This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61988CJ0365
Judgment of the Court (First Chamber) of 15 May 1990. # Kongress Agentur Hagen GmbH v Zeehaghe BV. # Reference for a preliminary ruling: Hoge Raad - Netherlands. # Brussels Convention - Article 6 (2) - Action on a warranty or guarantee. # Case C-365/88.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 15ης Μαΐου 1990.
Kongress Agentur Hagen GmbH κατά Zeehaghe BV.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hoge Raad - Κάτω Χώρες.
Σύμβαση των Βρυξελλών - Άρθρο 6, περίπτωση 2) - Προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή.
Υπόθεση C-365/88.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 15ης Μαΐου 1990.
Kongress Agentur Hagen GmbH κατά Zeehaghe BV.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hoge Raad - Κάτω Χώρες.
Σύμβαση των Βρυξελλών - Άρθρο 6, περίπτωση 2) - Προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή.
Υπόθεση C-365/88.
Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-01845
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:203
ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ
στην υπόθεση C-365/88 ( *1 )
Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία
Το 1984η Kongress Agentur Hagen GmbH ( στο εξής: Hagen ), επιχείρηση εγκατεστημένη στο Ντύσελντορφ, συνήψε με τη Zeehaghe BV (στο εξής: Zeehaghe), η οποία έχει έδρα τη Χάγη, σύμβαση για την κράτηση μεγάλου αριθμού δωματίων ξενοδοχείου στη Χάγη. Η Hagen ενήργησε ιδίω ονόματι, αλλά κατ' εντολήν και για λογαριασμό τρίτου, της εταιρίας Garant Schuhgilde eG (στο εξής: Schuhgilde) επίσης εγκατεστημένης στο Ντύσελντορφ. Η κράτηση ακυρώθηκε, η δε Zeehaghe, με επιδοθέν δικόγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 1985, ενήγαγε τη Hagen ενώπιον του Rechtbank της Χάγης ζητώντας αποζημίωση λόγω μη εκπληρώσεως, εκ μέρους της Hagen, των συμβατικών της υποχρεώσεων.
Με τις προτάσεις της ενώπιον του ανωτέρω δικαστηρίου, η Hagen ζήτησε, κυρίως, από το Rechtbank να κηρυχθεί αναρμόδιο και, επικουρικώς, να προσεπικληθεί ως δικονομικός εγγυητής η εταιρία Schuhgilde, υπό την ιδιότητα της ως εντολέα της εναγομένης. Η Zeehaghe αντιτάχθηκε στο δεύτερο αυτό αίτημα, υποστηρίζοντας ότι η αποδοχή του θα περιέπλεκε και θα καθυστερούσε την πρόοδο της δίκης μεταξύ της ιδίας και της Hagen.
Με απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1985, το Rechtbank κηρύχθηκε αρμόδιο να κρίνει επί της διαφοράς δυνάμει του άρθρου 5, περίπτωση 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών (στο εξής: Σύμβαση ) και απέρριψε την αίτηση προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή, κρίνοντας βάσιμη τη σχετική αντίρρηση που προέβαλε η Zeehaghe.
Η Hagen άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Gerechtshof της Χάγης, υποστηρίζοντας ότι το άρθρο 6, περίπτωση 2, της Συμβάσεως υποχρεώνει το δικαστήριο της κύριας δίκης να επιτρέψει την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή ή άλλη προσεπίκληση, « εκτός αν μόνος σκοπός τους ήταν να απομακρύνουν τον εγγυητή ή τον προσεπικαλούμενο από το δικαστήριο που θα είχε διεθνή δικαιοδοσία στην περίπτωση τους », εξαίρεση η οποία προβλέπεται στην ίδια αυτή διάταξη. Με απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 1987, το Gerechtshof απέρριψε την άποψη αυτή και επικύρωσε την απόφαση του Rechtbank, κρίνοντας ότι το άρθρο 6 προβλέπει απλώς τη δυνατότητα και όχι την υποχρέωση του δικαστηρίου να δεχθεί την αίτηση προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή.
Η Hagen άσκησε αναίρεση. Με το δικόγραφο υπερασπίσεως της κατά της αιτήσεως αναιρέσεως, η Zeehaghe υποστηρίζει ότι αίτηση προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή μπορεί να υποβληθεί μαζί με το κύριο αίτημα μόνον όταν η διεθνής δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου στηρίζεται στον γενικό κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 2 της Συμβάσεως, ο οποίος αναγνωρίζει διεθνή δικαιοδοσία στα δικαστήρια του τόπου της κατοικίας του εναγομένου.
Η Zeehaghe αμφισβήτησε, συνεπώς, την αρμοδιότητα του Rechtbank να δεχθεί, κατ' εφαρμογήν του ειδικού κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 6, περίπτωση 2, την αίτηση της Hagen, διότι η αγωγή είχε επίσης ως βάση έναν ειδικό κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας, το άρθρο 5, περίπτωση 1.
