, έχει ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, η οποία συνεπάγεται καταβολή εισφορών ασφαλίσεως γήρατος. Προσθέτει ότι, στο κοινοτικό δίκαιο, οι ασκούντες ελευθέρια επαγγέλματα εξομοιώνονται, από πλευράς κοινωνικής νομοθεσίας, προς ασκούντες δραστηριότητα μισθωτού.

    Ο Μ. Weiser υποστηρίζει, τέλος, ότι η περιοριστική ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως θα καθιστούσε τη διάταξη αυτή ανίσχυρη, στο μέτρο που η διάταξη παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, εξαιρώντας από το πεδίο εφαρμογής της, χωρίς αντικειμενική δικαιολογία, ορισμένη κατηγορία υπαλλήλων. Όταν, όμως, μια διάταξη επιδέχεται δύο ερμηνείες, η μία από τις οποίες την καθιστά ανίσχυρη, η τελευταία αυτή ερμηνεία, η οποία δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στη βούληση του κοινοτικού νομοθέτη, πρέπει να αποκλείεται.

    Ο προσφεύγων προτείνει, επομένως, να δοθεί στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο η ακόλουθη απάντηση:

    « Υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο οποίος έχει προηγουμένως ασκήσει μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος, δικαιούται να ζητήσει την εφαρμογή, υπέρ αυτού, του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. »

    2.

    Το εναγόμενο της κύριας οίκης θεωρεί ότι το προδικαστικό ερώτημα, όπως είναι διατυπωμένο, αποτελεί ερώτημα ως προς την ισχύ και όχι ως προς την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου. Επί της ουσίας, παρατηρεί ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως καθορίζει σαφώς τον κύκλο των προσώπων υπέρ των οποίων ισχύει η διάταξη αυτή. Πρόκειται για συνειδητή και σαφή επιλογή εκ μέρους του κοινοτικού νομοθέτη, ο οποίος δεν έκρινε ότι όφειλε να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής στους κοινοτικούς υπαλλήλους που έχουν ασκήσει προηγουμένως δραστηριότητα ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες. Αυτός ο περιορισμός του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της επίδικης διατάξεως επιβεβαιώνεται και από τη σύγκριση με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, το οποίο, προκειμένου περί κοινοτικών υπαλλήλων των οποίων λήγουν τα καθήκοντα, αναγνωρίζει το δικαίωμα μεταφοράς των δικαιωμάτων μόνο στους υπαλλήλους οι οποίοι εισέρχονται στην υπηρεσία ορισμένης διοικήσεως ή ορισμένου εθνικού ή διεθνούς οργανισμού και εξαιρεί, επομένως, όχι μόνον εκείνους που αρχίζουν ανεξάρτητη δραστηριότητα, αλλά και εκείνους που εισέρχονται ως μισθωτοί στον ιδιωτικό τομέα.

    Το εναγόμενο παρατηρεί ότι, ακόμα και στην περίπτωση που μια κανονιστική διάταξη μνημονεύει ρητώς, πέραν της κατηγορίας των προσώπων υπέρ των οποίων ισχύει ορισμένη διάταξη, μια κατηγορία εξομοιουμένων προς τα πρόσωπα αυτά, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτή η εξομοίωση πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Το Caisse παραπέμπει σχετικά στην απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1974, Moulijn κατά Επιτροπής ( 6/74, Rec. 1974, σ. 1287 ). Από αυτό έπεται ότι, κατά μείζονα λόγο, όταν ο ίδιος ο νομοθέτης δεν έχει προβλέψει κατηγορία εξομοιούμενη προς τους περιοριστικώς απαριθμουμέ-νους δικαιούχους, το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί στην εξομοίωση αυτή με ερμηνεία η οποία να αναιρεί την ειδική σημασία των χρησιμοποιουμένων όρων. Το εναγόμενο υποστηρίζει επίσης ότι η στενή ερμηνεία επιβεβαιώνεται και από τη στάση της Επιτροπής, η οποία, στο πλαίσιο των διαβημάτων της προς τα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, ενέμεινε πάντοτε στο γράμμα της διατάξεως υπό την ισχύουσα διατύπωση της. Το εναγόμενο σημειώνει ότι οι διαπραγματεύσεις τις οποίες διεξάγει αυτή τη στιγμή η Γαλλία με τις Κοινότητες σχετικά με την εφαρμογή της επίδικης διατάξεως αφορούν μόνο τους ασφαλισμένους στο γενικό ασφαλιστικό σύστημα και τους υπαλλήλους του γαλλικού Δημοσίου.

