EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CJ0215

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 13ης Ιουλίου 1989.
Casa Fleischhandels-GmbH κατά Bundesanstalt für landwirtschaftliche Marktordnung.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesverwaltungsgericht - Γερμανία.
Κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του βοείου κρέατος - Ενισχύσεις στην ιδιωτική αποθεματοποίηση.
Υπόθεση 215/88.

Συλλογή της Νομολογίας 1989 -02789

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1989:331

61988J0215

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 13ΗΣ ΙΟΥΛΙΟΥ 1989. - CASA FLEISCHHANDELS GMBH ΚΑΤΑ BUNDESANSTALT FUER LANDWIRTSCHAFTLICHE MARKTORDNUNG. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: BUNDESVERWALTUNGSGERICHT - ΓΕΡΜΑΝΙΑ. - ΓΕΩΡΓΙΑ - ΚΟΙΝΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΑΓΟΡΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΟΥ ΒΟΕΙΟΥ ΚΡΕΑΤΟΣ - ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 215/88.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1989 σελίδα 02789


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Βόειο κρέας - Ενισχύσεις στην ιδιωτική αποθεματοποίηση - Προϋποθέσεις χορηγήσεως - "Πράγματι αποθεματοποιηθείσα ποσότητα" - Εννοια

(Κανονισμός 2711/75 της Επιτροπής, άρθρο 9, παράγραφος 3)

2. Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Βόειο κρέαας - Ενισχύσεις στην ιδιωτική αποθεματοποίηση - Προϋποθέσεις χορηγήσεως - Μέγιστο χρονικό διάστημα μεταξύ σφαγής και αποθεματοποιήσεως - Εφαρμοστέες κανονιστικές διατάξεις

(Κανονισμοί της Επιτροπής 1071/68, άρθρο 2, παράγραφος 2, και 2778/74, 1860/75, 2711/75 και 1500/76).

Περίληψη


1. Το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 2711/75, περί χορηγήσεως προκαθοριζομένης και κατ' αποκοπήν ενισχύσεως στην ιδιωτική αποθεματοποίηση στον τομέα του βοείου κρέατος, έχει την έννοια ότι "η πράγματι αποθεματοποιηθείσα ποσότητα" μπορεί να αποτελείται μόνον από κρέας ως προς το οποίο πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της ενισχύσεως.

2. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1071/68, περί των λεπτομερειών εφαρμογής της χορηγήσεως ενισχύσεων στην ιδιωτική αποθεματοποίηση στον τομέα του βοείου κρέατος, το οποίο καθορίζει το μέγιστο χρονικό διάστημα που μπορεί να μεσολαβήσει μεταξύ της σφαγής των ζώων και της αποθεματοποιήσεως του κρέατος, δεν καταργήθηκε ούτε από τον κανονισμό 2778/74, ούτε από τον κανονισμό 1860/75, ούτε από τον κανονισμό 2711/75, εφόσον δε ο κανονισμός 1500/76 δεν περιείχε διάταξη που να παρεκκλίνει από τη ρύθμιση που καθιερώνει το εν λόγω άρθρο, το άρθρο αυτό εφαρμοζόταν και στις ενισχύσεις που χορηγούνταν υπό το καθεστώς του κανονισμού αυτού.

Διάδικοι


Στην υπόθεση 215/88,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Βundesverwaltungsgericht προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου μεταξύ

Casa Fleischhandels-GmbH

και

Βundesanstalt fuer landwirtschaftliche Marktordnung,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της κοινοτικής ρυθμίσεως περί των ενισχύσεων στην ιδιωτική αποθεματοποίηση στον τομέα του βοείου κρέατος,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

συγκείμενο από τους F. Grevisse, πρόεδρο τμήματος, J. C. Μoitinho de Almeida και Μ. Ζuleeg, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Μischo

γραμματέας: D. Louterman, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Dierk Booss, νομικό της σύμβουλο,

