Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CJ0221

Απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Φεβρουαρίου 1990.
Ευρωπαϊκή Κοινότητα Aνθρακα και Χάλυβα κατά Acciaierie e Ferriere Busseni SpA, υπό πτώχευση.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale di Brescia - Ιταλία.
Άρθρο 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ - Απαιτήσεις λόγω εισφορών επί της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα.
Υπόθεση C-221/88.

Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-00495

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:84

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-221/88 ( *1 )

Ι — Το νομικό πλαίσιο και η εξέλιξη της διαφοράς

Α — Το νομικό πλαίσιο της διαφοράς

Με την απόφαση της 17ης Μαΐου 1983, που εκδόθηκε στην υπόθεση Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα κατά πτωχεύσασας εταιρίας Ferriere Sant'Anna ( 168/82, Συλλογή 1983, σ. 1681 ), το Δικαστήριο έκρινε ανίσχυρη μία απόφαση της Επιτροπής η οποία προέβλεπε ότι οι απαιτήσεις λόγω εισφορών ΕΚΑΧ έναντι μιας εταιρίας υπό πτώχευση ήταν προνομιούχες απαιτήσεις, της ίδιας τάξης με τις παρόμοιες απαιτήσεις του Δημοσίου.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσαν να αναγνωριστούν σ' αυτές τις απαιτήσεις τα προνόμια αυτά, « ελλείψει σαφούς και ρητής κοινοτικής διατάξεως που να προσδιορίζει μεταξύ άλλων τη σειρά κατατάξεως της εισφοράς, καθώς και τον κρατικό φόρο προς τον οποίο θα έπρεπε να εξομοιωθεί ».

Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε τη σύσταση 86/198/ΕΚΑΧ, της 13ης Μαΐου 1986, σχετικά με την καθιέρωση προνομίου για τις απαιτήσεις λόγω των εισφορών στην παραγωγή άνθρακα και χάλυβα ( ΕΕ L 144, σ. 40 ). Η σύσταση αυτή προβλέπει ότι τα κράτη που παρέχουν στις φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου προνόμιο, το οποίο καλύπτει ολόκληρη ή μέρος της περιουσίας του υπόχρεου, παρέχουν το ίδιο προνόμιο στις απαιτήσεις οι οποίες γεννώνται από την επιβολή των εισφορών που αναφέρονται στα άρθρο 49 και 50 της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

Όταν παρέχονται στις φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου προνόμια διαφορετικής τάξεως, οι απαιτήσεις της ΕΚΑΧ λόγω των εισφορών κατατάσσονται στην ίδια τάξη με εκείνη που προβλέπει η εθνική νομοθεσία για τις απαιτήσεις που έχει το Δημόσιο εκ του φόρου προστιθέμενης αξίας.

Η σύσταση προβλέπει ότι το προνόμιο εξακολουθεί να υπάρχει μέχρις ότου παραγραφούν οι αξιώσεις της ΕΚΑΧ και ότι αφορά επίσης τις προσαυξήσεις λόγω καθυστερήσεως. Τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες διατάξεις, προκειμένου να συμμορφωθούν προς τη σύσταση, το αργότερο ως την 1η Ιανουαρίου 1988 και, αφενός, να ορίσουν ότι οι διατάξεις αυτές θα εφαρμόζονται στις διαδικασίες εισπράξεως οι οποίες διεξάγονται κατά την ημερομηνία θέσεως σε εφαρμογή της συστάσεως, αφετέρου δε, να εξασφαλίσουν, με κατάλληλες μεταβατικές διατάξεις, τη δέουσα έννομη προστασία των δικαιωμάτων των άλλων δανειστών της υποχρέου επιχειρήσεως.

Β — Η εξέλιξη της οιαοικασίας της κύριας δίκης

α)

Η εταιρία Acciaierie e Ferriere Busseni κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 3 Φεβρουαρίου 1987 και η Επιτροπή ζήτησε στις 21 Απριλίου 1987, αφενός μεν, την προνομιακή ικανοποίηση από την πτωχευτική περιουσία της επιχειρήσεως απαιτήσεως ύψους 246652086 ιταλικών λιρετών (LIT) (ήτοι ποσό 184339063 LIT λόγω εισφορών και το υπόλοιπο λόγω προσαυξήσεων), αφετέρου δε, την ικανοποίηση απαιτήσεως που είχε ως εγχειρόγραφος δανειστής, ύψους 4480192938 LIT (ήτοι ποσό 3263411742 LIT λόγω προστίμων, το δε υπόλοιπο λόγω προσαυξήσεων).

Ο εισηγητής δικαστής έκρινε όλες τις απαιτήσεις ως εγχειρόγραφες, μη δεχόμενος επομένως να τις κατατάξει προνομιακώς καθ' οποιονδήποτε τρόπο. Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα άσκησε ανακοπή ενώπιον του Tribunale της Brescia κατά της αποφάσεως αυτής, υποστηρίζοντας ότι, δυνάμει της συστάσεως της 13ης Μαΐου 1986, σε ένα μέρος τουλάχιστον των απαιτήσεων της έπρεπε να αναγνωριστεί προνόμιο ίδιας τάξεως με εκείνο που αναγνωρίζεται στις απαιτήσεις του ιταλικού Δημοσίου από το φόρο προστιθέμενης αξίας ( ΦΠΑ ).

β)

Θεωρώντας ότι το ζήτημα αυτό εξηρτάτο από την ισχύ της συστάσεως της 13ης Μαΐου 1986 και ιδίως από το αν η σύσταση αυτή έχει άμεσο αποτέλεσμα, το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε στο Δικαστήριο τα εξής ερωτήματα:

«1)

Η σύσταση 86/198/ΕΚΑΧ, της 13ης Μαΐου 1986, η οποία προβλέπει [στις περιπτώσεις πτωχευτικών διαδικασιών ( άρθρα 1 και 2 )] ότι τα κράτη μέλη που παρέχουν στις φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου προνόμιο το οποίο καλύπτει ολόκληρη ή μέρος της περιουσίας του υποχρέου έχουν την υποχρέωση να παρέχουν το ίδιο προνόμιο στις απαιτήσεις οι οποίες γεννώνται από την επιβολή των εισφορών που αναφέρονται στα άρθρα 49 και 50 της Συνθήκης και ότι τα κράτη αυτά, εφόσον παρέχουν στις φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου γενικά ή ειδικά προνόμια διαφορετικής τάξης, ανάλογα με το είδος του φόρου, έχουν επίσης την υποχρέωση να παρέχουν στις εισφορές ΕΚΑΧ προνόμιο της ίδιας τάξης με το προνόμιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει άμεση και απευθείας ισχύ στα κράτη μέλη, ώστε να μπορεί να εφαρμόζεται από τα εθνικά δικαστήρια ανεξάρτητα από το αν τα κράτη στα οποία απευθύνεται έχουν λάβει μεταγενέστερα εκτελεστικά μέτρα ή η εν λόγω σύσταση διατηρεί ( άρθρο 15 της Συνθήκης ΕΚΑΧ ) τη φύση της ως κανονιστική πράξη που δεσμεύει τα κράτη στα οποία απευθύνεται ως προς τους σκοπούς της, αλλά τους αφήνει ελευθερία ως προς τα μέσα για την επίτευξη των σκοπών αυτών;

