Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CJ0262

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1990.
    Douglas Harvey Barber κατά Guardian Royal Exchange Assurance Group.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of appeal (England) - Ηνωμένο Βασίλειο.
    Ισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων - Απόλυση για οικονομικούς λόγους - Πρόωρη συνταξιοδότηση.
    Υπόθεση C-262/88.

    Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-01889

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:209

    ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

    στην υπόθεση C-262/88 ( *1 )

    Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

    1. Κανονιστικό πΑούοιο

    Κατά το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ:

    « Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου και διατηρεί εν συνεχεία την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών.

    Ως αμοιβή νοούνται κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, οι συνήθεις βασικοί ή ελάχιστοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα, σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, λόγω της σχέσεως εργασίας.

    ... »

    Η οδηγία 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42, στο εξής, επίσης: οδηγία περί ισότητας των αμοιβών) αποσκοπεί να « εξασφαλίσει την εφαρμογή της αρχής ( της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών) με τις κατάλληλες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις » και να « ενισχύσει τις βασικές νομοθετικές διατάξεις με κανόνες που διευκολύνουν τη συγκεκριμένη εφαρμογή της αρχής της ισότητας... » ( βλέπε τη δεύτερη και την τέταρτη αιτιολογική σκέψη ).

    Κατά το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής:

    «Τα κράτη μέλη καταργούν τις διακρίσεις μεταξύ των ανδρών και γυναικών που απορρέουν από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις και είναι αντίθετες στην αρχή της ισότητας των αμοιβών. »

    Ανάλογα, το άρθρο 4 προβλέπει ότι:

    «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι διατάξεις που περιλαμβάνονται σε συλλογικές συμβάσεις, μισθολόγια ή συμφωνίες περί μισθών ή σε ατομικές συμβάσεις εργασίας και που είναι αντίθετες στην αρχή της ισότητας των αμοιβών, να είναι άκυρες, να δύνανται να κηρυχθούν άκυρες ή να δύνανται να τροποποιηθούν. »

    Η οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70, στο εξής, επίσης: οδηγία περί της ίσης μεταχειρίσεως )

    «αποσκοπεί στην εφαρμογή, εντός των κρατών μελών, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης και της επαγγελματικής προωθήσεως και την επαγγελματική εκπαίδευση, καθώς και τις συνθήκες εργασίας... »

    (άρθρο 1, παράγραφος 1 ).

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι:

    « Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων, χωρίς διάκριση βασιζόμενη στο φύλο. »

    Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 1η οδηγία αυτή δεν καλύπτει τα ζητήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, τα οποία θα αποτελέσουν αντικείμενο άλλων διατάξεων που θα θεσπίσει το Συμβούλιο ( άρθρο 1, παράγραφος 2 ).

    Αυτές οι άλλες διατάξεις περιέχονται σε δύο μεταγενέστερες οδηγίες.

    Η οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160, στο εξής, επίσης: οδηγία περί της κοινωνικής ασφαλίσεως ), η οποία κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, έπρεπε να τεθεί σε εφαρμογή από τα κράτη μέλη το αργότερο στις 22 Δεκεμβρίου 1984, εφαρμόζεται μεταξύ άλλων στα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία από τους κινδύνους γήρατος, ανεργίας [ άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο α)]. Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως επί των επαγγελματικών συστημάτων θα γίνει με διατάξεις που πρόκειται να θεσπιστούν μελλοντικά (άρθρο 3, παράγραφος 3 ).

    Τα ζητήματα αυτά ρυθμίστηκαν με την οδηγία 86/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως ( ΕΕ L 225, σ. 40, διορθωτικό δημοσιευμένο στην ΕΕ L 283, σ. 27, στο εξής, επίσης: οδηγία περί των επαγγελματικών συστημάτων) που αφορώ

    « ...τα συστήματα που δεν διέπονται από την οδηγία 79/7/ΕΟΚ και που έχουν ως αντικείμενο τη χορήγηση στους εργαζομένους, μισθωτούς ή ελεύθερους επαγγελματίες, στα πλαίσια μιας επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων, ενός οικονομικού κλάδου ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού τομέα, παροχών που θα προορίζονται να συμπληρώνουν ή να υποκαθιστούν τις παροχές των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, είτε η υπαγωγή στα συστήματα αυτά είναι υποχρεωτική είτε προαιρετική » ( άρθρο 2 ).

    Η οδηγία αυτή εφαρμόζεται μεταξύ άλλων στα επαγγελματικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία από τους κινδύνους του γήρατος, συμπεριλαμβανομένης της περιπτώσεως πρόωρης συνταξιοδότησης και της ανεργίας [ άρθρο 4, στοιχείο α ) ].

    Το άρθρο 5 της οδηγίας απαγορεύει γενικά κάθε διάκριση που βασίζεται στο φύλο.

    Ενδεικτικά το άρθρο 6 αναφέρει ορισμένους τύπους διατάξεων που δημιουργούν διακρίσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται οι διατάξεις που βασίζονται στο φύλο προκειμένου:

    «...

    ε)

    να καθορίσουν διαφορετικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση παροχών ή να τις περιορίσουν μόνον στους εργαζομένους του ενός ή του άλλου φύλου

    στ)

    να επιβάλλουν διαφορετικά όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση

    ... »

    Η προθεσμία για τη θέση σε εφαρμογή της οδηγίας 86/378 έληξε στις 30 Ιουλίου 1989. Τόσο η οδηγία 79/7 [ άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α ) ] όσο και η οδηγία 86/378 [ άρθρο 9, στοιχείο α ) ] επιτρέπουν στα κράτη μέλη να αναβάλουν την υποχρεωτική εφαρμογή την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τη χορήγηση συντάξεων γήρατος και τις συνέπειες που είναι δυνατόν να προκύψουν για άλλες παροχές.

    Στις 27 Οκτωβρίου 1987, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου που συμπληρώνει την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών στα εκ του νόμου και στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως [ COM( 87 ) 494 τελικό, ΕΕ C 309, σ. 10]. Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της προτάσεως αυτής προβλέπει ότι, με την επιφύλαξη ορισμένων μεταβατικών διατάξεων,

    «η ηλικία που καθορίζεται για τη χορήγηση σύνταξης γήρατος ή σύνταξης αποχώρησης (λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας ) πρέπει να είναι ίδια και για τα δύο φόλα ».

    2. Το ιστορικό της οιαφοράς

    Ο Barber, αναιρεσείων της κύριας δίκης, γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1928. Στις 14 Ιουνίου 1948 άρχισε να εργάζεται στην Car and General Insurance Corporation Limited (στο εξής: C & G). Στη συνέχεια η εταιρία αυτή απορροφήθηκε από την Guardian Royal Exchange Assurance Group, αναιρεσίβλητη της κυρίας δίκης (στο εξής: Guardian).

    Στις 11 Μαρτίου 1953 ο Barber ζήτησε να υπαχθεί στο ασφαλιστικό ταμείο της C & G. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό. Το ταμείο αυτό εφάρμοζε σύστημα μη στηριζόμενο σε εισφορές, εχρηματοδοτείτο δηλαδή καθ' ολοκληρίαν από τον εργοδότη του.

    Όταν η Guardian απέκτησε την C & G, ο Barber ζήτησε στις 2 Απριλίου 1970 να υπαχθεί στο συνταξιοδοτικό ταμείο της Guardian. Το αίτημα του έγινε δεκτό και η αξία των δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στο συνταξιοδοτικό ταμείο της C & G μεταφέρθηκε στο ταμείο της Guardian. Συμφωνήθηκε ότι ως ημερομηνία προσχωρήσεως του Barber στο σύστημα αυτό θα εθεωρείτο η 14η Ιουνίου 1948.

    Το συνταξιοδοτικό ταμείο της Guardian εφάρμοζε επίσης σύστημα μη στηριζόμενο σε εισφορές και συνιστούσε ιδιωτικό επαγγελματικό σύστημα. Επρόκειτο για σύστημα « συμβατικώς αποκλεισθέν » ( « contracted out » ) δυνάμει του « Social Security Pensions Act 1975 ». Αυτό σήμαινε ότι το σύστημα αυτό υποκαθιστούσε το εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα για το τμήμα των εισφορών και των παροχών που συνδέεται με το ύψος του μισθού που λαμβάνει κάθε υπάλληλος. Οι ασφαλισμένοι του συστήματος αυτού κατέβαλλαν στο εθνικό σύστημα μειωμένες μόνον εισφορές, που αντιστοιχούσαν στη βασική, ίδια για όλους, σύνταξη που παρέχει το εθνικό σύστημα σε όλους τους εργαζομένους ανεξαρτήτως του μισθού τους. Εκτός αυτού ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν εισφορές στο επαγγελματικό σύστημα, σύμφωνα με τους όρους που αυτό προέβλεπε.

    Κατά το συνταξιοδοτικό σύστημα της Guardian, η κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως ήταν το 65ο έτος για τους άνδρες και το 60όέτος για τις γυναίκες. Ο Barber εντούτοις υπαγόταν σε εξαίρεση που προβλεπόταν για τα πρώην μέλη συνταξιοδοτικών ταμείων που χορηγούσαν διαφορετικά δικαιώματα' για τον λόγο αυτό, η κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως ήταν το 62ο έτος για τον Barber και το 57ο έτος για γυναίκα ανήκουσα στην ίδια κατηγορία. Σύμφωνα με τους κανόνες του συστήματος της Guardian, ο Barber εδικαιούτο άμεση συνταξιοδότηση σε ηλικία 62 ετών ή, « αν συνταξιοδοτείτο » από τον εργοδότη του, « οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια των δέκα ετών που προηγούνται της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως », δηλαδή μετά τη συμπλήρωση του 52ου έτους.

    Οριζόταν επίσης ότι οι ασφαλισμένοι στο ταμείο συντάξεως που είχαν συμπληρώσει το 40ό έτος και απασχολούνταν επί 10 έτη στην Guardian πριν από τη λύση της συμβάσεως εργασίας (για λόγους άλλους εκτός του θανάτου, της συνταξιοδοτήσεως, της παραιτήσεως ή της απολύσεως για βαρύ πταίσμα) δικαιούνταν ετεροχρονισμένη σύνταξη.

    Ο « Guardian Royal Exchange Assurance Guide to Severance Terms » ( ο οδηγός της Guardian για τους όρους απολύσεως, στο εξής: όροι απολύσεως), ήταν έγγραφο που εθεωρείτο ότι αποτελεί τμήμα της συμβάσεως εργασίας του Barber. Ηταν αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ της Guardian και του αρμόδιου συνδικαλιστικού οργάνου και εφαρμοζόταν σε όλα τα μέλη του προσωπικού τα καθήκοντα των οποίων τερματίστηκαν έπειτα από πρόωρη συνταξιοδότηση ( για λόγους άλλους πλην της υγείας) ή έπειτα από κατάργηση θέσεως, και που δεν είχαν συμπληρώσει το 65ο έτος ( για τους άνδρες ) ή το 60ό έτος ( για τις γυναίκες ).

    Κατά την παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, των όρων απολύσεως σε περίπτωση απολύσεως για οικονομικούς λόγους τα μέλη του συνταξιοδοτικού ταμείου δικαιούνταν άμεση συνταξιοδότηση υπό την προϋπόθεση ότι είχαν συμπληρώσει το 55ο έτος ( για τους άνδρες ) ή το 50ό έτος ( για τις γυναίκες ). Τα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού ελάμβαναν χρηματικά επιδόματα υπολογιζόμενα ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας και ετεροχρονισμένη σύνταξη καταβαλλόμενη με τη συμπλήρωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως. Όλο το προσωπικό ελάμβανε επίσης ποσό ίσο με τη νόμιμη αποζημίωση λόγω απολύσεως, αυξημένο, κατά περίπτωση, ώστε να ληφθούν υπόψη τα πλασματικά έτη υπηρεσίας που αναγνωρίζονται σε περίπτωση πρόωρης συνταξιοδότησης.

    Το 1979η Guardian αποφάσισε να αναδιοργανώσει ορισμένες δραστηριότητες της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του προσωπικού σε πολλά γραφεία, μεταξύ των οποίων και το γραφείο ασφαλιστικών κινδύνων του South Yorkshire στο Sheffield, του οποίου ο Barber ήταν αναπληρωτής προϊστάμενος από τον Μάιο του 1970. Η Guardian προσέφερε στον Barber άλλες θέσεις εργασίες τις οποίες αυτός αρνήθηκε. Απολύθηκε επομένως για οικονομικούς λόγους από 31ης Δεκεμβρίου 1980. Κατά την απόλυση του ο Barber ήταν 52 ετών.

    Η Guardian κατέβαλε στον Barber αποζημίωση αποτελούμενη από χρηματικά επιδόματα προβλεπόμενα στους όρους απολύσεως και από ένα ποσό ίσο με τη νόμιμη αποζημίωση λόγω απολύσεως. Ο Barber έλαβε έτσι ακαθάριστο ποσό ίσο με 14438 λίρες στερλίνες (UKL) που, μετά την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος, φθάνει τις 11378 UKL. Εξάλλου, του καταβλήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1981 με πρωτοβουλία της Guardian ποσό 7219 UKL καθαρό φόρου, έτσι ώστε συνολικά έλαβε ποσό 18597 UKL καθαρό φόρου. Λόγω του ότι δεν είχε συμπληρώσει το 55ο έτος κατά τη στιγμή της απολύσεως, ο Barber δεν συνταξιοδοτήθηκε αμέσως, αλλά εδικαιούτο ετεροχρονισμένη σύνταξη κατ' εφαρμογήν του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, η οποία θα του καταβαλλόταν από 30ής Σεπτεμβρίου 1990. Το ετήσιο ποσό της συντάξεως θα ήταν 5165 UKL.

    Είναι βέβαιο ότι γυναίκα ηλικίας 52 ετών, ευρισκόμενη στην ίδια κατάσταση με τον Barber, θα εδικαιούτο άμεση συνταξιοδότηση καθώς και νόμιμη αποζημίωση λόγω απολύσεως. Είναι επίσης βέβαιο ότι η αξία αυτής της τελευταίας μορφής αποζημιώσεως είναι μεγαλύτερη από αυτή που έλαβε τελικά ο Barber.