έχοντας υπόψη καθώς και την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 28ης Ιουνίου 1989,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά την ίδια συνεδρίαση,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με Διάταξη της 26ης Μαΐου 1988, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Αυγούστου 1988, το Βundesverwaltungsgericht υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως που αφορά την ιδιωτική αποθεματοποίηση στον τομέα του βοείου κρέατος, και συγκεκριμένα του κανονισμού 1071/68 της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1968, περί των λεπτομερειών εφαρμογής της χορηγήσεως ενισχύσεων στην ιδιωτική αποθεματοποίηση στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/03, σ. 137), του κανονισμού 2778/74 της Επιτροπής, της 31ης Οκτωβρίου 1974, περί χορηγήσεως προκαθορισμένης και κατ' αποκοπήν ενισχύσεως στην ιδιωτική αποθεματοποίηση στον τομέα του βοείου κρέατος (ΑΒl. L 294, σ. 73), του κανονισμού 1860/75 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1975, περί χορηγήσεως ενισχύσεων στην ιδιωτική αποθεματοποίηση στον τομέα του βοείου κρέατος (ΑΒl. L 188, σ. 30), του κανονισμού 2711/75 της Επιτροπής, της 24ης Οκτωβρίου 1975, περί χορηγήσεως προκαθορισμένης και κατ' αποκοπήν ενισχύσεως στην ιδιωτική αποθεματοποίηση στον τομέα του βοείου κρέατος (ΑΒl. L 274, σ. 27), καθώς και του κανονισμού 1500/76 της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 1976, περί χορηγήσεως προκαθορισμένης και κατ' αποκοπήν ενισχύσεως στην ιδιωτική αποθεματοποίηση στον τομέα του βοείου κρέατος (ΑΒl. L 167, σ. 31).

2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας Casa Fleischhandels-GmbH (στο εξής: Casa), αναιρεσείουσας της κύριας δίκης, η οποία είναι επιχείρηση εμπορίας κρέατος, και του Βundesanstalt fuer landwirtschaftliche Marktordnung (στο εξής: ΒΑLΜ), που είναι ο γερμανικός οργανισμός παρεμβάσεως στις αγορές γεωργικών προϊόντων.

3 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι μεταξύ Νοεμβρίου 1974 και Ιουλίου 1976 η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης συνήψε με το ΒΑLΜ μια σειρά συμβάσεων με σκοπό να της χορηγηθεί η ενίσχυση στην ιδιωτική αποθεματοποίηση βοείου κρέατος. Κατόπιν ελέγχων που διενήργησε μετά την καταβολή της ενισχύσεως, ο οργανισμός παρεμβάσεως έκρινε ότι στην περίπτωση τριών από τις εν λόγω συμβάσεις η Casa δεν είχε τηρήσει πλήρως τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της ενισχύσεως που προέβλεπαν οι εφαρμοστέες κοινοτικές διατάξεις.

4 Οσον αφορά μία από τις συμβάσεις αυτές, που είχε συναφθεί υπό τον κανονισμό 2711/75 της 24ης Οκτωβρίου 1975, το ΒΑLΜ διαπίστωσε ότι η ποσότητα κρέατος που είχε αποθεματοποιηθεί από την Casa και προερχόταν από ζώα που είχαν σφαγεί εντός της νόμιμης προθεσμίας υπολειπόταν του 90% της οριζομένης στη σύμβαση ποσότητας και θεώρησε, κατά συνέπεια, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, στοιχείο β), του ανωτέρω κανονισμού, η ενίσχυση δεν έπρεπε να καταβληθεί καθόλου. Οσον αφορά, εξάλλου, τις δύο άλλες συμβάσεις, που είχαν συναφθεί υπό τον κανονισμό 1500/76, της 25ης Ιουνίου 1976, το ΒΑLΜ διαπίστωσε ότι ένα μέρος της ποσότητας του κρέατος προερχόταν από ζώα που είχαν σφαγεί περισσότερες από 6 ημέρες πριν από την αποθεματοποίηση, καθ' υπέρβαση της προθεσμίας που όριζε ο κανονισμός 1071/68, της 25ης Ιουλίου 1968, από τον οποίο ο προαναφερθείς κανονισμός 1500/76 δεν είχε εισαγάγει, κατά το ΒΑLΜ, καμία παρέκκλιση σχετικά. Κατά συνέπεια, το μέρος της ενισχύσεως που αντιστοιχούσε στην ποσότητα αυτή κρέατος είχε καταβληθεί αχρεωστήτως.