    Το εναγόμενο αναγνωρίζει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως είναι δεσμευτικό και έχει απευθείας εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη, δεδομένου ότι η εφαρμογή του δεν εξαρτάται από τη σύναψη συμφωνίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Διευκρινίζει, ωστόσο, ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή η παρεπόμενη απευθείας εφαρμογή αναφέρεται στον δεσμευτικό χαρακτήρα της διατάξεως έναντι των κρατών μελών, τα οποία υποχρεούνται να προβλέπουν τα συγκεκριμένα μέσα προκειμένου να καταστεί δυνατή η άσκηση της δυνατότητας που παρέχεται στους υπαλλήλους να μεταφέρουν τα δικαιώματα που έχουν αποκτήσει στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος προς το συνταξιοδοτικό σύστημα των Κοινοτήτων αναφέρεται επίσης στην απαγόρευση που ισχύει για τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν εθνικές ρυθμίσεις οι οποίες αποκλείουν τη δυνατότητα μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, καθώς και στη δυνατότητα που έχει ο ενδιαφερόμενος κοινοτικός υπάλληλος να επικαλείται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ως διοικούμενος, αυτήν την υποχρέωση του οικείου κράτους μέλους.

    Το εναγόμενο Ταμείο παρατηρεί ότι ενώ τα δύο πρώτα χαρακτηριστικά αντικατοπτρίζουν αυτή καθαυτή τη δυνατότητα της απευθείας εφαρμογής των κανονιστικών διατάξεων, δηλαδή τον δεσμευτικό τους χαρακτήρα έναντι των κρατών μελών ανεξαρτήτως της υπάρξεως μέτρων μεταφοράς τους στο εσωτερικό δίκαιο, το τρίτο χαρακτηριστικό απορρέει από το άμεσο αποτέλεσμα των κανονιστικών διατάξεων, των οποίων μπορεί να γίνει επίκληση από τους διοικούμενους. Παρατηρεί ότι ναι μεν από το άρθρο 189 της Συνθήκης συνάγεται ότι οι κανονιστικές διατάξεις έχουν απευθείας εφαρμογή και, επιπλέον, μπορούν να τις επικαλούνται, ως τοιούτες, οι ιδιώτες, η υπό κρίση όμως περίπτωση επιβεβαιώνει ότι η αναγνώριση, στην πράξη, του αμέσου αποτελέσματος ορισμένης κανονιστικής διατάξεως δεν είναι πάντοτε δυνατή.

    Το εναγόμενο υπογραμμίζει ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με την απόφαση της 20ής Μαρτίου 1986, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών ( 72/85, Συλλογή 1986, σ. 1223 ), ότι η ευχέρεια των διοικούμενων να επικαλούνται το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων συνιστά απλώς μια ελάχιστη εγγύηση που δεν αρκεί από μόνη της για να εξασφαλίσει την πλήρη εφαρμογή της διατάξεως αυτής, με την οποία επιδιώκεται ο συντονισμός μεταξύ των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Όσον αφορά τις λεπτομέρειες του τρόπου εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1987, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (315/85, Συλλογή 1987, σ. 5401 ), ανέφερε ότι τα κράτη μέλη έχουν μια ορισμένη εξουσία εκτιμήσεως και ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως δεν επιβάλλει να προβλέπονται οπωσδήποτε αμφότερες οι δυνατότητες, δηλαδή η μεταφορά του στατιστικού ισοδυνάμου και η καταβολή του κατ' αποκοπή ποσού εξαγοράς, χωρίς να εξετάζεται κατά πόσο το εθνικό δίκαιο γνωρίζει τις δύο αυτές μεθόδους. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει, με την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, Fingruth (129/87, Συλλογή 1988, σ. 6121 ), ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να καθορίσουν ορισμένη προθεσμία εντός της οποίας οι κοινοτικοί υπάλληλοι που επιθυμούν τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους στο κοινοτικό σύστημα οφείλουν να υποβάλουν τη σχετική αίτηση.

