Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CJ0304

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Ιουλίου 1990.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Βασιλείου του Βελγίου.
    Ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων - Προσφυγή λόγω παραβάσεως - Άδεια εισαγωγής ζώντων ζώων και νωπών κρεάτων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.
    Υπόθεση C-304/88.

    Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-02801

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:284

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-304/88 ( *1 )

    Ι — Η επίδικη εθνική νομοθεσία και η διαδικασία πριν από την άσκηση της προσφυγής

    Α — Οι εισαγωγές ζωντανών ζώων

    1.

    Κατά το άρθρο 2 της βελγικής υπουργικής αποφάσεως της 28ης Ιουλίου 1971, σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση, την εξαγωγή και τις συναλλαγές μεταξύ των χωρών της Benelux για τα ζώντα ζώα και ορισμένα προϊόντα ζωικής και φυτικής προελεύσεως ( Moniteur belge Ι Επίσημη Εφημερίδα του Βελγίου ], 1971, σ. 13370), η απόφαση αυτή εφαρμόζεται ιδίως:

    στα μονόνυχα κατοικίδια,

    στα προβατοειδή και στα αιγοειδή,

    στα βοοειδή,

    στα πουλερικά, τους νεοσσούς μιας ημέρας και στα αυγά προς εκκόλαψη.

    2.

    Το άρθρο 3, παράγραφος 7, της ίδιας αποφάσεως ορίζει ότι « τα προς εισαγωγή ζώα ή προϊόντα μεταφέρονται στα εξωτερικά σύνορα συνοδευόμενα από έγκυρη άδεια εισαγωγής, όταν δεν προβλέπεται άδεια γενικής ισχύος, και από έγκυρο πιστοποιητικό καταγωγής και υγείας ».

    3.

    Τέλος, μια γενική διάταξη σχετικά με τα διάφορα ζώα στα οποία αναφέρεται η απόφαση ορίζει ότι « η οριστική εισαγωγή ... υπόκειται σε προηγούμενη άδεια, εκδιδόμενη από ή εν ονόματι του Υπουργείου Γεωργίας » (βλέπε άρθρο 15 για τα μονόνυχα εκτροφής, αναβάσεως, σπορ και τα αγωνιστικά, το άρθρο 20 για τα άλογα προς σφαγή, το άρθρο 23 για τα ζώντα προβατοειδή και αιγοειδή, το άρθρο 36 για τα βοοειδή και το άρθρο 64 για τα πουλερικά ).

    4.

    Η υπουργική απόφαση της 22ας Ιουνίου 1965, σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώντων ζώων ( Moniteur belge, 1965, σ. 10238 ) ορίζει στο άρθρο 5 ότι « τα προβατοειδή και χοιροειδή, καθώς και τα μονόνυχα προς σφαγή, μεταφερόμενα προς υγειονομικό έλεγχο στα σύνορα, πρέπει να έχουν εξατομικευθεί στη χώρα καταγωγής με σήμα συνδεδεμένο στο αυτί με γυρωτικό ήλο που φέρει αύξοντα αριθμό ».

    5.

    Το άρθρο 6 της ίδιας αποφάσεως ορίζει ότι « ο υγειονομικός έλεγχος περιλαμβάνει την κλινική εξέταση των ζώων, την εξακρίβωση της αυθεντικότητας των πιστοποιητικών καταγωγής και υγείας και το περιεχόμενο τους, περιλαμβανομένης ενδεχομένως και της εξακριβώσεως της άδειας εισαγωγής που εξέδωσε ο υπουργός γεωργίας ... ».

    Β — Οι εισαγωγές νωπών κρεάτων

    6.

    Με βασιλικό διάταγμα της 16ης Ιουνίου 1967 ( Moniteur belge, 1967, σ. 8120 ), η βελγική γενική διοικητική ρύθμιση περί υγειονομικού ελέγχου των κατοικιδίων ζώων τροποποιήθηκε με την παρεμβολή ενός νέου άρθρου 46α, που έχει ως εξής:

    «Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του βασιλικού διατάγματος της 12ης Μαρτίου 1965 περί εισαγωγής κρεάτων, η είσοδος στη χώρα, έστω και ενόψει διαμετακομίσεως, νωπών κρεάτων βοοειδών, προβατοειδών, αιγοειδών, χοιροειδών, μονόνυχων και λοιπών βρώσιμων ζώων, ανεξαρτήτως του αν βρίσκονται σε ψυγεία ή είναι κατεψυγμένα, και κυνηγίου υπό όλες τις μορφές παρουσιάσεως, εξαρτάται από ειδική άδεια εκδιδόμενη από τον υπουργό γεωργίας ή από τον επιφορτισμένο προς τούτο υπάλληλο. »

    Γ — Η προ της ασκήσεως νης προσφυγής διαδικασία

    7.

