EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CJ0326

Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1990.
Anklagemyndigheden κατά Hansen & Soen I/S.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Vestre Landsret - Δανία.
Κυρώσεις λόγω παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου - Αντικειμενική ποινική ευθύνη - Κανονισμός 543/69/ΕΟΚ.
Υπόθεση C-326/88.

Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-02911

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:291

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-326/88 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1. Νομικό πλαίσιο και πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης

Το άρθρο 7 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 543/69, της 25ης Μαρτίου 1969 (στο εξής: κανονισμός ), αφορά τον χρόνο οδηγήσεως για τους οδηγούς ορισμένων κατηγοριών οχημάτων. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού:

« Η συνολική διάρκεια των περιόδων οδηγήσεως μεταξύ δύο διαδοχικών περιόδων ημερησίας αναπαύσεως, η οποία καλείται στο εξής “περίοδος ημερησίας οδηγήσεως”, δεν δύναται να υπερβαίνει τις 8 ώρες. »

Το άρθρο 11 καθορίζει τις περιόδους υποχρεωτικής ημερησίας αναπαύσεως. Η παράγραφος 1 προβλέπει ότι:

« Κάθε μέλος πληρώματος που απασχολείται σε μεταφορές εμπορευμάτων πρέπει να έχει ημερήσια περίοδο αναπαύσεως τουλάχιστον 11 συνεχών ωρών εντός της εικοσιτετράωρης περιόδου που προηγείται κάθε φορά από την άσκηση μιας από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, υπό γ ) και δ ). »

Το άρθρο 14, παράγραφος 2, περίπτωση γ), αναφέρεται στις περιόδους οδηγήσεως, στην δε περίπτωση δ ) στις άλλες περιόδους παρουσίας στην εργασία. Το άρθρο 13 επιτρέπει στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν για τα πληρώματα οχημάτων ταξινομημένων στο έδαφος τους πιο υψηλά ελάχιστα όρια ή πιο χαμηλά ανώτατα όρια από τα καθοριζόμενα, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 7 και 11. Το άρθρο 18 του κανονισμού ορίζει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν τις απαραίτητες διατάξεις για την εκτέλεση του και ιδίως τις επιβλητέες κυρώσεις σε περιπτώσεις παραβάσεων.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του δανικού νόμου 508, της 29ης Νοεμβρίου 1972, περί εκτελέσεως του εν λόγω κανονισμού, εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εργασίας να θεσπίσει τις απαραίτητες διατάξεις. Με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του νόμου αυτού εξουσιοδοτείται ο υπουργός να θεσπίσει διατάξεις προβλέπουσες την επιβολή προστίμου για τις παραβάσεις των κοινοτικών διατάξεων, η δε παράγραφος 2 ορίζει ότι οι εν λόγω διατάξεις μπορούν να προβλέπουν την επιβολή προστίμου στους εργοδότες για τις παραβάσεις που διαπράττουν οι υπάλληλοι της επιχειρήσεως τους ακόμα και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν υφίσταται εκ μέρους του εργοδότη πρόθεση ή αμέλεια αναφορικά με την τέλεση της παραβάσεως. Αυτό το σύστημα ποινικής ευθύνης είναι σύμφωνο προς τους γενικώς εφαρμοζόμενους από τη Δανία κανόνες για την προστασία των συνθηκών εργασίας. Με την απόφαση 448, της 2ας Ιουνίου 1981, ο Υπουργός Εργασίας έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής. 'Ετσι στο άρθρο 9 της αποφάσεως ορίστηκε ότι μπορεί να επιβάλλεται στον εργοδότη πρόστιμο, βάσει αντικειμενικής ευθύνης, για τις παραβάσεις των άρθρων 7 και 11 του κανονισμού.

Τον Μάρτιο του 1984, κατά τη διάρκεια ελέγχου από την ολλανδική αστυνομία στο Denekamp των Κάτω Χωρών διαπιστώθηκε ότι ένας οδηγός, υπάλληλος της κατηγορουμένης εταιρίας, είχε διαπράξει παράβαση των άρθρων 7, παράγραφος 2, και 11 του κανονισμού 543/69. Εναντίον του ασκήθηκε δίωξη ενώπιον δικαστηρίου του Graasten στη Δανία. Ο οδηγός ομολόγησε τα πραγματικά περιστατικά που του προσάφθηκαν και καταδικάστηκε σε ποινή προστίμου. Ο εργοδότης του — η κατηγορουμένη εταιρία — κρίθηκε με την ίδια απόφαση ποινικώς υπεύθυνος για τις διαπραχθείσες παραβάσεις και καταδικάστηκε ωσαύτως σε πρόστιμο. Η κατηγορουμένη άσκησε έφεση ενώπιον του Vestre Landsret, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί τώρα η υπόθεση.