Το Hoge Raad der Nederlanden, αφού άκουσε τον γενικό του εισαγγελέα και κρίνοντας ότι η διαφορά έθετε ζήτημα ερμηνείας της Συμβάσεως, αποφάσισε, με απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1988, κατ' εφαρμογήν του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο _ Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
« Α — |
Στην περίπτωση που ο εναγόμενος, ο οποίος έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους, ενάγεται, δυνάμει του άρθρου 5, αρχή και περίπτωση 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους, παρέχει το άρθρο 6, αρχή και περίπτωση 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών στο δικαστήριο αυτό την αρμοδιότητα να κρίνει επί αιτήσεως προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή που υποβάλλει ο εναγόμενος κατά προσώπου το οποίο έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους διαφορετικού από το κράτος του εν λόγω δικαστηρίου; |
Β — |
Πρέπει το άρθρο 6, αρχή και περίπτωση 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών να νοηθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στο δικαστήριο να συναινέσει στην προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, εκτός αν συντρέχει η περίπτωση της εξαιρέσεως που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη; |
Γ — |
Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ανωτέρω υπό Β ερώτημα: μπορεί το δικαστήριο να εφαρμόσει τους δικονομικούς κανόνες της εθνικής του νομοθεσίας προκειμένου να κρίνει κατά πόσο πρέπει να γίνει δεκτή αίτηση αδείας για την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, ή μήπως από τις διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών πρέπει να νοηθεί ότι το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει την αίτηση αυτή υπό το φως κριτηρίων διαφορετικών από εκείνα που θεσπίζει το εθνικό δικονομικό του δίκαιο και, αν ναι, ποια είναι τα κριτήρια αυτά; » |
Η απόφαση του Hoge Raad der Nederlanden πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Δεκεμβρίου 1988.
Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στις 13 Μαρτίου 1989 η εταιρία Hagen, ενάγουσα της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από την Elisabeth C. Μ. Schippers, δικηγόρο Χάγης, στις 24 Μαρτίου 1989 η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τον Régis de Gouttes, με αναπληρωτή τον Géraud de Bergues στις 28 Μαρτίου 1989 η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Christof Böhmer, και στις 6 Μαρτίου 1989 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Β. L Drijber, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον G. Cherubini.
Το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.
II — Περίληψη των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο
Η Hagen, ενάγουσα της κύριας δίκης, είναι της γνώμης ότι στο πρώτο ερώτημα προσήκει καταφατική απάντηση. Υποστηρίζει ότι οι βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 2 και του άρθρου 5 είναι ισοδύναμες όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 6, περίπτωση 2. Συναφώς, παραπέμπει στην έκθεση Jenard (ελληνικό κείμενο: ΕΕ C 298 της 24.11.1986, σ. 29 ) προκειμένου να καταδείξει τη σημασία που έχει, στις εμπορικές σχέσεις, για τον εναγόμενο η δυνατότητα προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή. Κατά τη Hagen, αυτό ισχύει τόσο στην περίπτωση που το δικαστήριο της κύριας δίκης επιλαμβάνεται της υποθέσεως βάσει του άρθρου 5 της Συμβάσεως όσο και στην περίπτωση που η διεθνής δικαιοδοσία του βασίζεται στο άρθρο 2.
Στο ίδιο πνεύμα, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 1983, Peters κατά Zuid Nederlandse Aannemers Vereniging (34/82, Συλλογή 1983, σ. 987), προκύπτει ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί η ασφάλεια του δικαίου και η αποτελεσματικότητα της δικαστικής προστασίας, η Σύμβαση πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε όλες οι συγγενείς αιτήσεις να μπορούν, κατά το μέτρο του δυνατού, να εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο.
Η Hagen υποστηρίζει επίσης ότι οι όροι « deze verweerder », που περιέχονται στην αρχή του άρθρου 6, αναφέρονται στο άρθρο 2 της Συμβάσεως, ήτοι στους όρους « zij die woonplaats hebben op het grondgebied van een Verdragsluitende Staat » ( τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους) ( 1 ). Δυνάμει του άρθρου 4, μόνον οι εναγόμενοι που δεν έχουν κατοικία στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους δεν υπάγονται στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας της Συμβάσεως και, επομένως, ούτε στη διάταξη του άρθρου 6, περίπτωση 2. Τέλος, η ενάγουσα της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι η έκφραση «το δικαστήριο της κύριας δίκης» δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενώς: αν οι συντάκτες της Συμβάσεως είχαν θελήσει να ερμηνεύεται υπ' αυτήν την έννοια, θα είχαν χρησιμοποιήσει περισσότερο περιοριστική έκφραση, όπως π.χ. « το αρμόδιο κατά το άρθρο 2 δικαστήριο ».
Οι κυβερνήσεις τ% Γαλλικής Δημοκρατίας καχ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας είναι επίσης της γνώμης ότι στο πρώτο ερώτημα προσήκει καταφατική απάντηση. Η γαλλική κυβέρνηση έλκει επιχείρημα και από τη γενική διατύπωση του κειμένου του άρθρου 6, περίπτωση 2, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κανόνας αυτός ισχύει ανεξαρτήτως της βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας δυνάμει της οποίας επελήφθη της υποθέσεως το δικαστήριο της κύριας δίκης. Σημειώνει ότι, ενώ το άρθρο 6, περίπτωση 1, επιβάλλει το επιληφθέν δικαστήριο να είναι το δικαστήριο της κατοικίας ενός από τους εναγομένους, η επιταγή αυτή απουσιάζει από το άρθρο 6, περίπτωση 2. Τελικά, η γαλλική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η καταφατική απάντηση είναι η μόνη που οδηγεί στην ορθολογική οργάνωση της διαδικασίας, η οποία αποτελεί έναν από τους σκοπούς της Συμβάσεως.