    Θεωρώντας ότι το να απαιτείται προηγούμενη άδεια εισαγωγής, όσον αφορά την εισαγωγή ζώντων ζώων, είναι αντίθετο προς την οδηγία 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 108 ), και προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, και, όσον αφορά την εισαγωγή νωπών κρεάτων, είναι αντίθετο προς την οδηγία 64/433/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί υγειονομικών προβλημάτων στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών νωπών κρεάτων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 129 ), η Επιτροπή, με έγγραφο της 13ης Δεκεμβρίου 1985, κάλεσε τη βελγική κυβέρνηση να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σύμφωνα με το άρθρο 169, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, εντός προθεσμίας δύο μηνών από της παραλαβής του εγγράφου αυτού.

    8.

    Με έγγραφο της 14ης Απριλίου 1986, η βελγική κυβέρνηση γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι θα εξακολουθούσε να διατηρεί σε ισχύ την προηγούμενη άδεια για την εισαγωγή ζώντων ζώων, διότι η άδεια αυτή είναι νόμιμη, εκδίδεται αυτομάτως και δεν έχει περιοριστικό αποτέλεσμα επί των συναλλαγών, ενώ, όσον αφορά την απαιτούμενη άδεια για την εισαγωγή νωπών κρεάτων, τελούσε υπό επεξεργασία τροποποίηση του βασιλικού διατάγματος της 16ης Ιουνίου 1967 σύμφωνα με τις επιθυμίες που διατύπωσε η Επιτροπή.

    9.

    Στις 9 Μαρτίου 1987, η Επιτροπή απηύθυνε στη βελγική κυβέρνηση αιτιολογημένη γνώμη σύμφωνα με το άρθρο 169, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, ζητώντας απ' αυτήν ναλάβει τα απαιτούμενα μέτρα εντός προθεσμίας ενός μηνός από της κοινοποιήσεως της αιτιολογημένης γνώμης. Με έγγραφο της 2ας Ιουλίου 1987, η βελγική κυβέρνηση έλαβε θέση επί της γνώμης αυτής εμμένοντας στην άποψη της που διατύπωσε με έγγραφο της 14ης Απριλίου 1986.

    10.

    Μη ικανοποιηθείσα από την απάντηση αυτή, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή λόγω παραβάσεως.

    II — Έγγραφη διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    11.

    Η προσφυγή της Επιτροπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Οκτωβρίου 1988.

    12.

    Η έγγραφη διαδικασία εξελίχθηκε κανονικά. Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

    13.

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναγνωρίσει ότι, εξαρτώντας τις εισαγωγές ζώντων ζώων και νωπών κρεάτων καταγωγής άλλων κρατών μελών από προηγούμενη άδεια, η οποία ενδεχομένως εκδίδεται αυτομάτως, το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και από τις οδηγίες 64/432 και 64/433 ·

    να καταδικάσει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

    14.

    Το Βασίλειο του Βελγίου ζητεί από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή της Επιτροπής ως προς τις αιτιάσεις που αφορούν την παράβαση του άρθρου 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και της οδηγίας 64/432·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    III — Ισχυρισμοί και επιχειρήματα των διαδίκων

    Α — Επί της εισαγωγής βοοειόών και χοιροειδών

    15.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το να απαιτείται προηγούμενη άδεια για την εισαγωγή βοοειδών και χοιροειδών είναι αντίθετο προς την προαναφερθείσα οδηγία 64/432 του Συμβουλίου.

    16.

    Από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής προκύπτει σαφώς ότι η ευθύνη για την τήρηση των απαιτήσεων κτηνιατρικής και υγειονομικής φύσεως που θέτει η οδηγία βαρύνει το κράτος μέλος εξαγωγής, το οποίο εξακολουθεί να αναλαμβάνει την ευθύνη αυτή μετά την έκδοση του προβλεπόμενου πιστοποιητικού, μέχρις ότου τα προϊόντα φθάσουν στον προορισμό τους, όπως επιβεβαίωσε ρητά το Δικαστήριο με την απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 1977, Bauhuis (46/76, Rec. 1977, σ. 5).

    17.

