This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61989CJ0022
Judgment of the Court of 13 December 1990. # Kingdom of the Netherlands v Commission of the European Communities. # EAGGF - Butter - Quality tests. # Case C-22/89.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1990.
Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
ΕΓΤΠΕ - Bούτυρο - Ποιοτικοί έλεγχοι.
Υπόθεση C-22/89.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1990.
Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
ΕΓΤΠΕ - Bούτυρο - Ποιοτικοί έλεγχοι.
Υπόθεση C-22/89.
Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-04799
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:471
ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ
στην υπόθεση C-22/89 ( *1 )
Ι — Ιστορικό
1. |
Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 685/69 της Επιτροπής, της 14ης Απριλίου 1969, περί των λεπτομερειών εφαρμογής των παρεμβάσεων στην αγορά του βουτύρου και της κρέμας γάλακτος (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/004, σ. 110), ορίζει το καθεστώς αγοράς, από τους οργανισμούς παρεμβάσεως, του βουτύρου που προορίζεται για δημόσια αποθεματοποίηση. Το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού ορίζει στην παράγραφο 1, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ) 1836/86 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 1986 (EE L 158, σ. 57), ότι: « το βούτυρο υποβάλλεται σε δοκιμαστική περίοδο αποθεματοποιήσεως. Αυτή καθορίζεται σε δύο μήνες, οι οποίοι αρχίζουν από την ημέρα εισόδου του βουτύρου στην ψυκτική εγκατάσταση που ορίζεται από τον οργανισμό παρεμβάσεως (... ) ». Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1829/80 της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 1980 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/029, σ. 124): « με την προσφορά του, ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση, στην περίπτωση όπου, κατά τη διάρκεια της αποδεκτής περιόδου αποθεματοποιήσεως, η ελάττωση της ποσότητας (υποβάθμιση της ποιότητας) του βουτύρου είναι ανώτερη από εκείνη που προκύπτει ομαλά από τη διατήρηση ενός βουτύρου που πληροί της απαιτήσεις ( που προβλέπονται στο άρθρο 2):
(...)». |
2. |
Με την απόφαση 88/630/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 1988, σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών που αφορούν τις δαπάνες οι οποίες έχουν χρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων ( ΕΓΤΠΕ ), τμήμα « Εγγυήσεων », για το οικονομικό έτος 1986 ( ΕΕ L 353, σ. 30 ), η Επιτροπή απέκλεισε από τη χρηματοδότηση των δαπανών που πραγματοποίησαν οι Κάτω Χώρες ποσό 3183100,46 φιορινιών ( HFL ). Το ποσό αυτό περιλαμβάνει, για τον τομέα του γάλακτος, σύνολο 2598185,71 HFL, από τα οποία 1624796 HFL αφορούν τον πρόωρο ποιοτικό έλεγχο διατηρήσεως του βουτύρου που προορίζεται για δημόσια αποθεματοποίηση. |
3. |
Με τη συνοπτική έκθεση της 15ης Ιουλίου 1988, σχετικά με τα αποτελέσματα του ελέγχου ως προς την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ για το οικονομικό έτος 1986, η Επιτροπή ανέφερε στο σημείο 3.3.4.2 ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69, ο ποιοτικός έλεγχος ως προς τη διατήρηση του βουτύρου που παραδίδεται στους οργανισμούς παρεμβάσεως δεν πρέπει να γίνεται πριν από την 60ή ημέρα μετά την είσοδο του βουτύρου στην ψυκτική εγκατάσταση. |
4. |