Οι διάδικοι δεν προβάλλουν αντίρρηση και το Landsret δέχεται ότι ο υπάλληλος παρέβη τα άρθρα 7 και 11 του κανονισμού και ότι η κατηγορουμένη δεν διέπραξε καμία παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας.

Η κατηγορουμένη ζήτησε να παύσει η δίωξη, ισχυριζόμενη ότι η αντικειμενική ποινική ευθύνη του εργοδότη δεν είναι σύμφωνη προς τον κανονισμό. Υποστήριξε ότι οι υποχρεώσεις του εργοδότη περιορίζονται στην οργάνωση της εργασίας των οδηγών, ώστε να μπορούν να συμμορφώνονται προς τον κανονισμό, στον περιοδικό έλεγχο της τηρήσεως του κανονισμού και, όταν διαπιστώνονται παραβάσεις, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την αποφυγή της επαναλήψεως τους. Η υποχρέωση αυτή είναι σύμφωνη προς τις ρητές διατάξεις του άρθρου 15 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 3820/85 του Συμβουλίου ( ΕΕ L 370, σ. 1 ), που αντικατέστησε τον κανονισμό 543/69, από 29ης Σεπτεμβρίου 1986, και ο οποίος, κατά την κατηγορουμένη, προβαίνει απλώς σε διευκρινίσεις των ήδη εφαρμοστέων διατάξεων δυνάμει του προηγουμένου κανονισμού. Το άρθρο 9 της δανικής υπουργικής αποφάσεως 448 υπερβαίνει το πλαίσιο αυτών των υποχρεώσεων και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ως νομική βάση το άρθρο 13 του κανονισμού.

Πάντοτε κατά τη γνώμη της κατηγορουμένης, με τη στάση του δανού νομοθέτη διακυβεύεται η ενιαία εφαρμογή των κανόνων στο εσωτερικό της Κοινότητας και, συνεπώς, υπάρχει κίνδυνος νοθεύσεως των όρων του ανταγωνισμού, πράγμα το οποίο είναι αντίθετο προς έναν από τους κύριους στόχους του κανονισμού. Τέλος, η κατηγορουμένη υπογράμμισε ότι καταδίκη λόγω παραβάσεως του κανονισμού μπορεί ενδεχομένως να συνεπάγεται την ανάκληση της αδείας που πρέπει να κατέχουν οι διενεργούντες μεταφορές.

Η Ειοαγγελική αρχή (Anklagemyndigheden) υποστήριξε ενώπιον του Landsret ότι, κατά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου, ο καθορισμός κυρώσεων υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Η αρχή αυτή επιβεβαιώνεται στην υπό κρίση υπόθεση από το άρθρο 18 του κανονισμού, το κείμενο του οποίου επαναλαμβάνεται στο άρθρο 17 του κανονισμού 3820/85, καθώς και από το γεγονός ότι το ψήφισμα της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για τη βελτίωση της εφαρμογής των κοινωνικού περιεχομένου κανονισμών στις οδικές μεταφορές ( ΕΕ C 348, σ. 1 ), εκδόθηκε συγχρόνως από το Συμβούλιο και τους αντιπροσώπους των κρατών μελών, δεδομένου ότι ο καθορισμός των κυρώσεων υπερέβαινε τις αρμοδιότητες των κοινοτικών οργάνων. Εντούτοις, η ελευθερία επιλογής των κρατών μελών όσον αφορά τις κυρώσεις για τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου έχει δύο περιορισμούς: οι επιλεγόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές και να είναι αντίστοιχες προς τις κυρώσεις που προβλέπονται για τις παραβάσεις παρομοίων εθνικών διατάξεων.

Το συμβιβαστό προς την κοινοτική ρύθμιση της καθαρά αντικειμενικής ευθύνης εργοδότη, υπάλληλος του οποίου διέπραξε παράβαση του κανονισμού, έχει μεγάλη σημασία για την ενώπιον του Landsret εκκρεμή διαφορά. Γι' αυτό, το εν λόγω δικαστήριο υπέβαλε με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1988 στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

« Εμποδίζει ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 543/69, περί εναρμονίσεως ορισμένων κοινωνικών διατάξεων που αφορούν τις οδικές μεταφορές, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, τη θέσπιση εθνικών διατάξεων βάσει των οποίων μπορεί να επιβληθεί ποινή στον εργοδότη, του οποίου ο οδηγός παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 2, και το άρθρο 11 του κανονισμού περί χρόνου οδηγήσεως και περιόδου αναπαύσεως, ανεξάρτητα από το ότι δεν μπορεί να καταλογιστεί στον εργοδότη ότι διέπραξε την παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας; »

Το Landsret υπογράμμισε ότι, αν και το υποβαλλόμενο ερώτημα αφορά τον κανονισμό του 1969, η απάντηση του Δικαστηρίου θα καλύπτει στην ουσία εξίσου τον κανονισμό 3820/85 του Συμβουλίου.