2)

Εφόσον η εν λόγω σύσταση έχει άμεση και απευθείας εφαρμογή, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εφαρμογή της περιορίζεται στις απαιτήσεις από εισφορές που γεννήθηκαν μετά την έκδοση της ( 13 Μαΐου 1986) ή καλύπτει και τις απαιτήσεις ο γενεσιουργός λόγος των οποίων ανάγεται στο διάστημα πριν από την έκδοση της;

3)

Αν, αντίθετα, η εν λόγω σύσταση διατηρεί την αξία της ως κανονιστική πράξη που δεσμεύει τα κράτη στα οποία απευθύνεται ως προς τους σκοπούς, αλλά τους αφήνει ελευθερία ως προς τα μέσα, είναι η προθεσμία της 1ης Ιανουαρίου 1988, την οποία τάσσει το άρθρο 4 στα κράτη μέλη για να συμμορφωθούν με τη σύσταση, ανεπίδεκτη παρατάσεως και επομένως η παράβαση της γεννά, σύμφωνα με τα διδάγματα της νομολογίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου, την υποψία ότι είναι αντισυνταγματική ( λόγω παραβάσεως του άρθρου 11 του Συντάγματος ) η ρύθμιση περί προνομίων, κατά το μέρος κατά το οποίο δεν προβλέπει την επέκταση του φορολογικού προνομίου και στις απαιτήσεις από τις εισφορές των άρθρων 49 και 50 της Συνθήκης; »

Η Διάταξη περί παραπομπής πρωτοκολλήθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Αυγούστου 1988.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις η ανακόπτουσα της κύριας δίκης, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον Enrico Traversa, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, και η καθής της κύριας δίκης, η εταιρία Acciaierie e Ferriere Busseni, εκπροσωπουμένη από τον Sandro Conti, δικηγόρο στο Corte di cassazione.

II — Συνοπτική έκθεση των γραπτών παρατηρήσεων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο

Α —

Η Επιτροπή υποστηρίζει καταρχάς ότι το τρίτο προδικαστικό ερώτημα του εθνικού δικαστηρίου είναι απαράδεκτο, διότι με αυτό ζητείται από το Δικαστήριο να αποφανθεί επί ζητήματος το οποίο αφορά μόνο το εθνικό δίκαιο, δηλαδή του ζητήματος αν η σχετική με τα προνόμια ιταλική νομοθεσία έχει καταστεί αντισυνταγματική λόγω της εκπνοής της προθεσμίας που προέβλεπε η σύσταση της 13ης Μαΐου 1986 για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο. Εντούτοις επαφίεται επ' αυτού στην κρίση του Δικαστηρίου και παρατηρεί, αφενός, ότι η υπέρβαση της σχετικής προθεσμίας που έληξε, σύμφωνα με τη σύσταση, την 1η Ιανουαρίου 1988 αποτελεί παράβαση της Συνθήκης ΕΚΑΧ και, αφετέρου, ότι, επειδή η Ιταλική Δημοκρατία παρέλειψε να προβεί στη μεταφορά της συστάσεως αυτής στο εθνικό δίκαιο, έχει κινηθεί κατ' αυτής διαδικασία λόγω παραβάσεως με την αποστολή στις 25 Ιουλίου 1988 προειδοποιητικού εγγράφου.

Β —

Οι διάδικοι της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι είναι απαράδεκτο το προδικαστικό ερώτημα ενόψει των όσων ορίζει το άρθρο 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

α)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το εθνικό δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα μόνο ως προς την ερμηνεία της συστάσεως της 13ης Μαΐου 1986 και όχι ως προς το κύρος της. Επομένως, τίθεται το ερώτημα αν το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα βάσει του άρθρου 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Στο ερώτημα αυτό η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση.

Η Επιτροπή παρατηρεί, αφενός, ότι το ζήτημα αυτό έχει ήδη κριθεί με την απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 1985, Gerlach (239/84, Συλλογή 1984, σ. 3507 ), αφετέρου δε, ότι αυτή είναι η απάντηση που πρέπει να δοθεί βάσει των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο βάσει των άρθρων 31 και 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

Σχετικά η Επιτροπή παρατηρεί, πρώτον, ότι το κείμενο του άρθρου 31 της Συνθήκης ΕΚΑΧ έχει μεγάλη ομοιότητα προς εκείνο του άρθρου 164 της Συνθήκης ΕΟκ, δεύτερον, ότι η ανάγκη υπάρξεως ενιαίας ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου υφίσταται και στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΧ, όπως φαίνεται εξάλλου από την παρούσα υπόθεση, και, τέλος, ότι έχουν επανειλημμένα υπάρξει περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο θεράπευσε ατέλειες ορισμένων νομοθετικών κειμένων.

Έτσι το Δικαστήριο έκανε δεκτή, με την απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, « Les Verts » (294/83, Συλλογή 1983, σ. 1339), προσφυγή ακυρώσεως κατά ορισμένων πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και πλήρωσε ορισμένα κενά του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ με την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1987, Foto-Frost (314/85, Συλλογή 1985, σ. 4199 ). Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις στις οποίες η συλλογιστική του Δικαστηρίου στηρίζεται σε συγκριτική εξέταση των διατάξεων των διαφόρων Συνθηκών, όπως στην προαναφερθείσα απόφαση « Les Verts » ή στην απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1965, Merlini ( 108/63, Συλλογή 1965, σ. 1 ).

β)

Η εταιρία Busseni υποστηρίζει, αντίθετα, ότι το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να αποφανθεί επί της ερμηνείας της συστάσεως της 13ης Μαΐου 1986 στο πλαίσιο του άρθρου 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Διατείνεται ότι η εν λόγω σύσταση θα έπρεπε να θεωρηθεί ως απλή γνώμη της Επιτροπής και όχι ως πραγματική απόφαση.

Επικουρικά η Busseni υποστηρίζει ότι η σύσταση είναι ανίσχυρη, καθόσον επιβάλλει στα κράτη μέλη να αναγνωρίσουν ότι οι απαιτήσεις της ΕΚΑΧ κατατάσσονται προνομιακά ακόμα και στις εκκρεμούσες ήδη διαδικασίες, πράγμα το οποίο προσδίδει αναδρομική ισχύ στη σύσταση.

Γ —

Οι διάδικοι της κύριας δίκης εκφράζουν επίσης αντίθετες απόψεις όσον αφορά την έκταση της ισχύος της συστάσεως της 13ης Μαΐου 1986.

α)

Η Επιτροπή εκθέτει καταρχάς τους λόγους εκδόσεως της συστάσεως, προτού ασχοληθεί με την έκταση της ισχύος της.