    Ο Barber προσέφυγε κατά της Guardian ενώπιον του Industrial Tribunal του Sheffield. Ισχυρίστηκε ότι υπήρξε θύμα διακρίσεως απαγορευομένης από τα άρθρα 1, παράγραφος ι, στοιχείο α ), και 6, παράγραφος 2, στοιχεία α ) και β ), του « Sex Discrimination Act 1975 », από το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ, από την οδηγία περί ισότητας των αμοιβών καθώς και από την οδηγία περί ίσης μεταχειρίσεως.

    Επειδή το Industrial Tribunal απέρριψε την αίτηση του Barber, ο τελευταίος άσκησε έφεση ενώπιον του Employment Appeal Tribunal, το οποίο την απέρριψε με απόφαση της 30ής Μαρτίου 1983. Το Employment Appeal Tribunal θεώρησε ότι υπήρχε διάκριση, αλλά ότι αυτή ήταν νόμιμη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, διότι καλυπτόταν από την εξαίρεση που αφορά « διατάξεις περί θανάτου ή συνταξιοδοτήσεως» του άρθρου 6, παράγραφος 4, του Sex Discrimination Act 1975. Στηριζόμενο στην απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 16 Φεβρουαρίου 1982, Burton κατά British Railways Board (19/81, Συλλογή 1982, σ. 555), το Tribunal έκρινε ότι επρόκειτο για πρόβλημα όρων υπαγωγής στις συνταξιοδοτικές παροχές που δεν υπάγεται στην ισότητα των αμοιβών, αλλά στην ίση μεταχείριση. Επομένως, το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση' όσον αφορά την οδηγία περί ίσης μεταχειρίσεως, αυτή δεν μπορεί να αναπτύξει άμεσο αποτέλεσμα στο Ηνωμένο Βασίλειο σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών.

    Εξάλλου, δεν είναι σαφές αν η εν λόγω οδηγία απαγορεύει τον καθορισμό διαφορετικών προϋποθέσεων ηλικίας για άνδρες και γυναίκες όσον αφορά την πρόσβαση σε επαγγελματικό σύστημα « συμβατικώς αποκλεισθέν », οπότε η ερμηνεία της σχετικής νομοθεσίας δεν μπορεί να στηριχθεί στην οδηγία αυτή.

    Το Employment Appeal Tribunal επισήμανε ότι, δυνάμει του συνταξιοδοτικού καθεστώτος της Guardian, ο Barber θα εδικαιούτο άμεση συνταξιοδότηση αν μπορούσε να θεωρηθεί ως « συνταξιοδοτηθείς » κατά τη διάρκεια των 10 ετών που προηγούνται της συμπληρώσεως της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως- σε περίπτωση όμως απολύσεως για οικονομικούς λόγους, το όφελος αυτό αναγνωριζόταν μόνο στους άνδρες που είχαν συμπληρώσει τουλάχιστον το 55ο έτος.

    Το Employment Appeal Tribunal έκρινε όμως ότι, αν ο Barber ήθελε να υποστηρίξει ότι η λήξη της σχέσεως εργασίας του μπορούσε να εξομοιωθεί με συνταξιοδότηση, θα έπρεπε να το πράξει στο πλαίσιο αγωγής στρεφόμενης κατά των διαχειριστών του ταμείου συντάξεων.

    Ο Barber άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Employment Appeal Tribunal ενώπιον του Court of Appeal. Θεωρώντας ότι η διαφορά γεννούσε ζήτημα ερμηνείας πολλών διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, το Court of Appeal, με διάταξη της 12ης Μαΐου 1988, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και ζήτησε από το Δικαστήριο, κατά το άρθρο 177 της Συνθήκης της ΕΟΚ, να απαντήσει στα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    « 1)

    Όταν ορισμένοι υπάλληλοι απολύονται από τον εργοδότη τους υπό τις περιστάσεις της προκειμένης υπόθεσης και λαμβάνουν για αυτόν τον λόγο ορισμένα οφέλη, αποτελούν τα οφέλη αυτά “ αμοιβή ” κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και της οδηγίας περί ισότητας των αμοιβών (75/117/ΕΟΚ ) ή εμπίπτουν στην οδηγία περί ίσης μεταχείρισης ( 76/207/ΕΟΚ ) ή δεν εμπίμπουν σε κανένα από τα νομοθετήματα αυτά;

    2)

    Για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, ασκεί επιρροή το ότι ένα από τα εν λόγω οφέλη είναι η σύνταξη που καταβάλλεται στο πλαίσιο ιδιωτικού συστήματος συνταξιοδοτήσεως μισθωτών που λειτουργεί υπό τη διαχείριση του εργοδότη (“ σύνταξη από ιδιωτικό φορέα ” );

    3)

    Παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των αμοιβών του άρθρου 119 και της οδηγίας περί ισότητας των αμοιβών υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως στην περίπτωση όπου:

    α)

    ένας άνδρας και μία γυναίκα της ίδιας ηλικίας απολύονται υπό τις ίδιες συνθήκες και λόγω της απολύσεως αυτής η γυναίκα λαμβάνει αμέσως ιδιωτική σύνταξη ενώ στον άνδρα χορηγείται μόνο ετεροχρονισμένη ιδιωτική σύνταξη ή

    β)

    η συνολική αξία των παροχών που λαμβάνει η γυναίκα είναι μεγαλύτερη από τη συνολική αξία των πλεονεκτημάτων που λαμβάνει ο άνδρας;

    4)

    Έχουν το άρθρο 119 και η οδηγία περί ισότητας των αμοιβών άμεσο αποτέλεσμα υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως;

    5)

    Για την απάντηση στο τρίτο ερώτημα, ασκεί επιρροή το ότι το δικαίωμα της γυναίκας για άμεση συνταξιοδότηση, όπως προβλέπουν οι όροι αποχωρήσεως, ισχύει μόνον αν η γυναίκα πληρούσε τις προϋποθέσεις για άμεση συνταξιοδότηση, κατά τις διατάξεις του ιδιωτικού συστήματος συνταξιοδοτήσεως, κατά το ότι η Guardian την αντιμετώπισε ως συνταξιο-δοτηθείσα δεδομένου ότι απολύθηκε εντός περιόδου επτά ετών πριν συμπληρώσει την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως κατά το οικείο σύστημα; »

    Η Διάταξη του Court of Appeal πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Σεπτεμβρίου 1988.

    Κατά το άρθρο 20 του πρωτοκόλλου περί του οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν στις 21 Δεκεμβρίου 1988 η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Karen Banks και τον Julian Currall, μέλη της νομικής της υπηρεσίας, στις 23 Δεκεμβρίου 1988 η Guardian Royal Exchange Assurance Group, αναιρεσίβλητη της κυρίας δίκης, εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους David Vaughan, QC, και Timothy Wormington, που ενεργούσαν υπό τις οδηγίες των Jaques & Lewis, solicitors, στις 30 Δεκεμβρίου 1988 η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον J. Ε. Collins, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενο από τον δικηγόρο Peter Goldsmith, QC, και στις 5 Ιανουαρίου 1989 ο Douglas Harvey Barber, αναιρεσείων της κυρίας δίκης, εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο Christopher Carr, QC, ενεργούντα υπό τις οδηγίες των Irwin Mitchell, solicitors.

    Στις 26 Μαΐου 1989, ενώ η υπόθεση ήταν εκκρεμής ενώπιον του Δικαστηρίου, απεβίωσε ο Barber. Με διάταξη της 16ης Αυγούστου 1989, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στο Δικαστήριο, το Court of Appeal επέτρεψε στη χήρα και εκτελεστή της διαθήκης του Barber, Pamela Barber, να συνεχίσει τη διαδικασία στο όνομα της και για λογαριασμό των διαδόχων του Barber.

    Με απόφαση της 6ης Ιουλίου 1989, το Δικαστήριο, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων. Εντούτοις, ζήτησε από την Guardian Royal Exchange Assurance Group να καταθέσει το κείμενο των όρων απολύσεως που ίσχυε κατά τη στιγμή της απολύσεως του Barber. Ζήτησε επίσης από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου να του προσκομίσει πλήρη κατάλογο των πλεονεκτημάτων που αναγνωρίζονται στις εισφορές στα συμβατικώς αποκλεισθέντα συνταξιοδοτικά επαγγελματικά συστήματα. Η Guardian και η βρετανική κυβέρνηση προσκόμισαν τα σχετικά έγγραφα εμπροθέσμως.

    II — Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

    Ο Barber, αναιρεσείων της κυρίας δίκης παρατηρεί, όσον αφορά το πρώτο ερώτημα ότι οι όροι απολύσεως αποτελούν τμήμα του συμβατικού συστήματος που διαχειρίζεται η Guardian υπέρ των απολυθέντων ή προώρως συνταξιοδοτηθέντων μισθωτών. Κατά συνέπεια, οι παροχές που προβλέπουν οι όροι απολύσεως αποτελούν αμοιβή, διότι οι μισθωτοί έχουν δικαίωμα επί των παροχών αυτών σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις και, γενικά, κάθε σύνολο όρων ή παροχών που ένας εργοδότης προβλέπει για τους μισθωτούς του σε σχέση με τη θέση εργασίας τους αποτελεί στοιχείο της αμοιβής του.

    Δεν έχει σημασία αν ο μισθωτός λαμβάνει την παροχή αφού χάσει τη θέση εργασίας, ούτε αν η παροχή έχει συμβατική προέλευση ή όχι. Αποτελεί τμήμα της αμοιβής κάθε παροχή που μπορεί να παρακινήσει κάποιο πρόσωπο να υποβάλει υποψηφιότητα για μια θέση εργασίας ή να παραμείνει στην υπηρεσία ενός εργοδότη.

    Το γεγονός ότι η καταβολή των παροχών που προβλέπουν οι όροι απολύσεως οφείλεται στην απόλυση ή στην πρόωρη συνταξιοδότηση δεν εμποδίζει τις παροχές αυτές να συνιστούν αμοιβή. Αυτό βέβαια σημαίνει αναγκαστικά ότι η περίοδος κατά την οποία ο υπάλληλος λαμβάνει το επίδομα δεν συμπίπτει με την περίοδο απασχολήσεως, αλλά το κρίσιμο είναι ότι ο εργοδότης εμφανίστηκε ως υποχρεωμένος να δώσει τις παροχές. Εξάλλου, οι συνθήκες στις οποίες οφείλεται η καταβολή της παροχής δεν έχουν σημασία εφόσον πρόκειται για συγκεκριμένες συνθήκες, που αναφέρονται στους όρους απασχολήσεως.

    Όπως έκρινε το Employment Appeal Tribunal στην πρόσφατη απόφαση του, όταν ομάδα μισθωτών απολύεται παρά τη θέληση της για λόγους οικονομικούς από τον εργοδότη της και λαμβάνει για τον λόγο αυτό επιδόματα, οι παροχές αυτές αποτελούν « αμοιβή » κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και της οδηγίας περί ισότητας των αμοιβών αντίθετα, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί ίσης μεταχειρίσεως. Το κριτήριο διακρίσεως μεταξύ « ίσης μεταχειρίσεως » και « ισότητας των αμοιβών » είναι το ακόλουθο: η πρώτη αρχή εφαρμόζεται στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να υπάρξει δικαίωμα επί μίας παροχής, ενώ η δεύτερη αφορά την παροχή που οφείλεται στη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Το Δικαστήριο εφάρμοσε τα κριτήρια αυτά στην απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1982, Burton κατά British Railways Board (19/81, που προαναφέρθηκε ).

    Εντούτοις, αυτή η λογική βάση δεν εκφράζει πλήρως τη διάκριση, διότι είναι συχνά δυνατό να εκτεθεί το ίδιο σύστημα παροχών υπό διάφορες μορφές, έτσι ώστε ένα στοιχείο του συστήματος αυτού μπορεί να συμπεριλαμβάνεται διαδοχικά στις προϋποθέσεις γενέσεως του δικαιώματος ή στις διάφορες μορφές της παροχής. Έτσι το Δικαστήριο, στην απόφαση της 13ης Μαΐου 1986, Bilka-Kaufhaus κατά Weber von Hartz ( 170/84, Συλλογή 1986, σ. 1607), θεώρησε ότι η υπαγωγή στο όφελος της επικουρικής συντάξεως που χρηματοδοτείται από τον εργοδότη υπάγεται στην ισότητα των αμοιβών και όχι στην ίση μεταχείριση. Ο λόγος είναι ότι δεν μπορεί να αποσυντεθεί η αμοιβή στα διάφορα στοιχεία που την αποτελούν: όποια και να είναι η μορφή που λαμβάνουν τα διάφορα στοιχεία της αμοιβής, δεν υπάρχει παρά μια ενιαία έννοια αμοιβής, η δε αρχή της ισότητας των αμοιβών απαιτεί τη σύγκριση του συνόλου των στοιχείων που αποτελούν την αμοιβή.

    Εξάλλου, η απόφαση της 13ης Μαΐου 1986, Bilka-Kaufhaus (προαναφερθείσα 170/84) διευκρινίζει ότι, επειδή η σύνταξη εμπίπτει στην έννοια της αμοιβής, η χορήγηση συντάξεως σε ορισμένη κατηγορία, και όχι σε άλλη κατηγορία εργαζομένων, έχει ως αποτέλεσμα ότι επί ίσων ωρών εργασίας, μια κατηγορία λαμβάνει υψηλότερη αμοιβή από μια άλλη.

    Βάσει της αναλύσεως αυτής, η απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 16 Φεβρουαρίου 1982, Burton (προαναφερθείσα 19/81) δεν αποκλείει να αποτελούν τα επιδόματα λόγω απολύσεως στοιχεία της αμοιβής αντίθετα, το Δικαστήριο έκρινε ότι στην υπόθεση ανέκυπτε πρόβλημα ίσης μεταχειρίσεως και όχι ισότητας των αμοιβών, λόγω του ότι ο ενάγων της κύριας δίκης ζητούσε να υπαχθεί στην κατηγορία των μισθωτών που πληρούν τις προϋποθέσεις για τη γένεση δικαιώματος εθελουσίας εξόδου. Η πρόβλεψη όμως ότι ο μισθωτός μπορεί να αποχωρήσει από τη θέση εργασίας του, λαμβάνοντας αποζημίωση λόγω απολύσεως σε ηλικία που διαφέρει ανάλογα με το φύλο του, αποτελεί γνήσιο περιοριστικό όρο που γεννά πρόβλημα ίσης μεταχειρίσεως και όχι ισότητας των αμοιβών.

