EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61988CC0305

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 3ης Μαΐου 1990.
Isabelle Lancray SA κατά Peters und Sickert KG.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesgerichtshof - Γερμανία.
Σύμβαση των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 - Αναγνώριση αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην του εναγομένου - Άρθρο 27, σημείο 2.
Υπόθεση C-305/88.

Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-02725

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:182

ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

F. G. JACOBS

της 3ης Μαΐου 1990 ( *1 )

Κύριε Προεόρε,

Κύριοι δικαστές,

1. 

Η παρούσα υπόθεση αφορά προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε από το Bundesgerichtshof βάσει του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών). Με τα δύο υποβληθέντα ερωτήματα ζητείται να διευκρινιστεί το νόημα του άρθρου 27 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, όπως ίσχυε πριν από την προσχώρηση στην εν λόγω σύμβαση της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Το άρθρο 27 αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες τα δικαστήρια ενός συμβαλλομένου κράτους δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τις αποφάσεις που εκδόθηκαν από δικαστήρια άλλου συμβαλλομένου κράτους. Το πρώτο ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο είναι αντίστοιχο προς το ερώτημα του Bundesgerichtshof στην υπόθεση 36/88, η οποία διαγράφηκε από το πρωτόκολλο, κατόπιν παραιτήσεως στο πλαίσιο της κύριας δίκης.

Πραγματικά περιστατικά

2.

Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως είναι τα εξής. Στις 2 Νοεμβρίου 1983 η Isabelle Lancray SA (στο εξής: Lancray), γαλλική εταιρία με έδρα το Neuilly-sur-Seine, συνήψε σύμβαση αποκλειστικής πωλήσεως των προϊόντων της με την Peters und Sickert KG ( στο εξής: Peters), ετερόρρυθμης εταιρίας γερμανικού δικαίου με έδρα το Essen. Η σύμβαση προέβλεπε ότι θα διεπόταν από το γαλλικό δίκαιο και θα υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Tribunal de commerce της Nanterre. Η Lancray κατήγγειλε, στη συνέχεια, τη σύμβαση υποστηρίζοντας ότι η Peters έπαυσε να την τηρεί. Σύμφωνα με το άρθρο 24 της Συμβάσεως των Βρυξελλών ( όπως είχε τόσο πριν όσο και μετά την προσχώρηση), η Lancray ζήτησε από το Amtsgericht του Essen την έκδοση διατάξεως περί ασφαλιστικών μέτρων απαγορεύουσας στην Peters τη διάθεση των προϊόντων της Lancray που είχε στην κατοχή της. Στις 30 Ιουλίου 1986 η Lancray προσέφυγε ενώπιον του Tribunal de commerce της Nanterre, ζητώντας να επικυρωθούν τα διαταχθέντα από το Amtsgericht ασφαλιστικά μέτρα, καθώς και κάποια πρόσθετη ικανοποίηση. Αυθημερόν οι αρμόδιες γαλλικές αρχές απέστειλαν στον πρόεδρο του Landgericht του Essen την αγωγή της Lancray, καθώς και την κλήτευση, στα γαλλικά, με την οποία η Peters εκαλείτο να εμφανιστεί ενώπιον του γαλλικού δικαστηρίου στις 18 Νοεμβρίου 1986. Τα έγγραφα αυτά συνοδεύονταν από έντυπο συνταγμένο στα γαλλικά και στα αγγλικά και συμπληρωμένο εν μέρει στα γαλλικά, μαζί με την παράκληση να επιδοθούν στην Peters και να επιστραφεί στις γαλλικές αρχές η έκθεση επιδόσεως.

3.

Στις 19 Αυγούστου 1986, η αγωγή και το συνταγμένο στα αγγλικά και στα γαλλικά έντυπο παραδόθηκαν σε γραμματέα στα γραφεία της Peters. Τα έγγραφα αυτά δεν συνοδεύονταν από μεταφράσεις στα γερμανικά. Στη συνέχεια απεστάλη προς την Peters, με συστημένη επιστολή, ακόμη ένα δικόγραφο της αγωγής στα γαλλικά και η από 19 Σεπτεμβρίου 1986 κλήτευση για τη δικάσιμο της 16ης Δεκεμβρίου 1986 ενώπιον του Tribunal de commerce της Nanterre.