Η Επιτροπή παρέπεμπε σχετικώς στα συνοπτικά πρακτικά της 726ης συνεδριάσεως της επιτροπής διαχειρίσεως γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων της 16ης Αυγούστου 1985 (στο εξής: πρακτικά 1985) όπου είχε αναφέρει ότι στόχος του άρθρου 6, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69 ήταν να διασφαλιστεί ότι το βούτυρο που προσφέρεται στην παρέμβαση μπορεί να παραμείνει στον χώρο αποθηκεύσεως επί δύο μήνες χωρίς να υποστεί απαράδεκτη αλλοίωση της ποιότητας. Επομένως, οι έλεγχοι του οργανισμού παρεμβάσεως πρέπει να διενεργούνται στο τέλος αυτής της δοκιμαστικής περιόδου. Οι αναγκαιότητες καλής διεξαγωγής των ελέγχων μπορούσαν θεμητά να οδηγήσουν τον οργανισμό παρεμβάσεως να μη πραγματοποιεί τους ελέγχους στην ψυκτική εγκατάσταση όλες τις ημέρες κατά την ίδια εβδομάδα, αλλά να τους πραγματοποιεί περιοδικώς. Ωστόσο, οι περιοδικοί έλεγχοι θα πρέπει να οργανωθούν κατά τρόπο που να μην επιβάλλεται στον επιχειρηματία αισθητή παράταση της δοκιμαστικής περιόδου. |
5. |
Η συνοπτική έκθεση αναφέρεται επίσης σε ερμηνευτικό σημείωμα σχετικό με τον προαναφερθέντα κανονισμό 685/69, της 18ης Μαρτίου 1986 ( VI/2214/86 ), στο οποίο διευκρινίστηκε, σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 2, ότι αν στο τέλος της δοκιμαστικής περιόδου αποδειχθεί ότι το βούτυρο δεν πληρούσε τις σχετικές με την ποιότητα απαιτήσεις, ο πωλητής έπρεπε να καταβάλει τα έξοδα αποθεματοποιήσεως. |
6. |
Βάσει αναλύσεων που πραγματοποίησαν τα κράτη τα οποία είχαν εφαρμόσει ορθά την κανονιστική ρύθμιση, από τις οποίες προκύπτει ότι οι ποσότητες οι οποίες δεν έγιναν δεκτές μετά από δεύτερη ανάλυση συνιστούσαν μόνο μικρό ποσοστό των συνολικών ποσοτήτων που είχαν παραδοθεί, η Επιτροπή αποφάσισε να μη χρηματοδοτήσει 0,25 % όλων των ποσοτήτων βουτύρου που είχαν παραδοθεί και υπήρξαν αντικείμενο ελέγχου πριν από την 60ή ημέρα. |
II — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων
1. |
Η προσφυγή του Βασιλείου των Κάτω Χωρών πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Ιανουαρίου 1989. |
2. |
Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. |
3. |
Το Βαοίλειο των Κάτω Χωρών, προσφεύγον, ζητεί από το Δικαστήριο:
|
4. |
Η Επιτροπή, καθής, ζητεί από το Δικαστήριο:
|
III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων
1. |
Το Βαοίλειο των Κάνω Χωρών υποστηρίζει, πρώτον, ότι η Επιτροπή παρέβη τον κανονισμό (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93 ), σε συνδυασμό με τον προαναφερθέντα κανονισμό 685/69. Από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 6 προκύπτει ότι ο έλεγχος πρέπει να διενεργείται πριν από τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου αποθεματοποιήσεως. Πράγματι, η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού ορίζει ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής πρέπει να αποδεικνύεται αν η υποβάθμιση της ποιότητας του βουτύρου είναι ή όχι μεγαλύτερη από τη φυσιολογική. Η ερμηνεία αυτή είναι επίσης σύμφωνη προς την οικονομία του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69. Η παραλαβή του βουτύρου από τον οργανισμό παρεμβάσεως γίνεται υπό την προϋπόθεση ότι δεν παρατηρείται καμιά μη φυσιολογική υποβάθμιση της ποιότητας κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου. Απαγόρευση των ελέγχων πριν από τη λήξη της θα σήμαινε ότι η λήξη της δοκιμαστικής περιόδου δεν θέτει τέρμα στην αβεβαιότητα όσον αφορά την οριστική μεταβίβαση της κυριότητας. Όμως, το συμφέρον του πωλητή επιβάλλει να οριστικοποιηθεί η συναλλαγή το αργότερο στο τέλος της δοκιμαστικής περιόδου, τόσο ως προς την ποιότητα του βουτύρου για το οποίο πρόκειται, όσο και ως προς την ενδεχόμενη οικονομική υποχρέωση του. Ο κανονισμός αποβλέπει στο να διασφαλίσει ότι η ποιότητα του βουτύρου είναι ικανοποιητική υπό τις συνθήκες συντηρήσεως σε ψυκτική εγκατάσταση. Έρευνα διενεργηθείσα στη Δανία το 1977 απέδειξε ότι αν μετά 45ημέρες δεν εμφανιστεί καμιά μη φυσιολογική υποβάθμιση της