    Το εναγόμενο ταμείο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ελλείψει εθνικών μέτρων περί εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, το άμεσο αποτέλεσμα της εν λόγω διατάξεως παραμένει δυνητικό, δεδομένου ότι το δικαίωμα που παρέχεται στους υπαλλήλους δεν γεννά επαρκώς συγκεκριμένη υποχρέωση η οποία να βαρύνει το ταμείο. Αυτή η εφαρμογή προϋποθέτει ότι ο γάλλος νομοθέτης θα έχει προηγουμένως διευκρινίσει αν η επιλογή μεταξύ της μεταφοράς του στατιστικού ισοδυνάμου ή της καταβολής του κατ' αποκοπή ποσού της εξαγοράς απόκειται στον υπάλληλο και, στην περίπτωση που επιλεγεί το στατιστικό ισοδύναμο, ποιο επιτόκιο ανατοκισμού και ποιος συντελεστής μειώσεως πρέπει να εφαρμοστούν στο πλαίσιο του υπολογισμού του στατιστικού ισοδυνάμου. Σε περίπτωση που επιλεγεί η καταβολή του κατ' αποκοπή ποσού της εξαγοράς, ο γάλλος νομοθέτης θα έπρεπε να καθορίσει αν επιβάλλεται ο υπολογισμός τόκων και να προβλέψει αποκλειστική προθεσμία για την υποβολή της αιτήσεως.

    Λαμβανομένων υπόψη αυτών των πρακτικών δυσκολιών όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, το εναγόμενο, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η απάντηση του Δικαστηρίου θα έχει πράγματι πρακτική χρησιμότητα για το αιτούν δικαστήριο και θα του επιτρέψει να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς να απευθυνθεί εκ νέου στο Δικαστήριο, προτείνει να διευκρινίσει το Δικαστήριο με την απάντηση του τους περιορισμούς που συνεπάγεται, κατά το παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου, η απευθείας εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως εκ μέρους των ιδιωτικών ασφαλιστικών φορέων.

    Το εναγόμενο ταμείο προτείνει, επομένως, να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα η ακόλουθη απάντηση:

    «Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αφορά τους υπαλλήλους οι οποίοι εισέρχονται στην υπηρεσία των Κοινοτήτων και οι οποίοι δεν έχουν ασκήσει στο παρελθόν καθήκοντα σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή σε επιχείρηση. »

    3.

    Η γαλλική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων απαριθμεί περιοριστικώς τις περιπτώσεις που η μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων επιβάλλεται στους φορείς ασφαλίσεως γήρατος, τόσο τους εθνικούς, προκειμένου να προβούν στη μεταφορά των εν λόγω δικαιωμάτων, όσο και τους κοινοτικούς, προκειμένου να δεχθούν τα δικαιώματα αυτά και να τροποποιήσουν αναλόγως τα εκ του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως συνταξιοδοτικά δικαιώματα του αιτούντος. Στις δραστηριότητες που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, για την περίπτωση των προσώπων που καθίστανται υπάλληλοι των Κοινοτήτων, περιλαμβάνονται μόνο οι δραστηριότητες που ασκούνται στο πλαίσιο διοικήσεως, εθνικού ή διεθνούς οργανισμού ή επιχειρήσεως. Συνεπώς, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής δεν φαίνεται να καλύπτει τις επαγγελματικές δραστηριότητες που έχει προηγουμένως ασκήσει ο υπάλληλος των Κοινοτήτων ως μη μισθωτός, εξυπακουομένου ότι οι δεοντολογικοί κανόνες του δικηγορικού επαγγέλματος δεν επιτρέπουν στους δικηγόρους να ασκούν τη δραστηριότητα τους ως μισθωτοί.

    Όσον αφορά τη διαδικασία της μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, η γαλλική κυβέρνηση δεν αμφισβητεί, αυτή καθαυτή, την αΡΧή της απευθείας εφαρμογής των κοινοτικών κανονισμών, υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι, μολονότι η εφαρμογή του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων επιβάλλεται χωρίς να είναι απαραίτητο να θεσπιστούν στη γαλλική έννομη τάξη εκτελεστικές διατάξεις, είναι ανάγκη να καθοριστούν οι λεπτομέρειες του τρόπου μεταφοράς των δικαιωμάτων με διακανονισμό μεταξύ της Γαλλίας και της Επιτροπής. Η γαλλική κυβέρνηση αναφέρει ότι επί του παρόντος συζητείται μεταξύ των Κοινοτήτων και των γαλλικών αρχών η ανταλλαγή επιστολών προκειμένου να καθοριστούν οι λεπτομέρειες του τρόπου μεταφοράς των δικαιωμάτων όσον αφορά τα πρόσωπα τα οποία έχουν ασκήσει δραστηριότητα μισθωτού υπαγόμενη στο γενικό ασφαλιστικό σύστημα ή σε ειδικά συστήματα, καθώς και τα πρόσωπα που έχουν εργαστεί στη γαλλική δημόσια διοίκηση. Ωστόσο, οι υπάλληλοι οι οποίοι, λόγω των δυσκολιών κατά την κατάρτιση αυτών των κανόνων εφαρμογής, δεν μπόρεσαν να ζητήσουν τη μεταφορά των δικαιωμάτων τους κατά το χρόνο αναλήψεως των καθηκόντων τους, δεν θα θιγούν, δεδομένου ότι, με κοινή συμφωνία μεταξύ των γαλλικών αρχών και της Επιτροπής, έχει προβλεφθεί ένα σύστημα αναπροσαρμογής κατά την ημερομηνία μεταφοράς των ποσών.