1.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η σύσταση της 13ης Μαΐου 1986 εκδόθηκε προς πλήρωση ενός κενού, το οποίο κατέστη εμφανές με την προαναφερθείσα απόφαση της 17ης Μαΐου 1983, ΕΚΑΧ κατά Fernere Sant'Anna. Δεδομένου ότι οι εισφορές είναι η κύρια πηγή εσόδων της ΕΚΑΧ, είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί η είσπραξη τους υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες. Από την άποψη αυτή, η σύσταση δεν δημιουργεί ένα νέο προνόμιο, αλλά έχει απλώς ως σκοπό να υποχρεώσει τα κράτη να επεκτείνουν και στις εισφορές ΕΚΑΧ το ήδη εφαρμοζόμενο για τις φορολογικές τους απαιτήσεις σύστημα.

2.

Όσον αφορά τα αποτελέσματα της συστάσεως της 13ης Μαΐου 1986, η Επιτροπή αρχίζει εξετάζοντας τη γενική αρχή στην οποία στηρίζεται, προτού προχωρήσει στην εξέταση του διαχρονικού πεδίου εφαρμογής της συστάσεως και τις συνέπειες της αποφάσεως της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Marshall ( 152/84, Συλλογή 1986, σ. 723 ).

Η Επιτροπή παρατηρεί αρχικά ότι τα άρθρα 1 και 2 της συστάσεως επιβάλλουν στα κράτη μέλη μια σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση. Η Ιταλική Δημοκρατία οφείλει να αναγνωρίσει στις εισφορές ΕΚΑΧ προνόμιο ίδιας τάξεως με το προβλεπόμενο για τις φορολογικές απαιτήσεις από τον ΦΠΑ. Η σύσταση δηλαδή δεν δημιουργεί κανένα νέο προνόμιο, αλλ' απλώς παραπέμπει στους ήδη ισχύοντες κανόνες στα κράτη μέλη. Από αυτό συνάγεται ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θέσουν όρους ή να περιορίσουν την εφαρμογή της αρχής ότι τα σχετικά με τους φόρους προνόμια επεκτείνονται και στις εισφορές ΕΚΑΧ. Ούτε μπορούν να καθορίσουν σχετικά καμία αρμόδια αρχή ή καμία ιδιαίτερη διαδικασία. Από αυτό προκύπτει ότι η σύσταση δεν υπόκειται σε αιρέσεις.

Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4 της συστάσεως, το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις ενάρξεως της ισχύος της συστάσεως. Έτσι, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η σύσταση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος των εθνικών διατάξεων που την μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο, η ημερομηνία όμως αυτή δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 1988, τελευταίο χρονικό όριο για τη μεταφορά αυτή. Αυτή ακριβώς η ημερομηνία της 1ης Ιανουαρίου 1988 είναι το κριτήριο για να κριθεί αν μια πτωχευτική διαδικασία εμπίπτει ή όχι στο πεδίο εφαρμογής της συστάσεως. Η διάταξη αυτή είναι σαφής και επαρκώς συγκεκριμένη. Συναφώς, το ζήτημα το οποίο τίθεται για το εθνικό δικαστήριο είναι μόνο το αν η πτωχευτική διαδικασία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη κατά το χρόνο της ενάρξεως της συστάσεως, οπότε θα πρέπει να αναγνωριστεί στις απαιτήσεις της ΕΚΑΧ το προνόμιο που προβλέπεται από τη σύσταση αυτή, ή αν έχει λήξει η διαδικασία αυτή κατά την ημερομηνία ενάρξεως της εφαρμογής της συστάσεως. Αρμόδιο να αποφανθεί επ' αυτού είναι το εθνικό δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το ισχύον πτωχευτικό δίκαιο.

Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4 της συστάσεως προβλέπει βέβαια μεταβατικές διατάξεις για την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων πιστωτών. Η έβδομη αιτιολογική σκέψη της συστάσεως αποσαφηνίζει το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής· σύμφωνα με τη σκέψη αυτή, πρέπει να εξασφαλιστεί η δέουσα νομική προστασία των δικαιωμάτων των άλλων πιστωτών, ιδίως όσον αφορά τα ένδικα μέσα κατά της κατατάξεως των πιστώσεων που έλαβε χώρα μετά την έναρξη εφαρμογής της συστάσεως. Εντούτοις, η θέσπιση αυτής της δυνατότητας προσφυγής στη δικαιοσύνη δεν αποτελεί υποχρέωση των κρατών, αλλά απλή υπόμνηση του κοινοτικού νομοθέτη προς τον εθνικό νομοθέτη. Επιπλέον, η διάταξη αυτή αποβαίνει άνευ αντικειμένου, όταν στην οικεία εθνική έννομη τάξη υφίσταται ήδη μια τέτοια διαδικασία ενδίκου μέσου.

Επομένως, τα εθνικά δικαστήρια είναι αρμόδια να καθορίσουν αν το ισχύον εθνικό δίκαιο παρείχε την 1η Ιανουαρίου 1988 τη δέουσα προστασία στους άλλους πιστωτές, ενόψει των διατάξεων της συστάσεως. Σε περίπτωση που αυτό πράγματι συμβαίνει, τίποτα δεν εμποδίζει τα εθνικά δικαστήρια να εφαρμόσουν απευθείας τη σύσταση της 13ης Μαΐου 1986, ακόμα και αν δεν έχει γίνει η μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο από τις εθνικές αρχές.

Από αυτά η Επιτροπή συμπεραίνει ότι το άρθρο 4 της συστάσεως επίσης δεν περιέχει αιρέσεις και είναι επαρκώς σαφές.

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η νομολογία που δημιουργήθηκε με την έκδοση της προαναφερθείσας αποφάσεως Marshall της 26ης Φεβρουαρίου 1986, σύμφωνα με την οποία τα άμεσα αποτελέσματα των οδηγιών που δεν έχουν μεταφερθεί ή δεν έχουν πλήρως μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο παράγονται μόνο έναντι των κρατών, δεν αποκλείει τη δυνατότητα αναγνωρίσεως αμέσου αποτελέσματος στη σύσταση της 13ης Μαΐου 1986. Πράγματι, στην Ιταλία, καθώς και στα άλλα κράτη, η πτώχευση έχει ως συνέπεια ότι ο οφειλέτης χάνει τη δυνατότητα διοικήσεως της περιουσίας του και ότι η επιχείρηση διοικείται από όργανο το οποίο καθορίζουν οι δικαστικές αρχές. Το όργανο αυτό ασκεί δημόσια λειτουργία, όπως ρητά προβλέπεται στην Ιταλία από το άρθρο 30 του νόμου περί πτωχεύσεων, σύμφωνα με το οποίο « ο σύνδικος της πτωχεύσεως είναι δημόσιος λειτουργός όσον αφορά την άσκηση των καθηκόντων του ».

Από αυτό έπεται ότι οι πτωχευτικοί πιστωτές « δεν προβάλλουν πλέον τις αξιώσεις τους έναντι ενός ιδιώτη ( του επιχειρηματία ), αλλά έναντι ενός ατόμου, του συνδίκου, που εκπροσωπεί άμεσα μία από τις κρατικές λειτουργίες, τη δικαστική, στην οποία ανατίθεται σε τελευταία ανάλυση η διεύθυνση και η όλη ευθύνη της διαδικασίας ».