Κατά την άποψη της κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, το γενικό συμφέρον της συνοχής της αποφάσεως και οι επιταγές της οικονομίας της δίκης κατισχύουν του συμφέροντος του προσεπικαλουμένου δικονομικού εγγυητή να μην αχθεί παρά μόνον ενώπιον των δικαστηρίων της κατοικίας του.
Η Επιτροπή επίσης υποστηρίζει την άποψη ότι η γενική διατύπωση του κειμένου του άρθρου 6, περίπτωση 2, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στο πρώτο ερώτημα προσήκει καταφατική απάντηση. Εξάλλου, το ιστορικό της Συμβάσεως δείχνει ότι οι συντάκτες της δεν είχαν την πρόθεση να δημιουργήσουν μια ιεραρχία κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, αλλά να προσφέρουν στον ενάγοντα τη δυνατότητα επιλογής και να παράσχουν αρμοδιότητα επιλύσεως της διαφοράς στο δικαστήριο που συνδέεται στενότερα με αυτή.
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, η ενάγουσα της κύριας δίκης και οι κυβερνήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας νης Γερμανίας και της ΓαΑΑικής Δημοκρατίας προτείνουν να δοθεί καταφατική απάντηση, ενώ η Επιτροπή υιοθετεί ελαφρώς αποκλίνουσα άποψη.
Κατά τη Hagen, η αίτηση προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή πρέπει να εκτιμάται αποκλειστικώς και μόνο βάσει του άρθρου 6, περίπτωση 2. Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς, διότι το Δικαστήριο, ναι μεν αναγνώρισε ότι η επιλογή μεταξύ αυτοτελούς ερμηνείας και παραπομπής στους ουσιαστικούς κανόνες του εφαρμοστέου δικαίου γίνεται με γνώμονα τη φύση της διατάξεως και κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητα της Συμβάσεως (βλέπε απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1976, Tessili κατά Dunlop, 12/76, Jurispr. 1976, σ. 1473), στις περισσότερες, όμως, περιπτώσεις επέλεξε την πρώτη εναλλακτική λύση. Η Hagen θεωρεί ότι η άποψη της ενισχύεται από την παρατήρηση που διατυπώνεται στην έκθεση Jenard ( EE C 298 της 24.11.1986, σ. 29 ) σχετικά με το άρθρο 6, περίπτωση 3, της Συμβάσεως, όπου διευκρινίζεται ότι η προϋπόθεση της υπάρξεως συνάφειας μεταξύ αγωγής και ανταγωγής υιοθετήθηκε ρητώς από τη Σύμβαση, δεδομένου ότι η προϋπόθεση αυτή δεν ισχύει σε όλα τα συμβαλλόμενα κράτη. Κατά τη Hagen, οι ίδιες σκέψεις οδήγησαν τους συντάκτες της Συμβάσεως να περιλάβουν την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 6, περίπτωση 2, δηλαδή ότι η αίτηση προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή δεν μπορεί να αποβλέπει στην απομάκρυνση του προσεπικαλουμένου από το δικαστήριο που θα είχε διεθνή δικαιοδοσία στην περίπτωση του.
Το ότι από την ερμηνεία αυτή προκύπτει ότι οι δικονομικοί εγγυητές που έχουν την κατοικία τους στην αλλοδαπή μπορούν να αχθούν ενώπιον του δικαστηρίου υπό προϋποθέσεις διαφορετικές από αυτές που ισχύουν για τους δικονομικούς εγγυητές που διαμένουν στις Κάτω Χώρες δεν μεταβάλλει την κατάσταση. Κατά τη Hagen, η ανισότητα αυτή είναι εγγενής στη δημιουργία των διεθνών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας· εν πάση περιπτώσει, μεγαλύτερη ανισότητα θα προέκυπτε από την ερμηνεία που υποστηρίζει την παραπομπή στους εθνικούς κανόνες των συμβαλλομένων κρατών. Η ανισότητα αυτή καθίσταται οφθαλμοφανής και ακόμα λιγότερο αποδεκτή όταν ο ενάγων έχει δυνατότητα επιλογής δικαστηρίου ( όπως στην υπό κρίση περίπτωση ) και μπορεί έτσι να εξουδετερώσει ενδεχόμενη αίτηση προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή επιλέγοντας δικαστήριο του οποίου το εθνικό δίκαιο δεν επιτρέπει την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή.
Οι παρατηρήσεις της γαΑΑικής κυβερνήσεως επί του θέματος αυτού υπαγορεύονται επίσης από τις επιταγές της ορθολογικής οργανώσεως της διαδικασίας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης: αν η απόρριψη της αιτήσεως προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή μπορούσε να αιτιολογηθεί με την προβολή άλλων λόγων εκτός της καταστρατηγήσεως της διαδικασίας, ο ενάγων θα αναγκαζόταν ενδεχομένως να προσφύγει σε δύο δικαστήρια δύο διαφορετικών συμβαλλομένων κρατών, πράγμα το οποίο θα συνεπαγόταν επιπλέον έξοδα, χρόνο και κινδύνους.
