Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CJ0337

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 9ης Ιανουαρίου 1990.
Società agricola fattoria alimentare SpA (SAFA) κατά Amministrazione delle finanze dello Stato.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale civile e penale di Genova - Ιταλία.
Κύρος κανονισμού - Αναδρομικότητα - Κανονισμοί (ΕΟΚ) 49/81 και 57/81.
Υπόθεση C-337/88.

Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-00001

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:1

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-337/88 ( *1 )

Ι — Νομικό πλαίσιο και πραγματικά περιστατικά της διαφοράς

1. Κοινοτικό νομικό πλαίσιο

Η πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΕΕ L 291 της 19.11.1979, σ. 17) άρχισε να ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 1981. Το τέταρτο μέρος της, ο τίτλος II αφορά τα εφαρμοστέα μεταβατικά μέτρα στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Το άρθρο 41 αναθέτει στην Επιτροπή τον καθορισμό των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν ότι, από την 1η Ιανουαρίου 1981, τα εμπορεύματα που πληρούν τους αναγκαίους για το σκοπό αυτό όρους απολαύουν της καταργήσεως των δασμών και φορολογικών επιβαρύνσεων. Ο τίτλος IV αφορά τη γεωργία — κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, το προβλεπόμενο από τη συμφωνία συνδέσεως μεταξύ Κοινότητας και Ελλάδος καθεστώς, το οποίο είχε ως χαρακτηριστικό την επιβολή εισφορών, επρόκειτο να αντικατασταθεί από ένα καθεστώς εξισωτικών ποσών « προσχωρήσεως », που προβλέπονταν στο άρθρο 61, παράγραφος 1, της πράξεως προσχωρήσεως.

Σύμφωνα με το άρθρο 73 της πράξεως:

« Αν μεταβατικά μέτρα είναι αναγκαία για να διευκολυνθεί η μετάβαση από το υφιστάμενο καθεστώς εντός της Ελλάδος στο καθεστώς που προκύπτει από την εφαρμογή της κοινής οργανώσεως των αγορών σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα τίτλο, ιδίως αν η θέση σε εφαρμογή του νέου καθεστώτος κατά την προβλεπομένη ημερομηνία προσκρούει για ορισμένα προϊόντα σε αισθητές δυσχέρειες, τα μέτρα αυτά θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 38 του κανονισμού αριθ. 136/66/ΕΟΚ ή, κατά περίπτωση, στα αντίστοιχα άρθρα των άλλων κανονισμών περί κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών. Τα μέτρα αυτά δύνανται να ληφθούν κατά τη διάρκεια περιόδου που λήγει την 31η Δεκεμβρίου 1982 και η εφαρμογή τους δε δύναται να παραταθεί πέραν της ημερομηνίας αυτής. »

Στις 12 Σεπτεμβρίου 1980, η Επιτροπή ανέλαβε την υποχρέωση να εκδώσει, την 1η Ιανουαρίου 1981, μια σειρά κανονισμών βάσει του άρθρου 41 της πράξεως αυτής. Για να μπορέσουν οι εθνικές αρχές και οι επιχειρηματίες να λάβουν γνώση των κειμένων των εν λόγω σχεδίων, η Επιτροπή τα δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο φύλλο C 259 της 6ης Οκτωβρίου 1980. Το πρώτο από αυτά τα σχέδια κατέστη στη συνέχεια ο κανονισμός (ΕΟΚ) 49/81. Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1 και 18 του εν λόγω κανονισμού ορίζουν την εφαρμογή του προβλεπόμενου από την πράξη προσχωρήσεως καθεστώτος, που συνίστατο στην κατάργηση των δασμών και φορολογικών επιβαρύνσεων, για τα εμπορεύματα για τα οποία είχαν εκδοθεί πιστοποιητικά κυκλοφορίας AG 1 ή AG 3 και τα οποία την 1η Ιανουαρίου 1981 βρίσκονταν είτε καθ' οδόν ή είχαν τεθεί στην Κοινότητα υπό το καθεστώς της προσωρινής αποθηκεύσεως, των τελωνειακών αποταμιεύσεων ή των ελευθέρων ζωνών τα ( πιστοποιητικά AG 1 και AG 3 ήταν τα έγγραφα τα οποία προβλέπονταν από τη συμφωνία συνδέσεως μεταξύ της Ελλάδος και της Κοινότητας των Εννέα προκειμένου να τύχουν εφαρμογής οι όροι της συμφωνίας αυτής ).

Δυνάμει του άρθρου 20 ο κανονισμός 49/81 άρχισε να ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 1981.

Την ίδια ημέρα άρχισε να ισχύει ο κανονισμός (ΕΟΚ) 57/81 σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού. Αντίθετα από τον κανονισμό 49/81, το κείμενο του σχεδίου του κανονισμού αυτού δεν είχε δημοσιευθεί εκ των προτέρων στην ΕΕ. Βάσει του άρθρου 73 της πράξεως προσχωρήσεως, ο κανονισμός αυτός προέβλεπε στο άρθρο 2 ότι, «κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του κανονισμού 49/81 », τα γεωργικά προϊόντα που εξάγονταν από την Ελλάδα πριν από την 1η Ιανουαρίου 1981 και εισάγονταν στην Κοινότητα των Εννέα, υποβάλλονταν στο καθεστώς που ίσχυε για τις συναλλαγές μεταξύ της Κοινότητος των Εννέα και της Ελλάδας την 31η Δεκεμβρίου 1980, αν συνοδεύονταν με πιστοποιητικό κυκλοφορίας AG 1 ή AG 3, δηλαδή στο καθεστώς της συμφωνίας συνδέσεως.

2. Πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης

Η Società agricola fattoria alimentare SpA (στο εξής: SAFA) εξήγαγε από την Ελλάδα και εναπέθεσε σε τελωνειακή αποταμίευση στη Γένοβα, πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1980, τρεις παρτίδες ελαιολάδου. Στις 2 Ιανουαρίου 1981, ήτοι την επομένη της θέσεως σε ισχύ της πράξεως προσχωρήσεως, η SAFA διέθεσε αυτό το ελαιόλαδο στην κατανάλωση. Κατ' εφαρμογή του κανονισμού 57/81, οι ιταλικές αρχές ζήτησαν την καταβολή των εισφορών που ίσχυαν την 31η Δεκεμβρίου 1980, η δε SAFA τις κατέβαλε. Στη συνέχεια, όμως, η SAFA άσκησε αγωγή κατά της εναγομένης ενώπιον του Tribunale civile ζητώντας να καταδικαστεί να επιστρέψει τα καταβλητέα ποσά· η ενάγουσα επικαλείται το ανίσχυρο του κανονισμού 57/81 και, κατά συνέπεια, ζητεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της ο κανονισμός 49/81.

Κατά την SAFA, ο κανονισμός 57/81, που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτωντης 1ης Ιανουαρίου 1981, το οποίο όμως ήταν πραγματικά διαθέσιμο μόλις στις 23 Ιανουαρίου του ίδιου έτους, δεν μπορούσε να ισχύσει αναδρομικά από Ιης Ιανουαρίου.

Στη Διάταξη περί παραπομπής, το Tribunale διαπιστώνει ότι το φύλλο της ΕΕ της 1ης Ιανουαρίου 1981 δημοσιεύθηκε στην πραγματικότητα στις 23 Ιανουαρίου 1981 και ότι, επομένως, ο κανονισμός 57/81 είχε αναδρομική ισχύ υπό την έννοια του άρθρου 191 της Συνθήκης ΕΟΚ. Ενώ η έναρξη της ισχύος, από 1ης Ιανουαρίου 1981, του κανονισμού 49/81 είχε ανακοινωθεί εκ των προτέρων με δήλωση της Επιτροπής της 12ης Σεπτεμβρίου 1980, η οποία είχε δημοσιευθεί στην ΕΕ στις 6 Οκτωβρίου 1980, μόλις στις 23 Δεκεμβρίου 1980 η Επιτροπή ανακοίνωσε με τηλετύπημα στις ιταλικές αρχές την πρόθεση της να θεσπίσει για τα γεωργικά προϊόντα παρέκκλιση από τις αρχές που έθετε ο κανονισμός 49/81. Εντούτοις, καθώς επρόκειτο για δύο κανονισμούς οι οποίοι δημοσιεύθηκαν στο ίδιο φύλλο της ΕΕ και που άρχισαν να ισχύουν την ίδια ημέρα, το Tribunale έκρινε ότι ήταν αναγκαίο να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία εκάστου κανονισμού. Με Διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 1988, το Tribunale υπέβαλε το εξής ερώτημα:

« α)

είναι ή όχι νόμιμη η από 1ης Ιανουαρίου 1981 αναδρομική εφαρμογή του κανονισμού 57/81 της Επιτροπής, της 1ης Ιανουαρίου 1981, “περί λήψεως μεταβατικών μέτρων, λόγω της προσχωρήσεως της Ελλάδας, όσον αφορά τις συναλλαγές των γεωργικών προϊόντων ”, που προβλέπεται στο άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού, αν ληφθεί υπόψη ότι το φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 1981 της Επίσημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο οποίο είχε δημοσιευθεί ο κανονισμός 57/81, ήταν πραγματικά διαθέσιμο από την Υπηρεσία Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μόλις στις 23 Ιανουαρίου 1981·

β)

ωσαύτως, αν το Δικαστήριο διαπιστώσει το ανίσχυρο του άρθρου 6 του προαναφερθέντος κανονισμού καθόσον ορίζει αναδρομική εφαρμογή από 1ης Ιανουαρίου 1981, είναι ή όχι νόμιμη η επίσης αναδρομική εφαρμογή από 1ης Ιανουαρίου 1981 του κανονισμού 49/81 της Επιτροπής, της 1ης Ιανουαρίου 1981, “ περί των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση, κατά τη μεταβατική περίοδο, της ελευθέρας κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων κρατών μελών ”, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού, αν ληφθεί υπόψη ότι το φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 1981 της Επίοημης Εφημερίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο οποίο είχε δημοσιευθεί ο κανονισμός 49/81 ήταν πραγματικά διαθέσιμο από την Υπηρεσία Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μόλις στις 23 Ιανουαρίου 1981».

II — Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Νοεμβρίου 1988.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στις 9 Μαρτίου 1989 η SAFA, εκπροσωπούμενη από το δικηγόρο Giorgio Schiano di Pepe, και στις 15 Μαρτίου 1989 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Giuliano Marenco.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Κάλεσε, εντούτοις, την Επιτροπή να απαντήσει γραπτώς σε ορισμένες ερωτήσεις.

III — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

Η SAFA αναφέρει ότι η αναδρομικότητα δεν γίνεται δεκτή στο κοινοτικό δίκαιο παρά μόνο σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις· εξάλλου, στην παρούσα υπόθεση πρόκειται για την εφαρμογή κανονισμού μολονότι αυτός ήταν ουσιαστικώς και νομικώς ανύπαρκτος. Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 1979 στην υπόθεση 99/78, Decker ( Racc. 1979, σ. 101 ), ένας κανονισμός πρέπει να θεωρείται ότι δημοσιεύθηκε την ημέρα κατά την οποία το σχετικό φύλλο της ΕΕ ήταν πραγματικά διαθέσιμο από την Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ήτοι, στην υπό κρίση υπόθεση στις 23 Ιανουαρίου 1981). Ναι μεν το Δικαστήριο κατέστησε λιγότερο απόλυτη αυτή την αρχή, με την εικοστή σκέψη, δεχόμενο την αναδρομικότητα υπό την προϋπόθεση ότι λαμβάνεται δεόντως υπόψη η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων, στην εν λόγω υπόθεση όμως αυτή η προϋπόθεση δεν συντρέχει. Από αυτό η SAFA συμπεραίνει ότι ο κανονισμός 57/81 δεν μπορούσε να αρχίσει να ισχύει πριν από τις 23 Ιανουαρίου 1981. Ακόμη κι αν γίνει δεκτή μια σχετική αναδρομικότητα, ο κανονισμός 57/81 δεν μπορεί να εξαφανίσει το δικαίωμα που είχε η SAFA κατά την εισαγωγή του εμπορεύματος στις 2 Ιανουαρίου 1981.

Τέλος η SAFA υπενθυμίζει ότι πληροφορήθηκε το γεγονός ότι επρόκειτο να εκδοθεί ο κανονισμός 49/81 μέσω της δημοσιεύσεως του σχετικού κειμένου σε παράρτημα δηλώσεως της Επιτροπής που περιλαμβάνεται στην ΕΕ της 6ης Οκτωβρίου 1980. Αντίθετα προς τις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της καλής πίστεως, η προβλεπόμενη στο κείμενο αυτό κατάργηση, από 1ης Ιανουαρίου 1981, των επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος ανατράπηκε με κανονισμό τον οποίο οι επιχειρηματίες πληροφορήθηκαν μόλις στις 23 Ιανουαρίου 1981. Για το λόγο αυτόν η SAFA ζητεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση της το άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΟΚ), της 2ας Ιουλίου 1979, περί της επιστροφής ως αχρεω-στήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/015, σ. 162). Το άρθρο αυτό καθιστά δυνατή την επιστροφή των δασμών « σε καταστάσεις που ανακύπτουν από ιδιαίτερες συνθήκες για τις οποίες δεν υπήρξε καμία αμέλεια ή δόλος από μέρους του ενδιαφερομένου ».

Η SAFA ζητεί, επικουρικώς, να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του ζητήματος αυτού.

Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι το φύλλο της ΕΕ της 1ης Ιανουαρίου 1981, το οποίο περιείχε τους δύο κανονισμούς 49/81 και 57/81, ήταν διαθέσιμο μόλις στις 23 Ιανουαρίου 1981. Ενώ το κείμενο του σχεδίου του κανονισμού 49/81 δημοσιεύθηκε στην ΕΕ της 6ης Οκτωβρίου 1980, το σχέδιο του κανονισμού 57/81 αποτελούσε ακόμη αντικείμενο συζητήσεων στο πλαίσιο της επιτροπής « μηχανισμών των συναλλαγών» στις 12 Δεκεμβρίου 1980. Επιβεβαιώνει ότι το ( πάντοτε προσωρινό ) κείμενο στάλθηκε με τηλετύπημα στα κράτη μέλη στις 23 Δεκεμβρίου 1980.

Προκαταρκτικά, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, αν και το άρθρο 2 του κανονισμού 57/81 αναφέρεται σε « παρέκκλιση από τις διατάξεις του κανονισμού 49/81 », δεν πρόκειται για παρέκκλιση με την ουσιαστική έννοια του όρου αυτού, αλλά περισσότερο για μια καθαρά τεχνική παρέκκλιση από τους διαδικαστικούς κανόνες που θεσπίζει ο κανονισμός 49/81. Η παρέκκλιση, καθαρά τεχνική, συνίσταται στο γεγονός ότι, αντί να θεωρούνται τα πιστοποιητικά AG ισοδύναμα προς το πιστοποιητικό T2L, οι διατάξεις του κανονισμού 57/81 καταργούν αυτή την ισοδυναμία. Όσον αφορά την ουσία, αυτοί οι δύο κανονισμοί πρέπει να ληφθούν υπόψη σε συσχετισμό με την πράξη προσχωρήσεως: το αναφερόμενο στο άρθρο 18 του κανονισμού 49/81 καθεστώς είναι εκείνο που προβλέπεται από την πράξη προσχωρήσεως, το οποίο δεν επηρεάζεται από τον κανονισμό αυτό. Μ' αυτόν τον κανονισμό η Επιτροπή απλώς επιτέλεσε το διοικητικό καθήκον που υπείχε δυνάμει του άρθρου 41 της πράξεως προσχωρήσεως. Επιπλέον, η πράξη προβλέπει μεν ένα καθεστώς νομισματικών ποσών εντάξεως, παραπέμπει όμως στο άρθρο 73 για τα μεταβατικά μέτρα που ενδεχομένως θα ελάμβανε η Επιτροπή. Ο κανονισμός 57/81 είναι ένα από αυτά τα μέτρα.