    Εξάλλου, από την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1976, Simmenthai (35/76, Rec. 1976, σ. 1871 ), προκύπτει ότι το κράτος μέλος εισαγωγής πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο του πιστοποιητικού που εξέδωσε το κράτος μέλος εξαγωγής και σε ενδεχόμενους δειγματοληπτικούς ελέγχους, υπό την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων που του παρέχονται δυνάμει της ρήτρας διασφαλίσεως, που προβλέπεται στο άρθρο 9 της οδηγίας 64/432.

    18.

    Η Επιτροπή συμπεραίνει ότι ένα τόσο πλήρες σύστημα δεν επιτρέπει την καθιέρωση αδειών εισαγωγής, έστω και αν τέτοιες άδειες εκδίδονται αυτομάτως. Ο πλήρης χαρακτήρας της εναρμονίσεως που πραγματοποιήθηκε με την οδηγία 64/432 όσον αφορά τα μέτρα που μπορούν να λάβουν τα κράτη μέλη εισαγωγής αναγνωρίστηκε εξάλλου με την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1976, Simmenthai, η οποία παρατέθηκε ήδη.

    19.

    Η βελγική κυβέρνηση υπογραμμίζει, προκαταρκτικά, ότι η άδεια εισαγωγής που προβλέπεται με την υπουργική απόφαση της 28ης Ιουλίου 1971 δεν προσθέτει κανένα μέτρο υγειονομικού ελέγχου ή περιοριστικό των ενδοκοινοτικών συναλλαγών στον έλεγχο που προβλέπεται με την οδηγία 64/432, διότι για την έκδοση της άδειας δεν απαιτείται καμιά διατύπωση ελέγχου. Εξάλλου, το άρθρο 2 της οδηγίας 81/389/ΕΟΚ του Συμβουλίου επιβάλλει στα κράτη μέλη συστηματικό κτηνιατρικό έλεγχο στα σύνορα όσον αφορά τα ζώντα ζώα κατά τις διεθνείς μεταφορές· η εξακρίβωση του ζητήματος αν έχει προσκομισθεί η απαιτούμενη άδεια γίνεται συγχρόνως με τον έλεγχο που προβλέπεται με την οδηγία 81/389 και, επομένως, δεν συνεπάγεται κανένα πρόσθετο εμπόδιο στις συναλλαγές.

    20.

    Με την εν λόγω άδεια επιδιώκεται διττός στόχος. Πρώτον, αποβλέπει στο να πληροφορήσει τον εισαγωγέα ότι η εισαγωγή δεν απαγορεύεται για λόγους υγειονομικούς περιλαμβανόμενους στο άρθρο 9 της οδηγίας 64/432. Δεύτερον, συνιστά διοικητικό πληροφοριακό έγγραφο, υπό την έννοια ότι επιτρέπει: α) την πληροφόρηση της εποπτεύουσας αρχής για τη μέλλουσα εισαγωγή' β ) την ανεύρεση των ζώων μετά την εισαγωγή τους προκειμένου να υποβληθούν σε ορισμένους υγειονομικούς ελέγχους' γ) την παροχή στον εισαγωγέα ορισμένων πληροφοριών διοικητικού χαρακτήρα ( εγκεκριμένος συνοριακός σταθμός, όνομα του κτηνιάτρουελεγκτή, πιστοποιητικά επιβαλλόμενα από την οδηγία, κλπ.) και την υπόμνηση ορισμένων νομίμων υποχρεώσεων που απορρέουν από το εσωτερικό δίκαιο.

    21.

    Απ' αυτό προκύπτει ότι η απαιτούμενη άδεια παρέχει τη δυνατότητα να καλύπτεται η έλλειψη εναρμονισμένου συστήματος πληροφοριών στο πλαίσιο της οδηγίας 64/432. Η ανάγκη εφαρμογής ενός τέτοιου συστήματος αναγνωρίστηκε από την Επιτροπή με το έγγραφο COM( 88 ) 383, τελικό ( αιτιολογική έκθεση, σ. 5 ), που περιέχει δύο προτάσεις κανονισμών του Συμβουλίου σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Το έγγραφο αυτό δείχνει συγχρόνως ότι η οδηγία 64/432 δεν ρύθμισε κατά τρόπο εξαντλητικό τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές για ζώντα βοοειδή και χοιροειδή.

    22.

    Η βελγική κυβέρνηση ισχυρίζεται επίσης ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 64/432 προβλέπει ρητά, στην παράγραφο 1, ορισμένες παρεκκλίσεις που μπορούν να επικαλεστούν οι χώρες προορισμού χορηγώντας άδειες γενικής ισχύος ή περιορισμένες σε ορισμένες περιπτώσεις, πράγμα που στην πράξη ισοδυναμεί με ατομική άδεια.