Η Επιτροπή προσθέτει ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, το κράτος κυρίως επωφελείται άμεσα από τη μη μεταφορά της συστάσεως στο εσωτερικό δίκαιο, καθόσον οι δικές του απαιτήσεις είναι προνομιακές, πράγμα το οποίο του παρέχει προτεραιότητα για την είσπραξη τους πριν από τις απαιτήσεις των άλλων πιστωτών. Στην πραγματικότητα το προνόμιο της ΕΚΑΧ παράγει αποτέλεσμα πρωτίστως έναντι του ιταλικού Δημοσίου.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η συλλογιστική αυτή δεν επηρεάζεται από τις επιπτώσεις που θα. μπορούσε να έχει το άμεσο αποτέλεσμα της συστάσεως στους άλλους πιστωτές. Θεωρεί ότι αυτοί βρίσκονται οπωσδήποτε σε μειονεκτικότερη θέση και ότι το άμεσο αποτέλεσμα μιας οδηγίας ή μιας συστάσεως δεν μπορεί να εξαρτάται από την πλήρη έλλειψη επιπτώσεων επί άλλων διοικουμένων.

β)

Η Bussem υποστηρίζει ότι, αφού δεν υφίσταται σαφές και συγκεκριμένο νομοθετικό κείμενο που να έχει θεσπιστεί από το νομοθέτη στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΧ, οι απαιτήσεις από τις εισφορές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως προνομιακές. Η σύσταση της 13ης Μαΐου 1986 δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα, διότι δεν έχει μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη.

Η Bussseni υποστηρίζει ότι στην ιταλική έννομη τάξη δεν προβλέπεται προνόμιο για τις απαιτήσεις της ΕΚΑΧ και ότι δεν υπάρχει κανόνας που να καθορίζει τις αρχές στις οποίες ανατίθεται η είσπραξη ή το αρμόδιο δικαστήριο και ούτε προβλέπονται ειδικές διατάξεις. Όμως μόνο το κράτος είναι αρμόδιο να επιβάλλει στους ιδιώτες υποχρεώσεις παροχών στα πλαίσια της ΕΚΑΧ.

Η Busserà ισχυρίζεται επίσης ότι η εφαρμογή της συστάσεως είναι αντίθετη προς τα άρθρα 10 και 11 των εισαγωγικών διατάξεων του ιταλικού αστικού κώδικα, σύμφωνα με τα οποία ο νόμος ορίζει μόνο περί του μέλλοντος. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι υπάρχει προνόμιο υπέρ των απαιτήσεων της Επιτροπής λόγω εισφορών που οφείλονταν για περιόδους προγενέστερες της δημοσιεύσεως της συστάσεως της 13ης Μαΐου 1986.

III — Απάντηση της Επιτροπής στην ερώτηση του Δικαστηρίου

Το Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή να του γνωστοποιήσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η μεταφορά στα εθνικά δίκαια των διαφόρων κρατών μελών της συστάσεως 86/198 της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 1986, καθώς και να του διαβιβάσει τα σχετικά νομοθετικά κείμενα.

Απαντώντας η Επιτροπή παρέσχε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα στοιχεία: από τα ένδεκα κράτη τα οποία είχαν την υποχρέωση να ενεργήσουν σχετικά, τρία έχουν μεταφέρει στο εσωτερικό τους δίκαιο την οδηγία 86/198: το Ηνωμένο Βασίλειο, με νόμο της 1ης Δεκεμβρίου 1987, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με νόμο της 1ης Μαρτίου 1989, και το Βασίλειο της Ισπανίας, με νόμο της 11ης Νοεμβρίου 1988. Η Επιτροπή επισύναψε στην απάντηση της αντίγραφα των σχετικών κειμένων.

F. Grévisse

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 22ας Φεβρουαρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-221/88,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του πτωχευτικού τμήματος του Tribunale της Brescia προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα ( ΕΚΑΧ )

και

Acciaierìe e ferriere Busseni SpA, υπό πτώχευση,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της συστάσεως 86/198/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 1986, σχετικά με την καθιέρωση προνομίου για τις απαιτήσεις λόγω των εισφορών στην παραγωγή άνθρακα και χάλυβα ( ΕΕ L 144, σ. 40),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, πρόεδρο, Κ. Ν. Κακούρη, F. Α. Schockweiler και Μ. Zuleeg, προέδρους τμήματος, Τ. Koopmans, G. F. Mancini, R. Joliét, T. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida, G. C. Rodríguez Iglesias και F. Grévisse, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

γραμματέας: Η. Α. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η ανακόπτουσα της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία εκπροσωπείται από τον Enrico Traversa, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

η καθής στην κύρια δίκη, εκπροσωπουμενη από τον Sandro Conti, δικηγόρο στο Corte di cassazione,

λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της ιταλικής κυβερνήσεως, εκπροσωπούμενης από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Ivo Braguglia, avvocato dello Stato, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 25ης Οκτωβρίου 1989,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Νοεμβρίου 1989,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με Διάταξη της 28ης Απριλίου 1988, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Αυγούστου 1988, το Tribunale της Brescia υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, διάφορα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία της συστάσεως 86/198/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 1986, σχετικά με την καθιέρωση προνομίου για τις απαιτήσεις λόγω των εισφορών στην παραγωγή άνθρακα και χάλυβα ( ΕΕ L 144, σ. 40, στο εξής: η σύσταση ).

2

Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο της διαφοράς μεταξύ της ΕΚΑΧ και της εταιρίας υπό πτώχευση Acciaierie e ferriere Busseni SpA (στο εξής: Busseni) αναφορικά με την προνομιακή ικανοποίηση ορισμένων απαιτήσεων της ΕΚΑΧ από την πτωχευτική περιουσία της εταιρίας.

3

Αφού η Busseni κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 3 Φεβρουαρίου 1987, η ΕΚΑΧ ζήτησε, αφενός, την προνομιακή ικανοποίηση από την πτωχευτική περιουσία απαιτήσεως ύψους 246652086 ιταλικών λιρετών ( LIT ) λόγω μη καταβληθεισών εισφορών και προσαυξήσεων λόγω καθυστερήσεως, αφετέρου δε, την ικανοποίηση απαιτήσεως που είχε ως εγχειρόγραφος δανειστής, ύψους 4480192938 LIT, και η οποία προερχόταν από πρόστιμα και προσαυξήσεις λόγω καθυστερήσεως.

4

Ο εισηγητής δικαστής απέρριψε την αίτηση της ΕΚΑΧ να αναγνωριστεί η προνομιακή κατάταξη μέρους των απαιτήσεων της βάσει της συστάσεως. Κατόπιν αυτού η ΕΚΑΧ άσκησε ανακοπή ενώπιον του Tribunale της Brescia.