Η Επιτροπή δέχεται ότι, λόγω της καθυστερημένης δημοσιεύσεως στην ΕΕ, το άρθρο 6 του κανονισμού 57/81 έχει ως αποτέλεσμα ότι προσδίδει στις διατάξεις του κανονισμού αναδρομική ισχύ. Αντιτείνει όμως ότι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση Decker και την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 1979, Räcke ( 98/78, Racψ. 1979, σ. 69 ), το επιτρεπτό της αναδρομικής ισχύος μιας κοινοτικής πράξεως εξαρτάται από τρεις προϋποθέσεις. Πρέπει:

α)

η κατάσταση να είναι εξαιρετική,

β)

να είναι απαραίτητη η αναδρομική ισχύς προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού,

γ)

να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων.

Κατά την Επιτροπή, στην προκειμένη περίπτωση πληρούνται αυτές οι τρεις προϋποθέσεις. Επομένως, η αναδρομική ισχύς είναι επιτρεπτή.

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, οι περιστάσεις κατά το τέλος του 1980 ήταν εξαιρετικές για λόγους τόσο νομικούς, όσο και τεχνικούς. Αφενός, κατ' αντίθεση προς τις πράξεις προσχωρήσεως του 1972 και του 1985, η πράξη προσχωρήσεως της Ελλάδας δεν είχε προβλέψει καμία μεταβατική περίοδο μεταξύ της ενάρξεως της ισχύος της πράξεως και την εφαρμογή της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως επί γεωργικών θεμάτων (βλέπε άρθρο 143 και επόμενα). Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορούσε να εκδώσει τους βασιζόμενους στην πράξη προσχωρήσεως κανονισμούς παρά μόνο μετά την έναρξη της ισχύος της, ήτοι την 1η Ιανουαρίου 1981. Αφετέρου, τα νομοθετικά μέτρα που λαμβάνονταν κατόπιν της εντάξεως της Ελλάδας προστέθηκαν στις πολυάριθμες περιοδικές εκδόσεις που έπρεπε να εκδοθούν στο τέλος του έτους. Η συνηθισμένη για την περίοδο αυτή του έτους συσσώρευση των προς έκδοση εντύπων στην ΕΕ επιδεινώθηκε λόγω του ότι έπρεπε να εκδοθούν και στην ελληνική γλώσσα τα οικεία κείμενα. Στη σελίδα 95 της ΕΕ L 358 της 31ης Δεκεμβρίου 1980 είχε ανακοινωθεί ότι υπήρχε το ενδεχόμενο καθυστερήσεως αναφορικά με την έκδοση των φύλλων της ΕΕ του τέλους του έτους 1980 και των αρχών του 1981.

Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, η αναδρομική ισχύς ήταν απαραίτητη για την επίτευξη του σκοπού του κανονισμού 57/81, που συνίστατο στη διευθέτηση του προβλήματος της μεταβάσεως από το παλαιό καθεστώς στο νέο, αυτό δε το πρόβλημα ήταν ιδιαίτερα οξύ τις αμέσως επόμενες ημέρες μετά την έναρξη ισχύος της πράξεως προσχωρήσεως. Αν δεν εφαρμόζονταν από 1ης Ιανουαρίου 1981, οι κανόνες αυτοί προφανώς δεν θα είχαν στην πράξη κανένα νόημα.

Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν έθιξε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων. Επ' αυτού επαναλαμβάνει ότι ο κανονισμός 49/81 είχε καθαρά διαδικαστικό χαρακτήρα και ότι παρέπεμπε, όσον αφορά την ουσία, στις διατάξεις της πράξεως προσχωρήσεως. Δεν είχε δοθεί καμία διαβεβαίωση ότι το νέο καθεστώς που θέσπιζε η πράξη αυτή θα εφαρμοζόταν για τα προϊόντα τα οποία εξάγονταν από την Ελλάδα πριν την 1η Ιανουαρίου 1981. Οι ιδιώτες έπρεπε να θεωρούν ως βέβαιο το ότι η εφαρμογή του νέου καθεστώτος για τα προϊόντα αυτά δεν ήταν δικαιολογημένη λόγω των χαμηλών τιμών των ελληνικών προϊόντων, οι οποίες οφείλονταν είτε σε μέτρα παρεμβάσεως, είτε σε επιστροφές χορηγούμενες από τις ελληνικές αρχές βάσει του καθεστώτος της συνδέσεως. Η λήψη μεταβατικών μέτρων δυνάμει του άρθρου 73 της πράξεως προσχωρήσεως ήταν επιβεβλημένη. Επιπλέον, οι ιδιώτες όφειλαν να γνωρίζουν το προηγούμενο αναφορικά με την ένταξη χωρών της Βόρειας Ευρώπης, οπότε είχαν ληφθεί παρόμοια μέτρα (βλέπε κανονισμό 469/73 της Επιτροπής, της 31ης Ιανουαρίου 1973, περί των μεταβατικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν, λόγω της εντάξεως νέων κρατών μελών, αναφορικά με τους κανόνες εφαρμογής των καθεστώτων εισφορών λόγω εισαγωγής, επιστροφών λόγω εξαγωγής και πιστοποιητικών εξαγωγής και προκαθορισμού (GU L 53 της 26.2.1973, σ. 49).

Επομένως, η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο ερώτημα αποφαινόμενο ότι είναι επιτρεπτή η αναδρομική ισχύς των διατάξεων του κανονισμού 57/81. Αυτή η απάντηση καθιστά το δεύτερο ερώτημα άνευ αντικειμένου.