ποιότητας του βουτύρου που αποθηκεύθηκε σε ψυκτική εγκατάσταση, τέτοια υποβάθμιση δεν θα εμφανιστεί ούτε μετά 60ημέρες. Στο πρακτικό 1985, όπως και στο ερμηνευτικό σημείωμα της 18ης Μαρτίου 1986, δεν γίνεται καθόλου λόγος για έλεγχο μετά τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου, αλλά για έλεγχο στο τέλος της περιόδου αυτής. Υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα ότι η διενέργεια των ελέγχων δεν πρέπει να επιβάλλει στους εμπόρους σημαντική παράταση της δοκιμαστικής περιόδου, τα κείμενα αυτά επιβεβαιώνουν την ακρίβεια της ερμηνείας των Κάτω Χωρών. Άλλωστε, η νομική υπηρεσία της Επιτροπής δεν έχει εξουσία να ερμηνεύει κοινοτική κανονιστική ρύθμιση κατά τρόπο δεσμευτικό για τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή εσφαλμένως επικαλείται τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, όπου προβλέπεται ρητά η πιθανότητα το αρνητικό αποτέλεσμα του ελέγχου να προκύψει μόνο μετά την παραλαβή του βουτύρου από τον οργανισμό παρεμβάσεως. Το κείμενο αυτό υπάρχει υπό τη σημερινή του μορφή μόνο μετά την έκδοση του προαναφερθέντος κανονισμού 1829/80. Ο κανονισμός 1836/86 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 1986 (ΕΕ L 158, σ. 57), όρισε ως ημέρα οριστικής παραλαβής του βουτύρου από τον οργανισμό παρεμβάσεως — η οποία μέχρι τότε καθοριζόταν με την είσοδο του βουτύρου στην ψυκτική εγκατάσταση — την 60ή ημέρα μετά την είσοδο αυτή. Μέχρι της τροποποιήσεως αυτής, σε περίπτωση αναλήψεως του βουτύρου λόγω κακής διατηρήσεως, τα έξοδα βάρυναν τους προμηθευτές από της ημέρας εισόδου του βουτύρου, δηλαδή με την έναρξη της δοκιμαστικής περιόδου. Εξάλλου, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2814/86 της Επιτροπής, της 11ης Σεπτεμβρίου 1986 (ΕΕ L 260, σ. 14), παρέτεινε την προθεσμία παραλαβής σε 120ημέρες, χωρίς να τροποποιήσει τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 2. Δεύτερον, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου ή άλλη γενική αρχή στην οποία βασίζεται η κοινοτική έννομη τάξη. Από της ενάρξεως ισχύος του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69, οι Κάτω Χώρες διενεργούσαν ελέγχους κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, 53ημέρες κατά μέσο όρο μετά την έναρξη της. Η Επιτροπή αμφισβήτησε την ερμηνεία αυτή του άρθρου 6, ερμηνεία την οποία όφειλε να γνωρίζει, μόνο επ' ευκαιρία των ελέγχων του ΕΠΓΠΕ για το οικονομικό έτος 1986. Η Επιτροπή, μη απορρίπτοντας προηγουμένως και ρητά την ερμηνεία αυτή, άφησε να νοηθεί ότι μπορούσε να τη συμμερίζεται. Αν η κοινοτική εκτελεστική εξουσία έκρινε ότι έπρεπε να μεταβληθεί η προηγουμένως ισχύουσα ερμηνεία, όφειλε να πληροφορήσει σχετικώς τα κράτη μέλη, τα οποία είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή του σχετικού κανονισμού. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ερμηνεία που δίδει η Επιτροπή είναι ακριβής, θα έπρεπε να τροποποιηθεί ο κανονισμός· πράγματι, από το γεγονός ότι διάφορα κράτη μέλη προβαίνουν σε διαφορετική ερμηνεία από εκείνη της Επιτροπής καθίσταται προφανές ότι το άρθρο 6 δεν είναι σαφές. Η ερμηνεία που δίδει η Επιτροπή έχει ως αποτέλεσμα να προστίθεται στη δοκιμαστική περίοδο πρόσθετη προθεσμία για σκοπούς ελέγχου, πράγμα που θίγει την ασφάλεια δικαίου του πωλητή του βουτύρου. Τέλος, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, με τη συνοπτική έκθεση, δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση της. Το πρακτικό 1985 και το ερμηνευτικό σημείωμα της 18ης Μαρτίου 1986 δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν την άποψη της. Η Επιτροπή παρέλειψε επίσης να αιτιολογήσει την άρνηση χρηματοδοτήσεως 0,25 % του αποθεματοποιη-μένου βουτύρου, που είχε ελεγχθεί πριν από την 60ή ημέρα. |