4.

Στις 16 Οκτωβρίου 1986, το Landgegicht του Essen ακύρωσε τη Διάταξη περί ασφαλιστικών μέτρων της οποίας η Lancray είχε επιτύχει την έκδοση από το Amtsgericht στις 18 Ιουλίου. Η Peters ενημέρωσε το Tribunal de commerce για την εξέλιξη αυτή με έγγραφο της 11ης Νοεμβρίου 1986, στο οποίο ανέφερε ότι τα προηγούμενα έγγραφα δεν είχαν επιδοθεί κανονικά ελλείψει μεταφράσεων στα γερμανικά. Κατά τραγική ειρωνεία το Tribunal de commerce επέστρεψε την επιστολή συνιστώντας την υποβολή εγγράφου στα γαλλικά.

5.

Η Peters δεν εμφανίστηκε στο Tribunal de commerce, το οποίο, στις 15 Ιανουαρίου 1987, εξέδωσε απόφαση που δικαίωνε τη Lancray. Η απόφαση του Tribunal de commerce επιδόθηκε στον διαχειριστή εταίρο της Peters στις 9 Μαρτίου 1987.

6.

Στις 6 Ιουλίου 1987 το Landgericht του Essen αναγνώρισε την απόφαση του Tribunal de commerce της 15ης Ιανουαρίου 1987 στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και επέτρεψε την εκτέλεση της ως προς ορισμένα σημεία. Το Oberlandesgericht δέχθηκε την έφεση της Peters κατά της αποφάσεως αυτής. Η Lancray άσκησε κατά της αποφάσεως του Oberlandesgericht αναίρεση ενώπιον του Bundesgerichtshof, το οποίο υπέβαλε στο Δικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα.

7.

Στο πλαίσιο της κύριας δίκης η Peters ζητεί να μην αναγνωριστεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας η απόφαση του Tribunal de commerce, δυνάμει του άρθρου 27, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Κατά την εν λόγω διάταξη, απόφαση δικαστηρίου συμβαλλομένου κράτους δεν αναγνωρίζεται στα λοιπά συμβαλλόμενα κράτη « αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ( ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο ) δεν έχει επιδοθεί στον ερημο-δικήσαντα εναγόμενο κανονικά και έγκαιρα ώστε να μπορεί να αμυνθεί ». Οι λέξεις εντός παρενθέσεως προστέθηκαν κατά την προσχώρηση στη Σύμβαση της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, για να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες του δικονομικού δικαίου των κρατών αυτών και να υπογραμμιστεί ότι τα έγγραφα πρέπει να επιδίδονται, προκειμένου να εξασφαλίζεται το δικαίωμα ακροάσεως: (βλέπε αναφορά Schlosser, ABl. 1979, C 59, σ. 71, συγκεκριμένα σσ. 125, 126 και 128).

8.

Κατά το Oberlandesgericht, η αγωγή και η κλήτευση για τη δικάσιμο της 18ης Νοεμβρίου 1986 ενώπιον του Tribunal de commerce παραδόθηκαν μεν στην Peters έγκαιρα, ώστε να μπορεί να αμυνθεί, δεν επιδόθηκαν όμως σύμφωνα με τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις περί επιδόσεως στην αλλοδαπή δικογράφων, διότι δεν συνοδεύονταν από μεταφράσεις στα γερμανικά. Εξάλλου, το Oberlandesgericht δεν θεώρησε ότι μπορούσε να εφαρμόσει τις εθνικές του διατάξεις περί θεραπείας ελαττωμάτων της επιδόσεως, καθόσον η Peters δεν κατείχε τη γλώσσα στην οποία είχαν συνταχθεί τα εν λόγω έγγραφα.

Τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα

9.

Στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης το Bundesgerichtshof υπέβαλε στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

« 1)

Αναγνωρίζεται η απόφαση, κατά το άρθρο 27, σημείο 2, της συμβάσεως, όπως ίσχυε αρχικά, αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης δεν έχει μεν επιδοθεί στον ερη-μοδικήσαντα εναγόμενο κανονικά, έχει όμως επιδοθεί έγκαιρα, ώστε να μπορεί να αμυνθεί;

2)

Σε περίπτωση μη αναγνωρίσεως αποφάσεως, διότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο επιδόθηκε στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο έγκαιρα, ώστε να μπορεί να αμυνθεί, όχι όμως και κανονικά, αποκλείει το άρθρο 27, σημείο 2, της συμβάσεως, όπως ίσχυε αρχικά, την αναγνώριση της αποφάσεως, ακόμη και όταν οι νόμοι του κράτους όπου ζητείται η αναγνώριση επιτρέπουν τη θεραπεία του ελαττώματος της επιδόσεως; »

10.

Προτού εξεταστούν τα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να εξεταστεί ποιο κείμενο της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχει εφαρμογή στην κύρια δίκη. Το αρχικό κείμενο της εν λόγω συμβάσεως τροποποιήθηκε με τη σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 (στο εξής: Σύμβαση Προσχωρήσεως), με την οποία η Δανία, η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο προσχώρησαν στη σύμβαση. Τα άρθρα 34 έως 36 της Συμβάσεως Προσχωρήσεως περιέχουν ορισμένες μεταβατικές διατάξεις. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 34 ορίζει ότι:

« στις σχέσεις... μεταξύ των έξι κρατών μερών της συμβάσεως του 1968, οι αποφάσεις που εκδίδονται μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας συμβάσεως, επί αγωγών που θα έχουν ασκηθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, αναγνωρίζονται και εκτελούνται σύμφωνα με τις διατάξεις III της συμβάσεως του άρθρου 1968, όπως τροποποιείται ».

11.

Η Γαλλία και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας περιλαμβάνονται στα έξι αρχικά κράτη μέρη της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Όσον αφορά τα κράτη αυτά, η Σύμβαση Προσχωρήσεως άρχισε να ισχύει την 1η Νοεμβρίου 1986. Η Lancray κίνησε τη διαδικασία ενώπιον του Tribunal de commerce της Nanterre στις 30 Ιουλίου 1986 και το Δικαστήριο αυτό εξέδωσε απόφαση στις 15 Ιανουαρίου 1987. Φαίνεται, επομένως, όπως παρατηρεί και η Επιτροπή, ότι στην παρούσα υπόθεση εφαρμόζονται οι τροποποιηθείσες διατάξεις σχετικά με την αναγνώριση και την εκτέλεση και όχι οι διατάξεις που ίσχυαν πριν από την προσχώρηση.

12.

Το αιτούν δικαστήριο δεν ρώτησε το Δικαστήριο ποιο κείμενο της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχει εφαρμογή. Εν πάση περιπτώσει, η τροποποίηση του άρθρου 27, σημείο 2, με τη Σύμβαση Προσχωρήσεως δεν έχει επίπτωση στην παρούσα υπόθεση. Δεν θεωρώ, επομένως, αναγκαίο να διευκρινίσει το Δικαστήριο ποιο κείμενο της Συμβάσεως των Βρυξελλών αφορά η απόφαση του. Κατά τη γνώμη μου στα υποβληθέντα ερωτήματα προσήκει η ίδια απάντηση, ανεξαρτήτως του εφαρμοστέου κειμένου. Στη συνέχεια των προτάσεων μου θα αναφέρω τις τροποποιήσεις που επέφερε η Σύμβαση Προσχωρήσεως, όπου αυτό είναι αναγκαίο.

13.