2. Διαδικασία ενώπιον τον Δικαστηρίου

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Νοεμβρίου 1988.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις στις 14 Φεβρουαρίου 1989 η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Jørgen Molde, στις 16 Φεβρουαρίου 1989 η Βρετανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. J. Hay, και την 1η Φεβρουαρίου 1989 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Johannes Buhl και Ricardo Gosalbo Bono, αντίστοιχα νομικό σύμβουλο και μέλος της νομικής υπηρεσίας.

Στις παρατηρήσεις της η Δανική Κυβέρνηση ζήτησε να εκδικαστεί η υπόθεση από την ολομέλεια του Δικαστηρίου.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

II — Περίληψη 'των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

Η Δανική Κυβέρνηση συμφωνεί απόλυτα με τις παρατηρήσεις της Εισαγγελικής αρχής, όπως αναπτύχθηκαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Στηρίζεται στην αρχή ότι το κράτος μέλος έχει πλήρη ελευθερία δράσεως και μπορεί να θεσπίσει τους ποινικούς κανόνες που θεωρεί ως πλέον πρόσφορους, λαμβάνοντας υπόψη τις παραδόσεις της χώρας και την ποινική πολιτική της. Άρα, πρέπει να επιβάλλονται ανάλογες κυρώσεις για τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου και τις παραβάσεις αντιστοίχων εθνικών διατάξεων.

Ο δανός νομοθέτης ήταν, επομένως, υποχρεωμένος να θεσπίσει κανόνες περί αντικειμενικής ευθύνης του εργοδότη, όσον αφορά τον αναφερόμενο στον κανονισμό χρόνο εργασίας και αναπαύσεως, διότι αυτό το ίδιο σύστημα ισχύει για τις παραβάσεις των νόμων της Δανίας ( βλέπε τον δανικό νόμο περί του εργασιακού περιβάλλοντος ).

Κατά τη Δανική Κυβέρνηση, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η θέσπιση κυρώσεων υπάγεται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών στην υπόθεση 203/80, Casati (Συλλογή 1981, σ. 2595). Παραπέμπει επίσης στο ψήφισμα της 20ής Δεκεμβρίου 1985, που αποτελεί επιβεβαίωση αυτής της αποκλειστικής αρμοδιότητας. Η θέσπιση κυρώσεων είναι και πρέπει να παραμείνει εθνική υπόθεση, διότι η ποινική πολιτική δεν έχει αποτελέσει το αντικείμενο διεθνούς συνεργασίας παρά μόνο σποραδικά και, επομένως, κάθε χώρα διατηρεί τις δικές της παραδόσεις όσον αφορά το είδος των κυρώσεων και το περιθώριο εκτιμήσεως των δικαστηρίων.

Η Δανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η ποινική πολιτική μιας χώρας συνδέεται με τις εθνικές της πολιτιστικές παραδόσεις και συνήθειες· ότι, επομένως, έχει αποφασιστική σημασία για την εξέλιξη της κοινωνίας στο σύνολο της να μην αναιρείται εντελώς η δυνατότητα των κρατών μελών να έχουν ανεξάρτητη πολιτική στον τομέα αυτό. Η απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 1984, Von Colson και Kamann κατά Land Nordrhein-Westfalen (14/83, Συλλογή 1984, σ. 1891), επιβεβαιώνει ότι η υποχρέωση θεσπίσεως κυρώσεων βαρύνει μόνο τα κράτη μέλη. Εξάλλου, η απόφαση αυτή δέχεται ότι η επιλεγείσα κύρωση πρέπει να είναι αποτελεσματική, ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και να ακολουθεί τον κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ των κυρώσεων για τις παραβάσεις των εθνικών κανόνων και των κυρώσεων για τις παραβάσεις των κοινοτικών κανόνων.

Ο δανικός νόμος 508, της 29ης Νοεμβρίου 1972, και η απόφαση 448, της 2ας Ιουνίου 1981, είναι σύμφωνοι προς τις εν λόγω αρχές.