IV — Απαντήσεις της Επιτροπής στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου

Η Επιτροπή κλήθηκε να αναφέρει γιατί δεν δημοσίευσε στην ΕΕ ανακοίνωση αναφορικά με την πρόθεση της να εκδώσει, την 1η Ιανουαρίου 1981, το κείμενο του σχεδίου το οποίο κατέστη στη συνέχεια ο κανονισμός 57/81. Στην απάντηση της η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν ήταν δυνατό να γνωρίζει εκ των προτέρων το ακριβές περιεχόμενο των μεταβατικών μέτρων που επρόκειτο να ληφθούν λόγω της εντάξεως της Ελλάδας. Εξάλλου, κατ' αντίθεση προς τα κείμενα που είχαν δημοσιευθεί στην ΕΕ της 6ης Οκτωβρίου 1980, η νομική βάση των οποίων ήταν το άρθρο 41 της πράξεως προσχωρήσεως, ο κανονισμός 57/81 βασιζόταν στο άρθρο 73 της πράξεως αυτής. Ενώ το άρθρο 41 παρείχε την εξουσία στην Επιτροπή να λάβει τα εν λόγω μέτρα χωρίς διαβουλεύσεις, το άρθρο 73 έθετε ως απαραίτητη προϋπόθεση τη διαβούλευση με τις οικείες επιτροπές διαχειρίσεως. Αυτές οι διαβουλεύσεις διεξάχθηκαν, όσον αφορά το σχέδιο του κανονισμού 57/81, μεταξύ 27ης Νοεμβρίου και 17ης Δεκεμβρίου 1980. Η Επιτροπή σχεδίαζε να δημοσιεύσει στην ΕΕ, σειρά C, την πρόταση του σχεδίου του μελλοντικού κανονισμού 57/81, αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό λόγω διοικητικών δυσχερειών.

Η Επιτροπή κλήθηκε επίσης να αναφέρει αν είχε λάβει μέτρα για να προειδοποιήσει τους ενδιαφερόμενους επαγγελματίες για το περιεχόμενο ή το αποτέλεσμα του μελλοντικού κανονισμού 57/81 μεταξύ του χρόνου κατά τον οποίο αυτή είχε επεξεργαστεί το σχέδιο και της ουσιαστικής δημοσιεύσεως του στην ΕΕ στις 23 Ιανουαρίου 1981. Η Επιτροπή απαντά ότι, εκτός από την ανακοίνωση του σχεδίου του κανονισμού με τηλετύπημα στις εθνικές τελωνειακές αρχές, δεν είχε λάβει ειδικά μέτρα για να προειδοποιήσει τους επιχειρηματίες για το περιεχόμενο και το αποτέλεσμα του μελλοντικού κανονισμού 57/81. Πάντως, είχε δημοσιεύσει στην ΕΕ L 358 της 31ης Δεκεμβρίου 1980 ανακοίνωση στην οποία ανέφερε σειρά πράξεων που επρόκειτο να αρχίσουν να ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 1981, για να προειδοποιήσει ότι η δημοσίευση τους μπορούσε να καθυστερήσει λόγω τεχνικών δυσχερειών.

G. Slynn

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 9ης Ιανουαρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-337/88,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunale civile ( πρώτο τμήμα ) της Γένοβας προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

Società agricola fattoria alimentare SpA

και

Amministrazione delle finanze dello Stato,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος του κανονισμού 49/81 της Επιτροπής, της 1ης Ιανουαρίου 1981, περί των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση, κατά τη μεταβατική περίοδο, της ελευθέρας κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων κρατών μελών ( ΕΕ L 4, σ. 1 ) και του κανονισμού 57/81 της Επιτροπής, της 1ης Ιανουαρίου 1981, περί λήψεως μεταβατικών μέτρων, λόγω της προσχωρήσεως της Ελλάδας, όσον αφορά τις συναλλαγές των γεωργικών προϊόντων ( ΕΕ L 4, σ. 43 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Sir Gordon Slynn, πρόεδρο τμήματος, R. Joliét και G. C. Rodríguez Iglesias, δικαστές·

γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro

γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η SAFA, εκπροσωπούμενη από τον Giorgio Schiano di Pepe δικηγόρο Γένοβας,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Giuliano Marenco,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 27ης Σεπτεμβρίου 1989,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 9ης Νοεμβρίου 1989,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 1988, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Νοεμβρίου 1988, το Tribunale civile της Γένοβας υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, δύο ερωτήματα ως προς την ερμηνεία και το κύρος του κανονισμού 57/81 της Επιτροπής, της 1ης Ιανουαρίου 1981, περί λήψεως μεταβατικών μέτρων, λόγω της προσχωρήσεως της Ελλάδας, όσον αφορά τις συναλλαγές των γεωργικών προϊόντων ( ΕΕ L 4, σ. 43 ) και του κανονισμού 49/81 της Επιτροπής, της 1ης Ιανουαρίου 1981, περί των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση, κατά τη μεταβατική περίοδο, της ελευθέρας κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων κρατών μελών ( ΕΕ L 4, σ. 1 ).

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Società agricola fattoria SpA ( στο εξής: SAFA ) και των ιταλικών τελωνειακών αρχών αναφορικά με την είσπραξη εισφοράς λόγω εισαγωγής επί της ποσότητας ελαιολάδου που η SAFA είχε εξαγάγει από την Ελλάδα πριν από την ένταξη της χώρας αυτής στην Κοινότητα, δηλαδή την 1η Ιανουαρίου 1981, και την οποία διέθεσε στην κατανάλωση την επομένη της ημερομηνίας αυτής.