    23.

    Η Επιτροπή παρατηρεί με το υπόμνημα απαντήσεως ότι η αναφορά στην οδηγία 81/389 είναι αλυσιτελής εν προκειμένω, διότι η οδηγία αυτή δεν προβλέπει την έκδοση προηγούμενων αδειών για την εισαγωγή ζώων..

    24.

    Όσον αφορά τους στόχους που επιδιώκονται με την απαιτούμενη άδεια, αυτή υπογραμμίζει ότι: α) είναι άσκοπο να πληροφορείται ο εισαγωγέας το δικαίωμα του να προβαίνει σε εισαγωγές, καθόσον μπορεί ήδη να επικαλεστεί το δικαίωμα αυτό δυνάμει της οδηγίας' β ) αν οι βελγικές αρχές επιθυμούν να παράσχουν στον εισαγωγέα ή να συλλέξουν οι ίδιες ορισμένες πληροφορίες, μπορούν να το πράξουν χωρίς να επιβάλουν στον εισαγωγέα την υποχρέωση να ζητεί άδεια.

    25.

    Η βελγική κυβέρνηση προβάλλει με το υπόμνημα ανταπαντήσεως ότι η αναφορά στην οδηγία 81/389 είναι λυσιτελής εν προκειμένω, καθόσον αποβλέπει στο να τονίσει ότι η εξακρίβωση ότι υπάρχει η απαιτούμενη άδεια δεν συνεπάγεται κανένα εμπόδιο στις συναλλαγές.

    26.

    Εξάλλου, επαναλαμβάνει την άποψη της ότι η προβλεπόμενη άδεια έχει ως μόνο σκοπό να καλύψει την έλλειψη ενός εναρμονισμένου συστήματος πληροφοριών.

    Β — Επί των εισαγωγών ζώντων ζώων πλην των βοοειοών και χοιροειδών

    27.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, όσον αφορά την εισαγωγή ζώντων ζώων που δεν εμπίπτουν στην οδηγία 64/432, και ειδικότερα των προβατοειδών, των αιγοειδών, των πουλερικών και των μονόνυχων κατοικίδιων, η απαίτηση προηγούμενης άδειας εισαγωγής αντίκειται στο άρθρο 30. Το γεγονός ότι οι εν λόγω άδειες εκδίδονται αυτομάτως δεν δικαιολογεί σε καμιά περίπτωση την επιβολή τους, διότι μπορεί να παρεμποδίσουν δυνητικά τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

    28.

    Το μέτρο αυτό δεν μπορεί να δικαιολογηθεί δυνάμει του άρθρου 36, διότι είναι δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου και ειδικότερα από την απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 1983, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, « Γάλα UHT » ( 124/81, Συλλογή 1983, σ. 203 ), προκύπτει ότι κράτος μέλος μπορεί να λάβει μέτρα λιγότερο περιοριστικά από το σύστημα προηγουμένων αδειών εισαγωγής για να προστατεύσει την υγεία και τη ζωή των ανθρώπων και των ζώων.

    29.

    Η βελγική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το επίδικο μέτρο δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 30, διότι δεν είναι περιοριστικό για τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

    30.

    Υπενθυμίζει ότι η απαιτούμενη άδεια έχει ως σκοπό να καλύψει την έλλειψη εναρμονισμένου συστήματος πληροφοριών, του οποίου την ανάγκη αναγνώρισε η Επιτροπή, έστω για προϊόντα τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο μέτρων εναρμονίσεως· το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από το έγγραφο COM(88) 383 τελικό,που παρατέθηκε ήδη.

    Γ — Επί των εισαγωγών νωπών κρεάτων

    31.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι, όσον αφορά την εισαγωγή νωπών κρεάτων βοοειδών, χοιροειδών, προβατοειδών, αιγοειδών, καθώς και μονόνυχων κατοικίδιων, η απαίτηση προηγούμενης άδειας εισαγωγής είναι αντίθετη προς την οδηγία 64/433 του Συμβουλίου. Σχετικώς, επικαλείται τα επιχειρήματα που προέβαλε ως προς την οδηγία 64/432, που επαναλαμβάνονται πιο πάνω στα σημεία 16 έως 18, καθώς και την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1983, Delhaize (2/82, 3/82 και 4/82, Συλλογή 1983, σ. 2973 ).