    Για να καθοριστεί αν ένας περιοριστικός όρος μπορεί να χαρακτηριστεί γνήσιος και επομένως αν γεννά ζήτημα ίσης μεταχειρίσεως και όχι ισότητας των αμοιβών, δεν έχει σημασία να δημιουργεί ο ίδιος ο όρος διάκριση ( άμεση ή έμμεση ) μεταξύ των μισθωτών, βασιζόμενη στο φύλο. Ομοίως, το γεγονός ότι η παροχή που ζητεί ο εργαζόμενος συνιστά αμοιβή δεν είναι αρκετό για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τίθεται ζήτημα ισότητας των αμοιβών. Πρέπει επίσης να εξεταστεί αν, πέρα από το ζήτημα που αφορά το ύψος της αμοιβής, η διάκριση αφορά και κάποια άλλη πλευρά της απασχολήσεως του μισθωτού, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν η υψηλότερη αμοιβή συνδέεται με προαγωγή. Αν αυτό συνέβαινε, το ανάκυψαν ζήτημα θα αφορούσε σε κάθε περίπτωση την ίση μεταχείριση.

    Δεν υπάρχει επομένως απλό ή μοναδικό κριτήριο διακρίσεως, αλλά είναι χρήσιμο να εξετάζεται το πρόβλημα διακρίνοντας μεταξύ των αιτήσεων που αφορούν την πρόσβαση σε συγκεκριμένο καθεστώς, οι οποίες υπάγονται στην ίση μεταχείριση, και των αιτήσεων που αφορούν τα δευτερεύοντα στοιχεία του καθεστώτος αυτού, οι οποίες θέτουν ζήτημα ισότητας των αμοιβών.

    Βέβαια η διάκριση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως άσκηση ορολογίας, η αξία της όμως συνίσταται στο ότι δείχνει το είδος του κριτηρίου που επιτρέπει να οριοθετηθούν τα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής των δύο αρχών για τις οποίες πρόκειται: το ζήτημα είναι αν ο όρος από τον οποίον ο εργοδότης εξαρτά τη γένεση του δικαιώματος επί συγκεκριμένης παροχής χρησιμεύει συνήθως και νομίμως για να διακρίνει δύο κατηγορίες εργαζομένων, σύμφωνα με τους κανόνες και την κρατούσα πρακτική. Δεν χρειάζεται όμως να προχωρήσει περαιτέρω η ανάλυση αυτή, δεδομένου ότι η εφαρμογή του κριτηρίου αυτού στη παρούσα υπόθεση δεν γεννά δυσκολίες.

    Αντίθετα προς ό,τι συνέβαινε στην προαναφερθείσα υπόθεση Burton, ο Barber δεν ζητεί να επωφεληθεί από τη δυνατότητα εθελουσίας εξόδου, αλλά έχει απολυθεί καί προσβάλλει την ανισότητα των αμοιβών που καταβλήθηκαν λόγω της απολύσεως αυτής στους άνδρες και στις γυναίκες. Επομένως, η αίτηση του δεν αφορά τη διαφορά μεταξύ των καθεστώτων που ισχύουν για τους άνδρες και τις γυναίκες, αλλά μόνο ανισότητα μεταξύ των δευτερευόντων στοιχείων ενός κοινού καθεστώτος.

    Η απόφαση που εξέδωσε το Employment Appeal Tribunal στην κύρια δίκη είναι εσφαλμένη: ορθά το Tribunal εξομοίωσε τις παροχές που μπορούν να απαιτηθούν δυνάμει συνταξιοδοτικού καθεστώτος με αμοιβή, εξέτασε όμως το ζήτημα της ισότητας των αμοιβών σαν να μπορούσε να εξετάσει κάθε ιδιαίτερο συσταστικό στοιχείο της αμοιβής διαχωρίζοντας το από τη συνολική αμοιβή.

    Αντί να εξετάσει αν οι άνδρες και οι γυναίκες εργαζόμενοι που βρίσκονται σε παρόμοια θέση λαμβάνουν ίσο μισθό, ανέλυσε τη σύνταξη σαν να επρόκειτο για χωριστό στοιχείο συστατικό της αμοιβής. Στη συνέχεια διαπίστωσε ότι ο εργοδότης έθετε περιοριστικό όρο για την πρόσβαση στο στοιχείο που αντιστοιχούσε στη σύνταξη και ότι η αιτίαση του Barber αφορούσε το γεγονός ότι ο όρος αυτός δημιουργούσε διακρίσεις, για να συναγάγει το συμπέρασμα ότι το επίδικο ζήτημα αφορούσε τη ίση μεταχείριση και όχι την ισότητα των αμοιβών.

    Η συλλογιστική αυτή θα κατέληγε σε πολλές μορφές ομάδων παροχών που δημιουργούν διακρίσεις, είτε πρόκειται για πριμοδοτήσεις, είτε για άλλα οφέλη ή συντάξεις. Αυτή όμως η αντίληψη προσκρούει άμεσα στην απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 13 Μαΐου 1986, Bilka-Kaufliaus (προαναφερθείσα 170/84).

    Όσον αφορά το οεντερο ερώτημα, ο Barber θεωρεί ότι δεν έχει σημασία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα το γεγονός ότι μία από τις παροχές του εργοδότη είναι ιδιωτική σύνταξη.

    Οι ιδιωτικές συντάξεις που καθιερώνουν οι εργοδότες συνιστούν αμοιβή. Η ισχύουσα σχετική νομοθεσία στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει ως μόνο σκοπό να μεριμνά για την ορθή διαχείριση και οργάνωση των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, αλλά δεν έχει ως αποτέλεσμα να τα ενσωματώσει στο εκ του νόμου σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Αν πράγματι αναγνωρίζονται φορολογικά πλεονεκτήματα στις εισφορές στα συνταξιοδοτικά συστήματα, αυτό αποτελεί συνέπεια της γενικής πολιτικής για την ενθάρρυνση της αποταμιεύσεως.

    Ακόμη κι αν δεν στηρίζονται πάντοτε σε συμφωνίες με συνδικαλιστική οργάνωση, τα συστήματα ιδιωτικής συνταξιοδοτήσεως αποτελούν σήμερα πολύ σημαντική πτυχή των συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ εργοδοτών και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Τα συνταξιοδοτικά συστήματα λαμβάνονται υπόψη κατά τον γενικό απολογισμό των διαπραγματεύσεων αυτών, μαζί με τις αυξήσεις μισθού ή το σύστημα των αδειών, για παράδειγμα. Εξάλλου, αποτελούν παράγοντα ανταγωνισμού που επηρεάζει αισθητά την αγορά εργασίας, έτσι ώστε θα ήταν τελείως τεχνητός ο αποκλεισμός τους από την έννοια της αμοιβής.

    Το μόνο χαρακτηριστικό των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών συστημάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο που θα μπορούσε να δημιουργήσει αμφιβολία για το αν συνιστούν στοιχείο της αμοιβής είναι ο χαρακτήρας υποκαταστάσεως που τα διακρίνει. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ο μισθωτός που υπάγεται σε τέτοιο σύστημα απαλλάσσεται της υποχρεώσεως να καταβάλει τμήμα των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει και χάνει, στο ίδιο μέτρο, το δικαίωμα επί τμήματος των επιδομάτων που θα ελάμβανε κανονικά βάσει του εκ του νόμου συστήματος.

    Η υποκατάσταση αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι αν το κράτος είναι βέβαιο ότι έχει γίνει κάθε τι αναγκαίο ώστε να διαθέτει ο μισθωτός επαρκές και ασφαλές αποταμιευμένο κεφάλαιο, που δεν μπορεί να ξοδευθεί ή να ρευστοποιηθεί παρά μόνο για να του καταβληθεί σύνταξη, το σύστημα υποχρεωτικής αποταμιεύσεως καθίσταται περιττό. Εντούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι μέτρα που καθιστούν άχρηστο από ορισμένες πλευρές το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ενσωματώνονται με τη σειρά τους στο σύστημα.

    Εξάλλου, στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχουν πολλά ιδιωτικά συνταξιοδοτικά συστήματα που δεν έχουν χαρακτήρα υποκαταστάσεως, είτε διότι ο εργοδότης δεν ζήτησε να εξαιρεθεί από την υποχρέωση να καταβάλει εισφορές για τους μισθωτούς του στο εκ του νόμου σύστημα, είτε διότι η αίτηση του για τέτοια εξαίρεση δεν έγινε δεκτή. Είναι τεχνητός ο ισχυρισμός ότι οι « συμβατικώς αποκλεισθείσες» ιδιωτικές συντάξεις δεν αποτελούν αμοιβή, ενώ η « μη συμβατικώς αποκλεισθείσες » συντάξεις αποτελούν αμοιβή.

    Το γεγονός ότι τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά συστήματα περιλαμβάνονται στην έννοια της « αμοιβής » δεν διαταράσσει την ισορροπία σε σχέση με το εκ του νόμου σύστημα, αλλά δεν αποτελεί παρά αναπόφευκτη συνέπεια της εφαρμογής του νόμου, εφόσον όλα τα συνταξιοδοτικά συστήματα που υπάρχουν σε ένα κράτος μέλος δεν πρέπει αναγκαστικά να ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Εξάλλου, είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός ότι αυτό θα αποθάρρυνε τον συμβατικό αποκλεισμό, διότι τα συνταξιοδοτικά συστήματα και τα διάφορα χαρακτηριστικά τους καθορίζονται από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και όχι από τη δυνατότητα κάποιου είδους συμφωνίας να συνεπαχθεί την εφαρμογή του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ, ενώ ένα άλλο είδος συμφωνίας δεν έχει τη δυνατότητα αυτή.

    Εφόσον έχει αποδειχθεί ότι οι ιδιωτικές συντάξεις αποτελούν αμοιβή, δεν θα έπρεπε να δημιουργούν διακρίσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων, ακόμη και αν καταβάλλονται με τη μορφή συντάξεως. Αυτό όμως δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, διότι η παρούσα υπόθεση αποτελεί περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης εφαρμόζει μια σειρά όρων τερματισμού της σχέσεως εργασίας στο πλαίσιο μειώσεως του προσωπικού ή πρόωρης συνταξιοδότησης. Οι όροι όμως αυτοί προέβλεπαν συγκεκριμένα ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορούσε να απαιτηθεί σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας.

    Επομένως, ακόμη κι αν το Δικαστήριο δεν θεωρούσε ότι οι συντάξεις αποτελούν αμοιβή, ο Barber θα ισχυριζόταν και πάλι ότι, υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, δικαιούται, σε κάθε περίπτωση, την ίδια άμεση σύνταξη με αυτή που θα του καταβαλόταν αν ήταν γυναίκα. Πράγματι, η μορφή υπό την οποία χορηγείται συγκεκριμένο πλεονέκτημα δεν είναι καθοριστική όσον αφορά το αν το πλεονέκτημα αυτό έχει χαρακτήρα αμοιβής- αποφασιστικό προς τούτο κριτήριο είναι το ζήτημα αν το πλεονέκτημα αυτό χορηγήθηκε στο πλαίσιο της σχέσεως εργασίας.

    Στην προκειμένη περίπτωση, ο Barber ζητεί τις παροχές που προβλέπουν οι όροι απολύσεως, στην περίπτωση απολύσεως για οικονομικούς λόγους. Το γεγονός ότι μία από τις παροχές που προσφέρονται στους απολυθέντες μισθωτούς τυχαίνει να είναι σύνταξη αποτελεί απλή σύμπτωση χωρίς σημασία, εφόσον η καταβολή της εν λόγω παροχής δεν οφείλεται στη συνταξιοδότηση, αλλά σε απόλυση.

    Όσον αφορά το τρίτο ερώτημα, ο Barber υποστηρίζει καταρχάς ότι, ακόμη κι αν ευσταθούσε ο ισχυρισμός ότι η προβολή συνταξιοδοτικού δικαιώματος ισοδυναμεί με προβολή δικαιώματος επί περιορισμένου τύπου παροχής και επομένως θέτει ζήτημα ίσης μεταχειρίσεως, είναι αλήθεια ότι μπορούσε να αξιώσει σύνταξη, έστω ετεροχρονισμένη, σύμφωνα με τους όρους απολύσεως. Υποστηρίζει επομένως ότι η παροχή που λαμβάνει δυνάμει της συντάξεως δεν είναι ίση με αυτές που λαμβάνουν οι ευρισκόμενες σε ανάλογη κατάσταση γυναίκες μισθωτοί' επομένως, τοαίτημα του θέτει ζήτημα ισότητας των αμοιβών και όχι ίσης μεταχειρίσεως.

    Ο Barber παρατηρεί στη συνέχεια ότι το τρίτο ερώτημα αφορά επίσης τη φύση και την έκταση του δικαιώματος αποζημιώσεως του, δεδομένου ότι η Guardian του κατέβαλε ήδη ορισμένα χρηματικά ποσά, το ύψος των οποίων υπερβαίνει αυτό των χρηματικών ποσών που έλαβαν γυναίκες οι οποίες, σε ανάλογες περιπτώσεις, συνταξιοδοτήθηκαν αμέσως. Αν αναγνωριζόταν στον Barber δικαίωμα άμεσης συνταξιοδότησης, θα ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει το επιπλέον χρηματικό ποσό που του καταβλήθηκε χωρίς οι εργαζόμενες γυναίκες να λάβουν ανάλογο ποσό;

    Στηριζόμενος σε πρόσφατη απόφαση του House of Lords, ο αναιρεσείων της κυρίας δίκης υποστηρίζει ότι δεν αρκεί να είναι ίδια η συνολική αξία των παροχών που χορηγούνται σε άνδρες και γυναίκες εργαζομένους' πρέπει επίσης κανένα στοιχείο ή όρος της αμοιβής να μην περιλαμβάνει διάκριση λόγω φύλου.

    Η λύση αυτή δεν είναι υπερβολικά αυστηρή, για τον εργοδότη, δεδομένου ότι, στην προκειμένη περίπτωση, τα αιτήματα που θα μπορούσαν να υποβάλουν γυναίκες εργαζόμενοι σχετικά με τις χρηματικές παροχές θα ήταν καθυστερημένα. Εξάλλου, αν αρκούσε να ήταν ίσα τα συνολικά ποσά των μισθολογικών παροχών, ανεξαρτήτως του αν είναι ίσα τα διάφορα στοιχεία τους, θα ήταν πολύ περίπλοκη η πρακτική εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών.