    Η γαλλική κυβέρνηση επισημαίνει ότι οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, υπό τη σημερινή τους διατύπωση και ερμηνεία, δεν συμβάλλουν στην εξασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των μισθωτών και των μη μισθωτών εργαζομένων που είναι ασφαλισμένοι σε σύστημα συντάξεως γήρατος. Παρατηρεί, ωστόσο, ότι αυτή η πραγματική κατάσταση δεν οφείλεται σε δική της στάση, συνιστάμενη στην παρεμπόδιση των ενδεχομένων περιπτώσεων μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων προς το κοινοτικό σύστημα, δεδομένου ότι η μεταφορά αυτή θα έπρεπε να επιτρέπεται στους μη μισθωτούς. Η γαλλική κυβέρνηση διευκρινίζει ότι δεν αντιτίθεται στην παροχή, στους μη μισθωτούς, των ίδιων δυνατοτήτων που παρέχονται και στους μισθωτούς ως προς τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων, στην περίπτωση που οι μη μισθωτοί, προτού εισέλθουν στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, έχουν ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα υπαγόμενη στο γαλλικό σύστημα ασφαλίσεως γήρατος το οποίο ισχύει για τους μη μισθωτούς. Η λύση αυτή είναι, εξάλλου, σύμφωνη με τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, όπως αυτή επιβεβαιώθηκε και με την απόφαση της 18ης Απριλίου 1989, Retter ( 130/87, Συλλογή 1989, σ. 865 ).

    Η γαλλική κυβέρνηση επαφίεται, όσον αφορά την προκριτέα λύση, στις πρωτοβουλίες που ενδεχομένως θα αναλάβει η Επιτροπή. Αναφέρει ότι συναινεί στην τροποποίηση του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως προκειμένου να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής και να λαμβάνονται υπόψη ανεξάρτητες δραστηριότητες, όπως οι δραστηριότητες των δικηγόρων. Η γαλλική κυβέρνηση δηλώνει ότι είναι πρόθυμη, ελλείψει τέτοιας τροποποιήσεως, να αναζητήσει μαζί με την Επιτροπή λύση η οποία θα καθιστούσε δυνατή τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των μη μισθωτών, στο μέτρο που θα συμφωνούσαν τα διοικητικά συμβούλια των ταμείων ασφαλίσεων γήρατος των μη μισθωτών, δεδομένου ότι δεν υφίσταται σχετική νομική υποχρέωση.

    Η γαλλική κυβέρνηση προτείνει, επομένως, να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα η ακόλουθη απάντηση:

    « Οι δικηγόροι δεν μπορούν να επικαλεστούν το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, υπό τη σημερινή του διατύπωση, προκειμένου να επιτύχουν τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από το γαλλικό σύστημα ασφαλίσεως γήρατος, στο οποίο υπάγονται, προς το ασφαλιστικό σύστημα των Κοινοτήτων. »

    4.

    Η Επιτροπή επισημαίνει, προκαταρκτικώς, τον σαφή και συγκεκριμένο χαρακτήρα των όρων του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Κατά την άποψη της, οι όροι αυτοί καλύπτουν ασφαλώς τις σχέσεις εργασίας ή, γενικότερα, τις μισθωτές επαγγελματικές δραστηριότητες ή τις δραστηριότητες που διέπονται από οργανισμό δημοσίων υπαλλήλων, δύσκολα όμως καλύπτουν μια ανεξάρτητη επαγγελματική δραστηριότητα. Η Επιτροπή υποστηρίζει, ωστόσο, ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή αυτή η ερμηνεία της επίδικης διατάξεως, δεδομένου ότι μια σημαντική κατηγορία κοινοτικών υπαλλήλων θα στερείτο έτσι, απλώς και μόνο λόγω της φύσεως της προηγουμένης επαγγελματικής δραστηριότητας των υπαλλήλων αυτών, το δικαίωμα που εγγυάται ο κανονισμός υπηρεσιακής καταστάσεως και το οποίο αποβλέπει στην εξασφάλιση συνεχούς και πλήρους κοινωνικής προστασίας.