2. |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τόσο από το γράμμα, όσο και από το πνεύμα του άρθρου 6 του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69 προκύπτει ότι ο ποιοτικός έλεγχος του βουτύρου πρέπει να πραγματοποιείται μετά τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου. Πράγματι, ο πωλητής απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις που ανέλαβε μόνον αν λήξει η δοκιμαστική περίοδος χωρίς να προκύψει μη φυσιολογική υποβάθμιση της ποιότητας του αποθεματοποι-ημένου βουτύρου. Σκοπός της δοκιμαστικής περιόδου είναι να περιορίζεται ο κίνδυνος — για την Κοινότητα — μη φυσιολογικής υποβαθμίσεως της ποιότητας του βουτύρου κατά την περίοδο που ακολουθεί την αποθεματοποίηση στην παρέμβαση. Τα επιχειρήματα που αντλούνται από τη δανική μελέτη, της οποίας άλλωστε η επιστημονική ακρίβεια υπόκειται σε επιφυλάξεις, δεν είναι λυσιτελή. Το άρθρο 6, παράγραφος 2, έχει την έννοια ότι ο πωλητής, ο οποίος οφείλει να προμηθεύσει βούτυρο που διατηρείται κανονικά, υποχρεούται να το αναλάβει σε περίπτωση μη φυσιολογικής υποβαθμίσεως της ποιότητας κατά τη δοκιμαστική περίοδο και όχι ότι η υποχρέωση αυτή ισχύει μόνον κατά την εν λόγω περίοδο. Επειδή ο πωλητής έχει συμφέρον να γνωρίζει το αποτέλεσμα όσο το δυνατό γρηγορότερα, στα πρακτικά του 1985 υπογραμμιζόταν ότι ο έλεγχος πρέπει να πραγματοποιείται σε τέτοια χρονική στιγμή ώστε η δοκιμαστική περίοδος να μην παρατείνεται αισθητά. Ωστόσο, το συμφέρον του πωλητή δεν μπορεί να δικαιολογήσει ελέγχους που πραγματοποιούνται πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής. Το άρθρο 6, παράγραφος 2, δεύτερη και τρίτη περίπτωση, προβλέπουν ακριβώς την πιθανότητα το αρνητικό αποτέλεσμα του ελέγχου να γίνει γνωστό μόνο μετά την παραλαβή του βουτύρου από τον οργανισμό παρεμβάσεως ή ακόμη μετά την πληρωμή του βουτύρου. Οι μεταγενέστερες μεταβολές της ημέρας παραλαβής δεν αφαιρούν κάθε αξία από το επιχείρημα αυτό. Η Επιτροπή αρνείται ότι παραβίασε τις γενικές αρχές του δικαίου. Η Επιτροπή διαπίστωσε την πρακτική που επικρατούσε στις Κάτω Χώρες μόλις το 1987, πράγμα που άλλωστε δεν αμφισβητείται από την καθής, η οποία δεν μπορεί να επικαλείται ανοχή εκ μέρους της Επιτροπής. Εξάλλου, τα στοιχεία που διαθέτει η Επιτροπή αποδεικνύουν ότι σε πολλές περιπτώσεις ο έλεγχος διενεργείται μετά από 48ημέρες, 46ημέρες, ή και 41ημέρες μετά την είσοδο του βουτύρου στην ψυκτική εγκατάσταση. Οι Κάτω Χώρες εσφαλμένως ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή μετέβαλε την ερμηνεία της χωρίς να πληροφορήσει τα κράτη μέλη. Το πρακτικό 1985 αναφέρει σαφώς ότι ο έλεγχος πρέπει να γίνεται στο τέλος της δοκιμαστικής περιόδου-οι ολλανδικές αρχές όφειλαν να γνωρίζουν από το 1985 το αργότερο την ερμηνεία που δέχθηκε η Επιτροπή. Ο κανονισμός και η έκθεση της Επιτροπής το 1985 είναι αρκετά σαφείς και δεν υπάρχει καμιά ανάγκη τροποποιήσεως. Το ερμηνευτικό σημείωμα της 18ης Μαρτίου 1986, έστω και αν αναφέρεται ουσιαστικά στην ερμηνεία του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 521/86 της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου 1986 ( ΕΕ L 51, σ. 65 ), επιβεβαιώνει την ερμηνεία της Επιτροπής. Στη συνοπτική έκθεση περιλαμβάνονται αναλυτικό σημείωμα ως προς την ορθή ερμηνεία του άρθρου 6 και τα σχετικά συμπεράσματα που συνάγει η Επιτροπή. Επίσης, περιλαμβάνονται εξηγήσεις όσον αφορά το ποσοστό του βουτύρου που αποκλείεται από τη χρηματοδότηση. Επομένως, το επιχείρημα που αντλείται από την έλλειψη αιτιολογίας δεν είναι βάσιμο. |
F. Α. Schockweiler
εισηγητής δικαστής
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.