5

Το Tribunale διαπίστωσε ότι, δυνάμει της συστάσεως, τα κράτη μέλη όφειλαν να παράσχουν, το αργότερο ως την 1η Ιανουαρίου 1988, στις απαιτήσεις οι οποίες γεννώνται από την επιβολή των εισφορών που αναφέρονται στα άρθρα 49 και 50 της Συνθήκης το ίδιο προνόμιο με αυτό που προβλέπεται για τις φορολογικές τους απαιτήσεις και, σε περίπτωση που υφίστανται διαφορετικά προνόμια ανάλογα με τους φόρους, προνόμιο ίδιας τάξεως με το παρεχόμενο στις απαιτήσεις του Δημοσίου από το φόρο προστιθέμενης αξίας. Δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν έχει λάβει κανένα μέτρο για να μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο τη σύσταση, το Tribunale διερωτήθηκε αν η σύσταση αυτή μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα, μολονότι δεν έχουν ληφθεί τα αναγκαία για τη μεταφορά αυτή μέτρα, να παράσχει άμεσα, εντός της ιταλικής έννομης τάξης, προνόμιο στις απαιτήσεις της ΕΚΑΧ.

6

Υπό τις συνθήκες αυτές το Tribunale υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

« 1)

Η σύσταση 86/198/ΕΚΑΧ, της 13ης Μαΐου 1986, η οποία προβλέπει [στις περιπτώσεις πτωχευτικών διαδικασιών ( άρθρα 1 και 2 )] ότι τα κράτη μέλη που παρέχουν στις φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου προνόμιο το οποίο καλύπτει ολόκληρη ή μέρος της περιουσίας του υποχρέου έχουν την υποχρέωση να παρέχουν το ίδιο προνόμιο στις απαιτήσεις οι οποίες γεννώνται από την επιβολή των εισφορών που αναφέρονται στα άρθρα 49 και 50 της Συνθήκης και ότι τα κράτη αυτά, εφόσον παρέχουν στις φορολογικές απαιτήσεις του Δημοσίου γενικά ή ειδικά προνόμια διαφορετικής τάξης, ανάλογα με το είδος του φόρου, έχουν επίσης την υποχρέωση να παρέχουν στις εισφορές ΕΚΑΧ προνόμιο της ίδιας τάξης με το προνόμιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει άμεση και απευθείας ισχύ στα κράτη μέλη, ώστε να μπορεί να εφαρμόζεται από τα εθνικά δικαστήρια ανεξάρτητα από το αν τα κράτη στα οποία απευθύνεται έχουν λάβει μεταγενέστερα εκτελεστικά μέτρα ή η εν λόγω σύσταση διατηρεί ( άρθρο 15 της Συνθήκης ΕΚΑΧ ) τη φύση της ως κανονιστική πράξη που δεσμεύει τα κράτη στα οποία απευθύνεται ως προς τους σκοπούς της, αλλά τους αφήνει ελευθερία ως προς τα μέσα για την επίτευξη των σκοπών αυτών;

2)

Εφόσον η εν λόγω σύσταση έχει άμεση και απευθείας εφαρμογή, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εφαρμογή της περιορίζεται στις απαιτήσεις από εισφορές που γεννήθηκαν μετά την έκδοση της ( 13 Μαΐου 1986 ) ή καλύπτει και τις απαιτήσεις ο γενεσιουργός λόγος των οποίων ανάγεται στο διάστημα πριν από την έκδοση της;

3)

Αν αντίθετα η εν λόγω σύσταση διατηρεί την αξία της ως κανονιστική πράξη που δεσμεύει τα κράτη στα οποία απευθύνεται ως προς τους σκοπούς, αλλά τους αφήνει ελευθερία ως προς τα μέσα, είναι η προθεσμία της 1ης Ιανουαρίου 1988, την οποία τάσσει το άρθρο 4 στα κράτη μέλη για να συμμορφωθούν με τη σύσταση, ανεπίδεκτη παρατάσεως και επομένως η παράβαση της γεννά, σύμφωνα με τα διδάγματα της νομολογίας του Συνταγματικού Δικαστηρίου, την υποψία ότι είναι αντισυνταγματική ( λόγω παραβάσεως του άρθρου 11 του Συντάγματος) η ρύθμιση περί προνομίων, κατά το μέρος κατά το οποίο δεν προβλέπει την επέκταση του φορολογικού προνομίου και στις απαιτήσεις από τις εισφορές των άρθρων 49 και 50 της Συνθήκης; »

7

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικο-γραφιας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

8

Πρέπει να σημειωθεί ευθύς εξαρχής ότι, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει η Busseni, η πράξη της οποίας ζητείται η ερμηνεία δεν είναι γνώμη αλλά σύσταση της Επιτροπής, εκδοθείσα βάσει του άρθρου 14 της Συνθήκης ΕΚΑΧ- πρόκειται δηλαδή για πράξη η οποία συνεπάγεται, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, υποχρέωση ως προς το σκοπό που τάσσει, αφήνει όμως σ' εκείνους προς τους οποίους απευθύνεται την επιλογή των κατάλληλων μέσων για την επίτευξη των σκοπών αυτών. Επομένως, οι ισχυρισμοί της Busseni επί του σημείου αυτού είναι εν πάση περιπτώσει αβάσιμοι.

9

Τίθεται όμως ένα ζήτημα όσον αφορά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να επιληφθεί αιτήσεως προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της Συνθήκης ΕΚΑΧ ή των πράξεων που εκδίδονται βάσει της Συνθήκης αυτής.

10

Τα άρθρα 31 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 164 της Συνθήκης ΕΟΚ και 146 της Συνθήκης ΕΚΑΕ περιλαμβάνουν διατάξεις με ταυτόσημο περιεχόμενο, παρά τις καθαρά τυπικές διαφορές στη φρασεολογία μεταξύ της πρώτης και των δύο άλλων Συνθηκών κατά τις διατάξεις αυτές, το Δικαστήριο εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών αυτών.

11

Εντούτοις, ενώ οι Συνθήκες ΕΟΚ και ΕΚΑΕ χρησιμοποιούν την ίδια διατύπωση, στο άρθρο 177η πρώτη και στο άρθρο 150η δεύτερη, για τον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες το Δικαστήριο καλείται να ασκήσει την εξουσία του προς ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου μέσω των αιτήσεων προς έκδοση προδικαστικής αποφάσεως τις οποίες υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια, η Συνθήκη ΕΚΑΧ δεν θεσπίζει κανένα ρητό κανόνα αναφορικά με την άσκηση ερμηνευτικής εξουσίας από το Δικαστήριο.

12

Αντίθετα, η Συνθήκη ΕΚΑΧ προβλέπει ρητά στο άρθρο 41 ότι « μόνο το Δικαστήριο αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις περί του κύρους των πράξεων της Ανωτάτης Αρχής και του Συμβουλίου, στην περίπτωση που διαφορά φερομένη ενώπιον εθνικού δικαστηρίου θέτει υπό αμφισβήτηση το κύρος αυτό ».