    32.

    Η βελγική κυβέρνηση δεν αμφισβητεί την άποψη αυτή και σημειώνει ότι το άρθρο 46α της γενικής διοικητικής ρυθμίσεως περί υγειονομικού ελέγχου των κατοικίδιων ζώων θα συμπληρωθεί με διάταξη η οποία καταργεί, στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές νωπών κρεάτων που περιλαμβάνονται στο άρθρο 46α, την απαίτηση προηγούμενης αδείας εισαγωγής.

    Κ. Ν. Κακούρης

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 5ης Ιουλίου 1990 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-304/88,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον René Barents, μέλος της νομικής υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Βασιλείου του Βελγίου, εκπροσωπούμενου από τον Jan Devadder, βοηθό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας με τις Αναπτυσσόμενες Χώρες, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη βελγική πρεσβεία, 4, rue des Girondins,

    καθού,

    που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται να αναγνωριστεί ότι, εξαρτώντας τις εισαγωγές ζώντων ζώων και νωπών κρεάτων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη από προηγούμενη άδεια, η οποία ενδεχομένως εκδίδεται αυτομάτως, το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και τις οδηγίες του Συμβουλίου 64/432/ΕΟΚ, της 26ης Ιουνίου 1964, περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 108), και 64/433/ΕΟΚ, της 26ης Ιουνίου 1964, περί υγειονομικών προβλημάτων στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών νωπών κρεάτων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 129),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, Sir Gordon Slynn, Κ. Ν. Κακούρη και F. Α. Schockweiler, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, Τ. F. Ο' Higgins, G. C. Rodríguez Iglesias, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

    γραμματέας: H. A. Rühi, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

    λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

    αφού άκουσε τους εκπροσώπους των διαδίκων που ανέπτυξαν προφορικά τις παρατηρήσεις τους κατά τη συνεδρίαση της 21ης Φεβρουαρίου 1990,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Μαρτίου 1990,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18 Οκτωβρίου 1988, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι εξαρτώντας τις εισαγωγές ζώντων ζώων και νωπών κρεάτων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη από προηγούμενη άδεια, η οποία ενδεχομένως εκδίδεται αυτομάτως, το Βασίλειο του Βελγίου παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ και τις οδηγίες του Συμβουλίου 64/432/ΕΟΚ, της 26ης Ιουνίου 1964, περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοι-ροειδών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 108), και 64/433/ΕΟΚ, της 26ης Ιουνίου 1964, περί υγειονομικών προβλημάτων στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών νωπών κρεάτων ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/001, σ. 129 ).

    2

    Όσον αφορά τα νωπά κρέατα, η Επιτροπή δήλωσε κατά την προφορική διαδικασία ότι η προβλεπόμενη άδεια καταργήθηκε και, επομένως, παραιτείται από το κεφάλαιο αυτό της προσφυγής.

    3

    Όσον αφορά τα ζώντα ζώα, προκύπτει από τα άρθρα 5 και 6 της βελγικής υπουργικής αποφάσεως, της 22ας Ιουνίου 1965, σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση και την εξαγωγή ζώντων ζώων {Moniteur belge, 1965, σ. 10238) και των άρθρων 2, 3, παράγραφος 7, 15, 20, 23, 36 και 64 της βελγικής υπουργικής αποφάσεως, της 28ης Ιουλίου 1971, σχετικά με την εισαγωγή, τη διαμετακόμιση, την εξαγωγή και τις συναλλαγές μεταξύ των χωρών της Benelux για τα ζώντα ζώα και ορισμένα προϊόντα ζωικής και φυτικής προελεύσεως ( Moniteur belge, 1971, σ. 13370), ότι η εισαγωγή ζώντων βοοειδών, χοιροειδών, προβατοειδών και αιγοειδών, μονόνυχων κατοικίδιων, καθώς και πουλερικών καταγωγής άλλων κρατών μελών υπόκειται σε προηγούμενη άδεια, εκδιδόμενη από τον υπουργό γεωργίας.