Η πρόβλεψη αντικειμενικής ποινικής ευθύνης έχει ως σκοπό να παρακινήσει τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα και μέτρα ελέγχου, κυρίως εκ μέρους των ασκούντων έργο επιβλέψεως μελών του προσωπικού. Η ανάγκη για λήψη προληπτικών μέτρων είναι ιδιαίτερα έντονη όταν η παράβαση, για την οποία επαπειλούνται κυρώσεις, δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να οδηγήσει σε υποχρέωση αποζημιώσεως έναντι τρίτου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η κύρωση συνίσταται αποκλειστικά στο πρόστιμο που επιβάλλεται στον εργοδότη βάσει της αντικειμενικής του ευθύνης. Αυτός ο σκοπός προλήψεως συνάγεται επίσης εμμέσως από τη δυνατότητα επιβολής προστίμου σε νομικό πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή η αντικειμενική ευθύνη είναι η πλέον πρόσφορη, καθώς είναι συχνά δύσκολος ο καθορισμός του ατόμου ή των ατόμων που διέπραξαν την παράβαση. Εντούτοις πρέπει να σημειωθεί ότι, κανονικά, δεν επιβάλλεται πρόστιμο σε βάρος νομικού προσώπου με βάση αποκλειστικά την αντικειμενική ευθύνη, διότι η ευθύνη του εν λόγω προσώπου εξαρτάται από το γεγονός ότι ένα άτομο εντός της επιχειρήσεως ( ο οδηγός στην υπό κρίση υπόθεση ) επέδειξε, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, συγκεκριμένη συμπεριφορά σε σχέση με την διαπραχθείσα παράβαση.

Τέλος, σε απάντηση της κατηγορουμένης που ισχυρίστηκε ότι υφίσταται έλλειψη ομοιομορφίας στην εφαρμογή του κανονισμού, η Δανική Κυβέρνηση διατείνεται ότι ο κανονισμός αυτός καθορίζει μόνο ένα ελάχιστο επίπεδο κανόνων και ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι στόχος του είναι να μην περιέρχονται αδικαιολόγητα σε ευνοϊκότερη θέση ορισμένες επιχειρήσεις οι οποίες παραβαίνουν ατιμωρητί τις διατάξεις του.

Συνεπώς προτείνει να δοθεί η εξής απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα:

« Κανείς κανόνας του κοινοτικού δικαίου δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν διατάξεις προβλέπουσες την επιβολή κυρώσεων στον εργοδότη, ο υπάλληλος του οποίου παραβιάζει τον κανονισμό 543/69, έστω και αν δεν μπορεί να καταλογιστεί στον εργοδότη ότι διέπραξε την παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας. »

Η Βρετανική Κυβέρνηση αντλεί τα επιχειρήματα της από την απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 1977, Amsterdam Bulb κατά Pīoduktschap voor Siergewassen ( 50/76, Smi. 1977, σ. 137), ισχυριζόμενη ότι, ελλείψει ειδικών διατάξεων στον κοινοτικό κανονισμό, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να αποφασίζουν για τις κατάλληλες κυρώσεις, τούτο δε επιβεβαιώνεται στην υπό κρίση υπόθεση από το κείμενο του άρθρου 18 του κανονισμού αυτού. Πάντως, τα θεσπιζόμενα μέτρα πρέπει να είναι σύμφωνα προς τις επιταγές της Συνθήκης, για τη λήψη τους δε πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ισχύουσες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου.

Κατά τη Βρετανική Κυβέρνηση είναι σαφές ότι, βάσει του στόχου του κανονισμού και των σοβαρών κοινωνικών κινδύνων που επιδιώκει να αποτρέψει, απαιτείται οι κυρώσεις να επιβάλλονται τόσο στους εργοδότες όσο και στους οδηγούς, καθώς και ότι είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι ο κανονισμός 543/69 δεν αναφέρεται στις υποχρεώσεις των εργοδοτών με τόση σαφήνεια όπως ο κανονισμός 3820/85. Η φύση της ποινικής ευθύνης του εργοδότη πρέπει να είναι σύμφωνη προς την πολιτική που ακολουθεί το οικείο κράτος μέλος σε άλλους τομείς σχετικούς με την εκτέλεση εργασιών από έναν υπάλληλο για λογαριασμό του εργοδότη του, πράγμα το οποίο συμβαίνει στην περίπτωση της Δανίας.

Πράγματι, αν η Δανική Κυβέρνηση δεν είχε θεσπίσει αντικειμενική ποινική ευθύνη, οι κυρώσεις για τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου δεν θα ήταν ανάλογες προς τις παραβάσεις των εσωτερικών κανόνων της Δανίας, πράγμα το οποίο θα οδηγούσε σε διακύβευση του κύρους των κοινοτικών κανόνων.

Η Βρετανική Κυβέρνηση προτείνει στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα του Vestre Landsret ως εξής:

« Ούτε ο κανονισμός 543/69, περί εναρμονίσεως ορισμένων κοινωνικών διατάξεων που αφορούν τις οδικές μεταφορές, ούτε οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις του εμποδίζουν την εφαρμογή εθνικών διατάξεων κατά τις οποίες επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις στον εργοδότη οδηγού που παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, και του άρθρου 11 αυτού του κανονισμού περί χρόνου οδηγήσεως και αναπαύσεως, έστω και αν δεν μπορεί να καταλογιστεί στον εργοδότη ότι διέπραξε την παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας. »

Η Επιτροπή δεν δέχεται την άποψη της Δανικής Κυβερνήσεως ότι η θέσπιση κυρώσεων υπάγεται συστηματικά στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Στον τομέα αυτό προβλέπεται ρητά σχετική κοινοτική αρμοδιότητα από το άρθρο 87, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΟΚ, για παράδειγμα, ασκείται δε βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ) 17/62, της 6ης Φεβρουαρίου 1962 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25).