3

Η πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας ( ΕΕ 1979, L 291, σ. 17, στο εξής: πράξη προσχωρήσεως) τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1981. Το άρθρο 41 της πράξεως αυτής ανέθεσε στην Επιτροπή να καθορίσει τις μεθόδους συνεργασίας που αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση του ότι, από 1ης Ιανουαρίου 1981, θα καταργούνταν οι δασμοί και οι φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος για τα εμπορεύματα που πληρούσαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις.

4

Δυνάμει του τέταρτου τίτλου της πράξεως προσχωρήσεως, το καθεστώς που θέσπιζε η συμφωνία συνδέσεως μεταξύ της Κοινότητας των Εννέα και της Ελλάδας, το οποίο είχε ως χαρακτηριστικό την επιβολή εισφορών, επρόκειτο να αντικατασταθεί από ένα καθεστώς εξισωτικών ποσών « προσχωρήσεως ». Εντούτοις, το άρθρο 73 της πράξεως προσχωρήσεως προέβλεπε τη δυνατότητα λήψεως μεταβατικών μέτρων. Πράγματι, βάσει της διατάξεως αυτής:

« Αν μεταβατικά μέτρα είναι αναγκαία για να διευκολυνθεί η μετάβαση από το υφιστάμενο καθεστώς εντός της Ελλάδας στο καθεστώς που προκύπτει από την εφαρμογή της κοινής οργανώσεως των αγορών σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον παρόντα τίτλο, ιδίως αν η θέση σε εφαρμογή του νέου καθεστώτος κατά την προβλεπομένη ημερομηνία προσκρούει για ορισμένα προϊόντα σε αισθητές δυσχέρειες, τα μέτρα αυτά θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 38 του κανονισμού αριθ. 135/66/ΕΟΚ ή, κατά περίπτωση, στα αντίστοιχα άρθρα των άλλων κανονισμών περί κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών. Τα μέτρα αυτά δύνανται να ληφθούν κατά τη διάρκεια περιόδου που λήγει την 31η Δεκεμβρίου 1982 και η εφαρμογή τους δε δύναται να παραταθεί πέραν της ημερομηνίας αυτής. »

5

Στις 12 Σεπτεμβρίου 1980 η Επιτροπή ανέλαβε την υποχρέωση να εκδώσει την 1η Ιανουαρίου 1981 μια σειρά κανονισμών βάσει του άρθρου 41 της πράξεως προσχωρήσεως. Για να μπορέσουν οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών και οι επιχειρηματίες να λάβουν γνώση των κειμένων των εν λόγω σχεδίων, η Επιτροπή τα δημοσίευσε στο φύλλο της ΕΕ 1980, C 259, σ. 1.

6

Το πρώτο από αυτά τα σχέδια κατέστη στη συνέχεια ο κανονισμός 49/81. Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1 και 18 του κανονισμού αυτού όριζαν ότι είχε εφαρμογή το καθεστώς που προέβλεπε την κατάργηση των δασμών και των φορολογικών επιβαρύνσεων ισοδυνάμου αποτελέσματος για τα εμπορεύματα τα οποία, την 1η Ιανουαρίου 1981, είτε ήταν καθ' οδόν προς την Κοινότητα, είτε είχαν τεθεί υπό καθεστώς της προσωρινής αποθηκεύσεως, των τελωνειακών αποταμιεύσεων ή των ελευθέρων ζωνών και για τα οποία είχαν εκδοθεί τα πιστοποιητικά κυκλοφορίας AG ľ ή AG 3, που προβλέπονταν από τη συμφωνία συνδέσεως μεταξύ της Ελλάδας και της Κοινότητας των Εννέα. Το άρθρο 20 του κανονισμού 44/81 όριζε ως ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του την 1η Ιανουαρίου 1981.

7

Το άρθρο 2 του κανονισμού 57/81, που βασιζόταν στο άρθρο 73 της πράξεως προσχωρήσεως, ο οποίος δεν περιλαμβανόταν μεταξύ των κειμένων που είχει δημοσιεύσει η Επιτροπή στην ΕΕ 1980, C 259, όριζε τα εξής:

« Τα γεωργικά προϊόντα που εξάγονται από την Ελλάδα πριν από την 1η Ιανουαρίου 1981 και που εισάγονται στην Κοινότητα των Εννέα από την ημερομηνία αυτή, υποβάλλονται στην Κοινότητα των Εννέα, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του κανονισμού ( ΕΟΚ ) αριθ. 49/81 :

στο καθεστώς που ισχύει για τις συναλλαγές μεταξύ της Κοινότητος των Εννέα και της Ελλάδας την 31η Δεκεμβρίου 1980, αν συνοδεύονται με πιστοποιητικό κυκλοφορίας AG 1 ή AG 3,

... »

Ο κανονισμός 57/81 όριζε επίσης, στο άρθρο 6, ως ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του την 1η Ιανουαρίου 1981.

8

Οι δύο κανονισμοί δημοσιεύθηκαν στο φύλλο της ΕΕ L 4 με ημερομηνία 1η Ιανουαρίου 1981, ως προς το οποίο δεν αμφισβητείται ότι ήταν πραγματικά διαθέσιμο από την Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μόλις στις 23 Ιανουαρίου 1981.