    Είναι αναγκαίο να επιβληθεί ένας τρόπος εκτιμήσεως των παροχών, που μπορούν να λάβουν πολύ διαφορετικές μορφές, και επομένως να συγκρίνεται, για παράδειγμα, η αξία μιας περιόδου ειδικής αδείας με την αξία μιας πριμοδοτήσεως ή της χρήσεως αυτοκινήτου. Αυτό θα αποτελούσε πιθανώς πηγή συγκρούσεων και διαφορών, που μπορούν να αποφευχθούν αν απαιτηθεί να είναι ίσα όλα τα συστατικά στοιχεία των μισθολογικών παροχών.

    Όσον αφορά το τέταρτο ερώτημα, ο Barber υπενθυμίζει την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1981, Jenkins κατά Kingsgate Ltd (96/80, Συλλογή 1981, σ. 911), και την προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, η αρχή της ισότητας των αμοιβών έχει χωρίς αμφιβολία άμεσο αποτέλεσμα.

    Κατά την άποψη του Barber, το πέμπτο ερώτημα φαίνεται ότι αφορά το επιχείρημα της σχέσεως μεταξύ του συνταξιοδοτικού δικαιώματος στο πλαίσιο της απολύσεως για οικονομικούς λόγους και του συνταξιοδοτικού δικαιώματος που γεννάται ορισμένα έτη πριν από την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως. Το ζήτημα της χορηγήσεως συνταξιοδοτικού δικαιώματος, που συνδέεται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεν έχει τίποτε το κοινό με την αιτίαση του Barber, η οποία αφορά την ανισότητα των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων, που όλοι απολύθηκαν για οικονομικό λόγο.

    Η Guardian Royal Exchange Assurance Group, αναιρεσίβλητη της κυρίας δίκης, παρατηρεί, προκαταρκτικά, ότι από τη διατύπωση των ερωτημάτων προκύπτει ότι για να επιτύχει το σκοπό του ο Barber πρέπει να προβάλει τα πραγματικά περιστατικά της προκειμένης υποθέσεως στο πλαίσιο του άρθρου 119 ή της οδηγίας περί ισότητας των αμοιβών. Δυνάμει της αποφάσεως της 26ης Φεβρουαρίου 1986 Marshall (155/84, Συλλογή 1986, σ. 723), δεν αμφισβητείται σήμερα ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση των οδηγιών στο πλαίσιο δικών μεταξύ ιδιωτών αντιδίκων.

    Εξάλλου, η οδηγία περί ίσης μεταχειρίσεως δεν εφαρμόζεται στις διαφορές μεταχειρίσεως που οφείλονται σε εθνική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως ή σε σύστημα συνδεόμενο με τη νομοθεσία αυτή (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1982, Burton, 19/81, που προαναφέρθηκε ). Από την πλευρά τους, οι οδηγίες περί κοινωνικής ασφαλίσεως και επαγγελματικών συστημάτων επιβεβαιώνουν ρητά στα άρθρα 7, παράγραφος 1, στοιχείο α), και 9, στοιχείο α), αντιστοίχως, το δικαίωμα των κρατών μελών να αναβάλουν τη μεταφορά της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στο εθνικό τους δίκαιο όσον αφορά « τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης για τη χορήγηση συντάξεων γήρατος ή αποχώρησης και τις συνέπειες που είναι δυνατόν να προκύψουν για άλλες παροχές ». Τέλος, οι διατάξεις του άρθρου 118 της Συνθήκης ΕΟΚ δεν αναπτύσσουν από μόνες τους άμεσο αποτέλεσμα, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση της 15ης Ιουνίου 1978, Defrenne κατά Sabena, σκέψεις 19 και 23 (149/77, ECR. 1978, σ. 1365).

    Στη συνέχεια η Guardian υποστηρίζει ότι η διάκριση που ο Barber ισχυρίζεται ότι υπέστη, αφορά τους όρους της απολύσεως του και δεν θέτει ζήτημα σχετικό με την ισότητα των αμοιβών. Επιπλέον, η εν λόγω διαφορά οφείλεται στη διαφορά της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και τις γυναίκες δυνάμει της βρετανικής νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως, οι δε παροχές που καταβάλλουν τα επαγγελματικά συστήματα υποκαθιστούν αυτές που απορρέουν από το εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Κατά συνέπεια, η περίπτωση του Barber υπάγεται στους « όρους εργασίας » ή στην « κοινωνική ασφάλιση » κατά την έννοια του άρθρου 118 και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119.

    Το νομοθετικό κείμενο που έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση είναι η οδηγία περί των επαγγελματικών συστημάτων και, στο πλαίσιο αυτό, η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση. Πράγματι, η διαφορετική αυτή μεταχείριση αποτελεί συνέπεια του καθορισμού διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τη χορήγηση συντάξεως γήρατος και αποχωρήσεως ( λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας) και καλύπτεται επομένως από την εξαίρεση του προαναφερθέντος άρθρου 9. Η διάταξη αυτή χρησιμοποιεί εσκεμμένα ευρεία διατύπωση ( « συνέπειες που είναι δυνατόν να προκύψουν » ), με σκοπό να συμπεριλάβει όλες τις διαφορές μεταχειρίσεως που οφείλονται στον καθορισμό διαφορετικών ηλικιών για τη σύνταξη, έστω κι αν πρόκειται για πρόωρη σύνταξη.

    Επικουρικώς η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι η διάκριση που ισχυρίζεται ο Barber ότι υπέστη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ίσης μεταχειρίσεως- στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω διαφορά αφορά σύστημα συνδεόμενο με τη εθνική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως και επομένως είναι δικαιολογημένη (αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 1982, Burton, 19/81, που προαναφέρθηκε, και της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Roberts κατά Tate & Lyle, 151/84, Συλλογή 1986, σ. 703).

    Η ύπαρξη ζητήματος ισότητας των αμοιβών και επομένως η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ αποκλείονται λόγω της ερμηνείας που έδωσε το Δικαστήριο με τις αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1978, Defrenne ( 149/77, που προαναφέρθηκε ), και της 3ης Δεκεμβρίου 1987, Newstead κατά Department of Transport και Her Majesty's Treasury ( 192/85, Συλλογή 1987, σ. 4753): οι οικονομικές συνέπειες ενός επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος εμπίπτουν στο άρθρο 118 της Συνθήκης.

    Από την ύπαρξη και την ίδια τη διατύπωση της οδηγίας περί των επαγγελματικών συστημάτων προκύπτει σαφώς ότι οι αρχές των άρθρων 118 και 119 της Συνθήκης δεν μπορούν να εφαρμοστούν, τουλάχιστον χωρίς περαιτέρω ανάπτυξη, σε ζητήματα που αφορούν τους όρους προσβάσεως στις παροχές που χορηγούνται δυνάμει ιδιωτικών επαγγελματικών συστημάτων. Την προσέγγιση αυτή ακολούθησε το Δικαστήριο στην απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Roberts ( 151/84, που προαναφέρθηκε), η συλλογιστική της οποίας στηρίζεται αποκλειστικά στην οδηγία περί ίσης μεταχειρίσεως, και δεν έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1981, Worringham και Humphreys κατά Lloyds Bank (69/80, Συλλογή 1981, σ. 767), ή της 13ης Μαΐου 1986, Bilka-Kaufhaus (170/84, που προαναφέρθηκε): η πρώτη απόφαση αφορούσε διαφορά ακαθάριστης αμοιβής για την ίδια εργασία, ενώ η δεύτερη δεν αφορούσε την ηλικία για τη γένεση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αλλά τη δυνατότητα να αποκτηθεί έστω και κατώτατη σύνταξη. Επιπλέον, σ' αυτή την τελευταία υπόθεση το εν λόγω συνταξιοδοτικό καθεστώς συμπλήρωνε τις παροχές του εθνικού συστήματος, χωρίς, σε καμία περίπτωση, να τις υποκαθιστά. Η Guardian υποστηρίζει επίσης ότι τα ζητήματα που τίθενται στην παρούσα υπόθεση είναι ουσιαστικά τα ίδια με την υπόθεση Burton (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1982, 19/81, που προαναφέρθηκε), παρόλον ότι αυτή αφορά ηθελημένη παύση παροχής υπηρεσιών και όχι απόλυση για οικονομικό λόγο. Το Δικαστήριο όμως έχει ήδη κρίνει ότι η αναγνώριση του δικαιώματος πρόωρης σύνταξης που χορηγείται από σύστημα που υποκαθιστά εν μέρει το εθνικό σύστημα πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της οδηγίας περί ίσης μεταχειρίσεως και όχι του άρθρου 119 της Συνθήκης.

    Τέλος, το κοινοτικό δίκαιο επιτρέπει πάντοτε στα κράτη μέλη να αναβάλουν τη μεταφορά στη νομοθεσία τους περί κοινωνικής ασφαλίσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων όσον αφορά τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως και τις συνέπειες του. Θα ήταν αντίθετο προς τον κανόνα αυτό να αναγνωριστεί στο άρθρο 119 της Συνθήκης ή στην οδηγία περί ισότητας των αμοιβών αποτέλεσμα σύμφωνα με το οποίο οι διατάξεις των όρων απολύσεως που θέσπισε η Guardian δημιουργούν διακρίσεις.

    Όσον αφορά ειδικότερα τα όνο πρώτα ερωτήματα, η Guardian θεωρεί ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης και η οδηγία περί ισότητας των αμοιβών δεν έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, για τους ακόλουθους λόγους:

    η διάκριση αφορά διαφορά στις ηλικίες στις οποίες καθίσταται απαιτητή η σύνταξη και όχι το ποσό της συντάξεως ή της αμοιβής

    οι όροι απολύσεως είναι όροι εργασίας, κατά την έννοια — της οδηγίας περί ίσης μεταχειρίσεως, και όχι όροι αμοιβής

    η διαφορά ηλικίας είναι απόρροια της νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως και των διατάξεων που προβλέπουν διαφορετικές ηλικίες συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και τις γυναίκες εργαζομένους

    οι παροχές του συνταξιοδοτικού συστήματος υποκαθιστούν εν μέρει τις παροχές που χορηγεί το κράτος στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφαλίσεως

    οι διατάξεις των όρων απολύσεως υπάγονται στο άρθρο 118 της Συνθήκης ΕΟΚ και στην οδηγία περί επαγγελματικών συστημάτων.

    Όσον αφορά το τρίτο και το πέμπτο ερώτημα, η Guardian υπογραμμίζει ότι για την εφαρμογή του άρθρου 119 της Συνθήκης δεν είναι αρκετή η επίκληση των οικονομικών συνεπειών της εν λόγω διαφορετικής μεταχειρίσεως. Καθοριστική είναι η αμοιβαία σχέση μεταξύ των όρων απολύσεως και του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Εξάλλου, είναι αδύνατο να εφαρμοστεί αυτούσια η περιορισμένη και ειδική αρχή « ίση αμοιβή για ίση εργασία» σε καταστάσεις τόσο περίπλοκες, που ενέχουν διαφορετική μεταχείριση.

    Τα ερωτήματα είναι διατυπωμένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε το Δικαστήριο καλείται να αναλύσει την κατάσταση όπως αυτή παρουσιάζεται κατά την απόλυση. Αντίθετα, αν εξεταζόταν η συνολική διαχρονική επίπτωση της εν λόγω διαφορετικής μεταχειρίσεως, θα καθίστατο προφανές ότι αυτή αφορά την αρχή της παροχής και όχι το μέγεθος της. Η διάκριση αυτή αποτελεί παράδοση και αναπόσπαστο τμήμα των οδηγιών περί ίσης μεταχειρίσεως και περί των επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. Καθόρισε τη συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1982, Burton ( 19/81, που προαναφέρθηκε), και συμβιβάζεται με την υπολανθάνουσα συλλογιστική της αποφάσεως της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Roberts ( 151/84, που προαναφέρθηκε ).

    Το τέταρτο ερώτημα που αφορά το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 και της οδηγίας περί ισότητας των αμοιβών δεν τίθεται, διότι η διάκριση που αποτελεί το επίκεντρο της διαφοράς δεν θίγεται από τις διατάξεις αυτές. Εξάλλου, με την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986 ( Marshall, που προαναφέρθηκε ), το Δικαστήριο απέκλεισε τη δυνατότητα των ιδιωτών να επικαλεστούν ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου τις διατάξεις της οδηγίας περί της ίσης μεταχειρίσεως. Η λύση αυτή εφαρμόζεται αναλόγως στο πλαίσιο της οδηγίας περί των επαγγελματικών συστημάτων.

    Η Guardian προτείνει επομένως στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα που του υπέβαλε το Court of Appeal:

    « Η αρχή της ισότητας των αμοιβών του άρθρου 119 και της οδηγίας περί ισότητας των αμοιβών δεν παραβιάζεται υπό τα περιστατικά της προκειμένης περιπτώσεως, όταν άνδρας και γυναίκα της ίδιας ηλικίας ( οτΐ]ν προκειμένη περ'ιπτωοη 52 ετών ) απολύονται ανεξάρτητα από τη θέληση τους υπό τις ίδιες συνθήκες, όταν, στο πλαίσιο αυτής της απολύσεως για οικονομικό λόγο, η γυναίκα συνταξιοδοτείται αμέσως δυνάμει διατάξεων του ιδιωτικού επαγγελματικού συστήματος, διότι η απόλυση της λαμβάνει χώρα εντός των επτά ετών που προηγούνται της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ( δηλαδή της ηλικίας των 57 ετών ) στο σύστημα αυτό, και όταν ο άνδρας, ο οποίος απολύεται σε χρόνο άνω των επτά ετών πριν από την ημερομηνία συμπληρώσεως της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως (δηλαδή συμπληρώσεως του 62ου έτους ) βάσει του συστήματος αυτού, δεν λαμβάνει παρά ιδιωτική ετεροχρονισμένη σύνταξη (λαμβάνει όμως αμέσως σύνταξη μόλις συμπληρώσει το 62ο έτος ).