5 Μετά την απόρριψη της ενστάσεώς της κατά των πράξεων περί αναζητήσεως των ενισχύσεων που είχε εκδώσει το ΒΑLΜ, η Casa υπέβαλε τη διαφορά στο Verwaltungsgericht. Το δικαστήριο αυτό απέρριψε την προσφυγή κατά το μέρος που αφορούσε την πράξη περί αναζητήσεως για την πρώτη από τις ανωτέρω συμβάσεις. Αντίθετα, ακύρωσε τις πράξεις περί αναζητήσεως που αναφέρονταν στις δύο άλλες συμβάσεις με το σκεπτικό ότι η προθεσμία των έξι ημερών που προέβλεπε ο κανονισμός 1071/68 είχε παραταθεί σε 10 ημέρες με τον κανονισμό 2711/75, η τελευταία δε αυτή προθεσμία εξακολούθησε να ισχύει υπό τον κανονισμό 1500/76.

6 Κρίνοντας επί των εφέσεων που ασκήθηκαν και από τους δύο διαδίκους, το Ηessischer Verwaltungsgerichtshof εξαφάνισε την απόφαση του Verwaltungsgericht κατά το μέρος που δεχόταν τα αιτήματα της Casa και την επικύρωσε κατά τα λοιπά. Ετσι, όλα τα αρχικά αιτήματα της προσφεύγουσας απορρίφθηκαν πλήρως.

7 Κατόπιν των ανωτέρω, η Casa άσκησε αναίρεση ενώπιον του Βundesverwaltungsgericht, το οποίο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των εξής προδικαστικών ερωτημάτων:

"1) Εχει ο όρος ?πράγματι αποθεματοποιηθείσα ποσότητα' του άρθρου 9, παράγραφος 3, εδάφιο 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2711/75 της Επιτροπής, της 24ης Οκτωβρίου 1975, την έννοια ότι καλύπτει μόνο την αποθεματοποιούμενη ποσότητα για την οποία μπορούν να χορηγηθούν ενισχύσεις;

2) Ποια είναι η νομική σχέση μεταξύ των εξής διατάξεων και συγκεκριμένα:

α) Εχει καταργηθεί η ρύθμιση του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1071/68 της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1968 (?προ έξι ημερών κατ' ανώτατο όριο' ) και επομένως η ρύθμιση αυτή έχει παύσει να ισχύει εν μέρει ή εν όλω

αα) είτε ειδικά για τη χορήγηση των προκαθοριζόμενων κατ' αποκοπήν ενισχύσεων, λόγω της διαφορετικής ρυθμίσεως του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2778/74 της Επιτροπής, της 31ης Οκτωβρίου 1974 (?προ δέκα ημερών κατ' ανώτατο όριο)

ββ) είτε γενικά λόγω της διαφορετικής ρυθμίσεως του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1860/75 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1975 (?πριν από δέκα ημέρες κατ' ανώτατο όριο' );

β) Εχει η εν λόγω ρύθμιση του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2778/74 καταργηθεί

αα) είτε με τη ρύθμιση του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2711/75 της Επιτροπής, της 24ης Οκτωβρίου 1975 (?πριν από δέκα ημέρες κατ' ανώτατο όριο' ), η οποία έχει ταυτόσημο περιεχόμενο

ββ) είτε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1500/76 της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 1976;

γ) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως σε ένα από τα δύο ερωτήματα που αναφέρονται υπό το στοιχείο β):

Η ρύθμιση του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2711/75 καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1500/76;

δ) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως και στα δύο ερωτήματα του στοιχείου α) και καταφατικής απαντήσεως παράλληλα σε ένα από τα δύο ερωτήματα των στοιχείων β), ββ) και γ):

Με την έναρξη της ισχύος του κανονισμού (ΕΟΚ) 1500/76 άρχισε η ρύθμιση του άρθρου 2, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1071/68 να ισχύει και πάλι για τις προκαθοριζόμενες κατ' αποκοπήν ενισχύσεις;