της 13ης Δεκεμβρίου 1990 ( *1 )
Στην υπόθεση C-22/89,
Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τους J. W. de Zwaan και Μ. Α. Fierstra, βοηθούς νομικούς συμβούλους στο Υπουργείο Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την ενταύθα Πρεσβεία των Κάτω Χωρών, 5, rue C. Μ. Spoo,
προσφεύγον,
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον R. C. Fischer, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Guido Berardis, μέλος της νομικής υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,
καθής,
που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται η μερική ακύρωση της αποφάσεως 88/630/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 1988, σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών που αφορούν τις δαπάνες που έχουν χρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων ( ΕΓΤΠΕ ), τμήμα « Εγγυήσεων », για το οικονομικό έτος 1986 ( ΕΕ L 353, σ. 30 ),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, Τ. F. Ο' Higgins, G. C. Moitinho de Almeida, M. Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, F. Α. Schockweiler, F. Grévisse, M. Zuleeg και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs
γραμματέας: D. Louterman, κυρία υπάλληλος διοικήσεως
λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,
αφού άκουσε τους διαδίκους που αγόρευσαν κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουνίου 1990 και
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Νοεμβρίου 1990,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Ιανουαρίου 1989, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 88/630/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 1988, σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών που αφορούν τις δαπάνες που έχουν χρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων ( ΕΓΤΠΕ ), τμήμα « Εγγυήσεων », για το οικονομικό έτος 1986 ( ΕΕ L 353, σ. 30 ), καθόσον με την απόφαση αυτή αποκλείεται ο καταλογισμός στο ΕΓΤΠΕ δαπανών ύψους 1624796 φιορινίων ( HFL ), που κατέβαλαν οι Κάτω Χώρες για την αγορά βουτύρου το οποίο προορίζεται για δημόσια αποθεματοποίηση, λόγω του ότι ο ποιοτικός έλεγχος του βουτύρου διενεργήθηκε πριν από τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου αποθεματοποιήσεως των δύο μηνών. |
2 |
Ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 685/69 της Επιτροπής, της 14ης Απριλίου 1969, περί των λεπτομερειών εφαρμογής των παρεμβάσεων στην αγορά του βουτύρου και της κρέμας γάλακτος ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/004, σ. 110), ορίζει το καθεστώς αγοράς από τους οργανισμούς παρεμβάσεως, του βουτύρου που προορίζεται για δημόσια αποθεματοποίηση. Ο κανονισμός αυτός ορίζει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, όπως διατυπώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1836/86 της Επιτροπής, της 12ης Ιουνίου 1986 (ΕΕ L 158, σ. 57), ότι το βούτυρο υποβάλλεται σε δοκιμαστική περίοδο αποθεματοποιήσεως δύο μηνών, που αρχίζει από την ημέρα εισόδου του βουτύρου στην ψυκτική εγκατάσταση. Το κείμενο αυτό ορίζει στην παράγραφο 2, όπως διαμορφώθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1829/80 της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 1980 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/029, σ. 124), ότι, με την προσφορά του, ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση, σε περίπτωση μη φυσιολογικής υποβαθμίσεως της ποιότητας του βουτύρου, να αναλάβει το εμπόρευμα, να αποδώσει την τιμή του ελαττωματικού εμπορεύματος η οποία ενδεχομένως έχει καταβληθεί ήδη και να καταβάλει τα έξοδα αποθηκεύσεως. |
3 |
Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η πρακτική της ολλανδικής διοικήσεως συνίστατο στη διενέργεια των ποιοτικών ελέγχων σχετικά με τη διατήρηση του βουτύρου στο τέλος της δοκιμαστικής περιόδου, όχι όμως πριν από τη λήξη της περιόδου αυτής. |
4 |