    Υπό τις προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν παρέλκει να δοθεί απάντηση στο τέταρτο ερώτημα. »

    Η βρετανική κυβέρνηση υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο αντιμετώπισε ήδη ορισμένα « συμβατικώς αποκλεισθέντα » συστήματα με τις αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1981, Worringham και Humphreys ( 69/80, που προαναφέρθηκε), και της 3ης Δεκεμβρίου 1987, Newstead κατά Department of Transport και Η. Μ. Treasury (192/85, που προαναφέρθηκε). Στην τελευταία από τις αποφάσεις αυτές το Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα συστήματα αυτά αποτελούν επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως κατά την έννοια της οδηγίας περί επαγγελματικών συστημάτων. Δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 9, στοιχείο α ), της οδηγίας αυτής, που επιτρέπει την αναβολή της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τη χορήγηση συντάξεων γήρατος και αποχωρήσεως (λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας) και τις συνέπειες που είναι δυνατόν να απορρεύσουν, συνταξιοδοτικό σύστημα που προβλέπει διαφορετικές ηλικίες για τη χορήγηση συντάξεως αποχωρήσεως ανάλογα με το φύλο των εργαζομένων, παραμένει σύμφωνο προς το κοινοτικό δίκαιο. Αν το Δικαστήριο ελάμβανε διαφορετική απόφαση θα παραβίαζε την αρχή της ασφάλειας του δικαίου και θα προκαλούσε διαταραχές και τεράστια έξοδα για μεγάλο αριθμό επαγγελματικών συστημάτων που χρηματοδοτήθηκαν βάσει διατάξεων που προβλέπουν διαφορετικές ηλικίες συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και τις γυναίκες.

    Η βρετανική κυβέρνηση θεωρεί επίσης ότι τα αναγνωρισμένα ιδιωτικά επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα δεν υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 119. Με την απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 1987, Newstead ( 192/85, που προαναφέρθηκε), το Δικαστήριο δέχθηκε τη σχέση μεταξύ των συστημάτων αυτών και του εκ του νόμου συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως και έκρινε ότι οι εισφορές που καταβάλλονται σε τέτοιο σύστημα αφορούν στο άρθρο 118 της Συνθήκης. Εξάλλου, ήδη με την απόφαση της 25ης Μαΐου 1971, Defrenne κατά βελγικού Δημοσίου (80/70, ECR. 1971, σ. 445 ), αναγνωρίστηκε ότι τα εκ του νόμου συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως δεν μπορούν να υπαχθούν στην. έννοια « αμοιβής » του άρθρου 119. Το σύστημα όμως το οποίο αφορά η παρούσα υπόθεση και το οποίο υποκαθιστά το εκ του νόμου σύστημα έχει μεγαλύτερη σχέση με τα εκ του νόμου συστήματα απ' ό,τι τα καθαρώς συμβατικά συστήματα, τα οποία αφορά η απόφαση της 13ης Μαΐου 1986, Bilka-Kaufhaus ( 170/84, που προαναφέρθηκε) και τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με το εκ του νόμου γενικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Εξάλλου, αν η αόριστη και γενική αρχή του άρθρου 119 έπρεπε να υπερισχύσει των συγκεκριμένων και λεπτομερών διατάξεων της οδηγίας περί των επαγγελματικών συστημάτων, αυτό θα δημιουργούσε πολλές δυσκολίες και μεγάλη σύγχυση. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την προαναφερθείσα απόφαση Newstead, ούτε η οδηγία περί ίσης μεταχειρίσεως είναι κρίσιμη στην παρούσα υπόθεση, λόγω του ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής παραπέμπει σε μεταγενέστερες διατάξεις σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως.

    Όσον αφορά ιδίως τα όύο πρώτα ερωτήματα, η βρετανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι παροχές που καταβάλλονται λόγω απολύσεως δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια της αμοιβής του άρθρου 119, παρά μόνον σε ορισμένες περιπτώσεις. Όταν το τιθέμενο πρόβλημα αφορά τη χορήγηση συντάξεως λόγω αναπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας, εφαρμοζόμενη διάταξη είναι αντίθετα το άρθρο 5 της οδηγίας περί ίσης μεταχειρίσεως η διαφορετική όμως μεταχείριση στο πλαίσιο αυτό δεν αποτελεί απαγορευόμενη διάκριση, διότι συνδέεται με τον καθορισμό διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως ( απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1982, Burton, 19/81, που προαναφέρθηκε).

    Όσον αφορά το τρίτο και το πέμπτο ερώτημα, από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά τη γένεση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δεν είναι αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο, διότι αποτελεί συνέπεια της διαφορετικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.

    H Επιτροπή θεωρεί ότι, για να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο η θέσπιση διαφορετικής ηλικίας για τη χορήγηση στους άνδρες και στις γυναίκες εργαζομένους αποζημιώσεως σε περίπτωση απολύσεως για οικονομικό λόγο' αν γίνει δεκτό ότι η διαφορά αυτή είναι ασυμβίβαστη προς το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να εξεταστεί αν το ασυμβίβαστο απορρέει από το άρθρο 119 ή από την εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ίσης μεταχειρίσεως. Η σημασία του δεύτερου αυτού ερωτήματος οφείλεται στο ότι η Guardian είναι εργοδότης του ιδιωτικού τομέα και, σύμφωνα με την απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Marshall ( 152/84, που προαναφέρθηκε), δεν μπορεί να γίνει έναντι αυτής επίκληση της προαναφερθείσας οδηγίας.

    Αφετηρία της εξετάσεως αυτής μπορεί να είναι η απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1982, Burton (19/81, που προαναφέρθηκε), η οποία αφορούσε κατάσταση παρόμοια με αυτή της προκειμένης περιπτώσεως, με τη διαφορά ότι η υπόθεση Burton αφορούσε την πρόσβαση σε προσυνταξιοδοτικό σύστημα με πρωτοβουλία του εργαζομένου, ενώ, στην περίπτωση του Barber, έλαβε χώρα απόλυση για οικονομικό λόγο και η διαφορά αφορά το ύψος και τη φύση της αποζημιώσεως. Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι το υποβληθέν ερώτημα εμπίπτει στην ίση μεταχείριση, αλλά ότι η διαφορετική ηλικία δεν απαγορεύεται στην περίπτωση εθελουσίας εξόδου.

    Η Επιτροπή αφού υπενθύμισε τις εξελίξεις που επήλθαν εν τω μεταξύ στη νομολογία ( αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Roberts, 151/84, και Marshall, 152/84, που προαναφέρθηκαν, απόφαση της 13ης Μαΐου 1986, Bilka-Kaufhaus, 170/84, που προαναφέρθηκε, απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 1987, Newstead, 192/85, που προαναφέρθηκε) και στη νομοθεσία ( έκδοση της οδηγίας περί των επαγγελματικών συστημάτων), επισημαίνει ότι, κατόπιν της αποφάσεως της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Roberts (151/84, που προαναφέρθηκε), η λύση που έγινε δεκτή με την απόφαση Burton δεν πρέπει πλέον να εφαρμόζεται ή πρέπει να περιορίζεται στην περίπτωση εθελουσίας εξόδου. Πράγματι, με την απόφαση Roberts, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή της αποκλίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α), της οδηγίας περί ίσης μεταχειρίσεως αποκλείεται σε περίπτωση απολύσεως για οικονομικό λόγο, διότι η περίπτωση αυτή καλύπτεται από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ( « απόλυση » ). Η διάταξη αυτή απαιτεί να μεριμνούν τα κράτη μέλη ώστε να μην υπάρχουν διακρίσεις λόγω φύλου όσον αφορά τις προϋποθέσεις λήψεως αποζημιώσεως, ακόμα κι αν αυτή συνίσταται εν όλω ή εν μέρει στην άμεση καταβολή συντάξεως στο πλαίσιο συστήματος που προβλέπει διαφορετικές κανονικές ηλικίες συνταξιοδοτήσεως αναλόγως του φύλου. Το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο αν το ζήτημα καλυπτόταν από το άρθρο 119, που δεν δέχεται εξαιρέσεις εκτός της περιπτώσεως έμμεσης διάκρισης, που στην προκειμένη περίπτωση αποκλείστηκε από τον εθνικό δικαστή.

    Εντούτοις, οι πρακτικές συνέπειες για τη διαφορά της κυρίας δίκης είναι πολύ διαφορετικές αναλόγως του αν το ζήτημα εμπίπτει στο άρθρο 119, το άμεσο αποτέλεσμα του οποίου έχει αναγνωριστεί, ή στην οδηγία περί ίσης μεταχειρίσεως, της οποίας δεν μπορεί να γίνει επίκληση σε ένδικες διαφορές μεταξύ ιδιωτών. Προς επίλυση του προβλήματος αυτού, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Roberts ( 151/84, που προαναφέρθηκε) δεν ερμήνευσε παρά μόνο τις οδηγίες και άφησε ανοικτό το ζήτημα του άρθρου 119. Εντούτοις, αφενός, η απόφαση της 11ης Μαρτίου 1981, Worringham (69/80, που προαναφέρθηκε ) δέχθηκε σιωπηρά ότι η αποζημίωση, πλην της άμεσης σύνταξης, που καταβάλλεται σε περίπτωση απολύσεως, καλύπτεται από το άρθρο 119' αφετέρου, στην απόφαση της 13ης Μαΐου 1986, Bilka-Kaiifhaus (170/84, που προαναφέρθηκε), το άρθρο 119 εφαρμόστηκε σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα.

    Επομένως δύο προσεγγίσεις είναι δυνατές:

    μια ευρεία προσέγγιση κατά την οποία η απόφαση που εκδόθηκε στην υπόθεση Bilka-Kaufhaus εξάλειψε τη διάκριση μεταξύ του ύψους των παροχών και της χορηγήσεως των παροχών, έτσι ώστε το άρθρο 119 εφαρμόζεται υπό τους ίδιους όρους τόσο στην πρόσβαση στα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα όσο και στις παροχές που τα συστήματα αυτά προβλέπουν

    μια στενότερη προσέγγιση που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ύψος των αποζημιώσεων λόγω απολύσεως καλύπτεται από το άρθρο 119, πράγμα που σημαίνει ότι άνδρες και γυναίκες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση πρέπει να λαμβάνουν την ίδια αποζημίωση, ακόμη κι αν αυτή περιλαμβάνει άμεσες καταβολές που προβλέπει ένα επαγγελματικό σύστημα που καθορίζει διαφορετικές κανονικές ηλικίες συνταξιοδοτήσεως αναλόγως του φύλου.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να προτιμηθεί η ευρεία προσέγγιση. Διαφορετικά, θα μπορούσε να δημιουργηθεί η εντύπωση υποχωρήσεως σε σχέση με την απόφαση της 13ης Μαΐου 1986, Bilka-Kaufhaus ( 170/84, που προαναφέρθηκε), όπου το Δικαστήριο δήλωσε ρητά ότι οι επαγγελματικές παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως εμπίπτουν στο άρθρο 119. Εξάλλου, μπορεί κανείς να σκεφθεί ότι η οδηγία περί επαγγελματικών συστημάτων, που εκδόθηκε δυόμισι μήνες μετά την απόφαση αυτή, τροποποίησε το άρθρο 119.

    Όμως, όποια προσέγγιση κι αν επιλεγεί, υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για να περιληφθεί η κατάσταση της προκειμένης υποθέσεως μεταξύ αυτών που καλύπτει το άρθρο 119. Πρώτον, αν ένα τμήμα της αποζημιώσεως λόγω απολύσεως καλυπτόταν από το άρθρο αυτό, ενώ ένα άλλο τμήμα, καταβαλλόμενο με τη μορφή πρόωρης σύνταξης λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας, υπαγόταν στις οδηγίες, αυτό θα προκαλούσε σημαντική σύγχυση και αβεβαιότητα δεύτερον, ο εργοδότης του ιδιωτικού τομέα θα μπορούσε μονομερώς να εξουδετερώσει κάθε αποτέλεσμα της κοινοτικής νομοθεσίας, τροποποιώντας τη μορφή της χορηγούμενης αποζημιώσεως τέλος, αυτό θα μπορούσε να ωθήσει τους εργοδότες να απολύουν, έπειτα από ορισμένη ηλικία, περισσότερους άνδρες παρά γυναίκες, διότι αυτό θα στοίχιζε φθηνότερα.

    Η προτεινόμενη λύση δεν είναι επαναστατική και δεν θίγει την ασφάλεια του δικαίου. Εστω κι αν η λύση αυτή θέτει σε αμφιβολία τη χρησιμότητα της οδηγίας περί των επαγγελματικών συστημάτων, πάντως αυτό το νομοθέτημα διευκολύνει την εφαρμογή του άρθρου 119 και τη διευρύνει σε ορισμένους τομείς που αποκλείονται από την έννοια της αμοιβής, όπως η έκταση της υποχρεώσεως καταβολής εισφορών σε επαγγελματικό σύστημα (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 1987, Newstead, 192/85, που προαναφέρθηκε). Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση οδηγίας και ότι το Συμβούλιο δέχθηκε την πρόταση αυτή δεν μπορεί να καθορίσει τον τομέα εφαρμογής της Συνθήκης, ο οποίος εξακολουθεί να υπόκειται στην ερμηνεία του Δικαστηρίου.

    'Αλλωστε, δεν υπάρχει ανάγκη να θεωρηθεί ότι η ύπαρξη της οδηγίας περί επαγγελματικών συστημάτων δεν συμβιβάζεται με την ευρεία εφαρμογή του άρθρου 119 στο τομέα των ιδιωτικών επαγγελματικών συστημάτων. Εξάλλου, πολλοί σχολιαστές αμφισβήτησαν ήδη το κατά πόσον οι εξαιρέσεις που προβλέπει η οδηγία αυτή συμβιβάζονται με το άρθρο 119, τουλάχιστον όταν τα επαγγελματικά συστήματα χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου από τον εργοδότη. Εντούτοις, αν αποδεικνυόταν ότι η ύπαρξη της εν λόγω οδηγίας προκάλεσε στα υποκείμενα του δικαίου δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης, η λύση θα ήταν να περιοριστούν τα αποτελέσματα της αποφάσεως στις εκκρεμείς υποθέσεις και στις ένδικες διαδικασίες που αφορούν πραγματικά περιστατικά που συντελέστηκαν μετά την έκδοση της αποφάσεως, όπως έπραξε το Δικαστήριο με την απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, Defrenne κατά Sabena (43/75, ECR. 1976, σ. 455 ).

    Όσον αφορά τις συνέπειες της αποφάσεως στην παρούσα υπόθεση, αν το Δικαστήριο περιοριστεί στην προσέγγιση που χαρακτηρίστηκε ως στενή, θα άρει τουλάχιστον την αμφιβολία σχετικά με τα ακόλουθα δύο σημεία: η αποζημίωση λόγω τερματισμού της απασχολήσεως ( συμπεριλαμβανομένης της αποζημιώσεως λόγω απολύσεως) καλύπτεται από το άρθρο 119 και η εξαίρεση που αφορά τις διαφορές σχετικά με την ηλικία που πρέπει να έχει συμπληρωθεί για να γεννηθεί συνταξιοδοτικό δικαίωμα, δεν ισχύει παρά μόνο σε περίπτωση εθελουσίας εξόδου.