Κατά την άποψη της κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεούνται, όταν τα δικαστήρια τους έχουν διεθνή δικαιοδοσία, να προσφέρουν στους διαδίκους πλήρη δικαστική προστασία. Η προστασία αυτή δεν μπορεί να περιορίζεται από τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες. Η γερμανική κυβέρνηση φρονεί ότι η άποψη της επιβεβαιώνεται από το άρθρο V του πρωτοκόλλου που προσαρτάται στη Σύμβαση. Το άρθρο αυτό καλύπτει την έλλειψη, στον γερμανικό κώδικα πολιτικής δικονομίας, διατάξεων όσον αφορά την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, υπό τη στενή έννοια του όρου. Ωστόσο, η μη ηθελημένη συμμετοχή τρίτου σε μια δίκη προβλέπεται από τα άρθρα 68, 72, 73 και 74 του κώδικα υπό τη μορφή ανακοινώσεως της δίκης (Streitverkündung). Το άρθρο V του πρωτοκόλλου μνημονεύει αυτή τη διαδικασία και προβλέπει ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται στα άλλα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 6, περίπτωση 2, αναγνωρίζονται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ότι τα άλλα συμβαλλόμενα κράτη αναγνωρίζουν ομοίως τα αποτελέσματα των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει των άρθρων 68, 72, 73 και 74 του γερμανικού κώδικα πολιτικής δικονομίας κατά τρίτων στους οποίους έχει ανακοινωθεί η δίκη. Η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας θεωρεί ότι, χωρίς το άρθρο αυτό, θα ήταν υποχρεωμένη, προκειμένου να εξασφαλίσει την παροχή της απαραίτητης δικαστικής προστασίας, να εισαγάγει στο γερμανικό δίκαιο διατάξεις περί αιτήσεως παρεμβάσεως.
Προκαταρκτικώς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι όροι « να απομακρύνουν τον εγγυητή ή τον προσεπικαλούμενο από το δικαστήριο που θα είχε διεθνή δικαιοδοσία στην περίπτωση τους » πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς. Η εξαίρεση αναφέρεται στην περίπτωση συμπαιγνίας, όπου ο ενάγων και ο εναγόμενος της κύριας δίκης κινούν μια δίκη με σκοπό να σύρουν έναν τρίτο ενώπιον δικαστηρίου εκτός του δικαστηρίου της κατοικίας του.
Ανεξάρτητα από την εξαίρεση αυτή, η Επιτροπή εκθέτει δύο εναλλακτικές απόψεις όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 6, περίπτωση 2, της Συμβάσεως.
Σύμφωνα με την πρώτη άποψη (στο εξής: άποψη Α ), το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αποτελεί απλώς προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή. Το ζήτημα της υπάρξεως διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει ασφαλώς να κρίνεται πρώτο, το δικαστήριο όμως μπορεί και οφείλει να εξασφαλίσει και ότι η αίτηση πληροί τις προϋποθέσεις του δικαίου του forum, δηλαδή των δικονομικών κανόνων του εθνικού δικαίου. Προς στήριξη της απόψεως αυτής, η Επιτροπή προβάλλει τέσσερα επιχειρήματα. Πρώτον, το κατά πόσον η αίτηση προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή πρέπει να γίνει δεκτή,
υπερβαίνει το ζήτημα της υπάρξεως διεθνούς δικαιοδοσίας και, συνεπώς, το πλαίσιο της Συμβάσεως. Επομένως, επιβάλλεται η προσφυγή στο δίκαιο του forum. Δεύτερον, η έκθεση Schlosser ( ελληνικό κείμενο: ΕΕ C 298 της 24.11.1986, σ. 99, στο σημείο 135, σ. 139) παρατηρεί, όσον αφορά την έννοια της « προσεπικλήσεως », ότι ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας συμπληρώνεται αναγκαστικά από εθνικούς κανόνες που ορίζουν ποια είναι τα πρόσωπα που μπορούν να προσεπικληθούν, με ποια ιδιότητα και με ποιο σκοπό. Σύμφωνα με την άποψη Α, η παρατήρηση αυτή ισχύει και για τις αιτήσεις προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή. Επίσης, η νομολογία του Δικαστηρίου επιβεβαιώνει τη δυνατότητα συμπληρώσεως των διατάξεων της Συμβάσεως με παραπομπή στους εσωτερικούς δικονομικούς κανόνες. Τέλος, η συλλογιστική της απόψεως Α επικυρώνεται ευρύτατα από τις σχετικές θεωρητικές μελέτες.