Θεωρώντας ότι ο έλεγχος της ποιότητας σχετικά με τη διατήρηση του βουτύρου που παραδίδεται στους οργανισμούς παρεμβάσεως δεν έπρεπε να διενεργείται πριν από την εξηκοστή ημέρα μετά την είσοδο του βουτύρου στην ψυκτική εγκατάσταση, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση. |
5 |
Το ποσό το οποίο δεν καταλογίστηκε στο ΕΓΤΠΕ ανέρχεται σε 0,25 ο/ο όλων των δαπανών που αφορούν τις ποσότητες βουτύρου οι οποίες παραδόθηκαν και υπήρξαν αντικείμενο ελέγχου πριν από την εξηκοστή ημέρα. Κατά την Επιτροπή, αυτό το ποσοστό 0,25 o/ο αντιστοιχεί στις ποσότητες βουτύρου που δεν παρελήφθησαν κατά τη δεύτερη ανάλυση στα κράτη μέλη τα οποία διενήργησαν τους ελέγχους σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. |
6 |
Στη συνοπτική έκθεση σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ του 1986, η Επιτροπή παρέπεμψε στα συνοπτικά πρακτικά συνεδριάσεως της Επιτροπής διαχειρίσεως για το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα του 1985, όπου αυτή ανέφερε ότι οι έλεγχοι του οργανισμού παρεμβάσεως πρέπει να διενεργούνται στο τέλος της μεταβατικής περιόδου, και σε ερμηνευτικό σημείωμα της 18ης Μαρτίου 1986 όπου διασαφήνιζε, σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69, ότι ο πωλητής οφείλει να καταβάλει τα έξοδα αποθηκεύσεως αν, στο τέλος της μεταβατικής περιόδου, αποδεικνύεται ότι το βούτυρο δεν ανταποκρίνεται στις επιβαλλόμενες απαιτήσεις ποιότητας. |
7 |
Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικά τα περιστατικά, η διαδικασία, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. |
8 |
Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους από την παράβαση των κανονισμών (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93 ), και 685/69, που παρατέθηκε ήδη, την παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και από την παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΟΚ σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογίας. |
9 |
Όσον αφορά την παράβαση των προαναφερθέντων κανονισμών 729/70 και 685/69, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών υποστηρίζει ότι από τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 6 του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69 προκύπτει ότι ο ποιοτικός έλεγχος του αποθεματοποιημένου βουτύρου πρέπει να γίνεται κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου· η ερμηνεία αυτή συνάδει ακόμη και προς την οικονομία του συστήματος που καθιερώθηκε με τους κανονισμούς αυτούς, καθόσον ο πωλητής πρέπει να μπορεί να αποφασίζει, το αργότερο στο τέλος της δοκιμαστικής περιόδου, σχετικά με την τύχη της συναλλαγής. |
10 |
Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι, τόσο από το γράμμα όσο και από το πνεύμα του άρθρου 6 του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69, προκύπτει ότι ο ποιοτικός έλεγχος πρέπει να γίνεται μετά τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου. |
11 |
Σχετικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 6 του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69 ορίζει στην παράγραφο 1 ότι το βούτυρο υποβάλλεται σε δίμηνη δοκιμαστική περίοδο αποθεματοποιήσεως, στη δε παράγραφο 2 ότι ο πωλητής αναλαμβάνει ορισμένες υποχρεώσεις στην περίπτωση κατά την οποία, κατά τη δοκιμαστική περίοδο αποθεματοποιήσεως, προκύπτει μη φυσιολογική υποβάθμιση της ποιότητας του βουτύρου. |
12 |
Απ' αυτό προκύπτει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, έχει ως αντικείμενο τη διασφάλιση της καλής διατηρήσεως του βουτύρου πριν από την οριστική παραλαβή του από τον οργανισμό παρεμβάσεως και την επίρριψη στον πωλητή των συνεπειών της μη φυσιολογικής υποβαθμίσεως της ποιότητας του βουτύρου που επέρχεται κατά τη δοκιμαστική περίοδο. |
13 |
Ενόψει του σκοπού αυτού του άρθρου 6, ο ποιοτικός έλεγχος σχετικά με τη διατήρηση του αποθεματοποιημένου βουτύρου δεν μπορεί να γίνεται πριν από το τέλος της δίμηνης δοκιμαστικής περιόδου. |
14 |