    Κατά την Επιτροπή, για να αποφευχθεί η διάκριση μεταξύ υπαλλήλων οι οποίοι βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση, μόνο με διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, η οποία να εξασφαλίζει τη δυνατότητα μεταφοράς των δικαιωμάτων που έχουν κτηθεί σε εθνικό επίπεδο προς το συντιαξιοδοτικό σύστημα των Κοινοτήτων τόσο στους υπαλλήλους οι οποίοι, πριν από την είσοδο τους στην υπηρεσία, έχουν απασχοληθεί με σχέσεις εξαρτημένης εργασίας ή ως υπάλληλοι υπαγόμενοι σε οργανισμό δημοσίων υπαλλήλων όσο και στους υπαλλήλους οι οποίοι έχουν προηγουμένως ασκήσει μη μισθωτή δραστηριότητα, συμβιβάζεται το επίμαχο κείμενο με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η Επιτροπή παραπέμπει σχετικά στην απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαΐου 1979, Newth κατά Επιτροπής (156/78, Rec. 1979, σ. 1941 ).

    Η Επιτροπή προσθέτει ότι, μολονότι η κατάσταση του υπαλλήλου ο οποίος έχει προηγουμένως ασκήσει ανεξάρτητη δραστηριότητα δεν είναι ακριβώς συγκρίσιμη με την κατάσταση του υπαλλήλου ο οποίος έχει ασκήσει καθήκοντα « σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή σε επιχείρηση », η φύση της προηγούμενης επαγγελματικής δραστηριότητας πρέπει να κρίνεται μόνο σε συνάρτηση προς τον σκοπό που επιδιώκει ο κοινοτικός νομοθέτης.

    Η Επιτροπή εξηγεί ότι το Δικαστήριο διευκρίνισε τον σκοπό της επίδικης διατάξεως με τις αποφάσεως της 20ής Οκτωβρίου 1981, Επιτροπή κατά Βελγίου ( 137/80, Συλλογή 1981, σ. 2393 ), και της 17ης Δεκεμβρίου 1987, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (315/85, Συλλογή 1987, σ. 5391 ). Από τις αποφάσεις αυτές προκύπτει ότι ο βασικός στόχος του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως είναι να εξασφαλίσει τη μετάβαση από τα εθνικά συστήματα ασφαλίσεως στο κοινοτικό σύστημα με μία από τις δύο μορφές τις οποίες αναφέρει, ήτοι τη μεταφορά του στατιστικού ισοδυνάμου ή την καταβολή του κατ' αποκοπή ποσού της εξαγοράς. Από τις σκέψεις αυτές συνάγεται ότι ο περιορισμός του ευεργετήματος της μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μόνο στους πρώην μισθωτούς ή τους δημοσίους ή διεθνείς υπαλλήλους θα αντέβαινε στον σκοπό της διατάξεως αυτής, η οποία αποβλέπει στο να διασφαλίσει για τις Κοινότητες τις καλύτερες δυνατότητες επιλογής ειδικευμένου προσωπικού που να έχει ήδη την κατάλληλη επαγγελματική πείρα.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η άνιση μεταχείριση μεταξύ κοινοτικών υπαλλήλων, την οποία θα συνεπαγόταν η στενή ερμηνεία της επίδικης διατάξεως, όχι μόνο δεν απορρέει αποκλειστικά από τις διαφορές που υφίστανται μεταξύ των εθνικών συστημάτων βάσει των οποίων αποκτώνται τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, αλλά και δεν δικαιολογείται από καμία αντικειμενική περίσταση, η οποία να διακρίνει τις κατηγορίες προσώπων που απαριθμούνται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως σε σχέση προς τα πρόσωπα που ασκούν ελευθέρια επαγγέλματα και τα οποία διαθέτουν επίσης την κατάλληλη επαγγελματική πείρα για τις ανάγκες της κοινοτικής διοικήσεως. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, για τον συνυπολογισμό των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος, κανένα στοιχείο δεν συνηγορεί υπέρ του να λαμβάνονται υπόψη μόνο οι εθνικές περίοδοι κατά τις οποίες ο υπάλληλος ασκούσε δραστηριότητα μισθωτού στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα. Εν κατακλείδι, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων δεν επιτρέπει στις εθνικές αρχές να εξακολουθούν αρνούνται τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί υπό το κράτος της νομοθεσίας τους και τα οποία αντιστοιχούν σε περιόδους ασκήσεως ανεξάρτητης δραστηριότητας. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή προτείνει να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα η ακόλουθη απάντηση:

    «Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι εξασφαλίζει, υπέρ των υπαλλήλων των Κοινοτήτων, τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος προς το κοινοτικό σύστημα συντάξεων, ανεξαρτήτως της φύσεως, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, μισθωτής ή μη μισθωτής, της επαγγελματικής δραστηριότητας που ασκούσε ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος πριν από την είσοδο του στην υπηρεσία των Κοινοτήτων. »

    III — Προφορική διαδικασία

    Κατά τη συνεδρίαση της 30ής Ιανουαρίου 1990, το Ινμβονλιο έλαβε και αυτό θέση επί της υποθέσεως.