    Η ευρύτερη προσέγγιση έχει επίσης αξία διότι διευκρινίζει ότι το άρθρο 119 εφαρμόζεται άμεσα στις παροχές που χορηγούνται στο πλαίσιο των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, όποιος και αν είναι ο τρόπος χρηματοδοτήσεως τους, και ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων διέπει τόσο τη χορήγηση των παροχών αυτών (απόφαση της 13ης Μαΐου 1986, Bilka-Kaufhaus, που προαναφέρθηκε) όσο και το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να καταβάλλονται οι παροχές.

    Τέλος, κατά την άποψη της Επιτροπής, δεν υπάρχει λόγος να εξεταστεί αν η οδηγία περί ίσης μεταχειρίσεως επιτελεί ανεξάρτητη λειτουργία στην προκειμένη περίπτωση, διότι, βάσει της συγκρίσεως που πραγματοποίησαν τα εθνικά δικαστήρια, τίποτε δεν εμποδίζει να αναπτύξει το άρθρο 119 της Συνθήκης άμεσο αποτέλεσμα στην προκειμένη περίπτωση.

    Η Επιτροπή προτείνει επομένως στο Δικαστήριο να δώσει την ακόλουθη απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το Court of Appeal:

    « 1)

    Όταν μία ομάδα εργαζομένων απολύεται από τον εργοδότη υπό συνθήκες παρόμοιες με αυτές τις προκειμένης περιπτώσεως και οι εργαζόμενοι αυτοί λαμβάνουν παροχές λόγω της απολύσεως αυτής, όλες αυτές οι παροχές εμπίπτουν στην έννοια “αμοιβής” του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ.

    2)

    Το γεγονός ότι μια από τις εν λόγω παροχές είναι σύνταξη καταβαλλόμενη από ιδιωτικό επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, το οποίο διαχειρίζεται ο εργοδότης (“ιδιωτική σύνταξη”), δεν έχει σημασία για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα.

    3)

    Η αρχή της ισότητας των αμοιβών του άρθρου 119 και της οδηγίας περί ισότητας των αμοιβών παραβιάζεται υπό τα περιστατικά της προκειμένης περιπτώσεως αν:

    α)

    άνδρας και γυναίκα που έχουν την ίδια ηλικία απολύονται υπό τις ίδιες συνθήκες και η γυναίκα λαμβάνει, λόγω της απολύσεως αυτής, αμέσως ιδιωτική σύνταξη, ενώ ο άνδρας δεν λαμβάνει παρά ετεροχρονισμένη ιδιωτική σύνταξη (εκτός αν μπορεί να αποδειχθεί ότι το μέτρο αυτό δεν συνεπάγεται διαρκή απώλεια για τον εργαζόμενο)ή αν

    β)

    η συνολική αξία των παροχών που λαμβάνει η γυναίκα είναι μεγαλύτερη της συνολικής αξίας των παροχών που λαμβάνει ο άνδρας.

    4)

    Το άρθρο 119 αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα υπό τα περιστατικά της προκειμένης περιπτώσεως.

    5)

    Δεν έχει σημασία για την απάντηση στο τρίτο ερώτημα το γεγονός ότι το δικαίωμα της γυναίκας για άμεση συνταξιοδότηση που προβλέπουν οι “ Severance Terms ” ( όροι απολύσεως ) δεν μπορεί να της χορηγηθεί παρά μόνον αν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη χορήγηση άμεσης σύνταξης δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού επαγγελματικού συστήματος, δεδομένου ότι η Guardian τη θεωρεί συνταξιοδοτηθείσα λόγω του ότι απολύθηκε εντός των επτά ετών που προηγούνται της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως της δυνάμει του συνταξιοδοτικού συστήματος. Υπό τα περιστατικά της προκειμένης περιπτώσεως δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στην ηλικία η οποία απαιτείται να έχει συμπληρωθεί κανονικά για να γεννηθεί το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως. »

    ΠΙ — Απάντηση στην ερώτηση του Δικαστηρίου

    Απαντώντας στην ερώτηση του Δικαστηρίου, η βρετανική κυβέρνηση εξήγησε ότι, για τα συμβατικώς αποκλεισθέντα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα, δεν ισχύουν ιδιαίτερα φορολογικά πλεονεκτήματα. Τα φορολογικά πλεονεκτήματα που προβλέπονται στο κεφάλαιο 1 του τμήματος XIV του Income Corporation Taxes Act ( νόμου περί του φόρου εισοδήματος και του φόρου των εταιριών ) του 1988 υπέρ των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων ισχύουν για όλα τα συστήματα που έχει αναγνωριστεί ότι εξαιρούνται, χωρίς να γίνεται διάκριση αναλόγως του αν χρησιμοποιούνται ή όχι στο πλαίσιο του συστήματος συμβατικού αποκλεισμού από το τμήμα του εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος που εξαρτάται από τον μισθό, όπως προβλέπεται στο τμήμα III του Social Security Pension Act ( νόμου περί των συντάξεων κοινωνικής ασφαλίσεως ) του 1975.

    Γενικά [και υπό την επιφύλαξη της διακριτικής εξουσίας του Inland Revenue (εφορίας ) ], οι κύριες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να αναγνωριστεί ότι ένα σύστημα εξαιρείται είναι οι ακόλουθες:

    α)

    το θεσπιζόμενο σύστημα πρέπει να έχει τη μορφή “ trust ” ( ταμείου ) με μόνο αντικείμενο τη χορήγηση, σε περίπτωση συνταξιοδοτήσεως ή θανάτου, παροχών που βασίζονται σε σχέση εργασίας με την ιδιότητα του μισθωτού.

    β)

    ο εργοδότης πρέπει να καταβάλει στο ταμείο εισφορές'

    γ)

    οι εν λόγω παροχές δεν πρέπει να υπερβαίνουν ορισμένα όρια που εξαρτώνται από τον αριθμό των ετών υπηρεσίας και από τον τελευταίο μισθό του εργαζομένου.

    Γενικώς, η αναγνώριση ότι το σύστημα εξαιρείται, έχει τις ακόλουθες συνέπειες από φορολογική άποψη:

    α)

    οι εισφορές που καταβάλλει ο εργοδότης δεν θεωρούνται ότι αποτελούν τμήμα της αμοιβής του εργαζομένου.

    β)

    οι εισφορές που καταβάλλει ο εργαζόμενος εκπίπτουν σύμφωνα με τον οριακό φορολογικό τους συντελεστή

    γ)

    οι εισφορές που καταβάλλει ο εργοδότης εκπίπτουν κατά τον υπολογισμό της εκτάσεως των υποχρεώσεων του δυνάμει του παραρτήματος Δ.

    δ)

    το εισοδήματα που προέρχονται από επενδύσεις του ταμείου εξαιρούνται του φόρου εισοδήματος και του φόρου επί της υπεραξίας του κεφαλαίου·

    ε)

    στο μέτρο που επιτρέπεται, η καταβολή κατ' αποκοπήν ποσού ως παροχής συνδεόμενης με τη συνταξιοδότηση απαλλάσσεται κάθε φόρου.

    Η βρετανική κυβέρνηση παρέσχε επίσης μεταγενέστερες διευκρινίσεις σχετικά με τα πλεονεκτήματα που ισχύουν για τα συμβατικώς αποκλεισθέντα επαγγελματικά συστήματα όσον αφορά τις εισφορές που οφείλονται βάσει του γενικού εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Ανέφερε συγκεκριμένα ότι, κατ' εφαρμογήν του Social Security Act του 1989, οι εισφορές που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι βάσει του εθνικού συστήματος, τροποποιήθηκαν από 1ης Οκτωβρίου 1989 για τους εργαζομένους όμως που είναι ασφαλισμένοι σε συμβατικώς αποκλεισθέν ιδιωτικό συνταξιοδοτικό σύστημα εξακολουθεί να ισχύει η μείωση των οφειλομένων εισφορών για το τμήμα του μισθού τους που υπερβαίνει ένα κατώτατο όριο.

    G. F. Mancini

    εισηγητής δικαστής


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    της 17ης Μαΐου 1990 ( *1 )

    Στην υπόθεση C-262/88,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Court of Appeal του Λονδίνου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος Δικαστηρίου μεταξύ

    Douglas Harvey Barber

    και

    Guardian Royal Exchange Assurance Group,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ, της οδηγίας 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42) και της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70 ),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    συγκείμενο από τους Ο. Due, πρόεδρο, Sir Gordon Slynn, F. Α. Schockweiler και M. Zuleeg, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, R. Joliét, T. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias, F. Grévisse και M. Diez de Velasco, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

    γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    ο Barber, εκπροσωπούμενος από τον δικηγόρο Christopher Carr, QC, ενεργούντα κατ' εντολήν των Irwin Mitchell, solicitors,

    η Guardian Royal Exchange Assurance Group, εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους David Vaughan, QC, και Timothy Wormington, barrister, ενεργούντες κατ' εντολήν των Jaques Lewis, solicitors,

    η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τον J. Ε. Collins, του Treasury Solicitor's Department, επικουρούμενο από τον δικηγόρο Peter Goldsmith, QC,

    η Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την Karen Banks και τον Julian Currall, μέλη της νομικής υπηρεσίας,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν των αγορεύσεων κατά την προφορική διαδικασία της 15ης Νοεμβρίου 1989,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Ιανουαρίου 1990,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με Διάταξη της 12ης Μαΐου 1988, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Σεπτεμβρίου 1988, το Court of Appeal του Λονδίνου υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ καθώς και της οδηγίας 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 42, στο εξής: οδηγία περί της ισότητας των αμοιβών ), και της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70, στο εξής: οδηγία περί ίσης μεταχειρίσεως ).

    2

    Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του αποθανόντος Douglas Harvey Barber και του πρώην εργοδότη του, της Guardian Royal Exchange Assurance Group (στο εξής: Guardian), η οποία αφορούσε το δικαίωμα του Barber για πρόωρη συνταξιοδότηση κατόπιν της απολύσεως του για οικονομικούς λόγους.

    3

    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο Barber ήταν ασφαλισμένος στο ταμείο συντάξεων που ίδρυσε η Guardian, το οποίο εφάρμοζε σύστημα μη στηριζόμενο σε εισφορές, δηλαδή χρηματοδοτούμενο εξ ολοκλήρου από τον εργοδότη. Το σύστημα αυτό,που ήταν συμβατικώς αποκλεισθέν (contracted out), δηλαδή επικυρωμένο δυνάμει του Social Security Pensions Act (νόμου περί συντάξεων κοινωνικής ασφαλίσεως) του 1975, περιελάμβανε τη συμβατική παραίτηση του ασφαλισμένου από το εξαρτώμενο απότον μισθό τμήμα του εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος, το οποίο υποκαθιστούσε το εν λόγω σύστημα. Οι ασφαλισμένοι σε τέτοιου είδους σύστημα κατέβαλλαν στο εθνικό σύστημα μειωμένες μόνο εισφορές, αντίστοιχες προς τη βασική σύνταξη που το εθνικό σύστημα παρέχει σε όλους τους εργαζομένους, ανεξαρτήτως του μισθού τους.

    4

    Στο πλαίσιο του συνταξιοδοτικού συστήματος της Guardian, η κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως είχε καθοριστεί, για την κατηγορία εργαζομένων στην οποία ανήκε ο Barber, στο 62ο έτος για τους άνδρες και στο 57ο έτος για τις γυναίκες. Η διαφορά αυτή ήταν η αντίστοιχη εκείνης που υπάρχει στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, όπου η κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως είναι το 65ο έτος για τους άνδρες και το 60ό έτος για τις γυναίκες. Οι ασφαλισμένοι του ταμείου συντάξεων της Guardian δικαιούνταν άμεση συνταξιοδότηση όταν συμπλήρωναν την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως που το σύστημα αυτό προέβλεπε. Δικαίωμα συντάξεως, με ετεροχρονισμένη καταβολή κατά τη συμπλήρωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, αναγνωριζόταν επίσης στους ασφαλισμένους που, κατά τη λήξη της σχέσεως εργασίας, είχαν συμπληρώσει τουλάχιστον το 40ό έτος και είχαν υπηρετήσει δέκα χρόνια στη Guardian.

    5

    Το « Guardian Royal Exchange Assurance Guide to Severance Terms » ( οδηγός της Guardian για τους όρους απολύσεως), έγγραφο που αποτελεί τμήμα της συμβάσεως εργασίας του Barber, προέβλεπε ότι, σε περίπτωση απολύσεως για οικονομικούς λογούς, τα μέλη του ταμείου ασφαλίσεως δικαιούνται αμέσως συντάξεως εφόσον έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος για τους άνδρες ή το 50ό έτος για τις γυναίκες. Οι ενδιαφερόμενοι που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές λαμβάνουν χρηματικές παροχές υπολογιζόμενες ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας και ετεροχρονισμένη σύνταξη που καταβάλλεται κατά τη συμπλήρωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως.

    6

    0 Barber απολύθηκε για οικονομικούς λόγους από τις 31 Δεκεμβρίου 1980 ενώ ήταν 52 ετών. Η Guardian του κατέβαλε τις χρηματικές παροχές που προβλέπει ο οδηγός για τους όρους απολύσεως καθώς και τη νόμιμη αποζημίωση λόγω απολύσεως, και, οικειοθελώς, ένα συμπληρωματικό ποσό. Θα εδικαιούτο συντάξεως από της συμπληρώσεως του 62ου έτους της ηλικίας του. Δεν αμφισβητείται ότι η ευρισκόμενη στην ίδια κατάσταση με τον Barber γυναίκα θα ελάμβανε αμέσως σύνταξη, εκτός από τη νόμιμη αποζημίωση λόγω απολύσεως, και ότι η συνολική αξία των παροχών αυτών θα ήταν υψηλότερη από το ποσόν που καταβλήθηκε στον Barber.