Το άρθρο 27 της Συμβάσεως των Βρυξελλών περιέχεται στον τίτλο III, που επιγράφεται « αναγνώριση και εκτέλεση ». Ο γενικός κανόνας σχετικά με την αναγνώριση περιέχεται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 26. Εκεί ορίζεται ότι « απόφαση που εκδίδεται σε συμβαλλόμενο κράτος αναγνωρίζεται στα υπόλοιπα συμβαλλόμενα κράτη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία ». Το άρθρο 27 αποτελεί εξαίρεση από τον γενικό αυτό κανόνα. Προβλέπει ορισμένες περιπτώσεις, στις οποίες δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους έχει την υποχρέωση ( και όχι απλώς τη δυνατότητα ) να αρνηθεί να αναγνωρίσει απόφαση που εκδόθηκε από δικαστήριο άλλου συμβαλλομένου κράτους. Δυνάμει του άρθρου 34 της Συμβάσεως των Βρυξελλών το άρθρο 27 εφαρμόζεται επίσης επί των αιτήσεων ενώπιον δικαστηρίων των συμβαλλομένων κρατών περί εκτελέσεως αποφάσεων που εκδόθηκαν από δικαστήρια άλλων συμβαλλομένων κρατών. Κατά το άρθρο 46, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, ο διάδικος που ζητεί την αναγνώριση ή την εκτέλεση αποφάσεως εκδοθείσας ερήμην οφείλει να προσκομίσει « το πρωτότυπο ή κυρωμένο αντίγραφο εγγράφου που να αποδεικνύει ότι το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ( ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο ) έχει επιδοθεί στον ερημοδι-κήσαντα διάδικο » ( οι λέξεις εντός παρενθέσεως προστέθηκαν με τη Σύμβαση Προσχωρήσεως).

14.

Σκοπός του σημείου 2, του άρθρου 27, της Συμβάσεως των Βρυξελλών είναι η προστασία των δικαιωμάτων υπερασπίσεως, όπως αναφέρεται στην έκθεση Jenard ( OJ 1979, C 59, σ. 1, συγκεκριμένα σ. 44). Το Δικαστήριο διευκρίνισε στην υπόθεση 166/80, Klomps κατά Michel, σκέψη 9 (Συλλογή 1981, σ. 1593), ότι η εν λόγω διάταξη « αποσκοπεί στο να εξασφαλιστεί ότι μια απόφαση δεν αναγνωρίζεται ούτε εκτελείται βάσει της Συμβάσεως, αν δεν έχει παρασχεθεί στον εναγόμενο η δυνατότης υπερασπίσεως ενώπιον του δικαστού του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως ». Μολονότι το άρθρο 27, ως εξαίρεση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 26 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, δεν πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, μια πολύ στενή ερμηνεία θα μπορούσε να βλάψει το δικαίωμα υπερασπίσεως. Το Δικαστήριο τόνισε στην υπόθεση 49/84, Debaecker κατά Bouwman, σκέψη 10 (Συλλογή 1985, σ. 1779), ότι αυτός δεν είναι αποδεκτός τρόπος επιτεύξεως των σκοπών της Συμβάσεως των Βρυξελλών.

15.

Με το πρώτο ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο από το Bundesgerichtshof τίθεται, κατ' ουσίαν, το ζήτημα αν η πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 27, σημείο 2, κατά τις οποίες η επίδοση πρέπει να γίνει κανονικά και έγκαιρα απαιτείται σωρευτικά ή αν η πλήρωση της πρώτης προϋποθέσεως δεν απαιτείται, εφόσον συντρέχει η δεύτερη. Σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία προκύπτει, τουλάχιστον από το αγγλικό και γαλλικό κείμενο, ότι πρέπει να συντρέχουν και οι δύο προϋποθέσεις: το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης πρέπει να έχει επιδοθεί κανονικά και έγκαιρα προκειμένου να τύχει αναγνωρίσεως σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος ερήμην εκδοθείσα απόφαση. Το ότι αυτή ήταν η βούληση των συντακτών της Συμβάσεως των Βρυξελλών προκύπτει από την έκθεση Jenard, στην οποία αναφέρεται (σ. 44) ότι:

« Σε περίπτωση εκδόσεως ερήμην αποφάσεως, η σύμβαση εξασφαλίζει στον εναγόμενο διττή προστασία. Πρώτον, το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης πρέπει να έχει επιδοθεί κανονικά ... Δεύτερον, ακόμη και όταν η επίδοση έγινε κανονικά, το δικαστήριο από το οποίο ζητείται η αναγνώριση μπορεί να την αρνηθεί, αν θεωρήσει ότι το εν λόγω έγγραφο δεν επιδόθηκε έγκαιρα στον εναγόμενο, ώστε να μπορεί να αμυνθεί. »

Το ίδιο το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση Klomps κατά Michel, σκέψη 15, ότι το άρθρο 27, σημείο 2, θέτει δύο προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται αμφότερες, προκειμένου να αναγνωριστεί ερήμην εκδοθείσα απόφαση.

16.