13

Τα άρθρα 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 177 της Συνθήκης ΕΟΚ και 150 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, όσο και αν έχουν μεταξύ τους φραστικές διαφορές, δεδομένου ότι η σύναψη των Συνθηκών αυτών δεν συνέπεσε χρονικά (η Συνθήκη ΕΚΑΧ συνήφθη το 1951, οι δε Συνθήκες ΕΟΚ και ΕΚΑΕ το 1957 ), εκφράζουν, τόσο το πρώτο όσο και τα δύο επόμενα, μια διπλή ανάγκη, την ανάγκη της κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο εξασφαλίσεως της ενότητας κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και της δημιουργίας για το σκοπό αυτό μιας αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων.

14

Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί σχετικά η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ ερμηνείας και εκτιμήσεως του κύρους. Αν και το άρθρο 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ δεν αναφέρεται παρά μόνο στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου προς έκδοση προδικαστικών αποφάσεων επί του κύρους των πράξεων της Επιτροπής και του Συμβουλίου, η εκτίμηση του κύρους μιας πράξεως προϋποθέτει κατ' ανάγκη την προηγούμενη ερμηνεία της. Για την εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, εξάλλου, το οποίο δεν περιλαμβάνει καμία ρητή διευκρίνιση επί του σημείου αυτού, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μόνο το ίδιο είναι αρμόδιο να ελέγχει το κύρος των πράξεων των κοινοτικών οργάνων ( απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 1987, Foto-Frost, 314/85, Συλλογή 1987, σ. 4199 ) και έτσι ευθυγραμμίστηκε ουσιαστικά με την ρητή διάταξη του άρθρου 41 της Συνθήκης ΕΚΑΧ.

15

Μολονότι, λόγω της φύσεως των εξουσιών που έχουν παραχωρηθεί στις κοινοτικές αρχές, και ιδιαίτερα στην Επιτροπή, από τη Συνθήκη ΕΚΑΧ, τα εθνικά δικαστήρια δεν έχουν την ευκαιρία να εφαρμόζουν συχνά τη Συνθήκη αυτή, καθώς και τις πράξεις οι οποίες εκδίδονται βάσει αυτής, και επομένως να έχουν αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία τους, η συνεργασία στον τομέα αυτό μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου είναι το ίδιο απαραίτητη στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΚΑΧ όσο και στο πλαίσιο των Συνθηκών ΕΟΚ και ΕΚΑΕ, αφού ο στόχος της εξασφαλίσεως ομοιόμορφης εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου είναι εξίσου επιτακτικός και εξίσου πρόδηλος.

16

Επομένως, θα ήταν αντίθετο προς τους σκοπούς και τη συνοχή των Συνθηκών το να ανήκει σε τελευταίο βαθμό στο Δικαστήριο ο προσδιορισμός της έννοιας και του περιεχομένου των κανόνων που θεσπίζονται από ή με βάση τις Συνθήκες ΕΟΚ και ΕΚΑΕ, όπως προβλέπεται με την ίδια φρασεολογία από το άρθρο 177 της Συνθήκης ΕΟΚ και το άρθρο 150 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, πράγμα το οποίο παρέχει τη δυνατότητα εξασφαλίσεως ενότητας ως προς την εφαρμογή τους, ενώ παράλληλα, όταν οι σχετικοί κανόνες εμπίπτουν στη Συνθήκη ΕΚΑΧ, η αρμοδιότητα αυτή να ανήκει αποκλειστικά στα διάφορα εθνικά δικαστήρια, οι ερμηνείες των οποίων μπορούν να διαφέρουν, το δε Δικαστήριο να μην μπορεί να εξασφαλίσει την ενιαία ερμηνεία των κανόνων αυτών.

17

Από το σύνολο των προηγουμένων παρατηρήσεων προκύπτει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Tribunale της Brescia.

Επί του πρώτου ερωτήματος

18

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν η ΕΚΑΧ μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της συστάσεως, μολονότι δεν έχει ληφθεί κανένα εθνικό μέτρο για τη μεταφορά της, ώστε σε ορισμένες από τις απαιτήσεις της που γεννήθηκαν από την επιβολή των αναφερομένων στα άρθρα 49 και 50 της Συνθήκης ΕΚΑΧ εισφορών να αναγνωρίζεται, στις προβλεπόμενες από την εθνική νομοθεσία περιπτώσεις πτωχεύσεως, γενικό ή ειδικό προνόμιο της ίδιας τάξεως με εκείνο που παρέχεται από τη νομοθεσία του οικείου κράτους στις απαιτήσεις του Δημοσίου από τον ΦΠΑ.

19

Κατά την Επιτροπή, πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου για να μπορεί να γίνεται επίκληση ενώπιον εθνικού δικαστηρίου των διατάξεων των οδηγιών τις οποίες τα κράτη μέλη δεν έχουν ακόμα μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη τους.

20

H Busseni θεωρεί αντίθετα ότι, αφού δεν υφίστανται εθνικές διατάξεις περί μεταφοράς της συστάσεως στο εθνικό δίκαιο, η ΕΚΑΧ δεν μπορεί να επικαλείται ενώπιον του Tribunale τις διατάξεις της συστάσεως αυτής.

21

Πρέπει να σημειωθεί, ευθύς εξαρχής, ότι οι κανόνες τους οποίους έθεσε το Δικαστήριο για τον καθορισμό των αποτελεσμάτων μιας οδηγίας που δεν έχει ακόμα μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο ισχύουν και για τις συστάσεις της Συνθήκης ΕΚΑΧ, οι οποίες είναι πράξεις της ίδιας φύσεως, που συνεπάγονται υποχρέωση ως προς το σκοπό τον οποίο τάσσουν σ' εκείνους στους οποίους απευθύνονται, αφήνοντας τους όμως τη δυνατότητα επιλογής των κατάλληλων μέσων για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

22

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν οι κοινοτικές αρχές υποχρεώνουν με οδηγία τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν ορισμένη συμπεριφορά, η πρακτική αποτελεσματικότητα της πράξεως αυτής θα αποδυναμωνόταν, αν οι πολίτες και τα εθνικά δικαστήρια εμποδίζονταν να τη λάβουν υπόψη ως στοιχείο του κοινοτικού δικαίου. Κατά συνέπεια, το κράτος μέλος που δεν έχει λάβει εμπροθέσμως τα εκτελεστικά μέτρα που επιβάλλει η οδηγία δεν μπορεί να αντιτάξει στους ιδιώτες την μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων που του επιβάλλει η οδηγία. Έτσι, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες προκύπτει ότι, από απόψεως περιεχομένου, οι διατάξεις μιας οδηγίας δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι επαρκώς ακριβείς, είναι δυνατή η επίκληση των εν λόγω διατάξεων, καίτοι δεν έχουν ληφθεί εμπροθέσμως εκτελεστικά μέτρα, είτε κατά κάθε εθνικής διατάξεως που δεν είναι σύμφωνη με την οδηγία είτε στην περίπτωση κατά την οποία μπορούν να προσδιορίσουν δικαιώματα τα οποία οι ιδιώτες είναι σε θέση να προβάλουν έναντι του κράτους (βλέπε ιδίως απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1982, Ursula Becker, 8/81, Συλλογή 1982, σ. 53 ).