    7

    Θεωρώντας ότι υπήρξε θύμα διακρίσεως με βάση το φύλο, η οποία απαγορεύεται από τον νόμο, ο Barber προσέφυγε ενώπιον των δικαστηρίων επιλύσεως εργατικών διαφορών. Επειδή το αίτημα του απορρίφθηκε σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, ο Barber άσκησε αναίρεση ενώπιον του Court of Appeal. Το Δικαστήριο αυτό αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    « 1)

    Όταν ορισμένοι υπάλληλοι απολύονται από τον εργοδότη τους υπό τις περιστάσεις της προκειμένης υπόθεσης και λαμβάνουν για αυτόν τον λόγο ορισμένα οφέλη, αποτελούν τα οφέλη αυτά “ αμοιβή ” κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και της οδηγίας περί ισότητας των αμοιβών (75/117/ΕΟΚ) ή εμπίπτουν στην οδηγία περί ίσης μεταχείρισης (76/207/ΕΟΚ) ή δεν εμπίμπουν σε κανένα από τα νομοθετήματα αυτά;

    2)

    Για την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, ασκεί επιρροή το ότι ένα από τα εν λόγω οφέλη είναι η σύνταξη που καταβάλλεται στο πλαίσιο ιδιωτικού συστήματος συνταξιοδοτήσεως μισθωτών που λειτουργεί υπό τη διαχείριση του εργοδότη ( “ σύνταξη από ιδιωτικό φορέα ” );

    3)

    Παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των αμοιβών του άρθρου 119 και της οδηγίας περί ισότητας των αμοιβών υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως στην περίπτωση όπου:

    α)

    ένας άνδρας και μία γυναίκα της ίδιας ηλικίας απολύονται υπό τις ίδιες συνθήκες και λόγω της απολύσεως αυτής η γυναίκα λαμβάνει αμέσως ιδιωτική σύνταξη ενώ στον άνδρα χορηγείται μόνο ετεροχρονισμένη ιδιωτική σύνταξη ή

    β)

    η συνολική αξία των παροχών που λαμβάνει η γυναίκα είναι μεγαλύτερη από τη συνολική αξία των πλεονεκτημάτων που λαμβάνει ο άνδρας;

    4)

    Έχουν το άρθρο 119 και η οδηγία περί ισότητας των αμοιβών άμεσο αποτέλεσμα υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως;

    5)

    Για την απάντηση στο τρίτο ερώτημα, ασκεί επιρροή το ότι το δικαίωμα της γυναίκας για άμεση συνταξιοδότηση, όπως προβλέπουν οι όροι αποχωρήσεως, ισχύει μόνον αν η γυναίκα πληρούσε τις προϋποθέσεις για άμεση συνταξιοδότηση, κατά τις διατάξεις του ιδιωτικού συστήματος συνταξιοδοτήσεως, κατά το ότι η Guardian την αντιμετώπισε ως συνταξιοδοτηθείσα δεδομένου ότι απολύθηκε εντός περιόδου επτά ετών πριν συμπληρώσει την κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως κατά το οικείο σύστημα; »

    8

    Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου ο Barber απεβίωσε. Δεδομένου ότι το εθνικό δικαστήριο επέτρεψε στη χήρα του και εκτελεστή της διαθήκης του Pamela Barber να συνεχίσει τη διαδικασία ιδίω ονόματι και για λογαριασμό των κληρονόμων του Barber, η παρούσα διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως εξελίχτηκε κανονικά.

    9

    Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κυρίας δίκης, οι οικείες κοινοτικές διατάξεις, η εξέλιξη της διαδικασίας καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    10

    Με το πρώτο ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν οι παροχές που καταβάλλει ο εργοδότης σε εργαζόμενο λόγω της απολύσεως του για οικονομικούς λόγους εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης και της οδηγίας περί ισότητας των αμοιβών ή στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας περί ίσης μεταχειρίσεως.

    11

    Κατά πάγια νομολογία (βλέπε ιδίως την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1981, Jenkins κατά Kingsgate, 96/80, Συλλογή 1981, σ. 911, σκέψη 22 ), η πρώτη από τις δύο οδηγίες, που έχει ως βασικό σκοπό να διευκολύνει τη συγκεκριμένη εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών που προβλέπεται στο άρθρο 119 της Συνθήκης, δεν επηρεάζει με κανένα τρόπο το περιεχόμενο ή το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω αρχής, όπως ορίζεται σ' αυτό το άρθρο. Επομένως, πρέπει καταρχάς να εξεταστεί αν το άρθρο 119 εφαρμόζεται επί καταστάσεως όπως αυτή της υποθέσεως της κυρίας δίκης.

    12

    Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η έννοια της αμοιβής του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 119 περιλαμβάνει όλα τα οφέλη, σε χρήμα ή σε είδος, τωρινά ή μελλοντικά, αρκεί να καταβάλλονται, έστω και εμμέσως, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της εργασίας του τελευταίου (βλέπε ιδίως την απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1982, Garland κατά British Rail Engineering, 12/81, Συλλογή 1982, σ. 359, σκέψη 5). Επομένως, το γεγονός ότι ορισμένες παροχές καταβάλλονται μετά τη λήξη της σχέσεως εργασίας δεν αποκλείει ότι μπορούν να έχουν χαρακτήρα αμοιβής, κατά την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης.

    13

    Όσον αφορά ιδίως τις αποζημιώσεις που χορηγούνται στον εργαζόμενο λόγω της απολύσεως του, πρέπει να παρατηρηθεί ότι αποτελούν μορφή αμοιβής την οποία δικαιούται ο εργαζόμενος λόγω της εργασίας του, η οποία του καταβάλλεται κατά τη λήξη της σχέσεως εργασίας, και διευκολύνει την προσαρμογή του στις νέες συνθήκες λόγω της απώλειας της θέσεως εργασίας του και του εξασφαλίζει πηγή εισοδήματος κατά την περίοδο αναζητήσεως νέας εργασίας.

    14

    Από αυτό προκύπτει ότι οι αποζημιώσεις που χορηγούνται στον εργαζόμενο λόγω της απολύσεως του εμπίπτουν, καταρχήν, στην έννοια της αμοιβής του άρθρου 119 της Συνθήκης.

    15

    Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστήριξε ότι η νόμιμη αποζημίωση λόγω απολύσεως δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης, διότι αποτελεί παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως και όχι μορφή αμοιβής.

    16

    Πρέπει σχετικά να διευκρινιστεί ότι η αποζημίωση λόγω απολύσεως που καταβάλλει ο εργοδότης, όπως αυτή της προηγούμενης υποθέσεως, δεν παύεί να αποτελεί μορφή αμοιβής για μόνο τον λόγο ότι, αντί να απορρέει από τή σύμβαση εργασίας, προβλέπεται από τον νόμο ή καταβάλλεται οικειοθελώς.

    17

    Πράγματι, όσον αφορά τις νόμιμες αποζημιώσεις λόγω απολύσεως, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 8ης Απριλίου 1976, Defrenne κατά Sabena, σκέψη 40 (43/75, ECR 1976, σ. 455 ), το άρθρο 119 της Συνθήκης αφορά επίσης τις διακρίσεις που πηγάζουν απευθείας από τις νομοθετικές διατάξεις. Αυτό συνεπάγεται ότι οι παροχές που προβλέπονται από τον νόμο εμπίπτουν στην αμοιβή κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

    18

    Είναι αληθές ότι πολλά είδη πλεονεκτημάτων που χορηγεί ο εργοδότης ανταποκρίνονται επίσης σε κριτήρια κοινωνικής πολιτικής, ο χαρακτήρας όμως μιας παροχής ως αμοιβής δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εφόσον ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει την εν λόγω παροχή από τον εργοδότη του λόγω της υπάρξεως της σχέσεως εργασίας.

    19

    Όσον αφορά τα ποσά που καταβάλλει οικειοθελώς ο εργοδότης, από την απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1982, Garland, σκέψη 10 (12/81, που προαναφέρθηκε) προκύπτει ότι το άρθρο 119 εφαρμόζεται και στην περίπτωση πλεονεκτημάτων που χορηγεί ο εργοδότης στους εργαζομένους χωρίς να υποχρεούται από τη σύμβαση.

    20

    Επομένως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το ζήτημα της εφαρμογής της οδηγίας περί ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει στο πρώτο ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι οι παροχές που καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο λόγω της απολύσεως του για οικονομικούς λόγους εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, είτε καταβάλλονται βάσεΓ συμβάσεως εργασίας είτε δυνάμει νομοθετικών διατάξεων είτε οικειοθελώς.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    21

    Βάσει της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, πρέπει, να θεωρηθεί ότι το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα αφορά κατ' ουσίαν το αν η σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας, που καταβάλλεται δυνάμει « συμβατικώς αποκλεισθέντος » ( contracted out ) ιδιωτικού επαγγελματικού συστήματος, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης, ιδίως όταν η σύνταξη αυτή χορηγείται λόγω απολύσεως για οικονομικούς λόγους.

    22

    Πρέπει σχετικά να υπενθυμιστεί ότι ήδη με την απόφαση της 25ης Μάιου 1971, Defrenne κατά βελγικού Δημοσίου, σκέψεις 7 και 8 ( 80/70, ECR 1971, σ. 445 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι οφέλη που μετέχουν της φύσεως παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως δεν είναι, καταρχήν, ξένα προς την έννοα της αμοιβής. Το Δικαστήριο διευκρίνισε πάντως ότι δεν είναι δυνατόν να περιληφθούν σ' αυτή την έννοια, όπως ορίζεται στο άρθρο 119, τα συστήματα ή οι παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, ιδίως οι συντάξεις λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας, που ρυθμίζονται απευθείας από τον νόμο αποκλείοντας κάθε στοιχείο διαβουλεύσεως στους κόλπους της επιχειρήσεως ή του οικείου επαγγελματικού κλάδου, και που έχουν υποχρεωτική εφαρμογή σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων.

    23

    Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι πράγματι τα συστήματα αυτά εξασφαλίζουν στους εργαζομένους τα πλεονεκτήματα συστήματος προβλεπομένου από νόμο, στη χρηματοδότηση του οποίου μετέχουν οι εργαζόμενοι, οι εργοδότες και ενδεχομένως οι δημόσιες αρχές σε αναλογία που εξαρτάται λιγότερο από τη σχέση εργασίας και περισσότερο από κριτήρια κοινωνικής πολιτικής.

    24

    Για να δοθεί επομένως απάντηση στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να εξεταστεί το αν τα κριτήρια αυτά εφαρμόζονται και επί των συμβατικώς αποκλεισθέντων ιδιωτικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, όπως αυτό της υποθέσεως της κυρίας δίκης.

    25

    Πρώτον, πρέπει σχετικά να παρατηρηθεί ότι τα εν λόγω συστήματα είναι αποτέλεσμα είτε διαβουλεύσεων μεταξύ των κοινοτικών εταίρων είτε μονομερούς αποφάσεως του εργοδότη. Η χρηματοδότηση τους εξασφαλίζεται εξ ολοκλήρου από τον εργοδότη ή συγχρόνως από τον εργοδότη και τους εργαζομένους, χωρίς, σε καμία περίπτωση, να μετέχουν οι δημόσιες αρχές. Επομένως, τα συστήματα αυτά ανήκουν στα πλεονεκτήματα που προσφέρει ο εργοδότης στους εργαζομένους.

    26

    Δεύτερον, τα συστήματα αυτά δεν εφαρμόζονται υποχρεωτικά σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων. Αντίθετα, δεν αφορούν παρά μόνον τους εργαζομένους ορισμένων επιχειρήσεων, έτσι ώστε η υπαγωγή στα συστήματα αυτά προκύπτει αναγκαστικά από τη σχέση εργασίας με συγκεκριμένο εργοδότη. Εξάλλου, τα εν λόγω συστήματα, ακόμη κι αν έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και επομένως ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις που αυτή θέτει για την αναγνώριση του συμβατικού αποκλεισμού ( contracted out ), διέπονται από προσιδιάζοντες σ' αυτά κανονισμούς.

    27

    Στη συνέχεια πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ακόμη και αν οι εισφορές που καταβάλλονται στα συστήματα αυτά και οι παροχές που αυτά εξασφαλίζουν υποκαθιστούν εν μέρει αυτές του γενικού εκ του νόμου συστήματος, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή του άρθρου 119. Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι τα επαγγελματικά συστήματα σαν αυτό της υποθέσεως της κυρίας δίκης μπορούν να χορηγούν στους ασφαλισμένους τους παροχές ανώτερες από αυτές που θα τους κατεβάλλοντο σύμφωνα με το εκ του νόμου σύστημα, οπότε η οικονομική λειτουργία τους είναι ανάλογη προς αυτή των επικουρικών συστημάτων που υπάρχουν σε ορισμένα κράτη μέλη, όπου η ασφάλιση και η καταβολή εισφορών στο εκ του νόμου σύστημα είναι υποχρεωτική χωρίς να είναι δυνατή παρέκκλιση. Στην απόφαση της 13ης Μαΐου 1986, Bilka-Kaufhaus κατά Weber von Hartz ( 170/84, Συλλογή 1986, σ. 1607) το Δικαστήριο έκρινε ότι οι παροχές που καταβάλλονται από επικουρικό συνταξιοδοτικό σύστημα εμπίπτουν στην έννοια της αμοιβής του άρθρου 119.

    28

    Πρέπει επομένως να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, αντίθετα προς τις παροχές που χορηγούνται βάσει των εθνικών εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, οι συντάξεις που καταβάλλονται βάσει των συμβατικώς αποκλεισθέντων συστημάτων αποτελούν πλεονεκτήματα που καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο λόγω της εργασίας του τελευταίου και, κατά συνέπεια, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης.

    29

    Αυτή η ερμηνεία του άρθρου 119 δεν θίγεται από το γεγονός ότι το εν λόγω ιδιωτικό επαγγελματικό σύστημα έχει τη μορφή trust ( ταμείου ) και διοικείται από τους διαχειριστές του ταμείου που είναι τυπικά ανεξάρτητοι έναντι του εργοδότη, δεδομένου ότι το άρθρο 119 αφορά επίσης τα πλεονεκτήματα που καταβάλλει ο εργοδότης εμμέσως.

    30

    Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι συντάξεις που καταβάλλονται από ιδιωτικό επαγγελματικό σύστημα ασφαλίσεως συμβατικώς αποκλεισθέν, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης.