    4

    Θεωρώντας ότι, όσον αφορά την εισαγωγή βοοειδών και χοιροειδών, η απαίτηση προηγούμενης άδειας εισαγωγής αντιβαίνει προς την προαναφερθείσα οδηγία 64/432 του Συμβουλίου, και όσον αφορά την εισαγωγή ζώντων ζώων πλην των βοοειδών και χοιροειδών, προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ, η Επιτροπή, με έγγραφο οχλήσεως της 13ης Δεκεμβρίου 1985, κάλεσε τη βελγική κυβέρνηση να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

    5

    Με έγγραφο της 14ης Απριλίου 1986, η βελγική κυβέρνηση κατέστησε γνωστό στην Επιτροπή ότι θα διατηρούσε την προηγούμενη άδεια που προβλεπόταν για την εισαγωγή ζώντων ζώων, διότι η άδεια αυτή ήταν νόμιμη καθόσον εκδιδόταν αυτόματα και χωρίς περιοριστικό αποτέλεσμα επί των συναλλαγών.

    6

    Στις 9 Μαρτίου 1987, η Επιτροπή απηύθυνε στη βελγική κυβέρνηση αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία της ζητούσε να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για να θέσει τέρμα στην προσαπτόμενη παράβαση εντός προθεσμίας ενός μηνός. Με την απάντηση της 2ας Ιουλίου 1987, η βελγική κυβέρνηση επέμεινε στην άποψη που διατύπωσε με το από 14 Απριλίου 1986 έγγραφο της.

    7

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα περιστατικά της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί του χαρακτηρισμού της προηγούμενης άδειας εισαγωγής ενόψει των διατάξεων της Συνθήκης ΕΟΚ

    8

    Η βελγική κυβέρνηση υποστηρίζει, πρώτον, ότι η προηγούμενη άδεια εισαγωγής δεν συνιστά περιοριστικό μέτρο, διότι εκδίδεται αυτομάτως.

    9

    Σχετικώς, αρκεί η παρατήρηση ότι ένα σύστημα άδειας είναι, καταρχήν, αντίθετο προς το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ. Πράγματι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διάταξη αυτή αποτελεί εμπόδιο στην εφαρμογή, στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, εθνικής νομοθεσίας η οποία απαιτεί, έστω και τελείως τυπικά, άδειες εισαγωγής ή κάθε άλλη παρόμοια διαδικασία ( απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 1983, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, « Γάλα UHT », 124/81, Συλλογή 1983, σ. 203 ).

    10

    Η βελγική κυβέρνηση ισχυρίζεται, πάντως, ότι το σύστημα που εφαρμόστηκε έχει ως σκοπό την πληροφόρηση στον υγειονομικό τομέα. Η απαιτούμενη άδεια παρέχει τη δυνατότητα, ιδίως, στον εισαγωγέα να γνωρίζει ότι η εισαγωγή δεν απαγορεύεται για υγειονομικούς λόγους, και στις εθνικές αρχές να παρακολουθούν την κατάσταση της υγείας των ζώων μετά την εισαγωγή τους.

    11

    Όσον αφορά την πρώτη έποψη της επιχειρηματολογίας αυτής, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι δεν είναι αναγκαίο να πληροφορείται ο εισαγωγέας, μέσω της προηγούμενης άδειας εισαγωγής, για δικαίωμα που γνωρίζει ήδη ότι έχει δυνάμει του άρθρου 30 της Συνθήκης, δεδομένου ότι τα προς εισαγωγή βοοειδή και χοιροειδή συνοδεύονται από υγειονομικό πιστοποιητικό το οποίο εκδίδουν οι αρχές του κράτους μέλους αποστολής.

    12

    Όσον αφορά τη δεύτερη έποψη, το επιχείρημα της βελγικής κυβερνήσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι αποβλέπει στο να δικαιολογήσει το σύστημα προηγούμενης άδειας είσαγωγής γωγής ενόψει του άρθρου 36 της Συνθήκης, κατά το οποίο επιτρέπονται οι περιορισμοί επί των εισαγωγών οι οποίοι δικαιολογούνται, μεταξύ άλλων, από λόγους προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων.