Επομένως, σε υπόθεση όπως αυτή που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το Δικαστήριο πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αρνηθεί την αναγνώριση, όταν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης δεν έχει επιδοθεί κανονικά, ακόμη και αν ο εναγόμενος το παρέλαβε έγκαιρα, ώστε να μπορεί να αμυνθεί. Η Lancray υποστηρίζει αντίθετη ερμηνεία, ισχυριζόμενη ότι δεν είναι ανάγκη να επιμείνει κανείς στο κανονικόν της επιδόσεως, όταν ο εναγόμενος είχε, εν πάση περιπτώσει, αρκετό χρόνο για να προετοιμάσει την άμυνα του. Η άποψη αυτή δυσχερώς συμβιβάζεται προς το γράμμα του γαλλικού και του αγγλικού κειμένου του άρθρου 27, σημείο 2, και είναι ασυμβίβαστη τόσο με τις προθέσεις των συντακτών της Συμβάσεως των Βρυξελλών, όσο και με τη νομολογία του Δικαστηρίου. Θα καθιστούσε, επίσης, την απαίτηση του κανονικού της επιδόσεως κενή περιεχομένου. Η Γερμανική Κυβέρνηση ορθώς υποστηρίζει ότι, αν αυτή η άποψη γινόταν δεκτή, οι ενάγοντες θα εισέρχονταν στον πειρασμό να μην ακολουθούν τους συνήθεις τρόπους επιδόσεως και να αναλαμβάνουν οι ίδιοι την ευθύνη της επιδόσεως. Αυτό θα συνεπαγόταν σημαντική αβεβαιότητα ως προς το αν τα έγγραφα πράγματι επιδόθηκαν και θα διακύβευε την ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων της συμβάσεως. Επιπλέον, όπως παρατηρεί η Επιτροπή, οι εναγόμενοι δεν θα ήσαν βέβαιοι αν άρχισε δίκη που μπορεί να καταλήξει σε έκδοση δεσμευτικής αποφάσεως και αν, επομένως, είναι αναγκαίο να προετοιμάσουν την άμυνα τους.

17.

Υπό τις συνθήκες αυτές, πώς θα προσδιορίσει το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ζητείται η αναγνώριση αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος, αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης επιδόθηκε κανονικά; Το πρώτο εδάφιο του άρθρου IV του πρωτοκόλλου που επισυνάπτεται στη Σύμβαση των Βρυξελλών ορίζει ότι « δικαστικά και εξώδικα έγγραφα που συντάσσονται στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους και πρέπει να επιδοθούν σε πρόσωπα που βρίσκονται στο έδαφος άλλου συμβαλλόμενου κράτους διαβιβάζονται κατά τη διαδικασία που προβλέπεται από τις συμβάσεις και συμφωνίες μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών ».

Η έκθεση Jenard είναι σαφέστερη αναφέροντας, σχετικά με το άρθρο 27, σημείο 2, ότι « γίνεται παραπομπή ... στο εσωτερικό δίκαιο του κράτους στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση και στις διεθνείς συμβάσεις περί επιδόσεως δικογράφων στην αλλοδαπή » ( σ. 44 ). Παρόμοια κρίση περιέχεται στην απόφαση Klomps κατά Michel, σκέψη 15, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι το εν λόγω ζήτημα πρέπει να επιλυθεί βάσει της νομοθεσίας του κράτους εκδόσεως της αποφάσεως και των διεθνών συμβάσεων που το δεσμεύουν όσον αφορά την επίδοση δικογράφων στην αλλοδαπή.

18.