Η Κοινότητα έχει επίσης παρόμοια αρμοδιότητα στον τομέα των συγκοινωνιών δυνάμει του άρθρου 79, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Εντούτοις η Κοινότητα αποφάσισε να μην επιβάλλει η ίδια τις κυρώσεις για τις παραβάσεις του κανονισμού, αλλά να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν σχετικές κυρώσεις.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 18 του κανονισμού αφήνει στα κράτη μέλη την εξουσία επιλογής των ενδεδειγμένων κυρώσεων, υπό την προϋπόθεση όμως ότι θα είναι ανάλογες προς τις ήδη προβλεπόμενες από την εθνική νομοθεσία. Θεωρεί ότι το θεσπισθέν από τη δανική νομοθεσία σύστημα είναι απολύτως σύμφωνο προς τον κανονισμό. Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίσουν την αντικειμενική ποινική ευθύνη του εργοδότη, οδηγός του οποίου παραβιάζει τα άρθρα 7 και 11 του κανονισμού, εφόσον κρίνουν ότι ένα τέτοιο σύστημα είναι πρόσφορο για τη διασφάλιση της τηρήσεως των εν λόγω διατάξεων, a fortiori δε όταν πρόκειται για σύστημα ευθύνης το οποίο ισχύει για τις παρόμοιες « εθνικές » παραβάσεις.

Επίσης η Επιτροπή αμφισβητεί τον ισχυρισμό ότι η θέσπιση αντικειμενικής ποινικής ευθύνης επεξέτεινε μονομερώς το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, εφόσον η φύση της επιβαλλομένης κυρώσεως δεν μεταβάλλει την υποχρέωση του εργοδότη. Ακόμα και αν υπήρχε διεύρυνση της υποχρεώσεως αυτής, η εν λόγω διεύρυνση θα ήταν αποδεκτή και θα βρισκόταν εντός του πλαισίου της διακριτικής εξουσίας την οποία ο κανονισμός παρέχει στα κράτη μέλη.

Τέλος, προς απάντηση στον ισχυρισμό της κατηγορουμένης περί της ανάγκης διασφαλίσεως της ενιαίας εφαρμογής του κανονισμού και της αποτροπής, με τον τρόπο αυτό, της στρεβλώσεως των όρων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή διατείνεται ότι, ναι μεν εξακολουθεί να μην υφίσταται εναρμόνιση όσον αφορά τις κυρώσεις, τούτο όμως δεν οδηγεί σε νόθευση του ανταγωνισμού, διότι ο εκφοβισμός λόγω της απειλής επιβολής κυρώσεων και η οικονομική επιβάρυνση που συνεπάγονται οι κυρώσεις αυτές εξακολουθούν να είναι κοινοί σε όλα τα κράτη μέλη, όποια και αν είναι η επιλεγείσα μορφή ευθύνης.

Η Επιτροπή προτείνει στο Δικαστήριο να δώσει την εξής απάντηση στο ερώτημα του Vestre Landsret:

« Ο κανονισμός 543/69 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως ορισμένων κοινωνικών διατάξεων που αφορούν τις οδικές μεταφορές (καθώς και ο κανονισμός 3820/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, που αφορά τις ίδιες δραστηριότητες όπως και ο προαναφερθείς κανονισμός, τον οποίο και αντικατέστησε ) επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις κατά τις οποίες μπορούν να επιβάλλονται κυρώσεις σε εργοδότη, οδηγός του οποίου παρέβη τα άρθρα 7, παράγραφος 2, και 11 του κανονισμού περί του χρόνου οδηγήσεως και αναπαύσεως, έστω και αν δεν μπορεί να καταλογιστεί στον εργοδότη ότι διέπραξε την παράβαση αυτή εκ προθέσεως ή εξ αμελείας. Ο λόγος γι' αυτό είναι ότι, έστω και αν η Κοινότητα έχει την εξουσία θεσπίσεως ενός συστήματος κυρώσεων, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή της κοινωνικής νομοθεσίας στον τομέα των οδικών μεταφορών, δεν άσκησε η ίδια την εξουσία αυτή, αλλά εξουσιοδότησε ρητά τα κράτη μέλη να ενεργήσουν σχετικά στο πλαίσιο της δικής τους έννομης τάξεως, έτσι ώστε να επιτυγχάνονται τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα χάρη στις προσπάθειες που καταβάλλονται προς υλοποίηση των στόχων του κανονισμού. »

Gordon Slynn

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.