23

Αντίθετα, η δυνατότητα αυτή δεν υφίσταται παρά μόνο έναντι του οικείου κράτους μέλους και των άλλων δημοσίων αρχών. Από αυτό έπεται ότι η οδηγία δεν μπορεί, αυτή καθαυτή, να δημιουργήσει υποχρέωση για τους ιδιώτες και ότι, επομένως, δεν μπορεί να γίνει επίκληση αυτών καθαυτών των διατάξεων της οδηγίας κατά των προσώπων αυτών ( απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Marshall, 152/84, Συλλογή 1986, σ. 723 ).

24

Όμως, στις περιπτώσεις όπου, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, οι απαιτήσεις της ΕΚΑΧ συντρέχουν όχι μόνο με τις απαιτήσεις του Δημοσίου, αλλά επίσης με τις απαιτήσεις άλλων δανειστών της επιχειρήσεως, η εφαρμογή της συστάσεως δεν παράγει αποτελέσματα μόνο έναντι του κράτους στο οποίο απευθύνεται, αλλά ενδέχεται να περιορίσει τις πιθανότητες ικανοποιήσεως των απαιτήσεων ορισμένων από αυτούς τους άλλους δανειστές.

25

Πράγματι, η αποδοχή του αιτήματος που υπέβαλε η ΕΚΑΧ ενώπιον των αρμοδίων εθνικών οργάνων, με το οποίο ζήτησε να θεωρηθούν, βάσει της συστάσεως, ορισμένες από τις απαιτήσεις της ως προνομιακές, δεν θα επηρέαζε μόνο τη θέση του οικείου Δημοσίου, αλλά θα μετέβαλλε κατ' ανάγκη τη θέση των διαφόρων πιστωτών κατά τη διαδικασία της πτωχεύσεως. Επομένως, η παροχή προνομίου σε ορισμένες απαιτήσεις της ΕΚΑΧ θα έθιγε άμεσα τα δικαιώματα όλων εκείνων των άλλων δανειστών της επιχειρήσεως, στις απαιτήσεις των οποίων δεν αναγνωρίζεται κανένα προνόμιο ή αναγνωρίζεται μόνο προνόμιο ίσο ή κατώτερο από εκείνο των απαιτήσεων που έχει το Δημόσιο από τον ΦΠΑ.

26

Από όλα όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι, εφόσον η εν λόγω σύσταση έχει τα χαρακτηριστικά εκείνα που καθιστούν δυνατή την επίκληση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων μιας οδηγίας που δεν έχει ακόμα μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, η ΕΚΑΧ μπορεί να επικαλείται τη σύσταση αυτή έναντι των κρατών, υπό την επιφύλαξη ότι η αναγνώριση του δικαιώματος προνομιακής ικανοποιήσεως των απαιτήσεων της ΕΚΑΧ θα έχει αποτελέσματα μόνον έναντι του οικείου Δημοσίου, προς τα δικαιώματα του οποίου εξομοιώνονται ενδεχομένως τα δικαιώματα της Κοινότητας αυτής. Αντίθετα, το παρεχόμενο στην ΕΚΑΧ προνόμιο δεν μπορεί να θίξει τα δικαιώματα των άλλων πιστωτών πέραν του Δημοσίου, όπως θα διαμορφώνονταν τα δικαιώματα αυτά βάσει των εθνικών κανόνων που θα ρύθμιζαν τα της ικανοποιήσεως των πιστωτών αν δεν υπήρχε η σύσταση.

27

Απομένει έτσι να εξεταστεί αν η σύσταση έχει τα χαρακτηριστικά τα οποία καθιστούν δυνατή την επίκληση της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, δηλαδή αν οι διατάξεις της δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι επαρκώς συγκεκριμένες.

28

Πρώτον, η υποχρέωση που επιβάλλεται με τα άρθρα 1 και 2 της συστάσεως στα κράτη μέλη να παρέχουν προνόμιο στις απαιτήσεις της ΕΚΑΧ που γεννώνται από την επιβολή των αναφερομένων στα άρθρα 49 και 50 της Συνθήκης ΕΚΑΧ εισφορών είναι επαρκώς συγκεκριμένη.

29

Δεύτερον, αφού το άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, της συστάσεως, που ορίζει ότι οι διατάξεις της συστάσεως εφαρμόζονται στις διαδικασίες εισπράξεως οι οποίες είναι ακόμη εκκρεμείς κατά την ημερομηνία θέσεως σε εφαρμογή της συστάσεως, επιτάσσει στα κράτη να διασφαλίσουν, « με κατάλληλες μεταβατικές διατάξεις, τη δέουσα έννομη προστασία των δικαιωμάτων των άλλων δανειστών της υπόχρεου επιχείρησης » και θέτει έτσι μια προϋπόθεση για την εφαρμογή της συστάσεως, προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της ότι η διάταξη αυτή δεν αφορά παρά μόνο την προστασία των δικαιωμάτων των άλλων δανειστών πλην της ΕΚΑΧ και του οικείου Δημοσίου.

30

Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η σύσταση έχει την έννοια ότι, εφόσον δεν έχει ληφθεί κανένα εθνικό μέτρο για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο, η ΕΚΑΧ μπορεί, μετά τη λήξη της τασσόμενης για την εν λόγω μεταφορά προθεσμίας, να επικαλεστεί τις διατάξεις της κατά του κράτους μέλους το οποίο δεν την έχει μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο, υπό την επιφύλαξη ότι η αναγνώριση του δικαιώματος προνομιακής ικανοποιήσεως των απαιτήσεων της θα έχει αποτελέσματα μόνον έναντι του οικείου Δημοσίου, προς τα δικαιώματα του οποίου εξομοιώνονται ενδεχομένως τα δικαιώματα της ΕΚΑΧ, και δεν θα θίγει τα δικαιώματα των άλλων πιστωτών πλην του Δημοσίου, όπως θα διαμορφώνονταν τα δικαιώματα αυτά βάσει των εθνικών κανόνων που θα ρύθμιζαν τα της ικανοποιήσεως των πιστωτών αν δεν υπήρχε η σύσταση.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

31

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν η σύσταση, της οποίας η ΕΚΑΧ μπορεί υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις να ζητήσει την εφαρμογή στην έννομη τάξη ενός κράτους μέλους, παρέχει στην Κοινότητα δικαίωμα προνομιακής ικανοποιήσεως για όλες τις απαιτήσεις τις οποίες έχει έναντι των επιχειρήσεων λόγω των εισφορών που αναφέρονται στα άρθρα 49 και 50 της ΕΚΑΧ, όποιος και αν είναι ο χρόνος γενέσεως τους, ή μόνο για εκείνες που γεννήθηκαν μετά την έκδοση της.

32

Δυνάμει του πρώτου εδαφίου του άρθρου 4 της συστάσεως, τα κράτη μέλη όφειλαν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά της στην εθνική έννομη τάξη « το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 1988». Από αυτό προκύπτει, όπως εκτέθηκε προηγουμένως, ότι από την 2α Ιανουαρίου 1988 ήταν δυνατή, εφόσον δεν είχαν ληφθεί μέτρα για τη μεταφορά της, η επίκληση των διατάξεων της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

33

Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου, « τα κράτη μέλη ορίζουν ότι οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται στις διαδικασίες είσπραξης οι οποίες διεξάγονται κατά την ημερομηνία θέσης σε εφαρμογή της παρούσας σύστασης ». Από το ίδιο το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι ήταν δυνατή η επίκληση της συστάσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων σε όλες τις πτωχευτικές διαδικασίες που δεν είχαν περατωθεί στις 2 Ιανουαρίου 1988.