    Το Συμβούλιο θεωρεί ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη το όλο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η επίδικη διάταξη, καθώς και οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει. Αποκλείεται, έτσι, η γραμματική ερμηνεία του κειμένου του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Κατά το Συμβούλιο, το κείμενο της εν λόγω διατάξεως δεν είναι τελείως σαφές. Οι όροι « administration » και « organisation » δεν έχουν σαφή σημασία. Στις υπόλοιπες οκτώ γλώσσες της Κοινότητας, οι χρησιμοποιούμενοι ορισμοί είναι επίσης ευρείς και ποικίλοι. Το Συμβούλιο θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι δεν μπορεί να γίνει κατά γράμμα εφαρμογή των όρων του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως αλλά ότι, αντιθέτως, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της.

    Το Συμβούλιο εξηγεί ότι τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα είναι προσωποπαγή και πρέπει να μπορούν να ακολουθούν τα πρόσωπα όταν αυτά αλλάζουν επάγγελμα ή απασχόληση. Θα ήταν υπερβολικά περιοριστική μια ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως η οποία θα απέκλειε πολλές κατηγορίες προσώπων και θα είχε, συνεπώς, απολύτως αρνητικές επιπτώσεις στις προοπτικές των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσον αφορά την πρόσληψη υπαλλήλων.

    Κατά το Συμβούλιο, είναι προφανές ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν είχε την πρόθεση να εισαγάγει διάκριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών των υπαλλήλων. Αντιθέτως, θέλησε να παράσχει το δικαίωμα μεταφοράς όλων των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που μπορούν να μεταφερθούν. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία των επίδικης διατάξεως θα κατέληγε στη διαφορετική μεταχείριση των υπαλλήλων.

    M. Díez de Velasco

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 14ης Ιουνίου 1990 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-37/89,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunal d'instance του Παρισιού ( πέμπτου διοικητικού διαμερίσματος) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης, με την οποία το αιτούν δικαστήριο ζητεί, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του μεταξύ

    Michel Weiser, μονίμου υπαλλήλου του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατοίκου Λουξεμβούργου,

    και

    Caisse nationale des barreaux français, με έδρα το Παρίσι,

    την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους Ο. Due, πρόεδρο, F. Α. Schockweiler, M. Zuleeg, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, Τ. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida, M. Diez de Velasco, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

    γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    ο Μ. Weiser, εκπροσωπούμενος από τον Jean Rooy, δικηγόρο Παρισιού,

    το Caisse nationale des barreaux français, εκπροσωπούμενο από τους Robert Collin, δικηγόρο Παρισιού, και F. Herbert, δικηγόρο Βρυξελλών,

    η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από την Edwige Belliard και τον Claude Chavance,

    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Sean van Raepenbusch,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων της κύριας δίκης, της γαλλικής κυβερνήσεως και της Επιτροπής, καθώς και του Συμβουλίου, εκπροσωπούμενου από τον John Carbery, κατά τη συνεδρίαση της 30ής Ιανουαρίου 1990,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Φεβρουαρίου 1990,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1989, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Φεβρουαρίου 1989, το Tribunal d'instance του Παρισιού ( πέμπτου διοικητικού διαμερίσματος ) υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Κοινοτήτων.

    2

    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Μ. Weiser, μονίμου υπαλλήλου του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και του Caisse nationale des barreaux français ( Εθνικού ταμείου δικηγορικών συλλόγων της Γαλλίας — στο εξής: Caisse ).

    3

    OM. ζεισερ ήταν εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο Παρισιού από το 1967 έως το 1984 και, υπό την ιδιότητα του αυτή, κατέβαλε συνταξιοδοτικές εισφορές στο Caisse. Το 1985, κατόπιν της μονιμοποιήσεώς του στο Δικαστήριο, ζήτησε τη μεταφορά, στις Κοινότητες, των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στη Γαλλία και τα οποία αντιστοιχούσαν στην περίοδο της καταβολής εισφορών από το 1967 έως το 1984.