Top

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 10ης Ιουλίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-326/88,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Vestre Landsret προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Anklagemyndigheden ( Εισαγγελικής αρχής )

και

Hansen & Sen I/S, εκπροσωπούμενη από τον Hardy Hansen,

η έκδοση αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 543/69 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως ορισμένων κοινωνικών διατάξεων που αφορούν τις οδικές μεταφορές ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 47 ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη, προέδρους τμήματος, J. C Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias, F. Grévisse, M. Diez de Velasco, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: Η. Α. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Jørgen Molde, νομικό σύμβουλο,

η Βρετανική Κυβέρνηση εκπροσωπούμενη από την S. J. Hay, του Treasury Solicitor' s Department,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Johannes Buhl και Ricardo Gosalbo Bono, νομικό σύμβουλο και μέλος της νομικής υπηρεσίας αντιστοίχως,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις παρατηρήσεις της Hansen & Søn I/S, εκπροσωπηθείσας από τον δικηγόρο Hjulmand, της Δανικής Κυβερνήσεως, της Βρετανικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 19ης Οκτωβρίου 1989,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Δεκεμβρίου 1989,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1988, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Νοεμβρίου 1988, το Vestre Landsret υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 543/69 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως ορισμένων κοινωνικών διατάξεων που αφορούν τις οδικές μεταφορές ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 49 ).

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο ποινικής δίκης κατά της εταιρίας Hansen & Søn I/S (στο εξής: Hansen & Søn), υπό την ιδιότητα της ως εργοδότη ενός οδηγού φορτηγού οχήματος, λόγω του ότι ο τελευταίος παρέβη τις διατάξεις των άρθρων 7, παράγραφος 2, και 11 του προαναφερθέντος κανονισμού 543/69, περί της ανώτατης διάρκειας ημερησίας οδηγήσεως και περί της διάρκειας της υποχρεωτικής ημερησίας αναπαύσεως αντιστοίχως.

3

Δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 543/69, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες για την εκτέλεση του εν λόγω κανονισμού νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις. Οι διατάξεις αυτές αφορούν, μεταξύ άλλων, τις ποινές που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παραβάσεων των οριζομένων στον κανονισμό κανόνων.

4

Σύμφωνα με την εξουσιοδότηση που του παρέσχε το άρθρο 1, παράγραφος 1, του δανικού νόμου 508, της 29ης Νοεμβρίου 1972, όσον αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του προαναφερθέντος κανονισμού του Συμβουλίου, ο δανός Υπουργός Εργασίας εξέδωσε την υπουργική απόφαση 448, της 2ας Ιουνίου 1981. Από το άρθρο 9 της αποφάσεως αυτής προκύπτει ότι, σε περιπτώσεις παραβάσεως των άρθρων 7 και 11 του κανονισμού 543/69, μπορεί να επιβάλλεται πρόστιμο στον εργοδότη, εφόσον η μετακίνηση του οχήματος έγινε προς το συμφέρον του, έστω και αν δεν αποδεικνύεται σε βάρος του ότι διέπραξε παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας.

5

Βάσει της διατάξεως αυτής η Hansen & Søn καταδικάστηκε από δικαστήριο του Graasten σε πρόστιμο, χωρίς να αποδειχθεί σε βάρος της πρόθεση ή αμέλεια σε σχέση με τη διάπραξη της παραβάσεως. Στο πλαίσιο της εφέσεως που άσκησε ενώπιον του Vestre Landsret, η Hansen & Søn ισχυρίστηκε ότι η καθαρά αντικειμενική ποινική ευθύνη, όπως η θεσπιζόμενη στην προαναφερθείσα απόφαση του 1981, είναι ασυμβίβαστη προς τον προαναφερθέντα κανονισμό 543/69 του Συμβουλίου.

6

Το Vestre Landsret αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

« Εμποδίζει ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 543/69, περί εναρμονίσεως ορισμένων κοινωνικών διατάξεων που αφορούν τις οδικές μεταφορές, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, τη θέσπιση εθνικών διατάξεων βάσει των οποίων μπορεί να επιβληθεί ποινή στον εργοδότη, του οποίου ο οδηγός παρέβη το άρθρο 7, παράγραφος 2, και το άρθρο 11 του κανονισμού περί χρόνου οδηγήσεως και περιόδου αναπαύσεως, ανεξάρτητα από το ότι δεν μπορεί να καταλογιστεί στον εργοδότη ότι διέπραξε την παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας; »

7

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

8

Η Hansen & Søn προέβαλε δύο επιχειρήματα προς απόδειξη του ότι το άρθρο 9 της δανικής υπουργικής αποφάσεως του 1981 είναι ασυμβίβαστο προς τον κανονισμό 543/69.