    13

    Σχετικώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, κατ' αντίθεση προς τις συναλλαγές επί άλλων ζώντων ζώων που προς το παρόν δεν αποτελούν αντικείμενο μέτρων εναρμονίσεως, τα μέτρα υγειονομικού ελέγχου σχετικά με τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές επί των βοοειδών και των χοιροειδών διέπονται από την προαναφερθείσα οδηγία 64/432 του Συμβουλίου. Κατά πάγια νομολογία, όταν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 100 της Συνθήκης, κοινοτικές οδηγίες προβλέπουν την εναρμόνιση μέτρων που είναι αναγκαία, μεταξύ άλλων, για να εξασφαλιστεί η προστασία της υγείας των ανθρώπων και των ζώων, δεν δικαιολογείται πλέον η επίκληση του άρθρου 36, αφού πρέπει του λοιπού η λήψη των μέτρων προστασίας να εντάσσεται στο πλαίσιο που χαράσσεται από την οδηγία περί εναρμονίσεως ( βλέπε απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1988, Handelsonderneming Moormann, 190/87, Συλλογή 1988, σ. 4689 ). Κατά συνέπεια, το ζήτημα αν η άδεια εισαγωγής που προβλέπεται από τη βελγική νομοθεσία μπορεί να είναι αντικείμενο παρεκκλίσεως πρέπει να εξετασθεί αφού γίνει διάκριση αναλόγως του αν η εν λόγω άδεια αφορά τις εισαγωγές άλλων ζώντων ζώων πλην των βοοειδών και των χοιροειδών ή αφορά τις εισαγωγές βοοειδών και χοιροειδών.

    Επί των εισαγωγών ζώντων ζώων πλην των βοοειδών και των χοιροειδών

    14

    Σχετικώς, αρκεί η παρατήρηση ότι σύστημα προηγούμενης άδειας εισαγωγής συνιστά μέτρο δυσανάλογο για να εξασφαλιστεί η προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων και των ζώων. Πράγματι, από την προαναφερθείσα απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 1983, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, προκύπτει ότι κράτος μέλος, προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντα αυτά, μπορεί να λάβει μέτρα λιγότερο περιοριστικά από ό,τι το σύστημα προηγούμενης άδειας εισαγωγής, περιοριζόμενο να συλλέγει τις πληροφορίες που του είναι χρήσιμες, για παράδειγμα, μέσω δηλώσεων που υποβάλλουν οι εισαγωγείς, συνοδευόμενες, ενδεχομένως, από τα κατάλληλα πιστοποιητικά τα οποία εκδίδει το κράτος μέλος αποστολής.

    15

    Κατά συνέπεια, η άδεια που απαιτείται από τη βελγική νομοθεσία για την εισαγωγή ζώντων ζώων πλην των βοοειδών και των χοιροειδών δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο παρεκκλίσεως δυνάμει του άρθρου 36 της Συνθήκης.

    Επί της εισαγωγής βοοειδών και χοιροειδών

    16

    Σχετικώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η οδηγία 64/432 του Συμβουλίου πραγματοποίησε πλήρη εναρμόνιση των μέτρων υγειονομικού ελέγχου που τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν στο πλαίσιο των ενδοκοινοτικών συναλλαγών επί των βοοειδών και των χοιροειδών.

    17

    Η εναρμόνιση αυτή πραγματοποιήθηκε κυρίως με το άρθρο 3 της οδηγίας 64/432, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη αποστολής την υποχρέωση να μεριμνούν για την τήρηση σειράς υγειονομικών μέτρων που προορίζονται να εξασφαλίσουν, μεταξύ άλλων, ότι τα εξαγόμενα ζώα δεν αποτελούν πηγή διαδόσεως μεταδοτικών ασθενειών. Προκειμένου να παράσχει στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προορισμού τη διαβεβαίωση ότι τα εισαγόμενα ζώα πληρούν τις προβλεπόμενες υγειονομικές προϋποθέσεις, το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο η ), της οδηγίας απαιτεί όπως τα ζώα συνοδεύονται από υγειονομικό πιστοποιητικό με το οποίο πιστοποιείται η τήρηση και η εκπλήρωση των υγειονομικών ελέγχων.

    18

    Όσον αφορά ειδικότερα τα μέτρα τα οποία μπορούν να λάβουν τα κράτη μέλη εισαγωγής, επιβάλλεται να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 6 της οδηγίας επιτρέπει στη χώρα προορισμού να απαγορεύει την εισαγωγή ζώων στο έδαφος της αν έχει διαπιστώσει, επ' ευκαιρία εξετάσεως που διενεργήθηκε σε συνοριακό σταθμό από επίσημο κτηνίατρο, ότι τα ζώα αυτά είναι προσβεβλημένα, ύποπτα προσβολής ή μολυσμένα από ασθένεια που υπόκειται σε υποχρεωτική δήλωση, ή ότι δεν έχουν τηρηθεί οι διατάξεις των άρθρων 3 και 4. Επιπλέον, κατά το άρθρο 7, οι χώρες προορισμού μπορούν να χορηγούν άδειες γενικής ισχύος σχετικές με την εισαγωγή στο έδαφος τους βοοειδών που δεν πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις προβλεπόμενες στο άρθρο 3 της οδηγίας. Τέλος, κατά το άρθρο 9 της οδηγίας, σε περίπτωση εμφανίσεως επιζωοτικής ασθένειας ή νέας, επικίνδυνης και μεταδοτικής ασθένειας στο κράτος μέλος αποστολής, το κράτος μέλος προορισμού έχει την ευχέρεια να λάβει μέτρα διασφαλίσεως, απαγορεύοντας ή περιορίζοντας προσωρινά την εισαγωγή βοοειδών και χοιροειδών.