9

Κατ' εφαρμογή του κανονισμού 57/81, οι ιταλικές τελωνειακές αρχές ζήτησαν την καταβολή των εισφορών που ίσχυαν στις 31 Δεκεμβρίου 1980, η δε SAFA τις κατέβαλε. Στη συνέχεια όμως η SAFA άσκησε αγωγή κατά της εναγομένης ενώπιον του Tribunale civile της Γένοβας, ζητώντας να υποχρεωθεί να επιστρέψει τα καταβληθέντα ποσά, επικαλούμενη το ανίσχυρο του κανονισμού 57/81 λόγω της αναδρομικής ισχύος του και ζητώντας την εφαρμογή, στην περίπτωση της, του κανονισμού 49/81.

10

Κρίνοντας ότι το πρόβλημα της. αναδρομικότητας τίθεται επίσης για τον κανονισμό 49/81, το Tribunale ανέστειλε τη διαδικασία και ζήτησε από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το αν:

« α)

είναι ή όχι νόμιμη η από 1ης Ιανουαρίου 1981 αναδρομική εφαρμογή του κανονισμού 57/81 της Επιτροπής, της 1ης Ιανουαρίου 1981, “περί λήψεως μεταβατικών μέτρων, λόγω της προσχωρήσεως της Ελλάδας, όσον αφορά τις συναλλαγές των γεωργικών προϊόντων ”, που προβλέπεται στο άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού, αν ληφθεί υπόψη ότι το φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 1981 της Επίσημης Εφημεοίδας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο οποίο είχε δημοσιευθεί ο κανονισμός 57/81, ήταν πραγματικά διαθέσιμο από την Υπηρεσία Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μόλις στις 23 Ιανουαρίου 1981·

β)

ωσαύτως, αν το Δικαστήριο διαπιστώσει το ανίσχυρο του άρθρου 6 του προαναφερθέντος κανονισμού καθόσον ορίζει αναδρομική εφαρμογή από 1ης Ιανουαρίου 1981, είναι ή όχι νόμιμη η επίσης αναδρομική εφαρμογή από 1ης Ιανουαρίου 1981 του κανονισμού 49/81 της Επιτροπής, της 1ης Ιανουαρίου 1981, “περί των μεθόδων διοικητικής συνεργασίας που αποσκοπούν στη διασφάλιση, κατά τη μεταβατική περίοδο, της ελευθέρας κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων κρατών μελών ”, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 20 του εν λόγω κανονισμού, αν ληφθεί υπόψη ότι το φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 1981 της Επίοημης Εφημερίοας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στο οποίο είχε δημοσιευθεί ο κανονισμός 49/81, ήταν πραγματικά διαθέσιμο από την Υπηρεσία Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μόλις στις 23 Ιανουαρίου 1981».

11

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

12

Πρέπει να υπογραμμιστεί καταρχάς ότι ορθώς η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε τον αναδρομικό χαρακτήρα των εν λόγω κανονισμών. Ένας κανονισμός πρέπει να θεωρείται ότι δημοσιεύθηκε στο σύνολο της Κοινότητας κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στο φύλλο της ΕΕ στο οποίο περιλαμβάνεται το κείμενο του κανονισμού αυτού. Εντούτοις, σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι η ημέρα κατά την οποία το φύλλο ήταν πράγματι διαθέσιμο δεν αντιστοιχεί προς την αναφερόμενη σ' αυτό το φύλλο ημερομηνία, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία της πραγματικής δημοσιεύσεως ( βλέπε αποφάσεις της 25ης Ιανουαρίου 1979, Räcke κατά Hauptzollamt Mainz, 98/78, Race. 1979, σ. 69, και Decker κατά Hauptzollamt Landau, 99/78, Race. 1979, σ. 101 ). Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι δύο κανονισμοί δημοσιεύθηκαν στις 23 Ιανουαρίου 1981, τρεις και πλέον εβδομάδες μετά την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος τους.

13

Όπως έχει ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο, ιδίως με τις προαναφερθείσες αποφάσεις, αν και αντιβαίνει κατά κανόνα στην αρχή της ασφάλειας δικαίου να καθορίζεται ως χρόνος ενάρξεως της ισχύος μιας κοινοτικής πράξεως ημερομηνία προηγούμενη της δημοσιεύσεως της, εντούτοις τούτο μπορεί να συμβεί, κατ' εξαίρεση, όταν το απαιτεί ο επιδιωκόμενος σκοπός και όταν έχει δεόντως ληφθεί υπόψη η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων. Επομένως, για να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να ελεγχθεί αν τα δύο αυτά κριτήρια ελήφθησαν υπόψη στην παρούσα υπόθεση.

Όσον αφορά τον κανονισμό 57/81

14

Όπως παρατήρησε η Επιτροπή στις γραπτές της παρατηρήσεις, η κατάσταση κατά το τέλος του 1980 ήταν εξαιρετική. Αφενός, η πράξη προσχωρήσεως προέβλεπε ότι θα εφαρμοζόταν αμέσως στην Ελλάδα, εφόσον δεν θεσπίζονταν μέτρα παρεκκλίσεως, η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση περί γεωργικών θεμάτων και, αφετέρου, η Επιτροπή δεν μπορούσε να θεσπίσει τέτοια μέτρα πριν από την έναρξη της ισχύος της πράξεως προσχωρήσεως, δηλαδή την 1η Ιανουαρίου 1981. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ήταν σχεδόν αδύνατο οι εν λόγω κανονισμοί να θεσπιστούν, να δημοσιευθούν και να είναι συγχρόνως διαθέσιμοι την 1η Ιανουαρίου 1981. Επιπλέον, η δημοσίευση των νομοθετικών κειμένων που ήταν απαραίτητη λόγω της εντάξεως της Ελλάδας επιδείνωσε αισθητά τη συνηθισμένη για την περίοδο αυτή συσσώρευση των προς έκδοση εντύπων στην ΕΕ.