3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως σε ένα από τα δύο ερωτήματα υπό το στοιχείο 2 α) ή αρνητικής απαντήσεως σε ένα από τα δύο ερωτήματα υπό τα στοιχεία 2 β), ββ) και 2 γ):

Είχαν τα κράτη μέλη την εξουσία να καθορίζουν στις συμβάσεις αποθεματοποιήσεως που συνάπτονταν κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 989/68 του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1968, ως προθεσμία για την αποθεματοποίηση όχι την προθεσμία των δέκα ημερών που προβλεπόταν σε κοινοτικό κανονισμό, αλλά μία άλλη, και μάλιστα συντομότερη, π.χ. έξι ημερών, με συνέπεια να μη γεννάται δικαίωμα επί των ενισχύσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως της συντομότερης αυτής προθεσμίας;"

8 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικά τα πραγματικά περιστατικά, οι εφαρμοστέες κοινοτικές διατάξεις, καθώς και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

Επί του πρώτου ερωτήματος

9 Με το πρώτο ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ερωτά αν το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 2711/75 της Επιτροπής, της 24ης Οκτωβρίου 1975, έχει την έννοια ότι η "πράγματι αποθεματοποιηθείσα ποσότητα πρέπει να αποτελείται μόνον από ποσότητες κρέατος ως προς τις οποίες πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως ενισχύσεως στην ιδιωτική αποθεματοποίηση στον τομέα του βοείου κρέατος.

10 Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 2711/75, "όσον αφορά το κρέας που αποθεματοποιείται χωρίς άλλη επεξεργασία, αν η πράγματι αποθεματοποιηθείσα ποσότητα υπολείπεται της ποσότητας που προβλέπει η σύμβαση και είναι:

α) ανώτερη ή ίση προς το 90% της ποσότητας αυτής, το ποσό της ενισχύσεως στην ιδιωτική αποθεματοποίηση μειώνεται αναλόγως,

β) κατώτερη του 90% της εν λόγω ποσότητας, η ενίσχυση στην ιδιωτική αποθεματοποίηση δεν καταβάλλεται".

11 Το Βundesverwaltungsgericht θεωρεί ότι υπάρχουν αμφιβολίες ως προς το αν η "πράγματι αποθεματοποιηθείσα ποσότητα" κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως πρέπει να αποτελείται αποκλειστικά και μόνον από κρέας ως προς το οποίο πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της ενισχύσεως. Το εθνικό δικαστήριο αναφέρει ότι, ενώ το γράμμα της εν λόγω διατάξεως φαίνεται να συνηγορεί υπέρ της αρνητικής απαντήσεως, το πνεύμα της αντίθετα συνηγορεί υπέρ ερμηνείας που οδηγεί σε καταφατική απάντηση.

12 Στις παρατηρήσεις που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι με βάση το γράμμα των επίμαχων διατάξεων και μόνον δεν είναι δυνατόν να δοθεί λύση στο ζήτημα, αλλά ότι ο σκοπός τους επιβάλλει να γίνει δεκτή η δεύτερη από τις ανωτέρω εκδοχές.

13 Πρέπει να αναφερθεί ότι ο κανονισμός 1071/68 της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1968, ο οποίος καθορίζει τους γενικούς όρους εφαρμογής του συστήματος χορηγήσεως ενισχύσεων στην ιδιωτική αποθεματοποίηση στον τομέα του βοείου κρέατος, ορίζει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, ότι η σύμβαση μεταξύ του προβαίνοντος σε ιδιωτική αποθεματοποίηση και του οργανισμού παρεμβάσεως πρέπει να περιλαμβάνει ιδίως την "ποσότητα του προς αποθεματοποίηση προϊόντος", στο δε άρθρο 3, παράγραφος 2, ότι η σύμβαση πρέπει να προβλέπει την υποχρέωση του πραγματοποιούντος την αποθεματοποίηση να αποθεματοποιεί και να αποθηκεύει τη συμφωνηθείσα ποσότητα του προϊόντος. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, η υποχρέωση αποθεματοποιήσεως της συμφωνημένης ποσότητας θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί, αν τουλάχιστον το 90% ή κατ' ανώτατο όριο το 110% της ποσότητας αυτής αποθεματοποιήθηκε και αποθηκεύθηκε.