Η άποψη Α αναγνωρίζει, συνεπώς, ότι το ολλανδικό δικαστήριο μπορεί να προσφύγει στα κριτήρια που θεσπίζει το ολλανδικό δίκαιο, όπως π.χ. το κριτήριο της σκοπιμότητας, προκειμένου να απορρίψει την αίτηση. Ωστόσο, σύμφωνα με την ίδια αυτή άποψη, το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει το δικαστήριο περιορίζεται κατά δύο τρόπους. Πρώτον, το άρθρο 6, περίπτωση 2, συνιστά εξαίρεση από τη γενική αρχή που διατυπώνει το άρθρο 2 της Συμβάσεως και, επομένως, πρέπει, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Καλφέλης κατά Τράπεζας Schröder (189/87, Συλλογή 1988, σ. 5565), να ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε να μη θίγει την ίδια την ύπαρξη της αρχής. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, το επιλαμβανόμενο δικαστήριο πρέπει να εξασφαλίζει ότι υπάρχει ορισμένη συνάφεια μεταξύ του αντικειμένου της αγωγής και της αιτήσεως προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή. Δεύτερον, κρίνοντας τη σκοπιμότητα της αιτήσεως προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη τους σκοπούς της Συμβάσεως. Σχετικά, θα αντέβαινε στη Σύμβαση η απόρριψη της αιτήσεως αυτής για λόγους βασιζόμενους στο γεγονός ότι ο προσεπικαλούμενος δικονομικός εγγυητής κατοικεί σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος. Κατά την άποψη Α, στα προδικαστικά ερωτήματα μπορούν να δοθούν οι ακόλουθες απαντήσεις:
« 1) |
Το δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους, το οποίο, δυνάμει του άρθρου 5, αρχή και περίπτωση 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, είναι αρμόδιο να εκδικάσει αγωγή κατά προσώπου το οποίο έχει την κατοικία του σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 6, αρχή και περίπτωση 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, να κρίνει και επί αιτήσεως προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή, την οποία υποβάλλει ο εναγόμενος κατά προσώπου το οποίο έχει την κατοικία του στο έδαφος άλλου συμβαλλομένου κράτους, εκτός αν διαπιστώσει ότι το αίτημα της αγωγής και η αίτηση προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή δεν παρουσιάζουν συνάφεια που να επιβάλλει τη συνεξέταση και συνεκδίκαση των δύο αιτήσεων. |
2) |
Η εφαρμογή του άρθρου 6, αρχή και περίπτωση 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών δεν συνεπάγεται ότι το δικαστήριο το οποίο, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, κηρύσσεται αρμόδιο να κρίνει επί της αιτήσεως προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή, υποχρεούται πάντοτε να δεχθεί την αίτηση. Ωστόσο, το δικαστήριο δεν μπορεί να απορρίψει την αίτηση αυτή για λόγους αναγόμενους στο γεγονός ότι ο τρίτος που πρόκειται να προσεπικληθεί έχει την κατοικία του στο έδαφος άλλου συμβαλλομένου κράτους. » |
Η εναλλακτική άποψη (στο εξής: άποψη Β) συμπίπτει με την απάντηση που προτείνουν η Hagen και οι κυβερνήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην αρχή ότι το αυτοτελές σύστημα κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που θεσπίζει η Σύμβαση κατισχύει των προϋποθέσεων του εθνικού δικονομικού δικαίου. Πέντε επιχειρήματα προβάλλονται προς στήριξη της απόψεως αυτής. Πρώτον, η δυνατότητα επιλογής του forum, την οποία προσφέρει στον αιτούντα την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή το άρθρο 6, περίπτωση 2, θα ήταν μάταιη αν το δικαστήριο μπορούσε να απορρίψει αίτηση προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή για λόγους αφορώντες το σκόπιμο της αιτήσεως. Δεύτερον, η Σύμβαση αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξης: συνεπώς, οι περιοριστικοί κανόνες του εθνικού δικαίου πρέπει να εφαρμόζονται μόνον όταν το προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο. Επίσης, το άρθρο 10, πρώτο εδάφιο, δεν επιτρέπει την προσεπίκληση του ασφαλιστή ενώπιον του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της αγωγής του ζημιωθέντος παρά μόνον « αν το δίκαιο του δικαστηρίου το επιτρέπει». Εφόσον η προϋπόθεση αυτή δεν προβλέπεται στο άρθρο 6, περίπτωση 2, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν επιτρέπει εκτίμηση κατά το εθνικό δίκαιο. Το τέταρτο επιχείρημα αναφέρεται στο άρθρο V του πρωτοκόλλου, το οποίο μνημονεύει στις παρατηρήσεις της η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας: η απουσία αναλόγων εξαιρέσεων για τα άλλα συμβαλλόμενα κράτη συνεπάγεται ότι το άρθρο 6, περίπτωση 2, εφαρμόζεται χωρίς αναφορά στο εθνικό δίκαιο. Τελικά, η παραπομπή στους εθνικούς κανόνες θα έθετε σε κίνδυνο την ομοιόμορφη εφαρμογή της Συμβάσεως.