34

Όσον αφορά δε το ζήτημα αν η σύσταση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αναγνώριση προνομίου στις απαιτήσεις της ΕΚΑΧ που γεννήθηκαν πριν από την έκδοση της, ζήτημα το οποίο αποτελεί ακριβώς το αντικείμενο του υποβληθέντος ερωτήματος, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της συστάσεως, η Επιτροπή θέλησε, με τη διάταξη αυτή, να ισχύσει το παρεχόμενο με τη σύσταση προνόμιο « στις διαδικασίες όπου υπάρχουν περισσότεροι πιστωτές και διεξάγονται ακόμα κατά την ημερομηνία » της ενάρξεως της εφαρμογής της συστάσεως, « προκειμένου να εξασφαλιστεί η περισσότερο εκτεταμένη είσπραξη [ είσπραξη του κατά το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους] των απαιτήσεων που γεννήθηκαν από την επιβολή των εισφορών στα χρόνια » πριν από τη θέσπιση της.

35

Αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει η Busseni, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορεί να εμποδίσει την παραχώρηση προνομίου σε απαιτήσεις οι οποίες γεννήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος της διατάξεως που το θεσπίζει, εφόσον, όπως έχει ήδη δεχτεί το Δικαστήριο, η αρχή αυτή δεν μπορεί να επεκταθεί τόσο ώστε να παρακωλύει, κατά τρόπο γενικό, την εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων επί των μελλοντικών συνεπειών καταστάσεων που έχουν δημιουργηθεί υπό την προγενέστερη ρύθμιση ( απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1987, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής, 278/84, Συλλογή 1987, σ. 1 ).

36

Επομένως, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4 της συστάσεως έχει την έννοια ότι η ΕΚΑΧ μπορεί να επικαλείται το προνόμιο της, υπό τις προϋποθέσεις και τις επιφυλάξεις που καθορίζονται ανωτέρω, για το σύνολο των απαιτήσεων της εξ εισφορών των άρθρων 49 και 50 της Συνθήκης ΕΚΑΧ κατά των επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως του χρόνου της γεννήσεως τους, εφόσον, κατά τις διατάξεις του εθνικού δικαίου περί ικανοποιήσεως των πιστωτών, οι απαιτήσεις αυτές μπορούν ακόμη να συμπεριληφθούν στο παθητικό της πτωχεύσεως.

Επί του τρίτου ερωτήματος

37

Με το τρίτο ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν η προθεσμία της 1ης Ιανουαρίου 1988, την οποία η σύσταση τάσσει στα κράτη μέλη για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο, έχει αναγκαστικό χαρακτήρα.

38

Όπως έχει ήδη δεχτεί το Δικαστήριο (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1982, Ursula Becker, όπ.π. ), από το γράμμα του άρθρου 189, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ προκύπτει ότι οι οδηγίες επιβάλλουν στα κράτη στα οποία απευθύνονται υποχρέωση αποτελέσματος, προς την οποία οφείλουν να συμμορφώνονται εντός των προθεσμιών που τους τάσσουν οι ίδιες οι οδηγίες.

39

Από την αρχή αυτή, η οποία ισχύει για τις συστάσεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 14 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, προκύπτει ότι η λήξασα την 1η Ιανουαρίου 1988 προθεσμία, την οποία τάσσει η σύσταση με το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, στα κράτη μέλη για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο, έχει αναγκαστικό χαρακτήρα.

40

Συνεπώς η παράλειψη από ένα κράτος της μεταφοράς της συστάσεως στο εθνικό του δίκαιο μέχρι τη λήξη της τασσόμενης προθεσμίας αποτελεί παράβαση του κοινοτικού δικαίου.

41

Επομένως, πρέπει να δοθεί στο τρίτο ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της συστάσεως έχει την έννοια ότι η προθεσμία της 1ης Ιανουαρίου 1988 την οποία τάσσει έχει αναγκαστικό χαρακτήρα και η υπέρβαση της συνιστά παράβαση του κοινοτικού δικαίου.

Επί των δικαστικών εξόδων

42

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των διαδικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Tribunale της Brescia με Διάταξη της 28ης Απριλίου 1988, αποφαίνεται:

 

1)

Η σύσταση 86/198/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 1986, σχετικά με την καθιέρωση προνομίου για τις απαιτήσεις λόγω των εισφορών στην παραγωγή άνθρακα και χάλυβα, έχει την έννοια ότι, εφόσον δεν έχει ληφθεί κανένα εθνικό μέτρο για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο, η ΕΚΑΧ μπορεί, μετά τη λήξη της τασσόμενης για την εν λόγω μεταφορά προθεσμίας, να επικαλεστεί τις διατάξεις της κατά του κράτους μέλους το οποίο δεν την έχει μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο, υπό την επιφύλαξη ότι η αναγνώριση του δικαιώματος προνομιακής ικανοποιήσεως των απαιτήσεων της θα έχει αποτελέσματα μόνον έναντι του οικείου Δημοσίου, προς τα δικαιώματα του οποίου εξομοιώνονται ενδεχομένως τα δικαιώματα της ΕΚΑΧ, και δεν θα θίγει τα δικαιώματα των άλλων πιστωτών πλην του Δημοσίου, όπως θα διαμορφώνονταν τα δικαιώματα αυτά βάσει των εθνικών κανόνων που θα ρύθμιζαν τα της ικανοποιήσεως των δανειστών αν δεν υπήρχε η σύσταση.

 

2)

Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 4 της συστάσεως έχει την έννοια ότι η ΕΚΑΧ μπορεί να επικαλείται το προνόμιό της, υπό τις προϋποθέσεις και τις επιφυλάξεις που καθορίζονται ανωτέρω, για το σύνολο των απαιτήσεων της εξ εισφορών των άρθρων 49 και 50 της Συνθήκης ΕΚΑΧ κατά των επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως του χρόνου της γεννήσεως τους, εφόσον, κατά τις διατάξεις του εθνικού δικαίου περί ικανοποιήσεως των πιστωτών, οι απαιτήσεις αυτές μπορούν ακόμη να συμπεριληφθούν στο παθητικό της πτωχεύσεως.

 

3)

Το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, της συστάσεως έχει την έννοια ότι η προθεσμία της 1ης Ιανουαρίου 1988 την οποία τάσσει, έχει αναγκαστικό χαρακτήρα και η υπέρβαση της συνιστά παράβαση του κοινοτικού δικαίου.

 

Due

Κακούρης

Schockweiler

Zuleeg

Koopmans

Mancini

Joliét

O'Higgins

Moitinho de Almeida

Rodríguez Iglesias

Grévisse

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Φεβρουαρίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top