14 Οι διατάξεις του άρθρου 9, των οποίων η ερμηνεία ζητείται εν προκειμένω, περιελήφθησαν στον κανονισμό 2711/75, ο οποίος αφορά ένα ειδικό πρόγραμμα ενισχύσεως, ακριβώς για να καθορίσουν τις συνέπειες της μη τηρήσεως της υποχρεώσεως αυτής.

15 Οι εν λόγω διατάξεις αποσκοπούν στο να εξασφαλίσουν ότι ο επιχειρηματίας στον οποίο χορηγείται η ενίσχυση θα τηρήσει την υποχρέωσή του ως προς την ποσότητα του κρέατος που έχει συμφωνήσει στη σύμβασή του με τον οργανισμό παρεμβάσεως να αποθεματοποιήσει και να αποθηκεύσει και να του επιβάλουν ως κύρωση, σε περίπτωση παραβάσεως των υποχρεώσεων αυτών, την μερική ή ολική απώλεια της ενισχύσεως.

16 Η οικονομία και ο σκοπός της εν λόγω ρυθμίσεως επιβάλλουν να ερμηνευθεί ο όρος "πράγματι αποθεματοποιηθείσα ποσότητα" υπό την έννοια ότι, στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος ενισχύσεων, επιτρέπεται να αποθεματοποιούνται μόνον οι ποσότητες εκείνες κρέατος ως προς τις οποίες πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της ενισχύσεως.

17 Εφόσον η σύμβαση αποθεματοποιήσεως δεν μπορεί να αφορά παρά ποσότητες κρέατος ως προς τις οποίες πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, για να κριθεί το ζήτημα της τηρήσεως των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει ως προς την ποσότητα ο πραγματοποιών την ιδιωτική αποθεματοποίηση, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον οι ποσότητες κρέατος που έχουν πράγματι αποθεματοποιηθεί και συγχρόνως πληρούν τις εν λόγω προϋποθέσεις.

18 Εξάλλου, η μη τήρηση της υποχρεώσεως αποθεματοποιήσεως της συμφωνηθείσας ποιότητας θα παρέμενε στην πράξη ατιμώρητη, αν ο πραγματοποιών την ιδιωτική αποθεματοποίηση ήταν αρκετό να συμπληρώσει, για να αποφύγει τις κυρώσεις, το ενδεχόμενο έλλειμμα κρέατος πληρούντος τις ανωτέρω προϋποθέσεις με κρέας που δεν θα πληρούσε τις προϋποθέσεις αυτές. Με την ίδια μέθοδο, ο προβαίνων σε ιδιωτική αποθεματοποίηση θα μπορούσε να καταστρατηγήσει τον κανόνα του άρθρου 2 του κανονισμού 2711/75, σύμφωνα με τον οποίο "κάθε σύμβαση πρέπει να συνάπτεται για ποσότητα τουλάχιστον 50 τόνων" και σκοπός του οποίου είναι να αποφευχθεί η χρηματοδότηση της συνήθους ιδιωτικής αποθεματοποιήσεως από τον προϋπολογισμό της Κοινότητας.

19 Τέλος, μόνον εφόσον γίνει δεκτή η ερμηνεία αυτή του όρου "πράγματι αποθεματοποιηθείσα ποσότητα" αποκτούν νόημα οι διατάξεις του στοιχείου α) της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του κανονισμού 2711/75, σύμφωνα με τις οποίες χωρεί μείωση του ποσού της ενισχύσεως ανάλογη προς τη διαφορά μεταξύ της πράγματι αποθεματοποιηθείσας ποσότητας και της ποσότητας που προβλέπεται στη σύμβαση. Θα ήταν όντως απαράδεκτο να λαμβάνεται υπόψη η αποθεματοποιηθείσα ποσότητα για τον υπολογισμό του ποσού της ενισχύσεως, αν η ποσότητα αυτή ήταν δυνατόν να αποτελείται, έστω και εν μέρει, από κρέας ως προς το οποίο δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της ενισχύσεως.