Η άποψη Β υπαγορεύει τις ακόλουθες απαντήσεις στα προδικαστικά ερωτήματα:
« 1) |
Το δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους, το οποίο, δυνάμει του άρθρου 5, αρχή και περίπτωση 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, είναι αρμόδιο να εκδικάσει αγωγή κατά προσώπου το οποίο έχει την κατοικία του σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, είναι αρμόδιο, κατά το άρθρο 6, αρχή και περίπτωση 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, να κρίνει και επί αιτήσεως προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή, την οποία υποβάλλει ο εναγόμενος κατά προσώπου το οποίο έχει την κατοικία του στο έδαφος άλλου συμβαλλομένου κράτους. |
2) |
Η εφαρμογή του άρθρου 6, αρχή και περίπτωση 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών συνεπάγεται ότι το δικαστήριο υποχρεούται να δεχθεί την αίτηση προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή, εκτός αν συντρέχει η περίπτωση της εξαιρέσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή. » |
Η Επιτροπή, αφού εκθέτει τις δύο αντίθετες αυτές απόψεις, εκφράζει την προτίμηση της υπέρ της απόψεως Β, παρά το γεγονός ότι η άποψη Α καθιστά δυνατή την εφαρμογή των ιδίων κανόνων τόσο στις καθαρά εσωτερικές διαφορές όσο και στις διεθνείς διαφορές και ότι φαίνεται ως η μόνη λύση που μπορεί να τύχει εφαρμογής στις λοιπές περιπτώσεις προσεπικλήσεως στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 6, περίπτωση 2. Εξάλλου, η άποψη Α φαίνεται ως η πλέον κατάλληλη για την αποτροπή της καταχρηστικής εφαρμογής των κανόνων, ιδίως στις λοιπές περιπτώσεις προσεπικλήσεως. Το δικαστήριο δεν πρέπει να είναι υποχρεωμένο να δεχθεί την αίτηση προσεπικλήσεως τρίτου απλώς και μόνο διότι η Σύμβαση του παρέχει την αρμοδιότητα να επιληφθεί της αιτήσεως αυτής.
Πάντως, η λύση Β φαίνεται απλούστερη: αντίθετα προς ό,τι ισχύει με τη λύση Α, το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει το δικαστήριο είναι καθορισμένο από την ίδια τη Σύμβαση. Επιπλέον — και κατά την Επιτροπή αυτό είναι το καθοριστικό σημείο —, η λύση Β προσφέρει τις μεγαλύτερες πιθανότητες ομοιόμορφης εφαρμογής του άρθρου 6, περίπτωση 2.
Μόνον η Hagen ασχολήθηκε στις παρατηρήσεις της με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα. Κατά την άποψη της, τα ίδια επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της ομοιόμορφης ερμηνείας του άρθρου 6, περίπτωση 2, ισχύουν και όσον αφορά την εκτίμηση της αιτήσεως προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή βάσει των αυτοτελών και ειδικών κριτηρίων που προβλέπει η Σύμβαση. Το γεγονός ότι ο αιτών και ο προσεπικαλούμενος δικονομικός εγγυητής έχουν την κατοικία τους στο έδαφος άλλου συμβαλλομένου κράτους δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να αποτελέσει ένα τέτοιο αυτοτελές κριτήριο, ακόμα και όταν πιθανολογείται επιβράδυνση της διαδικασίας: αυτό θα ήταν αντίθετο προς τους σκοπούς και το πνεύμα της Συμβάσεως.
Gordon Slynn
εισηγητής δικαστής
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.
( 1 ) Σ.τ.Μ.: η παρατήρηση αυτή δεν ισχύει γιο το ελληνικό κείμενο της Συμβάσεως, onou το άρθρο 6 επαναλαμβάνει τους όρους του άρθρου 2.
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 15ης Μαΐου 1990 ( *1 )
Στην υπόθεση C-365/88,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Kongress Agentur Hagen GmbH με έδρα το Ντόσελντορφ ( Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ),
και
Zeehaghe BV με έδρα τη Χάγη ( Κάτω Χώρες ),
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 6, αρχή και περίπτωση 2, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ( πρώτο τμήμα ),
συγκείμενο από τους Sir Gordon Slynn, πρόεδρο τμήματος, R. Joliét και G. C. Rodríguez Iglesias, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: C. Ο.
Lenz γραμματέας: J. A. Pompe, βοηθός γραμματέας
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
— |
η εταιρία Hagen, ενάγουσα της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από την Elisabeth C. Μ. Schippers, δικηγόρο Χάγης, |
— |
η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τον Δρα Christof Böhmer, |
— |
η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από τον Régis de Gouttes και αναπληρωτή τον Géraud de Bergues, |
— |
η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Β. J. Drijber, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον G. Cherubini, |
έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν των αγορεύσεων κατά τη συνεδρίαση της 22ας Νοεμβρίου 1989,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Δεκεμβρίου 1989,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1988, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Δεκεμβρίου 1988, και κατ' εφαρμογήν του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( στο εξής: Σύμβαση ), το Hoge Raad der Nederlanden υπέβαλε τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 6, αρχή και περίπτωση 2, της εν λόγω Συμβάσεως. |
2 |
Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Kongress Agentur Hagen GmbH (στο εξής: Hagen) με έδρα το Ντύσελντορφ (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ), και της Zeehaghe BV με έδρα τη Χάγη ( Κάτω Χώρες ). |
3 |