Σε περιπτώσεις που εναγόμενος κάτοικος συμβαλλομένου κράτους ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλομένου κράτους και δεν εμφανίζεται, παρόμοια ζητήματα θα πρέπει να εξετάζονται από το δικαστήριο εκδόσεως της αποφάσεως, βάσει του δευτέρου και τρίτου εδαφίου του άρθρου 20 της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Στην παρούσα υπόθεση εφαρμογή έχει το τρίτο εδάφιο του άρθρου 20. Το εδάφιο αυτό ορίζει ότι, αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης έπρεπε να διαβιβαστεί σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 περί επιδόσεως στην αλλοδαπή δικαστικών και εξώδικων εγγράφων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, εφαρμογή έχει το άρθρο 15 της εν λόγω συμβάσεως. Κατά το αιτούν δικαστήριο η παρούσα υπόθεση διέπεται από την εν λόγω σύμβαση. Το άρθρο 15 ορίζει ότι όταν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο επιδόθηκε στην αλλοδαπή και ο εναγόμενος δεν εμφανίστηκε, το δικαστήριο πρέπει να αναστείλει τη διαδικασία, μέχρι να βεβαιωθεί ότι το έγγραφο επιδόθηκε ή παραδόθηκε στον εναγόμενο σύμφωνα με ορισμένους τύπους και ότι είτε η επίδοση είτε η παράδοση έγιναν έγκαιρα, ώστε να μπορεί να αμυνθεί. Τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν ότι μπορεί να εκδοθεί η απόφαση, ακόμη και αν δεν παραληφθεί καμιά βεβαίωση περί της επιδόσεως ή της παραδόσεως. Οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν τον τρόπο διαβιβάσεως του εγγράφου, τον χρόνο που μεσολάβησε από την ημερομηνία αποστολής του και τις ενέργειες ενώπιον των αρμοδίων αρχών του κράτους αναγνωρίσεως προκειμένου να βεβαιωθεί η επίδοση ή η παράδοση.

19.

Το γεγονός ότι, σε περιστάσεις όπως είναι αυτές της παρούσας υποθέσεως, το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση πρέπει να εξετάσει τον τρόπο επιδόσεως του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης στον εναγόμενο δεν απαλλάσσει το δικαστήριο από το οποίο ζητείται η αναγνώριση από την υποχρέωση του κατά το άρθρο 27, σημείο 2, να εξετάσει το εν λόγω ζήτημα το ίδιο, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην υπόθεση 228/81, Pendy Plastic κατά Pluspunkt ( Συλλογή 1982, σ. 2723 ), που αφορούσε συγχρόνως αναγνώριση και εκτέλεση. Όπως το Δικαστήριο τόνισε στην απόφαση του ( βλέπε σκέψη 8 ) και όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 27 εφαρμόζεται και στη μια και στην άλλη. Στην υπόθεση Pendy Plastic το Δικαστήριο έκρινε ότι:

« Χωρίς να εναρμονίζουν τα διάφορα συστήματα κοινοποιήσεως και επιδόσεως διαδικαστικών εγγράφων στην αλλοδαπή, που ισχύουν στα κράτη μέλη, οι διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχουν ως στόχο να εξασφαλίσουν στον εναγόμενο την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων του. Για τον σκοπό αυτό ο έλεγχος του αν η κοινοποίηση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου έγινε κανονικώς ανετέθη ταυτοχρόνως στον δικαστή του κράτους προελεύσεως και στον δικαστή του κράτους της εκτελέσεως. Ο στόχος του άρθρου 27 της συμβάσεως απαιτεί συνεπώς να προβεί ο δικαστής του κράτους της εκτελέσεως στον έλεγχο που προβλέπει η περίπτωση 2 της διατάξεως αυτής ανεξαρτήτως της αποφάσεως που εξέδωσε ο δικαστής του κράτους προελεύσεως βάσει του άρθρου 20, παράγραφοι 2 και 3 » ( σημείο 13 ).

20.

Κατά την άποψη μου οι αρχές που εφαρμόστηκαν στις υποθέσεις αυτές αρκούν για να οδηγήσουν στην απάντηση επί του δευτέρου ερωτήματος που υποβλήθηκε από το αιτούν δικαστήριο. Το ερώτημα αυτό αφορά, κατ' ουσίαν, το ζήτημα αν ένα δικαστήριο υποχρεούται να αρνηθεί να αναγνωρίσει απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος, όταν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης παρελήφθη μεν έγκαιρα από τον εναγόμενο, δεν επιδόθηκε όμως κανονικά, παρά το ότι η νομοθεσία του κράτους στο οποίο ζητείται η αναγνώριση επιτρέπει τη θεραπεία των ελαττωμάτων της επιδόσεως.

21.