9

Καταρχάς υποστήριξε ότι, θεσπίζοντας ποινική ευθύνη για την οποία δεν απαιτείται πταίσμα, η Δανική Κυβέρνηση επεξέτεινε το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 543/69 και επέβαλε στους εργοδότες μία υποχρέωση που δεν περιλαμβάνεται σ' αυτό τον κανονισμό. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού της αναφέρεται στην απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 1975, Cagnon και Taquet (69/74, Smi. 1975, σ. 171, σκέψη 10), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η βάσει του άρθρου 1 í του εν λόγω κανονισμού βαρύνουσα τον εργοδότη υποχρέωση περιορίζεται στη λήψη των απαραιτήτων μέτρων προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα στους υπαλλήλους του να απολαύουν της καθοριζομένης ημερησίας αναπαύσεως.

10

Προς υποστήριξη της απόψεως αυτής η Hansen & Søn προσέθεσε ότι το άρθρο 15 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 3820/85 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών ( ΕΕ L 370, σ. 1 ), που αντικατέστησε τον κανονισμό 543/69 από 29ης Σεπτεμβρίου 1986, απλώς διευκρίνισε τις βάσει του προηγουμένου κανονισμού ισχύουσες διατάξεις. Κατά τη διάταξη αυτή ο εργοδότης υποχρεούται να οργανώνει την εργασία κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατή η συμμόρφωση των οδηγών προς την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση Kat να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να μην επαναλαμβάνονται οι ενδεχομένως διαπιστούμενες παραβάσεις.

11

Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Τα άρθρα 7 και 11 του κανονισμού 543/69 προβλέπουν τα όρια της διάρκειας οδηγήσεως και του χρόνου αναπαύσεως που πρέπει να τηρούν οι οδηγοί και τα άλλα μέλη του πληρώματος των οχημάτων. Το άρθρο 18 ορίζει ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις αναγκαίες διατάξεις για την εξασφάλιση της τηρήσεως των ορίων αυτών. Μία διάταξη εθνικού δικαίου, η οποία προβλέπει σε βάρος του εργοδότη ποινική ευθύνη λόγω παραβάσεως από υπάλληλο του των θεσπιζόμενων με τα άρθρα 7 και 11 του κανονισμού 543/69 κανόνων, δεν διευρύνει, αυτή καθαυτή, το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Στην πραγματικότητα, αυτή η ευθύνη αποτελεί ένα μέσο προς εξασφάλιση της τηρήσεως των ορίων που επιβάλλονται με τις διατάξεις αυτές.

12

Όσον αφορά το άρθρο 15 του κανονισμού 3820/85, αυτό δεν έχει ως σκοπό τον περιορισμό της ευθύνης του εργοδότη λόγω του γεγονότος ότι οι υπάλληλοι του δεν τηρούν τον χρόνο οδηγήσεως και αναπαύσεως, αλλά να επιβάλει στον ίδιο τον εργοδότη χωριστές και συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Επομένως, κανένα στοιχείο των εν λόγω διατάξεων δεν εμποδίζει τη θέσπιση αντικειμενικώς ποινικής ευθύνης σε βάρος του εργοδότη.

13

Η Hansen & Søn υποστήριξε επίσης ότι, κατά το μέτρο που η Δανία έχει θεσπίσει σύστημα αντικειμενικής ποινικής ευθύνης, οι εγκατεστημένες σ' αυτό το κράτος μέλος επιχειρήσεις είναι εκτεθειμένες σε πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο επιβολής κυρώσεως και ότι, κατά συνέπεια, νοθεύεται ο ανταγωνισμός εντός της κοινής αγοράς, σε αντίθεση προς τους στόχους του κανονισμού 543/69, ο οποίος αποσκοπεί στην εναρμόνιση των σχετικών εθνικών διατάξεων.

14

Συναφώς πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ναι μεν ο κανονισμός 543/69 αποσκοπεί στην εναρμόνιση ορισμένων διατάξεων που έχουν επίπτωση στον ανταγωνισμό στον τομέα των οδικών μεταφορών, ο κανονισμός αυτός όμως αφήνει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη όσον αφορά την εκτέλεση του από αυτά. Αφενός, το άρθρο 13 επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν αυστηρότερα μέτρα για τους οδηγούς οχημάτων που είναι ταξινομημένα στο έδαφος τους. Αφετέρου, το άρθρο 18 αναθέτει στα κράτη μέλη τον προσδιορισμό της φύσεως και της βαρύτητας των κυρώσεων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις παραβάσεων.

15

Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι οι οικονομικές επιπτώσεις μιας παραβάσεως του κανονισμού 543/69 διαφέρουν ανάλογα όχι μόνο με το σύστημα ποινικής ευθύνης που ισχύει στο οικείο κράτος μέλος, αλλά και με το επίπεδο των επιβαλλομένων προστίμων και της αποτελεσματικότητας των πραγματοποιούμενων ελέγχων. Επομένως, η θέσπιση συστήματος αντικειμενικής ποινικής ευθύνης δεν συνεπάγεται αυτή καθαυτή στρέβλωση των συνθηκών του ανταγωνισμού.