Από τη δικογραφία προκύπτει ότι κατόπιν της ακυρώσεως, εκ μέρους της Hagen, της κρατήσεως μεγάλου αριθμού δωματίων ξενοδοχείου στην εταιρία Zeehaghe, στην οποία η Hagen είχε προβεί κατ' εντολήν και για λογαριασμό της εταιρίας Garant Schuhgilde e.G. (στο εξής: Schuhgilde) του Ντύσελντορφ, η Zeehaghe ενήγαγε τη Hagen ενώπιον του Rechtbank της Χάγης ζητώντας να της καταβάλει ένα χρηματικό ποσό, πλέον τόκων και εξόδων, λόγω μη εκπληρώσεως των συμβατικών της υποχρεώσεων. Η Hagen ζήτησε από το επιληφθέν δικαστήριο να κηρυχθεί αναρμόδιο προς εκδίκαση της διαφοράς και, επικουρικώς, να προσεπικληθεί ως δικονομικός εγγυητής η εταιρία Schuhgilde, υπό την ιδιότητα της ως εντολέα της εναγομένης. |
4 |
Το Rechtbank απέρριψε το αίτημα προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή, κρίνοντας ότι η αποδοχή του θα καθυστερούσε και θα περιέπλεκε την κύρια δίκη, οπότε η Hagen άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Gerechtshof της Χάγης, υποστηρίζοντας ότι το άρθρο 6, περίπτωση 2, της Συμβάσεως υποχρεώνει το δικαστήριο της κύριας δίκης να επιτρέψει την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή ή άλλη προσεπίκληση, « εκτός αν μόνος σκοπός τους ήταν να απομακρύνουν τον εγγυητή ή τον προσεπικαλούμενο από το δικαστήριο που θα είχε διεθνή δικαιοδοσία στην περίπτωση τους », εξαίρεση η οποία προβλέπεται στην ίδια αυτή διάταξη. |
5 |
Το Gerechtshof απέρριψε αυτόν τον λόγο εφέσεως και επικύρωσε την απόφαση του Rechtbank, κρίνοντας ότι το άρθρο 6 δεν δημιουργεί υποχρέωση αλλά προβλέπει απλώς την ευχέρεια του δικαστηρίου να δεχθεί την αίτηση προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή. |
6 |
Η Hagen άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Hoge Raad der Nederlanden, το οποίο αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
|
7 |
Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της κυρίας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου. |
Επί του πρώτου ερωτήματος
8 |
Το πρώτο ερώτημα αφορά την περίπτωση κατά την οποία στο αρμόδιο δικαστήριο κατά το άρθρο 5, αρχή και περίπτωση 1, της Συμβάσεως, το οποίο εισάγει παρέκκλιση από τη γενική αρχή του άρθρου 2, υποβάλλεται από τον εναγόμενο αίτηση προσεπικλήσεως, ως δικονομικού εγγυητή, προσώπου το οποίο έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους διαφορετικού από το κράτος του εν λόγω δικαστηρίου. |
9 |
Η ενάγουσα της κύριας δίκης και τα μέρη που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο συνάγουν από την εν γένει διατύπωση του κειμένου του άρθρου 6, περίπτωση 2, ότι ο κανόνας ότι ένα πρόσωπο μπορεί να αχθεί, προκειμένου περί αιτήσεως προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή, ενώπιον του « δικαστηρίου της κύριας δίκης », ισχύει ανεξαρτήτως της βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας στην οποία στηρίχθηκε η υπαγωγή της διαφοράς στο δικαστήριο της κύριας δίκης. |
10 |
Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι το άρθρο 6, αρχή και περίπτωση 2, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 της Συμβάσεως, το οποίο αφορά τις ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας, αποτελεί, όπως και το άρθρο 5, αρχή και περίπτωση 1, εξαίρεση από τον κανόνα της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους της κατοικίας του εναγομένου, ο οποίος διατυπώνεται στο άρθρο 2. |
11 |
Το άρθρο 6, αρχή και περίπτωση 2, προβλέπει ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας, των οποίων η επιλογή εξαρτάται από την επιλογή του ενάγοντος λόγω της υπάρξεως, σε ορισμένες σαφώς προσδιορισμένες περιπτώσεις, ιδιαίτερα στενού συνδέσμου μεταξύ μιας διαφοράς και του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου αυτή μπορεί να αχθεί για τη λυσιτελή οργάνωση της δίκης ( απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 1978, Somafer SA κατά Saar-Ferngas AG, 33/78, Jurispr. 1978, σ. 2183). Η Σύμβαση καθιστά έτσι δυνατή την υπαγωγή του συνόλου μιας διαφοράς στο ίδιο δικαστήριο. Κατά συνέπεια, το στοιχείο της συναφείας μεταξύ της αιτήσεως επί της ουσίας και της αιτήσεως προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή αρκεί για να αναγνωριστεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται αίτηση προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή, όποια και αν είναι η βάση της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου όσον αφορά την κύρια δίκη από την άποψη αυτή, η διεθνής δικαιοδοσία που προβλέπεται στο άρθρο 2 και εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 5 είναι ισοδύναμες. |
12 |
Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περίπτωση που ο εναγόμενος, ο οποίος έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους, ενάγεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 5, αρχή και περίπτωση 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους, το δικαστήριο αυτό είναι επίσης αρμόδιο να κρίνει, δυνάμει του άρθρου 6, αρχή και περίπτωση 2, της Συμβάσεως, επί αιτήσεως προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή, η οποία υποβάλλεται κατά προσώπου το οποίο έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους διαφορετικού από το κράτος του δικαστηρίου της κύριας δίκης. |
Επί του δευτέρου και του τρίτου ερωτήματος
13 |