    Επί του τρίτου και πέμπτου ερωτήματος

    31

    Με τα ερωτήματα αυτά το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν πρώτον αν το άρθρο 119 της Συνθήκης παραβιάζεται στην περίπτωση όπου ο άνδρας, ο οποίος απολύεται για οικονομικούς λόγους δικαιούται συντάξεως η οποία όμως του καταβάλλεται στην κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως, ενώ η γυναίκα που τελεί υπό τις ίδιες συνθήκες δικαιούται άμεση σύνταξη αποχωρήσεως και τούτο λόγω της εφαρμογής μιας προϋποθέσεως ως προς την ηλικία η οποία διαφέρει αναλόγως του φύλου, και αντιστοιχεί με τη διαφορά που προβλέπει το εθνικό εκ του νόμου σύστημα για τη χορήγηση συντάξεων λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας. Δεύτερον, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν η ισότητα αμοιβών πρέπει να εξασφαλίζεται για κάθε στοιχείο της αμοιβής ή μόνο με σφαιρική εκτίμηση των πλεονεκτημάτων που παρέχονται στους εργαζομένους.

    32

    Όσον αφορά το πρώτο από τα δύο ως άνω διατυπωμένα ερωτήματα, αρκεί να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 119 απαγορεύει κάθε διάκριση ως προς τις αμοιβές μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων, όποιος και αν είναι ο μηχανισμός που καθορίζει την ανισότητα αυτή. Επομένως, ο καθορισμός προϋποθέσεως ηλικίας διαφορετικής ανάλογα με το φύλο για τις συντάξεις που καταβάλλονται στο πλαίσιο συμβατικώς αποκλεισθέντος συστήματος είναι αντίθετος προς το άρθρο 119, ακόμη και αν η διαφορά της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τους άνδρες και τις γυναίκες είναι αντίστοιχη αυτής που προβλέπει το εκ του νόμου εθνικό σύστημα.

    33

    Όσον αφορά το δεύτερο από τα ερωτήματα αυτά πρέπει να υπενθυμιστούν οι αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1988, Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, σκέψη 27 (318/86, Συλλογή 1988, σ. 3559) και της 17ης Οκτωβρίου 1989, Handels- og Kontorfunktionærernes Forbund i Danmark κατά Dansk Arbeijdsgiverforening, που ενεργεί για λογαριασμό της Danfoss, σκέψη 12 ( 109/88, Συλλογή 1989, σ. 3199), στις οποίες το Δικαστήριο τόνισε τη θεμελιώδη σημασία που έχει η διαφάνεια και ιδίως η δυνατότητα ελέγχου εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων, ώστε να προληφθεί και, ενδεχομένως, να εξαλειφθεί κάθε διάκριση με βάση το φύλο.

    34

    Όσον αφορά τη μέθοδο που πρέπει να γίνει δεκτή για να εξακριβωθεί η τήρηση της αρχής της ισότητας των αμοιβών, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αν τα εθνικά δικαστήρια ήταν υποχρεωμένα να εκτιμούν και να συγκρίνουν το σύνολο των ποικίλης φύσεως πλεονεκτημάτων που παρέχονται κατά περίπτωση στους άνδρες ή στις γυναίκες εργαζομένους, ο δικαστικός έλεγχος θα ήταν πολύ δύσκολος και θα μειωνόταν η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 119. Από αυτό προκύπτει ότι η πραγματική διαφάνεια, που καθιστά δυνατό τον αποτελεσματικό έλεγχο, εξασφαλίζεται μόνον αν η αρχή της ισότητας των αμοιβών εφαρμόζεται για καθένα από τα στοιχεία της αμοιβής που χορηγείται αντιστοίχως στους άνδρες ή στις γυναίκες εργαζομένους.

    35

    Επομένως, στο τρίτο και στο πέμπτο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης παραβιάζεται στην περίπτωση όπου ο άνδρας, ο οποίος απολύεται για οικονομικούς λόγους, δικαιούται συντάξεως η οποία όμως του καταβάλλεται στην κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως, ενώ η γυναίκα που τελεί υπό τις ίδιες συνθήκες δικαιούται άμεση σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας και τούτο λόγω της εφαρμογής μιας προϋποθέσεως ως προς την ηλικία η οποία διαφέρει αναλόγως του φύλου και αντιστοιχεί στη διαφορά που προβλέπει το εθνικό εκ του νόμου σύστημα για τη χορήγηση συντάξεως λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας. Η αρχή της ισότητας των αμοιβών πρέπει να εφαρμόζεται για κάθε στοιχείο της αμοιβής και όχι μόνο με σφαιρική εκτίμηση των πλεονεκτημάτων που παρέχονται στους εργαζομένους.

    Επί του τετάρτου ερωτήματος

    36

    Το εθνικό δικαστήριο ερωτά ακόμα, με το τέταρτο ερώτημα, αν το άρθρο 119 της Συνθήκης και η οδηγία περί ισότητας των αμοιβών αναπτύσσουν άμεσο αποτέλεσμα υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης.

    37

    Βάσει της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων της οδηγίας περί της ισότητας των αμοιβών. 'Οσον αφορά το άρθρο 119, πρέπει να γίνει αναφορά στην πάγια νομολογία, που υπενθυμίζεται συγκεκριμένα στην απόφαση της 30ής Μαρτίου 1981, Jenkins, σκέψη 17 (96/80, προαναφερθείσα), κατά την οποία η διάταξη αυτή εφαρμόζεται άμεσα σε όλες τις μορφές διακρίσεως που μπορούν να διαπιστωθούν με τη βοήθεια μόνον των κριτηρίων της όμοιας εργασίας και της ισότητας των αμοιβών που περιέχει η διάταξη αυτή, χωρίς, για την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων, να είναι αναγκαία κοινοτικά ή εθνικά μέτρα που να τα προσδιορίζουν ειδικότερα.

    38

    Το γεγονός ότι μια γυναίκα εργαζομένη δικαιούται άμεση σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας κατόπιν της απολύσεως της για οικονομικούς λόγους, ενώ σε παρόμοια περίπτωση ένας άνδρας εργαζόμενος της ίδιας ηλικίας δικαιούται μόνο ετεροχρονισμένη σύνταξη, επιφέρει ανισότητα αμοιβών μεταξύ αυτών των δύο κατηγοριών εργαζομένων, την οποία μπορεί να διαπιστώσει κατά άμεσο τρόπο το εθνικό δικαστήριο βάσει των στοιχείων που αποτελούν την εν λόγω αμοιβή και των κριτηρίων που θεσπίζει το άρθρο 119.

    39

    Επομένως, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 119 της Συνθήκης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και ότι τα δικαστήρια αυτά οφείλουν να προστατεύσουν τα δικαιώματα που παρέχει στους πολίτες η διάταξη αυτή, ιδίως στην περίπτωση όπου ένα συμβατικώς αποκλεισθέν σύστημα συνταξιοδοτήσεως δεν καταβάλλει στον άνδρα εργαζόμενο, λόγω της απολύσεως του, την άμεση σύνταξη που καταβάλλει σε παρόμοια περίπτωση στην εργαζόμενη γυναίκα.

    Επί των διαχρονικών αποτελεσμάτων της παρούσας απόφασης

    40

    Με τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις της η Επιτροπή επικαλέστηκε τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να περιορίσει χρονικά τα αποτελέσματα της παρούσας απόφασης, στην περίπτωση που η έννοια της αμοιβής του άρθρου 119, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ερμηνευθεί κατά τρόπο που να καλύπτει τις συντάξεις που καταβάλλουν τα συμβατικός αποκλεισθέντα ιδιωτικά επαγγελματικά συστήματα, υπό την έννοια ότι δεν θα μπορεί να γίνει επίκληση της αποφάσεως αυτής παρά μόνο στις ήδη εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και στις διαφορές που αφορούν πραγματικά περιστατικά που επήλθαν μετά την έκδοση της αποφάσεως. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπογράμμισε, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, τις σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ερμηνείας του άρθρου 119. Πράγματι, ο αριθμός των εργαζομένων που είναι ασφαλισμένοι σε συμβατικώς αποκλεισθέντα συστήματα είναι πολύ μεγάλος στο Ηνωμένο Βασίλειο και τα εν λόγω συστήματα περιλαμβάνουν συχνά εξαιρέσεις από την αρχή της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων, προβλέποντας ιδίως διαφορετικές ηλικίες συνταξιοδοτήσεως.

    41

    Όπως δέχθηκε το Δικαστήριο με την απόφαση του της 8ης Απριλίου 1976, Defrenne (43/75, που προαναφέρθηκε), είναι δυνατόν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις σημαντικές διαταραχές που μπορεί να έχει η απόφαση του για το παρελθόν, να υποχρεωθεί να περιορίσει τη δυνατότητα κάθε ενδιαφερομένου να επικαλεστεί την ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο, στο οποίο έχει υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα, σε μία διάταξη. Ο περιορισμός αυτός μπορεί να τεθεί μόνον από το Δικαστήριο, στην ίδια την απόφαση με την οποία αποφαίνεται επί της αιτηθείσας ερμηνείας.

    42

    Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α), της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160 ), επέτρεψε στα κράτη μέλη να αναβάλουν την υποχρεωτική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδοτήσεως για τη χορήγηση συντάξεων γήρατος και τις συνέπειες που είναι δυνατόν να προκύψουν για άλλες παροχές. Η εξαίρεση αυτή επανελήφθη στο άρθρο 9, στοιχείο α), της οδηγίας 86/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1986, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης ( ΕΕ L 225, σ. 40, διορθωτικό που δημοσιεύθηκε στην ΕΕ L 283, σ. 27 ), που μπορεί να εφαρμοστεί σε συμβατικώς αποκλεισθέντα συστήματα όπως αυτό της παρούσας υπόθεσης.

    43

    Ενόψει των διατάξεων αυτών ευλόγως τα κράτη μέλη και οι ενδιαφερόμενοι κύκλοι έκριναν ότι το άρθρο 119 δεν έχει εφαρμογή στις συντάξεις που καταβάλλονται στο πλαίσιο συμβατικώς αποκλεισθέντων συστημάτων και ότι στον τομέα αυτόν εξακολουθούν να ισχύουν εξαιρέσεις από την αρχή της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων.

    44

    Υπό τις συνθήκες αυτές, επιτακτικές ανάγκες ασφαλείας του δικαίου επιβάλλουν να μην επανεξετάζονται νομικές καταστάσεις που εξάντλησαν στο παρελθόν τα αποτελέσματα τους, ενώ, σε μια τέτοια περίπτωση, θα κινδύνευε να διαταραχθεί αναδρομικά η οικονομική ισορροπία πολλών συμβατικώς αποκλεισθέντων συνταξιοδοτικών συστημάτων. Πρέπει εντούτοις να προβλεφθεί εξαίρεση υπέρ των προσώπων που εγκαίρως ανέλαβαν πρωτοβουλίες προς διασφάλιση των δικαιωμάτων τους. Πρέπει τέλος να διευκρινιστεί ότι κανένας περιορισμός των αποτελεσμάτων της ερμηνείας αυτής δεν μπορεί να γίνει δεκτός όσον αφορά τη γένεση συνταξιοδοτικού δικαιώματος μετά την έκδοση της παρούσας απόφασης.

    45

    Κατά συνέπεια, πρέπει να αποφασιστεί ότι το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 της Συνθήκης δεν μπορεί να προβληθεί για να στηρίξει το αίτημα θεμελιώσεως δικαιώματος συντάξεως, αναδρομικώς, σε χρόνο προγενέστερο της εκδόσεως της παρούσας απόφασης, με εξαίρεση την περίπτωση που οι εργαζόμενοι ή οι εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα, πριν από την ημερομηνία αυτή, άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    46

    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 12ης Μαΐου 1988 το Court of Appeal του Λονδίνου, αποφαίνεται:

     

    1)

    Οι παροχές που καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο λόγω της απολύσεως του για οικονομικούς λόγους, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, είτε καταβάλλονται βάσει συμβάσεως εργασίας είτε δυνάμει νομοθετικών διατάξεων είτε οικειοθελώς.

     

    2)

    Οι συντάξεις που καταβάλλονται από ιδιωτικό επαγγελματικό σύστημα ασφαλίσεως συμβατικώς αποκλεισθέν, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 119 της Συνθήκης.

     

    3)

    Το άρθρο 119 της Συνθήκης παραβιάζεται στην περίπτωση όπου ο άνδρας, ο οποίος απολύεται για οικονομικούς λόγους, δικαιούται συντάξεως η οποία όμως του καταβάλλεται στην κανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως, ενώ η γυναίκα, που τελεί υπό τις ίδιες συνθήκες, δικαιούται άμεση σύνταξη λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας και τούτο λόγω της εφαρμογής μιας προϋποθέσεως ως προς την ηλικία η οποία διαφέρει αναλόγως του φύλου και αντιστοιχεί στη διαφορά που προβλέπει το εθνικό εκ του νόμου σύστημα για τη χορήγηση συντάξεως λόγω συμπληρώσεως συνταξίμου χρόνου υπηρεσίας. Η αρχή της ισότητας των αμοιβών πρέπει να εφαρμόζεται για κάθε στοιχείο της αμοιβής και όχι μόνο με σφαιρική εκτίμηση των πλεονεκτημάτων που παρέχονται στους εργαζομένους.

     

    4)

    Μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 119 της Συνθήκης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Τα δικαστήρια αυτά οφείλουν να προστατεύσουν τα δικαιώματα που παρέχει στους πολίτες η διάταξη αυτή, ιδίως στην περίπτωση όπου ένα συμβατικώς αποκλεισθέν σύστημα συνταξιοδοτήσεως δεν καταβάλλει στον άνδρα εργαζόμενο, λόγω της απολύσεως του, την άμεση σύνταξη που καταβάλλει σε παρόμοια περίπτωση στην εργαζόμενη γυναίκα.

     

    5)

    Το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 119 της Συνθήκης δεν μπορεί να προβληθεί για να στηρίξει το αίτημα θεμελιώσεως δικαιώματος συντάξεως αναδρομικώς, σε χρόνο προγενέστερο της εκδόσεως της παρούσης απόφασης, με εξαίρεση την περίπτωση που οι εργαζόμενοι ή οι εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα, πριν από την ημερομηνία αυτή, άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο ένσταση.

     

    Due

    Slynn

    Schockweiler

    Zuleeg

    Mancini

    Joliét

    O'Higgins

    Moitinho de Almeida

    Rodríguez Iglesias

    Grévisse

    Diez de Velasco

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Μαΐου 1990.

    Ο γραμματέας

    J.-G. Giraud

    Ο πρόεδρος

    Ο. Due


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Top