Οι Κάτω Χώρες υποστηρίζουν, δεύτερον, ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης διότι δεν αμφισβήτησε την πάγια πρακτική τόσο των Κάτω Χωρών όσο και άλλων κρατών μελών, να διενεργούν τον ποιοτικό έλεγχο πριν από τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου παρά μόνον επ' ευκαιρία, των ελέγχων του ΕΓΤΠΕ για το οικονομικό έτος 1986. Η συμπεριφορά της Επιτροπής θίγει επίσης την ασφάλεια δικαίου του συναλλασσομένου ο οποίος πρέπει να μπορεί να αποφασίζει, στο τέλος της μεταβατικής περιόδου, σχετικά με την τύχη που επιφυλάσσεται στην πώληση βουτύρου στον οργανισμό παρεμβάσεως. |
15 |
Σχετικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή, ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών είχε πληροφορηθεί προσηκόντως, κατόπιν των δηλώσεων της Επιτροπής σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69 κατά την 726η συνεδρίαση της επιτροπής διαχειρίσεως για το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα της 16ης Αυγούστου 1985 και του ερμηνευτικού σημειώματος της 18ης Μαρτίου 1986 σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, ότι η ποιότητα διατηρήσεως του βουτύρου δεν μπορεί να διαπιστωθεί πριν από τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου. |
16 |
'Οσον αφορά το συμφέρον του πωλητή του βουτύρου, η Επιτροπή υπογράμμισε με τη δήλωση της του 1985 ότι οι έλεγχοι δεν πρέπει να διενεργούνται κατά τρόπο που να επιβάλλεται στον πωλητή αισθητή παράταση της δοκιμαστικής περιόδου. |
17 |
Ο σεβασμός του νομίμου συμφέροντος του συναλλασσομένου να μπορεί να αποφασίζει το γρηγορότερο δυνατό σχετικά με την τύχη της συναλλαγής δεν μπορεί πάντως να δικαιολογήσει ερμηνεία του προαναφερθέντος κανονισμού 685/69η οποία θα τον απάλλασσε από την υποχρέωση να αναλαμβάνει μέχρι το τέλος της δοκιμαστικής περιόδου αποθεματοποιήσεως τις ζημιογόνες συνέπειες που προκύπτουν από τη μη φυσιολογική υποβάθμιση της ποιότητας του αποθεματοποιημένου βουτύρου. |
18 |
Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών κατά της Επιτροπής ότι στη συνοπτική έκθεση δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση της ούτε όσον αφορά την αρχή του μη καταλογισμού στο ΕΓΤΠΕ των δαπανών που συνδέονται με βούτυρο το οποίο είχε ελεγχθεί πριν από τη λήξη της δοκιμαστικής περιόδου ούτε όσον αφορά τον συντελεστή 0,25 ο/ο, επιβάλλεται να υπομνηστεί ότι κατά πάγια νομολογία ( απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 1981, Ιταλία κατά Επιτροπής, 1251/79, Συλλογή 1981, σ. 205), στην ιδιάζουσα αλληλουχία της επεξεργασίας των αποφάσεων περί εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να θεωρείται επαρκής εφόσον το κράτος-αποδέκτης συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία επεξεργασίας της αποφάσεως και γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με το επίδικο ποσό. |
19 |
Σχετικώς, επιβάλλεται να τονιστεί ότι η συνοπτική έκθεση της Επιτροπής, σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ για το 1986, παραπέμπει ρητά στα πρακτικά της συνεδριάσεως της επιτροπής διαχειρίσεως του 1985 και στο ερμηνευτικό σημείωμα του 1986, τα οποία γνώριζε το Βασίλειο των Κάτω Χωρών. |
20 |
Όσον αφορά το ποσοστό που παρακρατήθηκε επί των ποσών που δεν καταλογίστηκαν στο ΕΓΤΠΕ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, στη συνοπτική έκθεση του 1986, ανέφερε ρητά τους λόγους που την οδήγησαν να αρνηθεί τον καταλογισμό ποσοστού 0,25 o/ο των σχετικών δαπανών. |
21 |
Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί. |
Επί των δικαστικών εξόδων
22 |
Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. |
Για τοος λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ αποφασίζει: |
|
|
Due Mancini O'Higgins Moitinho de Almeida Diez de Velasco Schockweiler Grévisse Zuleeg Kapteyn Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Δεκεμβρίου 1990. Ο Γραμματέας J.-G. Giraud Ο Πρόεδρος Ο. Due |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.