20 Επομένως, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 2711/75 της Επιτροπής, της 24ης Οκτωβρίου 1975, έχει την έννοια ότι η "πράγματι αποθεματοποιηθείσα ποσότητα" μπορεί να αποτελείται μόνον από κρέας ως προς το οποίο πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως ενισχύσεως στην ιδιωτική αποθεματοποίηση στον τομέα του βοείου κρέατος.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

21 Το ερώτημα αυτό του εθνικού δικαστηρίου αφορά κατ' ουσία τη σχέση των διαφόρων κανονισμών που εκδόθηκαν σχετικά με τις ενισχύσεις στην ιδιωτική αποθεματοποίηση στον τομέα του βοείου κρέατος, προκειμένου να κριθεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1071/68 της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1968, κατά το οποίο "αντικείμενο ενισχύσεως στην ιδιωτική αποθεματοποίηση δύνανται να αποτελέσουν μόνο προϊόντα που προέρχονται από ζώα τα οποία έχουν σφαγεί προ 6 ημερών κατ' ανώτατο όριο", καταργήθηκε είτε από τον κανονισμό 2778/74 της Επιτροπής, της 31ης Οκτωβρίου 1974, είτε από τον κανονισμό 1860/75 της Επιτροπής, της 18ης Ιουλίου 1975, είτε από τον κανονισμό 2711/75 της Επιτροπής, της 24ης Οκτωβρίου 1975, καθώς και αν το άρθρο αυτό μπορούσε να εφαρμοστεί στις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν ενόσω ίσχυε ο κανονισμός 1500/76 της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 1976.

22 Το Βundesverwaltungsgericht αναφέρει ότι, κατά παρέκκλιση από την ανωτέρω διάταξη του κανονισμού 1071/68, το άρθρο 5 του κανονισμού 2778/74 όρισε σε δέκα ημέρες το μέγιστο επιτρεπόμενο διάστημα μεταξύ της σφαγής των ζώων και της αποθεματοποιήσεως των προερχομένων από τα ζώα αυτά προϊόντων. Η μακρότερη αυτή προθεσμία εξακολούθησε να ισχύει υπό τον κανονισμό 1860/75 και στη συνέχεια επιβεβαιώθηκε με τον κανονισμό 2711/75. Στις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 1500/76 επισημαίνεται και πάλι η ανάγκη προσαρμογής ορισμένων από τις προϋποθέσεις που θέτει ο κανονισμός 1071/68, μία εκ των οποίων είναι αυτή που αφορά το χρονικό διάστημα μεταξύ της σφαγής και της αποθεματοποιήσεως. Στο κείμενο, πάντως, του κανονισμού 1500/76 δεν περιέχεται καμία διάταξη που να ορίζει την προθεσμία που πρέπει να τηρείται και βάσει της οποίας θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι δεν ισχύει πλέον η προθεσμία των δέκα ημερών που προβλέπεται στους κανονισμούς 2778/74, 1860/75 και 2711/75.

23 Πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως παρατήρησε η Επιτροπή ενώπιον του Δικαστηρίου, ο κανονισμός 805/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/03, σ. 72), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2822/72 του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/08, σ. 225), ορίζει στο άρθρο 8, παράγραφος 2, ότι οι λεπτομέρειες εφαρμογής όσον αφορά τις ενισχύσεις στην ιδιωτική αποθεματοποίηση θεσπίζονται από την Επιτροπή κατά τη λεγόμενη διαδικασία της επιτροπής διαχειρίσεως, ενώ στο άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο β), ορίζει ότι η έναρξη της εφαρμογής προγράμματος ενισχύσεων και η λήξη της εφαρμογής του αποφασίζονται από την Επιτροπή κατά την ίδια διαδικασία.

24 Σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή θεσπίστηκε, πρώτον, από την Επιτροπή κατ' εφαρμογή του προαναφερθέντος άρθρου 8, παράγραφος 2, ο κανονισμός 1071/68, ο οποίος καθορίζει τον τρόπο εφαρμογής του συστήματος ενισχύσεων στην ιδιωτική αποθεματοποίηση στον τομέα του βοείου κρέατος. Αυτές οι διατάξεις, που ρυθμίζουν τον τρόπο εφαρμογής και έχουν γενική ισχύ μη υποκείμενη σε χρονικό περιορισμό, διέπουν καταρχήν το σύνολο των ενισχύσεων της κατηγορίας αυτής, με εξαίρεση, που δεν ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση, των ενισχύσεων "που χορηγούνται εν όλω ή εν μέρει υπό τη μορφή του ευεργετήματος των διατάξεων του άρθρου 14, παράγραφος 3, υπό β) αα) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 805/68".