    19

    Ενόψει ενός τόσο πλήρους συστήματος, τα κράτη μέλη προορισμού δεν έχουν αρμοδιότητα να λαμβάνουν μέτρα — στον τομέα που καλύπτει η οδηγία — πλην εκείνων τα οποία προβλέπονται εξαντλητικά στην ίδια οδηγία.

    20

    Η βελγική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η εναρμόνιση που πραγματοποιήθηκε με την οδηγία δεν είναι πλήρης, διότι με την οδηγία δεν δημιουργήθηκε εναρμονισμένο σύστημα πληροφορήσεως. Η άδεια που απαιτείται με τη βελγική νομοθεσία, η οποία εξάλλου δεν έχει χαρακτήρα μέτρου υγειονομικού ελέγχου, αποβλέπει ακριβώς στο να καλύψει την έλλειψη ενός τέτοιου συστήματος πληροφορήσεως. Κατά τη βελγική κυβέρνηση, ο ατελής χαρακτήρας της οδηγίας 64/432 επί του σημείου αυτού τονίστηκε στην αιτιολογική έκθεση των δύο προτάσεων κανονισμών σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους στις κοινοτικές συναλλαγές, που περιλαμβάνεται στο έγγραφο COM( 88 ) 383 τελικό, με το οποίο η Επιτροπή αναγνωρίζει την αναγκαιότητα « προσφυγής σε σύστημα αμοιβαίας πληροφορήσεως » και « αναπτύξεως του συστήματος αυτού ».

    21

    Σχετικώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, πρώτον, οι προτάσεις κανονισμών που επικαλείται η βελγική κυβέρνηση λαμβάνουν ως δεδομένο την πλήρη μελλοντική κατάργηση των κτηνιατρικών ελέγχων στα σύνορα. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω προτάσεις κανονισμών δεν αποβλέπουν στην εναρμόνιση ενός συστήματος πληροφορήσεως το οποίο είναι προς το παρόν ανεπαρκές, αλλά προβλέπουν μέτρα προσαρμοσμένα στο νέο προτεινόμενο πλαίσιο.

    22

    Πρέπει εν συνεχεία να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας παρέχει τη δυνατότητα στο κράτος μέλος προορισμού να απαιτεί από τον εισαγωγέα προηγούμενη δήλωση εισαγωγής, εντός προθεσμίας σαράντα οκτώ ωρών κατ' ανώτατο όριο. Το κράτος μέλος προορισμού μπορεί επομένως να προσφύγει στη διαδικασία αυτή προκειμένου να παρακολουθεί την υγειονομική κατάσταση των ζώων μετά την εισαγωγή τους.

    23

    Κατά συνέπεια, η άδεια που απαιτείται με τη βελγική νομοθεσία για την εισαγωγή ζώντων βοοειδών και χοιροειδών δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο παρεκκλίσεως από το άρθρο 30.

    24

    Από το σύνολο των προηγούμενων σκέψεων προκύπτει ότι το Βασίλειο του Βελγίου, εξαρτώντας τις εισαγωγές ζώντων ζώων προελεύσεως άλλων κρατών μελών από προηγούμενη άδεια, παρεχόμενη ενδεχομένως αυτομάτως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    25

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή το Βασίλειο του Βελγίου ουσιαστικά ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    αποφασίζει:

     

    1)

    Το Βασίλειο tou Βελγίου, εξαρτώντας τις εισαγωγές ζώντων ζώων προελεύσεως άλλων κρατών μελών από προηγούμενη άδεια, παρεχόμενη ενδεχομένως αυτομάτως, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 30 της Συνθήκης ΕΟΚ.

     

    2)

    Καταδικάζει το Βασίλειο του Βελγίου στα δικαστικά έξοδα.

     

    Due

    Slynn

    Κακούρης

    Schockweiler

    Mancini

    Ο' Higgins

    Rodríguez Iglesias

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Ιουλίου 1990.

    Ο γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο πρόεδρος

    Ο. Due


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Top