Θεωρώ ότι στο ερώτημα αυτό προσήκει καταφατική απάντηση. Οι κανόνες που πρέπει να εφαρμοστούν για να καθοριστεί αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης επιδόθηκε κανονικά είναι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, οι κανόνες του κράτους στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση, καθώς και οι διατάξεις όλων των διεθνών συμβάσεων περί επιδόσεως που εφαρμόζονται στο κράτος αυτό. Όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή, μόνον εάν οι τελευταίοι αυτοί κανόνες (που μπορούν να παραπέμπουν σε κανόνες εφαρμοζόμενους στο κράτος αναγνωρίσεως) επιτρέπουν τη θεραπεία ελαττωμάτων της επιδόσεως, μπορεί να θεωρηθεί ότι το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης επιδόθηκε κανονικά κατά το άρθρο 27, σημείο 2. Σε αντίθετη περίπτωση, εφόσον εζητείτο αναγνώριση ή εκτέλεση σε πολλά συμβαλλόμενα κράτη, το αποτέλεσμα θα εξηρτάτο από το εσωτερικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους και θα διακυβευόταν η ομοιόμορφη εφαρμογή του άρθρου 27, σημείο 2.

22.

Η Γαλλική Κυβέρνηση ζήτησε από το Δικαστήριο να εξετάσει αν το εισαγωγικό έγγραφο της παρούσας δίκης επιδόθηκε, πράγματι, αντικανονικά. Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, η απάντηση στα ερωτήματα αυτά ζητείται για την περίπτωση που το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης δεν έχει επιδοθεί κανονικά. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο, στο πλαίσιο εκδόσεως αποφάσεως επί προδικαστικού ερωτήματος, να ελέγξει αν αυτό συνέβη στην περίπτωση των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιον του Bundesgerichtshof. Στα εθνικά δικαστήρια απόκειται να κρίνουν αν το έγγραφο επιδόθηκε πράγματι κανονικά ή όχι.

23.

Το συμπέρασμα αυτό είναι δυσμενές για τη Lancray, η οποία, κατά τα φαινόμενα χωρίς πταίσμα της, μπορεί να περιέλθει έτσι σε αδυναμία να επιτύχει την αναγνώριση αποφάσεως που εκδόθηκε κατά εναγομένου του οποίου η θέση, από δικονομικής απόψεως, δεν φαίνεται ιδιαιτέρως άξια προστασίας. Θεωρώ, ωστόσο, ότι η νομολογία του Δικαστηρίου και οι προθέσεις των συντακτών της Συμβάσεως των Βρυξελλών είναι σαφείς. Με την υπόθεση αυτή τονίζεται ότι είναι αναγκαίο τα πρόσωπα που είναι αρμόδια για την επίδοση δικογράφων στην αλλοδαπή να τηρούν αυστηρά τις εφαρμοστέες διατάξεις.

Συμπέρασμα

24.

Θεωρώ, κατά συνέπεια, ότι στα ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesgerichtshof προσήκει η εξής απάντηση:

« 1)

Το άρθρο 27, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών απαγορεύει σε δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους να αναγνωρίσει απόφαση που εκδόθηκε από δικαστήριο άλλου συμβαλλομένου κράτους ερήμην του εναγομένου, όταν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί στον εναγόμενο κανονικά, ακόμη και αν το έγγραφο παρελήφθη από τον εναγόμενο έγκαιρα, ώστε να μπορεί να αμυνθεί.

2)

Δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους από το οποίο ζητείται να αναγνωριστεί απόφαση που εκδόθηκε από δικαστήριο άλλου συμβαλλομένου κράτους πρέπει, προκειμένου να κρίνει αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο έχει επιδοθεί στον εναγόμενο κανονικά, κατά την έννοια του άρθρου 27, σημείο 2, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, να εφαρμόσει τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου του δευτέρου κράτους και τις διατάξεις όλων των διεθνών συμβάσεων περί της επιδόσεως εγγράφων στην αλλοδαπή που εφαρμόζονται στο κράτος αυτό. Τα δικαστήρια του πρώτου κράτους μπορούν να θεωρήσουν ότι θεραπεύθηκαν τα ελαττώματα της επιδόσεως, μόνον αν αυτό επιτρέπεται από τις ανωτέρω διατάξεις. »


( *1 ) Γλώσα tou πρωτοτύπου: η αγγλική.

Top