25 Σύμφωνα με την ίδια διαδικασία εκδόθηκαν, δεύτερον, οι κανονισμοί της Επιτροπής 2778/74, 1860/75, 2711/75 και 1500/76 στους οποίους αναφέρεται το εθνικό δικαστήριο. Σκοπός καθενός από τους κανονισμούς αυτούς, που θεσπίστηκαν κυρίως βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχείο β), του κανονισμού 805/68, ήταν η εφαρμογή και η ρύθμιση του τρόπου εφαρμογής ενός ειδικού προγράμματος ενισχύσεων για την αντιμετώπιση συγκεκριμένης καταστάσεως στην αγορά του βοείου κρέατος επί ορισμένη περίοδο. Οι κανονισμοί αυτοί έπαυσαν να εφαρμόζονται κατόπιν της εκδόσεως των κανονισμών της Επιτροπής 776/75 της 25ης Μαρτίου 1975 (ΑΒl. L 77, σ. 20), 2698/75 της 23ης Οκτωβρίου 1975 (ΑΒl. L 273, σ. 26), 3194/75 της 5ης Δεκεμβρίου 1975 (ΑΒl. L 316, σ. 16) και 1924/76 της 3ης Αυγούστου 1976 (ΑΒl. L 210, σ. 15) αντίστοιχα, οι οποίοι καθόρισαν την ημερομηνία λήξεως της ισχύος τους.

26 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, όταν οι διατάξεις των "ειδικών" κανονισμών 2778/74, 1860/75 και 2711/75 εισήγαν ως προς ορισμένα ζητήματα διαφορετικές ρυθμίσεις από τις ρυθμίσεις του κανονισμού 1071/68, πράγμα που επιτρεπόταν, αφού και αυτοί θεσπίστηκαν κατ' εφαρμογή του προαναφερθέντος άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 805/68, οι διαφορετικές αυτές ρυθμίσεις ίσχυαν ενόσω εξακολουθούσαν να ισχύουν οι ανωτέρω κανονισμοί. Δεν είχαν ως σκοπό ούτε μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα την κατάργηση των διατάξεων του κανονισμού 1071/68, από τις οποίες απλώς "παρέκκλιναν".

27 Ειδικότερα δε, το μέγιστο χρονικό διάστημα που μπορεί να μεσολαβήσει μεταξύ της σφαγής των ζώων και της αποθεματοποιήσεως των προερχομένων από αυτά προϊόντων ορίστηκε σε 6 ημέρες από το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1071/68. Οι κανονισμοί 2778/74, 1860/75 και 2711/75 όρισαν ότι το διάστημα αυτό, κατά παρέκκλιση από το προαναφερθέν άρθρο 2, παράγραφος 2, θα παρατεινόταν σε δέκα ημέρες "προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία αποθεματοποιήσεως".

28 Οπως αναφέρθηκε μόλις προηγουμένως, οι διατάξεις αυτές έπαυσαν να ισχύουν μαζί με τους κανονισμούς στους οποίους περιείχοντο και δεν κατάργησαν τη διάταξη του κανονισμού 1071/68 που καθιέρωνε την εξαήμερη προθεσμία.

29 Επομένως, η τελευταία αυτή διάταξη εξακολούθησε να ισχύει και για τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του κανονισμού 1500/76, αφού ο κανονισμός αυτός δεν περιέχει διάταξη που να παρεκκλίνει στο σημείο αυτό από τον κανονισμό 1071/68.