    4

    Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων προβλέπει ότι ο υπάλληλος που εισέρχεται στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή σε επιχείρηση, έχει την ευχέρεια, κατά τον χρόνο της μονιμοποιήσεώς του, να καταβάλει στις Κοινότητες είτε το στατιστικό ισοδύναμο των δικαιωμάτων επί της συντάξεως αρχαιότητας που έχει αποκτήσει στη διοίκηση, τον εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή την επιχείρηση όπου υπαγόταν, είτε το κατ' αποκοπή ποσό της εξαγοράς που του οφείλεται από το ταμείο συντάξεων αυτής της διοικήσεως, του οργανισμού ή της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της αποχωρήσεως του.

    5

    Κατόπιν της αρνήσεως του Caisse να μεταφέρει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του Μ. Weiser, ο τελευταίος προσέφυγε στη δικαιοσύνη. Το Tribunal d'instance του Παρισιού (πέμπτου διοικητικού διαμερίσματος), στο οποίο υποβλήθηκε η διαφορά, υπέβαλε στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

    « Δικαιούται γάλλος δικηγόρος, που αποχωρεί από το επάγγελμα για να γίνει υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, να ζητήσει την εφαρμογή υπέρ αυτού των διατάξεων του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων; »

    6

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    7

    Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, πρέπει, καταρχάς, να καθοριστεί το περιεχόμενο του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Κατά το γράμμα της διατάξεως αυτής, το ευεργέτημα της μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων παρέχεται στους υπαλλήλους που είχαν ασκήσει προηγουμένως καθήκοντα σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή σε επιχείρηση.

    8

    Από το κείμενο του άρθρου 11, παράγραφος 2, προκύπτει ότι τα « καθήκοντα » που έχει ασκήσει ο υπάλληλος πριν από την είσοδο του στην υπηρεσία των Κοινοτήτων πρέπει να τα έχει ασκήσει « σε » διοίκηση, οργανισμό ή επιχείρηση, ως τοιαύτα δε μπορούν να νοηθούν μόνο καθήκοντα τα οποία ασκούνται, δυνάμει υπαλληλικού οργανισμού ή σε εκτέλεση συμβάσεως, από μισθωτό και όχι από ανεξάρτητο επαγγελματία.

    9

    Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως καλύπτει μόνο τα μισθωτά επαγγέλματα και δεν αφορά δραστηριότητες των οποίων χαρακτηριστικό είναι η οικονομική και προσωπική αυτοτέλεια, όπως η δραστηριότητα του δικηγόρου.

    10

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, ένα πρόσωπο το οποίο ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα, όπως η δικηγορία, και αποχωρεί από το επάγγελμα του για να γίνει υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν δικαιούται να ζητήσει την εφαρμογή, υπέρ αυτού, του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    11

    Ωστόσο, τόσο ο προσφεύγων της κύριας δίκης και η Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο υποστήριξαν ότι αυτή η κατά γράμμα ερμηνεία της επίμαχης διάταξης αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η γαλλική κυβέρνηση, από την πλευρά της, επίσης υποστήριξε ότι ένα αποτέλεσμα αποκλεισμού των ελευθερίων επαγγελμάτων από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως δύσκολα συμβιβάζεται με τη γενική αυτή αρχή του κοινοτικού δικαίου.

    12

    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ευχέρεια μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων έχει τον χαρακτήρα δικαιώματος που παρέχεται από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως και του οποίου μπορεί να γίνει επίκληση τόσο έναντι των κρατών μελών όσο και έναντι των οργάνων της Κοινότητας ( βλέπε την απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1981, Επιτροπή κατά Βελγίου, 137/80, Συλλογή 1981, σ. 2393 ).

    13

    Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση των κοινοτικών υπαλλήλων αναλόγως του επαγγελματικού τους παρελθόντος είναι σύμφωνη προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Πράγματι, η αρχή αυτή συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα, ο σεβασμός του οποίου επιβάλλεται και στις κοινοτικές αρχές, όταν αυτές θεσπίζουν κανόνες που διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση των κοινοτικών υπαλλήλων, και πρέπει να διασφαλίζεται από το Δικαστήριο ( βλέπε τελευταία τις αποφάσεις της 18ης Απριλίου 1989, Retter, 130/87, Συλλογή 1989, σ. 865, και της 14ης Φεβρουαρίου 1990, Schneemann, C-137/88, Συλλογή 1990, σ. I-369).