Με τα δύο αυτά ερωτήματα ζητείται να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, αρχή και περίπτωση 2, της Συμβάσεως υποχρεώνει το δικαστήριο να δεχθεί την αίτηση προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή, εφόσον αυτή δεν υποβλήθηκε με σκοπό να απομακρύνει τον προσεπικαλούμενο από το δικαστήριο που θα είχε διεθνή δικαιοδοσία στην περίπτωση του ή αν, αντιθέτως, το δικαστήριο μπορεί να εκτιμήσει το παραδεκτό της αιτήσεως υπό το φως των εθνικών δικονομικών κανόνων. |
14 |
Η ενάγουσα της κύριας δίκης, η γαλλική κυβέρνηση και η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας εκλαμβάνουν το άρθρο 6, αρχή και περίπτωση 2, ως αυτοτελή διάταξη. Κατά τη γνώμη τους, το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης: η πλήρης έννομη προστασία την οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξασφαλίζουν στους διαδίκους, όταν ένα δικαστήριο τους είναι αρμόδιο, δεν μπορεί να περιορίζεται από την εφαρμογή εθνικών δικονομικών κανόνων. |
15 |
Κατά την έγγραφη διαδικασία, η Επιτροπή τάχθηκε υπέρ της λύσεως αυτής, η οποία, κατά τη γνώμη της, παρουσιάζει το πλεονέκτημα της απλότητας και εξασφαλίζει την ομοιόμορφη εφαρμογή της Συμβάσεως: το εθνικό δικκαστήριο που επιλαμβάνεται της διαφοράς υποχρεούται να δεχθεί την αίτηση προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή. |
16 |
Κατά την προφορική διαδικασία, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου αποτελεί μία μόνο από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αιτήσεως το επιληφθέν δικαστήριο κρίνει καταρχάς επί της υπάρξεως διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τις διατάξεις της Συμβάσεως και κατόπιν εξετάζει κατά πόσον η αίτηση πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή που καθορίζονται από το δίκαιο του forum. |
17 |
Υπογραμμίζεται ότι σκοπός της Συμβάσεως δεν είναι η ενοποίηση των δικονομικών κανόνων αλλά η κατανομή της διεθνούς δικαιοδοσίας όσον αφορά την επίλυση των αστικών και εμπορικών διαφορών στις ενδοκοινοτικές σχέσεις, καθώς και η διευκόλυνση της εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων. Πρέπει, επομένως, να διακρίνεται σαφώς η διεθνής δικαιοδοσία από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αιτήσεως. |
18 |
'Ετσι, όσον αφορά την αίτηση προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή, το άρθρο 6, αρχή και περίπτωση 2, περιορίζεται στον προσδιορισμό του αρμοδίου δικαστηρίου Kat δεν αναφέρεται καθόλου σ' αυτές καθαυτές τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της αιτήσεως. |
19 |
Εξάλλου, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου για δικονομικούς κανόνες, τα ανακύπτοντα ζητήματα κρίνονται σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες που εφαρμόζει το εθνικό δικαστήριο ( βλέπε ιδίως, όσον αφορά, αφενός, την έννοια της εκκρεμοδικίας, την απόφαση της 7ης Ιουνίου 1984, Zeiger κατά Salinitri, 129/83, Συλλογή 1984, σ. 2397, και, αφετέρου, τις προϋποθέσεις εκτελέσεως αλλοδαπής αποφάσεως, τις αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1985, Deutsche Genossenschaftsbank κατά SA Brasseries du Pêcheur, 148/84, Συλλογή 1985, σ. 1981, και της 4ης Φεβρουαρίου 1988, Hoffmann κατά Krieg, 145/86, Συλλογή 1988, σ. 645 ). |
20 |
Διευκρινίζεται, ωστόσο, ότι η εφαρμογή των εθνικών δικονομικών κανόνων δεν μπορεί να θίξει την πρακτική αποτελεσματικότητα της Συμβάσεως. Πράγματι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο ιδίως με την απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 1983, Duijnstee ( 288/82, Συλλογή 1983, σ. 3663 ), το δικαστήριο δεν μπορεί να εφαρμόσει τις προϋποθέσεις παραδεκτού που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο όταν οι προϋποθέσεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της εφαρμογής των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει η Σύμβαση. |
21 |
Έτσι, η απόρριψη αιτήσεως προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή δεν μπορεί να στηριχθεί ρητώς ή σιωπηρώς στο γεγονός ότι οι προσεπικαλούμενοι διαμένουν ή έχουν την κατοικία τους σε συμβαλλόμενο κράτος διαφορετικό από το κράτος του δικαστηρίου της κύριας δίκης. |
22 |
Συνεπώς, στο δεύτερο και το τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, αρχή και περίπτωση 2, έχει την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να δεχθεί την αίτηση προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή αλλά μπορεί να εφαρμόσει τους δικονομικούς κανόνες του εθνικού του δικαίου προκειμένου να κρίνει επί του παραδεκτού της αιτήσεως, υπό την επιφύλαξη ότι δεν θίγεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της Συμβάσεως ως προς το θέμα αυτό και ότι, ειδικότερα, η απόρριψη της αιτήσεως προσεπικλήσεως του δικονομικού εγγυητή δεν στηρίζεται στο γεγονός ότι ο δικονομικός εγγυητής διαμένει ή έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους διαφορετικού από το κράτος του δικαστηρίου της κύριας δίκης. |
Επί των δικαστικών εξόδων
23 |
Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. |
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα), κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden, αποφαίνεται: |
|
|
Slynn Joliét Rodríguez Iglesias Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Μαΐου 1990. Ο γραμματέας J.-G. Giraud Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος Gordon Slynn |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.