30 Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με βάση το γεγονός ότι, όπως αναφέρεται στη Διάταξη περί παραπομπής, στο γερμανικό κείμενο του κανονισμού 1500/76 περιέχεται αιτιολογική σκέψη - η οποία είναι διατυπωμένη όπως ακριβώς και οι αντίστοιχες αιτιολογικές σκέψεις των κανονισμών 2778/74 και 2711/75 - σύμφωνα με την οποία είναι ανάγκη να τροποποιηθούν ορισμένες από τις προϋποθέσεις που θέτει ο κανονισμός 1071/68, μία από τις οποίες είναι αυτή που αφορά το χρονικό διάστημα μεταξύ της σφαγής και της ιδιωτικής αποθεματοποιήσεως.

31 Πράγματι, μολονότι μία αιτιολογική σκέψη ενός κανονισμού είναι δυνατόν να συμβάλει στην εξεύρεση της ορθής ερμηνείας ενός κανόνα δικαίου, δεν αποτελεί η ίδια τέτοιο κανόνα. Επιπλέον, η συγκεκριμένη αιτιολογική σκέψη απαντά μόνο στο γερμανικό κείμενο του κανονισμού 1500/76.

32 Με βάση τα προηγηθέντα, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1071/68 της Επιτροπής της 25ης Ιουλίου 1968, δεν καταργήθηκε ούτε από τον κανονισμό 2778/74 της Επιτροπής της 31ης Οκτωβρίου 1974, ούτε από τον κανονισμό 1860/75 της Επιτροπής της 18ης Ιουλίου 1975, ούτε από τον κανονισμό 2711/75 της Επιτροπής της 24ης Οκτωβρίου 1975, και ότι, εφόσον ο κανονισμός 1500/76 της Επιτροπής της 25ης Ιουνίου 1976 δεν περιείχε διάταξη που να παρεκκλίνει από τη ρύθμιση που καθιερώνει το εν λόγω άρθρο, το άρθρο αυτό εφαρμοζόταν και στις ενισχύσεις που χορηγούνταν υπό το καθεστώς του κανονισμού αυτού.

Επί του τρίτου ερωτήματος

33 Οπως προκύπτει από τη Διάταξη περί παραπομπής, το ερώτημα αυτό του εθνικού δικαστηρίου αφορά κατ' ουσία το εξής ζήτημα: αν το μέγιστο χρονικό διάστημα που επιτρεπόταν να μεσολαβήσει μεταξύ σφαγής και αποθεματοποιήσεως στην περίπτωση των ενισχύσεων που χορηγούνταν βάσει του κανονισμού 1500/76 ήταν δέκα ημέρες, είχαν τα κράτη μέλη την εξουσία να ορίσουν ότι οι συναπτόμενες μεταξύ των πραγματοποιούντων ιδιωτική αποθεματοποίηση και του αρμοδίου οργανισμού παρεμβάσεως συμβάσεις έπρεπε να επιβάλλουν την τήρηση προθεσμίας διαφορετικής διάρκειας, και μάλιστα βραχύτερης;

34 Ενόψει της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αυτό.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

35 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλε παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Βundesverwaltungsgericht με Διάταξη της 26ης Μαΐου 1988, αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 2711/75 της Επιτροπής της 24ης Οκτωβρίου 1975, έχει την έννοια ότι η "πράγματι αποθεματοποιηθείσα ποσότητα" μπορεί να αποτελείται μόνον από κρέας ως προς το οποίο πληρούνται οι προϋποθέσεις χορηγήσεως ενισχύσεως στην ιδιωτική αποθεματοποίηση στον τομέα του βοείου κρέατος.

2) Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 1071/68 της Επιτροπής της 25ης Ιουλίου 1968, δεν καταργήθηκε ούτε από τον κανονισμό 2778/74 της Επιτροπής της 31ης Οκτωβρίου 1974, ούτε από τον κανονισμό 1860/75 της Επιτροπής της 18ης Ιουλίου 1975, ούτε από τον κανονισμό 2711/75 της Επιτροπής της 24ης Οκτωβρίου 1975, εφόσον δε ο κανονισμός 1500/76 της Επιτροπής της 25ης Ιουνίου 1976 δεν περιείχε διάταξη που να παρεκκλίνει από τη ρύθμιση που καθιερώνει το εν λόγω άρθρο, το άρθρο αυτό εφαρμοζόταν και στις ενισχύσεις που χορηγούνταν υπό το καθεστώς του κανονισμού αυτού.

Top