16

Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο κανονισμός 543/69 δεν εμποδίζει την εφαρμογή εθνικών διατάξεων βάσει των οποίων επιβάλλεται κύρωση σε εργοδότη του οποίου ένας οδηγός παρέβη τα άρθρα 7, παράγραφος 2, και 11 του κανονισμού αυτού, έστω και αν ο εργοδότης δεν διέπραξε την παράβαση αυτή εκ προθέσεως ή εξ αμελείας.

17

Εξάλλου, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, επιβεβαιούμενη από την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, Επιτροπή κατά Ελλάδας (68/88, Συλλογή 1989, σ. 2965 ), οσάκις κοινοτικός κανονισμός δεν περιέχει ειδική διάταξη προβλέπουσα κύρωση σε περίπτωση παραβάσεως ή παραπέμπει, σχετικά, στις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ επιβάλλει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν κάθε μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίζει την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου. Προς τούτο, τα κράτη μέλη, διατηρώντας πάντως το δικαίωμα επιλογής των κυρώσεων, υποχρεούνται ιδίως να μεριμνούν ώστε για τις παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου να επιβάλλονται κυρώσεις υπό προϋποθέσεις, ουσιαστικές και διαδικαστικές, ανάλογες με τις ισχύουσες για τις παραβιάσεις του εθνικού δικαίου παρόμοιας φύσης και σημασίας και, εν πάση περιπτώσει, έτσι ώστε η κύρωση να είναι αποτελεσματική, σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα.

18

Από τη Διάταξη περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος προκύπτει ότι η θέσπιση αντικειμενικής ποινικής ευθύνης είναι σύμφωνη προς το γενικώς ισχύον σύστημα στη Δανία για την προστασία του εργασιακού περιβάλλοντος.

19

Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, αφενός, ένα σύστημα αντικειμενικής ευθύνης είναι ικανό να παρακινεί τον εργοδότη να οργανώνει την εργασία των υπαλλήλων του έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η τήρηση του κανονισμού και ότι, αφετέρου, η οδική ασφάλεια, η οποία, κατά την τρίτη και την ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 543/69, είναι ένας από τους στόχους του κανονισμού αυτού, παρουσιάζει γενικό ενδιαφέρον που μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή προστίμου στον εργοδότη για τις διαπραττόμενες από υπάλληλο του παραβάσεις και ένα σύστημα αντικειμενικής ποινικής ευθύνης. Επομένως, αυτή η επιβολή προστίμου, η οποία είναι σύμφωνη προς την υποχρέωση συνεργασίας που ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, δεν είναι δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Στην παρούσα υπόθεση δεν ανέκυψε θέμα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά το ύψος του προστίμου.

20

Από το σύνολο των προηγουμένων σκέψεων προκύπτει ότι στο ερώτημα του Vestre Landsret πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ούτε ο κανονισμός 543/69 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως ορισμένων κοινωνικών διατάξεων που αφορούν τις οδικές μεταφορές, ούτε οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου εμποδίζουν την εφαρμογή εθνικών διατάξεων κατά τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις στον εργοδότη οδηγού που παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, και του άρθρου 11 αυτού του κανονισμού, έστω και αν δεν μπορεί να καταλογιστεί στον εργοδότη ότι διέπραξε την παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, υπό την προϋπόθεση ότι η προβλεπόμενη κύρωση είναι ανάλογη προς τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως διατάξεων του εθνικού δικαίου αντίστοιχης φύσης και σημασίας και ότι η κύρωση αυτή είναι ανάλογη προς τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παράβασης.

Επί των δικαστικών εξόδων

21

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι Κυβερνήσεις της Δανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Vestre Landsret, με απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 1988, αποφαίνεται:

 

Ούτε ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 543/69 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1969, περί εναρμονίσεως ορισμένων κοινωνικών διατάξεων που αφορούν τις οδικές μεταφορές, ούτε οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου εμποδίζουν την εφαρμογή εθνικών διατάξεων κατά τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις στον εργοδότη οδηγού που παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, και του άρθρου U αυτού του κανονισμού, έστω και αν δεν μπορεί να καταλογιστεί στον εργοδότη ότι διέπραξε την παράβαση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, υπό την προϋπόθεση ότι η προβλεπόμενη κύρωση είναι ανάλογη προς τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεως διατάξεων του εθνικού δικαίου αντίστοιχης φύσης και σημασίας και ότι η κύρωση αυτή είναι ανάλογη προς τη σοβαρότητα της διαπραχθείσας παράβασης.

 

Due

Slynn

Κακούρης

Moitinho de Almeida

Rodriguez Iglesias

Grévisse

Diez de Velasco

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Ιουλίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.

Top