15

Πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι ο σκοπός τον οποίο επιδίωκε ο κανονισμός 57/81 δικαιολογούσε την εφαρμογή του από 1ης Ιανουαρίου 1981. Πράγματι, από την πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 57/81 προκύπτει ότι τα προβλεπόμενα στον κανονισμό 49/81 μεταβατικά μέτρα για τα εμπορεύματα που αποστέλλονταν προς την Κοινότητα των Εννέα πριν από την έναρξη της ισχύος της πράξεως προσχωρήσεως της Ελλάδας έθεταν προβλήματα για τα γεωργικά προϊόντα για τα οποία είχαν καταβληθεί επιστροφές λόγω εξαγωγής. Ομοίως από την τρίτη αιτιολογική σκέψη προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των κερδοσκοπικών τάσεων που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται για ορισμένα προϊόντα, έπρεπε να ληφθούν μέτρα ώστε τα προϊόντα αυτά να μην τυγχάνουν δύο πλεονεκτημάτων, δηλαδή της επιστροφής λόγω εξαγωγής την οποία κατέβαλλαν οι ελληνικές αρχές και της καταργήσεως της κοινοτικής εισφοράς. Ο κανονισμός 57/81 αφορούσε, επομένως, μια εντελώς ιδιάζουσα περίπτωση γεωργικών προϊόντων που βρίσκονταν μεταξύ του δασμολογικού χώρου της Ελλάδας και του της Κοινότητας των Εννέα τη στιγμή κατά την οποία το καθεστώς της συμφωνίας συνδέσεως παραχώρησε τη θέση του στην κοινοτική γεωργική κανονιστική ρύθμιση. Για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο της παραχωρήσεως στους εισαγωγείς αυτών των προϊόντων ενός αδικαιολόγητου πλεονεκτήματος λόγω αυτής της πρόσκαιρης κατάστασης ήταν αναγκαίο να ισχύσει ο εν λόγω κανονισμός από 1ης Ιανουαρίου 1981.

16

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή ευλόγως θεώρησε ότι ο προς το κοινό συμφέρον επιδιωκόμενος σκοπός, δηλαδή η διευκόλυνση της μεταβάσεως από το προηγούμενο καθεστώς στο κοινοτικό και η αντιμετώπιση των κερδοσκοπικών τάσεων για τα γεωργικά προϊόντα, επέβαλε την αναδρομική ισχύ του κανονισμού 57/81.

17

Τέλος, πρέπει να προσδιοριστεί αν η αναδρομική ισχύς του κανονισμού 57/81 έθιξε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επιχειρηματιών. Επ' αυτού αρκεί να λεχθεί ότι οι επιχειρηματίες δεν μπορούσαν να ελπίζουν θεμιτώς ότι θα κατηργείτο η κοινοτική εισφορά για τα εμπορεύματα για τα οποία είχαν καταβληθεί εντός της Ελλάδας επιστροφές λόγω εξαγωγής, καθώς η εισφορά έχει ως κύριο στόχο την εξουδετέρωση του αποτελέσματος που έχουν οι καταβαλλόμενες εντός τρίτης χώρας επιστροφές.

18

Επομένως, στο πρώτο ερώτημα του Tribunale civile πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι από την εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων δεν προέκυψε κανένα ^ στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος του άρθρου 6 του κανονισμού 57/81, περί λήψεως μεταβατικών μέτρων, λόγω της προσχωρήσεως της Ελλάδας, όσον αφορά τις συναλλαγές των γεωργικών προϊόντων, καθόσον ορίζει ότι ο κανονισμός αυτός ισχύει αναδρομικά από 1ης Ιανουαρίου 1981.

19

Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτρο προδικαστικό ερώτημα.

20

Όσον αφορά το επικουρικό αίτημα της SAFA να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της επιστροφής των εισφορών κατ' εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουλίου 1979, περί της επιστροφής ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 11/015, σ. 162), αρκεί να υπομνηστεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της κατανομής των αρμοδιοτήτων βάσει του άρθρου 177 της Συνθήκης, το εθνικό δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να προσδιορίζει το αντικείμενο των ερωτημάτων που θέλει να υποβάλει στο Δικαστήριο. Επομένως, το Δικαστήριο δεν μπορεί, κατόπιν αιτήσεως διαδίκου της κύριας δίκης, να εξετάσει ερωτήματα που δεν του υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο ( βλέπε, ιδίως, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1985 στην υπόθεση CBEM/CLT και ΙΡΒ, 311/84, Συλλογή 1985, σ. 3261 ).

Επί των δικαστικών εξόδων

21

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Tribunale civile της Γένοβας με Διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 1988, αποφαίνεται:

 

Από την εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος του άρθρου 6 του κανονισμού 57/81, περί λήψεως μεταβατικών μέτρων, λόγω της προσχωρήσεως της Ελλάδας, όσον αφορά τις συναλλαγές των γεωργικών προϊόντων, καθόσον ορίζει ότι ο κανονισμός αυτός ισχύει αναδρομικά από 1ης Ιανουαρίου 1981.

 

Slynn

Joliét

Rodríguez Iglesias

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Ιανουαρίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος

G.Slynn


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top