    14

    Πρέπει, συναφώς, να τονιστεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, όταν θεσπίζει κανόνες σχετικώς με τη μεταφορά, στο κοινοτικό σύστημα, συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτήσει οι κοινοτικοί υπάλληλοι στο πλαίσιο εθνικού συστήματος, είναι υποχρεωμένος να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Οφείλει, κατά συνέπεια, να αποφεύγει να θεσπίζει κανόνες οι οποίοι συνεπάγονται άνιση μεταχείριση των υπαλλήλων, εκτός αν η κατάσταση των ενδιαφερομένων, κατά τον χρόνο εισόδου τους στην υπηρεσία της Κοινότητας, δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση λόγω ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών του καθεστώτος που διέπει τα αποκτηθέντα συνταξιοδοτικά δικαιώματα ή λόγω μη υπάρξεως τέτοιων δικαιωμάτων.

    15

    Όμως, το γεγονός απλώς και μόνον ότι ορισμένοι υπάλληλοι, πριν από την είσοδο τους στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, έχουν αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα ως μισθωτοί ενώ άλλοι έχουν αποκτήσει τα δικαιώματα αυτά ως μη μισθωτοί δεν συνιστά, από πλευράς εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, διαφορά καταστάσεως δυνάμενη να δικαιολογήσει την αναγνώριση στους μεν και την άρνηση στους δε της δυνατότητας μεταφοράς των δικαιωμάτων τους, εφόσον, τουλάχιστον, τόσον οι μεν όσο και οι δε υπάγονταν σε συνταξιοδοτικά συστήματα τα οποία, όπως τα εκ του νόμου συστήματα, παρουσιάζουν ανάλογα χαρακτηριστικά όσον αφορά την εφαρμογή αυτών των διατάξεων του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.

    16

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, περιορίζοντας το πεδίο εφαρμογής του μόνο στους υπαλλήλους οι οποίοι έχουν ασκήσει δραστηριότητες μισθωτού, ρυθμίζει, κατά τρόπο διαφορετικό, προσωπικές καταστάσεις οι οποίες, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως και του σκοπού της επίμαχης διάταξης, δεν παρουσιάζουν διαφορές τέτοιες ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί διαφορά μεταχειρίσεως αυτού του είδους.

    17

    Κατά συνέπεια, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως είναι ανίσχυρο στο μέτρο που προβλέπει διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από εθνικό σύστημα στο ασφαλιστικό σύστημα των Κοινοτήτων, μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν αποκτήσει τα δικαιώματα αυτά απασχολούμενοι ως μισθωτοί και εκείνων που τα έχουν αποκτήσει απασχολούμενοι ως μη μισθωτοί. Στον κοινοτικό νομοθέτη εναπόκειται να συναγάγει τις αναγκαίες συνέπειες.

    18

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ένα πρόσωπο το οποίο ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα, όπως η δικηγορία, και αποχωρεί από το επάγγελμα του για να γίνει υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν δικαιούται, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, να ζητήσει την εφαρμογή, υπέρ αυτού, του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η διάταξη αυτή είναι, ωστόσο, ανίσχυρη στο μέτρο που προβλέπει διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από εθνικό σύστημα στο ασφαλιστικό σύστημα των Κοινοτήτων, μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν αποκτήσει τα δικαιώματα αυτά απασχολούμενοι ως μισθωτοί και εκείνων που τα έχουν αποκτήσει απασχολούμενοι ως μη μισθωτοί.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    19

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η γαλλική κυβέρνηση, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις το Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος το οποίο ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε, με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1989, το Tribunal d'instance του Παρισιού (πέμπτου διοικητικού διαμερίσματος), αποφαίνεται:

     

    Ένα πρόσωπο το οποίο ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα, όπως η δικηγορία, και αποχωρεί από το επάγγελμα του για να γίνει υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν δικαιούται, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, να ζητήσει την εφαρμογή, υπέρ αυτού, του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

     

    Η διάταξη αυτή είναι, ωστόσο, ανίσχυρη στο μέτρο που προβλέπει διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από εθνικό σύστημα στο ασφαλιστικό σύτημα των Κοινοτήτων, μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν αποκτήσει τα δικαιώματα αυτά απασχολούμενοι ως μισθωτοί και εκείνων που τα έχουν αποκτήσει απασχολούμενοι ως μη μισθωτοί.

     

    Due

    Schockweiler

    Zuleeg

    Mancini

    O'Higgins

    Moitinho de Almeida

    Diez de Velasco

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Ιουνίου 1990.

    Ο γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο πρόεδρος

    Ο. Due


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Top